31 Μαρτίου 2024

Γιατί είναι τόσο χαμηλοί οι μισθοί στην Ελλάδα;



Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 31 Μαρτίου 2024).

Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε 830 ευρώ τον μήνα επισφραγίζει τη ροπή της κυβέρνησης υπέρ προοδευτικών μέτρων στα κοινωνικά θέματα. Σε αυτή συνηγορούν υπολογισμοί τόσο «υψηλής» όσο και «χαμηλής» πολιτικής. Από τη μια, η έγνοια για προστασία των αδύναμων και για υπεράσπιση της κοινωνικής συνοχής. Από την άλλη, η επιλογή της σημερινής ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος να τοποθετηθεί πολιτικά καταλαμβάνοντας τον απέραντο χώρο που εκτείνεται από την Κεντροαριστερά έως τις παρυφές της άκρας Δεξιάς. Δεν έχει νόημα να κάνει κανείς δίκη προθέσεων για να ερμηνεύσει την κοινωνική ευαισθησία της κυβέρνησης. Όλοι παρακινούμαστε από ανάμεικτα κίνητρα στην καθημερινότητά μας. Το σημαντικό είναι ευγενή και λιγότερο ευγενή κίνητρα να ευθυγραμμίζονται. Στην περίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού αυτό συμβαίνει.

Πράγματι, η προχθεσινή απόφαση της κυβέρνησης προστατεύει με το παραπάνω την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων από τον πληθωρισμό: η σωρευτική αύξηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή τα τελευταία πέντε χρόνια (15,9%) υπολείπεται σημαντικά της αύξησης του κατώτατου μισθού (27,7%, από 650 ευρώ τον μήνα το 2019). Βέβαια, η αγοραστική αξία των κατώτατων μισθών απέχει ακόμη από το σημείο όπου βρισκόταν προ κρίσης και μνημονίων, το μακρινό 2009: έκτοτε, το κόστος ζωής έχει αυξηθεί κατά 24,6%, ενώ ο κατώτατος μισθός μόνο κατά το μισό (12,2%, από 740 ευρώ τον μήνα). Η υποχώρηση των μέσων μισθών, σε πραγματικούς όρους, σε σχέση με 15 χρόνια πριν, είναι ακόμη μεγαλύτερη.

Γιατί όμως οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί στη χώρα μας, παρά τις προθέσεις των κυβερνώντων; Κάθε θέση εργασίας δημιουργεί ένα πλεόνασμα αξίας, ίσο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παράγεται, και όλων των άλλων στοιχείων του κόστους παραγωγής εκτός από τους μισθούς και τα κέρδη. Το πώς μοιράζεται αυτό το πλεόνασμα εξαρτάται από τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Τα τελευταία 15 χρόνια ο συσχετισμός αυτός έχει μεταβληθεί εις βάρος των εργαζομένων: σε αυτό συνέβαλαν η υψηλή ανεργία, η εξασθένηση των συνδικάτων και η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Όμως μακροπρόθεσμα το ύψος των μισθών καθορίζεται εξίσου ή και περισσότερο από το μέγεθος του πλεονάσματος, παρά από το πώς αυτό επιμερίζεται μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Σε μια οικονομία χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, σε επιχειρήσεις υπερβολικά μικρές για να καινοτομήσουν και να εξαγάγουν, με διευθυντές χαμηλών ικανοτήτων, που συχνά εξασφαλίζουν την κερδοφορία πληρώνοντας χαμηλούς μισθούς (και παραβιάζοντας τη νομοθεσία, εργατική, φορολογική, πολεοδομική ή περιβαλλοντική), οι μισθοί δεν θα είναι ποτέ ικανοποιητικοί, ή θα είναι μόνο για κάποιες συντεχνίες ή για σύντομα χρονικά διαστήματα, μέχρι να σκάσει η φούσκα.

Παρά τις εξαγγελίες για «αναβάθμιση παραγωγικού μοντέλου» και τα κάποια δειλά βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση, η χώρα παραμένει ακόμη καθηλωμένη σε μια χαμηλή ισορροπία.

Μια τέτοια οικονομία είναι η ελληνική. Παρά τις εξαγγελίες για «αναβάθμιση παραγωγικού μοντέλου» και τα κάποια δειλά βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση, η χώρα παραμένει ακόμη καθηλωμένη σε μια χαμηλή ισορροπία. Για να ξεφύγουμε από αυτήν θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο καλοδεχούμενη και αν είναι. Μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με μάνατζερ και προσωπικό υψηλότερων δεξιοτήτων, που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης ποιότητας, σε υψηλότερες τιμές, που όμως παραμένουν ελκυστικές για τους καταναλωτές, ιδίως στις διεθνείς αγορές.

Το πώς θα φτάσουμε στο σημείο αυτό, από εδώ όπου βρισκόμαστε σήμερα, είναι το κρίσιμο ερώτημα. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να σχεδιάσει τη μετάβαση. Και ευθύνη όλων των υπολοίπων να συνεισφέρουν εποικοδομητικά σε αυτήν, αντί να την εμποδίσουν.


14 Μαρτίου 2024

Who's afraid of the welfare state now?

Preface to our book «Who's Afraid of the Welfare State Now?» (with Anton Hemerijck), published by Oxford University Press (14 March 2024).

Our manuscript was virtually complete when the sky over Europe darkened once again, following Russia’s invasion of Ukraine. The war has already cost thousands of lives, often of civilians.

Its implications for other Europeans have so far been limited to anxiety about the future, fear of energy and food shortages, and rising prices. All member states of the European Union (EU) have reacted swiftly, temporarily compensating households for at least part of the purchasing power being lost to inflation. Often, such measures have been targeted at the most vulnerable. At the same time, western governments have committed themselves to raising military expenditure, while Sweden and Finland have initiated the process of joining the North Atlantic Treaty Organization (NATO).

The short-term effects of all this on the welfare state can hardly be positive. Inevitably, the need to deter aggression and protect our freedoms, and the wish to shelter low-income families from the effects of inflation, will limit the fiscal space available for the ambitious social investment our book advocates. Nevertheless, in the medium and longer term this trade-off no longer applies: far from crowding out scarce resources better deployed to more pressing needs, a well-funded welfare state makes a crucial contribution to the resilience of liberal democracies.

Historical precedent supports this view. One might have thought that the aftermath of the battle of El Alamein (November 1942), when the fate of World War II hung in the balance, was not a good time to discuss building a welfare state. And yet that is exactly what British troops in north Africa did, at many improvised conferences only a few kilometres from the front. The report by William Beveridge (1942), Social Insurance and Allied Services, fresh off the Ministry of Information press, was meticulously introduced by officers and eagerly read by soldiers. Sceptics had to concede that the cultivation of the realistic expectation of a fairer social order boosted the war effort, did not distract from it.

And when the war ended, les trente glorieuses ushered in a long period of inclusive growth, which demonstrated that it is perfectly possible to combine economic prosperity, political freedoms, and social cohesion. Building robust welfare states helped the west fend off the Soviet challenge.

In 1944, with the end in sight, Beveridge was however so alarmed that the British Treasury – obsessed with balancing the budget, no matter what – might undermine the postwar social contract, and with it the welfare-state construction for which his 1942 report had provided a blueprint, that he resolved to speak up. The conclusion to his follow-up report, Full Employment in a Free Society, amounted to an eloquent call to avoid the policy failures of the previous postwar era, which in place of the ‘homes for heroes’ promised in 1918 had delivered the Great Depression of the 1930s.

To the relief of an entire generation, in 1945 policy-makers listened. Contemporary Europeans must have shared that relief when in 2020 EU leaders cast fiscal caution to the wind, in favour of a commitment to fund the ‘recovery and resilience’ of the European economy.

In yet another uncanny resemblance, Beveridge was fairly sanguine that the postwar welfare state, if sufficiently resourced, was perfectly capable of defeating four of ‘the five giants’ he identified: Want, Disease, Squalor, and Idleness. He was more worried about the fifth (Beveridge, 1944: 256):

Ignorance is an evil weed, which dictators may cultivate among their dupes, but which no democracy can afford among its citizens. … Learning should not end with school. Learning and life must be kept together throughout life; democracies will not be well governed till that is done.

In the same spirit, our call for an ambitious programme of social investment in skills does not stem from a utilitarian understanding of the requirements of a knowledge economy. Rather, to defeat the ‘evil weed’ of ignorance, cultivated by Vladimir Putin in Russia and Ukraine (and by his populist admirers within our liberal democracies), and to preserve our values and liberties, will require the constant tending to, and upkeeping of, citizens’ critical capacities.

In his 1599 play As You Like It, William Shakespeare came up with the wonderful line ‘Sweet are the uses of adversity’. Over the last fifteen years or so, European welfare states have had more than their fair share of adversity. As a result, we are all wiser now. We no longer hear the trite claim that the welfare state is a luxury which at times of hardship we cannot afford. The contrary view has gained ground—that the welfare state is part and parcel of what makes Europe such an attractive place to work, live, raise a family, pursue happiness, and enjoy freedom. 

Investing in the welfare state makes our societies less unequal, our economies more dynamic, our citizens happier, our political systems more stable. In short, it makes our democracies stronger.

Florence and Milan, January 2024

10 Μαρτίου 2024

Λήθη και εγρήγορση

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024).

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο τρόποι να σκέφτεται κανείς την εξέλιξη της χώρας τα τελευταία 50 χρόνια.

Ο πρώτος είναι επικριτικός: Κοίτα πόσο καλύτερα από εμάς τα κατάφεραν οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι. Το 1974 ήταν το ίδιο φτωχοί όπως οι Έλληνες, σήμερα το βιοτικό τους επίπεδο είναι σαφώς ανώτερο. Το 2011 υπέστησαν μια εξίσου ταπεινωτική διεθνή οικονομική εποπτεία, όμως την αντιμετώπισαν πιο ήρεμα και πιο ώριμα από εμάς, και έτσι βγήκαν από την κρίση νωρίτερα. Γιατί να μην τους μοιάζουμε λίγο;

Ο δεύτερος τρόπος είναι επιεικής: Πάλι καλά. Δείξε μου μια χώρα που φτώχυνε τόσο πολύ τόσο απότομα χωρίς να μπει σε ακόμη χειρότερες περιπέτειες. Πέσαμε χαμηλά, χάσαμε χρόνο σε αφελείς πειραματισμούς, όμως τελικά τα καταφέραμε. Το 2015 και το 2019 η εξουσία παραδόθηκε (σχεδόν) υποδειγματικά. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία πέρασε το τεστ αντοχής.

Και οι δύο εκδοχές είναι το ίδιο έγκυρες: ισχύουν εναλλάξ και ταυτοχρόνως. Στο συνέδριο της περασμένης εβδομάδας εκπροσωπήθηκαν επαξίως και οι δύο. Για να αναφερθώ σε δύο μόνο στιγμές του: οι διαφάνειες του Στέφανου Μάνου προσγείωσαν τους επιρρεπείς στην αυταρέσκεια, ενώ οι εξομολογητικοί τόνοι του Αλέξη Τσίπρα μας έκαναν να νοιώσουμε ότι ζούμε σε μια κανονική χώρα.

«Λήθη στην πολιτική, εγρήγορση στην οικονομία»: να ένα καλό δίδαγμα.