9 Φεβρουαρίου 1997

Συντάξεις και αναδιανομή - Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τις συντάξεις; (β' μέρος)

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 1997)

Για λόγους που έχουν αναλυθεί, πιστεύω πειστικά, μεταξύ άλλων και από τις στήλες των «Ενθεμάτων», ο ανασχεδιασμός του συστήματος των συντάξεων είναι αναπόφευκτος, αφού το σημερινό δεν είναι οικονομικά βιώσιμο. Ακόμη, όμως, και αν ήταν, η μεταρρύθμισή του θα ήταν εξ ίσου αναγκαία για τη διόρθωση των κοινωνικών ανισοτήτων τις οποίες αδυνατεί να αντιμετωπίσει (εάν δεν τις προκαλεί το ίδιο) στην παρούσα μορφή του. Η άρνηση, συνεπώς, της αναγκαιότητας ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου για τις συντάξεις προδίδει έλλειψη διορατικότητας: πολύ περισσότερο που το περιεχόμενο του παραμένει προς διαπραγμάτευση, άρα και επιδεχόμενο λύσεων με τη σφραγίδα της αριστεράς.

Η πρόκληση της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους υπό την οπτική της αριστεράς ισοδυναμεί με την αναζήτηση νέων εργαλείων για την επιδίωξη των ιστορικών του στόχων (μείωση των ανισοτήτων, εξάλειψη της φτώχειας, «κοινωνική προστασία») στις νέες συνθήκες. Στην περίπτωση του συστήματος συντάξεων, οι στόχοι της δημόσιας παρέμβασης είναι κυρίως δύο: αναδιανομή και αποταμίευση.

Οι αναδιανεμητικοί στόχοι του συνταξιοδοτικού συστήματος θα μπορούσαν να υπηρετηθούν καλύτερα με τη θεσμοθέτηση βασικής σύνταξης, χρηματοδοτούμενης όχι από εισφορές αλλά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μεταξύ των διαφόρων δυνατών εκδοχών, η πλέον ελκυστική είναι αυτή της Εθνικής Σύνταξης ενιαίου ύψους (αξίας π.χ. 10 ημερομισθίων ανειδίκευτου εργάτη), η οποία θα παρέχεται σε όλους τους πολίτες χωρίς άλλες προϋποθέσεις με τη συμπλήρωση των 65 ετών.

Η αποταμιευτική λειτουργία μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω μιας συμπληρωματικής σύνταξης η οποία θα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών τους, καθώς και από την αξιοποίηση της περιουσίας και των αποθεμάτων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Το ύψος της συμπληρωματικής σύνταξης θα πρέπει να συνδέεται με σχέση ευθείας αναλογίας με την αξία των εισφορών που έχει πληρώσει στη διάρκεια της εργάσιμης ζωής του κάθε εργαζόμενος (και ο εκάστοτε εργοδότης του), ενώ θα μειώνεται αναλογικά σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης.

Η εισαγωγή ενός συστήματος συντάξεων όπως αυτό που σκιαγραφείται παραπάνω θα έπρεπε να συνδυαστεί με την κατάργηση των διαφόρων κοινωνικών πόρων και κρατικών επιχορηγήσεων προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (που σήμερα κατανέμονται με κριτήρια κάθε άλλο παρά ορθολογικά), καθώς και με τη συγκέντρωση της κρατικής υποστήριξης στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης.

Είναι προφανές ότι τυχόν υιοθέτιση ενός τέτοιου σχεδίου θα συνεπαγόταν ανακατανομή πόρων και, συνεπώς, κερδισμένους και χαμένους. Οι χαμένοι θα ήταν, κυρίως, όσοι σήμερα απολαμβάνουν σκανδαλωδώς ευνοϊκούς όρους συνταξιοδότησης και εισπράττουν συντάξεις αφανώς επιδοτούμενες από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι κερδισμένοι θα ήταν οι χαμηλοσυνταξιούχοι, ιδίως εκείνοι με σημαντικό αριθμό ενσήμων, καθώς και όσοι σήμερα δεν λαμβάνουν καμμία σύνταξη: μακροχρόνια άνεργοι ή άτομα με διακεκομμένο ιστορικό απασχόλησης που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, άτομα ανίκανα να εργαστούν χωρίς όμως αναπηρική σύνταξη, κοινωνικά αποκλεισμένοι κάθε είδους, αλλά και οι μη οικονομικά ενεργοί (π.χ. νοικοκυρές).

Επί πλέον, μια από τις κρισιμότερες αδυναμίες του σημερινού συστήματος είναι η υπερβολική επιβάρυνση του κόστους εργασίας από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, η οποία είναι υψηλότερη ως ποσοστό του μισθού στην Ελλάδα από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Αυτό αποτελεί κίνητρο εισφοροδιαφυγής, ή εισφοροαποφυγής (π.χ. διά της παρουσίασης σχέσεων ουσιαστικά εξαρτημένης εργασίας ως σχέσεις «υπεργολαβίας»). Η συναίνεση πολλών εργαζομένων σε μεθοδεύσεις παράκαμψης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και γενικά η επικράτηση χαμηλής ασφαλιστικής συνείδησης ευνοούνται επίσης και από τεχνικούς λόγους: η σχέση εισφορών και παροχών κάθε άλλο παρά ευθέως ανάλογη είναι, με αποτέλεσμα να επιδέχεται «χειραγώγησης» (π.χ. ελαχιστοποίηση των εισφορών για τη θεμελίωση ορισμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος).

Για αυτό, η μεταρρύθμιση θα μπορούσε να είναι παιγνίδι θετικού αθροίσματος: η μείωση του κόστους εργασίας δια της μείωσης των επιβαρύνσεων υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης στο χαμηλότερο επίπεδο που απαιτεί η χρηματοδότηση της συμπληρωματικής σύνταξης θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση της εισφοροαποφυγής και, συνεπώς, στη διεύρυνση της χρηματοδοτικής βάσης - ενώ η αποκατάσταση της ανταποδοτικότητας (στη συμπληρωματική σύνταξη) θα εμπόδιζε τη χειραγώγηση των όρων συνταξιοδότησης και θα συνέβαλε στη μείωση της εισφοροδιαφυγής.

Επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης: είναι αλήθεια ότι η αριστερά που συναινεί στη θυσία του συστήματος κοινωνικής προστασίας στο βωμό της διεθνούς ανταγωνιστικότητας αυτοαναιρείται. Άλλο τόσο αλήθεια είναι όμως ότι η αριστερά που επιμένει να εθελοτυφλεί και αρνείται να συμβάλλει με ρεαλιστικές προτάσεις στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση δεν κάνει άλλο από το να προετοιμάζει το έδαφος για μια μελλοντική επικράτηση των εξελίξεων που απεύχεται.

Πέρα από την άχαρη υπεράσπιση της σημερινής κατάστασης, ή την παραίτηση στην εφιαλτική προοπτική μιας κοινωνίας όπου πολλοί θα είναι καταδικασμένοι στη φτώχεια και ακόμη περισσότεροι σε μια δηλητηριώδη ανασφάλεια, υπάρχει και η ιστορική πρόκληση της εγκαθίδρυσης σε στέρεες βάσεις (χωρίς περιστροφές: στα ερείπια του σημερινού κράτους παροχών) του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα.