24 Νοεμβρίου 2019

Όταν η «ζοφερή επιστήμη» γίνεται ταπεινή

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019).

Μερικά πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο άσχημα. Το 1990, ο αριθμός των ανθρώπων σε όλον τον κόσμο που ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας ήταν 1 δισεκατομμύριο 890 εκατομμύρια. Το 2015, είχε μειωθεί σε 735 εκατομμύρια. Πρόκειται για σπουδαίο επίτευγμα, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι σε αυτά τα 25 χρόνια ο πληθυσμός της γης αυξήθηκε σημαντικά: ως ποσοστό του συνόλου, ο αριθμός των ακραία φτωχών έπεσε από 36% σε 10%.

Σε μεγάλο βαθμό, αυτό οφείλεται στην παγκοσμιοποίηση: εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι στην Κίνα, στην Ινδία και αλλού άφησαν πίσω τους την ακραία φτώχεια. Η ζωή κάποιων από αυτούς έχει ίσως γίνει πιο κουραστική, πιο αγχώδης, πιο μολυσμένη. Αλλά επίσης, λιγότερο δέσμια των δεινών που παγιδεύουν τους φτωχούς ανθρώπους από καταβολής κόσμου: αρρώστεια, άγνοια, πείνα.

Σε κάποιο βαθμό, όμως, η μείωση της ακραίας φτώχειας – ακόμη και σε χώρες που δεν γνώρισαν ραγδαία ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες – οφείλεται στο ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται έχουν γίνει λιγότερο αφελείς, πιο προσγειωμένες, πιο ταπεινές. Γνωρίζουμε καλύτερα ότι κάποια μέτρα αποδίδουν και κάποια όχι. Γνωρίζουμε επίσης ότι κάποια άλλα μέτρα (ίσως περισσότερα) λειτουργούν καλά κάπου αλλά λιγότερο καλά κάπου αλλού. Και αυτό συμβαίνει επειδή οι φτωχοί δεν είναι στερεοτυπικές φιγούρες που αξίζουν τον οίκτο μας ή την συγκατάβασή μας, αλλά άνθρωποι όπως οι υπόλοιποι, που πασχίζουν να συμβιβάσουν σύνθετους στόχους όπως οι υπόλοιποι, σε συνθήκες αφάνταστα δυσκολότερες από τους υπόλοιπους. Εάν η δουλειά μας είναι να τους βοηθήσουμε, θεωρώντας ότι ξέρουμε καλύτερα από τους ίδιους τι χρειάζονται, και πώς να το αποκτήσουν, το πιθανότερο είναι να αποτύχουμε. Για να σχεδιάσουμε αποτελεσματικές πολιτικές κατά της φτώχειας, πρέπει να καταλάβουμε καλύτερα τους περιορισμούς και τις προσδοκίες των άμεσα ενδιαφερομένων.

Λίγοι έχουν συμβάλει σε αυτή την εμπειρική στροφή των οικονομικών της ανάπτυξης όσο οι τρεις νικητές του φετεινού βραβείου Νόμπελ οικονομίας. Η Εστέρ Ντυφλό, γεννημένη στο Παρίσι, είναι η δεύτερη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο (μετά την Έλινορ Όστρομ το 2009), και – στα 46 της – η νεώτερη νικήτρια (ανεξαρτήτως φύλου). Ο Άμπιτζιτ Μπάνερτζη κατάγεται από την Καλκούττα. Η οικογένειά του κατοικούσε στα όρια μιας παραγκούπολης. Παρότι τα παιδιά από εκεί ήταν πιο αδύνατα και πιο ασθενικά από τον ίδιο, στα σπορ ήταν ανίκητα. Ο Μάικλ Κρέμερ σπούδασε στο Χάρβαρντ, αλλά μετά έγινε καθηγητής γυμνασίου στην Κένυα. Κάποια στιγμή ένας κενυάτης φίλος του είπε ότι η οργάνωσή του θα ήθελε να κάνει κάτι για να περιορίσει τη σχολική διαρροή, αλλά δεν ξέρει τι. Οπωσδήποτε, για να πηγαίνουν περισσότερα παιδιά στο σχολείο θα πρέπει το κόστος του να είναι χαμηλό. Ακόμη καλύτερα μηδενικό: δωρεάν. Και γιατί όχι αρνητικό: όχι ακριβώς να πληρώνονται οι μαθητές για να πηγαίνουν στα μαθήματα, αλλά να τους δίνεται κάποιο έξτρα κίνητρο. Αλλά τι; Μήπως να μοιράσουν δωρεάν στολές; Ή να προσφέρουν καθημερινά γεύματα; Ή μήπως εμβολιασμούς και θεραπείες;

Ο νεαρός Μάικλ Κρέμερ δεν είχε ιδέα τι από όλα αυτά θα απέδιδε καλύτερα. Είχε όμως μια άλλη ιδέα: γιατί να μην δοκιμάσουν και τα τρία; Δωρεάν στολές σε κάποια σχολεία, καθημερινά γεύματα σε κάποια άλλα, ιατρικές υπηρεσίες σε κάποια τρίτα. Ακόμη καλύτερα εάν κατανείμουν τυχαία τα σχολεία της περιοχής σε κάθε μια από τις τρεις ομάδες, και εάν αφήσουν μια τέταρτη ως «ομάδα ελέγχου». Όπως δηλαδή γίνεται στην βιοϊατρική έρευνα. (Όχι ανέκαθεν, αλλά σταδιακά από την δεκαετία του ’60, χάρη σε ένα κίνημα στο οποίο πρωταγωνίστησε ο θρυλικός Άρτσι Κόχραν, ο Σκωτσέζος γιατρός και επιδημιολόγος, που διέκοψε τις σπουδές του για να πολεμήσει με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον ισπανικό εμφύλιο, και μετά με τον βρετανικό στρατό στην Κρήτη, και τις συνέχισε ως αιχμάλωτος πολέμου στη Θεσσαλονίκη και μετά στη Γερμανία – αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.)

Η έρευνα στα σχολεία της Κένυας δημιούργησε και αυτή κίνημα. Λιγότερο για τα ευρήματά της. (Στα συγκεκριμένα σχολεία, δύο επισκέψεις το χρόνο για την αντιμετώπιση της διάρροιας βελτίωσαν την υγεία των μαθητών και μείωσαν τη σχολική διαρροή, με κόστος 3,50 δολάρια ανά κερδισμένο σχολικό έτος, έναντι 36 δολαρίων ανά επιπλέον έτος για τα δωρεάν γεύματα, και 99 δολαρίων για τις δωρεάν στολές). Περισσότερο για τη μέθοδο.

Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, η Εστέρ Ντυφλό και ο Άμπιτζιτ Μπάνερτζη, στο Εργαστήριο Ανάλυσης της Φτώχειας (J-PAL) που ίδρυσαν στο ΜΙΤ, σε συνεργασία με τον Μάικλ Κρέμερ στο Χάρβαρντ, μαζί με άλλους 180 καθηγητές και περισσότερους ερευνητές σε όλον τον κόσμο, έχουν εκπονήσει 978 «τυχαιοποιημένες μελέτες αξιολόγησης» σε 83 χώρες.

Η μελέτη για την οποία είναι περισσότερο περήφανοι αφορά τρόπους αύξησης των εμβολιασμών στην Ινδία (όπου 25 εκατομμύρια παιδιά κάθε χρόνο δεν εμβολιάζονται). Οι περισσότεροι πίστευαν ότι το πρόβλημα είναι η έλλειψη υποδομής, η (αδικαιολόγητη) απουσία των γιατρών και των νοσοκόμων από τα κέντρα υγείας κτλ. Η Ντυφλό και ο Μπάνερτζη συνεργάστηκαν με την τοπική κυβέρνηση, και μια ΜΚΟ που ανέλαβε την υποδειγματική παροχή εμβολιασμών σε 60 χωριά. Στα μισά από αυτά, η νοσοκόμος της ΜΚΟ εμφανιζόταν την προκαθορισμένη ώρα και μέρα έτοιμη να κάνει το εμβόλιο σε κάθε σπίτι. Στα άλλα 30 χωριά, εκτός από τον κατ’ οίκο εμβολιασμό, προσέφερε επίσης 1 κιλό φακές για κάθε εμβόλιο, και ένα σετ ανοξείδωτων πιάτων με τη συμπλήρωση όλου του κύκλου εμβολίων. Αποτέλεσμα: Στην ομάδα ελέγχου (άλλα 60 χωριά της περιοχής) το ποσοστό εμβολιασμών έμεινε στο 5%. Στα 30 χωριά με τον κατ’ οίκο εμβολιασμό ανέβηκε στο 12%. Στα 30 χωριά με κατ’ οίκο εμβολιασμό συν φακές συν πιάτα, έφτασε το 37%. Οι φακές και τα πιάτα κόστισαν πολύ λιγότερο από τα οφέλη των επιπλέον εμβολιασμών.

Είναι σημαντικό εύρημα αυτό; Ναι, επειδή οδηγεί στο σχεδιασμό πολιτικών που καλυτερεύουν τη ζωή των ανθρώπων, δίνοντας σε περισσότερους τη δυνατότητα να αποδράσουν από τη φτώχεια.

Στη συνέντευξη τύπου του ΜΙΤ τη μέρα της βράβευσης, κάποιος ρώτησε τη Ντυφλό και τον Μπάνερτζη: «Τι διαφορετικό θα κάνετε τώρα που πήρατε το Νόμπελ;» Αυτοί κοιτάχτηκαν και απάντησαν: «Διαφορετικό, τίποτε. Αγαπάμε αυτή τη δουλειά. Ελπίζουμε να συνεχίσουμε να την κάνουμε.»