6 Μαρτίου 2016

Τα αδιέξοδα του ασφαλιστικού

Μια συντομευμένη εκδοχή δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 6 Μαρτίου 2016).

Η διαμάχη για το ασφαλιστικό επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά το γνωστό ρητό: «Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες». Η σημερινή κυβέρνηση είχε ως αντιπολίτευση καθοριστική συμβολή, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην παραλυτική αδυναμία της χώρας να συζητήσει ήρεμα (πόσω μάλλον να επιλύσει) ένα από τα προβλήματα που από τότε υπέσκαπταν την ευημερία της και την κοινωνική συνοχή της. Με την έννοια αυτή, ότι στην πολυθρόνα του αρμόδιου υπουργού κάθεται ο θεωρητικός της υστερικής αντίδρασης σε οποιαδήποτε αλλαγή, και βεβαίως της «κοινωνικής βίας» εναντίον όσων δεν συμφωνούν μαζί του, συνιστά πειρασμό για κάθε προοδευτικό και φιλελεύθερο πολίτη: «ας βγάλουν τώρα μόνοι τους τα κάστανα από τη φωτιά».

Και όμως: μια αντιπολίτευση που νοιάζεται να πάει μπροστά ο τόπος, όχι απλώς «να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη», θα πρέπει να αντισταθεί σε αυτόν τον (δικαιολογημένο) πειρασμό. Για τρεις τουλάχιστον λόγους.

Πρώτα-πρώτα, επειδή οι ευθύνες για το πώς φτάσαμε να έχουμε το χειρότερο σύστημα συντάξεων της Ευρώπης (το πιο χρεωκοπημένο, και ταυτόχρονα το πιο άδικο) δεν βαραίνουν μόνο τον αριστερό λαϊκισμό και τον συντεχνιακό συνδικαλισμό, αλλά και τις προηγούμενες κυβερνήσεις – με τη μερική εξαίρεση των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Σημίτη που τουλάχιστον αναγνώρισαν το πρόβλημα, και έκαναν κάτι για αυτό (ιδίως η πρώτη). Συνεπώς, λίγη αυτοκριτική εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ θα ήταν χρήσιμη.

Επίσης, επειδή η ψηφοθηρική υποστήριξη όσων σήμερα αντιδρούν στην πρόταση της κυβέρνησης (π.χ. των αγροτών που κλείνουν τους δρόμους με τα τρακτέρ με αίτημα οι ίδιοι να μην πληρώνουν φόρους και οι υπόλοιποι να πληρώνουν τις συντάξεις τους) θα ήταν άλλη μια απόδειξη ότι ορισμένοι από τους πολιτικούς μας δεν έχουν καταλάβει απολύτως τίποτε από την περιπέτεια στην οποία έχει βρεθεί η χώρα την τελευταία εξαετία.

Τέλος, επειδή ο τρόπος με τον οποίο θα κλείσει το ασφαλιστικό τώρα θα διαμορφώσει το προφίλ της χώρας (ή αρκετές όψεις του) τις επόμενες δεκαετίες. Εάν θα παραμείνει χώρα δημοσίων υπαλλήλων, συνταξιούχων και αγροτών, καταδικασμένη στη μακρόχρονη παρακμή. Ή αντίθετα, εάν θα κάνει ένα μικρό έστω βήμα προς μια πορεία που δίνει ζωτικό χώρο στις παραγωγικές ομάδες και στους νέους.

Συνεπώς, αν αφεθεί ο Τσίπρας με τον Καμμένο (και οι επιλογές τους: Στρατούλης, μετά Χαϊκάλης, και τώρα Κατρούγκαλος) να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά», ο κίνδυνος είναι τα σπασμένα, ή μάλλον τα καμμένα, να τα πληρώσουμε όλοι οι υπόλοιποι.

Δεν είμαι σε θέση να συμβουλεύσω τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης σε θέματα τακτικής. Εξ άλλου, όπως έγραφε πρόσφατα ο Ανδρέας Πετρουλάκης, οι άνθρωποι που μας κυβερνούν «[δ]εν μπορούν να ξεφύγουν από την εχθροπάθεια, τη διχαστική ρητορική, την αχρείαστη πολεμική, την παρόξυνση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακόμα και όταν σε καλούν σε συναίνεση, σε βρίζουν ταυτοχρόνως»  («Τα διακόσια μαθήματα», Protagon 29 Φεβρουαρίου 2016).

Μπορώ όμως να υποδείξω τα σημεία της κυβερνητικής πρότασης για το ασφαλιστικό που – κατά την ταπεινή μου γνώμη – η αντιπολίτευση θα πρέπει να απορρίψει, και όσα θα πρέπει να στηρίξει.

Η επιμονή της κυβέρνησης να φορτώσει όλα τα βάρη σε όσους δεν πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη έως τον περασμένο Αύγουστο, και φυσικά σε όσους συνταξιοδοτηθούν στο μέλλον, ώστε να μπορεί να πει «τηρήσαμε τις υποσχέσεις μας» στους ήδη συνταξιούχους, θα πρέπει να απορριφθεί. Όχι από εκδικητικότητα προς μια κατηγορία που έχει ήδη υποστεί περικοπές, και που έχει μικρά περιθώρια προσαρμογής. Αλλά επειδή το αντίθετο θα υπονόμευε τόσο την κοινωνική δικαιοσύνη όσο και την οικονομική ανάκαμψη (από την οποία άλλωστε εξαρτάται η βιωσιμότητα όλων των συντάξεων).

Η πικρή αλήθεια είναι ότι, παρά τις περικοπές των τελευταίων ετών, η συντριπτική πλειονότητα των σημερινών συνταξιούχων εισπράττει σημαντικά παραπάνω από όσο έχει συνεισφέρει στο σύστημα, συνυπολογίζοντας τις εργοδοτικές εισφορές: κάτι που πολλοί υποψιάζονταν εδώ και καιρό, και που αποδεικνύει πρόσφατη μελέτη μας (Chrysa Leventi & Manos Matsaganis «Disentangling annuities and transfers: redistribution in Greek retirement benefits»), περίληψη της οποίας πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

Συνεπώς, μια λελογισμένη εισφορά στις σημερινές συντάξεις, μηδενική για όσους λαμβάνουν κάτω από ένα ποσό (π.χ. 700 ευρώ το μήνα), και για όσους αποδεδειγμένα βγήκαν στη σύνταξη σε μεγάλη ηλικία (π.χ. στα 65 ή αργότερα), και με συντελεστή που να αυξάνεται προοδευτικά, θα επέτρεπε να μην αυξηθούν οι εισφορές, ή να μην μειωθούν τόσο οι συντάξεις των επομένων, ή και τα δύο.
Η επιμονή της κυβέρνησης να επιτρέψει να καταβάλλεται η Εθνική Σύνταξη από οποιαδήποτε ηλικία μπορεί κάποιος να βγει στη σύνταξη (π.χ. από τα 56 έτη, όπως πολλοί έχουν ακόμη δικαίωμα) θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. Η κρατική ενίσχυση, στην οποία αντιστοιχεί η Εθνική Σύνταξη (και την οποία θα πρέπει να εξαντλεί), δεν μπορεί να κατανέμεται σε κάποιους επί 11 έτη παραπάνω από ό,τι σε άλλους.

Το πλαφόν σύνταξης είναι άστοχο και αντιπαραγωγικό. Η ανταποδοτικότητα επιβάλλει υψηλότερες συντάξεις σε όσους έχουν πληρώσει υψηλότερες εισφορές. Η κυβερνητική πρόταση είναι πρόσκληση για εισφοροδιαφυγή. Και αυτό το σημείο θα πρέπει να απορριφθεί.

Αντίθετα, νομίζω ότι η ευρωπαϊκή αντιπολίτευση θα πρέπει να στηρίξει δύο σημεία της κυβερνητικής πρότασης. Το πρώτο είναι η άμεση ενοποίηση του συστήματος, με άμεση ένταξη όλων των φορέων κύριας ασφάλισης στο ΙΚΑ. Στη μακρά διάρκεια του ελληνικού κράτους (τουλάχιστον εδώ και έναν αιώνα), τα χωριστά ταμεία λειτούργησαν ως ένας απίστευτα αποδοτικός μηχανισμός ιδιοποίησης του δημοσίου χρήματος. Εάν επιτραπεί στους αγρότες – ή στο «κίνημα της γραβάτας» - να κρατήσουν το δικό τους ταμείο, επικαλούμενοι τις γνωστές, απόλυτα ιδιοτελείς «ιδιαιτερότητες», τον λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι επόμενες γενιές (και οι επόμενες κυβερνήσεις).

Για τον ίδιο λόγο, όλοι οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να πληρώνουν το ίδιο ενιαίο ποσοστό εισφοράς για ανταποδοτική σύνταξη: οι μισθωτοί μαζί με τους εργοδότες τους, οι αυταπασχολούμενοι μόνοι τους. Για πολλούς λόγους, το ποσοστό αυτό θα πρέπει πάση θυσία να χαμηλώσει – κάτι που αναγκαστικά συνεπάγεται υψηλότερα όρια ηλικίας και μεγαλύτερη συνεισφορά των ήδη συνταξιούχων. Αλλά θα πρέπει να είναι το ίδιο για όλους, χωρίς εξαιρέσεις.

Εδώ που έχουμε φτάσει, μόνο μια αυστηρή αλλά δίκαιη, και κυρίως λογικά συνεκτική μεταρρύθμιση μπορεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του συστήματος, δηλαδή την εμπιστοσύνη ότι θα υπάρχουν συντάξεις και για τους σημερινούς 30ρηδες. Αντίθετα, οι μικρές αλλαγές σε δόσεις πριονίζουν την αξιοπιστία και υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη.

3 Μαρτίου 2016

Ανισότητες και μεταρρυθμίσεις

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο, Γιώργο Σιακαντάρη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016).

Από την εποχή του γάλλου στοχαστή Αλέξις ντε Τοκβίλ έχουν επισημανθεί οι κοινωνικές επιπτώσεις των ανισοτήτων. Οι ανισότητες υπονομεύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ισότητα των συνθηκών που προάγει το αναγκαίο «δημόσιο πνεύμα». Σήμερα, γνωρίζουμε επιπρόσθετα την αρνητική συσχέτιση ανισοτήτων και οικονομικής ανάπτυξης- οι οικονομικές ανισότητες επιβραδύνουν τις επιδόσεις μιας οικονομίας, ενισχύουν την χρηματοπιστωτική αστάθεια, ενώ αδυνατίζουν την κοινωνική υποστήριξη σε πολιτικές φιλελευθεροποίησης του εξωτερικού εμπορίου. Οι ανισότητες όμως επιδρούν και στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Έτσι, έχει παρατηρηθεί ότι η αυξημένη οικονομική και κοινωνική ανισότητα συσχετίζονται με αυξημένη δυσπιστία του κοινωνικού σώματος για τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές. 

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ακόμη και στις εποχές της απρόσκοπτης οικονομικής μεγέθυνσης ο εγχώριος δείκτης Gini (δείκτης που μετρά την ανισοκατανομή εισοδήματος) ήταν από τους υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι καταγεγραμμένες ανισότητες δεν υπήρξαν αποτέλεσμα απορρύθμισης των αγορών της (αν και οι αγορές συχνά διευρύνουν τις ανισότητες), αλλά περισσότερο συνέπεια θεσμοθετημένων διακρίσεων που ευνοούσαν ένα πλήθος ομάδων και κοινωνικών κατηγοριών, οι οποίες λειτουργούσαν προσοδοθηρικά χάριν της αυξημένης διαπραγματευτικής ισχύος που απολάμβαναν στο πολιτικό παίγνιο.

Η σφοδρή οικονομική κρίση δεν διόρθωσε την κατάσταση. Αντίθετα, στη μακρά περίοδο της επώδυνης δημοσιονομικής προσαρμογής, ο επιμερισμός του κόστους στις διάφορες κοινωνικές ομάδες υπήρξε ανισοβαρής και κοινωνικά άδικος, αντανακλώντας τις προτεραιότητες του πελατειακού κράτους και την επικυριαρχία των ειδικών συμφερόντων. Οι «εντός των τειχών» κοινωνικές ομάδες προστατεύτηκαν συγκριτικά με τους υπολοίπους. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή συγκεκριμένων ομάδων διεύρυνε τις ανισότητες σε σχέση με όσους συνέχισαν σε δύσκολες συνθήκες να τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Και το αναποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας παγίωσε τις ανισότητες δημιουργώντας ένα νέο κοινωνικό ζήτημα.

Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος εφαρμογής των Μνημονίων τα προηγούμενα χρόνια παραβίαζε την (κατά τον Ρωλς θεμελιώδη για την ακριβοδικία) αρχή της διαφοράς, σύμφωνα με την οποία οι θεσμοί πρέπει να συναρθρώνονται κατά τρόπο που οι ανισότητες να λειτουργούν υπέρ των ασθενέστερων πολιτών. Αυτή η ανισοκατανομή των βαρών της προσαρμογής υποσκάπτει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς αλλά και ανάμεσά τους, αυξάνει την πολιτική αβεβαιότητα, ενθαρρύνει τον «πόλεμο φθοράς» ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και τελικά αποτρέπει την εφαρμογή των προωθούμενων αλλαγών.   

Η πρόσφατη εμπλοκή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης αποτελεί ακόμη ένα  επιφαινόμενο των εμπεδωμένων κοινωνικών ανισοτήτων. Πίσω από τις δυναμικές και ταυτόχρονα υποκριτικές αντιδράσεις διαφόρων επαγγελματικών ομάδων κρύβεται περισσότερο η σπουδή τους να διατηρήσουν τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που απολάμβαναν μέχρι σήμερα (πχ. ορισμένες κατηγορίες αγροτών και ελεύθερων επαγγελματιών) παρά η δίκαιη κριτική ενός νομοσχεδίου που αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις προηγούμενες στρεβλώσεις μεταφέροντας το κόστος στις νεότερες γενιές ασφαλισμένων.

Τελικά και παρά την αμείλικτη πραγματικότητα των αριθμών, το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι στενά λογιστικό, αλλά κύρια πολιτικό ζήτημα. Αφορά στην ικανότητα του πολιτικού μας συστήματος να αποκαταστήσει την αρχή της αμοιβαιότητας στις σχέσεις των πολιτών, να οικοδομήσει τις απαιτούμενες κοινωνικές συναινέσεις για τις βέλτιστες μεταρρυθμίσεις και τελικά να θέσει τις βάσεις για την υπέρβαση του σημερινού αδιεξόδου. Άραγε ποιές πολιτικές δυνάμεις θα αρθρώσουν μεταρρυθμιστικό λόγο με άξονα τις υφιστάμενες ανισότητες;

1 Μαρτίου 2016

«Γράμματα από την Αμερική»

Εισαγωγή στο βιβλίο μου «Γράμματα από την Αμερική» (εκδόσεις Κριτική, Μάρτιος 2016).

Το βιβλίο αυτό προέκυψε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Μια ωραία μέρα του Σεπτεμβρίου 2014 έλαβα μήνυμα από τον Ηλία Κανέλλη, εκδότη του Books Journal: ρωτούσε αν θα με ενδιέφερε να γράψω κάποιο κείμενο για το επόμενο τεύχος του περιοδικού. Συνήθως δέχομαι αμέσως τέτοιου είδους προτάσεις. Αυτή τη φορά δίστασα.

Είχα μόλις φτάσει στη Βοστώνη, όπου επρόκειτο να περάσω το πρώτο μέρος της επτάμηνης επίσκεψής μου στις ΗΠΑ. Μετά από 4 χρόνια έντονης ανάμειξης στη δημόσια συζήτηση και στην ενεργό πολιτική της εποχής των Μνημονίων, αισθανόμουν την ανάγκη να αποστασιοποιηθώ – ή, μάλλον, να ξαναδώ τη θλιβερή ιστορία της ελληνικής κρίσης πιο «επιστημονικά»: με πιο ψυχρό βλέμμα, σε διεθνές πλαίσιο (δηλ. σε σύγκριση με τις άλλες χώρες που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης της Ευρωζώνης), και κυρίως από απόσταση. Δεν ήθελα να γράψω άλλο ένα άρθρο για την ελληνική κρίση, επαναλαμβάνοντας εν πολλοίς τα επιχειρήματα που είχα αναπτύξει σε δεκάδες άρθρα της προηγούμενης περιόδου. Δίχως αμφιβολία, κάποια στιγμή θα ξαναέγραφα για το θέμα – αλλά μόνο όταν είχα κάτι πρωτότυπο να πω. Και για να συμβεί κάτι τέτοιο, έπρεπε πρώτα να κάνω αυτό για το οποίο είχα ταξιδέψει στην Αμερική: να μελετήσω.

Μήπως τότε να έγραφα κάτι για την αμερικανική πολιτική; Δεν ήταν κακή ιδέα, το είχα σκεφτεί και εγώ. Άλλωστε, δεν θα ήταν η πρώτη φορά: προ αμνημονεύτων χρόνων, την περίοδο 1988-1993, ως πάρεργο των σπουδών μου στην Αγγλία, ως ανεπίσημος ανταποκριτής της «Αυγής», είχα στείλει αρκετά άρθρα για τις βρετανικές εκλογές, τα συνέδρια των Εργατικών, την παραίτηση της Μάργκαρετ Θάτσερ κτλ. Όμως για την αμερικανική πολιτική ήξερα όσα περίπου γράφουν οι εφημερίδες, ούτε είχα ακόμη προλάβει να μάθω κάτι περισσότερο.

Είχα πάντως μια ιδέα, που πρότεινα δειλά στον Ηλία Κανέλλη. «Γράμματα από την Αμερική»: ένα κείμενο το μήνα, 600-1.000 λέξεις, με ό,τι τραβά την προσοχή μου «εδώ στα ξένα». Θα τον ενδιέφερε; Ναι, τον ενδιέφερε.

Η συνέχεια εκτυλίχθηκε στις σελίδες του Books Journal. Σε κάθε τεύχος από το Νοέμβριο 2014 μέχρι τον Ιούνιο 2015, το περιοδικό δημοσίευσε οκτώ τέτοια «Γράμματα» - και μάλιστα σε ειδική ρουμπρίκα, εξαιρετικά εικονογραφημένη με φωτογραφίες και σχέδια. Η έκταση τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είχα αρχικά σχεδιάσει: από 3.000 έως 5.000 λέξεις, ανάλογα με τα συμβάντα του μήνα (και με τον οίστρο μου). Κάθε «Γράμμα» είχε μορφή ημερολογίου, όπου πράγματι κατέγραφα ό,τι τραβούσε την προσοχή μου: τις εκδηλώσεις που παρακολουθούσα, για θέματα σχετικά με την έρευνά μου (ή και όχι, βλ. τις ημερίδες, τα συνέδρια και τις εκθέσεις με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου), αλλά και τις εντυπώσεις μου από την καθημερινή ζωή (τους πρώτους τέσσερις μήνες στη Βοστώνη, τους υπόλοιπους τρεις στο Σαν Φρανσίσκο), καθώς και από τις κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχα, υπό τον όρο ότι είχαν κάποιο ευρύτερο ενδιαφέρον. Από σεβασμό στους συνομιλητές μου, αλλά και προκειμένου να αποφύγω ένα ανιαρό name dropping, δεν αποκάλυπτα την ταυτότητά τους στις ιδιωτικές συζητήσεις τους μαζί μου: τους ανέφερα απλώς με τα αρχικά του ονόματός τους – με την ελπίδα ότι αυτό δεν έκανε τα «Γράμματα» να μοιάζουν με roman à clef.

Εν τω μεταξύ, οι ειδήσεις από την πατρίδα άρχισαν να επισκιάζουν την ανεμελιά της επίσκεψής μου στην Αμερική: αδιέξοδο στην προεδρική εκλογή, διάλυση της Βουλής, προκήρυξη εκλογών, νίκη του «αντιμνημονιακού μετώπου», κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας με τους δανειστές, η Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Αναπόφευκτα, οι ανταποκρίσεις μου σημαδεύτηκαν από τις (μαύρες, κατά κανόνα) σκέψεις μου, καθώς παρακολουθούσα με αγωνία τις εξελίξεις από την οθόνη του υπολογιστή.

Κάπως έτσι προέκυψαν τα «Γράμματα από την Αμερική». Και πάλι, δεν θα είχαν πάρει ποτέ τη μορφή βιβλίου χωρίς την ενθάρρυνση πολλών ανθρώπων – κατ’ αρχάς, των αναγνωστών τους (γνωστών και αγνώστων μου) που μου τα περιέγραφαν ως μια εισαγόμενη πνοή φρέσκου αέρα, από ένα δυναμικό και αισιόδοξο περιβάλλον, σε μια αποπνικτική εποχή. Νομίζω ότι υπερέβαλλαν, αλλά τους ευχαριστώ. Ούτε θα είχαν τυπωθεί χωρίς την υποστήριξη του Ηλία Κανέλλη, καθώς και της Μάγγης Μίνογλου, ψυχής των εκδόσεων «Κριτική». Ελπίζω να μην θεωρηθεί φιλοφρόνηση εάν σημειώσω ότι η φτωχή χώρα μας θα ήταν πνευματικά ακόμη φτωχότερη – και σαφώς πιο μίζερη – χωρίς τον ενθουσιασμό τους, την θετική ενέργειά τους, το μεράκι τους.

Φυσικά, τα «Γράμματα» δεν θα είχαν καν γραφτεί εάν δεν είχα βρεθεί στην Αμερική. Για αυτό, χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη σε όσους μου έδωσαν την ευκαιρία να κάνω αυτό το συναρπαστικό ταξίδι: στους συναδέλφους μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών που ενέκριναν την εκπαιδευτική μου άδεια, στο Ίδρυμα Fulbright που μου χορήγησε υποτροφία, στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Harvard και στο Κέντρο Δίκαιης Ανάπτυξης του Berkeley που με δέχθηκαν ως επισκέπτη ερευνητή, προσφέροντάς μου το ιδανικότερο περιβάλλον για μελέτη, αναστοχασμό, ανταλλαγή απόψεων.

Ελπίζω μόνο τα «Γράμματα από την Αμερική» να σας διασκεδάσουν διαβάζοντάς τα όσο διασκέδασαν εμένα γράφοντάς τα.