8 Απριλίου 2009

Η ευελιξία με ασφάλεια και η εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά

Ομιλία στην εκδήλωση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) με θέμα «Στο περιθώριο της αγοράς εργασίας: επισφαλής εργασία και ανεργία» (Τετάρτη 8 Απριλίου 2009)

Θα δοκιμάσω να απαντήσω στα ερωτήματα της πρόσκλησης, με εξαίρεση το πρώτο («Πόσο νέο φαινόμενο είναι η επισφαλής εργασία;») που θα το αφήσω στον Αντώνη Λιάκο ως καθ’ ύλην αρμόδιο.

Ταυτίζεται η επισφαλής εργασία με την ευέλικτη εργασία;

Γενικώς, όχι. Δεν είναι υποχρεωτικό η ευέλικτη εργασία να είναι επίσης επισφαλής. Παραδείγματα οργάνωσης της εργασίας ώστε να είναι και ευέλικτη (π.χ. part-time) και «ασφαλής» (με την έννοια του εργατικού δικαίου αλλά και της κοινωνικής προστασίας) υπάρχουν διεθνώς πολλά – σε λίγο θα αναφέρω κάποια.

Ειδικώς, συχνά ναι. Το «ευέλικτο» κομμάτι της αγοράς εργασίας τείνει να απασχολεί εργαζόμενους που δεν ανήκουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και που είναι ευάλωτοι στους χώρους δουλειάς έναντι του εργοδότη: μετανάστες, γυναίκες, νέοι, ανειδίκευτοι, και διάφοροι συνδυασμοί αυτών των ιδιοτήτων. Πρόκειται για κατ’ εξοχήν πρόβλημα συσχετισμού ισχύος, στο οποίο θα επανέλθω στη συνέχεια.

Κατά πόσον ισχύει η διχοτόμηση των ανθρώπων σε δυο κόσμους: τον κόσμο των «εντός» προνομίων και προστασίας, και τον κόσμο των «εκτός»;

Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας παρατηρείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, αλλά δεν είναι το ίδιο έντονος παντού. Για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές χώρες και στην Ολλανδία οι outsiders έχουν περισσότερη προστασία από ό,τι αλλού, ενώ στη Βρετανία και στην Ιρλανδία οι insiders έχουν λιγότερη ασφάλεια από ό,τι αλλού. Το χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων είναι βαθύτερο στις αγορές εργασίας της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Βελγιο κτλ.). Πουθενά όμως δεν είναι τόσο βαθύ όσο στην Ελλάδα.

Ως ποιο σημείο συμπίπτουν και πού αποκλίνουν τα συμφέροντα των «κανονικών» εργαζομένων, των «επισφαλών» εργαζομένων και των ανέργων;

Το εάν τα συμφέροντα συμπίπτουν ή αποκλίνουν εξαρτάται, κυρίως από το πώς τα αντιλαμβάνονται οι insiders. Η βιβλιογραφία σε θέματα industrial relations κάνει διάκριση μεταξύ «περιεκτικών» (encompassing) και συντεχνιακών συνδικάτων. Στην πρώτη περίπτωση, οι συνδικαλιστές καταβάλλουν προσπάθεια να εκπροσωπήσουν το σύνολο της εργατικής τάξης, ενώ επίσης θεωρούν προτεραιότητά τους την αύξηση της παρουσίας και της επιρροής των συνδικάτων στον «άτυπο» τομέα. Στη δεύτερη περίπτωση, οι συνδικαλιστές έχουν πρακτικά διαγράψει από την οπτική τους τα προβλήματα των outsiders (ως άλυτα, ενδεχομένως) και έχουν αποκλειστικά στραμμένο το ενδιαφέρον τους στην υπεράσπιση των «κεκτημένων» των προνομιούχων ομάδων από τις οποίες οι ίδιοι προέρχονται.

Πόσο αντιπροσωπεύονται οι επισφαλώς εργαζόμενοι/ες και οι άνεργοι/ες από τα συνδικάτα;

Στη χώρα μας, όπου ο συνδικαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη θαλπωρή της δημόσιας απασχόλησης, οι επισφαλώς εργαζόμενοι και οι άνεργοι αντιπροσωπεύονται ελάχιστα ή καθόλου.

Οι αριθμοί μιλάνε μόνοι τους.
  • Οι κλάδοι της κοινής ωφέλειας και των τραπεζών απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ), όμως η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν τη συντριπτική πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ. Αντίθετα, η παρουσία των συνδικάτων στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι ισχνή.
  • Το 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η «φυλετική» αναλογία στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη.
  • Παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ έδειξε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών.
  • Τέλος, με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει προσπαθήσει να οργανώσει τους ξένους εργάτες, ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε διοικητικό συμβούλιο ομοσπονδίας.
Με λίγα λόγια, η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή (άνδρας, μεσήλικας, με μονιμότητα, 100% Έλληνας) μοιάζει όλο και λιγότερο με την εικόνα του μέσου μισθωτού (νεότερος, χωρίς μονιμότητα, με πιθανότητα 40% να είναι γυναίκα και 12% να είναι ξένος).

Υπάρχει «Ευρωπαϊκή διαδρομή» προς τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας;

Υπάρχει, και είναι σαφώς «Ευρωπαϊκή», με την έννοια ότι απορρίπτει την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας τύπου ΗΠΑ ή Βρετανίας, χωρίς από την άλλη να αρνείται την ανάγκη μεταρρύθμισης. Να προσθέσω ότι είναι πνευματικό παιδί του «χώρου», αφενός επειδή ήδη εφαρμόζεται σε «σοσιαλδημοκρατικές» χώρες, αφετέρου επειδή οι πιο δραστήριοι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) πρόσκεινται στην κεντροαριστερά. Πρόκειται για τη (μάλλον συκοφαντημένη στην Ελλάδα) στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια ή flexicurity.

Η κεντρική ιδέα της flexicurity είναι η μείωση του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders: μεγαλύτερη ελαστικότητα και λιγότερα προνόμια για τους μεν, με αντάλλαγμα καλύτερη κοινωνική προστασία και εργασιακή ασφάλεια για τους δε.

Η ευελιξία με ασφάλεια έχει εφαρμοστεί με ιδιαίτερη επιτυχία κυρίως στη Δανία και στην Ολλανδία. Έχω μελετήσει κάπως καλύτερα την περίπτωση της Ολλανδίας. Έχω, λοιπόν, να αναφέρω ότι η στροφή των Ολλανδικών συνομοσπονδιών εργαζομένων «υπέρ του σεβασμού του πλουραλισμού και της ποικιλομορφίας των μορφών απασχόλησης, και υπέρ των ίσων δικαιωμάτων των εργαζομένων σε άτυπες μορφές απασχόλησης» (στροφή που επιτεύχθηκε μετά από μακρόχρονους αγώνες των ομοσπονδιών με μεγάλη γυναικεία παρουσία) επέτρεψε τη σύναψη διμερών συμφωνιών που οδήγησαν στο «Ολλανδικό θαύμα»: αύξηση της απασχόλησης και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, μείωση της φτώχειας και της ανισότητας.

Η ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης και μείωση της φτώχειας λόγω της ευελιξίας με ασφάλεια στην Ολλανδία (και αλλού) είναι λιγότερο ευκαταφρόνητο επίτευγμα από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η ευελιξία χωρίς ασφάλεια στη Βρετανία και στις ΗΠΑ είχε μεν θεαματικές επιδόσεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά είχε επίσης τίμημα την έκρηξη της φτώχειας των εργαζομένων. Να προσθέσω, τέλος, ότι η στροφή των Ολλανδικών συνδικάτων υπέρ της ευελιξίας με ασφάλεια αύξησε το κύρος και την επιρροή τους στην κοινωνία, αλλά και τον αριθμό των μελών τους, λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους στον άτυπο τομέα.

Μεταφέρεται η εμπειρία της Ολλανδίας (ή της Δανίας) αλλού, π.χ. στην Ελλάδα; Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) αναγνωρίζουν, και μάλιστα σε επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η επιτυχία της στρατηγικής της ευελιξίας με ασφάλεια στις χώρες αυτές βασίστηκε αφενός στη μακρά παράδοση συλλογικών διαπραγματεύσεων και διμερών συμφωνιών, και αφετέρου στον αμοιβαίο σεβασμό των κοινωνικών εταίρων και στην εμπιστοσύνη τους ότι τα συμφωνηθέντα θα τηρηθούν. Εκεί όπου οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, οι «εθνικές διαδρομές» προς την ευελιξία με ασφάλεια κατ’ ανάγκη περιπλέκονται – αν, και κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν καθιστά λιγότερο επείγουσα την ανάγκη γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders.

Τι μας διδάσκουν τα παραπάνω για τις προοπτικές της αγοράς εργασίας (και για τη στάση της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς) στην Ελλάδα;

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τρία πράγματα.

Πρώτον, ότι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας θα πρέπει να επιχειρηθεί ταυτόχρονα με τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Ήδη αναφέρθηκα στην κατεύθυνση της ευελιξίας με ασφάλεια προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί η πρώτη. Όσο για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, εδώ ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η γενναία αναδιανομή πόρων από τις κοινωνικά αντιπαραγωγικές δαπάνες (όπως είναι τα σκανδαλώδη συνταξιοδοτικά προνόμια πολλών ομάδων) προς τις κοινωνικές υπηρεσίες (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, βοήθεια στο σπίτι), καθώς και στη στήριξη του εισοδήματος (επιδόματα παιδιών, επιδόματα ανέργων, επιδόματα κατοικίας, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα).

Δεύτερον, ότι αν και η παραπάνω διαδρομή είναι ίσως βραχυπρόθεσμα επώδυνη για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τουλάχιστον υπόσχεται την αναστήλωση του (χαμηλού σήμερα) κύρους τους στην κοινωνία και την αύξηση της πολιτικής και αριθμητικής επιρροής τους. Αντίθετα, η πεπατημένη της με νύχια και δόντια υπεράσπισης των «κεκτημένων» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην οριστική παρακμή τους.

Τρίτον, ότι η στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια δεν προϋποθέτει μόνο την αλλαγή πορείας των συνδικάτων, αλλά και την αξιοπιστία των εργοδοτικών οργανώσεων (it takes two to tango). Στη χώρα μας, όπου η αστική τάξη αποστρέφεται τα ρίσκα και αναζητά εναγωνίως το σίγουρο κέρδος στη σκιά του πελατειακού κράτους, όπου πάρα πολλοί επιχειρηματίες θεωρούν την επιχειρηματικότητα συνώνυμο της «αρπαχτής», και όπου η κερδοφορία συνήθως δεν είναι επιστέγασμα κάποιας καινοτόμου ιδέας για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που ζητά η αγορά, αλλά αποτέλεσμα της ανελέητης συμπίεσης του εργατικού κόστους (τύπου «εσύ υπογράφεις για €700 και εγώ σου δίνω €400») – τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει;

Καμμία ελπίδα – εκτός εάν μια υγιέστερη επιχειρηματική κουλτούρα επικρατήσει (πώς;), και εκτός εάν ο συσχετισμός ισχύος στον ιδιωτικό τομέα αλλάξει υπέρ των εργαζομένων.

Μπορεί να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις υπέρ των «εκτός» χωρίς να θιγούν τα κεκτημένα των «εντός»;

Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε εφικτό αλλά ούτε και επιθυμητό.

Δεν είναι εφικτό επειδή το «πολιτικό κεφάλαιο» που διαθέτουν τα συνδικάτα και τα κόμματα της ευρείας αριστεράς είναι πεπερασμένο. Στα λόγια όλοι είναι υπέρ της βελτίωσης της θέσης των «εκτός». Όταν όμως τα συνδικάτα επιλέγουν να δώσουν τις ηρωικότερες μάχες τους για να μην αλλάξει τίποτε (όπως έγινε στο παρελθόν με τις προτάσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό), ή για τη διατήρηση του δικαιώματος των «εντός» να συνταξιοδοτούνται μέχρι και 17 χρόνια νωρίτερα από όλους τους άλλους (όπως έγινε πιο πρόσφατα με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου), δεν περισσεύει και πολύς χρόνος και ενέργεια για τα πιο πεζά προβλήματα της Κούνεβα και των άλλων θαρραλέων συνδικαλιστριών του Σωματείου της.

Τα κεκτημένα των «εντός» δεν είναι εφικτό λοιπόν να μείνουν άθικτα, εάν θέλουμε να βελτιωθεί η θέση των «εκτός». Δεν είναι όμως ούτε επιθυμητό. Αφενός, γιατί η ύπαρξη των κεκτημένων αυτών προσβάλλει την αρχή της ισονομίας των πολιτών και κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης. Αφετέρου, γιατί ποιος θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου όλοι οι εργαζόμενοι συμπεριφέρονται ως δημόσιοι υπάλληλοι (και όπου όλες οι αεροπορικές εταιρίες είναι σαν την Ολυμπιακή, όλες οι Τράπεζες σαν την Εθνική κ.ο.κ.);

Εγώ πάντως όχι.

1 Απριλίου 2009

Η κοινωνική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας (2004-09): ένας κριτικός απολογισμός




Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Απρίλιος 2009)

Μια μάλλον διαδεδομένη πεποίθηση θέλει τις συντηρητικές κυβερνήσεις να υστερούν «ποσοτικά» στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής έναντι των σοσιαλιστικών – π.χ. όσον αφορά το ύψος της κοινωνικής δαπάνης. Πρόκειται περί παρεξήγησης. Η περιοριστική πολιτική (π.χ. περικοπές) υποστηρίζεται από οπαδούς του ελάχιστου κράτους – αν και, όπως διαπίστωσε η κ. Θάτσερ τη δεκαετία του ’80, αυτό είναι ευκολότερο να επιτευχθεί στη θεωρία παρά στην πράξη. Αντίθετα, τα συντηρητικά κόμματα τύπου ΝΔ δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν το κράτος για τους δικούς τους σκοπούς, οι οποίοι (ακόμη και όταν δεν είναι ιδιοτελείς) φέρουν τα σημάδια της συντηρητικής ιδεολογίας.

Τα τελευταία 5 χρόνια η κοινωνική δαπάνη συνέχισε να αυξάνεται (από 20,0% του ΑΕΠ το 2004 σε 21,1% το 2008 σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης). Κατά ένα μικρό μέρος, αυτό οφείλεται στη θεσμοθέτηση νέων πολιτικών ή στη διεύρυνση άλλων. Κατά ένα μεγάλο μέρος, η αύξηση της κοινωνικής δαπάνης αντανακλά την «κεκτημένη ταχύτητα» ενός υπερτροφικού συστήματος συντάξεων στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Το «ποιοτικό» χαρακτηριστικό της πολιτικής των κυβερνήσεων ΝΔ – αλλά, δυστυχώς, όχι μόνον αυτών – είναι ότι το σύστημα κοινωνικής προστασίας που έχουμε παραμένει αναχρονιστικό, αναποτελεσματικό και άδικο.

Οι κυριότερες πρωτοβουλίες την τελευταία πενταετία ήταν επιγραμματικά οι εξής.

Φορολογική μεταρρύθμιση

Η μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (η οποία άρχισε επί Χριστοδουλάκη) συνεχίστηκε επί Αλογοσκούφη. Όμως, εάν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, οι φορολογούμενοι με ετήσιο εισόδημα 15.000 ευρώ πληρώνουν σήμερα περισσότερο φόρο από ό,τι το 2004, ενώ κερδισμένοι είναι όσοι δηλώνουν μέχρι 75.000 ευρώ το χρόνο. Επίσης, η μετατροπή της μείωσης φόρου λόγω παιδιών σε προσαύξηση του αφορολογήτου ορίου ωφελεί οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά, ιδίως εάν έχουν εισόδημα πάνω από 22.000 ευρώ. Επί πλέον, η μείωση των συντελεστών του φόρου κληρονομιάς (από 5%-30% σε 1%) και η αύξηση του αφορολογήτου ορίου σε 95.000 ευρώ (επί της αντικειμενικής αξίας) συνεπάγεται μηδενική ή συμβολική φορολόγηση ακόμη περισσότερων μεταβιβάσεων ακίνητης περιουσίας. Γενικά, η επίπτωση της μείωσης φόρου είναι αντίστροφα προοδευτική – διπλά: και επειδή ευνοεί τους πλούσιους λιγότερο από ό,τι τους φτωχούς, αλλά και επειδή στερεί από το κράτος έσοδα τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αναδιανεμητικές πολιτικές υπέρ των τελευταίων.

Κατάργηση του ΛΑΦΚΑ

Ο Λογαριασμός Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης είχε συσταθεί με το νόμο 2084 (Μάνου-Σιούφα) το 1992 ως προσωρινό μέτρο για την ενίσχυση των προβληματικών ταμείων, εν αναμονή της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Ήταν στην ουσία μια προοδευτική εισφορά, με την έννοια ότι επιβάρυνε τις χαμηλές συντάξεις πολύ λιγότερο από τις υψηλές[1]. Η κατάργηση του ΛΑΦΚΑ το 2004 (το πρώτο μέτρο κοινωνικής πολιτικής της ΝΔ) εξάλειψε το μοναδικό μηχανισμό ανακατανομής πόρων στο εσωτερικό του συνταξιοδοτικού συστήματος και αύξησε τις εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των ηλικιωμένων.

Παροχές στις τρίτεκνες οικογένειες

Με το νόμο 3454/2006 οι παροχές υπέρ πολύτεκνων (γενναιόδωρα επιδόματα, φορολογικές ελαφρύνσεις, προνομιακή μεταχείριση στις προσλήψεις στο δημόσιο, στην έκδοση αδειών, στην ανώτατη εκπαίδευση κτλ.) επεκτάθηκαν στις τρίτεκνες οικογένειες. Η μεροληψία υπέρ των πολυτέκνων ήταν προσφιλής στα καθεστώτα του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Φράνκο και του Σαλαζάρ, μα έχει εκλείψει έκτοτε στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Εν τω μεταξύ οι παροχές προς οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά – στις οποίες άλλωστε αντιστοιχεί η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών, καθώς και η πλειονότητα των φτωχών παιδιών – παραμένουν ασήμαντες.

Αναπροσαρμογή επιδομάτων

Ενώ στο παρελθόν οι χαμηλές συντάξεις αυξάνονταν περισσότερο από ό,τι οι υψηλές, από το 2005 όλες οι συντάξεις αναπροσαρμόζονται με το ίδιο ποσοστό (1.3% σε πραγματικές τιμές την τελευταία τετραετία). Αντίθετα, το ΕΚΑΣ, η σύνταξη ανασφαλίστων και η βασική σύνταξη ΟΓΑ αυξήθηκαν κατά 42% την περίοδο 2004-08. Το επίδομα ανεργίας «ξεπάγωσε» μόλις το 2007, αλλά αυξήθηκε αρκετά από τότε (+13% σε πραγματικές τιμές σε σχέση με το 2004). Οι κατώτατες αποδοχές αυξήθηκαν επίσης κατά 10% σε πραγματικές τιμές την τετραετία 2004-08, παρότι έχασαν και άλλο έδαφος σε σχέση με τις μέσες αποδοχές.

Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής

Με το νόμο 3552/2008 ιδρύθηκε Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, με «προίκα» 500 εκατ. ευρώ το 2008 και στόχο τα 2 δις ευρώ το 2010. Μέχρι τώρα, το Ταμείο έχει χρηματοδοτήσει την επέκταση των πολυτεκνικών παροχών σε τρίτεκνες οικογένειες, την έκτακτη ενίσχυση των πληγέντων από τις πυρκαγιές του Αυγούστου 2007, καθώς και τα «μέτρα υπέρ οικονομικά αδυνάμων» του Δεκεμβρίου 2008 (δηλ. τη χορήγηση δύο εκτάκτων επιδομάτων: «κοινωνικής συνοχής» αξίας 100-200 ευρώ και «στεγαστικού δανείου» αξίας 500 ευρώ σε συνταξιούχους ΟΓΑ, δικαιούχους ΕΚΑΣ και εγγεγραμμένους ανέργους ΟΑΕΔ).

Ασφαλιστική μεταρρύθμιση

Ο νόμος 3655/2008 προβλέπει (α) την ομαδοποίηση των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, (β) τη σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης για ορισμένες κατηγορίες (ασφαλισμένοι ειδικών ταμείων, μητέρες ανηλίκων, 35ετία) από το 2013, και (γ) τη σύσταση «Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών» για την αντιμετώπιση των μελλοντικών ελλειμμάτων, με χρηματοδότηση από διάφορες πηγές (10% των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, 4% των εσόδων του ΦΠΑ, 10% των «κοινωνικών πόρων» των ειδικών ταμείων κτλ).

Πώς αθροίζονται όλα αυτά; Παρά την πληκτική ρητορεία περί του αντιθέτου, το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας δεν «αποδομήθηκε» την τελευταία 5ετία. Όμως, οι κυβερνήσεις ΝΔ όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε για να εκσυγχρονίσουν το σύστημα κοινωνικής προστασίας, αλλά επέτειναν ορισμένες από τις παραδοσιακές στρεβλώσεις του.

Η τρέχουσα οικονομική κρίση – για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οποίας το κοινωνικό κράτος που έχουμε είναι εντελώς ακατάλληλο – έρχεται να προστεθεί στα προϋπάρχοντα προβλήματα οικονομικής βιωσιμότητας, αναντιστοιχίας με τις ανάγκες, αναπαραγωγής (και όχι καταπολέμησης) των ανισοτήτων.

Η τραγωδία είναι ότι σε αυτό ακριβώς το σύστημα κοινωνικής προστασίας παραμένει δέσμια η πολιτική ελίτ στο σύνολο της (κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κόμματα και συνδικάτα). Μια ελίτ που βλέπει το αδιέξοδο, αλλά πασχίζει να αποφύγει το περίφημο «πολιτικό κόστος» της αναγκαίας μεταρρύθμισης. Μεταθέτοντας έτσι το κοινωνικό κόστος της μη μεταρρύθμισης στα ασθενέστερα στρώματα, στους νέους, στις επόμενες γενιές.

[1] Ας σημειωθεί ότι, για αδιευκρίνιστους λόγους αλλά με διακομματική συναίνεση, οι συνταξιούχοι του Ταμείου Νομικών το 1992 είχαν εξαιρεθεί από την υποχρέωση καταβολής της εισφοράς στο ΛΑΦΚΑ.