13 Οκτωβρίου 2024

Το πρόβλημα με τα φιλοδωρήματα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024).

Η πρόσφατη ετυμηγορία του Αρείου Πάγου ότι το φιλοδώρημα είναι μέρος του μισθού, και άρα θα πρέπει να υπόκειται σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, εγείρει διάφορα ζητήματα: φορολογικής πολιτικής, ρύθμισης της αγοράς εργασίας, ακόμη και ηθών και εθίμων. Ας δούμε μερικά από αυτά.

Η φορολόγηση όλων των εισοδημάτων, ανεξαρτήτως πηγής, με ενιαίο τρόπο αποτελεί καλή πρακτική, αφού καθιστά ατελέσφορα διάφορα τερτίπια φοροαποφυγής, ενώ επίσης εγγυάται την ορθή εφαρμογή της φορολογικής κλίμακας που επιλέγει ο νομοθέτης. Αυτή όμως η καλή πρακτική συχνά παραβιάζεται. Σε πολλές χώρες, κάποια εισοδήματα φορολογούνται με διαφορετική, ευνοϊκότερη κλίμακα από ό,τι οι αμοιβές μισθωτής εργασίας. Στην Ελλάδα, η (κακή) αυτή πρακτική εφαρμόζεται ευρύτατα, στα εισοδήματα από μερίσματα, τόκους, αδιανέμητα κέρδη, ακίνητη περιουσία κ.ά. Επιπλέον, οι αγρότες απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος ή περίπου, οι ελεύθεροι επαγγελματίες νομίμως καταβάλλουν χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές – όσο για τους δικαστές, με απόφαση του διαβόητου Μισθοδικείου (που απαρτίζεται από καθηγητές Νομικής και ... δικαστές), το 25% των αποδοχών τους απαλλάσσεται από τη φορολόγηση.

Στο δημόσιο τομέα ευδοκιμούν τα παντός είδους επιδόματα, από τα αλήστου μνήμης «προθέρμανσης αυτοκινήτου» (ΟΤΕ), «πλυσίματος χεριών (ΟΣΕ), «έγκαιρης προσέλευσης» (ΕΘΕΛ), «αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης υποθέσεων» (υπουργείο Δικαιοσύνης), έως το «επίδομα βιβλιοθήκης» που καταβάλλεται ακόμη στους πανεπιστημιακούς. Όλα αυτά επινοήθηκαν ακριβώς για να μην φορολογούνται (και να μην υπολογίζονται για τη σύνταξη, ή παλαιότερα στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή). Όμως, όταν η απόκλιση από τον κανόνα γίνεται η ίδια κανόνας, η επίκλησή του για τη φορολόγηση των φιλοδωρημάτων μοιάζει με κακόγουστο αστείο.

Όμως για να φορολογηθεί το φιλοδώρημα θα πρέπει πρώτα να αποδίδεται στους εργαζόμενους, πράγμα που, όπως εμμέσως παραδέχθηκε ο αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εστιατόρων, κληθείς να σχολιάσει την απόφαση του Αρείου Πάγου, συχνά δεν συμβαίνει (ο κ. Κουράσης μίλησε για «εύκολη παράβαση»).

Προφανώς, το πρόβλημα έχει προκύψει από τη σταδιακή υποχώρηση των πληρωμών με μετρητά, καθώς και από τη διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές. Παλιά όλα τα «πουρμπουάρ» πήγαιναν σε έναν κουμπαρά, το περιεχόμενο του οποίου μοιραζόταν στους σερβιτόρους στο τέλος της βάρδιας. Τώρα ο πελάτης πρέπει να επιλέξει εάν δέχεται να χρεωθεί ένα επιπλέον 10% για φιλοδώρημα, το οποίο ίσως στο τέλος καταβληθεί στους σερβιτόρους, ίσως όχι.

Ο υπογράφων αισθάνεται πάντοτε αμήχανα όταν πρέπει να επιλέξει πόσο φιλοδώρημα θα αφήσει. Βρίσκει όλο αυτό κάπως υποτιμητικό για τον εργαζόμενο που τον εξυπηρέτησε. Για αυτό θα προτιμούσε σαφείς κανόνες («φιλοδώρημα = +χ% επί του λογαριασμού»), ή ακόμη καλύτερα την πλήρη κατάργηση αυτής της κάπως απηρχαιωμένης συνήθειας. Και για αυτό είναι ευτυχής που ζει σε μια πόλη όπου κανείς δεν δίνει – ούτε περιμένει – φιλοδώρημα.

Πράγματι, το savoir faire του φιλοδωρήματος διαφέρει σημαντικά ανά τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, ο πελάτης που δεν θα αφήσει φιλοδώρημα ίσο με 15% ή 20% του λογαριασμού θεωρείται απίστευτα αγενής, ή αυστηρός κριτής της εξυπηρέτησής του. Για αυτό άλλωστε οι απανταχού φιλελεύθεροι λατρεύουν τα φιλοδωρήματα ως μέθοδο αποκεντρωμένης αξιολόγησης και συνακόλουθης κατανομής πόρων. Όμως η κακή εξυπηρέτηση συνήθως οφείλεται στην κακή οργάνωση του εστιατορίου, οπότε μου φαίνεται άδικο να την πληρώνει ο σερβιτόρος. Από την άλλη, η προσδοκία φιλοδωρήματος κρατάει χαμηλά τους μισθούς. Ο νομοθέτης των ΗΠΑ προβλέπει χαμηλότερο ομοσπονδιακό κατώτατο μισθό για την κατηγορία «tipped employees»: 2,13 δολλάρια την ώρα αντί για 7,25.

Αντίθετα στην Ιαπωνία το φιλοδώρημα θεωρείται προσβλητικό. Τείνω να συμφωνήσω με τους Ιάπωνες (και με τους Μιλανέζους). Όχι μόνο λόγω αμηχανίας. Αλλά και επειδή, ως πανεπιστημιακός, θα φρίκαρα αν κάποιος φοιτητής μου έλεγε «ωραίο το μάθημά σου, πάρε 10 ευρώ να πιεις ένα ποτό από εμένα». Όλοι οι συνάδελφοί μου σε όλο τον κόσμο το ίδιο θα ένιωθαν. Βέβαια, άλλα «ευγενή επαγγέλματα» στη χώρα μας δεν φαίνεται να έχουν παρόμοιες αναστολές: π.χ. οι γιατροί, όπου το «φακελάκι» είναι συχνά τετραψήφιο. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.

22 Σεπτεμβρίου 2024

Γιατί ψηφίζω την Άννα Διαμαντοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024).

Θεωρώ ότι η επικράτηση της Άννας Διαμαντοπούλου στην ψηφοφορία για την εκλογή αρχηγού του ΠΑΣΟΚ θα έχει σταθεροποιητική επίδραση στο πολιτικό σύστημα της χώρας, ενώ θα είναι ευεργετική για το ίδιο το κόμμα.

Τα οφέλη για την πολιτική σταθερότητα θα είναι ανάλογα με εκείνα της ανάδειξης το 2016 του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ. Μια ισχυρή αντιπολίτευση, με επικεφαλής μια έμπειρη πολιτικό με κατάρτιση, ευγένεια, και διεθνές κύρος, ικανή να δημιουργεί συναινέσεις, είναι προς το συμφέρον του τόπου, και ως τέτοια θα έπρεπε να υποστηριχθεί από κάθε πολίτη που νοιάζεται για τη δημοκρατική ομαλότητα. Υπό την ηγεσία της Άννας Διαμαντοπούλου το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ανακτήσει την ηγεμονία στο χώρο αριστερά του κέντρου, στη βάση μιας σύγχρονης πολιτικής πλατφόρμας που προβάλλει τα καίρια ζητήματα από τα οποία εξαρτάται η μελλοντική ευημερία της χώρας, σε μαχητική αντιπαράθεση με τον αριστερό λαϊκισμό και τον δεξιό εθνικισμό. Αυτή την ελάχιστη μα κρίσιμη προϋπόθεση για την ενίσχυση του κεντρομόλου προσανατολισμού του χώρου οι συνυποψήφιοί της δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν. Ο μεν σημερινός αρχηγός του κόμματος δεν μπόρεσε να το πετύχει, ο δε δήμαρχος Αθηναίων δεν φαίνεται καν να το επιθυμεί.

Τα οφέλη για το ΠΑΣΟΚ μου φαίνονται το ίδιο προφανή. Για να σταθεί γερά στα πόδια του στο παρόν, και για να σχεδιάσει το μέλλον, κάθε πολιτικό κόμμα οφείλει να αναμετρηθεί με το παρελθόν του, ρητά ή έστω υπόρρητα. Συχνά το ΠΑΣΟΚ μοιάζει ακόμη ζαλισμένο από τις απανωτές ήττες της προηγούμενης δεκαετίας που το απείλησαν με εξαφάνιση, ανήμπορο να αποφασίσει γιατί ηττήθηκε. Η Άννα Διαμαντοπούλου μπορεί να διεκδικήσει μαχητικά τις καλύτερες στιγμές της υπερεικοσαετούς πασοκικής διακυβέρνησης (από την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου το 1983, έως την εθνικά υπεύθυνη – και εκλογικά αυτοκτονική – στάση του την περίοδο 2010-2015), προτείνοντας ένα αφήγημα που εμψυχώνει το φρόνημα των μελών και των ψηφοφόρων του κόμματος, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια ηγεμονική συνείδηση για το τι σημαίνει να είναι κανείς προοδευτικός σήμερα. Στον κρίσιμο για την κεντροαριστερά τομέα της κοινωνικής πολιτικής, το έργο της ως Ευρωπαίας Επιτρόπου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (1999-2004), και ως Προέδρου της Επιτροπής Σοφών για το μέλλον της κοινωνικής προστασίας και του κράτους πρόνοιας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2022-2023), δείχνει ότι βρίσκεται έτη φωτός μπροστά από τους συνυποψηφίους της.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η εκλογή της Άννας Διαμαντοπούλου στην ηγεσία του κόμματος θα τονώσει τον εκλογικό ανταγωνισμό μεταφέροντάς τον στο κέντρο, βάζοντας τέλος στην χωρίς αντίπαλο κυριαρχία της ΝΔ.

1 Σεπτεμβρίου 2024

Χτίζοντας και υποσκάπτοντας το κοινωνικό κράτος

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024).


Δεν είναι αλήθεια αυτό που λέγεται καμιά φορά από νοσταλγούς της δεκαετίας του ’80, ότι «το ΠΑΣΟΚ έχτισε το κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα». Οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί είναι ζωντανοί οργανισμοί, σε συνεχή κίνηση. Το πιστοποιητικό γέννησης του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας δεν γράφει «18 Οκτωβρίου 1981» (όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές), αλλά ενδεχομένως «19 Μαΐου 1932» (όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο για την ίδρυση του ΙΚΑ), ή κάποια νωρίτερη ημερομηνία (π.χ. όταν ιδρύθηκαν τα πρώτα «Αλληλοβοηθητικά Ταμεία»).

Δύσκολα όμως μπορεί να αμφισβητηθεί ότι με διάφορους τρόπους, συχνά αντιφατικούς μεταξύ τους, το ΠΑΣΟΚ σφράγισε την εξέλιξή του (βλ. «Η περιπέτεια του κοινωνικού κράτους», Καθημερινή 21 Ιουλίου 2024.) Η περίοδος 1981-1989 ήταν η εποχή της θεαματικής επέκτασης, χωρίς συνεκτικό σχέδιο, και χωρίς έγνοια για τις οικονομικές επιπτώσεις. Εκατομμύρια πολίτες απέκτησαν για πρώτη φορά δικαίωμα δωρεάν νοσηλείας (αν και με φακελάκι) σε δημόσιο νοσοκομείο. Εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες είδαν τη σύνταξή τους (για την οποία δεν είχαν πληρώσει εισφορές) να τετραπλασιάζεται εν μια νυκτί, με διπλασιασμό της αξίας της και επέκτασή της και στις αγρότισσες. Χιλιάδες άλλοι άρχισαν να βγαίνουν στη σύνταξη σε ηλικία που οι περισσότεροι βρίσκονται ακόμη στη μέση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους. Κάπως έτσι, τα έργα (και τα λόγια) των πρώτων πασοκικών κυβερνήσεων γέννησαν, και ενίοτε ικανοποίησαν, ανεδαφικές προσδοκίες, στρεβλώνοντας τις συλλογικές πεποιθήσεις για το τι είναι σωστό και λογικό.

Και όταν ένας άλλος πρωθυπουργός του ΠΑΣΟΚ θέλησε να εκσυγχρονίσει το «ασφαλιστικό», απαλείφοντας τις εξόφθαλμες αδικίες, και αποκαθιστώντας την οικονομική βιωσιμότητα, διαπίστωσε ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν το ίδιο το κόμμα του. Ο Κώστας Σημίτης, ο πιο «διανοούμενος» από τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης, είχε σαφή εικόνα για το μέγεθος του προβλήματος. Όπως έγραφε στο βιβλίο «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας» (1989): «Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα», ως «προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων». Συνιστά «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων». Μπορεί να χαρακτηριστεί «κράτος πελατειακών παροχών».

Όμως όταν οι κυβερνήσεις του επιχείρησαν να βάλουν μια τάξη στο χάος, αρχικά με την «Έκθεση Σπράου» (1997) και στη συνέχεια με τις «Προτάσεις Γιαννίτση» (2001), οδηγήθηκαν σε υποχώρηση. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, επικεφαλής των πολέμιων των αλλαγών δεν βρισκόταν η αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ (και τότε, όπως και 10 χρόνια αργότερα, σε καιροσκοπική στάση), αλλά το σύνολο σχεδόν του υπουργικού συμβουλίου, τα συνδικάτα (ελεγχόμενα από το ΠΑΣΟΚ), και ένα τεράστιο κομμάτι της κοινής γνώμης που είχε γαλουχηθεί με το ιδεώδες της σύνταξης στα 50 (και αν γίνεται νωρίτερα).

Η συνέχεια είναι γνωστή. Όταν το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία, με πρόεδρο τον Γιώργο Παπανδρέου, το 2009, αναγκάστηκε να διαχειριστεί μια βαριά οικονομική και πολιτική κρίση – και το έκανε με τρόπο ασυνάρτητο και σπασμωδικό. Η αδυναμία του είτε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ψηφοφόρων του (που το ίδιο είχε απερίσκεπτα καλλιεργήσει), είτε να τις προσγειώσει στη νέα αμείλικτη πραγματικότητα, υπήρξε μοιραία. Όταν οι δανειστές επέβαλαν τις γνωστές σκληρές περικοπές συντάξεων, οι ψηφοφόροι του το εγκατέλειψαν μαζικά, δίνοντας στην διεθνή πολιτική επιστήμη έναν νέο όρο: «PASOKification», που σημαίνει την εξαέρωση ενός πάλαι ποτέ κραταιού κόμματος, όπως συνέβη με το ΠΑΣΟΚ, που από τις πάνω από 3 εκατομμύρια ψήφους (43,9%) τον Οκτώβριο 2009 πέρασε σε κάτω από 290 χιλιάδες ψήφους (4,7%) τον Ιανουάριο 2015. 

Και τώρα; Παρότι έκτοτε το ΠΑΣΟΚ έχει ανακάμψει κάπως, πλησιάζοντας το 12% στις περυσινές εκλογές, παραμένει ανήμπορο να εκμεταλλευθεί την εξευτελιστική αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ, πόσω μάλλον να απειλήσει στα σοβαρά την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η αμηχανία του κόμματος απέναντι στο παρελθόν του, η αδυναμία του να αξιολογήσει τα θετικά και τα αρνητικά της υπερεικοσαετούς πασοκικής διακυβέρνησης, να κρατήσει τα πρώτα και να πετάξει τα δεύτερα, επεκτείνεται και στο κοινωνικό κράτος, όπου το στίγμα του κόμματος παραμένει αδιευκρίνηστο.

Αυτό μπορεί να αλλάξει. Ίσως κάποτε το ΠΑΣΟΚ μπορέσει να αφηγηθεί στο εκλογικό σώμα μια πειστική ιστορία για το παρελθόν και το μέλλον του κοινωνικού κράτους στη χώρα, και σε αυτή τη βάση να ζητήσει από τους πολίτες να το εμπιστευθούν. Αυτό εν πολλοίς θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της εκλογής ηγέτη του κόμματος τον επόμενο μήνα. Αλλά αυτό είναι το θέμα επόμενου άρθρου.

21 Ιουλίου 2024

Το κοινωνικό κράτος μισό αιώνα μετά

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 21 Ιουλίου 2024).


Το 1974 οι συνταγματάρχες αποχώρησαν από την εξουσία αφήνοντας πίσω τους μια κοινωνία με μεγάλες ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών, και ένα κράτος πρόνοιας κατακερματισμένο και άνισο. Η έκρηξη των μαζικών διεκδικήσεων που ακολούθησε εγκαινίασε μια περίοδο επέκτασης του κοινωνικού κράτους. Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1980 ερμηνεύθηκε ως εγγύηση πολιτικής σταθερότητας και νομιμοποίησε τις προσδοκίες για αποδοχές και παροχές συγκρίσιμες με αυτές των άλλων Ευρωπαίων.

Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 η κοινωνική δαπάνη απογειώθηκε. Χωρίς αμφιβολία, η επέκταση της κοινωνικής προστασίας ανέβασε το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων Ελλήνων. Όμως πολλές από τις νέες παροχές ήταν χαριστικές, δημιουργούσαν νέες ανισότητες, ή αναπαρήγαγαν ήδη υπάρχουσες. Επιπλέον, η απογείωση της κοινωνικής δαπάνης έγινε σε συνθήκες οικονομικής επιβράδυνσης. Ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε σε 0,7% το 1981-1990, από 3,0% το 1974-1980 (ήταν 7,8% το 1953-1973). Η ανισότητα και η (σχετική) φτώχεια υποχώρησαν μεταξύ 1974 και 1982, ενώ στη συνέχεια αυξήθηκαν ελαφρά.

Η σύντομη διακυβέρνηση της χώρας από τη ΝΔ (1990-1993) σημαδεύτηκε από την πρώτη σοβαρή απόπειρα μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού. Εξαιτίας και των σφοδρών αντιδράσεων, ο Ν2084/1992 μετέφερε το βάρος της προσαρμογής στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, επιτρέποντας στους ήδη ασφαλισμένους να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Η κοινωνική δαπάνη συγκρατήθηκε, όμως η φτώχεια και η ανισότητα έπεσαν μεταξύ 1988 και 1994.

Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση συνέβαλε στη φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία το 1993, και κέρδισε τις εκλογές του 1996 υπό νέα ηγεσία. Η μεταρρύθμιση των συντάξεων ήταν προτεραιότητα για τη νέα κυβέρνηση, αλλά οι αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευση της «Έκθεσης Σπράου» το 1997 ανέβαλαν κάθε νομοθετική πρωτοβουλία μέχρι το τέλος της τετραετίας. Οι «Προτάσεις Γιαννίτση» (2001) κινήθηκαν στο πλαίσιο ενός πιο νοικοκυρεμένου και λιγότερο ανομοιογενούς συστήματος συντάξεων, όμως η σφοδρότητα των διαμαρτυριών υποχρέωσαν σε αναδίπλωση. Η συνθηκολόγηση στις διεκδικήσεις των συνδικάτων απέτυχε να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα και τις αδικίες του ασφαλιστικού (αλλά και να συγκρατήσει την εκλογική φθορά του κυβερνώντος κόμματος). Με φόντο την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης (3,5% το 1996-2000 και 4,5% το 2000-2004), η κοινωνική δαπάνη ξεπέρασε το 20% του ΑΕΠ. Η ανισότητα και η φτώχεια έπεσαν σημαντικά.

Η περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ που ακολούθησε (2004-2009) χαρακτηρίστηκε από αναβολή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, διεύρυνση των πολυτεκνικών επιδομάτων σε οικογένειες με τρία παιδιά, περαιτέρω αύξηση της κοινωνικής δαπάνης, και διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Όσο για την ανισότητα και τη φτώχεια, δεν παρουσίασαν αξιόλογη μεταβολή.

Το 2009, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα συνέκλινε ποσοτικά στον ευρωπαϊκό κανόνα. Ποιοτικά όμως όχι. Παρά την άνετη χρηματοδότηση, παρέμενε αναποτελεσματικό: με έναν υπερ-σπάταλο τομέα υγείας, σύστημα συντάξεων άδικο και χρεωκοπημένο, επιδόματα ανεργίας που σύντομα έμελλε να αποδειχθούν δομικά ανεπαρκή, με κοινωνικές υπηρεσίες υπανάπτυκτες, χωρίς προγράμματα στήριξης του εισοδήματος των φτωχών. Το ξέσπασμα της κρίσης βρήκε εντελώς απροετοίμαστο αυτό το κάπως ασυνάρτητο, θεσμικά καθυστερημένο σύστημα κοινωνικής προστασίας. Όσα επακολούθησαν ήταν το θλιβερό χρονικό μιας προαναγγελθείσης αποτυχίας. Ενώ η κρίση αύξανε η «ζήτηση» για κοινωνική προστασία, η λιτότητα περιόριζε τους διαθέσιμους πόρους και μείωνε την «προσφορά» κοινωνικής προστασίας.

Όμως, τα μέτρα των Μνημονίων δεν περιείχαν μόνο περικοπές, ούτε ήταν όλες οι περικοπές «κοινωνικά ανάλγητες». Η ενοποίηση των κανόνων και η καταπολέμηση της σπατάλης στις συντάξεις και στην υγεία, παρά τις κάποιες υπερβολές, υπήρξαν υπερώριμα μέτρα εξυγίανσης. Επίσης, έγιναν αξιόλογα βήματα ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας (με σημαντικούς σταθμούς τη θεσμοθέτηση ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων το 2013 και ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος το 2017), αν και υπερβολικά αργά για να προλάβουν τη γενικευμένη αίσθηση ότι το κράτος απουσίαζε τη στιγμή ακριβώς που οι πολίτες το χρειάστηκαν περισσότερο παρά ποτέ, γεγονός που συνέβαλε στην πτώση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας. Τέλος, εμφανίστηκαν σημαντικά κενά προστασίας (με σπουδαιότερα τα εμπόδια πρόσβασης στις παροχές υγείας και την ελλειματική εισοδηματική στήριξη των ανέργων).

Η διακυβέρνηση της ΝΔ από το 2019 δεν έφερε σοβαρές αλλαγές, με την εξαίρεση του «ξηλώματος» των μέτρων ενοποίησης και βιωσιμότητας του συστήματος συντάξεων στα οποία είχαν επιμείνει οι δανειστές. Η επαναφορά (επί το ευνοϊκότερο) του παλαιού συστήματος κοινωνικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, οι οποίοι πλέον πληρώνουν στο κράτος ό,τι έχουν ευχαρίστηση, είναι το σοβαρότερο ατόπημα της σημερινής κυβέρνησης στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Αντίθετα, αξιόλογο βήμα εξισορρόπησης των κοινωνικών δικαιωμάτων προς όφελος των νεώτερων γενεών συνιστά η θεσμοθέτηση επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης, υποχρεωτικής για τους νέους ασφαλισμένους. Κατά τα άλλα, εκκρεμμεί η κάλυψη των κενών κοινωνικής προστασίας, ιδίως στην περίθαλψη.

Όμως, το κρισιμότερο πρόβλημα σήμερα είναι «προδιανεμητικής» φύσης: κανένα σύστημα παροχών δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη φτώχεια όσο υπερβολικά πολλές γυναίκες και πολλοί νέοι δεν εργάζονται, και όσο οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι υπερβολικά επισφαλείς ή/και πληρώνουν απελπιστικά χαμηλές αποδοχές. Παρά τις διακηρύξεις, η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου είναι ακόμη ζητούμενο – και αυτή απαιτεί ένα κοινωνικό κράτος που επενδύει στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στις δεξιότητες των εργαζομένων και των ανέργων, και τους διευκολύνει να ανταπεξέρχονται επιτυχώς στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.

16 Ιουλίου 2024

Το Κοινωνικό Κράτος στη Μεταπολίτευση

Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις» (Ιούλιος 2024).


Η πρώτη Μεταπολίτευση (1974-1989)

Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα εγκαινίασε μια περίοδο επέκτασης του κοινωνικού κράτους σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, αφού συνέπεσε με την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1978. Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1980 ερμηνεύθηκε ως εγγύηση της πολιτικής σταθερότητας και νομιμοποίησε τις προσδοκίες των πολιτών για αποδοχές και κοινωνικές παροχές συγκρίσιμες με αυτές των άλλων Ευρωπαίων. Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του 1981, η κοινωνική δαπάνη απογειώθηκε.

Το 1982, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 40% έφερε αλυσιδωτές αυξήσεις στην κατώτατη σύνταξη του ΙΚΑ και των άλλων ταμείων, στα επιδόματα ανεργίας και στις άλλες κοινωνικές παροχές. Ο διπλασιασμός των συντάξεων του ΟΓΑ και η χορήγησή τους στις αγρότισσες τετραπλασίασε εν μια νυκτί τα εισοδήματα πολλών αγροτικών νοικοκυριών (από πολύ χαμηλή βάση). Η θερμοθέτηση σύνταξης ανασφαλίστων για άτομα ηλικίας 68+ με χαμηλό εισόδημα χωρίς τα απαιτούμενα ένσημα, γενίκευσε τη συνταξιοδοτική προστασία.

Πολλές φορές, η επέκταση της συνταξιοδοτικής προστασίας ήταν καταχρηστική. Στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, οι μητέρες ανηλίκων απέκτησαν δικαίωμα συνταξιοδότησης με 15 έτη υπηρεσίας. Παρά την αποβιομηχάνιση, ο κατάλογος των «βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων» μεγάλωσε. Παρά τη γενική άνοδο του επιπέδου υγείας, ο αριθμός των αναπηρικών συντάξεων διογκώθηκε (34% όλων των νέων συντάξεων το 1984). Τα αναπηρικά επιδόματα αυξήθηκαν σε αξία και σε αριθμό, συχνά με ασυνάρτητο τρόπο.

Η ίδρυση του ΕΣΥ το 1983, με στόχο την «αποεμπορευματοποίηση του αγαθού υγεία», ήταν η πιο φιλόδοξη μεταρρύθμιση της εποχής, αν και η αρχική πρόβλεψη για συγχώνευση όλων των ταμείων υγείας σε έναν Ενιαίο Φορέα ματαιώθηκε εξαιτίας των αντιδράσεων των λεγόμενων «ευγενών ταμείων». Η θεσμοθέτηση των ΚΑΠΗ συνέβαλε στην καταπολέμηση της απομόνωσης των ηλικιωμένων, καθώς και στην αναβάθμιση της κοινωνικής φροντίδας.

Η μεγάλη επέκταση του κοινωνικού κράτους αύξησε θεαματικά την κοινωνική δαπάνη. Όσον αφορά τους κοινωνικούς δείκτες, μεταξύ 1974 και 1982 παρατηρήθηκε σημαντική εξίσωση της κατανομής εισοδήματος. Στη συνέχεια (1982-1988), αντίθετα με ό,τι πιθανώς θα ανέμενε κανείς, τόσο η ανισότητα όσο και η (σχετική) φτώχεια αυξήθηκαν, αν και λιγότερο από όσο είχαν μειωθεί την προηγούμενη περίοδο. Εν τω μεταξύ, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η οικονομία τελμάτωσε (μέσος ρυθμός ανάπτυξης 0,7% περίοδο 1981-1990).


Η δεύτερη Μεταπολίτευση (1990-2009)

Μετά από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας (1989-1990), ακολούθησε η σύντομη διακυβέρνηση της χώρας από τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993), που σημαδεύτηκε από μια σοβαρή απόπειρα μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού. Εξαιτίας και των σφοδρών αντιδράσεων, ο Ν2084/1992 επεχείρησε να συγκρατήσει τη διόγκωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης μεταφέροντας το βάρος της προσαρμογής στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από την επαύριο της ψήφισης του (1993), και επιτρέποντας στους ήδη ασφαλισμένους να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Η κοινωνική δαπάνη υποχώρησε ελαφρά, όμως η φτώχεια και η ανισότητα μειώθηκαν μεταξύ 1988 και 1994.

Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση συνέβαλε στη φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία το 1993, και κέρδισε ξανά τις εκλογές του 1996 υπό την ηγεσία του εκσυγχρονιστή Κωνσταντίνου Σημίτη. Η μεταρρύθμιση των συντάξεων ήταν προτεραιότητα για τη νέα κυβέρνηση, αλλά οι αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευση της «Έκθεσης Σπράου» το 1997 ανέβαλαν κάθε νομοθετική πρωτοβουλία.

Οι εκλογές του 2000 ανανέωσαν τη λαϊκή εντολή στην κυβέρνηση Σημίτη, και επιτάχυναν τις διεργασίες. Οι «Προτάσεις Γιαννίτση» (2001) κινήθηκαν στο πλαίσιο ενός δημόσιου διανεμητικού συστήματος καθορισμένων παροχών, κάπως αυστηρότερου και λιγότερο ανομοιογενούς μεταξύ ταμείων και κατηγοριών ασφαλισμένων. Οι «Προτάσεις Γιαννίτση» θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για το ότι δεν ήταν επαρκώς τολμηρές. Εάν είχαν υιοθετηθεί, θα οδηγούσαν σε ένα ελαφρώς πιο βιώσιμο σύστημα συντάξεων. Παρόλα αυτά, η σφοδρότητα των αντιδράσεων υποχρέωσαν σε αναδίπλωση που εξανέμισε το πολιτικό κεφάλαιο και εξάντλησε την εκσυγχρονιστική ορμή της κυβέρνησης Σημίτη.

Ο νόμος που τελικά ψηφίστηκε (Ν3029/2002) συνιστούσε συνθηκολόγηση στις διεκδικήσεις των συνδικάτων, και απέτυχε όχι μόνο να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα και τις αδικίες του ασφαλιστικού, αλλά και να συγκρατήσει την εκλογική φθορά του κυβερνώντος κόμματος. Το 2004 ο Κωνσταντίνος Σημίτης παραιτήθηκε από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ηττήθηκε στις εκλογές εκείνου του έτους.

Με φόντο την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, (μέση αύξηση ΑΕΠ 3,5% το 1996-2000 και 4,5% την «ολυμπιακή» τετραετία 2000-2004), η κοινωνική δαπάνη ξεπέρασε το 20% του ΑΕΠ. Οι κοινωνικοί δείκτες συνέχισαν να βελτιώνονται: παρά τις διακυμάνσεις, η ανισότητα και η φτώχεια έπεσαν σημαντικά.

Η περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ που ακολούθησε (2004-2009) χαρακτηρίστηκε από αναβολή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, διεύρυνση των πολυτεκνικών επιδομάτων σε οικογένειες με τρία παιδιά, περαιτέρω αύξηση της κοινωνικής δαπάνης, και διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Όσο για την ανισότητα και τη φτώχεια, δεν παρουσίασαν αξιόλογη μεταβολή.


Το κοινωνικό κράτος αντιμέτωπο με την κρίση

Τη δεκαετία 2000-2009, η κοινωνική δαπάνη σημείωσε νέα θεαματική αύξηση, παρότι η οικονομία κάλπαζε και η ανεργία παρέμενε χαμηλή. Το 2008 η κοινωνική δαπάνη έφτασε το 22,4% του ΑΕΠ, από 18,5% το 1995. Ποσοτικά, το κοινωνικό κράτος συνέκλινε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ποιοτικά όμως όχι. Παρά την άνετη χρηματοδότηση, το σύστημα κοινωνικής προστασίας παρέμεινε άνισο και αναποτελεσματικό, με ένα υπερ-σπάταλο τομέα υγείας, ένα άδικο και χρεωκοπημένο σύστημα συντάξεων, επιδόματα ανεργίας που σύντομα έμελλε να αποδειχθούν εντελώς ανεπαρκή, κοινωνικές υπηρεσίες υπανάπτυκτες, και χωρίς προγράμματα στήριξης του εισοδήματος των φτωχών οικογενειών.

Αυτή η θεσμική καθυστέρηση ήταν ο λόγος που το ξέσπασμα της κρίσης βρήκε το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα εντελώς απροετοίμαστο. Μοιραία, απεδείχθη ανήμπορο να παίξει τον βασικό ρόλο για τον οποίο δημιουργήθηκαν τα συστήματα κοινωνικής προστασίας διεθνώς: να μετριάσει τις κοινωνικές επιπτώσεις μιας συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας – η οποία στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε πράγματι πρωτοφανής, τόσο σε μέγεθος όσο και διάρκεια. Όσα επακολούθησαν ήταν το θλιβερό χρονικό μιας προαναγγελθείσης αποτυχίας.

Ενώ η κρίση αύξανε η «ζήτηση» για κοινωνική προστασία, η λιτότητα περιόριζε τους διαθέσιμους πόρους και μείωνε την «προσφορά» κοινωνικής προστασίας υποχώρησε: την περίοδο 2009-2013, η κοινωνική δαπάνη μειώθηκε κατά 19% (κατά κεφαλήν, σε σταθερές τιμές). Εν μέρει αυτό ήταν αναπόφευκτο: ο υπερτροφισμός του συστήματος συντάξεων και η κατασπατάληση πόρων στο σύστημα υγείας είχαν καθοριστική συμβολή στην κρίση δανεισμού της χώρας και στην ένταξή της υπό καθεστώς διεθνούς επιτροπείας, συνεπώς ήταν αδύνατο να μην τεθούν στο στόχαστρο των περικοπών. Εν μέρει ήταν αποτέλεσμα λαθεμένων επιλογών: της σκληρής λιτότητας και της ελλιπούς έγνοιας για την προστασία των θυμάτων της κρίσης.


Οι μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους (2010-2018)

Όμως, τα μέτρα των Μνημονίων δεν περιείχαν μόνο περικοπές, ούτε ήταν όλες οι περικοπές «κοινωνικά ανάλγητες».

Οι μειώσεις συντάξεων δεν ήταν «οριζόντιες», όπως λέγεται: αντίθετα, κυμάνθηκαν ανάλογα με το ύψος της σύνταξης και την ηλικία του συνταξιούχου, φτάνοντας το 16% για τους χαμηλοσυνταξιούχους και το 46% για τους υψηλοσυνταξιούχους κάτω των 55 ετών, σωρρευτικά το 2010-2014. Επρόκειτο για μειώσεις οδυνηρές αλλά ανεπαρκείς για την εξυγίανση του συστήματος: περιόρισαν το μέγεθος της κρατικής επιδότησης, ενώ επίσης διόρθωσαν σε κάποιο βαθμό τις ακραίες μονομέρειες στην κατανομή της, δεν αποκατέστησαν όμως ούτε τη δικαιοσύνη ούτε την ανταποδοτικότητα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι συντάξεις έπρεπε να μειωθούν περισσότερο. Σημαίνει ότι οι περικοπές είναι κακό υποκατάστατο μιας έγκαιρης και τολμηρής μεταρρύθμισης. Η αναβολή της, όπως έγινε από το 1992 έως το 2010, αυξάνει το κόστος της μελλοντικής προσαρμογής.

Η ψήφιση του Ν3863/2010 υπήρξε σημαντικό βήμα εξυγίανσης του ασφαλιστικού: καθιέρωνε ένα πιο βιώσιμο και πιο δίκαιο σύστημα συντάξεων, σχεδόν σκανδιναβικού τύπου, προσαρμοσμένο στις χαμηλές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Και πάλι όμως, υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, μηχανικοί, ιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, και αγρότες εξαιρέθηκαν από τις διατάξεις του νόμου και διατήρησαν το δικαίωμα για χωριστή ασφάλιση.

Το νέο ασφαλιστικό του Ν3863/2010 επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2015. Όμως, η κυβερνητική αλλαγή το μήνα εκείνου ματαίωσε την εφαρμογή του: η νέα κυβέρνηση πρώτα θα καταργούσε τη λιτότητα και μετά θα γύριζε το ρολόι και των συντάξεων στο 2009. Δεκάξη μήνες και ένα ακόμη Μνημόνιο αργότερα, ψήφισε ένα νέο νόμο για τις συντάξεις (Ν4387/2016). Ο νόμος προέβλεπε την ενοποίηση του συστήματος με ένταξη όλων των ταμείων σε έναν «Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης», ενώ αναστύλωνε την προηγούμενη (προβληματική) αρχιτεκτονική, με χαμηλότερες συντάξεις για όλους.

Συνολικά, οι περικοπές και οι μεταρρυθμίσεις των συντάξεων την δεκαετία του 2010 ισοδυναμούν με απότομη και τεράστια προσαρμογή που εξάλειψε την τεράστια απόκλιση του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος από την υπόλοιπη Ευρώπη. Το 2009, οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη συνταξιοδοτική δαπάνη το 2050 ήταν 24,0% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 12,5% στην ΕΕ. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, η «ψαλίδα» μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ έχει σχεδόν μηδενιστεί (12,5% στην Ελλάδα έναντι 12,4% στην ΕΕ).

Στον τομέα της υγείας, τα πράγματα ήταν κάπως πιο σύνθετα. Προ κρίσης, η σπατάλη ήταν τόσο μεγάλη που περιθώρια για την παροχή καλύτερων και φθηνότερων υπηρεσιών θεωρητικά υπήρχαν. Το πρόβλημα είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις στην υγεία δεν είναι ασκήσεις επί χάρτου, όπως π.χ. στις συντάξεις: απαιτούν την ευσυνείδητη εφαρμογή τους από τους επαγγελματίες του κλάδου, για τους οποίους ο Μνημονιακός στόχος για «καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες για τους ασθενείς» μεταφράζεται σε περισσότερη δουλειά και χαμηλότερες αποδοχές για τους ίδιους. Η περιστολή της σπατάλης και η ενοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης που προέβλεπαν τα Μνημόνια προσέκρουσαν στην αντίδραση των περισσοτέρων επαγγελματιών του κλάδου, κάποιοι από τους οποίους πέρασαν στην υπονόμευσή τους, με πολιτική κάλυψη από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από τη ΝΔ (μέσω της επιρροής της στον ΙΣΑ και στον ΠΙΣ). Σε αυτές τις συνθήκες, η δημόσια δαπάνη υγείας περικόπηκε σημαντικά, η συμμετοχή των ασθενών «από την τσέπη τους» στο κόστος της υγείας αυξήθηκε, ενώ ο αριθμός όσων στερήθηκαν αναγκαία περίθαλψη επειδή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα υπερτριπλασιάστηκε (από 4% το 2009 σε 12% το 2016).

Εν τω μεταξύ, μεταβλήθηκε το πρότυπο φτώχειας. Η φτώχεια των ηλικιωμένων μειώθηκε πολύ (από 29% το 2003, σε 11,6% το 2018). Αντίστοιχα, η παιδική φτώχεια αυξήθηκε (από 22,3% το 2010 σε 28,7% το 2013). Στη συνέχεια, η παιδική φτώχεια υποχώρησε (21,8% το 2023), ενώ η φτώχεια των ηλικιωμένων ανέβηκε (17,6% το 2023), παραμένοντας όμως χαμηλότερη.

Πώς ανταποκρίθηκε η κοινωνική πολιτική στο μεταβαλλόμενο πρότυπο φτώχειας;

Η χαμηλή κάλυψη των επιδομάτων ανεργίας υπήρξε το σπουδαιότερο κενό κοινωνικής προστασίας. Το 2010, όταν ο αριθμός των ανέργων ήταν ακόμη 639.000, οι δικαιούχοι του τακτικού επιδόματος ανεργίας ήταν 224.000 (ποσοστό κάλυψης 35%). Το 2014, οι άνεργοι έφτασαν τους 1.270.000, αλλά ο αριθμός όσων ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας είχε μειωθεί σε 118.000 (ποσοστό κάλυψης 9%). Γιατί συνέβη αυτό; Αφενός, λόγω του σχεδιασμού του βασικού επιδόματος, που αποκλείει τους μακροχρόνια ανέργους και όσους πρώτη φορά ψάχνουν για δουλειά. Αφετέρου, λόγω των περικοπών της αξίας και της διάρκειας του τακτικού επιδόματος ανεργίας στις αρχές της δεκαετίας του 2010.

Κατά τα άλλα, το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας ενισχύθηκε. 

Χάρη στη θεσμοθέτηση ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων το 2013, και στην βελτίωσή του (με αυστηρότερη στόχευση) το 2018, εκατοντάδες χιλιάδες φτωχές οικογένειες λαμβάνουν μια αξιόλογη εισοδηματική στήριξη από την Πολιτεία, οι περισσότερες για πρώτη φορά.

Η θεσμοθέτηση επιδόματος στέγασης το 2019, και αυτό με εισοδηματικά κριτήρια, υπήρξε άλλο ένα μέτρο εκσυγχρονισμού του συστήματος κοινωνικής προστασίας.

Το πιο εμβληματικό μέτρο ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας ήταν η εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος από το 2017 σε εθνική κλίμακα. Σε αυτήν τη μεταρρύθμιση συνέβαλε καθοριστικά η πίεση των δανειστών, αφού το τρίτο Μνημόνιο (2015) την αναγόρευε σε προαπαιτούμενο για την καταβολή των επόμενων δόσεων. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν επίσης η τεχνική βοήθεια της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ευσυνειδησία μιας μικρής ομάδας υπαλλήλων στο Υπουργείο Εργασίας, καθώς και ο επαγγελματισμός των δημοτικών υπηρεσιών που ανέλαβαν το διοικητικό βάρος. Η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από την ανοιχτή απόρριψη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην επιχειρούμενη ιδιοποίησή του, ενώ η κυβέρνηση ΝΔ από το 2019 στήριξε το νέο πρόγραμμα. Με αυτό τον κάπως λοξό τρόπο, πραγματοποιήθηκε ένα σημαντικό βήμα εκσυγχρονισμού του ελληνικού κοινωνικού κράτους, και ευθυγράμμισής του με τον ευρωπαϊκό κανόνα.


Το κοινωνικό κράτος από την κρίση στην ανάκαμψη

Η δεύτερη δεκαετία του 21ού αιώνα θα μείνει στην ιστορία ως οδυνηρή διάψευση ανεδαφικών προσδοκιών, πολλές από τις οποίες αφορούσαν ακριβώς τα «κοινωνικά κεκτημένα». Επρόκειτο για μια εικόνα απατηλή – όπως άλλωστε συνέβαινε και με τις υπόλοιπες όψεις της ψευδούς συνείδησης που σταδιακά εμπεδώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το κοινωνικό κράτος που γιγαντώθηκε την εποχή της πλαστής ευμάρειας, και που συνέβαλε καθοριστικά στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ήταν γενναιόδωρο με τους ισχυρούς (με τους προστατευμένους της αγοράς εργασίας) και σκληρό με τους απροστάτευτους (με τους φτωχούς, τους νέους, τους αρρώστους, τους μετανάστες, ακόμη και τους νόμιμους). Επί πλέον, διερρήγνυε το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ γενεών, υποθηκεύοντας την ευημερία των μελλοντικών γενεών, ερήμην τους φυσικά. Τέλος, σχεδιασμένο καθώς ήταν για ένα μοντέλο κοινωνίας που δεν είχε καν υπάρξει στο παρελθόν, ήταν καταφανώς ανήμπορο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος: την έκλειψη της παραδοσιακής οικογένειας, την ανάγκη για ευελιξία, τους κινδύνους της επισφάλειας, τη συνεχή αναβάθμιση των δεξιοτήτων. Το γεγονός ότι αυτό το κοινωνικό κράτος – χρεωκοπημένο, άδικο, πατριαρχικό, παρωχημένο – απολάμβανε τόσο ευρείας και μαχητικής πολιτικής συναίνεσης, όπως φάνηκε με τις κινητοποιήσεις του Απριλίου 2001 και του Μαΐου 2010, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί άλλη μια απόδειξη της «εθνικής μας τύφλωσης».

Οι ανελέητες περικοπές και οι ραγδαίες θεσμικές αλλαγές των Μνημονίων έλυσαν – με βεβιασμένο και συχνά επίσης άδικο τρόπο – προβλήματα που εκκρεμμούσαν ήδη από τη δεκαετία του 1980, και που το εγχώριο πολιτικό σύστημα είχε αποτύχει να αντιμετωπίσει εγκαίρως. Οι ανακατατάξεις των τελευταίων ετών αφήνουν να διαφανεί το περίγραμμα ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας ριζικά διαφοροποιημένου από εκείνο που επικρατούσε προ κρίσης. Ενδεικτικά: Η ενοποίηση των κανόνων και η καταπολέμηση της σπατάλης στις συντάξεις και στην υγεία υπήρξαν υπερώριμα μέτρα εξυγίανσης των δύο βασικότερων προγραμμάτων του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Επίσης, σημειώθηκαν αξιόλογα βήματα ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας (με σημαντικούς σταθμούς τη θεσμοθέτηση ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων το 2013 και ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος το 2017). Από την άλλη, αυτές οι βελτιώσεις ήρθαν υπερβολικά αργά για να προλάβουν τη γενικευμένη αίσθηση ότι το κράτος απουσίαζε τη στιγμή ακριβώς που οι πολίτες το χρειάστηκαν περισσότερο παρά ποτέ, γεγονός που συνέβαλε στην πτώση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας. Τέλος, σημαντικά κενά προστασίας παραμένουν (με σπουδαιότερα τα εμπόδια πρόσβασης στις παροχές υγείας και την ελλειματική εισοδηματική στήριξη των ανέργων).

Το κοινωνικό κράτος που αναδύεται μέσα από μύριες αντιφάσεις είναι αναμφισβήτητα πιο λιτό. Το ερώτημα είναι εάν θα αποδειχθεί επίσης πιο αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση της φτώχειας και των ανισοτήτων, καθώς και πιο συμβατό με τις ανάγκες της ανάκαμψης, που για να είναι διατηρήσιμη θα πρέπει να συνοδεύεται από τη μετάβαση σε ένα δυναμικό και εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο. Η απάντηση σε αυτό παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστη, ενώ πιο μακροπρόθεσμα θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη ορισμένων κομβικών ζητημάτων.

Το πρώτο είναι την ευρύτερη συναίνεση στις πρόσφατες αλλαγές. Αυτό που ονομάζεται «κοινωνικό κράτος» δεν είναι μόνο ένα άθροισμα δημόσιων πολιτικών. Είναι επίσης (ή μάλλον: είναι κυρίως) ένα κοινωνικό συμβόλαιο, λιγότερο ή περισσότερο δίκαιο, λιγότερο ή περισσότερο βιώσιμο, το οποίο δίνει λογική συνοχή και πολιτική νομιμοποίηση στα συστατικά του μέρη. Το κοινωνικό κράτος που είχε διαμορφωθεί στη μακρά διάρκεια μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης χαρακτηριζόταν από ένα συγκεκριμένο κοινωνικό συμβόλαιο: επαχθές για τις επερχόμενες γενεές, χρεωκοπημένο (πρώτα ηθικά και μετά οικονομικά), αλλά απολύτως ανθεκτικό σε κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης. Αντιθέτως, το σημερινό κοινωνικό κράτος, όπως αναδύεται από την κρίση, υπερβολικά καθυστερημένα ώστε να συμβάλλει στην απάλυνση των χειρότερων συνεπειών της, οφείλει την ύπαρξή του στις ενέργειες ενός μικρού αριθμού στελεχών διεθνών οργανισμών, κυβερνητικών τεχνοκρατών και δημοσίων υπαλλήλων. Όλες οι μεταρρυθμίσεις, ακόμη και οι πιο ώριμες, ακόμη και οι πιο «κοινωνικά ευαίσθητες», προσέκρουσαν στη δυσπιστία, στην αδιαφορία και κάποτε στην ανοιχτή εχθρότητα της ελληνικής πλευράς: στο βαθμό που τελικά επιβλήθηκαν αυτό κυρίως πιστώνεται στην επιμονή των δανειστών. Οι αλλαγές δεν προέκυψαν μετά από την συνεπή συνηγορία μέρους έστω των πολιτικών ελίτ, ούτε στηρίχθηκαν στη συνειδητή υποστήριξη των αρμόδιων υπουργών, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση στα μέτρα που υποτίθεται ότι εφάρμοζαν δεν συνεισέφεραν παρά την ανοχή τους – συνήθως καιροσκοπική, συχνά ανόρεχτη, πάντοτε καθυστερημένη. Ούτε υποστηρίχθηκαν από κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες διεκδίκησαν αυτές τις αλλαγές, είτε επειδή αποκαθιστούσαν αδικίες σε βάρος τους, είτε επειδή ελάφραιναν τα βάρη στους ώμους τους, είτε επειδή απλώς ταίριαζαν στις αντιλήψεις τους για μια συνεκτικότερη κοινωνία και μια δυναμικότερη οικονομία σε ένα πιο σύγχρονο κράτος.

Καθώς σταδιακά η επιρροή των δανειστών εξασθενεί και η χώρα ανακτά βαθμούς ελευθερίας, όπως άλλωστε επιβάλλει μια ισότιμη σχέση με τους εταίρους της, ο κίνδυνος οπισθοδρόμησης στις πρακτικές που οδήγησαν στην χρεωκοπία προβάλλει ξανά. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι κάθε άλλο παρά θεωρητικό. Για παράδειγμα, στην πολιτική για τις συντάξεις, όπου η προσαρμογή υπήρξε θεαματικότερη, έχουν ήδη σημειωθεί σοβαρά βήματα οπισθοδρόμησης. Στα τέλη του 2018, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να εφαρμόσει τις διατάξεις του Ν4472/2017 για κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» και σταδιακό επανυπολογισμό των συντάξεων που είχαν εκδοθεί πριν τη ψήφιση του Ν4387/2016. Η δέσμευση θα αποκαθιστούσε τη δικαιοσύνη και θα παγίωνε την εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος, με τίμημα όμως την περαιτέρω μείωση των περισσότερων από τις συντάξεις των ήδη συνταξιούχων. Επρόκειτο για ένα τίμημα το οποίο κανείς δεν είχε διάθεση να αναλάβει. Όχι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση (ΝΔ), ούτε καν οι δανειστές, οι οποίοι συναίνεσαν σιωπηλά. Η πρώτη αυτή υπαναχώρηση είχε συνέχεια. Υπό το βάρος των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που κήρυξαν αντισυνταγματικές τις διατάξεις του Ν4387/2016, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε με το Ν4578/2018 σε μείωση του ποσοστού εισφοράς ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών σε 13,33% (από 20%). Η μείωση ικανοποίησε τις θιγόμενες ομάδες που τη διετία 2017-2018 είχαν αντιμετωπίσει μεγάλες αυξήσεις εισφορών. Ταυτόχρονα ακύρωσε την εξίσωση των όρων ασφάλισης μεταξύ ασφαλισμένων που είχε επιχειρηθεί με το Ν4387/2016, επαναφέροντας τη δυσμενή μεταχείριση της μισθωτής εργασίας. Η εξέλιξη αυτή παγιώθηκε με το Ν4670/2020, που περιόρισε στους μισθωτούς τη σύνδεση των εισφορών με το εισόδημα, επαναφέροντας το καθεστώς χαμηλών «κατ’ αποκοπήν» εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες. Πρόκειται για σοβαρή οπισθοδρόμηση, με αρνητικές συνέπειες στο πεδίο τόσο της κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και της βιωσιμότητας του συστήματος.

Το δεύτερο ζήτημα είναι ο «προνοιακός σωβινισμός». Ήδη από το 2011 (μετά από παρέμβαση βουλευτή του ΛΑΟΣ) στα κριτήρια επιλεξιμότητας των οικογενειακών επιδομάτων προστέθηκε η μόνιμη και συνεχής διαμονή του δικαιούχου στην Ελλάδα για μια δεκαετία πριν την υποβολή της αίτησης – όρος σχεδιασμένος ώστε να αποκλείει τα παιδιά των μεταναστών, ακόμη και όταν βρίσκονται νομίμως στη χώρα, ακόμη και όταν οι γονείς τους έχουν χαμηλό εισόδημα. Η σχετική διάταξη μεταφέρθηκε αυτολεξεί στο κείμενο του νόμου που θεσμοθετούσε το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων. Παρόμοιες – αν και λιγότερο ακραίες – ρυθμίσεις, και διοικητικές αυθαιρεσίες, περιορίζουν την πρόσβαση σε άλλες κοινωνικές παροχές. Από αυτή την άποψη, το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν ακολουθεί το κύμα επαναπροσδιορισμού της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη με εθνοτικά κριτήρια που παρατηρείται (είτε ως διεκδίκηση είτε ως πραγματικότητα) σε κάποιες χώρες: πρωτοπορεί σε αυτό. Αυτό είναι προβληματικό όχι μόνο για προφανείς ανθρωπιστικούς λόγους, ούτε μόνο επειδή προδίδει μια αντίληψη για το ποιος δικαιούται τη στήριξη της πολιτείας και ποιος όχι (ακόμη και όταν έχει συνεισφέρει στα φορολογικά βάρη), αλλά επίσης επειδή θέτει εν αμφιβόλω τη συγκατάθεση της κοινής γνώμης σε ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που αναπόφευκτα ωφελεί και όσους προέρχονται από μειονοτικές ομάδες.

Υπό αυτή την οπτική, είναι χαρακτηριστική η επιμονή της νέας κυβέρνησης να αναθεωρήσει τα κριτήρια επιλεξιμότητας στις κοινωνικές παροχές. Ο Ν4659/2020 επιμήκυνε από 5 σε 12 έτη την ελάχιστη περίοδο μόνιμης και νόμιμης παραμονής στη χώρα που απαιτείται για τη χορήγηση του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων, του επιδόματος στέγασης, καθώς και του νέου επιδόματος γέννησης, στην περίπτωση δικαιούχων που δεν είναι Έλληνες πολίτες, ούτε πολίτες ΕΕ, και δεν τους έχει χορηγηθεί άσυλο. (Το 2020, το δικαίωμα της τελευταίας κατηγορίας να εισπράττουν επιδόματα καταργήθηκε εντελώς.) Επί πλέον, ο Ν4659/2020 εισήγαγε νέα προϋπόθεση που θα πρέπει να πληρούν οι δικαιούχοι του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων, του επιδόματος στέγασης και του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Τα παιδιά τους, εάν είναι σε ηλικία υποχρεωτικής εκπαίδευσης, θα πρέπει να παρακολουθούν κανονικά τα μαθήματα: από το σχολικό έτος 2020-2021, το επίδομα διακόπτεται σε περίπτωση που μένουν στην ίδια τάξη από απουσίες. Και σε άλλες χώρες απαιτούνται προσαρμογές συμπεριφοράς από τους δικαιούχους προγραμμάτων «εισοδηματικής στήριξης υπό αιρεσιμότητα» (conditional cash transfers), όπως π.χ. στο Bolsa Família της Βραζιλίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ακόμη και εάν ερμηνευθεί ως καλοπροαίρετη προσπάθεια ενθάρρυνσης π.χ. των οικογενειών Ρομά να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, με δεδομένη τη ρητορεία επιφανών υπουργών της νέας κυβέρνησης, η σχετική διάταξη του Ν4659/2020 μοιάζει σχεδιασμένη για να αποκλείει από τα επιδόματα δικαιούχους που προέρχονται από μειονοτικές ομάδες.

Το τρίτο και τελευταίο ζήτημα αφορά αυτό που έχει ονομαστεί «προ-διανομή». Το κοινωνικό κράτος, με την ευρεία έννοια (φορολογία, επιδόματα, και υπηρεσίες), λίγα πράγματα μπορεί να κάνει από μόνο του όταν η αγορά παράγει μεγάλες ανισότητες και χαμηλές αμοιβές. Κανένα σύστημα κοινωνικής προστασίας, ακόμη και το πιο προηγμένο, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη φτώχεια όσο η οικονομία υπολειτουργεί, όσο η ανεργία παραμένει υψηλή, όσο οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι υπρεβολικά επισφαλείς ή/και πληρώνουν απελπιστικά χαμηλές αποδοχές. Η κάλυψη των κενών κοινωνικής προστασίας παραμένει επιτακτική. Αλλά η αποφασιστική παρτίδα θα παιχτεί σε μεγάλο βαθμό αλλού: στην επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, στην αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, στη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, στη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων, στη σταδιακή άνοδο των αποδοχών των εργαζομένων.

Ο στόχος της κοινωνικής πολιτικής σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι η οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους που να προστατεύει χωρίς να υπονομεύει την ανάκαμψη, που να διευκολύνει τα άτομα και τις οικογένειες να ανταποκριθούν στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, και που να επενδύει στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στις δεξιότητες των εργαζομένων και των ανέργων. Στα μέσα της δεκαετίας του 2020, η νέα οικονομική πραγματικότητα κάνει το στόχο αυτό περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ.

9 Ιουνίου 2024

Οι πιο κρίσιμες ευρωεκλογές στην Ιστορία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 9 Ιουνίου 2024).


Για τους περισσότερους ανθρώπους της γενιάς μου, το ερώτημα του εάν θα ψηφίσουμε στις εκλογές δεν τίθεται καν. Ζήσαμε (ως μικρά παιδιά, έστω) την εποχή που τις αποφάσεις που καθόριζαν τη ζωή μας τις έπαιρναν ημιαγράμματοι συνταγματάρχες. Είδαμε τους γονείς μας να γιορτάζουν τις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, ό,τι και αν ψήφιζαν.

Αν ήταν στο χέρι μου, θα ψήφιζα στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Αυτές θα καθορίσουν τη ζωή των παιδιών μου, περισσότερο από όλες τις άλλες εκλογές, εδώ και δεκαετίες (ή μήπως αιώνες;) οπουδήποτε στον πλανήτη.

Η ειρηνική, ελεύθερη, και σχετικά άνετη ζωή στην οποία συνήθισαν οι δυτικοευρωπαίοι τα τελευταία 80 χρόνια είναι σε κίνδυνο. Με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η Ευρώπη θα βρεθεί σε δίλημμα. Θα επιχειρήσει να κατευνάσει όσους την απειλούν, είτε από ιδεολογική συμπάθεια είτε με την ελπίδα ότι θα την αφήσουν στην ησυχία της; Ή θα τους αποδείξει ότι έκαναν λάθος που υπολόγιζαν στην δήθεν τρυφηλή αβουλία της;

Σε αυτές τις ευρωπαϊκές εκλογές, αυτό που κρίνεται δεν είναι η κυβέρνηση του Μητσοτάκη, οι ικανότητες του Ανδρουλάκη, ή η ηγεσία του Κασελάκη. Κρίνεται το εάν τη Δευτέρα οι φίλοι του Τραμπ και του Πούτιν θα πανηγυρίζουν. Ας μην τους κάνουμε τη χάρη.

26 Μαΐου 2024

Οι πολυεθνικές, τα εγχώρια καρτέλ, και η ακρίβεια

 


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 26 Μαΐου 2024).

Η πρόσφατη επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για «την ασύμμετρη ισχύ των πολυεθνικών», παρά την προφανή προεκλογική στόχευση (ως γνωστόν στις ευρωεκλογές της μεθεπόμενης Κυριακής η Ούρσουλα Φαν Ντερ Λάινεν είναι ξανά υποψήφια για αυτό το αξίωμα, με την υποστήριξη του Κυριάκου Μητσοτάκη), φέρνει στην επιφάνεια ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Γιατί το βρεφικό γάλα και άλλα προϊόντα που παράγονται από λίγες πολυεθνικές εταιρείες κοστίζουν περισσότερο στην Ελλάδα από ό,τι π.χ. στη Γερμανία; Τι (δεν) κάνει για αυτό η Ευρώπη;

Οι πολυεθνικές (στην πραγματικότητα: όλες οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως εθνικότητας, που λειτουργούν σε μη ανταγωνιστικό περιβάλλον) καθορίζουν την τιμολογιακή πολιτική τους με βασικό κριτήριο το «τι αντέχει» κάθε επιμέρους αγορά. Με τεχνικούς όρους: αντιστρόφως ανάλογα με την ελαστικότητα ζήτησης. Με απλά λόγια: αν μια αύξηση της τιμής θα «διώξει» αναλογικά περισσότερους καταναλωτές, η επιχείρηση δεν θα αυξήσει την τιμή. Σε αντίθετη περίπτωση, θα την αυξήσει. Στο θέμα μας: αν η πολυεθνική χ θεωρεί ότι οι Έλληνες καταναλωτές «αντέχουν» να αγοράζουν ακριβότερα το βρεφικό γάλα από ό,τι οι Γερμανοί, τότε θα το τιμολογήσει ακριβότερα στην Ελλάδα από ό,τι στη Γερμανία.

Αν μπορεί βέβαια. Τι εμποδίζει ένα ελληνικό σούπερ μάρκετ να αγοράζει βρεφικό γάλα από τη Γερμανία ή από κάποιον μεσάζοντα που εκμεταλλεύεται τη διαφορά τιμών μεταξύ των δύο χωρών; Οι πολυεθνικές υποχρεώνουν τα σούπερ μάρκετ να υπογράφουν ιδιωτικά συμφωνητικά που τα δεσμεύουν να αγοράζουν στις τιμές που επιβάλλουν εκείνες. Όπως αναφέρει η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τέτοια ιδιωτικά συμφωνητικά συνιστούν «εδαφικούς περιορισμούς προσφοράς» (TSC), που έρχονται σε σύγκρουση με το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού, και για αυτό απαγορεύονται, εάν διαπιστωθεί ότι ο προμηθευτής κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Είναι φανερό ότι κάπου εκεί υπάρχει κενό. Για την κάλυψή του, η Επιτροπή παραπέμπει στο νέο «οικοσύστημα λιανικής» που ανακοινώθηκε πρόσφατα, ενώ μέχρι τότε καλεί σε διάλογο τα ενδιαφερόμενα μέρη. Δεδομένου της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ πολυεθνικών και ενώσεων καταναλωτών, ας κρατήσουμε μικρό καλάθι.

Αυτό είναι όλο; Για όλα φταίνε οι κακές πολυεθνικές; Όχι ακριβώς. Οι Έλληνες καταναλωτές αντέχουν να πληρώνουν περισσότερο όχι επειδή είναι πλουσιότεροι, αλλά επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή.

Ας δεχθούμε ότι για το βρεφικό γάλα που κοστίζει ακριβότερα ευθύνονται τα τερτίπια των πολυεθνικών. Για το παστεριωμένο γάλα, που επίσης κοστίζει 58 λεπτά το λίτρο περισσότερο στην Ελλάδα από ό,τι στη Γερμανία («Καθημερινή» 22 Ιανουαρίου 2024) ποιος ευθύνεται; Μια έμμεση απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει δοθεί από τα δικαστήρια, τα οποία έχουν καταδικάσει αμετάκλητα 5 μεγάλες (ελληνικότατες) γαλακτοβιομηχανίες για σύσταση καρτέλ. Το 2001-2007, το καρτέλ αυτό συμπίεζε κατά 6-13 λεπτά το λίτρο την τιμή ακατέργαστου γάλακτους που εισέπρατταν οι κτηνοτρόφοι. Νέες αγωγές έχουν κατατεθεί για τα πιο πρόσφατα χρόνια. Τα καρτέλ τιμωρούνται από το νόμο (με πρόστιμα έως 10% του τζίρου) επειδή λειτουργούν ως συλλογικοί «μονοψωνιστές» έναντι των προμηθευτών, και ως συλλογικοί «μονοπωλητές» έναντι των καταναλωτών, με αποτέλεσμα χαμηλές τιμές για τους μεν και υψηλές τιμές για τους δε. Εξ ου η ακρίβεια.

Το γάλα είναι λοιπόν το θέμα; Όχι μόνο. Οι μονοπωλιακές καταστάσεις είναι γενικότερο φαινόμενο στις ελληνικές αγορές προϊόντων. Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις του ΟΟΣΑ, η χώρα μας συγκαταλέγεται στις «5 λιγότερο φιλικές στον ανταγωνισμό» όσον αφορά το λιανικό εμπόριο, μακριά από το μέσο όρο των 37 κρατών μελών του Οργανισμού.

Πράγματι, ενώ τα Μνημόνια πέτυχαν να απελευθερώσουν την αγορά εργασίας (με αποτέλεσμα χαμηλούς μισθούς), απέτυχαν να κάνουν το ίδιο στις αγορές προϊόντων (με αποτέλεσμα υψηλές τιμές). Οι πάλαι ποτέ συνδικαλιστικές «συντεχνίες», πραγματικές και όχι, ηττήθηκαν. Όμως, τα διάφορα επιχειρηματικά λόμπυ προστάτευσαν τα συμφέροντά τους πολύ πιο αποτελεσματικά (σε βάρος των καταναλωτών). Η «εσωτερική υποτίμηση» υπήρξε μονομερής.

Για αυτή την ασυμμετρία πότε θα μιλήσουμε;

28 Απριλίου 2024

Γιατί είναι απλησίαστα τα ενοίκια;

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 28 Απριλίου 2024).

Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα δεδομένα, τα τελευταία χρόνια τα ενοίκια αυξάνονται πολύ ταχύτερα από τους μισθούς. Κάποιες γειτονιές, ιδίως στο κέντρο της Αθήνας, έχουν γίνει απλησίαστες για π.χ. ένα νεαρό ζευγάρι που ψάχνει διαμέρισμα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Και τι μπορεί να γίνει;

Κατά παράδοξο τρόπο, η άνοδος των ενοικίων είναι ένδειξη μιας θετικής και ταυτόχρονα μιας αρνητικής εξέλιξης. Η αυξημένη ζήτηση για κατοικία είναι σημάδι ότι η πόλη έχει γίνει περισσότερο θελκτική. Οι τιμές κατοικίας και τα ενοίκια είναι πάντοτε στάσιμα όταν η τοπική οικονομία ασθμαίνει. Αντίθετα, ο δυναμισμός μιας πόλης που γίνεται μαγνήτης για νέους κατοίκους που συρρέουν εκεί μεταφράζεται σε αυξημένη πίεση στην αγορά κατοικίας.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η προσφορά κατοικίας θα μπορέσει να αυξηθεί και αυτή ώστε να απορροφήσει την αυξημένη ζήτηση. Εάν ναι, οι νέοι κάτοικοι (και όσοι ήδη ζουν εκεί) θα είναι σε θέση να αγοράσουν ή να νοικιάσουν σε προσιτές τιμές. Εάν όχι, οι τιμές κατοικίας και τα ενοίκια θα αυξηθούν. Στην δεύτερη περίπτωση τα ακριβά ενοίκια θα υποσκάψουν τον οικονομικό δυναμισμό της πόλης, περιορίζοντας την ανάπτυξή της.

Δεν είναι ελληνικό το φαινόμενο. Στο Μιλάνο, όαση ευημερίας σε μια εθνική οικονομία που έχει βαλτώσει, τα ενοίκια είναι απλησίαστα – και έτσι τα νοσοκομεία δεν βρίσκουν γιατρούς, τα σχολεία δασκάλους, και οι επιχειρήσεις προσωπικό.

Τι εμποδίζει την προσφορά κατοικίας να αυξηθεί και αυτή, εξουδετερώνοντας την πίεση στα ενοίκια; Μετά τη φούσκα που οδήγησε στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, η οικοδομή έχει στραφεί στα τουριστικά ακίνητα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων έχουν παγώσει την παροχή στεγαστικών δανείων.

Επιπλέον, με την Golden Visa η Ελλάδα δεν πούλησε απλώς την ευρωπαϊκή ιδιότητα του πολίτη έναντι εξευτελιστικού χρηματικού αντιτίμου (την ώρα μάλιστα που τη στερεί με τερτίπια από χιλιάδες οικογένειες μεταναστων που έχουν ριζώσει εδώ δουλεύοντας σκληρά): κατάφερε επίσης να σκοράρει ένα θεαματικό αυτογκόλ στην πολιτική κατοικίας. Η πρώτη κίνηση πολλών ξένων «επενδυτών» που αγόρασαν φτηνά κάποια πολυκατοικία στο Παγκράτι ή στο Κουκάκι ήταν να την μετατρέψουν σε συγκρότημα διαμερισμάτων για βραχυχρόνια μίσθωση, στερώντας τα από τους κατοίκους της πόλης - δυνητικούς ενοικιαστές. Με τον τρόπο αυτό, οι ξένες επενδύσεις στην κατοικία, για τις οποίες το οικονομικό επιτελείο πανηγυρίζει, ενίσχυσαν τις πιέσεις στα ενοίκια αντί να τις εξουδετερώσουν.

Πώς θα αυξηθεί η διαθεσιμότητα κατοικιών για ενοικίαση;

Η κοινωνική κατοικία έχει προσφέρει πολλά αλλού, και μπορεί περισσότερα με τη στήριξη του ευρωπαϊκού προγράμματος New Bauhaus, όμως είναι συκοφαντημένη έννοια στη χώρα μας (ο υπογράφων μεγάλωσε σε μια «εργατική κατοικία»). Ίσως μια νέα γενιά αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων να σχεδιάσουν οικονομικές κατοικίες στις οποίες θα έμεναν και οι ίδιοι, και μια φωτισμένη κυβέρνηση να τους παρέχει οικονομική και πολιτική υποστήριξη – κάποτε στο μέλλον.

Μέχρι τότε, η ανεξέλεγκτη εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης μπορεί και πρέπει να σταματήσει: άλλες ευρωπαϊκές πόλεις έχουν θέσει περιορισμούς στον αριθμό κατοικιών που κάθε ιδιοκτήτης μπορεί να ανεβάσει στις πλατφόρμες (π.χ. 2), και στον αριθμό ημερών το χρόνο που μπορεί να τις εκμεταλλεύεται (π.χ. 60), ενώ έχουν υποχρεώσει τις πλατφόρμες να τους παραχωρούν τα δεδομένα που χρειάζονται ώστε να ελέγχουν τη συμμόρφωση των ιδιοκτητών (και να φορολογούν τα έσοδά τους).

Εν τω μεταξύ, οι πόλεις μας έχουν πολλά άδεια διαμερίσματα. Το νέο πρόγραμμα «Ανακαινίζω-Ενοικιάζω» είναι μια έξυπνη απόπειρα να πειστούν (και να πιεστούν) οι ιδιοκτήτες να τα ευπρεπίσουν και στη συνέχεια να τα διαθέσουν για ενοικίαση. Ας ελπίσουμε ότι θα φέρει αποτέλεσμα.

31 Μαρτίου 2024

Γιατί είναι τόσο χαμηλοί οι μισθοί στην Ελλάδα;



Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 31 Μαρτίου 2024).

Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε 830 ευρώ τον μήνα επισφραγίζει τη ροπή της κυβέρνησης υπέρ προοδευτικών μέτρων στα κοινωνικά θέματα. Σε αυτή συνηγορούν υπολογισμοί τόσο «υψηλής» όσο και «χαμηλής» πολιτικής. Από τη μια, η έγνοια για προστασία των αδύναμων και για υπεράσπιση της κοινωνικής συνοχής. Από την άλλη, η επιλογή της σημερινής ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος να τοποθετηθεί πολιτικά καταλαμβάνοντας τον απέραντο χώρο που εκτείνεται από την Κεντροαριστερά έως τις παρυφές της άκρας Δεξιάς. Δεν έχει νόημα να κάνει κανείς δίκη προθέσεων για να ερμηνεύσει την κοινωνική ευαισθησία της κυβέρνησης. Όλοι παρακινούμαστε από ανάμεικτα κίνητρα στην καθημερινότητά μας. Το σημαντικό είναι ευγενή και λιγότερο ευγενή κίνητρα να ευθυγραμμίζονται. Στην περίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού αυτό συμβαίνει.

Πράγματι, η προχθεσινή απόφαση της κυβέρνησης προστατεύει με το παραπάνω την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων από τον πληθωρισμό: η σωρευτική αύξηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή τα τελευταία πέντε χρόνια (15,9%) υπολείπεται σημαντικά της αύξησης του κατώτατου μισθού (27,7%, από 650 ευρώ τον μήνα το 2019). Βέβαια, η αγοραστική αξία των κατώτατων μισθών απέχει ακόμη από το σημείο όπου βρισκόταν προ κρίσης και μνημονίων, το μακρινό 2009: έκτοτε, το κόστος ζωής έχει αυξηθεί κατά 24,6%, ενώ ο κατώτατος μισθός μόνο κατά το μισό (12,2%, από 740 ευρώ τον μήνα). Η υποχώρηση των μέσων μισθών, σε πραγματικούς όρους, σε σχέση με 15 χρόνια πριν, είναι ακόμη μεγαλύτερη.

Γιατί όμως οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί στη χώρα μας, παρά τις προθέσεις των κυβερνώντων; Κάθε θέση εργασίας δημιουργεί ένα πλεόνασμα αξίας, ίσο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παράγεται, και όλων των άλλων στοιχείων του κόστους παραγωγής εκτός από τους μισθούς και τα κέρδη. Το πώς μοιράζεται αυτό το πλεόνασμα εξαρτάται από τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Τα τελευταία 15 χρόνια ο συσχετισμός αυτός έχει μεταβληθεί εις βάρος των εργαζομένων: σε αυτό συνέβαλαν η υψηλή ανεργία, η εξασθένηση των συνδικάτων και η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Όμως μακροπρόθεσμα το ύψος των μισθών καθορίζεται εξίσου ή και περισσότερο από το μέγεθος του πλεονάσματος, παρά από το πώς αυτό επιμερίζεται μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Σε μια οικονομία χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, σε επιχειρήσεις υπερβολικά μικρές για να καινοτομήσουν και να εξαγάγουν, με διευθυντές χαμηλών ικανοτήτων, που συχνά εξασφαλίζουν την κερδοφορία πληρώνοντας χαμηλούς μισθούς (και παραβιάζοντας τη νομοθεσία, εργατική, φορολογική, πολεοδομική ή περιβαλλοντική), οι μισθοί δεν θα είναι ποτέ ικανοποιητικοί, ή θα είναι μόνο για κάποιες συντεχνίες ή για σύντομα χρονικά διαστήματα, μέχρι να σκάσει η φούσκα.

Παρά τις εξαγγελίες για «αναβάθμιση παραγωγικού μοντέλου» και τα κάποια δειλά βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση, η χώρα παραμένει ακόμη καθηλωμένη σε μια χαμηλή ισορροπία.

Μια τέτοια οικονομία είναι η ελληνική. Παρά τις εξαγγελίες για «αναβάθμιση παραγωγικού μοντέλου» και τα κάποια δειλά βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση, η χώρα παραμένει ακόμη καθηλωμένη σε μια χαμηλή ισορροπία. Για να ξεφύγουμε από αυτήν θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο καλοδεχούμενη και αν είναι. Μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με μάνατζερ και προσωπικό υψηλότερων δεξιοτήτων, που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης ποιότητας, σε υψηλότερες τιμές, που όμως παραμένουν ελκυστικές για τους καταναλωτές, ιδίως στις διεθνείς αγορές.

Το πώς θα φτάσουμε στο σημείο αυτό, από εδώ όπου βρισκόμαστε σήμερα, είναι το κρίσιμο ερώτημα. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να σχεδιάσει τη μετάβαση. Και ευθύνη όλων των υπολοίπων να συνεισφέρουν εποικοδομητικά σε αυτήν, αντί να την εμποδίσουν.


14 Μαρτίου 2024

Who's afraid of the welfare state now?

Preface to our book «Who's Afraid of the Welfare State Now?» (with Anton Hemerijck), published by Oxford University Press (14 March 2024).

Our manuscript was virtually complete when the sky over Europe darkened once again, following Russia’s invasion of Ukraine. The war has already cost thousands of lives, often of civilians.

Its implications for other Europeans have so far been limited to anxiety about the future, fear of energy and food shortages, and rising prices. All member states of the European Union (EU) have reacted swiftly, temporarily compensating households for at least part of the purchasing power being lost to inflation. Often, such measures have been targeted at the most vulnerable. At the same time, western governments have committed themselves to raising military expenditure, while Sweden and Finland have initiated the process of joining the North Atlantic Treaty Organization (NATO).

The short-term effects of all this on the welfare state can hardly be positive. Inevitably, the need to deter aggression and protect our freedoms, and the wish to shelter low-income families from the effects of inflation, will limit the fiscal space available for the ambitious social investment our book advocates. Nevertheless, in the medium and longer term this trade-off no longer applies: far from crowding out scarce resources better deployed to more pressing needs, a well-funded welfare state makes a crucial contribution to the resilience of liberal democracies.

Historical precedent supports this view. One might have thought that the aftermath of the battle of El Alamein (November 1942), when the fate of World War II hung in the balance, was not a good time to discuss building a welfare state. And yet that is exactly what British troops in north Africa did, at many improvised conferences only a few kilometres from the front. The report by William Beveridge (1942), Social Insurance and Allied Services, fresh off the Ministry of Information press, was meticulously introduced by officers and eagerly read by soldiers. Sceptics had to concede that the cultivation of the realistic expectation of a fairer social order boosted the war effort, did not distract from it.

And when the war ended, les trente glorieuses ushered in a long period of inclusive growth, which demonstrated that it is perfectly possible to combine economic prosperity, political freedoms, and social cohesion. Building robust welfare states helped the west fend off the Soviet challenge.

In 1944, with the end in sight, Beveridge was however so alarmed that the British Treasury – obsessed with balancing the budget, no matter what – might undermine the postwar social contract, and with it the welfare-state construction for which his 1942 report had provided a blueprint, that he resolved to speak up. The conclusion to his follow-up report, Full Employment in a Free Society, amounted to an eloquent call to avoid the policy failures of the previous postwar era, which in place of the ‘homes for heroes’ promised in 1918 had delivered the Great Depression of the 1930s.

To the relief of an entire generation, in 1945 policy-makers listened. Contemporary Europeans must have shared that relief when in 2020 EU leaders cast fiscal caution to the wind, in favour of a commitment to fund the ‘recovery and resilience’ of the European economy.

In yet another uncanny resemblance, Beveridge was fairly sanguine that the postwar welfare state, if sufficiently resourced, was perfectly capable of defeating four of ‘the five giants’ he identified: Want, Disease, Squalor, and Idleness. He was more worried about the fifth (Beveridge, 1944: 256):

Ignorance is an evil weed, which dictators may cultivate among their dupes, but which no democracy can afford among its citizens. … Learning should not end with school. Learning and life must be kept together throughout life; democracies will not be well governed till that is done.

In the same spirit, our call for an ambitious programme of social investment in skills does not stem from a utilitarian understanding of the requirements of a knowledge economy. Rather, to defeat the ‘evil weed’ of ignorance, cultivated by Vladimir Putin in Russia and Ukraine (and by his populist admirers within our liberal democracies), and to preserve our values and liberties, will require the constant tending to, and upkeeping of, citizens’ critical capacities.

In his 1599 play As You Like It, William Shakespeare came up with the wonderful line ‘Sweet are the uses of adversity’. Over the last fifteen years or so, European welfare states have had more than their fair share of adversity. As a result, we are all wiser now. We no longer hear the trite claim that the welfare state is a luxury which at times of hardship we cannot afford. The contrary view has gained ground—that the welfare state is part and parcel of what makes Europe such an attractive place to work, live, raise a family, pursue happiness, and enjoy freedom. 

Investing in the welfare state makes our societies less unequal, our economies more dynamic, our citizens happier, our political systems more stable. In short, it makes our democracies stronger.

Florence and Milan, January 2024