7 Μαρτίου 2010

Ακριβή ανάπτυξη και δίκαιη λιτότητα

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 7 Μαρτίου 2010)

Η τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία έχει διάφορες όψεις. Η δημόσια συζήτηση συχνά επικεντρώνεται στις πιο ορατές από αυτές, όπως για παράδειγμα στα περίφημα spreads, δηλ. στο υψηλό κόστος δανεισμού. Αυτό είναι λογικό, αφού οι ορατές όψεις της κρίσης τυχαίνει να είναι οι πιο επείγουσες. Από την άλλη, είναι και συγκυριακές, καθώς και άμεσα (όχι εύκολα) αντιμετωπίσιμες. Κάποια στιγμή η κερδοσκοπική πίεση στην οικονομία θα υποχωρήσει. Όμως, δεν θα έχει περάσει η κρίση όταν συμβεί αυτό. Αντίθετα, τότε θα έλθει στην επιφάνεια η μονιμότερη αιτία της, η ουσία της παθογένειας που παράγει ελλείμματα. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη δραματική απόσταση μεταξύ των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας και των καταναλωτικών προσδοκιών των πολιτών.

Το παραγωγικό μοντέλο που έχει διαμορφωθεί βασίζεται στους χαμηλούς μισθούς, στη χαμηλή εξειδίκευση, στην περιορισμένη αξιοποίηση της τεχνολογίας, στη δυσπιστία των επιχειρήσεων απέναντι στην καινοτομία, στην κατά συρροή παραβίαση του εργατικού δικαίου, στην περιφρόνηση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, στην κατασπατάληση των φυσικών πόρων. Πρόκειται για ένα παραγωγικό μοντέλο «φτηνής ανάπτυξης», το οποίο έχει προ πολλού εξαντλήσει την όποια δυναμική του.

Αντίθετα, τα καταναλωτικά πρότυπα που έχουμε υιοθετήσει είναι εφάμιλλα – αν όχι ακριβότερα – πολύ πιο προηγμένων οικονομιών από τη δική μας. Ταυτόχρονα, η παρακμή της δημόσιας παροχής (π.χ. στους τομείς των υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης) σημαίνει μεγάλη επιβάρυνση για αγαθά που σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες παρέχονται δωρεάν από το κράτος. Με άλλα λόγια, την ώρα που η εθνική οικονομία χάνει έδαφος στις διεθνείς αγορές επειδή παράγει προϊόντα χαμηλής ποιότητας σε όχι συμφέρουσες τιμές, η εγχώρια ζήτηση απορροφά ένα υψηλό επίπεδο κατανάλωσης. Η κατανάλωση αυτή συχνά αφορά εισαγόμενα προϊόντα, ενώ σε σημαντικό βαθμό χρηματοδοτείται από δανεισμό (ιδιωτικό ή δημόσιο).

Είναι φανερό ότι η κατάσταση αυτή δεν είναι βιώσιμη. Όταν κάποιος ζει συνεχώς με δανεικά το χρέος του διογκώνεται και στο τέλος κανείς δεν είναι πρόθυμος να του δανείσει χωρίς όλο και μεγαλύτερες εγγυήσεις. Σε τελευταία ανάλυση, το δίλημμα δεν είναι μεταξύ «σκληρών» ή μη μέτρων σταθεροποίησης, αλλά μεταξύ εξυγίανσης και χρεοκοπίας. Το δυστύχημα είναι ότι, επειδή σπαταλήσαμε τα χρόνια των παχιών αγελάδων (υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90), είμαστε τώρα υποχρεωμένοι να επιχειρήσουμε την εξυγίανση μέσα σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης.

Η μετάβαση προς ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο είναι κάθε άλλο παρά εύκολη. Απαιτεί μια διαφορετική επιχειρηματική κουλτούρα που να σέβεται την εργασία και να επενδύει σε αυτή, με στόχο την παραγωγή ελκυστικών προϊόντων σε ανταγωνιστικές τιμές. Προϋποθέτει επίσης την επικράτηση μιας πιο απαιτητικής ηθικής της εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους. Συνεπάγεται τέλος βαθιές μεταρρυθμίσεις για την αποτελεσματική καταπολέμηση χρόνιων προβλημάτων στην οικονομία, στην απασχόληση, στην ασφάλιση, στην εκπαίδευση, στη δικαιοσύνη.

Πάντως, όσο αποφασιστικά (και όσο γρήγορα) και αν κινηθούμε προς την κατεύθυνση της ακριβής ανάπτυξης, η κρίση δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την κατανάλωση. Κατ’ αρχήν ποσοτικά: λίγοι αμφιβάλλουν ότι μας περιμένουν θυσίες, και μάλιστα για αρκετό καιρό. Όμως, η μονόπλευρη μείωση των εισοδημάτων των μισθωτών δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα όσο διαιωνίζεται η φορολογική ασυλία άλλων κατηγοριών, όσο η κακοδιαχείριση των δημόσιων πόρων παραμένει κανόνας, όσο η διαφθορά εξακολουθεί να κυριαρχεί στη δημόσια ζωή. Συνεπώς, για να έχει αποτέλεσμα η προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης, θα πρέπει να συμπέσει με την αποκατάσταση της νομιμότητας και την περικοπή της σπατάλης σε όλους τους τομείς. Επίσης, θα πρέπει οι θυσίες να επιμερίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα καθενός να συνεισφέρει, αρχής γενομένης από όσους την τελευταία περίοδο πλούτισαν εύκολα. Συνεπώς, η λιτότητα για να είναι οικονομικά αποδοτική και κοινωνικά αποδεκτή θα πρέπει να είναι δίκαιη.

Επί πλέον, η μεγάλη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης την προηγούμενη περίοδο δεν έκανε ευτυχέστερους τους πολίτες: τροφοδότησε μια επίπλαστη ευημερία που εξαντλήθηκε στη ρηχή και επιδεικτική συσσώρευση υλικών αγαθών, ενέτεινε τις οικονομικές ανισότητες, ενίσχυσε τις κοινωνικές παθογένειες (το stress, την εγκληματικότητα), επιδείνωσε την καθυστέρηση της δημόσιας υποδομής, επιτάχυνε την καταστροφή του περιβάλλοντος.

Βέβαια, παρότι η αύξηση του εισοδήματος δεν εγγυάται πραγματική ευημερία, η μείωσή του προκαλεί μεγαλύτερη δυστυχία – ιδίως βραχυπρόθεσμα, αφού ανατρέπει προσδοκίες και σχέδια.

Ίσως όμως, μεσοπρόθεσμα, η λιτότητα να είναι ευκαιρία για μια αλλαγή πορείας. Αρκεί να αντιστραφεί η τάση ιδιωτικοποίησης των κοινωνικών αγαθών. Αρκεί να ενισχυθεί η ποιότητα των δημοσίων αγαθών – των ελεύθερων χώρων, των δρόμων και των πλατειών, των αστικών πάρκων και των εθνικών δρυμών, όχι μόνο των δημόσιων νοσοκομείων και σχολείων.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε μια εναλλακτική καθημερινότητα: τα παιδιά πηγαίνουν στο δημόσιο σχολείο της γειτονιάς, οι επισκέψεις στο γιατρό είναι δωρεάν, οδηγούμε λιγότερο, περπατάμε και ποδηλατούμε περισσότερο, κυκλοφορούμε με το μετρό ή το λεωφορείο, κολυμπάμε σε ελεύθερες παραλίες (όχι σε οργανωμένες πλαζ), αθλούμαστε στα πάρκα μαζί με τους φίλους μας (όχι στο ιδιωτικό γυμναστήριο μόνοι μας), μαγειρεύουμε συχνότερα στο σπίτι με φίλους, μποϋκοτάρουμε τα πληκτικά αλλά υπερτιμημένα μπαρ ή εστιατόρια.

Ποιος αμφιβάλλει ότι, εάν όλα αυτά συνέβαιναν αληθινά, η λιτότητα (δηλ. η μείωση των χρηματικών εισοδημάτων) θα συμβάδιζε με τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας;

6 Μαρτίου 2010

Οι αθέατες όψεις της φοροδιαφυγής

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Σάββατο 6 Μαρτίου 2010)

Σύμφωνα με μια γνωστή ρήση – την αναφέρει ο Joel Slemrod, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Michigan – «οι φτωχοί φοροδιαφεύγουν, οι πλούσιοι φοροαποφεύγουν». Εννοεί προφανώς ότι από ένα μέγεθος επιχείρησης ή επίπεδο εισοδήματος και πάνω, όσοι πιστεύουν ότι αντί να πληρώνουν φόρους δικαιούνται να κρατήσουν τους καρπούς του ιδρώτα τους (ή, μάλλον, των άλλων), απλώς προσλαμβάνουν δικηγόρους, λογιστές και άλλους ειδικούς για την αξιοποίηση παραθύρων στη φορολογική νομοθεσία – π.χ. ιδρύοντας μια off shore εταιρεία.

Η υπενθύμιση αυτή, βγαλμένη από την εμπειρία των ΗΠΑ (όπου το φαινόμενο παρακολουθείται, με όλες τις σημασίες της λέξης, πολύ στενότερα από ό,τι εδώ), είναι χρήσιμη. Υπονοεί ότι καμιά πολιτική κατά της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική εάν δεν αντιμετωπίζει τους φορολογικούς παραδείσους και τους άλλους νομότυπους τρόπους με τους οποίους εξασφαλίζεται η «φοροασυλία» εκταταμένων κοινωνικών κατηγοριών.

Πράγματι, ο κίνδυνος μετατόπισης από τη φοροδιαφυγή στην φοροαποφυγή είναι κάθε άλλο παρά θεωρητικός. Για παράδειγμα, μετά τις αποκαλύψεις του Υπουργείου Οικονομικών ότι από τους 150 ιατρούς με ιατρείο στο Κολωνάκι οι 60 δηλώνουν ετήσιο καθαρό εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ, η διάχυτη ανησυχία του συμπαθούς επαγγελματικού κλάδου για τα επερχόμενα μέτρα πάταξης (τα οποία ακόμη τα περιμένουμε) φαίνεται να έχει προκαλέσει κύμα ίδρυσης off shore εταιρείες ιατρών που θα κόβουν κανονικά αποδείξεις και όλα τα σχετικά. “Passata la legge trovato l'inganno” («Μόλις ψηφιστεί ο νόμος βρίσκεται αμέσως το παραθυράκι») όπως λένει και οι φίλοι μας οι Ιταλοί, που κάτι γνωρίζουν για το θέμα.

Ισχύει όμως ότι (κυρίως) οι φτωχοί φοροδιαφεύγουν; Και εάν ναι, ποιοι φοροδιαφεύγουν, και πόσο; Ή μάλλον, ποιοι ωφελούνται από τη φοροδιαφυγή, και πόσο;

Πρόκειται για ερωτήματα που οι επιστήμονες ονομάζουν «εμπειρικά». Αντί να γενικεύουμε κάτι που ακούσαμε, ή να πιστεύουμε διάφορους «μητροπολιτικούς μύθους», μπορούμε απλώς να τους επαληθεύσουμε ή να τους διαψεύσουμε διά της εμπειρικής έρευνας. Βέβαια, για να συμβεί αυτό θα πρέπει να έχουμε πρόσβαση σε δυσπρόσιτα ή και εμπιστευτικά δεδομένα (π.χ. τις φορολογικές δηλώσεις των ατόμων), πράγμα που δεν είναι πάντοτε εύκολο.

Ούτε και ακατόρθωτο όμως. Πρόσφατη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία εκπονήθηκε από την διδάκτορα (πλέον) Μαρία Φλεβοτόμου και τον υπογράφοντα, προσπάθησε να απαντήσει ακριβώς στο ερώτημα των «διανεμητικών επιδράσεων της φοροδιαφυγής». Η έρευνα είχε το πλεονέκτημα της πρόσβασης σε δεδομένα από περίπου 27.400 φορολογικές δηλώσεις του 2005 – δεδομένα που μας είχε παραχωρήσει η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων σε ανώνυμη μορφή (δηλ. αφού πρώτα αφαιρέθηκε οποιαδήποτε πληροφορία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση των φορολογουμένων).

Τα κυριότερα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν πριν λίγες μέρες (στα αγγλικά) σε κείμενο συζήτησης του Ελληνικού Παρατηρητηρίου της London School of Economics, όπου είχαν παρουσιαστεί πριν λίγους μήνες.

Πρώτα οι μεθοδολογικές διευκρινήσεις. Το δείγμα φορολογικών δηλώσεων που αναλύσαμε δεν μας «δείχνει» τη φοροδιαφυγή, απλώς μας βοηθά να την εκτιμήσουμε εμμέσως. Πώς; Συγκρίνοντας το εισόδημα που δηλώνουν στην Εφορία ορισμένες ομάδες φορολογουμένων, με το αντίστοιχο εισόδημα που δηλώνουν παρόμοιες ομάδες στην Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ (που είναι η βασική πηγή πληροφόρησης για την κατανομή του εισοδήματος στη χώρα μας).

Συγκεκριμένα, χωρίσαμε τον πληθυσμό σε 16 σχετικά ομοιογενείς κατηγορίες, ανάλογα με την κύρια πηγή εισοδήματος και τη γεωγραφική περιφέρεια. Στη συνέχεια, συγκρίναμε το εισόδημα της κάθε κατηγορίας όπως αυτό δηλώνεται σε κάθε μια από τις δύο βάσεις δεδομένων. Τέλος, χρησιμοποιήσαμε τον λόγο των δύο μεγεθών για να χωρίσουμε τα εισοδήματα σε δύο μέρη: σε αυτό που δηλώνεται στην Εφορία και σε εκείνο που αποκρύπτεται.

Τα αποτελέσματα, παρότι αναμενόμενα, ήταν μάλλον εντυπωσιακά. Πραγματικά και δηλωθέντα εισοδήματα ταυτίζονται κατά 100% στην περίπτωση των συντάξεων και κατά 99,5% σε εκείνη των μισθών. Αντίθετα, το ποσοστό των αγροτικών εισοδημάτων που δηλώνεται στην Εφορία μετά βίας φτάνει το 47%, ενώ εκείνο των εισοδημάτων από ελεύθερο επάγγελμα δεν υπερβαίνει το 76%. Όσον αφορά τη γεωγραφική περιφέρεια, υπολογίσαμε το δηλωθέν εισόδημα σε 94% του συνολικού στην Αττική, και από 84% έως 88% στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τέλος, εκτιμήσαμε τον συνολικό λόγο δηλωθέντος και πραγματικού εισοδήματος σε 90,1%.

Από τα παραπάνω προκύπτει μια «συνθετική» κατανομή δηλωθέντος εισοδήματος που υπολείπεται της κατανομής του πραγματικού εισοδήματος κυρίως στα άκρα, και μάλιστα περισσότερο στην κορυφή παρά στη βάση. Παρατηρούμε δηλ. μια καμπύλη με σχήμα μεταξύ J και U. Το ποσοστό απόκρυψης εισοδήματος στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού ήταν 15% (και έφτανε το 24% στο πλουσιότερο 1%). Στην άλλη άκρη του φάσματος, το φτωχότερο 30% του πληθυσμού απέκρυπτε το 10-11% του εισοδήματός του. Όσο για τα ενδιάμεσα κλιμάκια, εκεί το ποσοστό απόκρυψης εισοδήματος κυμαινόταν από 5% έως 8%.

Βέβαια, ακόμη και όταν οι πλούσιοι αποκρύπτουν παρόμοιο ποσοστό του εισοδήματός τους με τους φτωχούς, αυτό αντιστοιχεί σε (πολύ) περισσότερα ευρώ διαφεύγοντος εισοδήματος για τους πρώτους παρά για τους δεύτερους. Επί πλέον, επειδή καθώς αυξάνεται το εισόδημα ανεβαίνουν οι φορολογικοί συντελεστές, τα περισσότερα ευρώ διαφεύγοντος εισοδήματος δίνουν πολλαπλάσιο φορολογικό όφελος για τους πλούσιους από ό,τι για τους φτωχούς.

Συνεπώς, η φοροδιαφυγή αδυνατίζει την αναδιανεμητική ικανότητα του φορολογικού συστήματος. Η έρευνά μας διαπίστωσε ότι εξ αιτίας της φοροδιαφυγής η κατανομή εισοδήματος γίνεται πιο άνιση (κατά 3-9%), η φτώχεια εκτενέστερη (κατά 1-2%), και η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος ασθενέστερη (κατά 10-24%, ανάλογα με τον δείκτη που χρησιμοποιείται). Τέλος, η απόκρυψη του 10% του συνολικού εισοδήματος εκτιμήθηκε ότι προκαλεί απώλεια ίση με το 35% των εσόδων από το φόρο εισοδήματος.

Παρότι δεν είναι εύκολο να το αποδείξουμε, πιστεύουμε ότι οι εκτιμήσεις μας είναι συντηρητικές.

Κατ’ αρχήν, ηθελημένα δεν λάβαμε υπόψη ότι καθώς ανεβαίνει το εισόδημα το κίνητρο απόκρυψης αυξάνεται, για να μην θεωρηθεί ότι τα αποτελέσματά μας υπαγορεύονται από μια τέτοια υπόθεση. Εάν όμως δεχθούμε ότι η υπόθεση αυτή είναι ρεαλιστική, τότε τα ευρήματά μας υποεκτιμούν το πραγματικό μέγεθος της φοροδιαφυγής, καθώς και τις αναδιανεμητικές επιδράσεις της.

Έπειτα, η δήλωση χαμηλότερων εισοδημάτων στην Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών όντως δεν αποφέρει χρηματικό όφελος (αντίθετα από ό,τι στην Εφορία), αλλά όποιος φοροδιαφεύγει δύσκολα λέει την αλήθεια όταν τον ρωτάνε πόσα χρήματα βγάζει – συνεπώς, το δηλωθέν εισόδημα μπορεί στην πραγματικότητα να είναι πολύ κάτω από το 90% του πραγματικού (που εκτιμήσαμε εμείς).

Επίσης, πέρα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, υπάρχει φοροδιαφυγή στο ΦΠΑ και σε διάφορους άλλους φόρους, όπως και εισφοροδιαφυγή (που παρότι ωφελεί και τον ασφαλισμένο, συμφέρει τον εργοδότη του δέκα φορές περισσότερο).

Τέλος, για να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, υπάρχει και η νομότυπη φοροαποφυγή στην οποία έχουν πρόσβαση μόνο τα μεγάλα εισοδήματα. Όλα αυτά έχουν πρόσθετες, ακόμη πιο αρνητικές επιπτώσεις στην κατανομή του εισοδήματος.

Συνεπώς, η φοροδιαφυγή είναι ένα σπορ πολυτελείας, το οποίο δεν μπορούν να το παίξουν όλοι ακόμη και αν το ήθελαν. Και φυσικά, στερεί το κράτος από πολύτιμους πόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της δημόσιας υποδομής με την ευρεία έννοια.

[Και ας μην επικαλεστεί κανείς το άλλοθι της διαφθοράς των πολιτικών. Όπως έγραψα σε προηγούμενο άρθρο μου, αυτή είναι προφανώς υπαρκτή, αλλά δεν τροφοδοτεί μόνο τη διαφθορά της κοινωνίας, τροφοδοτείται επίσης από αυτή.]

Με λίγα λόγια, η φοροδιαφυγή δεν οδηγεί μόνο σε ένα «φτωχό κράτος με πλούσιους πολίτες»: κάνει την κοινωνία μας πιο άνιση. Και λίγα πράγματα είναι πιο απελπιστικά από το να είναι κανείς φτωχός πολίτης σε ένα φτωχό κράτος.