1 Φεβρουαρίου 2013

Η διαχείριση της παρακμής


Παρουσίαση του βιβλίου του Ηλία Κατσούλη «Η επιστροφή της πολιτικής: χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και ‘νέα’ παγκοσμιοποίηση». Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2012 (σελ. 353). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Φεβρουάριος 2013).



Το βιβλίο του Ηλία Κατσούλη είναι από αυτά που δεν γράφονται πια. Για πολλούς λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με τα «επαγγελματικά» κίνητρα που αντιμετωπίζει ένας πανεπιστημιακός – στην Ελλάδα και, ακόμη περισσότερο, σε μερικές άλλες χώρες. Εξαιτίας διεθνών τάσεων που δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε, όσοι από εμάς αγαπούν την έρευνα βασικά ωθούμαστε να δημοσιεύουμε όσο το δυνατόν περισσότερα κείμενα μικρού μεγέθους, συχνά μισοέτοιμα, σε επιστημονικά περιοδικά που απευθύνονται σε λίγους ειδικούς (και διαβάζονται από ακόμη λιγότερους). Φυσικά, δεν απαγορεύεται να γράφει κανείς μεγαλύτερα κείμενα, όπου – σαν ένα συμφωνικό έργο του 19ου αιώνα – μια αναγνωρίσιμη αφηγηματική γραμμή (στην περίπτωση αυτή: ένα σύνθετο επιχείρημα) ξεδιπλώνεται σε μερικές εκατοντάδες σελίδες. Δεν απαγορεύεται, αλλά – σε όλο και περισσότερα πανεπιστημιακά τμήματα, συχνά μάλιστα στα πιο δραστήρια – δεν ενθαρρύνεται πια. Εξακολουθεί να επιτρέπεται να αφιερώνει κανείς το σχετικό χρόνο (και μόχθο), αρκεί ο χρόνος αυτός να είναι «ελεύθερος», δηλ. επί πλέον της βασικής δραστηριότητας – που παραμένει η ίδια: να γράφει κανείς κείμενα μικρού μεγέθους, συχνά μισοέτοιμα, σε επιστημονικά περιοδικά που απευθύνονται σε λίγους κ.ο.κ. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις (μερικές αρκετά πειστικές) για το πώς φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση. Αλλά το βιβλίο του Κατσούλη είναι ένα καλό παράδειγμα του «κόστους ευκαιρίας» - δηλ. του τι χάνουμε εξαιτίας της.

Βέβαια, μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι ο συγκεκριμένος συγγραφέας δεν χρειάζεται να ανησυχεί για όλα αυτά τα κάπως άχαρα πράγματα: είχε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 φτάσει στην κορυφαία βαθμίδα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας, ενώ από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας είναι ομότιμος καθηγητής. Πράγματι. Όμως το βιβλίο του Κατσούλη είναι και πάλι ασυνήθιστο για έναν πρόσθετο λόγο. Μου είναι κάπως δύσκολο να εξηγήσω το γιατί χωρίς να καταφύγω σε κλισέ τύπου «επιστέγασμα σοφίας», τα οποία όμως αυτή τη φορά αποδεικνύονται αληθινά. Ενώ, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες, «φοράει ανάλαφρα τις γνώσεις του» (π.χ. δεν χρησιμοποιεί πουθενά περιπλοκότερους όρους και διατυπώσεις από ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο κτλ.) το βιβλίο είναι ένα opus magnum. Είναι δηλ. το προϊόν μιας βαθιάς βουτιάς, διάρκειας πολλών δεκαετιών, στις απέραντες – και συχνά ταραγμένες – θάλασσες της διεθνούς βιβλιογραφίας για μια ολόκληρη σειρά από διαφορετικά θέματα. Τα οποία, όμως, συνδέονται μεταξύ τους με μια κόκκινη γραμμή (για την οποία σε λίγο).

Το ότι το βιβλίο καλύπτει πολλά διαφορετικά θέματα γίνεται αμέσως προφανές σε όποιον μπει στον κόπο να το ξεφυλλίσει. Για να επανέλθω στην προηγούμενη παρομοίωση, μοιάζει με μια συμφωνία σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο περιγράφει το πώς, σε συνθήκες νέου τύπου παγκοσμιοποίησης (που ο Κατσούλης ονομάζει «Financialization II») ο σημερινός πολίτης έχει τριπλασιαστεί (ή έχει τριχοτομηθεί;): είναι εργαζόμενος-παραγωγός, καταναλωτής (και χρήστης δημόσιων υπηρεσιών), αλλά και επενδυτής-μέτοχος ή κάτοχος κρατικών ομολόγων. Για το λόγο αυτό, ο σημερινός πολίτης είναι, περισσότερο παρά ποτέ, φορέας αντιτιθέμενων (και δύσκολα συμφιλιώσιμων) συμφερόντων.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου επισκέπτεται για μια ακόμη φορά το δίλημμα κράτος-αγορά (ή, όπως γράφει ο συγγραφέας, «οικονομία-πολιτική»), μέσα και από μια κριτική παρουσίαση της συναρπαστικής διαμάχης Hans Werner Sinn – Peter Bofinger σχετικά με το πώς η Γερμανία μπορεί να διατηρήσει το δυναμισμό της οικονομίας της με τις εντυπωσιακές εξαγωγικές επιδόσεις της από τη μια, με τη διατήρηση υψηλών μισθών, χαμηλής ανεργίας και εκτεταμένης κοινωνικής προστασίας από την άλλη – αν και πρέπει να σημειωθεί ότι για αυτό το δεύτερο σκέλος νοιάζεται κυρίως ο Bofinger[i].

Βλέπετε, μια από τις «χρήσεις», ένα από τα πλεονεκτήματα, του βιβλίου του Κατσούλη είναι ότι παρουσιάζει με προσιτό στον αναγνώστη τρόπο περίπλοκες επιστημονικές διαμάχες, καθώς και εξίσου περίπλοκα ευρήματα των πιο πρόσφατων επιστημονικών επιτευγμάτων, στον ευρύτερο τομέα της πολιτικής οικονομίας. Αυτό τον οδηγεί σε δύσβατα πεδία ακόμη και για έναν επαγγελματία οικονομολόγο όπως είμαι εγώ – πόσω μάλλον για έναν καθηγητή πολιτικής κοινωνιολογίας όπως είναι εκείνος. Και όμως, το τρίτο μέρος του βιβλίου, με τον κάπως εκφοβιστικό τίτλο «Η νέα θεωρία της ανάπτυξης: από τον εξωγενή στον ενδογενή χαρακτήρα της γνώσης» αποτελεί ένα εντυπωσιακό excursus, το οποίο διατρέχει με άνεση τα γραπτά μιας σειράς «ιερών τεράτων» της ζοφερής μας επιστήμης (του Robert Solow, του Alfred Marshall, του Kenneth Arrow, του Garry Becker, του Robert Lucas, του Paul Romer, του Dani Rodrik και άλλων), προσφέροντας σε όποιον δεν είχε μέχρι τώρα το χρόνο ή την έφεση να εμβαθύνει μια χρήσιμη εισαγωγή. Δεν σας κρύβω ότι έμαθα πολλά διαβάζοντας το.

Η κατάληξη του τρίτου μέρους είναι ότι η γνώση είναι πλέον ένας ενδογενής παραγωγικός συντελεστής αποφασιστικής σημασίας. Μάλιστα, εξαιτίας των εγγενών χαρακτηριστικών της (inappropriability και indivisibility), η έρευνα τοποθετείται κάπου ανάμεσα στα δημόσια και ιδιωτικά αγαθά. Συνεπώς, εάν ο σκοπός της έρευνας είναι όχι απλώς το κέρδος όσων την δημιουργούν ή την ενσωματώνουν στην παραγωγή, αλλά η μετάβαση σε μια παγκόσμια «κοινωνία αφθονίας», τότε η πλήρης αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της θα πρέπει να είναι το αντικείμενο της νέας σύνθεσης (αγοράς-κράτους, οικονομίας-πολιτικής) για την οποία έγινε λόγος νωρίτερα.

Το θέμα αυτό επανέρχεται στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, το οποίο εστιάζει στις μεταμορφώσεις της «νέας παγκοσμιοποίησης». Οι αναδυόμενες χώρες (BRIC[ii] και άλλες) αναπτύσσονται ραγδαία όχι πια και όχι μόνο εξαιτίας του φθηνού εργατικού δυναμικού που διαθέτουν, αλλά όλο και περισσότερο εξαιτίας της υψηλής ειδίκευσης των εργαζομένων και των τεχνολογικών προόδων που σημειώνουν. Όμως, αυτό δεν χρειάζεται να είναι «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος». Οι ανεπτυγμένες χώρες μπορούν και αυτές να ωφεληθούν από τη νέα παγκοσμιοποίηση, αρκεί να προσανατολιστούν «σε πιο σύγχρονες μεθόδους παραγωγής, στην προώθηση της έρευνας, της καινοτομίας, και γενικά των νέων τεχνολογιών».

Με άλλα λόγια, η «παρακμή της Δύσης» δεν χρειάζεται να είναι απόλυτη, καθώς άλλες περιοχές του κόσμου αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Μπορεί η υστέρηση της Ευρώπης να είναι απλώς σχετική, με όρους (χαμηλότερων) ρυθμών ανάπτυξης, δηλ. να μην βιώνεται ακριβώς ως παρακμή.

Το βιβλίο καταλήγει με μια νότα (συγκρατημένης) αισιοδοξίας. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να έχει δαιμονοποιηθεί στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες: π.χ. στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, και ακόμη περισσότερο σε εκείνες τις χώρες που, όπως η Ελλάδα, υποφέρουν από έλλειψη αυτοπεποίθησης και ανασφάλεια. Όμως, αυτό ισχύει πολύ λιγότερο σε χώρες με εξωστρεφή οικονομία (π.χ. στη Γερμανία και στη Βρετανία). Επί πλέον, στις αναδυόμενες χώρες (και σε μερικές αναπτυσσόμενες), η παγκοσμιοποίηση έχει σχεδόν αποκλειστικά θετικές συνδηλώσεις, και η κοινή γνώμη εκεί ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία.

Συνεπώς, μια πιο ισορροπημένη – θα έλεγε κανείς: πιο «φιλοσοφημένη» - στάση θα ήταν ενδεδειγμένη. Οι πολιτικοί και ιδίως οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι διανοούμενοι, στις ανεπτυγμένες χώρες θα έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι το υψηλό βιοτικό επίπεδο δεν μπορεί να είναι μονοπώλιο της Δύσης. Και οι αναδυόμενες χώρες έχουν δικαίωμα σε αυτό. Το ίδιο ισχύει και για το συσχετισμό ισχύος, και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις που αναλογεί στις διάφορες περιοχές του πλανήτη.

Φυσικά, για εμάς εδώ, στη γηραιά Ευρώπη, και ακόμη περισσότερο σε μια Ελλάδα που εξαιτίας της κρίσης βλέπει να κλυδωνίζεται όχι μόνο η οικονομία της αλλά και η κοινωνική συνοχή, οι δημοκρατικές αξίες, η σταθερότητα των θεσμών, το μεγάλο ζητούμενο είναι η «διαχείριση της παρακμής» (ας ελπίσουμε μόνο σχετικής). Πώς δηλ. η Ευρώπη (και οι ΗΠΑ – αλλά αυτή είναι μια άλλη, ακόμη πιο μπερδεμένη ιστορία) θα περάσει σε μια άλλη φάση, χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και μειωμένης γεωπολιτικής ισχύος, αλλά συγκροτημένα: Αφενός, διατηρώντας αυτό στο οποίο έχει όντως συγκριτικό πλεονέκτημα (το κοινωνικό μοντέλο της: αυτόν τον μοναδικό συνδυασμό οικονομικής ανάπτυξης, πολιτικών ελευθεριών και κοινωνικής συνοχής). Και αφετέρου, συμβάλλοντας στη διεθνή ειρήνη και στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών απειλών. Και εάν το δεύτερο θέτει το ζήτημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης, το πρώτο εγείρει το ερώτημα του μέλλοντος της σοσιαλδημοκρατίας.

Αυτή είναι η αγωνία του Κατσούλη, και ταυτόχρονα η κόκκινη γραμμή που διατρέχει όλα αυτά τα διαφορετικά θέματα τα οποία εξετάζει το βιβλίο. Η «διαχείριση της παρακμής» (παρότι ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί τον όρο αυτό) από τις πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν τον κόσμο της εργασίας. Οι δυνάμεις αυτές καλούνται να αποδείξουν ότι εξακολουθούν να είναι ικανές να επαναλάβουν την ιστορική επιτυχία της σοσιαλδημοκρατίας: τη συγκρότηση ενός ευρύτατου συνασπισμού κοινωνικών δυνάμεων (συμψηφίζοντας, αλλά δημιουργικά, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα διαφορετικών κατηγοριών εργαζομένων), με τρόπο που και τον δυναμισμό της οικονομίας να ευνοεί, αλλά και τα εισοδήματα και τις θέσεις εργασίας των πιο αδύναμων να προστατεύει.

Το πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να επιτευχθεί στην πράξη δεν είναι βέβαια το αντικείμενο αυτού του βιβλίου – και θα ήταν άδικο να καταλογίσει κανείς κάτι τέτοιο στον συγγραφέα. Θα ήθελα λοιπόν να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με τρεις σύντομες παρατηρήσεις, όχι ασφαλώς φιλοδοξώντας να απαντήσω σε αυτό το τόσο θεμελιώδες και κρίσιμο ερώτημα, αλλά συνεχίζοντας απλώς τον προβληματισμό του Κατσούλη.

Η πρώτη παρατήρηση σχετίζεται με τις προσδοκίες μας. Αυτές, νομίζω, θα πρέπει να είναι χαμηλές. Όχι από ανάγκη: από επιλογή. Έχω πλήρη συναίσθηση ότι οι μάζες των αγανακτισμένων νεαρών (και λιγότερο νεαρών) που κατακλύζουν τις πλατείες στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και, ιδίως, στην Ελλάδα βρίσκονται σε αναζήτηση ηρωικών λύσεων. Δύσκολα θα τους συνεπάρει το πρόγραμμα μιας οσοδήποτε ανανεωμένης σοσιαλδημοκρατίας. Θα μπορούσαμε να τους απαντήσουμε με τα λόγια του Tony Judt: «Αν κάτι μας έμαθε ο 20ος αιώνας, αυτό είναι ότι θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι όσο πιο τέλεια η απάντηση, τόσο, πιο τρομακτικές οι συνέπειές της». Η γραμμή που χωρίζει την ουτοπία από τη δυστοπία είναι λεπτή και συχνά δυσδιάκριτη. Για να συνεχίσει: «Ατελείς βελτιώσεις πάνω σε μη ικανοποιητικές καταστάσεις: αυτό είναι το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να ευελπιστούμε, και αυτό που μάλλον όλοι θα πρέπει να αναζητήσουμε»[iii].

Η δεύτερη παρατήρηση σχετίζεται με την διαχείριση της σημερινής κρίσης από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Δεν συμμερίζομαι την εύκολη κριτική και ισοπεδωτική απόρριψη κάθε τι ευρωπαϊκού (και δη σοσιαλδημοκρατικού) που στη χώρα μας περνιέται για πολιτικός σχολιασμός. Αλλά είναι δύσκολο να μην παραδεχθεί κανείς ότι η διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης υπήρξε μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή πολιτική τάξη που φιλοδοξεί να διαχειριστεί την παγκοσμιοποίηση – και ότι αυτή την ευκαιρία, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (και όλοι οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένων όλων των πολιτικών οικογενειών στην ελληνική εκδοχή τους) την έχει μέχρι στιγμής σπαταλήσει.

Η τρίτη και τελευταία παρατήρηση σχετίζεται με τις επιπτώσεις της κρίσης στην πολιτική κουλτούρα της δικής μας χώρας. Η κρίση έχει επιφέρει οδυνηρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η ανάκτησή της δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Όπως έγραφε ο Wolfgang Streeck: «Η πολιτική διαχειρισιμότητα του δημοκρατικού καπιταλισμού έχει μειωθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, σε μερικές χώρες περισσότερο από άλλες» [iv]. Όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα φαίνεται να επαληθεύουν τη σκοτεινή αυτή διάγνωση. Πράγματι, η αίσθηση ότι ο έλεγχος των αποφάσεων έχει μετατοπιστεί από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς που βρίσκονται δίπλα μας, στις απρόσωπες «αγορές» που βρίσκονται μακριά μας (και συνεπώς πέρα από κάθε πρακτικό δημοκρατικό έλεγχο) είναι παραλυτική.

Η απώλεια εθνικής κυριαρχίας και δημοκρατικής νομιμότητας είναι αναμφισβήτητη. Ο μόνος τρόπος να την δει κανείς θετικά είναι να ελπίσει ότι τελικά στη συλλογική συνείδηση θα επικρατήσει η διαπίστωση ότι η κύρια αιτία της απώλειας αυτής υπήρξε η συλλογική μας απερισκεψία. Η διάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (και όσα επακολούθησαν) άφησαν στους Γερμανούς μια σχεδόν αταβιστική απέχθεια στον πληθωρισμό. Κατ’ αναλογία, ίσως θα ήταν χρήσιμο η σημερινή κρίση να αφήσει στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων την πεποίθηση ότι η υπερχρέωση και η συσσώρευση ελλειμμάτων στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία εκθέτει μια χώρα σε μεγάλες φουρτούνες. Και ότι για να επανακτήσουμε την εθνική κυριαρχία και τη δημοκρατική νομιμότητα ένας (και μόνο ένας) τρόπος υπάρχει: να μάθουμε να ζούμε χωρίς ελλείμματα. Με λιγότερη κατανάλωση και περισσότερη παραγωγή. Με δραστικές μεταρρυθμίσεις για την εξυγίανση του κράτους και της οικονομίας. Με δίκαιη κατανομή των βαρών της κρίσης - και, στη συνέχεια, των καρπών της ανάκαμψης.

Στην Ελλάδα του 2013, το να μάθουμε να ζούμε χωρίς ελλείμματα δεν φαίνεται αρκετό - και κυρίως δεν φαίνεται ηρωικό. Αλλά, όπως θα έλεγε και κάποιος, αυτό είναι το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να ευελπιστούμε.




[i] Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Δεκέμβριο 2012 το βιβλίο του Peter Bofinger «Επιστροφή στο μάρκο; Η Γερμανία χρειάζεται το ευρώ» κυκλοφόρησε στα ελληνικά (σε μετάφραση Ελίζας Παπαδάκη) από τις εκδόσεις Πόλις.
[ii] Δηλαδή: Βραζιλία-Ρωσία-Ινδία-Κίνα.
[iii] Βλ. Tony Judt «What is living and what is dead in social democracy?» στο περιοδικό The New York Review of Books (τόμος 56, τεύχος 20, 17 Δεκεμβρίου 2009), και στα ελληνικά «Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη σοσιαλδημοκρατία;» στο περιοδικό The Books’ Journal (τεύχος 2, Δεκέμβριος 2010).
[iv] Βλ. Wolfgang Streeck «The crises of democratic capitalism» στο περιοδικό New Left Review (τεύχος 71, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2011).