1 Φεβρουαρίου 2011

Γιατί δεν λύνεται το ασφαλιστικό;

Παρουσίαση του βιβλίου «Ασφαλιστικό: Μια μέθοδος ανάγνωσης» του Πλάτωνα Τήνιου (Αθήνα 13 Δεκεμβρίου 2010). Μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του κειμένου, με τον τίτλο «Η άλλη χρεοκοπία του ασφαλιστικού», δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Φεβρουάριος 2011)

Νομίζω ότι τα βασικά ζητήματα έχουν ήδη τεθεί από τους προηγούμενους ομιλητές (τον Νίκο Χριστοδουλάκη και τον Γιάννη Στουρνάρα), καθώς και στο μήνυμα του Γιάννη Σπράου που διαβάστηκε στην αρχή. Πράγματι, ο επείγων χαρακτήρας του ασφαλιστικού (επείγων εδώ και 20+ χρόνια ...) οφείλεται στο ότι πρόκειται για ένα σύστημα χρεωκοπημένο. Ο Πλάτων Τήνιος μας θυμίζει στο βιβλίο του την απίστευτη ρήση του τότε προέδρου της ΓΣΕΕ ότι (σε ελεύθερη απόδοση) «μην ακούτε ότι το ασφαλιστικό θα χρεωκοπήσει: για να συμβεί αυτό θα πρέπει πρώτα να χρεωκοπήσει το κράτος». Θα μου άρεσε να διαβάσω μια συνέντευξη όπου ο δημοσιογράφος να ζητά από τον κ. Πολυζωγόπουλο να σχολιάσει αυτό που είχε προφητικά δηλώσει το 2001. Έλεγα ότι το ασφαλιστικό συνιστά πρόβλημα κυρίως επειδή το σύστημα είναι χρεωκοπημένο – με την έννοια ότι έχει ελλείμματα, αφανές χρέος και όλα αυτά τα πολύ γνωστά. Σκέφτομαι όμως ότι η μεταρρύθμιση των συντάξεων ίσως να είχε γίνει νωρίτερα εάν οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές είχαν κατανοήσει (και είχαν ύστερα βοηθήσει ή αναγκάσει και την κοινή γνώμη να αντιληφθεί) το πόσο ηθικά χρεωκοπημένο είναι το ασφαλιστικό μας. Πόσο αναπαράγει τις ανισότητες, και συχνά τις διευρύνει, αντί να τις καταπολεμά. Πόσο διαφορετικά δικαιώματα απονέμει, ανάλογα με το αν κάποιος ανήκει σε μια από τις ευνοημένες κατηγορίες ή όχι. Είναι αυτή η ηθική χρεωκοπία που με έκανε πάντοτε να σκέφτομαι ότι, ακόμη και αν (very big if) το ασφαλιστικό ήταν οικονομικά βιώσιμο, μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση – ιδίως μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση της κεντροαριστεράς – θα έπρεπε και πάλι να επείγεται να το μεταρρυθμίσει. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι λυπηρό ότι αυτή η όψη του ζητήματος σπανίως αναδεικνύεται στη δημόσια συζήτηση. Θα τραβούσε το χαλί κάτω από τα πόδια όσων κρύβουν την ιδιοτέλειά τους (δηλ. την υπεράσπιση των κεκτημένων τους) αντιπαραθέτοντας τη σοσιαλιστική ευαισθησία τους στην κοινωνική αναλγησία των λογιστών που μιλάνε για ελλείμματα. Και θα υποχρέωνε και τους υπόλοιπους μεγάλους ευνοημένους να εξηγήσουν στην κοινή γνώμη με ποια ακριβώς λογική θα πρέπει ο μέσος φορολογούμενος να επιδοτεί με κοινωνικούς πόρους και άλλα τεχνάσματα τις πανάκριβες συντάξεις τους. Είναι λυπηρό, όχι όμως τυχαίο. Παρότι το ασφαλιστικό εμφανίζεται ως τεχνικό πρόβλημα, στην πραγματικότητα είναι κυρίως πρόβλημα πολιτικής οικονομίας. Το βιβλίο το λέει αυτό. Η επίλυση του ασφαλιστικού θα παρήγαγε τεράστια οφέλη. Αυτοί όμως που θα τα καρπώνονταν είτε δεν ψηφίζουν ακόμη (τα παιδιά μας, οι επερχόμενες γενεές), είτε δεν έχουν αρκετή πολιτική ισχύ (οι χαμηλόμισθοι, οι νόμιμοι μετανάστες, οι νέοι, οι «απλές» γυναίκες εκτός Δημοσίου-Τραπεζών). Αντίθετα, όσοι με την επίλυση του ασφαλιστικού θα έχαναν τα προνόμιά τους (οι θορυβώδεις συντεχνίες, και τα λιγότερο θορυβώδη αλλά με άριστες διασυνδέσεις λόμπυ) έχουν μεγάλη επιρροή στην πολιτική, στον Τύπο, στην κοινή γνώμη. Όλοι αυτοί δεν φαίνεται να συμμερίζονται την διατύπωση του Γιάννη Σπράου στον πρόλογο, ότι δηλ. «Δικαιούχοι μεγάλων προνομίων θα πρέπει να θεωρούν εαυτούς τυχερούς ότι μπόρεσαν να τα απολαύσουν για μεγάλα διαστήματα.» Όπως δείχνει η εμπειρία των τελευταίων μηνών, κανείς δεν παραιτείται εθελοντικά από τα προνόμιά του, όσο μεγάλα και αν είναι αυτά (ή μάλλον ακριβώς επειδή είναι μεγάλα). Ο τετραγωνισμός ενός τέτοιου κύκλου δεν είναι εύκολος, αλλά ούτε και αδύνατος. Θα πρέπει μια κρίσιμη μάζα ευνοημένων να αποδεχθούν την ανάγκη μεταρρύθμισης και να αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους για να συνηγορήσουν υπέρ της (στο όνομα π.χ. της σωτηρίας της χώρας, ή της σωτηρίας της ψυχής τους, ή του μέλλοντος των παιδιών τους, ή της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης – ό,τι τέλος πάντων συγκινεί τον καθένα). Αυτό μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί. Ο «συνασπισμός συνηγορίας» στην Ιταλία των αρχών της δεκαετίας του ’90 έπαιξε καθοριστικό ρόλο, αλλά στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών όχι. Ίσως επειδή εδώ οι δημοσιογράφοι προτιμούν ένα υστερικό πρωτοσέλιδο από το να ασχοληθούν λίγο βαθύτερα με το θέμα. Ίσως επειδή οι πολιτικοί ενδιαφέρονται περισσότερο για τα υστερικά πρωτοσέλιδα από το τι θα γράφουν για αυτούς τα μελλοντικά βιβλία ιστορίας. Ίσως επειδή ο κοινωνικός εγωισμός των συντεχνιών και των λόμπυ έχει λιγότερες αναστολές από ό,τι αλλού, ή λιγότερα αντίβαρα. Ίσως ακόμη επειδή η κοινή γνώμη κατά βάθος υποστηρίζει τη «ζούγκλα των συντάξεων» και πασχίζει απλώς να επωφεληθεί ατομικά από αυτήν. Ίσως τέλος ο «συνασπισμός συνηγορίας» να είναι τόσο ασθενικός επειδή λίγοι επιστήμονες ασχολούνται με το ασφαλιστικό, και ακόμη λιγότεροι ενδιαφέρονται να συμβάλλουν με τη δουλειά τους στην κατανόηση των τεχνικών όψεών του εκ μέρους του μη ειδικού πολίτη. Ο Πλάτων Τήνιος αποτελεί εξαίρεση (ιδίως στην πιο πρόσφατη εκδοχή του πανεπιστημιακού). Όμως ο κανόνας είναι άλλος. Για όλους αυτούς τους λόγους δεν λύνεται το ασφαλιστικό. Βασικά, επειδή δεν θέλουμε να λυθεί. Δηλαδή δεν το θέλουμε αρκετοί, ή δεν το θέλουμε αρκετά. Θα μου πείτε: «Καλά, και οι νόμοι του καλοκαιριού;» Η τελευταία μεταρρύθμιση συνιστά ένα αποφασιστικότατο βήμα προς τα εμπρός, αλλά το βήμα αυτό κινδυνεύει να μείνει μετέωρο. Όπως έχω προσπαθήσει να εξηγήσω αλλού, για τη διατύπωση των διατάξεων του ασφαλιστικού νόμου η κυβέρνηση έδωσε πολλές μάχες εναντίον της τρόικας. Ούτε μια από αυτές δεν δόθηκε για τη θεσμοθέτηση ενός δικαιότερου συστήματος συντάξεων, ούτε για την προστασία των λιγότερο ευνοημένων ή των χαμηλοσυνταξιούχων, σημερινών ή μελλοντικών. Όλες οι μάχες που έδωσαν οι επιτελείς του Υπουργείου χωρίς καμμία εξαίρεση αποσκοπούσαν στη διάσωση όσο το δυνατόν περισσοτέρων προνομίων (από εκείνα τα κατά Γιάννη Σπράο «μεγάλα προνόμια, που οι ενδιαφερόμενοι απήλαυσαν για μεγάλα διαστήματα»). Ευτυχώς για όλους τους υπόλοιπους, σε πολλές από αυτές τις μάχες επικράτησε η τρόικα. Δυστυχώς, δεν επικράτησε σε όλες. Και σε τελευταία ανάλυση, κάποτε η τρόικα θα φύγει από την Ελλάδα. Θα πρέπει λοιπόν να μάθουμε να λύνουμε μόνοι μας τα προβλήματά μας. Εν τω μεταξύ, είναι τόσο πολλές οι παθογένειες του παλιού συστήματος που κληροδοτήθηκαν στο καινούριο, είναι τόσο πολλά αυτά που πρέπει να αλλάξουν για να αποκτήσει η χώρα μας ένα σύγχρονο, βιώσιμο και δίκαιο σύστημα συντάξεων, που το ζήτημα θα είναι για πολύ καιρό μαζί μας. Ας μην πλανώνται λοιπόν οι πολιτικοί μας: το ασφαλιστικό δεν λύθηκε – όχι ακόμη. Και ας μην ανησυχεί η αγαπητή εκδότριά μας: το βιβλίο θα είναι επίκαιρο για πολλά χρόνια ακόμη. Υποψιάζομαι, πάντως, ότι αυτό δεν χαροποιεί ιδιαίτερα τον ίδιο τον συγγραφέα. Όπως άλλωστε υπαινίσσεται σε ένα απόσπασμα του βιβλίου, η συνεχιζόμενη εκκρεμμότητα περί το ασφαλιστικό, εκτός των άλλων δεινών που επισσωρεύει στη χώρα, δεσμεύει επίσης διανοητικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να ασχοληθούν παραγωγικότερα με τη μελέτη άλλων προβλημάτων. Σε αυτό δεν έχω να αντιτάξω τίποτε, εκτός του ότι συμμερίζομαι απολύτως την ανυπομονησία του.