31 Μαρτίου 2024

Γιατί είναι τόσο χαμηλοί οι μισθοί στην Ελλάδα;



Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 31 Μαρτίου 2024).

Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε 830 ευρώ τον μήνα επισφραγίζει τη ροπή της κυβέρνησης υπέρ προοδευτικών μέτρων στα κοινωνικά θέματα. Σε αυτή συνηγορούν υπολογισμοί τόσο «υψηλής» όσο και «χαμηλής» πολιτικής. Από τη μια, η έγνοια για προστασία των αδύναμων και για υπεράσπιση της κοινωνικής συνοχής. Από την άλλη, η επιλογή της σημερινής ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος να τοποθετηθεί πολιτικά καταλαμβάνοντας τον απέραντο χώρο που εκτείνεται από την Κεντροαριστερά έως τις παρυφές της άκρας Δεξιάς. Δεν έχει νόημα να κάνει κανείς δίκη προθέσεων για να ερμηνεύσει την κοινωνική ευαισθησία της κυβέρνησης. Όλοι παρακινούμαστε από ανάμεικτα κίνητρα στην καθημερινότητά μας. Το σημαντικό είναι ευγενή και λιγότερο ευγενή κίνητρα να ευθυγραμμίζονται. Στην περίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού αυτό συμβαίνει.

Πράγματι, η προχθεσινή απόφαση της κυβέρνησης προστατεύει με το παραπάνω την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων από τον πληθωρισμό: η σωρευτική αύξηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή τα τελευταία πέντε χρόνια (15,9%) υπολείπεται σημαντικά της αύξησης του κατώτατου μισθού (27,7%, από 650 ευρώ τον μήνα το 2019). Βέβαια, η αγοραστική αξία των κατώτατων μισθών απέχει ακόμη από το σημείο όπου βρισκόταν προ κρίσης και μνημονίων, το μακρινό 2009: έκτοτε, το κόστος ζωής έχει αυξηθεί κατά 24,6%, ενώ ο κατώτατος μισθός μόνο κατά το μισό (12,2%, από 740 ευρώ τον μήνα). Η υποχώρηση των μέσων μισθών, σε πραγματικούς όρους, σε σχέση με 15 χρόνια πριν, είναι ακόμη μεγαλύτερη.

Γιατί όμως οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί στη χώρα μας, παρά τις προθέσεις των κυβερνώντων; Κάθε θέση εργασίας δημιουργεί ένα πλεόνασμα αξίας, ίσο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παράγεται, και όλων των άλλων στοιχείων του κόστους παραγωγής εκτός από τους μισθούς και τα κέρδη. Το πώς μοιράζεται αυτό το πλεόνασμα εξαρτάται από τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Τα τελευταία 15 χρόνια ο συσχετισμός αυτός έχει μεταβληθεί εις βάρος των εργαζομένων: σε αυτό συνέβαλαν η υψηλή ανεργία, η εξασθένηση των συνδικάτων και η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Όμως μακροπρόθεσμα το ύψος των μισθών καθορίζεται εξίσου ή και περισσότερο από το μέγεθος του πλεονάσματος, παρά από το πώς αυτό επιμερίζεται μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Σε μια οικονομία χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, σε επιχειρήσεις υπερβολικά μικρές για να καινοτομήσουν και να εξαγάγουν, με διευθυντές χαμηλών ικανοτήτων, που συχνά εξασφαλίζουν την κερδοφορία πληρώνοντας χαμηλούς μισθούς (και παραβιάζοντας τη νομοθεσία, εργατική, φορολογική, πολεοδομική ή περιβαλλοντική), οι μισθοί δεν θα είναι ποτέ ικανοποιητικοί, ή θα είναι μόνο για κάποιες συντεχνίες ή για σύντομα χρονικά διαστήματα, μέχρι να σκάσει η φούσκα.

Παρά τις εξαγγελίες για «αναβάθμιση παραγωγικού μοντέλου» και τα κάποια δειλά βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση, η χώρα παραμένει ακόμη καθηλωμένη σε μια χαμηλή ισορροπία.

Μια τέτοια οικονομία είναι η ελληνική. Παρά τις εξαγγελίες για «αναβάθμιση παραγωγικού μοντέλου» και τα κάποια δειλά βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση, η χώρα παραμένει ακόμη καθηλωμένη σε μια χαμηλή ισορροπία. Για να ξεφύγουμε από αυτήν θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο καλοδεχούμενη και αν είναι. Μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με μάνατζερ και προσωπικό υψηλότερων δεξιοτήτων, που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης ποιότητας, σε υψηλότερες τιμές, που όμως παραμένουν ελκυστικές για τους καταναλωτές, ιδίως στις διεθνείς αγορές.

Το πώς θα φτάσουμε στο σημείο αυτό, από εδώ όπου βρισκόμαστε σήμερα, είναι το κρίσιμο ερώτημα. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να σχεδιάσει τη μετάβαση. Και ευθύνη όλων των υπολοίπων να συνεισφέρουν εποικοδομητικά σε αυτήν, αντί να την εμποδίσουν.


14 Μαρτίου 2024

Who's afraid of the welfare state now?

Preface to our book «Who's Afraid of the Welfare State Now?» (with Anton Hemerijck), published by Oxford University Press (14 March 2024).

Our manuscript was virtually complete when the sky over Europe darkened once again, following Russia’s invasion of Ukraine. The war has already cost thousands of lives, often of civilians.

Its implications for other Europeans have so far been limited to anxiety about the future, fear of energy and food shortages, and rising prices. All member states of the European Union (EU) have reacted swiftly, temporarily compensating households for at least part of the purchasing power being lost to inflation. Often, such measures have been targeted at the most vulnerable. At the same time, western governments have committed themselves to raising military expenditure, while Sweden and Finland have initiated the process of joining the North Atlantic Treaty Organization (NATO).

The short-term effects of all this on the welfare state can hardly be positive. Inevitably, the need to deter aggression and protect our freedoms, and the wish to shelter low-income families from the effects of inflation, will limit the fiscal space available for the ambitious social investment our book advocates. Nevertheless, in the medium and longer term this trade-off no longer applies: far from crowding out scarce resources better deployed to more pressing needs, a well-funded welfare state makes a crucial contribution to the resilience of liberal democracies.

Historical precedent supports this view. One might have thought that the aftermath of the battle of El Alamein (November 1942), when the fate of World War II hung in the balance, was not a good time to discuss building a welfare state. And yet that is exactly what British troops in north Africa did, at many improvised conferences only a few kilometres from the front. The report by William Beveridge (1942), Social Insurance and Allied Services, fresh off the Ministry of Information press, was meticulously introduced by officers and eagerly read by soldiers. Sceptics had to concede that the cultivation of the realistic expectation of a fairer social order boosted the war effort, did not distract from it.

And when the war ended, les trente glorieuses ushered in a long period of inclusive growth, which demonstrated that it is perfectly possible to combine economic prosperity, political freedoms, and social cohesion. Building robust welfare states helped the west fend off the Soviet challenge.

In 1944, with the end in sight, Beveridge was however so alarmed that the British Treasury – obsessed with balancing the budget, no matter what – might undermine the postwar social contract, and with it the welfare-state construction for which his 1942 report had provided a blueprint, that he resolved to speak up. The conclusion to his follow-up report, Full Employment in a Free Society, amounted to an eloquent call to avoid the policy failures of the previous postwar era, which in place of the ‘homes for heroes’ promised in 1918 had delivered the Great Depression of the 1930s.

To the relief of an entire generation, in 1945 policy-makers listened. Contemporary Europeans must have shared that relief when in 2020 EU leaders cast fiscal caution to the wind, in favour of a commitment to fund the ‘recovery and resilience’ of the European economy.

In yet another uncanny resemblance, Beveridge was fairly sanguine that the postwar welfare state, if sufficiently resourced, was perfectly capable of defeating four of ‘the five giants’ he identified: Want, Disease, Squalor, and Idleness. He was more worried about the fifth (Beveridge, 1944: 256):

Ignorance is an evil weed, which dictators may cultivate among their dupes, but which no democracy can afford among its citizens. … Learning should not end with school. Learning and life must be kept together throughout life; democracies will not be well governed till that is done.

In the same spirit, our call for an ambitious programme of social investment in skills does not stem from a utilitarian understanding of the requirements of a knowledge economy. Rather, to defeat the ‘evil weed’ of ignorance, cultivated by Vladimir Putin in Russia and Ukraine (and by his populist admirers within our liberal democracies), and to preserve our values and liberties, will require the constant tending to, and upkeeping of, citizens’ critical capacities.

In his 1599 play As You Like It, William Shakespeare came up with the wonderful line ‘Sweet are the uses of adversity’. Over the last fifteen years or so, European welfare states have had more than their fair share of adversity. As a result, we are all wiser now. We no longer hear the trite claim that the welfare state is a luxury which at times of hardship we cannot afford. The contrary view has gained ground—that the welfare state is part and parcel of what makes Europe such an attractive place to work, live, raise a family, pursue happiness, and enjoy freedom. 

Investing in the welfare state makes our societies less unequal, our economies more dynamic, our citizens happier, our political systems more stable. In short, it makes our democracies stronger.

Florence and Milan, January 2024

10 Μαρτίου 2024

Λήθη και εγρήγορση

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024).

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο τρόποι να σκέφτεται κανείς την εξέλιξη της χώρας τα τελευταία 50 χρόνια.

Ο πρώτος είναι επικριτικός: Κοίτα πόσο καλύτερα από εμάς τα κατάφεραν οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι. Το 1974 ήταν το ίδιο φτωχοί όπως οι Έλληνες, σήμερα το βιοτικό τους επίπεδο είναι σαφώς ανώτερο. Το 2011 υπέστησαν μια εξίσου ταπεινωτική διεθνή οικονομική εποπτεία, όμως την αντιμετώπισαν πιο ήρεμα και πιο ώριμα από εμάς, και έτσι βγήκαν από την κρίση νωρίτερα. Γιατί να μην τους μοιάζουμε λίγο;

Ο δεύτερος τρόπος είναι επιεικής: Πάλι καλά. Δείξε μου μια χώρα που φτώχυνε τόσο πολύ τόσο απότομα χωρίς να μπει σε ακόμη χειρότερες περιπέτειες. Πέσαμε χαμηλά, χάσαμε χρόνο σε αφελείς πειραματισμούς, όμως τελικά τα καταφέραμε. Το 2015 και το 2019 η εξουσία παραδόθηκε (σχεδόν) υποδειγματικά. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία πέρασε το τεστ αντοχής.

Και οι δύο εκδοχές είναι το ίδιο έγκυρες: ισχύουν εναλλάξ και ταυτοχρόνως. Στο συνέδριο της περασμένης εβδομάδας εκπροσωπήθηκαν επαξίως και οι δύο. Για να αναφερθώ σε δύο μόνο στιγμές του: οι διαφάνειες του Στέφανου Μάνου προσγείωσαν τους επιρρεπείς στην αυταρέσκεια, ενώ οι εξομολογητικοί τόνοι του Αλέξη Τσίπρα μας έκαναν να νοιώσουμε ότι ζούμε σε μια κανονική χώρα.

«Λήθη στην πολιτική, εγρήγορση στην οικονομία»: να ένα καλό δίδαγμα.

18 Φεβρουαρίου 2024

Οι οικονομικές επιπτώσεις των ιδιωτικών πανεπιστημίων



Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024).

Η συζήτηση για το εάν θα πρέπει να επιτραπεί η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων ή όχι, στα είκοσι περίπου χρόνια που διεξάγεται, έχει πλέον ωριμάσει – ενίοτε σε βαθμό σήψης. Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό γιατί πρέπει να απαγορεύονται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ενώ επιτρέπονται π.χ. τα ιδιωτικά νοσοκομεία. Ή γιατί η αντιπολίτευση υποστηρίζει τόσο σθεναρά μια ρύθμιση που χρονολογείται από τον καιρό της Χούντας. Ή πώς «υπερασπίζονται» το δημόσιο πανεπιστήμιο οι ομάδες που το καταστρέφουν (συστηματικά, εδώ και πολλά χρόνια). Ή πώς κοιμούνται τη νύχτα όσοι τους παρέχουν πολιτική κάλυψη.

Από εκεί και πέρα, τα περισσότερα επιχειρήματα των υπερμάχων της κυβερνητικής πρωτοβουλίας δεν μου φαίνεται να αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Ας δούμε εν συντομία τρία από αυτά.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα σταματήσουν την «αιμορραγία» των Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό. Ας ελπίσουμε πως όχι. Η διαμονή για μερικά χρόνια σε μια ευνομούμενη ξένη χώρα, και η ένταξη σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα με δικαιώματα και υποχρεώσεις, είναι ένα από τα τελευταία αντίδοτα κατά του επαρχιωτισμού και του αντιδυτικισμού που διαθέτει η χώρα. Όσοι επιστρέφουν στην Ελλάδα με πτυχίο από ένα καλό ξένο πανεπιστήμιο είναι εφοδιασμένοι όχι μόνο με περισσότερες γνώσεις, αλλά με πλουσιότερες εμπειρίες, γνωριμίες, φιλίες με διαφορετικούς ανθρώπους, διευρυμένους ορίζοντες, ανοιχτές αντιλήψεις. Στο ελληνικό παράρτημα του ίδιου πανεπιστημίου θα μπορούν να αποκτήσουν το πολύ μόνο τις γνώσεις.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα μας εξοικονομήσουν συνάλλαγμα. Κάποτε οι φιλελεύθεροι ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, τώρα φαίνεται ότι είναι υπέρ της υποκατάστασης εισαγωγών, όπως οι ηγέτες των χωρών της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του ‘60. Ας δεχθούμε όμως ότι η Ελλάδα διαθέτει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: έμψυχο δυναμικό υψηλού επιπέδου (αυτό ισχύει), ικανότητα οργάνωσης και διοίκησης των σπουδών (που αν ισχύει το κρύβουμε πολύ καλά), φοιτητική μέριμνα (no comment), καλές βιβλιοθήκες (βλ. προηγούμενο σχόλιο), και όλα τα υπόλοιπα. Γιατί να μην δοκιμάσουμε αυτό το – πραγματικό ή υποτιθέμενο – συγκριτικό πλεονέκτημα όχι για να εμποδίσουμε τους Έλληνες να σπουδάζουν στο εξωτερικό, αλλά για να προσελκύσουμε ξένους φοιτητές να σπουδάζουν στη χώρα μας; Και γιατί να μην ενθαρρύνουμε και τα δημόσια πανεπιστήμια να κάνουν το ίδιο, προσφέροντας (και διαφημίζοντας επιθετικά) υψηλού επιπέδου αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών στην Ελλάδα;

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση των δημόσιων ΑΕΙ. Παρότι το επιχείρημα αυτό έχει συνδεθεί στη μνήμη μου με τον Σταύρο Τσακυράκη, έναν άνθρωπο που μπροστά του αισθανόμουν μόνο δέος, και για τον οποίο σήμερα αισθάνομαι νοσταλγία, δεν μπορώ να μην αναλογίζομαι τον αντίλογο. Τα ιδιωτικά νοσοκομεία δεν συνέβαλαν στην αναβάθμιση του ΕΣΥ, αντίθετα διευκόλυναν τη φυγή των μεσοστρωμάτων από αυτά, στερώντας τα από οικονομικούς και πολιτικούς πόρους. («Αποχώρηση» αντί για «διαφωνία», ή καλύτερα «διαμαρτυρία», σύμφωνα με το σχήμα του Άλμπερτ Χίρσμαν.) Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι όπως ακριβώς έχουν αφεθεί στην τύχη τους τα δημόσια νοσοκομεία, παρόμοια μοίρα περιμένει και τα δημόσια πανεπιστήμια.

Και όμως, μια πολιτική τάξη (στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση) που έχει χωνέψει το κεντρικό δίδαγμα της τελευταίας 15ετίας, ότι δηλ. μόνο μια δυναμική εξαγωγική οικονομία υψηλών δεξιοτήτων μπορεί να εγγυηθεί ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό στο οποίο έχουμε «κολλήσει», αντί να φιλονικεί για το εάν θα πρέπει να επιτρέπονται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα αντιδικούσε για πιο ενδιαφέροντα ζητήματα.

  • Πώς θα προστατεύσουμε τους φοιτητές από σπουδές χαμηλής ποιότητας, σε δημόσια ή σε ιδιωτικά πανεπιστήμια που εκμεταλλεύονται την υπερβολική πίεση των οικογενειών για πτυχίο;
  • Πώς θα αποκαταστήσουμε το κύρος της δημόσιας εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες; Με ποια δοσολογία αξιολόγησης / αυτονομίας / λογοδοσίας (και βελτιωμένης χρηματοδότησης);
  • Πώς θα απαλλάξουμε τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα από την ασφυκτική γραφειοκρατία; Πώς θα ενισχύσουμε τη συνεργασία τους με τις επιχειρήσεις;
  • Πώς θα δημιουργήσουμε τις συνθήκες για άμιλλα, συνεργασία, και υγιή ανταγωνισμό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;
  • Πώς θα εξασφαλίσουμε ότι κανένα έξυπνο και εργατικό αγόρι και κορίτσι δεν θα μένει έξω από το καλύτερο πανεπιστήμιο μόνο και μόνο επειδή η οικογένειά του δεν έχει χρήματα για δίδακτρα (ή για ενοίκιο, για βιβλία κτλ.);

Μια τέτοια δημιουργική αντιπαράθεση έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία. Όποιος έχει ιδέες και προτάσεις, ας συμβάλλει σε αυτήν.

1 Φεβρουαρίου 2024

Τι εννοούμε όταν μιλάμε για ισότητα ευκαιριών;

 

Παρουσίαση του βιβλίου της Elena Granaglia (2022) «Uguaglianza di opportunità: Sì, ma quale?». Bari: Editori Laterza. Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο 11ο συνέδριο της Ιταλικής Εταιρείας Κοινωνικής Πολιτικής (ESPAnet Italia) στο Μιλάνο (15 Σεπτεμβρίου 2023). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Φεβρουάριος 2024).

Το βιβλίο της Elena Granaglia «Ισότητα ευκαιριών: ναι, αλλά ποια;» είναι μικρό (μόλις 176 σελίδες) αλλά θίγει ένα μεγάλο θέμα: τις διαφορετικές εκδοχές της ισότητας ευκαιριών, και τις διαφορετικές πολιτικές συνεπαγωγές της κάθε εκδοχής. Η συγγραφέας, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, δεν κάνει επίδειξη ευρυμάθειας, παρότι η εξοικείωσή της με μια απέραντη βιβλιογραφία, οικονομική και φιλοσοφική, είναι εντυπωσιακή. Γράφει με διαύγεια, επιλέγοντας με ακρίβεια τις διατυπώσεις που χρησιμοποιεί, χωρίς εκπτώσεις επιστημονικότητας, με γλώσσα προσιτή από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, πολιτών που ενδιαφέρονται χωρίς να είναι ειδικοί.

Το βιβλίο δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο: μετά τη νίκη του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2022, ο δεξιός κυβερνητικός συνασπισμός της Georgia Meloni μετονόμασε το «Υπουργείο Παιδείας, Πανεπιστημίων, και Έρευνας» σε «Υπουργείο Παιδείας και Αξιοκρατίας». Η οποία αξιοκρατία, όπως αναγνωρίζει η συγγραφέας, είναι καλό πράγμα, που όμως πολλές φορές οδηγεί σε άστοχες διαπιστώσεις (και δημόσιες πολιτικές), όπως άλλωστε έχει υπογραμμίσει ο Michael Sandel στο δικό του ωραίο βιβλίο «Η τυραννία της αξίας» [1]. Εάν πιστεύει κανείς ότι η κοινωνία στην οποία ζει είναι αξιοκρατική, πιο εύκολα κάνει το επόμενο βήμα, που είναι να δικαιολογεί όλες τις ανισότητες, ακόμη και τις πιο αδικαιολόγητες.

Η Ιταλία δεν διατρέχει τέτοιο κίνδυνο: λίγοι Ιταλοί θεωρούν τη χώρα τους αξιοκρατική. Μια πρόσφατη, συναρπαστική έρευνα των Guglielmo Barone και Sauro Mocetti [2] έδειξε ότι οι πλούσιες οικογένειες της Φλωρεντίας σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις του 2011 συχνά είχαν τα ίδια επώνυμα με τις πλούσιες οικογένειες της πόλης σύμφωνα με τις συμβολαιογραφικές πράξεις του 1427! Όπως γράφουν οι συγγραφείς: «Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι υφίσταται ένα αόρατο κατώφλι που προστατεύει τους γόνους των υψηλών τάξεων, εμποδίζοντάς τους να πέσουν προς τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα.»

Με άλλα λόγια: όσοι γεννιούνται πλούσιοι παραμένουν πλούσιοι ακόμη και όταν είναι τεμπέληδες ή ηλίθιοι. Και φυσικά ισχύει και το αντίθετο: όσοι γεννιούνται φτωχοί παραμένουν φτωχοί ακόμη και όταν είναι ξύπνιοι και εργατικοί. Άδικο, και αντιοικονομικό: η επιτυχία ενός πλουσιόπαιδου με μόνο προσόν τις επαφές του μπαμπά, και η αποτυχία ενός κοριτσιού ταπεινής καταγωγής παρά τις προσπάθειες και τις ικανότητές της, δεν προσβάλλουν μόνο το αίσθημα της δικαιοσύνης, αλλά αντιπροσωπεύουν επίσης μια τρομακτική αστοχία κατανομής πόρων.

Οι πολιτικές χρήσεις (και καταχρήσεις) της έννοιας της ισότητας ευκαιριών είναι γνωστές. Αυτήν επικαλούνται όσοι, στις ΗΠΑ και αλλού, επιχειρούν να δικαιολογήσουν την απουσία ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας ευρωπαϊκού τύπου. Στην οπτική τους, μια ανοιχτή κοινωνία δεν αναγνωρίζει ούτε την έπαρση των ανώτερων τάξεων ούτε την δουλοπρέπεια των κατώτερων τάξεων, στοιχεία που δήθεν χαρακτηρίζουν την Γηραιά Ήπειρο. Συνεπώς, η προαγωγή της κοινωνικής κινητικότητας, μέσω της ισότητας ευκαιριών, ανεξαρτήτως οικογενειακής καταγωγής, εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να επιδίδονται στην «επιδίωξη της ευτυχίας» που διατρανώνει η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αντίθετα (σύμφωνα πάντοτε με το φιλελεύθερο αφήγημα), η Ευρώπη με το υπερτροφικό της κράτος πρόνοιας προτιμά να κυνηγά τον στόχο της ισότητας των τελικών εκβάσεων – στόχο πρακτικά ανέφικτο, τυφλό ως προς την διαφορετικότητα των ατόμων, και βλαβερό για την ελευθερία.

Το θέμα είναι ότι αυτή η υποθετική αντιπαράθεση κοινωνικής κινητικότητας (μέσω της ισότητας ευκαιριών) και κοινωνικής συνοχής (μέσω της ισότητας των τελικών εκβάσεων) διαψεύδεται από τα εμπειρικά δεδομένα [3]. Πλήθος ερευνών τα τελευταία χρόνια έχουν αποδείξει ότι η διαγενεακή κινητικότητα είναι υψηλότερη εκεί όπου η εισοδηματική ανισότητα είναι χαμηλότερη, και αντιστρόφως. Σύμφωνα με τον τίτλο ενός διάσημου έργου του Raj Chetty [4], καθηγητή στο Harvard, το «αμερικανικό όνειρο» είναι ζωντανότερο στον Καναδά παρά στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη [5], πολλές χώρες πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις και στα δύο μέτωπα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και χαμηλή εισοδηματική ανισότητα και υψηλή κοινωνική κινητικότητα.

Η πολιτική σημασία αυτών των ερευνητικών αποτελεσμάτων μου φαίνεται προφανής. Όποιος νοιάζεται για την ισότητα ευκαιριών δεν μπορεί να αδιαφορεί για την ισότητα κάποιων τουλάχιστον τελικών εκβάσεων. Η διάκριση μεταξύ του «πριν» (εξασφάλιση της ίδιας γραμμής αφετηρίας για όλους) και του «μετά» (απόκλιση των ατομικών επιλογών που μπορεί να οδηγήσει σε θεμιτές ανισότητες) είναι πολύ λιγότερο ξεκάθαρη από ό,τι θεωρούν πολλοί. Αυτό είναι το κομβικό σημείο της ανάλυσης της Elena Granaglia.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το βιβλίο εξετάζει κριτικά τρεις εκδοχές ισότητας ευκαιριών: (α) συμμετοχή επί ίσοις όροις στην αγορά, (β) αντιστάθµιση των ανισοτήτων που οφείλονται στις αντικειμενικές συνθήκες (και όχι στις υποκειμενικές επιλογές των ατόμων), (γ) εξασφάλιση της ισότητας των δυνατοτήτων των ατόμων. Καθώς μεταπηδάμε από τη μια εκδοχή στην επόμενη, μεταθέτουμε το όριο μεταξύ του «πριν» και του «μετά», διευρύνοντας τον χώρο του πρώτου και συρρικνώνοντας εκείνον του δεύτερου.

Προσωπικά δεν θα περιφρονούσα ούτε την πιο μινιμαλιστική από τις τρεις εκδοχές (την πρώτη). Η επί ίσοις όροις συμμετοχή στην αγορά εργασίας απαιτεί δωρεάν βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλους, εισοδηματικές ενισχύσεις όλων των φτωχών οικογενειών με παιδιά, κατάρτιση και διά βίου μάθηση για όλους τους ενήλικες – κ.ο.κ. Πιστεύω όμως ότι η συγγραφέας έχει δίκιο όταν υπογραμμίζει ότι η προσπάθεια εξασφάλισης της ίδιας γραμμής αφετηρίας για όλους, μέσω των δημόσιων πολιτικών και μόνο, είναι πιθανό να ηττηθεί επειδή βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο πανίσχυρους μηχανισμούς παραγωγής ανισοτήτων: την αγορά και την οικογένεια.

Τι μπορεί να γίνει; Όσον αφορά την οικογένεια, το συμπέρασμα για την ακολουθητέα πολιτική βγαίνει αβίαστα: χρειαζόμαστε έναν συνετό φόρο κληρονομιάς που να «ισιώνει» (ελάχιστα) την γραμμή αφετηρίας, και ενδεχομένως να αποφέρει έσοδα για τη χρηματοδότηση μιας «προίκας» για τους νέους, όπως ήταν το Child Trust Fund (2005-2010) στη Βρετανία [6]. Παραδόξως, σε χώρες όπως η Ιταλία (και η Ελλάδα), η ιδέα της θεσμοθέτησης ή της αύξησης του φόρου κληρονομιάς θεωρείται εκλογική αυτοκτονία ακόμη και από την Αριστερά (παρότι υποστηρίζεται από ανατρεπτικές οργανώσεις όπως ο ΟΟΣΑ ή το ΔΝΤ [7]), ενώ η ιδέα της «προίκας» για τους νέους βρίσκεται ακόμη στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας (παρότι εντελώς συνεπής με την έννοια της ισότητας ευκαιριών).

Ποια είναι η άποψη της Elena Granaglia για το θέμα αυτό; Γνωρίζοντας ότι στο παρελθόν η συγγραφέας είχε επεξεργαστεί μαζί με άλλους μια πρόταση για τη «θεσμοθέτηση μιας καθολικής μεταβίβασης κεφαλαίου χρηματοδοτούμενης από έναν αναθεωρημένο φόρο κληρονομιάς και δωρεών» [8], περίμενα μια πιο αποφασιστική θέση. Αντίθετα το βιβλίο σημειώνει απλώς τη συμβολή της «προίκας» για τους νέους στην εξασθένηση του ρόλου της οικογένειας ως (ανα)παραγωγού διαγενεακών ανισοτήτων (σελ. 43-44), για να προχωρήσει αμέσως μετά στην εξής διαπίστωση: «Η επιρροή της οικογένειας στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων των παιδιών δεν μπορεί να ακυρωθεί χωρίς πρώτα να καταργηθεί η ίδια η οικογένεια.» (σελ. 55) Σύμφωνοι, να μην καταργηθεί η οικογένεια – αλλά ανάμεσα σε έναν συνετό φόρο κληρονομιάς και στην ακύρωση της οικογένειας η απόσταση είναι τεράστια [9].

Η δεύτερη εκδοχή της ισότητας ευκαιριών στοχεύει στην αντιστάθµιση των ανισοτήτων που οφείλονται στις αντικειμενικές συνθήκες. Η εκδοχή αυτή μου φαίνεται πολύ προβληματική – και όχι μόνο για τους λόγους που παραθέτει η συγγραφέας. Εδώ κατά τη γνώμη μου ο κίνδυνος είναι ο εκφυλισμός της κεντρικής παραδοχής της: της ισοδυναμίας μεταξύ από τη μια του μετριασμού ή της εξουδετέρωσης του ρόλου της λοταρίας της ζωής, και από την άλλη της αποζημίωσης όσων έτυχαν τους χειρότερους λαχνούς.

Ως γνωστόν, μερικά αμερικανικά πανεπιστήμια εφαρμόζουν εδώ και καιρό κάτι που μοιάζει με τον «εξαιρετικά καινοτόμο αλγόριθμο» που πρότεινε ο John Roemer [10], και επιδοκιμάζει η Elena Granaglia στο βιβλίο της: όταν αξιολογούν τις αιτήσεις εγγραφής των επίδοξων φοιτητών τους, «μοριοδοτούν» αγόρια και κορίτσια της μαύρης κοινότητας ως αποζημίωση για τη βλάβη που η κοινότητα αυτή έχει υποστεί στο παρελθόν, και σε αναγνώριση των εμποδίων που πολλά νέα μέλη της ακόμη αντιμετωπίζουν καθώς μεγαλώνουν σε περιβάλλον κοινωνικής μειονεξίας.

Αυτό το είδος «θετικών διακρίσεων» μπορεί να έχει κάποιο ρόλο, αλλά κατά τη γνώμη μου ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένος. Πράγματι, τα αγόρια και τα κορίτσια της μαύρης κοινότητας – ή τα κορίτσια που εξετάζουν το ενδεχόμενο να επιλέξουν σπουδές θετικής κατεύθυνσης (STEM) στο πανεπιστήμιο – έχουν ανάγκη από πρότυπα που να τους εμπνέουν, και τέτοια είναι τα αγόρια και τα κορίτσια που τα κατάφεραν χάρη στις θετικές διακρίσεις. Αυτό ισχύει, και είναι σημαντικό. Όμως, μακροπρόθεσμα, οι θετικές διακρίσεις σε βάρος υποψηφίων με υψηλότερες επιδόσεις, που αποκλείονται επειδή τυγχάνουν μέλη της «κυρίαρχης» κοινότητας (π.χ. είναι μαύροι, ή αγόρια) μπορούν να προκαλέσουν μνησικακίες (και πολιτικές αντιδράσεις) που δεν μπορούν αναγκαστικά να αποδοθούν στο ρατσισμό ή στις προκαταλήψεις.

Επί πλέον, η ιδέα της «αποζημίωσης» μου φαίνεται υπερβολικά εύκολη. Το έργο της συστηματικής βελτίωσης της ποιότητας των δημόσιων σχολείων και των συνθηκών διαβίωσης π.χ. στις μαύρες φτωχογειτονιές του Σικάγου (όπου το προσδόκιμο επιβίωσης είναι 30 χρόνια λιγότερο από ό,τι στις «καλές» γειτονιές λίγα χιλιόμετρα μακριά [11]) είναι σκληρό και κοπιώδες. Αντί για αυτό, τα μέλη των διαφόρων «College Admissions Committee» στα δημόσια (και στα ιδιωτικά) πανεπιστήμια του Ιλλινόις και των άλλων Πολιτειών καθησυχάζουν τη συνείδησή τους προσφέροντας μερικές υποτροφίες κάθε χρόνο στους λιγότερο κακούς μαθητές από εκείνες τις φτωχογειτονιές (ακόμη καλύτερα αν πρόκειται για κορίτσια).

Η ψήφος της Elena Granaglia πηγαίνει στην τρίτη εκδοχή της ισότητας ευκαιριών: εξασφάλιση σε όλα τα άτομα ίσες δυνατότητες, σύμφωνα με τις επεξεργασίες του Amartya Sen [12] και της Martha Nussbaum [13]. Είναι η πιο απαιτητική εκδοχή από τις τρεις: το πρόγραμμα δημόσιας πολιτικής που απορρέει από αυτήν, με πλήρη σεβασμό της ελευθερίας επιλογής των ατόμων, είναι εξαιρετικά φιλόδοξο: ρύθμιση αγορών, φορολογία, προδιανομή [14], τολμηρές κοινωνικές (και πολεοδομικές) πολιτικές, και πολλά άλλα.

Όπως παραδέχεται η συγγραφέας, είναι θεμιτό να διαφωνεί κανείς με τόση φιλοδοξία. Αυτό που όμως είναι αθέμιτο είναι να ξιφουλκεί εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων χρησιμοποιώντας μια προσχηματική επίκληση της ισότητας ευκαιριών (του τύπου «η φοίτηση στο λύκειο δωρεάν δεν είναι;») για να απαλλάξει τον εαυτό του από την υποχρέωση να ασχοληθεί στα σοβαρά με τη μνημειώδη σπατάλη ταλέντου που αντιπροσωπεύει η έλλειψη προοπτικών για τα αγόρια και τα κορίτσια που δεν φρόντισαν να γεννηθούν στις σωστές γειτονιές και στις σωστές οικογένειες.

Η γαλήνια και μεθοδική ανασκευή αυτής της επιφανειακής (και επιλήψιμης) χρήσης της ισότητας ευκαιριών είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά του μικρού βιβλίου της Elena Granaglia.

[1] Michael J. Sandel «The tyranny of merit. What’s become of the common good?» (Macmillan 2020), ελληνική μετάφραση «Η τυραννία της αξίας: Τι έχει απογίνει το κοινό καλό” (Πόλις 2022).

[2] Guglielmo Barone, Sauro Mocetti «Intergenerational mobility in the very long run: Florence 1427–2011» στο Review of Economic Studies, vol. 88, n. 4, pp. 1863-1891 (2021).

[3] Miles Corak «Income inequality, equality of opportunity, and intergenerational mobility», Journal of Economic Perspectives, vol. 27, n. 3, pp. 79-102 (2013).

[4] Raj Chetty, Nathaniel Hendren, David Grusky, Maximilian Hell, Robert Manduca, Jimmy Narang «The fading American dream: trends in absolute income mobility since 1940», Science, vol. 356, n. 6336, pp. 398-406 (2017).

[5] Anders Björklund, Markus Jäntti “Intergenerational income mobility in Sweden compared to the United States”, American Economic Review, vol. 87, n. 5, pp. 1009-1018” (1997). Επίσης: Markus Jäntti, Bernt Bratsberg, Knut Røed, Oddbjørn Raaum, Robin Naylor, Eva Österbacka, Anders Björklund, Tor Eriksson «American exceptionalism in a new light: a comparison of intergenerational earnings mobility in the Nordic countries, the United Kingdom and the United States», IZA Discussion Paper n. 1938 (2006).

[6] Το Child Trust Fund θεσμοθετήθηκε από την κυβέρνηση Εργατικών (2005) και λειτουργούσε ως εξής. Το κράτος άνοιγε έναν προθεσμιακό λογαριασμό στο όνομα κάθε νεογέννητου, πιστώνοντάς τον με 250 στερλίνες (ή 500 στερλίνες εάν επρόκειτο για παιδιά από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος). Γονείς και άλλοι συγγενείς μπορούσαν να προσθέτουν στο λογαριασμό, αλλά όχι να αφαιρούν. Μόνο ο ίδιος ο δικαιούχος, με την ενηλίκωσή του, μπορούσε να αξιοποιήσει το κεφάλαιο που θα είχε συσσωρευθεί. Το πρόγραμμα είχε απρόσμενη επιτυχία: για πρώτη φορά παιδιά από φτωχότερες οικογένειες «εθίζονταν» στην αποταμίευση και συσσώρευαν μια μικρή περιουσία. Παρόλα αυτά, το Child Trust Fund καταργήθηκε (στο όνομα της λιτότητας) από την επόμενη κυβέρνηση Συντηρητικών-Φιλελεύθερων (2010). Βλ. Julian Le Grand «We must not sacrifice the child trust fund», The Guardian (27 Απριλίου 2010).

[7] Μια πρόσφατη δημοσίευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που γράφτηκε «για να βοηθήσει τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις του Covid-19», σχολιάζει ευμενώς τον φόρο κληρονομιάς, και καλεί τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τα έσοδά του από το σημερινό 0,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στο επίπεδο της Γαλλίας και του Βελγίου (0,7% του ΑΕΠ). Βλ. Ruud de Mooij, Ricardo Fenochietto, Shafik Hebous, Sébastien Leduc, and Carolina Osorio-Buitron «Tax policy for inclusive growth after the pandemic», Special series on Covid-19, IMF Fiscal Affairs Department (Δεκέμβριος 2020). Το σχετικό απόσπασμα βρίσκεται στην σελίδα 10.

[8] «Eredità universale: Al traguardo dei 18 anni un’eredità universale, tassando i vantaggi di pochi» (www.forumdisuguaglianzediversita.org/eredita-universale/).

[9] Για μια ανάλυση ενός πραγματικού εγχειρήματος κατάργησης της οικογένειας στα κιμπούτς του Ισραήλ, βλ. Bruno Bettelheim «The children of the dream: communal child-rearing and American education» (Simon and Schuster 1969). Οφείλω αυτή την επισήμανση στον Michele Salvati.

[10] John Roemer «Equality of opportunity» (Harvard University Press 1998).

[11] Στο Englewood το προσδόκιμο επιβίωσης είναι 60 έτη, ενώ στο Golden Coast ξεπερνά τα 90 έτη. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο αυτές γειτονιές του Σικάγου είναι 9 μίλια (14 χιλιόμετρα). Στην πρώτη κατοικούν μαύροι, στη δεύτερη λευκοί. Βλ. Ben Spoer «Powerful open data tool illustrates life expectancy gaps are larger in more racially segregated cities» (Ιούλιος 2019) (https://buildhealthyplaces.org/sharing-knowledge/blogs/expert-insights/powerful-open-data-tool-illustrates-life-expectancy-gaps-are-larger-in-more-racially-segregated-cities/).

[12] Ανάμεσα στα έργα του Amartya Sen πάνω σε αυτό το θέμα βλ. «Commodities and capabilities» (Elsevier Science 1985), και «Inequality re-examined» (Harvard University Press 1992).

[13] Βλ. Martha Nussbaum «Women and human development: the capabilities approach» (Cambridge University Press 2000).

[14] Η προδιανομή αναφέρεται σε εργαλεία πολιτικής που εξισώνουν το εισόδημα προ φόρων και παροχών: δωρεάν βρεφονηπιακοί σταθμοί, δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια υψηλής ποιότητας – αλλά και κατώτατοι μισθοί, και συλλογικές διαπραγματεύσεις. Βλ. Maurizio Franzini, Elena Granaglia, Michele Raitano «La predistribuzione e le sue ragioni» Menabò di Etica e economia (Ιούνιος 2016) (https://eticaeconomia.it/la-predistribuzione-e-le-sue-ragioni/).