21 Δεκεμβρίου 2023

Δεξιότητες και κατάρτιση: 4. Η αξία της κατάρτισης

Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).

Εάν, για τους λόγους που αναλύονται αλλού, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων από μόνη της δεν αρκεί για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (που είναι απαραίτητη για τη μετακίνηση της ελληνικής οικονομίας προς ένα δυναμικότερο μοντέλο ανάπτυξης), τότε μήπως θα πρέπει να συμβιβαστούμε με σχολεία που ενθαρρύνουν την αποστήθιση, ή με πανεπιστήμια που παράγουν λειτουργικά αναλφάβητους πτυχιούχους;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι ένα κατηγορηματικό «όχι». Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να εξασφαλίζει ότι όλοι οι πολίτες κατέχουν τις βασικές δεξιότητες (κατανόησης κειμένου και αριθμητικής), όπως επίσης και ένα ελάχιστο σύνολο γενικών γνώσεων (π.χ. ιστορίας και γεωγραφίας), καθώς και εργαλεία για την απόκτηση ειδικότερων γνώσεων αργότερα. Και επειδή η εποχή μας δεν πάσχει από έλλειμα πληροφόρησης, αλλά αντίθετα από πληθωρισμό πληροφοριών, χρειαζόμαστε εξίσου επειγόντως ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να καλλιεργεί τη φιλομάθεια, την ευθυκρισία, και την ανεξάρτητη σκέψη.

Αφήνουμε σε μελλοντικό Special Report την ανάλυση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ενός τέτοιου εκπαιδευτικού συστήματος, και των μέτρων πολιτικής που θα ωθήσουν το εκπαιδευτικό σύστημα της δικής μας χώρας να κινηθεί προς μια τέτοια κατεύθυνση. Σε αυτό το Special Report επικεντρωνόμαστε στο ειδικότερο θέμα της επαγγελματικής κατάρτισης.

Ας αρχίσουμε από τα βασικά. Η μεγάλη αξία της επαγγελματικής κατάρτισης είναι η συνεισφορά της στην αντιμετώπιση 4 μεγάλων προβλημάτων πολιτικής απασχόλησης.


Ένταξη των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας

Σε όλες τις χώρες του κόσμου, η ανεργία είναι υψηλότερη μεταξύ των νέων από ό,τι μεταξύ των μεγαλύτερων σε ηλικία. Η έλλειψη προϋπηρεσίας όσων για πρώτη φορά ψάχνουν για δουλειά είναι μια προφανής αιτία, που εξ ορισμού ισχύει σε όλον τον κόσμο.

Όμως, τα δεδομένα της Eurostat δείχνουν ότι δεν τα πάνε όλες οι χώρες το ίδιο άσχημα στην κρίσιμη μετάβαση από την εκπαίδευση στην απασχόληση. Για παράδειγμα, το 2022 το ποσοστό ανεργίας των νέων 20-24 ετών στην Ελλάδα (29,1%) ήταν έξη φορές υψηλότερο από ό,τι στη Γερμανία (5,0%), ενώ στην ηλικιακή ομάδα 30-34 ετών ήταν «μόλις» τετραπλάσιο (13,2% στην Ελλάδα έναντι 3,4% στη Γερμανία).

Μην φανταστείτε ότι αυτό είναι κληρονομιά της κρίσης της δεκαετίας του ’10, που εκτίναξε τα ποσοστά ανεργίας στη χώρα μας: το 2008, όταν στην ηλικιακή ομάδα 30-34 ετών το ποσοστό ανεργίας ήταν παρόμοιο στις δύο χώρες (8,7% στην Ελλάδα και 7,7% στη Γερμανία), στους νέους 20-24 ετών ήταν υπερδιπλάσιο στην Ελλάδα (21,2%) από ό,τι στη Γερμανία (10,3%).

(Υπενθυμίζεται ότι το ποσοστό ανεργίας υπολογίζεται εξαιρώντας τους «ανενεργούς», δηλαδή όσους δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, π.χ. επειδή σπουδάζουν, ή φροντίζουν παιδιά, ή έχουν συνταξιοδοτηθεί.)

Συνεπώς κάτι άλλο εξηγεί το γιατί στη Γερμανία η ένταξη των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας γίνεται τόσο ομαλά. H επιτυχία αυτή μπορεί να αποδοθεί (μεταξύ άλλων) και στο λεγόμενο δυαδικό σύστημα μαθητείας, στοιχείο της πλούσιας βιομηχανικής κληρονομιάς της χώρας αυτής, καθώς και της εποικοδομητικής συνεργασίας μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτών.

Το δυαδικό σύστημα φέρνει σε επαφή τους αποφοίτους λυκείων με επιχειρήσεις διατεθειμένες να τους παρακολουθούν ως μαθητευόμενους, και συχνά να τους προσλάβουν με κανονική σύμβαση όταν ολοκληρωθεί η μαθητεία τους.

Η μαθητεία διαρκεί 3 χρόνια, συνδυάζει μαθήματα στις σχολές κατάρτισης με πρακτική άσκηση στην επιχείρηση, και καλύπτει περισσότερα από 300 επαγγέλματα (βοηθοί διοίκησης, μηχανικοί αυτοκινήτων, νοσηλευτές, προγραμματιστές, ειδικοί σε logistics, μηχανικοί αεροσκαφών, πωλητές κ.ά.)

Σύμφωνα με τα στοιχεία του αρμόδιου Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης (BIBB), το δυαδικό σύστημα μαθητείας στη Γερμανία εντάσσει κάθε χρόνο σχεδόν 470.000 μαθητευόμενους σε επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων, από τη μεταποίηση μέχρι τις υπηρεσίες.

Το γερμανικό μοντέλο έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά συστήματα κατάρτισης (ενδεχομένως το πιο αποτελεσματικό), καθώς συνδυάζει αρμονικά την ακαδημαϊκή γνώση με την πρακτική άσκηση, και οδηγεί στην απόκτηση δεξιοτήτων υψηλής ποιότητας. Άλλες χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία, Δανία, Σιγκαπούρη, Αυστραλία κ.ά.) έχουν εμπνευστεί από αυτό, προφανώς με διαφοροποιήσεις ως προς διάφορες επιμέρους πλευρές.

Όπως εξηγούμε αλλού, στην Ελλάδα το δυαδικό σύστημα εφαρμόζεται από την δεκαετία του ’50 στις σχολές μαθητείας του ΟΑΕΔ, ενώ σήμερα στις Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), καθώς και στο Μεταλυκειακό Έτος – Τάξη Μαθητείας των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑΛ).

(Περισσότερες πληροφορίες στα ελληνικά για την επαγγελματική κατάρτιση στη Γερμανία εδώ.)


Δουλειές για «προβληματικές περιπτώσεις»

Ένα άλλο πρόβλημα είναι η ένταξη στην αγορά εργασίας των λιγότερο απασχολήσιμων – όπως είναι οι πρόσφυγες, οι παραβατικοί, ή οι αποφυλακισμένοι. Εδώ το ζητούμενο είναι όχι απλώς η απόκτηση δεξιοτήτων εκ μέρους των άμεσα ενδιαφερομένων, αλλά και ο κατευνασμός των επιφυλάξεων (ή των προκαταλήψεων) των πιθανών εργοδοτών. Τρία θετικά παραδείγματα από την Ιταλία, μια χώρα με χαμηλές επιδόσεις και προβληματικό σύστημα παραγωγής δεξιοτήτων, αλλά επίσης μεγάλη παράδοση εθελοντισμού, καθώς και πειραματισμού σε τοπικό επίπεδο.

Το πρώτο αφορά την ένταξη των αποφυλακισμένων. Όπως εξηγεί πρόσφατο άρθρο, τη δεκαετία του ’80 το Κέντρο Αρωγής Ανηλίκων (CAM), που στελεχώνεται από εθελοντές, χρηματοδοτείται από δωρεές, και φιλοξενείται στο Δικαστήριο Ανηλίκων του Μιλάνου, δοκιμάζει μια καινούρια προσέγγιση: να προσφέρει στα νεαρά άτομα που έχουν εκτίσει την ποινή τους μια πραγματική εργασιακή εμπειρία, σε μια πραγματική επιχείρηση, με ωράριο, πειθαρχία, και μικρή αμοιβή. Για έξη μήνες, ο εργοδότης μιας μικρής ή μεσαίας επιχείρηση αναλαμβάνει το αγόρι (ή κάποιο από τα λίγα κορίτσια), του μαθαίνει τη δουλειά, πάντοτε σε επικοινωνία με έναν εθελοντή σύμβουλο εργασίας, αποδεχόμενος το ρίσκο που συνεπάγεται η πλήρης απειρία (και συχνά αναξιοπιστία) του νεαρού μαθητευομένου. Εάν η μαθητεία ολοκληρωθεί ικανοποιητικά, το CAM καταβάλλει στον μαθητευόμενο μια «υποτροφία μαθητείας». Με την άδεια της Επιθεώρησης Εργασίας (ο διευθυντής της οποίας πείθεται ότι η ιδέα είναι καλή, παρότι το νομικό καθεστώς είναι ασαφές), το πρόγραμμα τίθεται σε εφαρμογή. Αργότερα, με νόμο του 1997, νομιμοποιείται και τυπικά.

Από τις 123 υποτροφίες μαθητείας που χορηγήθηκαν από το 2010 έως το 2021, οι 99 κατέληξαν στην πρόσληψη του μαθητευόμενου από την επιχείρηση όπου πραγματοποιήθηκε η μαθητεία: το ποσοστό επιτυχίας (80,4%, ή 92,5% αν εξαιρεθούν οι περιπτώσεις όπου ο εργοδότης δεν μπόρεσε να συνεχίσει, χωρίς ευθύνη του μαθητευόμενου, που πέρασε σε άλλη επιχείρηση), ξεπερνά κατά πολύ το αντίστοιχο ποσοστό επιτυχίας των προγραμμάτων μαθητείας της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης και των Κέντρων Κατάρτισης των Περιφερειών (σπανίως πάνω από 25%).

Το άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για την επιτυχία του προγράμματος καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος των εθελοντών του Κέντρου Αρωγής Ανηλίκων, στοιχείο που υπογραμμίζει τη σημασία της πλαισίωσης των μαθητευόμενων από εργατικούς και ευσυνείδητους συμβούλους εργασίας.

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την κοινωνική ένταξη αιτούντων ασύλου στην περιφέρεια του Piemonte (με πρωτεύουσα το Τορίνο). Το πρόγραμμα κοινωνικής καινοτομίας FORWORK αξιολόγησε τα αποτελέσματα ενός μείγματος εντατικής ατομικής παρακολούθησης (από συμβούλους εργασίας), κατάρτισης, και πρακτικής άσκησης. Οι ερευνητές πήραν αναλυτική συνέντευξη στην αρχή και στο τέλος του προγράμματος από 1.200 αιτούντες ασύλου, εκ των οποίων οι 600 έλαβαν κατάρτιση και πρακτική άσκηση (ομάδα παρέμβασης), ενώ οι άλλοι 600 όχι (ομάδα ελέγχου).

Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης έδειξαν ότι τα άτομα της ομάδας παρέμβασης είχαν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα απασχόλησης σε σύγκριση με εκείνα της ομάδας ελέγχου, ενώ η διαφορά αυξανόταν με το χρόνο (φθάνοντας τις 20 ποσοστιαίες μονάδες μετά από ενάμιση έτος). Επίσης, η συμμετοχή στο πρόγραμμα βελτίωσε τη γνώση της ιταλικής γλώσσας και αύξησε τις επαφές με Ιταλούς, διευκολύνοντας έτσι την κοινωνική ένταξη των αιτούντων ασύλου.

Το τρίτο παράδειγμα αφορά το ίδρυμα «Πλατεία των Επαγγελμάτων» (Piazza dei mestieri) με έδρα το Τορίνο, και υποκαταστήματα στο Μιλάνο και στην Κατάνια (Σικελία). Με την εμπνευσμένη καθοδήγηση των δύο ιδρυτών, με προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα, το ίδρυμα προσφέρει επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση σε λυκειακό και μεταλυκειακό επίπεδο, στους τομείς της αγροδιατροφής, του τουρισμού, και της πληροφορικής, με την υποστήριξη της τοπικής αυτοδιοίκησης, των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, καθώς και των επιχειρήσεων.

Οι εγκαταστάσεις του ιδρύματος στο Τορίνο, εξαιρετικής βιομηχανικής αισθητικής (σε ένα πρώην βυρσοδεψείο του 19ου αιώνα), στεγάζουν όχι μόνο αίθουσες διδασκαλίας, αλλά και παραγωγικές μονάδες: εστιατόριο, ζυθοποιείο, αρτοποιείο, τυπογραφείο, εργαστήριο σοκολάτας (προϊόν με μεγάλη παράδοση στο Τορίνο), καθώς και αίθουσες εκδηλώσεων, συναυλιών, και παραστάσεων. Η εργασία στις παραγωγικές μονάδες του ιδρύματος είναι υποχρεωτικό μέρος της μαθητείας – και είναι ανοιχτές στην πόλη.

Στελέχη των επιχειρήσεων της περιοχής έρχονται συχνά να δώσουν παρουσιάσεις, με την ελπίδα να προσελκύσουν τους μαθητευόμενους. Οι καταναλωτές που αγοράζουν μπύρα, σοκολάτα, ή ψωμί έρχονται στα καταστήματα της Πλατείας των Επαγγελμάτων από όλο το Τορίνο, και από πιο μακριά ακόμη – το ίδιο και οι πελάτες του μπαρ και του εστιατορίου. Ο στόχος είναι η υψηλή ποιότητα των προϊόντων, και της εξυπηρέτησης. Με τα λόγια του Dario Odifreddi, συνιδρυτή και προέδρου του ιδρύματος: «φιλοδοξία μας είναι ο εθισμός των μαθητών στην ομορφιά».

Το ποσοστό απασχόλησης των αποφοίτων πλησιάζει το 100%. Πολλά από αυτά τα παιδιά θα ήταν άνεργα, χωρίς προοπτικές – ενώ στην Κατάνια αρκετά θα κατέληγαν στην κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα της περιοχής: το οργανωμένο έγκλημα.


Αντιστοίχιση δεξιοτήτων

Όπως δείχνουν τα δεδομένα της Eurostat, 38% των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην Ελλάδα (έναντι 23% στην ΕΕ) εργάζονται σε επαγγέλματα χαμηλών ή μεσαίων δεξιοτήτων, τα οποία δεν απαιτούν πτυχίο. Λαμβάνοντας υπόψη και αυτό το στοιχείο, οι τιμές του δείκτη ESI που εκπονεί το CEDEFOP κατέτασσαν την Ελλάδα στην 30η (προτελευταία) θέση το 2022 ως προς την αντιστοίχιση δεξιοτήτων. Το μεγάλο ποσοστό ετεροαπασχολουμένων, μαζί με την υψηλή ανεργία των νέων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συμβάλλουν αρνητικά στην επίδοση αυτή.

Σε παρόμοια συμπεράσματα οδηγεί η μελέτη των δεδομένων του ΟΟΣΑ για τα ουσιαστικά προσόντα. Το ποσοστό υπερκατάρτισης στην Ελλάδα έφθανε το 28% με βάση τις δεξιότητες κατανόησης κειμένου, και το 22% με βάση τις δεξιότητες αριθμητικής – σημαντικά υψηλότερο από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες που πήραν μέρος στην έρευνα PIAAC. (Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 11% και για τις δύο κατηγορίες βασικών δεξιοτήτων.)

Αντιστρόφως, το ποσοστό υποκατάρτισης στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερο και διέφερε λιγότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των άλλων χωρών: ήταν 7% με βάση τις δεξιότητες κατανόησης κειμένου, ή 4% με βάση τις δεξιότητες αριθμητικής (με μέσο όρο ΟΟΣΑ 4% και για τις δύο κατηγορίες).

Στην Ελλάδα η αναντιστοιχία δεξιοτήτων αφορά τα λεγόμενα soft skills, για τα οποία έγινε λόγος νωρίτερα, αλλά επίσης την έλλειψη στελεχών του εμπορικού ναυτικού, τεχνικών και τεχνολόγων στη μεταποίηση, ακόμη και υδραυλικών και ηλεκτρολόγων – καθώς επίσης και το πλεόνασμα «αδιόριστων πτυχιούχων», νομικών και ιατρών. (Αντίθετα με την πρώτη κατηγορία, οι δύο τελευταίες είναι σε θέση να αυξάνουν τεχνητά τη ζήτηση για τις υπηρεσίες τους, μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον.)

Η αντιστοίχιση των προσόντων των εργαζομένων (και των ανέργων) με τις απαιτήσεις των θέσεων εργασίας που δημιουργούν οι επιχειρήσεις είναι βασικός στόχος της επαγγελματικής κατάρτισης και της διά βίου μάθησης.


Αντιμετώπιση της τεχνολογικής ανεργίας

Το τέταρτο πρόβλημα πολιτικής απασχόλησης στο οποίο μπορεί να συνεισφέρει καθοριστικά η (επανα)κατάρτιση είναι η αντιμετώπιση των συνεπειών της τεχνολογικής προόδου. Πράγματι, κάθε φορά που αλλάζει η τεχνολογία, οι επιχειρήσεις που δεν καταφέρνουν να προσαρμοστούν χάνουν μερίδιο αγοράς, και τελικά καταλήγουν να φυτοζωούν ή να χρεωκοπούν, ενώ όσοι εργάζονται σε τέτοιες επιχειρήσεις χάνουν τη δουλειά τους.

Αυτό δεν είναι καινούριο: είναι συνυφασμένο με την ιστορία του καπιταλισμού, από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι τις μέρες μας. Συχνά, η τεχνολογική πρόοδος δεν δυσκολεύει απλώς κάποιες επιχειρήσεις, αλλά αχρηστεύει ολόκληρους κλάδους, όπως η ατμοκίνηση, ή η τηλεγραφία.

Παρά τις ανησυχίες για το «Τέλος της Εργασίας», που επανέρχονται με μαθηματική ακρίβεια σε κάθε κύμα τεχνολογικής αλλαγής από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μετά (με τους «Λουδίτες» των αρχών του 19ου αιώνα να σπάνε τα νέα τότε κλωστοϋφαντουργικά μηχανήματα που τους έπαιρναν τις δουλειές), τελικά κάθε νέα τεχνολογία δημιούργησε περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες κατέστρεψε. Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να ξέρουμε αν η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη θα ακολουθήσουν την ίδια εξέλιξη. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά δεν θα είναι όλα διαφορετικά.

Ακόμη και έτσι, όμως, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από τη νέα τεχνολογία διαφέρουν σημαντικά από εκείνες που καταστρέφονται: πολλές από αυτές βρίσκονται σε άλλους κλάδους, σε άλλες περιοχές (ή και ηπείρους), και απαιτούν εργαζόμενους με διαφορετικές δεξιότητες. Η μαζική επανακατάρτιση των χαμένων της τεχνολογικής προόδου, μαζί με την κοινωνική προστασία όσων δεν μπορούν να επανακαταρτιστούν, είναι τα μόνα εργαλεία που διαθέτουν οι δυτικές δημοκρατίες για να αποφύγουν κοινωνικές αναταραχές μεγάλης κλίμακας.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ένα καλό σύστημα κατάρτισης μπορεί να κάνει τη διαφορά. Στη Γερμανία, ανάμεσα σε όσους εργαζόμενους έκαναν επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας που αυτοματοποιήθηκαν, λίγοι βγήκαν στην ανεργία: οι περισσότεροι άλλαξαν δουλειά. Μάλιστα, όσοι από τους τελευταίους επανακαταρτίστηκαν, και μετά μετακινήθηκαν σε πιο απαιτητικές θέσεις εργασίας, απέφυγαν τις εισοδηματικές απώλειες που συνήθως συνοδεύουν τέτοιες μετακινήσεις.

Αντίθετα, στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι από όσους κατείχαν θέσεις εργασίας που απαξιώθηκαν από την αυτοματοποίηση, ή εργάζονταν σε επιχειρήσεις που έκλεισαν λόγω φθηνών εισαγωγών από την Κίνα, κατέληξαν άνεργοι ή «ανενεργοί» (δηλαδή έπαψαν καν να ψάχνουν δουλειά). Ακόμη και όσοι βρήκαν άλλη δουλειά, πληρώνονταν πολύ λιγότερο από ό,τι στην προηγούμενη θέση εργασίας. Με άλλα λόγια, οι πιο τυχεροί από τους πρώην καλοπληρωμένους βιομηχανικούς εργάτες έγιναν ταμίες σε σούπερ μάρκετ ή υπάλληλοι της Amazon, ενώ οι λιγότερο τυχεροί το έριξαν στα οπιούχα (και άρχισαν να ψηφίζουν Τραμπ).

Η έλλειψη ευκαιριών επανακατάρτισης σε τοπική κλίμακα μπορεί να είναι μοιραία.