30 Απριλίου 2021

Για την ιθαγένεια

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Παρασκευή 30 Απριλίου 2021).

Με την υπουργική απόφαση που εξέδωσε προ δύο εβδομάδων ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Βορίδης, για να πολιτογραφηθεί ένας ξένος ως Έλληνας πολίτης θα πρέπει να αποδείξει ότι διέθετε ετήσιο εισόδημα 9.100 ευρώ (συν 10% για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας) κάθε έτος συνεχώς από το 2015 έως το 2020. Ο όρος αυτός προστίθεται στις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, που προβλέπουν γραπτές εξετάσεις ιστορίας, γεωγραφίας, πολιτικών θεσμών και πολιτισμού, καθώς και ελληνικής γλώσσας (με ερωτήσεις απίστευτης δυσκολίας). Οι εξετάσεις θα γίνονται κάθε έξη μήνες, σε επτά συνολικά πόλεις ( ή και λιγότερες αν δεν συμπληρώνονται 25 τουλάχιστον αιτήσεις ενδιαφερομένων).

Δεν βλέπω πώς μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η πραγματική στόχευση της πολιτικής του Υπουργού Εσωτερικών για την ιθαγένεια είναι να διατηρήσει τυπικά την δυνατότητα πολιτογράφησης των μεταναστών, καθιστώντας την αδύνατη στην πράξη. Εάν ο Κώδικας προέβλεπε περιοδική επανεξέταση (όπως γίνεται π.χ. με το δίπλωμα οδήγησης), η εφαρμογή των παραπάνω όρων μαθηματικά θα οδηγούσε στην αφαίρεση της ιθαγένειας από την συντριπτική πλειονότητα όσων είμαστε ήδη Έλληνες πολίτες.

Αυτό που περισσότερο με ενοχλεί με αυτή την υπουργική απόφαση δεν είναι η κουτοπονηριά της (θα ήταν εντιμότερο να πει «Έλληνας δεν γίνεσαι, γεννιέσαι»). Ούτε η αναχρονιστική μούχλα που αναδίνει χωρίς να το ομολογεί (Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, χωρίς τον αναγεννώμενο φοίνικα), παρότι και αυτή μου είναι εντελώς απεχθής. Δεν είναι καν ότι μας υπενθυμίζει το αυτονόητο, ότι η ΝΔ παραμένει αυτό που ήταν πάντοτε, δηλαδή ένας συνασπισμός φιλελεύθερων και εθνικοφρόνων, με τους δεύτερους πάντοτε να καιροφυλακτούν, έτοιμοι να υπονομεύσουν τους πρώτους.

Είναι ότι το «όραμα» που αντιπροσωπεύει η υπουργική απόφαση – μιας χώρας περίκλειστης, εχθρικής και φοβισμένης – βρίσκεται στους αντίποδες της ιδέας μιας Ελλάδας γεμάτης αυτοπεποίθησης με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, το οποίο (αν δεν έχω καταλάβει λάθος) θέλει να εκφράζει συλλογικά η κυβέρνηση, και το οποίο έχουν αποδείξει ότι υπηρετούν άλλα κυβερνητικά στελέχη.

Δεν μιλώ ως πονόψυχος «δικαιωματιστής», ούτε ως κατά συρροήν μετανάστης - παρότι θα μπορούσε ευλόγως κανείς να μου καταλογίσει και το ένα και το άλλο. Μιλώ ως οικονομολόγος, που γνωρίζει τα βασικά: ότι οι χώρες που ενσωματώνουν τους ξένους ανανεώνονται και προκόβουν – ενώ οι χώρες που τους απορρίπτουν μένουν στάσιμες και παρακμάζουν.

28 Απριλίου 2021

Για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τετάρτη 28 Απριλίου 2021).

Δεν θα σχολιάσω τον υστερικό τρόπο με τον οποίο συζητώνται τα σοβαρά ζητήματα στη χώρα μας («Σαρωτικές αλλαγές στα εργασιακά» / «Σεισμός στην εργατική νομοθεσία»). Υποθέτω ότι κάποτε θα γραφτεί η ιστορία του πώς χαμηλού επιπέδου δημοσιογράφοι και διευθυντές ειδήσεων στο κυνήγι του εντυπωσιασμού συνέβαλαν καθοριστικά στο να γίνει η ελληνική κρίση πιο οδυνηρή και πιο παρατεταμένη από ό,τι ήταν από μόνη της.

Ξεκινώ από την παραδοχή ότι ο στόχος μιας καλής ρύθμισης της αγοράς εργασίας είναι να εξασφαλίζει ευελιξία στις επιχειρήσεις και ασφάλεια στους εργαζόμενους. Και τα δύο χρειάζονται: Χωρίς ευελιξία οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της αγοράς, με δυσμενείς συνέπειες για την κερδοφορία τους και για την δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης. Χωρίς ασφάλεια οι εργαζόμενοι δεν γίνονται μόνο πιο αγχωμένοι (για να μην πω πιο δυστυχισμένοι), αλλά σε τελευταία ανάλυση λιγότερο παραγωγικοί.

Τη δεκαετία του '90 που άρχισα να ασχολούμαι με το θέμα, το βασικό πρόβλημα της ρύθμισης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα ήταν το χάσμα μεταξύ Δημοσίου-τραπεζών-ΔΕΚΟ από τη μια, και υπόλοιπου ιδιωτικού τομέα από την άλλη. Οι μεν είχαν τόση ασφάλεια που και να μην δούλευαν καθόλου δεν τους έδιωχνε κανείς. Το επίπεδο ασφάλειας των δε κυμαινόταν από χαμηλό (στις πιο νομοταγείς επιχειρήσεις) έως μηδενικό (στις υπόλοιπες). Ήταν μια αρρωστημένη κατάσταση. Οι (δειλές) προσπάθειες της κυβέρνησης Σημίτη να βάλει μια τάξη έπεσαν στο κενό. Ήταν μεγάλες οι ευθύνες πολλών βουλευτών και αρκετών υπουργών του ΠΑΣΟΚ, που τότε έτρεμαν το πολιτικό κόστος αλλά σήμερα δεν τους θυμάται κανείς (ή αν τους θυμάται δεν είναι με νοσταλγία). Για τις ευθύνες των μέσων ενημέρωσης μίλησα παραπάνω. Για τις ευθύνες των συνδικαλιστών (πλήρως ταυτισμένων με τις προνομιούχες συντεχνίες, πλήρως αδιάφορων για τους κανονικούς εργαζόμενους, παρά τις ρητορείες), όπως και για τις ευθύνες της ΝΔ και των ΣΥΝ-ΚΚΕ, καλύτερα να μην μιλήσω.

Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, οι μισθοί όλων έχουν πέσει, αλλά το χάσμα μεταξύ των «από μέσα» και των «απέξω» είναι το ίδιο μεγάλο (αν και τώρα περνάει μέσα από τις τράπεζες και τις ΔΕΚΟ, όπου συνυπάρχουν παλιοί με γενναιόδωρες παροχές και νέοι με συνθήκες παρόμοιες με αυτές στις άλλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα - και μαντέψτε ποιοι από τους δύο «βγάζουν τη δουλειά».)

Επί πλέον, φαίνεται να έχει διευρυνθεί αυτό που έχει ονομαστεί «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής»: η θλιβερή προσπάθεια πολλών επιχειρηματιών να πλουτίσουν ή απλώς να επιβιώσουν δια της παραβίασης της εργασιακής, φορολογικής, περιβαλλοντικής, πολεοδομικής κ.ά. νομοθεσίας. Προ κρίσης, όταν η ανεργία ήταν χαμηλή και τα συνδικάτα πιο ισχυρά, ο εργοδότης της Κούνεβα έστειλε μπράβους να της επιτεθούν με βιτριόλι (αυτό τουλάχιστον έκρινε το πρωτοβάθμιο δκαστήριο, για να ανατραπεί στη συνέχεια η απόφαση στο Εφετείο). Τώρα που η ανεργία είναι στα ύψη, και τα συνδικάτα πιο ανίσχυρα, η παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων είναι καθημερινό φαινόμενο που δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν.

Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ απολύτως λογική τη ρύθμιση που επιχειρείται με την κατανομή των υπερωριών (10 ώρες επί 4 ημέρες = 8 ώρες επί 5 ημέρες, εάν το ζητήσει ο εργαζόμενος ή εάν συμφωνηθεί από το συνδικάτο). Το ερώτημα είναι πώς θα εξασφαλιστεί η τήρηση του νόμου. Σήμερα σε πολλές επιχειρήσεις οι υπερωρίες δεν καταγράφονται και δεν αμείβονται. Με υψηλή ανεργία και αδύναμα (ή αδιάφορα) συνδικάτα, η θέση των εργαζομένων παραμένει μειονεκτική. Θα ήθελα να ελπίζω ότι η ψηφιακή κάρτα εργασίας θα βοηθήσει. Ας κρατήσουμε την ειλικρίνεια της κυβέρνησης και την διάθεσή της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Αντίθετα, θεωρώ άστοχη τη λύση που επελέγη για τη ρύθμιση των εργασιακού καθεστώτος των εργαζομένων στις πλατφόρμες (Wolt και λοιπών). Το νομοσχέδιο αναγνωρίζει δύο τρόπους συνεργασίας των «παρόχων υπηρεσιών» με τις πλατφόρμες: συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών/ έργου, και δίνει το δικαίωμα στους διανομείς που απασχολούνται με τον δεύτερο τρόπο να συστήνουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, να διαπραγματεύονται, να καταρτίζουν συλλογικές συμβάσεις, καθώς και να απεργούν.

Η ένστασή μου είναι ότι αυτό δεν θα εμποδίσει τη Wolt και τις άλλες επιχειρήσεις διανομής να υποκρίνονται - νομότυπα πλέον - ότι τα παιδιά με τις στολές δεν είναι υπάλληλοί τους αλλά «συνεργάτες», και έτσι να μην καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές, να μην τους αναγνωρίζουν άδειες, να μην τους καλύπτουν σε περίπτωση ατυχήματος, να μην τους πληρώνουν τη βενζίνη κτλ. κτλ.

Στη Βρετανία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού τα δικαστήρια έχουν υποχρεώσει τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην οικονομία της πλατφόρμας, από την Uber έως την Deliveroo, να προσλάβουν με σχέση εξαρτημένης εργασίας τους εργαζόμενους που απασχολούν. Οι πιο διορατικές από τις εταιρείες αυτές θεωρούν ότι είναι και πάλι βιώσιμες, και επιχειρούν να προσελκύσουν επενδυτές και καταναλωτές προβάλλοντας το σεβασμό των εργαζομένων τους και των δικαιωμάτων τους. Οι λιγότερο διορατικές - ή λιγότερο ανταγωνιστικές - αποχωρούν.

Η οικονομία της πλατφόρμας είναι συχνά καινοτόμα, καλύπτει υπαρκτές ανάγκες των καταναλωτών, και προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης. Η ρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος που διαφαίνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν προστατεύει τους εργαζόμενους «πνίγοντας» τις επιχειρήσεις: κάνει απαιτητικότερη την καινοτομία, ανεβάζει τον πήχυ της ανταγωνιστικότητας, καταπολεμά τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, κάθε προσπάθεια να περιοριστεί η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας είναι καλοδεχούμενη - τουλάχιστον από εμένα. Καταλαβαίνω ότι αυτό σε κάποιο βαθμό απαιτεί κάποιον πραγματισμό. Όμως ο πραγματισμός δεν μπορεί να εκτείνεται έως την συνθηκολόγηση με τις απαιτήσεις της μιας πλευράς, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής».