11 Μαρτίου 2018

Ο απόηχος των ιταλικών εκλογών

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 11 Μαρτίου 2018).

Οι εκλογές της περασμένης Κυριακής προκάλεσαν τεκτονικά ρήγματα στο πολιτικό σύστημα της Ιταλίας. Πρώτη δύναμη με διαφορά (και 32,7% των ψήφων) αναδείχθηκε το Κίνημα Πέντε Αστέρων: ένα κόμμα κατά των κομμάτων, «πέρα από την Αριστερά και τη Δεξιά», χωρίς πολλές ιδέες που να βγάζουν νόημα, που κατηγορεί συλλήβδην όλο το υπόλοιπο κομματικό σύστημα ως διεφθαρμένο, ενώ μέχρι πρόσφατα υποσχόταν δημοψήφισμα εξόδου από το ευρώ. Από την άλλη, ο κεντροδεξιός συνασπισμός, με 37% των ψήφων, πλησίασε το όριο του 40% που θα του επέτρεπε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Εάν τα κατάφερνε, ως επικεφαλής της ισχυρότερης συνιστώσας στο εσωτερικό του, της Λέγκας (17,4%), που επικράτησε της Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (14%), πρωθυπουργός θα γινόταν ο Ματτέο Σαλβίνι, σύμμαχος της Μαρίν Λεπέν και του Βίκτωρ Όρμπαν. Τέλος, το Δημοκρατικό Κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Ματτέο Ρέντσι ηττήθηκε κατά κράτος (18,7%), το ίδιο και ο κεντροαριστερός συνασπισμός του οποίου ηγήθηκε (22,8%). Μετά από αυτό το αποτέλεσμα, κανείς δεν ξέρει πώς θα κυβερνηθεί η χώρα – αν και το πιθανότερο σενάριο είναι μια κυβέρνηση όλων των κομμάτων ώστε να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές με νέο σύστημα. Μόνο που το πρόβλημα της Ιταλίας είναι σοβαρότερο: ο κατακερματισμός είναι πραγματικός και βαθύς, οι κυριότερες πολιτικές δυνάμεις έχουν ελάχιστα κοινά σημεία, οι προτάσεις τους είναι ασύμβατες μεταξύ τους.

Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Νομίζω ότι οι επικρατέστερες ερμηνείες για την άνοδο του λαϊκισμού – οικονομική ανασφάλεια, πολιτισμική ανασφάλεια λόγω μετανάστευσης, και γενικευμένη αμφισβήτηση του πολιτικού κατεστημένου – έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση της Ιταλίας. Το 1998 το βιοτικό επίπεδο της χώρας ήταν στο 105,2% του μέσου όρου της Ευρώπης των 15 κρατών μελών (προ της διεύρυνσης του 2004). Είκοσι χρόνια αργότερα έχει πέσει στο 88,7%. Τα χρόνια της κρίσης η σχετική υστέρηση έγινε απόλυτη, καθώς το εθνικό εισόδημα παραμένει χαμηλότερο από το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν το 2008. Όσο για τη μετανάστευση, σχεδόν έξη εκατομμύρια νόμιμοι κάτοικοι (8% του πληθυσμού) είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΗΕ (για το 2013, δηλ. πριν από την προσφυγική κρίση). Λιγότεροι πάντως από ό,τι στη Γερμανία (12 εκατομμύρια, 15% του πληθυσμού), στη Γαλλία ή στην Ισπανία. Άγνωστος αριθμός βρίσκονταν στη χώρα χωρίς χαρτιά. Οι μισοί νόμιμοι (και όλοι οι παράνομοι) μετανάστες προέρχονταν από χώρες εκτός Ευρώπης.

Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να σταματήσει την οικονομική στασιμότητα και να διαχειριστεί με επιτυχία το μεταναστευτικό κύμα δεν είναι ιταλικό φαινόμενο: σχετίζεται με την απώλεια ελέγχου των εθνικών κυβερνήσεων απέναντι σε φαινόμενα που τις ξεπερνούν (παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, για να μην αναφερθούμε στην περιβαλλοντική κρίση). Εκδηλώνεται όμως σε μεγαλύτερη ένταση στην Ιταλία, λόγω της αδυναμίας των πολιτικών ελίτ της χώρας να αποβάλουν την αυτοαναφορικότητα, να επιβάλουν έναν υψηλότερο τόνο στη δημόσια ζωή, να εκπροσωπήσουν υγιέστερες δυνάμεις στην οικονομία και στην κοινωνία, να πάρουν αποστάσεις από επιμέρους συμφέροντα, να επιβληθούν στο οργανωμένο έγκλημα.

Σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζεται με νέα ένταση η ιστορική διαίρεση της χώρας ανάμεσα στον προηγμένο Βορρά και στον πιο καθυστερημένο Νότο. Στη Νότια Ιταλία, όπου τα εισοδήματα είναι χαμηλότερα, η ανεργία υψηλότερη, και η ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών χειρότερη, θριάμβευσε το Κίνημα Πέντε Αστέρων. Στη Βόρεια Ιταλία, όπου ζουν οι περισσότεροι ξένοι, αφού εκεί υπάρχουν περισσότερες δουλειές, επικράτησε ο κεντροδεξιός συνασπισμός και το κόμμα της Λέγκας. Μια άλλη διαίρεση είναι μεταξύ πόλεων και υπαίθρου: στα μεγάλα αστικά κέντρα τα πήγαν καλύτερα τα καθιερωμένα κόμματα, ενώ στην επαρχία τα αντισυστημικά. Είναι χαρακτηριστική η σύγκριση δύο πόλεων. Στο Μιλάνο, μια από τις δυναμικότερες πόλεις στον κόσμο, ατμομηχανή της ιταλικής οικονομίας, το Δημοκρατικό Κόμμα ήρθε καθαρά πρώτο, με ποσοστό μιάμιση φορά υψηλότερο από ό,τι στο σύνολο της χώρας (27%), ενώ το Κίνημα Πέντε Αστέρων έμεινε στο μισό σχεδόν του εθνικού του ποσοστού (17%). Σε επίπεδο συνασπισμών, η νίκη της κεντροδεξιάς επί της κεντροαριστεράς ήταν οριακή (37,5% έναντι 36,6%). Αντίθετα, στη Νάπολη, συνώνυμο της οικονομικής καθυστέρησης και της κυριαρχίας της Καμόρρα, όπου για τους περισσότερους νέους δεν υπάρχει καν ορατή προοπτική κανονικής δουλειάς, το Κίνημα Πέντε Αστέρων ξεπέρασε το 52% των ψήφων.

Το περιγράφει καλά σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ρεπούμπλικα» ο Ρομπέρτο Σαβιάνο, ναπολιτάνος, συγγραφέας του βιβλίου «Γόμορρα»: «Στην Ιταλία στις 4 Μαρτίου κέρδισε η δυσφορία, δεν κέρδισε η ελπίδα και δεν κέρδισε η επιθυμία για ένα καλύτερο μέλλον. Στις 4 Μαρτίου κέρδισε η ιδέα ενός κράτους κλειστού, ενός έθνους με αδιαπέραστα σύνορα, αδιαπέραστα για τους ανθρώπους, όχι για τα κεφάλαια του εγκλήματος (για αυτά τα σύνορα είναι πάντοτε ανοιχτά). Στις 4 Μαρτίου κέρδισε ο ευρωσκεπτικισμός, στον απόηχο του Brexit και του Τραμπ, και ηττήθηκε η ιδέα μιας Ευρώπης ενωμένης και υπερήφανης για τα δικαιώματά της, που την είχαν κάνει τον καλύτερο τόπο για να ζει κανείς. Στις 4 Μαρτίου κέρδισε μια παράξενη μορφή μηδενισμού, που διακηρύσσει την ελευθερία του από κάθε λογική, την ελευθερία να είναι κανείς κακός. Αλλά ποια ήταν η εναλλακτική; Αυτή τη φορά δεν υπήρχε. Η Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων κέρδισαν επειδή από την άλλη πλευρά δεν υπήρχε τίποτε. Δεν υπήρχε πια τίποτε.»

6 Μαρτίου 2018

Η Ιταλία σε περιπέτειες

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τρίτη 6 Μαρτίου 2018).

Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών της περασμένης Κυριακής έδειξε ότι οι πανηγυρισμοί για την ήττα του λαϊκισμού μετά τις ολλανδικές και ιδίως τις γαλλικές προεδρικές εκλογές ήταν τουλάχιστον πρόωροι. Δεν είναι μόνο η περηφανής πρωτιά του «Κινήματος Πέντε Αστέρων», ενός αλλοπρόσαλλου σχηματισμού που τον χαρακτηρίζει ένα ιδιότυπο μείγμα ιδεολογικής αφέλειας, πολιτικής αλαζονείας και διαχειριστικής ανικανότητας. Αλλά και η επικράτηση της «Λέγκας» του Ματτέο Σαλβίνι σε βάρος της «Φόρτσα Ιτάλια» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στο εσωτερικό του νικηφόρου κεντροδεξιού συνασπισμού.

Νομίζω ότι δεν έχει προσεχθεί αρκετά το γεγονός ότι η «Λέγκα» δεν είναι πια το τοπικιστικό κίνημα των μικροεπιχειρηματιών στις πόλεις και στις κωμοπόλεις της Λομβαρδίας και του Βένετο. Υπό νέα πλέον διεύθυνση έχει επεκταθεί σε ολόκληρη τη χώρα, κηρύσσοντας την αντίθεση στο ευρώ και τη δυσανεξία προς τους μετανάστες. (Οι ψηφοφόροι φαίνεται να επικροτούν: Στη Ματσεράτα, στη Ν. Ιταλία, όπου ένας υποψήφιος της «Λέγκας» σε προηγούμενες εκλογές πυροβόλησε από το αυτοκίνητό του μαύρους εργάτες γης, και όταν τον κύκλωσε η αστυνομία παραδόθηκε τυλιγμένος με την ιταλική τρικολόρε, η Λέγκα πήρε 21%, έναντι 0,6% το 2013.) Στο δε εξωτερικό ο Σαλβίνι συντονίζεται με το «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν και βγάζει σέλφι με τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν, θεωρητικό (και πρακτικό) της «ανελεύθερης δημοκρατίας». Ο οποίος Όρμπαν, το 2015, σαμποτάροντας το σχέδιο της Άνγκελα Μέρκελ για πιο ισόρροπη κατανομή των προσφύγων στα κράτη μέλη της ΕΕ, φόρτωσε με δυσανάλογα βάρη την Ιταλία – αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα, μπροστά στα ιδεώδη που ενώνουν τους δύο άνδρες. 

Το Δημοκρατικό Κόμμα, με ποσοστό 18,7%, υπέστη βαριά ήττα. Πλήρωσε τις υπερφίαλες υποσχέσεις του Ματτέο Ρέντσι, ο οποίος θα ξεφορτωνόταν την παλιά φρουρά του κόμματός του και μετά θα ξεμπλόκαρε μόνος του την Ιταλία. Το πρώτο το κατάφερε – και το πλήρωσε με τη διάσπαση και τη χωριστή κάθοδο στις εκλογές ενός κόμματος στα αριστερά του (το οποίο απέτυχε και αυτό, με 3,4% των ψήφων). Το δεύτερο, όχι: παρά κάποιες αξιόλογες μεταρρυθμίσεις, η Ιταλια παραμένει μια μπλοκαρισμένη χώρα, σε οικονομική στασιμότητα από τη δεκαετία του ’90, συνεπώς σε σχετική υποχώρηση έναντι των άλλων χωρών και ιδίως εκείνων του ευρωπαϊκού βορρά, που αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα.

Και τώρα; Τόσο ο Λουίτζι Ντι Μάιο, ως υποψήφιος του πρώτου κόμματος, του «Κινήματος Πέντε Αστέρων», όσο και ο Σαλβίνι, ως ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος του πρώτου σε ψήφους συνασπισμού, διεκδικούν την πρωθυπουργία. Θα είναι δύσκολο να το πετύχουν. Προς το παρόν, φαίνεται πιθανότερη άλλη μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας με εντολή την αλλαγή του εκλογικού νόμου, ώστε να μπορεί ο νικητής των εκλογών να αποκτά πλειοψηφία εδρών στη Βουλή και στη Γερουσία με ποσοστό χαμηλότερο από το 40% του τωρινού νόμου.

Οι πατέρες της Ιταλικής Δημοκρατίας, οι οποίοι είχαν γράψει το Σύνταγμα του 1946 με κύρια έγνοια να εμποδίσουν έναν άλλο Μουσολίνι να κατακτήσει εύκολα την εξουσία αξιοποιώντας τις δυνατότητες που παρέχει το δημοκρατικό παιγνίδι, θα στριφογυρίζουν στους τάφους τους.