27 Μαΐου 2018

Φτου ξελεφτερία για όλους;

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 27 Μαΐου 2018).

Όλες οι πολιτικές δυνάμεις ενδιαφέρονται για την εκλογική τους επιρροή – ή δεν είναι πολιτικές δυνάμεις. Και δεν είναι λίγοι όσοι, όταν το βραχυπρόθεσμο συμφέρον της παράταξης συγκρούεται με το πιο μακροπρόθεσμο συμφέρον του τόπου, δεν διστάζουν να επιλέξουν το πρώτο. Αυτό, άλλωστε, δεν έκανε η κυβέρνηση Καραμανλή, 2004-2009; Μετά από έναν παροξυσμό σπατάλης και κακοδιαχείρισης, χρεωκόπησε τη χώρα και έφυγε νωρίς, παραδίδοντας την καυτή πατάτα στους επόμενους. Κάπως έτσι η ΝΔ διατήρησε τις δυνάμεις της καλύτερα από ό,τι το ΠΑΣΟΚ, κάπως έτσι διατηρεί την επιρροή του το ίδιο το καραμανλικό μπλοκ, με το ένα πόδι στο βαθύ κράτος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και με το άλλο έτοιμο να βάλει τρικλοποδιά στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Συχνά ο κυνισμός ανταμείβεται στις κάλπες από τον κυρίαρχο λαό.

Αυτό είναι το καλούπι πάνω στο οποίο υφαίνεται σήμερα η προεκλογική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Έξοδος από τα Μνημόνια (έστω με τρία χρόνια καθυστέρηση από την υπόσχεση της άμεσης κατάργησής τους «με ένα άρθρο και έναν νόμο»), απαλλαγή από τον ξένο ζυγό, επιστροφή στη λεωφόρο της ανάπτυξης. Αυτό θα είναι το τρίπτυχο πάνω στο οποίο θα βασιστεί η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ, διανθισμένη με δύσοσμους και ατεκμηρίωτους υπαινιγμούς για τη διαφθορά των αντιπάλων. Με στόχο όχι τη νίκη, αλλά την «διατήρηση του κύριου όγκου των δυνάμεων», έτσι ώστε τα επόμενα δύο χρόνια η χώρα να μην μπορεί να κυβερνηθεί από κανέναν. Με την ελπίδα το εκλογικό σώμα, μέσα στην παραζάλη του, να τους δώσει άλλη μια ευκαιρία στις μεθεπόμενες εκλογές, ει δυνατόν το 2020. Σε ένα σκηνικό γεμάτο συντρίμμια, ποιος νοιάζεται; Σημασία έχει να έρθουν ξανά στα πράγματα.

Το ίδιο το τρίπτυχο είναι σαθρό. Αντί για «καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια», η σημερινή κυβέρνηση έχει υπογράψει περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων για πολλά ακόμη χρόνια, δεσμεύοντας τις επόμενες κυβερνήσεις. Η αντίθεση στην προληπτική πιστωτική γραμμή που ζητά ανήσυχος ο Διοικητής της ΤτΕ θα έχει μοιραίες συνέπειες: οι αγορές θα μας δανείζουν με πολύ επαχθέστερους όρους από ό,τι τα Μνημόνια, ιδίως όσο η ιταλική κρίση απειλεί να δυνατιμίσει την Ευρωζώνη. Αλλά για τους εγκεφάλους του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικούς και οικονομικούς, όλα αυτά θα συμπέσουν χρονικά με τη «δεξιά παρένθεση», άρα εξυπηρετούν το σχέδιό τους.

Όσο για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, που στο μυαλό του Τσίπρα και του Τσακαλώτου σημαίνει επιστροφή στη χρυσή εποχή της κυβέρνησης Καραμανλή, των ανεξέλεγκτων πελατειακών διορισμών και των θηριωδών ελλειμμάτων, θα παραμείνει φαντασίωση. Το 2004-2009 οι αγορές νόμιζαν ότι τα ελληνικά ομόλογα είναι περίπου το ίδιο ασφαλή όσο και τα γερμανικά. Τώρα πλέον κανείς δεν πιστεύει κάτι τέτοιο. Η εθνική μας κυριαρχία θα είναι πιο περιορισμένη μετά την «καθαρή έξοδο» από όσο ήταν με τα Μνημόνια. Και εάν διαλυθεί η Ευρωζώνη, όπως εύχονται διάφοροι ανόητοι, τα περιθώρια για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής θα είναι αντίστοιχα με εκείνα της Αργεντινής ή της Τουρκίας.

Κακά τα ψέματα, εθνική κυριαρχία χωρίς ισχυρή οικονομία δεν γίνεται. Και «ισχυρή» σημαίνει «βιώσιμη», χωρίς το ντόπινγκ του υπερδανεισμού ή της εκτύπωσης χρήματος. Όμως ποιος σοβαρός άνθρωπος θέλει να επενδύσει σε μια χώρα όπου η βασική αγωνία της κυβέρνησης είναι το πώς θα χειραγωγήσει τους δήθεν ανεξάρτητους θεσμούς (τη Δικαιοσύνη, τον Τύπο), όπου όσοι έχουν καλές διασυνδέσεις αναρριχώνται σε θέσεις ευθύνης όσο άχρηστοι και εάν είναι, όπου η αριστεία υπονομεύεται και η μετριότητα επιβραβεύεται, όπου η ανομία και η βία κυριαρχούν; Κανείς σοβαρός άνθρωπος. Μόνο το είδος των επενδυτών που ευδοκιμούν στα αποτυχημένα κράτη όλου του κόσμου: τυχοδιώκτες και μαφιόζοι.

Μπορεί να ματαιωθεί το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ; Ναι, αλλά όχι εύκολα. Μια υπερσυντηρητική και εθνικιστική δεξιά θα είναι το ίδιο βλαβερή για τον τόπο (και, παρεμπιπτόντως, ο αντίπαλος που ονειρεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ). Το ίδιο και μια κεντροαριστερά αγχωμένη για την εκλογική της επιβίωση, που ανακαλύπτει τις αρετές των ίσων αποστάσεων, και – γιατί όχι; - της υποταγής σε όσους την συκοφάντησαν και την εξευτέλισαν τα τελευταία χρόνια. Όμως η κυβέρνηση που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση και θα στείλει τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση για πολλά χρόνια δεν αρκεί να στηρίζεται σε αυτές τις δύο παρατάξεις, την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά. Θα πρέπει ταυτόχρονα να τις υπερβαίνει, ενώνοντας όλες τις ζωντανές δυνάμεις, της δουλειάς και της προκοπής, της προόδου και της επινοητικότητας, της συνεννόησης και της μετριοπάθειας. Μια τέτοια Ελλάδα υπάρχει – και απαιτεί εκπροσώπηση.

23 Μαΐου 2018

Η κανονικότητα του ΣΥΡΙΖΑ

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 23 Μαΐου 2018).

Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τη ζωηρή συζήτηση των ημερών αναφορικά με το μελλοντικό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, παρά το γεγονός ότι αυτή η συζήτηση εκπορεύεται περισσότερο από διανοητές της κεντροαριστεράς και δεν αποτελεί ένα διακηρυγμένο στόχο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που υπονοείται είναι η αναγκαιότητα να συμβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ στην επιστροφή της χώρας σε μία μορφή κανονικότητας. Διότι αν η διαφαινόμενη ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής σηματοδοτεί υπό προϋποθέσεις την έξοδο της χώρας από μία επώδυνη «κατάσταση εξαίρεσης» στο πεδίο της οικονομίας, στο πολιτικό πεδίο συνεχίζουν να κυριαρχούν με σχεδόν αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, η πολιτική αβεβαιότητα, η κακοποίηση των θεσμών, ο συγκρουσιακός λόγος. Επ’ αυτού λοιπόν του ερωτήματος η απάντησή μας είναι αρνητική, κύρια για τους παρακάτω τρεις λόγους:

Πρώτον, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ γιγαντώθηκε σε συνθήκες «μη κανονικότητας» της περιόδου της σφοδρής οικονομικής κρίσης, με κορύφωση το τραγικό δημοψήφισμα του 2015. Αγκάλιασε πρόθυμα ιδεοληψίες, νομιμοποίησε αντιδημοκρατικές συμπεριφορές και πρόσφερε φιλόξενο καταφύγιο σε κάθε λογής ανορθολογικά οικονομικά και πολιτικά αιτήματα. Η αρμονική συμπόρευση με το εθνικο-λαϊκιστικό κόμμα των ΑΝΕΛ, καθώς και με εκπροσώπους της καραμανλικής δεξιάς, είναι η πλέον ορατή απόδειξη της απόστασης που χωρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από την ευρωπαϊκή κανονικότητα. Η μετέπειτα (αναγκαστική) προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ όταν οι «αυταπάτες» του συγκρούστηκαν με την πραγματικότητα οδήγησε σε ταχεία δημοσκοπική συρρίκνωση της απήχησής του. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι στην ενδεχόμενη απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιστρέψει τάχιστα στην εμπρηστική ρητορική του πρόσφατου παρελθόντος του. 

Δεύτερον, oι ιδέες και τα πρόσωπα ασκούν τη δική τους καταλυτική επίδραση στις πολιτικές επιλογές και τα πολιτικά κόμματα εξελίσσονται βαθμιαία και οι οβιδιακές μεταμορφώσεις σπανίζουν. Σε αυτό το πλαίσιο κάθε σύγκριση του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 είναι ατυχής. Αν στο ΠΑΣΟΚ χρειάστηκαν δύο δεκαετίες για να εγκαταλείψει το ριζοσπαστικό παρελθόν του σε ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, πόσος χρόνος άραγε θα απαιτηθεί για  το μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού του ΣΥΡΙΖΑ που αγκάλιασε ηγέτες αυταρχικών και νεοκομμουνιστικών καθεστώτων τριάντα χρόνια έπειτα από την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος;

Τρίτον, η καθημερινή άσκηση της διακυβέρνησης της χώρας δείχνει το πώς αντιλαμβάνεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την κανονικότητα. Σε κάθε τομέα όπου η κυβέρνηση διατηρεί ελευθερία κινήσεων και οι οποίοι δεν ρυθμίζονται από το ακολουθούμενο πλαίσιο οικονομικής προσαρμογής (Μνημόνιο), αναπαράγονται ορισμένες από τις χειρότερες όψεις της μεταπολίτευσης (πελατειακές λογικές, οπισθοδρομικές επιλογές, αφόρητος λαϊκισμός). Ακόμη χειρότερα, όπως καταδεικνύεται από τη διαρκή υποβάθμιση των θεσμών του κράτους δικαίου (βλ. παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη), η κυβέρνηση δεν δείχνει να συμμερίζεται το πλαίσιο του πολιτικού φιλελευθερισμού που συνιστά τον πυρήνα του ευρωπαϊκού μοντέλου διακυβέρνησης.

Συμπερασματικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο πολιτικό φορέα που να αποδέχεται τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τις θέσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προέχει είναι η επιστροφή της χώρας στην πολιτική κανονικότητα – και αυτό προϋποθέτει την άμεση επιστροφή και μακρόχρονη παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση.

17 Μαΐου 2018

Κυβέρνηση τσαρλατάνων

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 17 Μαΐου 2018).

Όπως όλα δείχνουν, πάμε προς σχηματισμό κυβέρνησης στην Ιταλία. Η Λέγκα (πρώην του Βορρά), αδελφό κόμμα του γαλλικού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν, και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, που ίδρυσε ο κωμικός Μπέππε Γκρίλλο, οι δύο νικητές των εκλογών του περασμένου Μαρτίου, θα ενώσουν τις δυνάμεις τους. Τι κοινό έχουν τα δύο κόμματα; Όχι πολλά. Απέχθεια για το «κατεστημένο», για την κεντροαριστερά, για την Τράπεζα της Ιταλίας, για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, για την Ευρώπη. Συμπάθεια για τη Ρωσία του Πούτιν. Και δίψα για εξουσία: μεγάλη και απροσχημάτιστη.

Φυσικά, επειδή οι δύο μελλοντικοί εταίροι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, συμφώνησαν να συνάψουν γραπτό σύμφωνο συμβίωσης, με (αντισυνταγματικές) διαδικασίες επίλυσης διαφωνιών. Και με κυβερνητικό πρόγραμμα: κατάργηση του νόμου για τις συντάξεις, πιο αναλογική φορολογία (ιδέα της Λέγκα), επίδομα 780 ευρώ σε εκατομμύρια ανέργους και υποαπασχολούμενους (ιδέα του Κ5Α). Πώς θα χρηματοδοτηθούν όλα αυτά; Προσχηματική απάντηση: Από την περικοπή των βουλευτικών αποζημιώσεων και των «χρυσών συντάξεων» (άνω των 5.000 ευρώ το μήνα), και από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Αληθινή απάντηση: Δεν θα χρηματοδοτηθούν. Θα αυξηθεί το έλλειμμα. Και όταν οι Βρυξέλλες τους ρωτήσουν τι σκέπτονται να κάνουν για να επαναφέρουν τα δημοσιονομικά υπό έλεγχο, θα καταγγείλουν την ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας. Εξ άλλου και τα δύο κόμματα έχουν στο παρελθόν υποστηρίξει την έξοδο από το ευρώ. Ο δε Γκρίλλο προχθές επανήλθε ζητώντας άμεσο δημοψήφισμα και διπλό νόμισμα. Κατά τα άλλα, άμεση επαναδιαπραγμάτευση των Συνθηκών της ΕΕ (δεν πρόκειται να συμβεί), άμεση εκτόπιση μεταναστών χωρίς χαρτιά (ιδέα της Λέγκα), και φυσικά άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας (ιδέα και των δύο).

Ποιες θα είναι οι συνέπειες από μια κυβέρνηση Λέγκα-Κ5Α; Νέα πτώση του διεθνούς κύρους της Ιταλίας, προς επιβεβαίωση του στερεότυπου των φανφαρόνων που δεν έχουν καταλάβει πόσο ανήμποροι είναι. Άνοδος των spreads των κρατικών ομολόγων, που σε μια χώρα με θηριώδες δημόσιο χρέος (το οποίο είχε συσσωρευθεί κυρίως στις δεκαετίες του ‘70 και του ’80) απειλεί να τινάξει στον αέρα τα δημοσιονομικά του κράτους. Ενίσχυση των θέσεων του Πούτιν, ο οποίος αποκτά νέο προγεφύρωμα – πέρα από τη μικρή και ασήμαντη Ελλάδα, ή τις «ανελεύθερες δημοκρατίες» της ανατολικής Ευρώπης. Στην καρδιά της δυτικής Ευρώπης αυτή τη φορά, σε ένα ιδρυτικό μέλος της ενωμένης Ευρώπης, σε μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.

Δικαιολογημένη, συνεπώς, η ανησυχία των πολιτικών ελίτ στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι, στο Βερολίνο (και στην Ουάσινγκτον, στο βαθμό που έχουν απομείνει εχέφρονες άνθρωποι εκεί). Φυσικά, η αδιαφορία της Ευρώπης (πλην Γερμανίας και Σουηδίας) για την ισόρροπη κατανομή των προσφύγων και των μεταναστών, οι οποίοι φτάνουν στην Ιταλία και παγιδεύονται εκεί, ή για μια οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρωζώνη που να δίνει ελπίδες και μέλλον σε όλες τις χώρες, όχι μόνο σε εκείνες του Βορρά, συνέβαλαν καθοριστικά στην διάβρωση του φιλοευρωπαϊσμού στην Ιταλία, και στην αποτυχία των μεταρρυθμιστικών κυβερνήσεων που – παρά τα ελαττώμματά τους  - προσπάθησαν να βρουν λύσεις στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κανόνων.

Και τώρα; Δεν είναι δύσκολο να απαριθμήσει κανείς τις πολιτικές προϋποθέσεις για την εξουδετέρωση της ισχυρής πρόκλησης στην ευρωπαϊκή ομαλότητα που εκπροσωπεί μια κυβέρνηση Λέγκα-Κ5Α στην Ιταλία. Αλλαγή πορείας της ίδιας της Ευρώπης: νέα πολιτική για το μεταναστευτικό, νέα οικονομική διακυβέρνηση, κυρώσεις σε όσες κυβερνήσεις δεν σέβονται το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και στην Ιταλία: ανασυγκρότηση του χώρου αριστερά από το κέντρο, για την προγραμματική αντιπολίτευση στη διαφαινόμενη κυβέρνηση τσαρλατάνων, και για την προετοιμασία της επανόδου στην εξουσία στις επόμενες εκλογές. Το δύσκολο είναι να εντοπίσει κανείς τις πολιτικές δυνάμεις, και τους πολιτικούς ηγέτες, που θα φανούν αντάξιοι των περιστάσεων.

10 Μαΐου 2018

Μια αστραφτερή πόλη

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 10 Μαΐου 2018).

Η «Εβδομάδα του design», η φημισμένη διεθνής έκθεση του Μιλάνου, που πραγματοποιήθηκε την τρίτη εβδομάδα του Απριλίου, είχε φέτος μεγαλύτερη επιτυχία παρά ποτέ: πάνω από μισό εκατομμύριο επισκέπτες, 26% περισσότεροι από πέρυσι, οι περισσότεροι από την Ευρώπη και την Αμερική, +1,2 δισεκατομμύρια ευρώ έσοδα για την οικονομία της πόλης – όλα αυτά μέσα σε μια μόνο εβδομάδα.

Αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η «Εβδομάδα του design»; Τυπικά πρόκειται για το άθροισμα δύο διακριτών εκδηλώσεων. Από τη μια, της επίσημης έκθεσης με την ονομασία «Σαλόνι του Επίπλου», που γίνεται στον εκθεσιακό χώρο του Rho, λίγο έξω από το Μιλάνο, στην οποία συμμετέχουν επιχειρήσεις (από τη Βόρεια Ιταλία, την υπόλοιπη χώρα, και τον υπόλοιπο κόσμο) στον κλάδο του επίπλου – αλλά και του φωτισμού, της εσωτερικής διακόσμησης κτλ. Μια βιομηχανία που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των εκπροσώπων της, συνεισφέρει στην ιταλική οικονομία 5% του ΑΕΠ (και ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών).

Από την άλλη, της ανεπίσημης έκθεσης «Fuorisalone»: ένα σύνολο 1.372 εγκαταστάσεων, συζητήσεων, δεξιώσεων και άλλων «δρώμενων», διάχυτων σε έξη περιοχές της πόλης. Φέτος η zona Tortona, το παλιό βιοτεχνικό κέντρο κοντά στα κανάλια της πόλης και στον σιδηροδρομικό σταθμό της Porta Genova (κοντά στην κατοικία του ανταποκριτή σας), που ζει μια δεύτερη νεότητα – η περιοχή, όχι ο ανταποκριτής σας – ως cluster δεκάδων μικρών επιχειρήσεων που φιλοξενούνται στα παλιά βιομηχανικά κτίρια, δέχθηκε 180.000 επισκέπτες. Ξεπεράστηκε όμως σε αριθμό προσελεύσεων από τις εγκαταστάσεις του περιοδικού Interni στο προαύλιο της ιστορικής έδρας του Κρατικού Πανεπιστημίου της πόλης, με την απίθανη διεύθυνση «Οδός Εορτής της Συγχώρεσης» (ελαφρυντικό: ήταν μοναστήρι παλιά), που δέχθηκε 200.000 επισκέψεις. Άλλα περίπτερα φιλοξένησαν τις πιο ποικίλες εκθέσεις, από παρκέ έως αυτοκίνητα, και από μικροσκοπικές κρεβατοκάμαρες έως γωνίες ανάγνωσης για τον σύγχρονο άνδρα (και γυναίκα).

Ένας θρίαμβος, που χτίστηκε πάνω στην παραδοσιακή φινέτσα και εφευρετικότητα της τόσο αξιαγάπητης (και, μερικές φορές, τόσο εκνευριστικής) γειτονικής φυλής, η οποία λατρεύει – με τη θρησκευτική σημασία της λέξης – την ομορφιά σε όλες της τις εκφάνσεις, έχοντας την αναγορεύσει σε απόλυτη αξία, ακόμη και αδιαφορώντας, στην ανάγκη, για την οσμή σήψης που κάποτε τη συνοδεύει (όπως αξέχαστα έδειξε ο Paolo Sorrentino στην ταινία του «La grande bellezza»). Αλλά επίσης, μια επιτυχία που έγινε εφικτή χάρη στην εργατικότητα των Μιλανέζων, και των πιο ακατέργαστων εξαδέλφων τους στις κοιλάδες της Λομβαρδίας, καθώς και στη συνεργασία κράτους, επιχειρήσεων, και κοινωνίας των πολιτών. Όπου εδώ κράτος ίσον Δήμος του Μιλάνου (όπου κυβερνά η κεντροαριστερά), συν τα πανεπιστήμια της πόλης (το προαναφερθέν λεγόμενο «Κρατικό», για να μην το μπερδεύουν με το Καθολικό, αλλά και το Πολυτεχνείο, 5ο στον κόσμο στο design σύμφωνα με την τελευταία κατάταξη QS World University Rankings, day job του ανταποκριτή σας), συν δημοτική επιχείρηση συγκοινωνιών (που αύξησε τα δρομολόγια κόβοντας 700.000 εισιτήρια παραπάνω σε μια εβδομάδα). Όσο για την κοινωνία των πολιτών, εννοώ κυρίως τους κατοίκους των ιστορικών κτιρίων, που άνοιξαν για μια εβδομάδα τις περίκλειστες αυλές τους (από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της πόλης) στις επιχειρήσεις που νοίκιασαν κάποιον χώρο, συνήθως έναντι εξωφρενικού τιμήματος, καθώς και στους χιλιάδες επισκέπτες. Οι υπόλοιποι κάτοικοι διχάστηκαν – μερικές φορές, και εσωτερικά – ανάμεσα στη μεταδοτική ευφορία εκατοντάδων χιλιάδων χαρούμενων και (κατά κανόνα) εμφανίσιμων επισκεπτών από τη μια, και στη σνομπ δυσφορία του τύπου «άντε να περάσει επιτέλους αυτή η εβδομάδα να πάψουμε να στριμωχνόμαστε έτσι» από την άλλη.

Στο μάθημα της Παρασκευής, με θέμα την ακμή και την παρακμή των πόλεων, εκείνων που δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από την έκλειψη της βασικής τους δραστηριότητας (όπως το Detroit, τέως Motown νυν Murder Town, και όπως σε λιγότερο δραματικό τόνο το Τορίνο), και εκείνων αντίθετα που κατάφεραν να επινοήσουν μια νέα ταυτότητα (όπως η Βοστώνη, που ακμάζει χάρη στη συνέργεια των επιχειρήσεων τεχνολογίας ή βιοιατρικής έρευνας και των κορυφαίων πανεπιστημίων όπου παράγεται η απαραίτητη γνώση, και όπως το Μιλάνο), οι ιταλοί φοιτητές μου ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις από ό,τι εγώ. Ο Μ. είναι λίγο αντιεξουσιαστής, οπότε όλη αυτή η καπιταλιστική φιέστα του κάθεται λίγο στο στομάχι. Ο Ε. είναι από την Τοσκάνη, οπότε πόσο να τον εντυπωσιάσει η ομορφιά του Μιλάνου; Επίσης, είναι καλλιεργημένος και στοχαστικός: παρατηρεί ότι «οι πόλεις χάνουν τη γοητεία τους όταν αρχίζουν να μιλάνε για αυτήν». Η παγκόσμια πρωτοκαθεδρία του Μιλάνου στον τομέα της μόδας βασίστηκε στις εκατοντάδες μικρές βιοτεχνίες όπου οι ιδιοκτήτες δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, μαζί με τους τεχνίτες και τις μοδίστρες, παράγοντας ρούχα και παπούτσια που αρχικά φορούσαν οι ίδιοι, μετά η υπόλοιπη πόλη, και μετά ο υπόλοιπος κόσμος. Σήμερα οι βιοτεχνίες αυτές ή δεν υπάρχουν ή αντίθετα έχουν γιγαντωθεί ως πολυεθνικές, και έχουν μεταφέρει την παραγωγή έξω από την πόλη, συνήθως έξω από τη χώρα, μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το design: «είναι ένα άδειο κέλυφος». Η G., η βοηθός μου, οικονομολόγος με Μάστερ από το Bocconi, έτοιμη να φύγει για διδακτορικό στο Cornell, συμφωνεί. Αλλά κατάγεται από μια μικρή πόλη του Πιεμόντε, το Μιλάνο της φαίνεται ακριβό και «δήθεν», και το χειρότερο: υποψιάζομαι ότι είναι οπαδός της Γιουβέντους. Μάλλον κακώς της έδωσα το λόγο. Όσο για τους υπόλοιπους φοιτητές μου, από τη Γαλλία, τη Σουηδία, τη Σερβία, την Αίγυπτο, την Ινδία και την Κίνα, που είναι και η πλειοψηφία, παρακολουθούν με ενδιαφέρον, συγκρίνοντας όσα ακούν με τις δικές τους αρκετά επιφανειακές ακόμη εμπειρίες από τη ζωή στο Μιλάνο, αναλογιζόμενοι τις πόλεις που άφησαν πίσω (τη Μασσαλία, το Γκαίτεμποργκ, το Βελιγράδι, το Κάιρο ή το Νέο Δελχί), στις οποίες ελπίζουν μετά την αποφοίτηση να επιστρέψουν για να εργαστούν ως αρχιτέκτονες ή πολεοδόμοι.

Μιλάω στα παιδιά για τις πόλεις όπου έζησα, τις πόλεις που αγάπησα. Το Μιλάνο, οπωσδήποτε. Αλλά και το Λονδίνο, τον προηγούμενο αιώνα, τότε που υπήρχαν ακόμη μαγειρεία όπου μπορούσες να φας αυγά με μπέηκον (και με τομάτες και με φασόλια, όλα τηγανισμένα σε λάδια αγνώστου προελεύσεως), και όπου για να πιεις καφέ της προκοπής έπρεπε να πας στο Bar Italia στο Soho. Και φυσικά μιλώ για την Αθήνα, αυτή την αντιφατική πόλη, υπέροχη και εχθρική, ζωτική και καταθλιπτική, που στη μακρά ιστορία της (πιο Αιώνια Πόλη από τη Ρώμη) έχει γνωρίσει την πιο αστραφτερή ακμή και την πιο σκοτεινή παρακμή, και που σήμερα ταλαντεύεται ανάμεσα στη μιζέρια και στην αισιοδοξία, ανάμεσα στην αναδίπλωση και στην εξωστρέφεια.

Αλλά αυτή, όπως λένε, είναι μια άλλη ιστορία.

5 Μαΐου 2018

Η ανάκαμψη απαιτεί μια ενιαία αγορά εργασίας

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 5 Μαΐου 2018).

Ένα άρθρο με θέμα την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης για την απασχόληση θα μπορούσε να είναι πραγματικά σύντομο. Η κυβέρνηση δεν διαθέτει κάτι τέτοιο. Η προσπάθεια απορρόφησης κοινοτικών πόρων, όχι ιδιαίτερα επιτυχής εξ άλλου, δεν συνιστά πολιτική. Όσο για τις εκθέσεις ιδεών περί «κοινωνικής οικονομίας», ως λύση για την απορρόφηση ενός εκατομμυρίου ανέργων, μόνο ως ανέκδοτα μπορούν να εκληφθούν: το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να συκοφαντήσουν ανεπανόρθωτα και αυτή την συμπαθητική αλλά περιορισμένου βεληνεκούς πρόταση.

Βέβαια ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν να επιδείξουν αξιόλογο έργο: η απασχόληση ήταν σχεδόν πάντοτε ένας από τους τομείς πολιτικής όπου η κυβερνητική δράση στη χώρα μας παρακολουθούσε τις εξελίξεις χωρίς να θέλει ή να μπορεί να τις επηρεάσει. Με αυτή την έννοια, η σημερινή κυβέρνηση – που υποτίθεται ότι θα «ξεμπέρδευε με το παλιό» – ακολουθεί την πεπατημένη, απλώς σε πιο ανερμάτιστη εκδοχή.

Κακά τα ψέματα, η μόνη άξια λόγου πολιτική απασχόλησης των τελευταίων ετών ήταν και πάλι αυτή των Μνημονίων. Θυμίζουμε συνοπτικά τη συνταγή: εσωτερική υποτίμηση, χαλάρωση της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης, περιορισμός της ισχύος των συλλογικών διαπραγματεύσεων (και των συνδικάτων). Μια στρατηγική φιλελευθεροποίησης και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.

Απέδωσε η στρατηγική αυτή στη χώρα μας; Βραχυπρόθεσμα, ενδεχομένως ναι. Η ευχέρεια των εργοδοτών να μειώνουν προσωρινά και νόμιμα τις δαπάνες μισθοδοσίας σε εποχές αναδουλειάς μπορεί να σώσει επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Είναι πολύ πιθανό χωρίς τη μείωση των μισθών η ανεργία να είχε αυξηθεί ακόμη περισσότερο. (Άλλωστε, στις επιχειρήσεις όπου εργοδότες και εργαζόμενοι μπόρεσαν να συνεννοηθούν, η αναγκαιότητα των περικοπών για να μην χαθούν οι δουλειές αναγνωρίστηκε τελικά από όλους.)

Όμως μακροπρόθεσμα η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης δεν αποδίδει. Ας μην ξεχνάμε ότι η λογική της Τρόικας ήταν η στροφή προς ένα εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης: φτηνή εργασία = φτηνά προϊόντα = ανάκτηση μεριδίου στις διεθνείς αγορές = αύξηση της κερδοφορίας των ελληνικών επιχειρήσεων = αύξηση της παραγωγής = προσλήψεις = πτώση της ανεργίας. Ένας ενάρετος κύκλος. Συνέβη αυτό; Σε απελπιστικά μικρό βαθμό. Μέχρι πολύ πρόσφατα, η αξία των εξαγωγών σε ευρώ ήταν χαμηλότερη από ό,τι προ κρίσης. Εάν αφαιρέσει κανείς τα πετρελαιοειδή (που εισάγονται και επανεξάγονται διϋλισμένα) και τον τουρισμό (που είναι ευάλωτος σε γεωπολιτικές αναταράξεις), η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας ήταν χαμηλή – ιδίως σε σύγκριση με αυτή άλλων μικρών χωρών που επλήγησαν από την κρίση όπως π.χ. η Πορτογαλία. Όσο για την απασχόληση, επί πέντε ολόκληρα χρόνια μετά τη μείωση των κατώτατων μισθών και τα υπόλοιπα μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, ο αριθμός απασχολουμένων συνέχισε να μειώνεται: το επίπεδο του Φεβρουαρίου 2012 (όταν οι εργαζόμενοι ήταν 3,7 εκατομμύρια) ξεπεράστηκε μόλις τον Απρίλιο του 2017!

Γιατί ποιο λόγο; Επειδή η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα παραγωγικό μοντέλο φτηνής ανάπτυξης - δηλ. χαμηλής τεχνολογίας, μικρού μεγέθους επιχειρήσεων, χαμηλών διαχειριστικών ικανοτήτων (των εργοδοτών), και χαμηλών δεξιοτήτων (των εργαζομένων). Η εσωτερική υποτίμηση δεν έλυσε κανένα από αυτά τα προβλήματα, ούτε μπορούσε. Η αναγκαιότητα αναβάθμισης του παραγωγικού μοντέλου (η στροφή προς επενδύσεις στη γνώση και στο ανθρώπινο κεφάλαιο των εργαζομένων) δεν ήταν καν στην agenda της Τρόικας. Ακόμη χειρότερα, απουσίαζε από την οπτική των ελληνικών κυβερνήσεων, κομμάτων, συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων (με ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις).

Συνεπώς; Έχουν δίκιο οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ που στις επαφές με τους δανειστές ψελλίζουν διάφορα περί επιστροφής στη χρυσή εποχή προ κρίσης; Όχι, επειδή η εποχή εκείνη ήταν χρυσή μόνο για εργαζομένους σε επιχειρήσεις τύπου ΔΕΗ, ΟΤΕ και Εθνικής Τράπεζας (από όπου άλλωστε προέρχονταν οι ηγέτες της ΓΣΕΕ και τα «εργατικά» στελέχη των κομμάτων). Αυτό που χρειάζεται η χώρα δεν είναι η αποκατάσταση των απαράδεκτων προνομίων μιας μικρής ομάδας καλοπληρωμένων εργαζομένων (οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, έχασαν λιγότερα στα χρόνια της κρίσης από ό,τι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι). Είναι η επικράτηση ενιαίων κανόνων για όλους τους εργαζόμενους, είτε εργάζονται σε ΔΕΚΟ είτε στην Pizza Domino.

Πράγματι, το (άλλο) λάθος της Τρόικας ήταν ότι διάβασε λαθεμένα το πρόβλημα της ελληνικής αγοράς εργασίας: «σκληρωτικό» και «υπερ-ρυθισμένο» ήταν και παραμένει ένα μόνο τμήμα της (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΤΕ – και μάλιστα για τους παλιούς μόνο υπαλλήλους). Η πλειοψηφία των εργαζομένων της χώρας, ιδίως όσοι απασχολούνται στον εμπορεύσιμο τομέα της οικονομίας (από όπου ελπίζουμε να προέλθει η εξαγωγική ώθηση) στερούνται τα προνόμια των καλών πελατών του ΣΥΡΙΖΑ, συχνά μάλιστα στερούνται τα στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα.

Η κατάτμηση της αγοράς εργασίας δεν είναι μόνο άδικη, είναι επίσης τροχοπέδη για τη βιώσιμη ανάκαμψη. Εργαζόμενοι χωρίς δικαιώματα σημαίνει επιχειρηματικότητα χωρίς σχέδιο και χωρίς μέλλον (ή και εντελώς της αρπαχτής). Ένα δυναμικό παραγωγικό μοντέλο στηριγμένο στις εξαγωγές προϋποθέτει ένα κεφάλαιο «υπομονετικό», που σέβεται τους εργαζομένους και ποντάρει σε αυτούς. Προϋποθέτει επίσης έναν κρατικό τομέα που να παρέχει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου στους πολίτες και στις επιχειρήσεις, αντί να είναι καταφύγιο αργόσχολων που έχουν προσληφθεί με μέσον.

Για αυτό η λύση δεν μπορεί να είναι γενικώς και αορίστως «περισσότερη προστασία» ή «περισσότερη ελαστικότητα». Αυτό που χρειάζεται η αγορά εργασίας είναι περισσότερη προστασία στο απροστάτευτο κομμάτι της (π.χ. για τα νεαρά παιδιά που κάνουν ντελίβερυ ή δουλεύουν με μπλοκάκι), και ταυτόχρονα περισσότερη ελαστικότητα στο εντελώς σκληρωτικό (π.χ. στο Δημόσιο).

Γίνονται τέτοια πράγματα; Φυσικά γίνονται. Έχουν γίνει σε άλλες χώρες. Δεν γίνονται χωρίς κόπο όμως, αυτό όχι. Απαιτούν συνδικαλιστικές ηγεσίες μακράς πνοής, που να καταλαβαίνουν ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων μπορούν να εξυπηρετηθούν καλά μόνο σε δυναμικές επιχειρήσεις που ακμάζουν, και που να φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν ολόκληρη την εργατική τάξη της χώρας, όχι μόνο τις ευνοημένες συντεχνίες από τις οποίες προέρχονται. Απαιτούν εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου που να αναγνωρίζουν ότι η διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει την αξιοποίηση των ταλέντων και ενίσχυση των ικανοτήτων των εργαζομένων, και σχέσεις δημιουργικής συνεργασίας με τους εκπροσώπους τους. Και επίσης απαιτούν διορατικούς πολιτικούς σε όλους τους χώρους, και ιδίως στη φιλελεύθερη κεντροδεξιά και στην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, που να αφήσουν πίσω τους τις άγονες διαμάχες που οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα, επιβάλλοντας λύσεις θετικού αθροίσματος.

Αυτή είναι η λογική της νέας πολιτικής απασχόλησης που χρειαζόμαστε: συντονισμένα βήματα μετάβασης προς μια ενιαία αγορά εργασίας, που να συνδυάζει την ελαστικότητα με την προστασία, την ευελιξία με την ασφάλεια. Για μια ανάκαμψη δίκαια και βιώσιμη.