24 Νοεμβρίου 1997

Εκθέσεις και εκτιθέμενοι

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 23 Νοεμβρίου 1997)

Η Έκθεση Σπράου έχει ήδη περάσει από τα πρωτοσέλιδα στις ειδικές στήλες και από εκεί ‘εκτός ύλης’ - τουλάχιστον προς το παρόν. Μου φαίνεται, λοιπόν, η κατάλληλη στιγμή για μια νηφάλια αποτίμηση της συμβολής της Έκθεσης στο δημόσιο διάλογο για το μέλλον του ασφαλιστικού μας συστήματος, καθώς και των αντιδράσεων που προκάλεσε η δημοσίευσή της.

Η κεντρική ιδέα της Έκθεσης Σπράου πρέπει να είναι οικεία στους συστηματικούς αναγνώστες των «Ενθεμάτων»: το υπάρχον σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι ούτε βιώσιμο οικονομικά ούτε δίκαιο κοινωνικά. Όπως έχει τονιστεί κατ’ επανάληψιν στις στήλες αυτές, η Ελλάδα δαπανά το ίδιο ποσοστό του Α.Ε.Π. για συντάξεις όπως και η Σουηδία (12%), παρότι το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 στο συνολικό πληθυσμό είναι χαμηλότερο στη χώρα μας (15% έναντι 18%). Και όμως, το ποσοστό φτώχειας των ηλικιωμένων είναι μεγαλύτερο στην Ελλάδα από ό,τι σε όλες τις χώρες της Ευρώπης εκτός από την Πορτογαλία. Συνεπώς, η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία όχι μόνο στο όνομα των κριτηρίων του Μάαστριχτ και μιας δήθεν ‘λογιστικής αντίληψης για την πολιτική’, μα ακριβώς στο όνομα της αλληλεγγύης – και δη αυτής ‘των γενεών’ (pace Ελεφάντη, «Αυγή» 2 Νοεμβρίου).

Εκτός, βέβαια, και εάν αλληλεγγύη των γενεών σημαίνει εγωιστική συσσώρευση προκλητικών προνομίων από ένα ευνοημένο τμήμα των σημερινών εργαζομένων - με την πρωτοβουλία ή συνενοχή ενός τμήματος των πολιτικών ελίτ - και αποστολή του λογαριασμού στους αυριανούς εργαζόμενους. Νομίζω όμως ότι εμείς, αριστεροί άνθρωποι, άλλο εννοούμε με τον όρο: ένα σύστημα στο οποίο η μια γενιά χρηματοδοτεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης της προηγούμενης που έχει συνταξιοδοτηθεί - και περιμένει από την επόμενη να κάνει το ίδιο για αυτή. Προϋπόθεση της καλής λειτουργίας του συστήματος είναι η εμπιστοσύνη: εάν η επόμενη γενιά βρεθεί μπροστά σε ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ με δυσβάσταχτες υποχρεώσεις και αβέβαια δικαιώματα, τότε μπορεί κάλλιστα να αποφασίσει ότι οι προηγούμενες γενεές την εξαπάτησαν. Και τότε; Τότε, απλούστατα, μπορεί να αρνηθεί να τηρήσει τους όρους ενός ‘κοινωνικού συμβολαίου’ το οποίο απέτυχε να λάβει υπ’ όψιν του και τα δικά της συμφέροντα – και για τους οποίους όρους, φυσικά, ποτέ δεν ρωτήθηκε.

Κινδυνολογία, θα αντέτεινε κανείς. Κάθε άλλο: σε εποχές οικονομικής κρίσης και χαλάρωσης της κοινωνικής συνοχής, η συναίνεση στο κοινωνικό κράτος δεν είναι δεδομένη αλλά εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κατανομή των παροχών αλλά και του βάρους της χρηματοδότησής τους. Θεσμοί κοινωνικής προστασίας που ωφελούν κυρίως τους ευνοημένους και βαρύνουν κυρίως τους απροστάτευτους υπονομεύουν τη συναίνεση στο κοινωνικό κράτος και διευκολύνουν την επίθεση εναντίον του. Ακριβώς για αυτό μια σύγχρονη Αριστερά θα έπρεπε να θεωρεί καθήκον της την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του ‘κοινωνικού συμβολαίου’, αντί να παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις φοβούμενη να θίξει τις εγωιστικές συντεχνίες που τόσο φιλόξενο έδαφος βρίσκουν στους κόλπους της.

Πρόκειται για την ουσία του προβλήματος: η ριζική αναμόρφωση του συστήματος συντάξεων είναι αναγκαία για την αποτελεσματικότερη προστασία των σημερινών ηλικιωμένων από τη φτώχεια, για την επέκταση της κοινωνικής προστασίας στους άνεργους, στους νέους και τις γυναίκες με ασταθή και επισφαλή σύνδεση με την αγορά εργασίας, για την προστασία των συμφερόντων των αυριανών εργαζομένων που σήμερα είναι στους παιδικούς σταθμούς. Ζωτικά θέματα για τους αριστερούς – υπερβολικά ζωτικά θα έλεγα για να τα εμπιστευθούμε στους συνδικαλιστές μας.

Και οι επ’ αυτού προτάσεις της Έκθεσης Σπράου; Κατ’ επιλογήν των συντακτών της, προτάσεις με τη στενή έννοια του όρου δεν υπάρχουν. Ωστόσο, είναι φανερό ότι ορισμένες από τις ιδέες που προτείνονται για συζήτηση απολαμβάνουν ιδιαίτερης εύνοιας. Μια από αυτές είναι η βαθμιαία μετάβαση από το σημερινό σε ένα σύστημα τριών ‘στυλοβατών’ ή ‘πυλώνων’. Η διατύπωση ανήκει σε μια άλλη Έκθεση, της Διεθνούς Τράπεζας το 1994, όπου προτείνεται η δημιουργία συστήματος συντάξεων με τα εξής συστατικά (1) μια ‘βασική’ σύνταξη χρηματοδοτούμενη από το κράτος, (2) μια υποχρεωτική ‘κύρια’ σύνταξη χρηματοδοτούμενη από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών και (3) μια προαιρετική ‘πρόσθετη’ σύνταξη χρηματοδοτούμενη από ατομικές εισφορές.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ελαστική συστηματοποίηση, η οποία αποκλείει μεν τα κλασσικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης αλλά χωράει ένα μεγάλο φάσμα άλλων επιλογών, σύμφωνα με τις πολιτικές και κοινωνικές προτιμήσεις κάθε χώρας: από τη Χιλή (όπου η βασική σύνταξη είναι ένα χαμηλό επίδομα για το φτωχότερο μέρος του πληθυσμού, ενώ η κύρια σύνταξη δίνεται από ένα ιδιωτικό-κεφαλαιοποιητικό σύστημα) μέχρι τη Σουηδία (όπου η βασική σύνταξη είναι γενναιόδωρη και δίνεται σε ολόκληρο τον πληθυσμό, ενώ η κύρια σύνταξη είναι ανταποδοτική αλλά στα πλαίσια ενός διανεμητικού-κοινωνικού συστήματος). Πρόκειται για λύσεις εξ ίσου βιώσιμες, αν και κάθε άλλο παρά ουδέτερες πολιτικά. Περιττό να προσθέσω ότι τη δική μου προτίμηση συγκεντρώνει ένα σύστημα όπως το Σουηδικό, ότι το Χιλιανό σύστημα συγκεντρώνει τις προτιμήσεις φιλελεύθερων κύκλων που άλλοτε ονομάζαμε ‘φωτισμένη δεξιά’, ενώ πολλοί συνδικαλιστές προτιμούν το σημερινό μη βιώσιμο σύστημα και χαρακτηρίζουν συλλήβδην ‘νεοφιλελεύθερα’ όλα τα συστήματα τριών πυλώνων. Όσο για την Έκθεση Σπράου, αναφέρει ρητά ότι στις συνθήκες της Ευρώπης το σύστημα της Χιλής δεν είναι ούτε εφικτό ούτε επιθυμητό (στη σελ. 89 για όσους ενδιαφέρονται).

Στο σημείο αυτό συναντάται η στάση πολλών επικριτών της Έκθεσης – μείγμα κακής προαίρεσης και άγνοιας – με την προχειρότητα αλλά και ακατανίκητη ροπή προς εντυπωσιασμό δημοσιογράφων από όλο το φάσμα του Τύπου, ακόμη και ‘σοβαρών’ εφημερίδων. Αντί να προσπαθήσουν να διαβάσουν ένα ογκώδες μεν αλλά προσιτό κείμενο – ειδικά γραμμένο άλλωστε για πολυπράγμονες ανθρώπους με μικρή ικανότητα εμβάθυνσης σε ένα θέμα – προτίμησαν να ακολουθήσουν τη δοκιμασμένη συνταγή της ευθείας διαστρέβλωσης του περιεχομένου με την επιλεκτική παράθεση αποσπασμάτων ώστε να ‘στοιχειοθετηθεί’ η καταγγελία των συντακτών της Έκθεσης. Λίγο βάρυνε στην κρίση των επικριτών ότι ο κ. Σπράος υπήρξε καθηγητής σε ένα από τα καλύτερα αγγλικά πανεπιστήμια, αλλά και Επονίτης στην κατεχόμενη Αθήνα και αργότερα πρωταγωνιστής από την πρώτη μέρα των κινητοποιήσεων της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών.

Το λυπηρό είναι ότι αυτόν το δρόμο ακολούθησαν και δημοσιογράφοι με επίμονες - και πολύτιμες στις εποχές που ζούμε - ευαισθησίες, οι οποίοι έχουν συχνά αντιταχθεί στις ‘εθνικολαϊκές’ αν όχι ανοιχτά ρατσιστικές κοινοτοπίες της πλειοψηφίας των συναδέλφων τους. Ίσως, εάν οι φωτογραφίες Σπράου-Pinochet στην ‘Ελευθεροτυπία’ αποκαλύπτουν κάτι, αυτό να είναι τα όρια μιας ορισμένης αριστερής κουλτούρας, η οποία δείχνει το χειρότερο εαυτό της (δίκη προθέσεων, επιφανειακή μελέτη των δεδομένων, συνοπτική καταδίκη και δημόσια καταγγελία των αυτουργών) σε θέματα που αντίθετα απαιτούν αναλυτική καθαρότητα, πρωτοτυπία σκέψης, ανοιχτό μυαλό και επινοητικότητα.

Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, δηλ. η επαναδιαπραγμάτευση του ‘κοινωνικού συμβολαίου’, δεν είναι άλλο από μια επίπονη διαδικασία εξισορρόπησης συμφερόντων, όπου κάποιοι χάνουν και κάποιοι κερδίζουν. Για τη σύγχρονη Αριστερά, η μεταρρύθμιση δεν μπορεί παρά να κριθεί από το κατά πόσον συμβάλλει στην επίτευξη των ιστορικών στόχων του κοινωνικού κράτους στις νέες συνθήκες: μείωση των ανισοτήτων, εξάλειψη της φτώχειας, κοινωνική προστασία για όλους. Εάν αυτό προϋποθέτει την κατάργηση των πελατειακών προνομίων ορισμένων ομάδων μεσαίου και υψηλού εισοδήματος (με μεγάλη επιρροή στη Βουλή, στα συνδικάτα - ακόμη και στα κόμματα της Αριστεράς), κατά τη γνώμη μου πρόκειται για ένα τίμημα αναγκαίο και απολύτως δικαιολογημένο.