21 Οκτωβρίου 2018

Οι λαοί είναι λιγότερο ανόητοι απ' ό,τι οι λαϊκιστές νομίζουν

Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού. Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα «news 247» (Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018).

-Η σύγκρουση Ρώμης-Βρυξελλών τρομάζει ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν θα έπρεπε;

Τα πράγματα είναι πράγματι ανησυχητικά. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας είναι θεόρατο: 2,3 τρις ευρώ (12 φορές όσο το ΑΕΠ της Ελλάδας). Χωρίς την Ιταλία, είναι δύσκολο να επιβιώσει το κοινό νόμισμα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που έχει απέναντί της η Ρώμη δεν είναι τόσο οι Βρυξέλλες όσο οι αγορές. Εάν η Ιταλία κατέθετε ένα σχέδιο προϋπολογισμού με τις ίδιες προβλέψεις για το έλλειμμα (2,4% του ΑΕΠ αντί του 0,8% που είχε συμφωνηθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση), αλλά πειστικό με την έννοια της βελτίωσης των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάκαμψης της οικονομίας, είναι πιθανό οι αγορές να αντιδρούσαν θετικά. Αλλά η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Σαλβίνι – Ντι Μάιο δεν ενδιαφέρεται τόσο για την οικονομία όσο για τις ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου 2019. Οπότε οι αγορές – δηλ. οι καταθέτες, άτομα και οι οργανισμοί – δικαίως δυσπιστούν, και ζητούν ασφάλιση κινδύνου για να αγοράσουν ομόλογα του ιταλικού κράτους. Αυτή η ασφάλιση κινδύνου είναι το spread. Όσο αυτό ανεβαίνει, τόσο αυξάνεται το κόστος εξυπηρέτησης του ιταλικού χρέους, τόσο εξανεμίζονται οι πόροι που συνεισφέρουν οι Ιταλοί φορολογούμενοι, και τόσο στενεύουν τα περιθώρια άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής.

 

-Σαλβίνι και ντι Μάιο κερδίζουν απ αυτή την κόντρα;

Βραχυπρόθεσμα, ίσως. Η γνωστή παντομίμα «εμείς διαπραγματευόμαστε σκληρά, αντίθετα με τους προηγούμενους που ήταν πεσμένοι στα τέσσερα» δεν έχει ακροατήριο μόνο στην Ελλάδα. Φυσικά, αργά ή γρήγορα η πραγματικότητα εκδικείται. Η ελπίδα των Σαλβίνι και Ντι Μάιο είναι η εκδίκηση της πραγματικότητας να μην έρθει πριν από τον επόμενο Μάιο. Πράγμα όχι απίθανο.

 

-Ο ευρωσκεπτικισμός έχει διαβρώσει και την ιταλική κοινωνία πέρα από το πολιτικό σύστημα;

Η Ιταλία είναι ιδρυτικό μέλος της Ενωμένης Ευρώπης (άλλωστε η ιδρυτική Συνθήκη υπογράφηκε στη Ρώμη). Επί πλέον, όπως έδειχναν όλες οι έρευνες γνώμης, οι Ιταλοί για ολόκληρες δεκαετίες εμπιστεύονταν τις Βρυξέλλες περισσότερο από τη Ρώμη. Αυτό τα τελευταία χρόνια άλλαξε. Όχι τόσο εξαιτίας των καταστροφικών επιπτώσεων της πρόσφατης κρίσης (σε σύγκριση με την Ελλάδα ή την Ισπανία, η Ιταλία έπεσε στα μαλακά). Το πρόβλημα είναι ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 η ιταλική οικονομία έχει πάψει να αναπτύσσεται, με αποτέλεσμα να πνέει ένας άνεμος απαισιοδοξίας, ιδίως μεταξύ των νεότερων γενιών. Επίσης, παραμένουν άλυτες οι ιστορικές παθογένειες της Ιταλίας από την εποχή της Ενοποίησης πριν ενάμιση αιώνα (το χάσμα Βορρά-Νότου, το οργανωμένο έγκλημα, η πολιτική αστάθεια, το χαμηλό επίπεδο δημόσιας διοίκησης, η μυωπία του επιχειρηματικού κόσμου). Όλα αυτά βεβαίως μικρή σχέση έχουν με την Ευρώπη ή με το κοινό νόμισμα.

 

-Μήπως ο λαϊκισμός κυριάρχησε στην Ιταλία επειδή ήταν πολύ αντιλαϊκός ο αντιλαϊκισμός;

Για πολλά πράγματα μπορεί να κατηγορήσει κανείς τις μετριοπαθείς φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της Ιταλίας, και ιδίως το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά η κατηγορία του «αντιλαϊκού» δύσκολα στέκει. Η αδυναμία τους να δώσουν λύσεις στα προβλήματα της χώρας, αυτό ναι.

 

-Υπάρχουν αναλογίες μεταξύ ελληνικής και ιταλικής πραγματικότητας

Για μια ακόμη φορά εμείς οι Έλληνες είμαστε μπροστά από την εποχή μας. Η νίκη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, με τη Βαρουφάκειο διαπραγμάτευση στο ενδιάμεσο, την οποία θα πληρώνουμε για πολλές δεκαετίες, ήταν η πρώτη πράξη της επιθεώρησης «Τσαρλατάνοι στην κυβέρνηση». Η νίκη της Λέγκα και του Κινήματος Πέντε Αστέρων τον περασμένο Μάρτιο ήταν η τελευταία (μέχρι στιγμής). Η παταγώδης αποτυχία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μέσα σε ένα κρεσέντο ανικανότητας, κυνισμού και αναξιοκρατίας, δίνει μια γεύση για το τι μπορεί να επακολουθήσει στην Ιταλία. Ήδη τα δείγματα γραφής πληθαίνουν: από τη νέα υπουργό υγείας, που πιστεύει ότι οι εμβολιασμοί βλάπτουν την υγεία, έως τον εκπρόσωπο τύπου του πρωθυπουργού, που γκρίνιαζε στους δημοσιογράφους ότι η κατάρρευση της γέφυρας στη Τζένοβα με δεκάδες νεκρών του χάλασε την αργία του Δεκαπενταύγουστου, όλα φαίνονται τόσο οικεία. Αντιστρόφως, η διαφαινόμενη ήττα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις επόμενες εκλογές θα δείξει ότι οι λαοί είναι λιγότερο ανόητοι από ό,τι νομίζουν οι λαϊκιστές.

4 Οκτωβρίου 2018

Είναι δίκαιο να μην περικοπούν οι συντάξεις;

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018).

Μετά τις περικοπές της περιόδου 2010-2014, είναι άχαρο να υποστηρίζει κανείς ότι οι συντάξεις πρέπει να μειωθούν και άλλο. Ιδίως εάν λάβει κανείς υπόψη ότι οι συνταξιούχοι δεν έχουν περιθώρια προσαρμογής: δεν μπορούν να εργαστούν, ή να εργαστούν περισσότερο, ή να ψάξουν για άλλη δουλειά, δεν μπορούν καν να μεταναστεύσουν. Ίσως αυτό να εξηγεί - εν μέρει - την ομοφωνία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης (για να μην αναφερθώ στην απόλυτη συναίνεση των εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης) για το απαράδεκτο της κατάργησης της «προσωπικής διαφοράς».

Εν μέρει όμως. Εάν κάτι δείχνει η συζήτηση για τις συντάξεις είναι ότι μετά από μια δεκαετία σχεδόν κρίσης δεν μάθαμε τίποτε (ούτε ξεχάσαμε τίποτε, όπως οι Βουρβώνοι μετά το 1814). Ας δούμε γιατί.

1. Η «προσωπική διαφορά» επινοήθηκε για να εξασφαλίζει ότι όσοι πρόλαβαν να συνταξιοδοτηθούν πριν από την ψήφιση του Νόμου Κατρούγκαλου θα εξακολουθήσουν να εισπράττουν υψηλότερες συντάξεις από εκείνες που ο ίδιος νόμος θεσμοθέτησε για τους νέους συνταξιούχους.

2. Ανάμεσα στους παλαιούς συνταξιούχους, πολλοί συνταξιοδοτήθηκαν σε νεαρή ηλικία. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, το 17% όσων βγήκαν στη σύνταξη τον Δεκέμβριο 2016 (λίγο προτού τεθεί σε ισχύ ο Νόμος Κατρούγκαλου) ήταν έως 55 ετών, ενώ το 41% έως 60 ετών. Στις συντάξεις γήρατος τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 13% και 40%.

3. Απίστευτα μεγάλος αριθμός συνταξιούχων (424 χιλιάδες άνθρωποι σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου) εξακολουθεί να λαμβάνει 3 ή περισσότερες συντάξεις.

4. Παρά τις περικοπές, οι συντάξεις δεν είναι τόσο χαμηλές όσο νομίζεται. Η μέση σύνταξη γήρατος τον Δεκέμβριο 2016 ήταν €972 το μήνα. Οι χαμηλότερες ηλικίες εισπράττουν υψηλότερη σύνταξη: €1.198 κατά μέσο όρο για τους συνταξιούχους κάτω των 55 (και €1.241 για τους κάτω των 60).

5. Σύμφωνα με προηγούμενη μελέτη μας, για τη συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων του ΙΚΑ (98,5% μετά τις μνημονιακές περικοπές) οι συντάξεις είναι υπερ-ανταποδοτικές, δηλ. υπερβαίνουν τις εισφορές που κατέβαλαν οι ίδιοι οι συνταξιούχοι και οι εργοδότες τους (κατά €63.600 σε διά βίου βάση). Για το Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο.

6. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το 66% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα εισπράττουν μισθούς κάτω από €1.000 το μήνα (50% κάτω από €800).

7. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ και της ΕλΣτατ, το ποσοστό των ανέργων που εισπράττουν επίδομα ανεργίας (€360 το μήνα) ήταν 12,8%.

Να μην περικοπούν λοιπόν οι συντάξεις; Κανενός; Ούτε όσων πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη σε ηλικία που οι περισσότεροι δουλεύουν; Ούτε όσων παίρνουν σύνταξη πάνω από το μέσο μισθό των εργαζομένων που τους συντηρούν με τις εισφορές τους; Σύνταξη πολύ υψηλότερη από τις εισφορές που πλήρωσαν οι ίδιοι; Και οπωσδήποτε πολύ υψηλότερη από τις συντάξεις όσων βγαίνουν στη σύνταξη σήμερα;

Είναι θέμα επιλογής. Σε μια χώρα που γερνά, και όπου η ανεργία παραμένει στα ύψη, μπορούμε να συνεχίσουμε να θεωρούμε – όλες! – τις συντάξεις «ιερές αγελάδες». Εναλλακτικά, μπορούμε να δώσουμε προτεραιότητα στο μέλλον, στην απασχόληση και στην ανάπτυξη, προστατεύοντας το εισόδημα (και την περίθαλψη) όσων ηλικιωμένων έχουν ανάγκη. Ποια επιλογή είναι δικαιότερη;

Ένας έρωτας

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018).

Κάνει ακόμη αρκετή ζέστη στο Μιλάνο, αλλά κανείς εδώ δεν αμφιβάλλει ότι το φθινόπωρο ήρθε οριστικά. Κιτρινισμένα φύλλα δεν φαίνονται πουθενά, ούτε πρωτοβρόχια, αλλά μερικά πράγματα δεν επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή. Για όσους δεν έχουν (ή δεν είναι οι ίδιοι) παιδιά σχολικής ηλικίας, η καλύτερη απόδειξη είναι η παρουσία εκατοντάδων φωτομοντέλων στους δρόμους της πόλης, που όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή αναπνέει στους ρυθμούς της «Εβδομάδας της μόδας». Ο ανταποκριτής σας κοιτάζει τα νεαρά κορίτσια με το ανέκφραστο βλέμμα και το υπερβολικά αδύνατο σώμα όπως κοιτάζει ο εντομολόγος τους ανωφελείς κώνωπες, συμφωνώντας με τον Έ., που αναγνωρίζει ως μοναδικό προσόν των μοντέλων τα ψηλά ζυγωματικά («δεν είναι και λίγο» απαντά ο πατέρας του, μόνιμο πνεύμα αντιλογίας), και με τη Ρ. που υποψιάζεται ότι η ζωή τους «πρέπει να είναι λίγο θλιβερή».

Χθες, καθισμένος σε ένα παγκάκι στο πάρκο, δίπλα σε μαμάδες που πασάλειβαν μεθοδικά τα πιτσιρίκια τους με αντικουνουπικές κρέμες, παρακολουθώντας με ανησυχία τις φουσκάλες από τα τσιμπήματα να αυξάνονται και να πληθύνονται στο μπράτσο μου, κατάφερα επιτέλους να τελειώσω το «Un amore», το ερωτικό μυθιστόρημα του Dino Buzzati που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 προκαλώντας πλήθος αντιδράσεων. Ο πρωταγωνιστής, ένας 50χρονος αρχιτέκτονας στο Μιλάνο, ερωτεύεται ένα λαϊκό κορίτσι με τα μισά του χρόνια ή λιγότερα, που πουλάει το κορμί της σε όποιον δίνει περισσότερα, με την ώρα ή με το μήνα. Ο έρωτάς του γίνεται εμμονικός, παρασύροντάς τον σε ένα σπιράλ εξευτελισμού και ταπείνωσης.

Πρόκειται για ένα είδος «Γαλάζιου Άγγελου» αλά ιταλικά. Στην ταινία του Josef von Sternberg (βασισμένη στο μυθιστόρημα του Heinrich Mann), ο Rath, αξιοσέβαστος καθηγητής Γυμνασίου, ερωτεύεται τη Λόλα, αρτίστα καμπαρέ (την υποδύεται η Marlene Dietrich), στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όλο και λιγότερο αξιοσέβαστος, ο καθηγητής Rath έχει άσχημο τέλος. Ο Antonio πάλι, ο πρωταγωνιστής του Buzzati, όχι ακριβώς – αν και εδώ οι γνώμες διίστανται. Η συνέχεια στις σελίδες του βιβλίου.

Δυστυχώς οι μόνες πόρνες και καμπαρετζούδες που έχει γνωρίσει ο ανταποκριτής σας, επίσης καθηγητής, επίσης αξιοσέβαστος (μέχρι αποδείξεως τουναντίον), ήταν στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Ειδικά στην Ιταλία, αυτό σχετίζεται εν μέρει με την ψήφιση του «Νόμου Μέρλιν», από το όνομα της σοσιαλίστριας γερουσιαστού που τον εισηγήθηκε, ο οποίος απαγόρευσε τους οίκους ανοχής («case di tolleranza»). Εν μέσω σφοδρής διαμάχης, το νομοσχέδιο εγκρίθηκε το 1958, με τις ψήφους των χριστιανοδημοκρατών, των κομμουνιστών, των ρεπουμπλικάνων, των περισσότερων σοσιαλιστών, και λίγων σοσιαλδημοκρατών. Καταψήφισαν οι φιλελεύθεροι, οι ριζοσπάστες, οι νεοφασίστες, οι μοναρχικοί, πολλοί σοσιαλδημοκράτες, και κάποιοι διαφωνούντες από το σοσιαλιστικό και άλλα κόμματα.

Ο Dino Buzzati, δημοσιογράφος της Corriere della sera από το 1928 έως τον θάνατό του το 1972 (είχε δηλώσει ότι εμπνεύστηκε το αριστούργημά του «Η έρημος των Ταρτάρων» παρακολουθώντας την ρουτίνα των συναδέλφων του στην εφημερίδα), στο θέμα του Νόμου Μέρλιν δεν είχε δίλημμα. Το άρθρο του, την επομένη της ψήφισης του νόμου, ήταν μια μεθοδική και αδιάλλακτη υπεράσπιση των οίκων ανοχής και του επαγγέλματος της «δημόσιας γυναίκας». Ήδη από τη δεύτερη γραμμή του άρθρου ο Buzzati προειδοποιεί τους αναγνώστες ότι δεν πρόκειται να λάβει υπόψη του την «τελετουργική υποκρισία που ευρέως θεωρείται υποχρεωτική κάθε φορά που θίγεται το θέμα». Φτάνει να συγκρίνει τη γερουσιαστή Μέρλιν με τον Ηρόστρατο «που διέταξε να καεί η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, καταστρέφοντας ένα τεράστιο πολιτισμικό κεφάλαιο που χάθηκε για πάντα». Θρηνεί την ανεκτίμητη απώλεια του «ερωτικού πολιτισμού που με λόγια και με έργα μετέδιδαν από γενιά σε γενιά οι οίκοι ανοχής». Και προς αποφυγή παρεξηγήσεων διευκρινίζει: «Δεν έχω καμμία πρόθεση να αστειευτώ».

Ο ανταποκριτής σας, όπως του συμβαίνει συχνά, δεν ξέρει τι ακριβώς να σκεφτεί πάνω στο θέμα. Από τη μια αντιτίθεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, και δεν αμφιβάλλει ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η πορνεία είναι μια θλιβερή συναλλαγή χωρίς ίχνος glamour. Από την άλλη, έχει σχηματίσει την εικόνα - διαβάζοντας μελέτες και συνεντεύξεις, τι άλλο; - ότι για ορισμένες γυναίκες, σε ορισμένες ευνομούμενες χώρες, για μια σύντομη περίοδο ενδεχομένως (όσο διαρκεί η νεότητα), είναι επίσης μια εμπειρία ενδυνάμωσης, όπου ο συσχετισμός ισχύος ευνοεί τη «δημόσια γυναίκα». Οι νόμιμοι οίκοι ανοχής έγερναν την πλάστιγγα υπέρ της ενδυνάμωσης και κατά της εκμετάλλευσης, αντίθετα π.χ. με τα παράνομα σπίτια ή τους σκοτεινούς δρόμους. Και δεδομένου ότι η απαγόρευση των οίκων ανοχής δεν εξάλειψε την πορνεία, αναρωτιέται κανείς πού ακριβώς έγκειται το δημόσιο συμφέρον, και ποια πολιτική θα το διασφάλιζε, ταυτόχρονα με την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα των «δημόσιων γυναικών».

Καλύτερα να σταματήσω εδώ. Εάν το πανεπιστήμιο όπου διδάσκω βρισκόταν στις ΗΠΑ, το κίνημα #metoo θα φρόντιζε να απολυθώ. Στη μεσογειακή Ευρώπη ακόμη όχι – αν και ποτέ κανείς δεν ξέρει.