14 Σεπτεμβρίου 2025

Μια χώρα για νέους ανθρώπους;

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025).


«Η ζωή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο κοιτώντας προς τα πίσω», γράφει ο φιλόσοφος, και κοιτώντας τη δική μου ζωή προς τα πίσω συνειδητοποιώ πόσο τυχερή υπήρξε η γενιά μου, που μεγαλώνοντας τη δεκαετία του ’70 και του ’80, έζησε μια εποχή πιο ειρηνική, πιο ασφαλή και πιο αισιόδοξη από την τωρινή. Αντίθετα, η γενιά των παιδιών μας θα υποχρεωθεί να ζήσει σε έναν κόσμο πολύ πιο ζοφερό: με πολεμικές συγκρούσεις έξω από την πόρτα μας, με το φάσμα μιας ανεπανόρθωτης κλιματικής καταστροφής να ελλοχεύει, και με την αίσθηση ότι τις τύχες του κόσμου κρατούν άνθρωποι ανεπαρκείς και συμπλεγματικοί.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα παιδιά που ενηλικιώνονται ειδικά στη δική μας γωνιά του πλανήτη έχουν να αντιμετωπίσουν πρόσθετα εμπόδια στην αναζήτηση της ευτυχίας (τους): μια κοινωνία από πεποίθηση αναξιοκρατική, μια αγορά εργασίας που μεροληπτεί κατά των νέων, ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που επιμένει να δίνει προτεραιότητα στις συντάξεις και όχι στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, μια αγορά κατοικίας απρόσιτη για όσους δεν έχουν γερές πλάτες, και ένα δημόσιο χρέος που επικρέμαται στενεύοντας τους ορίζοντες.

Μια μόνο ένδειξη του πόσο μεγάλο είναι το αδιέξοδο που βιώνουν οι σημερινοί νέοι είναι ο αριθμός των γεννήσεων – ο οποίος, ήδη από την εποχή του μεταπολεμικού baby boom, λειτουργεί ως ένα είδος ψήφου εμπιστοσύνης στο μέλλον: στη χώρα μας έχει πέσει στις 68 χιλιάδες το 2024, από 118 χιλιάδες το 2008 (μείωση 42%, δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ μετά τη Λετονία).

Η πραγματικότητα είναι δυσοίωνη, αλλά το ερώτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε για να την αλλάξουμε – άλλωστε ο (ίδιος) φιλόσοφος συμπλήρωνε ότι η ζωή «πρέπει να βιώνεται κοιτώντας μπροστά». Δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση αυτό το ερώτημα (ας αναρωτηθούμε όλοι μας αν δίνουμε ευκαιρίες στους νέους εκεί όπου αυτό περνά από το χέρι μας, π.χ. στο επαγγελματικό μας περιβάλλον), αλλά αφορά κυρίως εκείνην.

Προς τιμήν της, η κυβέρνηση δεν φαίνεται εντελώς ανυποψίαστη για το πρόβλημα, αν κρίνει κανείς από τα φορολογικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν στην ΔΕΘ, από τον πρόσφατο ακτιβισμό στη στεγαστική πολιτική, ή από τις πρωτοβουλίες για τον επαναπατρισμό όσων σταδιοδρομούν στο εξωτερικό. Αρκούν αυτά;

Η εύκολη απάντηση είναι «όχι». Μια ειλικρινέστερη απάντηση θα αναγνώριζε ότι το πρόβλημα είναι τεράστιο, και σε κάποιο βαθμό πέρα από τον έλεγχο της (οποιασδήποτε) κυβέρνησης. Όμως και πάλι: περιθώρια δράσης υπάρχουν, και μάλιστα σημαντικά.

Ας παραβλέψω προς το παρόν τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα προβλήματα, για την αντιμετώπιση των οποίων η κυβέρνηση είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες, που στη συνέχεια διέψευσε, όπως είναι η πολυσυζητημένη αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου, χωρίς την οποία η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει πολλές καλές θέσεις εργασίας.

Ας παραβλέψω επίσης πρωτοβουλίες υπέρ των νέων ζευγαριών στις οποίες έχω αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα - όπως είναι η δέσμευση ότι κάθε παιδί που γεννιέται στη χώρα θα έχει δωρεάν θέση σε έναν καλό βρεφονηπιακό σταθμό στη γειτονιά του (θα μας κόστιζε το 1% της δαπάνης για συντάξεις), ή η υποχρεωτική άδεια μετ’ αποδοχών για κάθε εργαζόμενο που γίνεται πατέρας (με έξοδα του κράτους, όχι του εργοδότη), μέτρα που όχι μόνο συμβάλλουν στη ψυχική υγεία των νέων και των παιδιών τους, αλλά επίσης αποφέρουν στην οικονομία το πολλαπλάσιο του κόστους τους.

Ας περιοριστούμε στην πολιτική της κυβέρνησης για την έρευνα, που σε κάποιους φαίνεται περιττή πολυτέλεια, αλλά που θα επηρεάσει τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας στο μέλλον. Προκειμένου να επιστρέψουν και να κάνουν οικογένεια τα ελληνόπουλα που διαπρέπουν στο εξωτερικό, αλλά και για να δοθούν ευκαιρίες στα άξια παιδιά που δεν έφυγαν ποτέ, δεν αρκούν φορολογικές απαλλαγές. Χρειάζονται ρεαλιστικές προοπτικές ανέλιξης σε ένα στοιχειωδώς αξιοκρατικό περιβάλλον. Αντίθετα, η συστηματική παραμέληση των (δημόσιων) πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, η εχθρική γραφειοκρατία, η κυβερνητική αδιαφορία για την αξιολόγηση (και την υποστήριξη) όσων εργάζονται σε αυτά, καθώς και η σκανδαλώδης διαχείριση των κοινοτικών πόρων που συρρέουν στη χώρα (π.χ. του προγράμματος «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας»), στέλνουν σαφές μήνυμα: «Παιδιά φύγετε, ή μείνετε εκεί που είστε».

Οι απαντήσεις τους (π.χ. στην πρόσφατη «Μελέτη Νεολαίας» του Ιδρύματος Friedrich Ebert με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) δείχνουν ότι αυτό ακριβώς σκέφτονται να κάνουν.

5 Σεπτεμβρίου 2025

Quo vadis Europa?

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του ΕΛΙΑΜΕΠ στο πλαίσιο του αφιερώματος με τίτλο "State of the European Union: Ποια μηνύματα αναμένουμε για την πορεία της Ευρώπης; – Οι αναλυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ απαντούν" (Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025).


Για πρώτη φορά μετά από 80 χρόνια, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες απειλές.

Κάποιες προέκυψαν ξαφνικά, αν και οι ρίζες τους πάνε βαθιά στο χρόνο: ρωσική επιθετικότητα, αμερικανική αντιπάθεια, κινεζικός επεκτατισμός, μεσανατολική ανάφλεξη.

Άλλες είναι προϊόν αδυναμιών που δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως, και που σήμερα έχουν κακοφορμίσει: οικονομική υστέρηση, έλλειμμα καινοτομίας, δημογραφική γήρανση, θεσμική ακινησία, πολιτικός κατακερματισμός.

Το συνδυασμένο αποτέλεσμά τους είναι ότι τα παιδιά μας και τα παιδιά τους κινδυνεύουν να μεγαλώσουν σε μια Ήπειρο ευάλωτη και ανασφαλή, ανήμπορη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, με ξεπερασμένη οικονομία, στάσιμο βιοτικό επίπεδο, και κοινωνίες που βράζουν από θυμό.

Εύκολα μπορεί να περιγράψει κανείς το ζοφερό σενάριο. Η νίκη της Λεπέν (ή του Μπαρντελλά) στις προεδρικές εκλογές του 2027 θα φέρει τη Γαλλία σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΕ, και θα παραλύσει οποιαδήποτε απόπειρα συγκροτημένης ευρωπαϊκής αντίδρασης.

Στη σύγχυση που θα επακολουθήσει, η κάθε χώρα θα προσπαθήσει να περισώσει ό,τι μπορεί. Αφήνω στη φαντασία του αναγνώστη τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Εσθονία, ή για τη Δανία (και – γιατί όχι; - για την Κύπρο ή την Ελλάδα).

Το εναλλακτικό σενάριο ξεκινά από τη συνειδητοποίηση ότι καμιά χώρα δεν θα τα καταφέρει μόνη της. Άρα: στενή συνεργασία για την άμυνα, την οικονομία, τη μετανάστευση. Δεν είναι το επικρατέστερο. Είναι απαιτητικό. Είναι όμως το μόνο που μπορεί να μας γλυτώσει από χειρότερες περιπέτειες.

1 Σεπτεμβρίου 2025

Τι μέλλει γενέσθαι τώρα με την Ουκρανία;

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του ΕΛΙΑΜΕΠ στο πλαίσιο του αφιερώματος με τίτλο "Ουκρανία: Τι μέλλει γενέσθαι; – Οι αναλυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ απαντούν" (Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025).

Δεν είμαι ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής, αλλά ως απλός αναγνώστης του διεθνούς Τύπου έχω σχηματίσει τη γνώμη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχιστεί για αρκετά χρόνια ακόμη. Οι λόγοι είναι εξής:

  1. Οι ΗΠΑ πλέον είναι πολιτικά και ψυχολογικά στο πλευρό της Ρωσίας. Δύο κυρίως παράγοντες φαίνεται να εμποδίζουν τον Τραμπ να εγκαταλείψει πλήρως την Ουκρανία: η επιθυμία του να πάρει το Βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη, και τα προσδοκόμενα οφέλη από την παράταση του πολέμου για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία (με χρήματα των Ευρωπαίων). Εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ δεν φαίνεται πιθανό να δοθούν, ή αν δοθούν να τηρηθούν, συνεπώς δεν πρόκειται να αποτρέψουν τη Ρωσία να επιτεθεί ξανά.
  2. Η Ρωσία του Πούτιν αναπολεί την εποχή που ήταν υπερδύναμη, αλλά η ρωσική οικονομία είναι μικρότερη από την ιταλική. Είναι αλήθεια ότι ο ρωσικός στρατός, χάρη στην υπεροπλία του, και στην αδιαφορία της ηγεσίας του για τις ανθρώπινες απώλειες, σημειώνει προόδους στο ουκρανικό μέτωπο. Όσο η πορεία του πολέμου παραμένει ευνοϊκή, η Ρωσία δεν έχει λόγο να δεχθεί ανακωχή. Όμως η πρόοδος του ρωσικού στρατού είναι απελπιστικά αργή: το βρετανικό υπουργείο αμύνης εκτιμά ότι με το σημερινό ρυθμό θα χρειαστεί τεσσεράμιση χρόνια για να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο των τεσσάρων περιοχών (Λούχανσκ, Ντόνετσκ, Ζαπορίζια, Χερσών) που διεκδικεί.
  3. Η Ουκρανία μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αλλά είναι απίθανο να ενταχθεί στη ρωσική σφαίρα επιρροής, όπως ονειρεύονται στο Κρεμλίνο. Αφενός, η ρωσική εισβολή έχει τονώσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της (ακόμη και των ρωσόφωνων), συνεπώς ο διάδοχος του Ζελένσκι δύσκολα θα είναι της αρεσκείας του Πούτιν. Αφετέρου, το μέγεθος και το αξιόμαχο του ουκρανικού στρατού εγγυώνται την διαιώνιση της σύγκρουσης.
  4. Η ρωσική επιθετικότητα δεν απειλεί μόνο την Ουκρανία. Εάν υποκύψει η Ουκρανία, το επόμενο θύμα της Ρωσίας του Πούτιν θα είναι η Μολδαβία ή οι χώρες της Βαλτικής. Μόνο η στρατιωτική ισχύς μπορεί να αποτρέψει τη ρωσική επιθετικότητα. Η Ευρώπη σήμερα δεν διαθέτει την αμυντική ικανότητα να υποχρεώσει τη Ρωσία του Πούτιν σε αναδίπλωση. Διαθέτει όμως τους πόρους, υλικούς και ανθρώπινους, που θα της επιτρέψουν να την αποκτήσει – αρκεί να το θελήσει. Με τη σειρά του, αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα αναγνωρίσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες ότι η ασφάλεια, η ευημερία, ακόμη και η ελευθερία τους, είναι σήμερα σε θανάσιμο κίνδυνο.

31 Αυγούστου 2025

Οι εισοδηματικές ανισότητες στο προσκήνιο

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 31 Αυγούστου 2025).

Σε μια αποστροφή της διαβόητης συνέντευξής του στην Monde, ο Αλέξης Τσίπρας είπε κατά λέξει τα εξής: «Μεταξύ 2015 και 2019, τα εισοδήματα του 10% των φτωχότερων αυξήθηκαν κατά 45%, ενώ μειώθηκαν κατά 2,7% για το 10% των πλουσιότερων [...]. Αντίθετα, μεταξύ 2019 και 2023, τα εισοδήματα του 10% των φτωχότερων μειώθηκαν κατά 8,1%, ενώ τα εισοδήματα του 10% των πλουσιότερων αυξήθηκαν κατά 13%.»

Είναι κάπως απλουστευτικό να πιστώνεται – ή να χρεώνεται – εξ ολοκλήρου σε μια κυβέρνηση η πορεία της οικονομίας, και οι επιπτώσεις της στην κατανομή του εισοδήματος. Όμως μια τόσο θεαματική αναδιανομή αρχικά υπέρ των οικονομικά αδύναμων και στη συνέχεια υπέρ των οικονομικά ισχυρών δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί, ούτε να αποδοθεί (και πάλι: εξ ολοκλήρου) σε εξελίξεις πέρα από τον έλεγχο της κυβέρνησης. Το θέμα είναι εάν αυτό που είπε ο πρώην πρωθυπουργός ισχύει.

Εάν αναλύσει κανείς τα ίδια στοιχεία (Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών EU-SILC), αποπληθωρισμένα με τον Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, η εικόνα που προκύπτει είναι αρκετά διαφορετική: Την περίοδο 2015-2019, τα (πραγματικά) εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 31,7% στο χαμηλότερο δέκατο της εισοδηματικής κατανομής, και κατά 2,3% στο υψηλότερο. Την περίοδο 2019-2023, η αύξηση ήταν 15,5% για το φτωχότερο δεκατημόριο και 9,7% για το υψηλότερο.

Δεδομένου ότι η πρόθεση του κ. Τσίπρα ήταν να καρπωθεί την επί των ημερών του αναδιανομή υπέρ των φτωχότερων, είναι λίγο παράξενο που συγκρίνει το 2019 με το 2015. Στο κάτω-κάτω, σχεδόν ολόκληρο το 2015, από τον Ιανουάριο, κυβερνούσε ο ίδιος. Η παράλειψη, ηθελημένη ή όχι, δεν είναι άμοιρη συνεπειών: σύμφωνα με τα ίδια δεδομένα, το ταραγμένο 2015 τα εισοδήματα των φτωχότερων μειώθηκαν κατά 6,2%, ενώ των πλουσιότερων αυξήθηκαν κατά 1,4%. Δεν χρεώνεται στον κ. Τσίπρα αυτή η αναδιανομή σε βάρος των φτωχότερων;

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι, τα στοιχεία δείχνουν ότι η εισοδηματική ανισότητα όντως μειώθηκε σημαντικά το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίθετα, το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του κ. Τσίπρα δεν επιβεβαιώνεται: δεν προκύπτει από πουθενά ότι τα πραγματικά εισοδήματα των φτωχότερων μειώθηκαν, ούτε ότι η ανισότητα αυξήθηκε σημαντικά, μετά το 2019.

Για τους ρέκτες: ο λόγος των εισοδημάτων του πλουσιότερου 10% με το φτωχότερο 10% (δείκτης συνέντευξης Τσίπρα) συνέχισε να μειώνεται επί Νέας Δημοκρατίας, ενώ ο λόγος των εισοδημάτων του πλουσιότερου 20% με το φτωχότερο 20% (δείκτης Eurostat/ΕΛΣΤΑΤ) αυξήθηκε επί Covid, μετά μειώθηκε, και έκτοτε σταθεροποιήθηκε – τουλάχιστον προς το παρόν – λίγο πάνω από το επίπεδο του 2019.

Είναι λογικό ότι τα πραγματικά εισοδήματα των φτωχότερων βελτιώθηκαν μετά το 2019. Οι μισθοί παραμένουν απελπιστικά χαμηλοί, αλλά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που πριν ήταν άνεργοι τώρα εργάζονται. Οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν σημαντικά. Τα επιδόματα δεν έχουν μειωθεί.

Έκλεισε το θέμα; Όχι ακριβώς. Η ακρίβεια δεν πλήττει το ίδιο τους πάντες: οι φτωχοί αφιερώνουν μεγαλύτερο μερίδιο του οικογενειακού προϋπολογισμού για ενέργεια και τρόφιμα, άρα η πρόσφατη πληθωριστική έξαρση τους κοστίζει περισσότερο. Επίσης, τα εισοδήματα δεν είναι το παν: η χώρα μας είναι πρωταθλητής Ευρώπης στο ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ότι δεν έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη που έχουν ανάγκη. Η αδιαφορία για την παρακμή του ΕΣΥ έχει συνέπειες. Αντιστοίχως για τα δημόσια σχολεία, τις δημόσιες συγκοινωνίες, και τα άλλα «εισοδήματα σε είδος». 

Η κυβέρνηση δεν στρέφεται κατά των φτωχών. Εάν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει για κάτι είναι για το πώς (δεν) αντιμετωπίζει τις παρενέργειες εξελίξεων που δεν ελέγχει πλήρως αλλά εν μέρει: η επαναφορά ενός βαθιά προβληματικού μοντέλου ανάπτυξης συσσωρεύει αδιέξοδα, ο υπερτουρισμός υποσκάπτει την (περιβαλλοντική, κοινωνική, οικονομική) βιωσιμότητα της χώρας, η Golden Visa και το Airbnb κάνουν απρόσιτη την κατοικία κ.ο.κ.

Ενίοτε βέβαια η κυβέρνηση στρέφεται ευθέως υπέρ των μη φτωχών: π.χ. με τη σχεδιαζόμενη κατάργηση της προσωπικής διαφοράς ετοιμάζεται να μοιράσει εκατοντάδες εκατομμύρια σε συνταξιούχους που ακόμη και μετά τις μνημονιακές περικοπές εισπράττουν πολύ περισσότερα από όσα είχαν συνεισφέρει (οι ίδιοι και οι εργοδότες τους), υποθηκεύοντας αμέριμνα το μέλλον των νέων και των επερχόμενων γενεών. Σαν να μην χρεωκοπήσαμε το 2010.

Αλλά αυτό είναι θέμα επόμενου άρθρου.


24 Αυγούστου 2025

Αντί για επιδόματα, αναπτυξιακή δημόσια πολιτική

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 24 Αυγούστου 2025).

Εδώ και αρκετά χρόνια, έχει επικρατήσει η ομιλία του εκάστοτε πρωθυπουργού στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης να περιέχει εξαγγελίες νέων παροχών. Δεν ήταν πάντα έτσι: αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο κείμενο της ομιλίας του Κώστα Σημίτη στις 7 Σεπτεμβρίου 1996, ακριβώς 15 μέρες πριν από τις εκλογές, όπου οι παρευρισκόμενοι αντί παροχολογίας έγιναν αποδέκτες μιας σφοδρής καταγγελίας της παροχολογίας, και της δημοσιονομικής ανευθυνότητας εν γένει.

Ως γνωστόν, η συνετή διαχείριση διήρκεσε όσο και οι κυβερνήσεις Σημίτη: από το 2004 η χώρα μπήκε στο δρόμο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: ενώ το 2009 το μέσο κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν μόλις 6% κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των (σημερινών) 27 κρατών μελών, το 2019 είχε φτάσει να είναι 34% χαμηλότερο, ενώ ακόμη και σήμερα παραμένει 29% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Εν έτει 2025, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την οιονεί χρεωκοπία, είμαστε μεν πλουσιότεροι από τη Βουλγαρία, και περίπου στο ίδιο επίπεδο με τη Λεττονία, αλλά φτωχότεροι από όλους τους άλλους Ευρωπαίους.

Θα περίμενε κανείς ότι μια τέτοια καθίζηση θα «εμβολίαζε» το πολιτικό σύστημα κατά της παροχολογίας. Αντιθέτως, και σε αυτό το θέμα συνέβη ό,τι συνέβη με το τέλος της πανδημίας, όταν η ευγνωμοσύνη μας για τους γιατρούς και τις νοσοκόμες (αλλά και για τους ντελιβεράδες, τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ, και τους άλλους «εργαζόμενους πρώτης γραμμής») μεταβλήθηκε στη συνήθη αδιαφορία για τις αμοιβές τους και για τις συνθήκες εργασίας τους: με ευθύνη των πολιτικών, και με συνενοχή του Τύπου και των ψηφοφόρων, το πολιτικό σύστημα επανήλθε στην πεπατημένη.

Με την προηγούμενη κυβέρνηση, η παροχολογία (όπως και πολλά άλλα πεπραγμένα της) είχε κάτι το κωμικό: το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ στις 13 Σεπτεμβρίου 2014 (προτού δηλ. γίνει πρωθυπουργός), ήταν τόσο εκτός τόπου και χρόνου που μπήκε αμέσως στο αρχείο. Με τη σημερινή κυβέρνηση, η παροχολογία συνεχίζεται, αλλά χρηματοδοτείται από κοινοτικά κονδύλια, επιτρέποντας στη χώρα να παρουσιάζει αξιοζήλευτες δημοσιονομικές επιδόσεις.

Πρόκειται για πανούργα επιλογή – μόνο που τα εν λόγω κοινοτικά κονδύλια δεν διατίθενται στα κράτη μέλη για να τα μοιράζουν στους ψηφοφόρους αλλά για να αντιμετωπίσουν διαρθρωτικά προβλήματα. Οι πόροι της Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής δίνονται για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, όχι για τον πλουτισμό απατεώνων με πολιτική κάλυψη. Οι πόροι του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάπτυξης στοχεύουν στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων, όχι στην επιδότηση μιας παρασιτικής βιομηχανίας εικονικής κατάρτισης. Οι πόροι του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης υπάρχουν για να διευκολύνουν την ενεργειακή μετάβαση κάνοντάς την πιο ομαλή και πιο δίκαιη, όχι για να επιδοτούμε το λογαριασμό του κλιματιστικού σε βίλες της Μυκόνου. (Το 2022 η Ελλάδα δαπάνησε για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης 5% του ΑΕΠ, πολύ περισσότερο από ό,τι κάθε άλλη χώρα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Στη δεύτερη θέση, με μόλις 2,8% του ΑΕΠ, ισοβαθμούσαν η Ιταλία και η Πολωνία. Τα κοινοτικά κονδύλια κάλυψαν μεγάλο μέρος του κόστους των μέτρων, αλλά όχι το σύνολο: σχεδόν το μισό, ή 2,2% του ΑΕΠ, προήλθε από εθνικούς πόρους.)

Ακόμη και τα κοινωνικά επιδόματα πλησιάζουν το σημείο κορεσμού (ενώ οι συντάξεις το έχουν ξεπεράσει προ πολλού). Τα κενά κοινωνικής προστασίας ήταν κραυγαλέα προ κρίσης, συνεπώς η θεσμοθέτηση νέων ευρωπαϊκού τύπου προγραμμάτων υπήρξε επιβεβλημένη. Όμως ακόμη και εδώ, η χώρα δεν χρειάζεται νέες παροχές. Αυτό που χρειάζεται είναι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης (και κυρίως θέσεις εργασίας) για τους ανέργους, προγράμματα κοινωνικής επανένταξης για τους δικαιούχους ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αντί νέων επιδομάτων ενοικίου μια αποτελεσματική πολιτική για προσιτή κατοικία, και αντί voucher βρεφονηπιακούς σταθμούς υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους σε όλη την επικράτεια για όλα τα παιδιά που γεννιώνται στη χώρα μέχρι να πάνε στο νηπιαγωγείο.

Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζεται η οικονομία και η κοινωνία είναι μια αναπτυξιακή δημόσια πολιτική. Αυτό είναι το μέτρο με βάση το οποίο θα κριθεί η ομιλία του πρωθυπουργού το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου.

6 Ιουλίου 2025

«Ποινή μητρότητας» και άδεια πατρότητας: μαθήματα από τη Σκανδιναβία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 6 Ιουλίου 2025).


Πριν μισό αιώνα, μια ομάδα πολιτικών, συνδικαλιστών και ερευνητών στη Σουηδία είχαν μια πρωτότυπη ιδέα: Γιατί να μην δοθεί το δικαίωμα και στους άνδρες να παίρνουν άδεια από τη δουλειά τους όταν γεννιέται το παιδί τους; Αφενός θα μοιράζονται καλύτερα τις ευθύνες με τη σύντροφό τους, και αφετέρου θα δένονται με το μωρό. Αμ’ έπος αμ’ έργον: έτσι έγινε η Σουηδία, το μακρινό 1974, η πρώτη χώρα στον κόσμο όπου θεσμοθετήθηκε η άδεια πατρότητας μετ’ αποδοχών.

Αρχικά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι είχαν φανταστεί οι εμπνευστές της νέας πολιτικής. Ο νόμος έδινε το δικαίωμα στο ζευγάρι να αποφασίσει αν την άδεια θα την έπαιρνε όντως ο πατέρας, ή αν απλώς θα παρατεινόταν η καθιερωμένη άδεια μητρότητας, προσθέτοντας τους δύο χρόνους. Επειδή ακόμη και στην προχωρημένη Σουηδία οι γυναίκες αμείβονταν λιγότερο από τους άνδρες, ο στενός οικονομικός υπολογισμός ευνοούσε την παραδοσιακή κατανομή των ευθυνών: η γυναίκα στο σπίτι με το μωρό, ο άνδρας στη δουλειά. Επιπλέον, οι (λίγοι) άνδρες που επέλεγαν να πάρουν άδεια πατρότητας αντιμετωπίζονταν ως «φλώροι» από τους συναδέλφους τους, και ως αδιάφοροι για καριέρα από τους εργοδότες τους. Με αυτά και με αυτά, η νέα πολιτική κινδύνευε να πέσει στο κενό.

Η λύση δόθηκε το 1993 στη γειτονική Νορβηγία. Ο πατέρας μπορούσε να μην ασκήσει το νέο δικαίωμα αν δεν ήθελε, έχανε όμως τη δυνατότητα να μεταφέρει την άδειά του στη μητέρα: take it or leave it. Η τροποποίηση άλλαξε θεαματικά τα δεδομένα. Τα ζευγάρια είχαν πλέον κίνητρο να παίρνει άδεια και ο πατέρας. Καθώς όλο και περισσότεροι άνδρες ανακοίνωναν στη δουλειά ότι τις επόμενες 4 εβδομάδες θα έμεναν στο σπίτι για να αλλάζουν πάνες και να πλένουν μπιμπερό, σταδιακά η καζούρα των συναδέλφων άρχισε να κρυώνει. Οι εργοδότες συμβιβάστηκαν με τη νέα κατάσταση. Με τον καιρό, οι 4 εβδομάδες έγιναν 15 (με πλήρεις αποδοχές) ή 19 (με το 80%). Κάπως έτσι στη Νορβηγία το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών φτάνει το 77,4% (στην Ελλάδα: 59,9%), η οικονομία ακμάζει, τα ζευγάρια έχουν πιο ισορροπημένες σχέσεις, γεννιώνται περισσότερα παιδιά, και μεγαλώνουν πιο χαρούμενα.

Αυτά και άλλα πολλά γράφουμε στην εργασία του ΕΛΙΑΜΕΠ, μαζί με το ερευνητικό κέντρο FAFO του Όσλο, για το θέμα της «ποινής μητρότητας»: όταν το ζευγάρι αποκτά παιδί, η πιθανότητα απασχόλησης και οι αποδοχές των γυναικών μειώνονται, ενώ των ανδρών μένουν ανεπηρέαστες ή αυξάνονται. Όχι όμως παντού: στην Ελλάδα η ποινή μητρότητας είναι μεγάλη, στη Νορβηγία αμελητέα. Η εργασία, στην οποία συνετέλεσαν η Tone Fløtten, η Χρύσα Παπαλεξάτου, η Δάφνη Νικολίτσα, και ο Bjorn Dapi, δημοσιεύθηκε στα αγγλικά και είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ (εδώ).

Στη χώρα μας, μετά από σχετική νομοθετική πρωτοβουλία της ΕΕ, άδεια πατρότητας διάρκειας 14 ημερών θεσμοθετήθηκε το 2021. Δεν κατορθώσαμε να βρούμε στοιχεία για το πόσοι άνδρες εργαζόμενοι κάνουν χρήση του νέου δικαιώματος. Ρωτώντας στον κύκλο μας μείναμε με την εντύπωση ότι στο Δημόσιο (εκτός σωμάτων ασφαλείας και ενόπλων δυνάμεων) ο νόμος τηρείται, ενώ στον ιδιωτικό τομέα κατά κανόνα όχι.

Η εργασία μας καταλήγει στην πρόταση να αυξηθεί η διάρκεια της άδειας πατρότητας σε 4 μήνες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, και ταυτόχρονα να απαλλαγούν οι εργοδότες από το σχετικό κόστος, το οποίο θα μοιράζονται ΕΦΚΑ και ΔΥΠΑ. Αυτό σίγουρα περιέχει μια μικρή δόση βολονταρισμού. Όμως, όπως έχει γράψει ο Maurizio Ferrera, «η πρώτη ύλη κάθε μεταρρύθμισης είναι πάντοτε ένα ιδεατό σχέδιο αλλαγής».

Είναι υπερβολικό να ελπίζει κανείς ότι η ελληνική κυβέρνηση, που οπωσδήποτε έχει να επιδείξει σαφώς προοδευτικό έργο στα κοινωνικά θέματα (εκτός μετανάστευσης), θα τολμήσει αυτή την – χωρίς υπερβολή – ιστορική πρωτοβουλία, που θα ωφελούσε τους πάντες (γυναίκες, άνδρες, παιδιά, την οικονομία); Και είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι η εχέφρων αντιπολίτευση θα την στήριζε;

22 Ιουνίου 2025

Τα ιδιωτικά ΑΕΙ και η ελληνική οικονομία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 22 Ιουνίου 2025).

Έχει βάση ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα έχει «πολλαπλά οφέλη για τους φοιτητές, τις οικογένειές τους, και την ελληνική οικονομία»;

Φαίνεται ότι η πελατεία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι βασικά εκείνη των πρώην κολλεγίων: νέοι που δεν τα πήγαν αρκετά καλά στις πανελλήνιες για να εισαχθούν στο (δημόσιο) πανεπιστημιακό τμήμα της επιλογής τους, από οικογένειες που δεν έχουν την οικονομική άνεση να τους στείλουν στο εξωτερικό. Υπό μια έννοια, η νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, και η αναγνώριση «επαγγελματικών δικαιωμάτων» στους αποφοίτους τους, θα εκτρέψει προς αυτά ροές φοιτητών προς κάποια λιγότερο ελκυστικά πανεπιστήμια της επαρχίας ή ακόμη και του εξωτερικού.

Οφέλη για τους ίδιους τους φοιτητές δεν βλέπω. Η φοίτηση ακόμη και σε ένα μέτριο πανεπιστήμιο μακριά από το πατρικό σπίτι βοηθά στην ωρίμανση και στην εξοικείωση με την πραγματική ζωή, η δε επαφή με το πώς σκέφτονται, φέρονται, και εργάζονται οι άνθρωποι σε μια προηγμένη χώρα βοηθά στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων. Αντιστρόφως, η φοίτηση σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, σε κάποιο βολικό σημείο κοντά στο πατρικό σπίτι, αναβάλλει την ανεξαρτητοποίηση, που με τη σειρά της παρατείνει την ανωριμότητα και αναπαράγει τον επαρχιωτισμό. Όσο για τα υποτιθέμενα οφέλη για την οικογένεια, ας μην επεκταθώ άλλο. Το είδος της οικογένειας που ωφελεί η λειτουργία κάποιων ιδιωτικών πανεπιστημίων βλάπτει τα μέλη της, και βέβαια τη χώρα.

Και τα οφέλη για την ελληνική οικονομία; Ας θυμηθούμε καταρχάς ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει ήδη επεκταθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 25-34 ετών που κατέχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό τίτλο έχει αυξηθεί από 24,8% το 2004 σε 44,5% το 2024, και πλέον ξεπερνά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (44,1% το 2024). Όμως, σύμφωνα με τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας του ΟΟΣΑ για τις δεξιότητες των ενηλίκων (PIAAC), 19% των πτυχιούχων ηλικίας έως 34 ετών στην Ελλάδα ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι, δηλαδή δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν σύντομα κείμενα πάνω σε καθημερινά θέματα, ή να κάνουν απλές πράξεις με ακέραιους αριθμούς. Σε καμιά άλλη χώρα δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Το πρόβλημα είναι τεράστιο όσο και παραγνωρισμένο, εντοπίζεται κυρίως στη δευτεροβάθμια (και στην πρωτοβάθμια) εκπαίδευση, αλλά φυσικά αφορά και τα δημόσια πανεπιστήμια. Το ερώτημα είναι αν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα εφαρμόζουν κανόνες που να αποτρέπουν τη χορήγηση πτυχίων σε λειτουργικά αναλφάβητους. Δεν έχουμε καμμία ένδειξη μεγαλύτερης αυστηρότητας, αντίθετα έχουμε πολλές ενδείξεις μεγαλύτερης χαλαρότητας. Ελπίζω να διαψευστώ, αλλά το βλέπω δύσκολο.

Πράγματι, η νομιμοποίηση της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν μια περιττή εκκρεμμότητα που όφειλε να τακτοποιηθεί. Αυτό έγινε. Όμως η αναγκαία συζήτηση για τη διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ιδιωτικής και δημόσιας, δεν έχει καν αρχίσει.

Ακόμη και αν οι απόφοιτοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι εγγράμματοι, η συμβολή τους στην ελληνική οικονομία θα είναι αμφίβολη αν συγκεντρώνονται σε ήδη κορεσμένους κλάδους. Αλήθεια χρειαζόμαστε περισσότερους συμβούλους επιχειρήσεων, ψυχολόγους, γιατρούς, δικηγόρους; Εάν όχι, οι νέοι απόφοιτοι στην καλύτερη περίπτωση θα εκτοπίσουν απλώς κάποιους άλλους υποψήφιους για την ίδια θέση. Εάν το επίπεδο των δεξιοτήτων που κατέχουν είναι χαμηλότερο, το όφελος θα είναι αρνητικό.

Παραμένει το ερώτημα της συμβολής στην οικονομία των δημόσιων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων. Εδώ το αναξιοποίητο κεφάλαιο είναι κυρίως η έρευνα. Είναι όμως επίσης μεγάλες οι δυνατότητες προσέλκυσης ξένων φοιτητών σε θερινά σχολεία ή μεταπτυχιακά προγράμματα στα αγγλικά. Αρκετά από τα δημόσια πανεπιστήμιά μας διαθέτουν τη φήμη, τις διεθνείς διασυνδέσεις, και το διδακτικό προσωπικό που θα τα καθιστούσαν ανταγωνιστικά. Υστερούν στις υποδομές (π.χ. για τη στέγαση των φοιτητών), στις διοικητικές υπηρεσίες, καθώς και στην ασφάλεια. Αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη συμβολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην οικονομία, θα πρέπει να επενδύσουμε σε αυτά.

8 Ιουνίου 2025

Το χαμένο στοίχημα της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 8 Ιουνίου 2025).

Είναι τόσο εξώφθαλμα και τόσο εξοργιστικά όσα έχουν έρθει τον τελευταίο καιρό στην επιφάνεια με το σκάνδαλο των παράνομων επιδοτήσεων των αγροτών που κανονικά το θέμα θα έπρεπε να είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας των συντακτών του αστυνομικού δελτίου. Οι Κρητικοί αγρότες (ή «αγρότες»), που δηλώνουν ως βοσκοτόπια ένα εκατομμύριο σχεδόν στρέμματα, ακόμη και στη Μακεδονία ή στη Θράκη, και επιδοτούνται πλουσιοπάροχα για αυτό, με χρήματα του ευρωπαίου φορολογούμενου, είναι η βιτρίνα της χειρότερης Ελλάδας – το ίδιο φυσικά και οι συνάδελφοί τους από τις άλλες περιφέρειες. Κάθε έντιμος άνθρωπος στη χώρα αυτή θα πρέπει να αγανακτεί, και να απαιτεί την τιμωρία των ενόχων, την επιστροφή των ποσών που καταχράστηκαν, την διαγραφή τους από τα μητρώα αγροτών, και την εξυγίανση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι αυτονόητα.

Το πρόβλημα είναι ότι για σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης και της πολιτικής τάξης, ανεξαρτήτως κομματικού χρώματος, η εξυγίανση των αγροτικών επιδοτήσεων δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Εάν ήταν, οι πέντε υπουργοί αγροτικής ανάπτυξης από το 2019, ανάμεσά τους πρωτοκλασάτα στελέχη της σημερινής κυβέρνησης, δεν θα έπεφταν από τα σύννεφα, λες και τώρα έμαθαν για τις καταγγελίες των ευρωπαϊκών αρχών, δεν θα επικαλούνταν αναρμοδιότητα, δεν θα έριχναν ολόκληρη την ευθύνη στους υφισταμένους τους. Θα είχαν ήδη προχωρήσει σε μέτρα εξυγίανσης από τότε που ήταν υπουργοί.

Όμως η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τη σημερινή κυβέρνηση. Μάλιστα, οι δικές της σημαντικότατες ευθύνες θα ξεχαστούν εάν προχωρήσει στην εξυγίανση των αγροτικών επιδοτήσεων με την αποφασιστικότητα που εμφανίζει τώρα. Ο λόγος για τον οποίο η αντιπολίτευση παρουσιάζει το θλιβερό θέαμα που παρουσιάζει, να επιτίθεται στην κυβέρνηση χωρίς να δυσαρεστήσει την περήφανη αγροτιά, μην τυχόν και χάσει μερικές ψήφους, είναι ότι στο παρελθόν, όταν κυβερνούσε εκείνη, έκανε ακριβώς το ίδιο: τα στραβά μάτια για το πλιάτσικο των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, τη μπάλα στην εξέδρα κάθε φορά που ερχόταν μια καταγγελία των ευρωπαϊκών οργάνων, και όταν η υπόθεση τελεσιδικούσε με καταδίκη της χώρας, και καταλογισμό των αχρεωστήτως καταβεβληθέντων, ρύθμιση για επιστροφή των καταχρασθέντων και πληρωμή των προστίμων με δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού.

Με άλλα λόγια, η ζημιά των ευρωπαίων φορολογουμένων καλυπτόταν με ευγενική χορηγία των ελλήνων φορολογουμένων - στους οποίους ως γνωστόν δεν συγκαταλέγονται οι αγρότες, οι οποίοι από ιδρύσεως ελληνικού κράτους έχουν εξαιρεθεί της υποχρέωσης πληρωμής φόρων. Όσο για τους ίδιους τους ενόχους, δεν διαγράφονταν καν από τα μητρώα επιδοτουμένων. Πρόκειται για μια ιστορία γνωστή στους πάντες, η οποία επαναλαμβάνεται με παραλλαγές από το 1981.

Η ομερτά του συνόλου του πολιτικού φάσματος, με σιωπηρή υποστήριξη μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, είναι η μια πλευρά του προβλήματος. Έχει μακρά παράδοση η αντιμετώπιση των ευρωπαίων εταίρων της χώρας ως «κουτόφραγκων», η εξαπάτηση τους ως περίπου πατριωτικό καθήκον. Ούτε φυσικά περιορίζεται στις αγροτικές επιδοτήσεις. Ο ευγενής κλάδος π.χ. της επιδοτούμενης κατάρτισης έχει επίσης επιδείξει αξιοσημείωτες επιδόσεις στο σπορ αυτό.

Η άλλη πλευρά του προβλήματος είναι ότι οι «κουτόφραγκοι» έχουν θεσπίσει χρηματοδοτικά εργαλεία προκειμένου να επιτυγχάνονται στόχοι πολιτικής στους οποίους έχουν συμφωνήσει ομοφώνως όλα τα μέλη της ΕΕ – και η Ελλάδα. Όταν σε μια χώρα κάποιοι καταχρώνται κονδύλια, μένει πίσω η ίδια η χώρα. Παρά την απορρόφηση δισεκατομμυρίων ευρώ π.χ. για την κατάρτιση, οι δεξιότητες στην Ελλάδα παραμένουν οι χειρότερες στην Ευρώπη. Πόσο έξυπνο είναι αυτό;

Εδώ και δεκαετίες το στοίχημα για την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία είναι η απεξάρτηση από τις επιδοτήσεις, η ανταγωνιστικότητα του αγροδιατροφικού made in Greece, η επιβίωση και η προκοπή του Έλληνα αγρότη σε ένα καθεστώς μεγαλύτερης οικονομικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, η μετάβαση σε αυτό το νέο καθεστώς με όσο το δυνατόν λιγότερες κοινωνικές αναταράξεις.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δείχνει ότι το στοίχημα αυτό μέχρι τώρα η χώρα το χάνει – και χωρίς εξυγίανση τώρα κινδυνεύει να το χάσει οριστικά.

18 Μαΐου 2025

Αδύνατη η αναβάθμιση χωρίς αξιολόγηση

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Μαΐου 2025).

Δύσκολα μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά – αν και κάποιοι προσπαθούν – ότι δεν πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στους χρήστες μιας δημόσιας υπηρεσίας να λένε τη γνώμη τους για την ποιότητα της εξυπηρέτησης εκεί. Στην πραγματικότητα, το κάνουμε ήδη: εδώ και δεκαετίες, δικαίως ή αδίκως, η κυρίαρχη αντίληψη για τις δημόσιες υπηρεσίες είναι ότι καταδυναστεύουν τον πολίτη. Αυτό που θα αλλάξει με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι ότι εκτός από αυτή την κάπως ανεκδοτολογικού τύπου κυρίαρχη αντίληψη θα αποκτήσουμε επίσης «σκληρά» δεδομένα.

Το ερώτημα είναι τι γίνεται μετά. Στη χώρα μας δεν φαίνεται να κινδυνεύουμε από αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου εκπρόσωποι του «Υπουργού Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας» (πιτσιρικάδες που μέχρι χθες έγραφαν κώδικα στην Tesla) ζητάνε επιτακτικά από δημόσιους λειτουργούς (που κατά κανόνα τιμάνε τη θέση τους) να αυτοαξιολογηθούν και ταυτόχρονα να ομνύσουν πίστη στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ώστε στη συνέχεια να κριθεί αν θα κρατήσουν τη δουλειά τους ή όχι.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος εδώ είναι ... μετά να μην γίνει τίποτε. Τα ποσοτικά δεδομένα πιθανότατα θα επιβεβαιώσουν αυτό που ήδη πάνω κάτω γνωρίζουμε για την χαμηλή ποιότητα της εξυπηρέτησης ή για τις παράνομες δοσοληψίες σε κάποιες υπηρεσίες. Το τι θα κάνει στη συνέχεια η κυβέρνηση (και τι μπορεί να κάνει οποιαδήποτε κυβέρνηση) είναι κάθε άλλο παρά προφανές.

Η παρακμή των δημόσιων υπηρεσιών στην Ελλάδα και αλλού έχει βαθιές ρίζες. Απλουστεύοντας πολύ, θα μπορούσε κανείς να διηγηθεί την ιστορία περίπου ως εξής: Σε πρώτη φάση, το κύρος της κρατικής γραφειοκρατίας επλήγη από την αντιαυταρχική κριτική της ως σκληρωτικής και τυπολατρικής. Στη χώρα μας η δυσπιστία τροφοδοτήθηκε από τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών (από το τέλος του Εμφυλίου έως την πτώση της χούντας) σχεδόν αποκλειστικά από κατόχους πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων. Στη δεκαετία του ’80, η παρακμή επιταχύνθηκε λόγω της κομματικοποίησης (διαμέσου των «κλαδικών» του κυβερνώντος κόμματος) και λόγω της ισχύος των συνδικάτων, που δημιούργησαν συνθήκες αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας των εργαζομένων στο Δημόσιο.

Ήδη από τη δεκαετία του ’90, η ποιοτική στάθμη της δημόσιας διοίκησης - η τεχνογνωσία της, η ικανότητά της να σχεδιάζει και να υλοποιεί δημόσιες πολιτικές – είχε πέσει τόσο πολύ που οι κυβερνήσεις άρχισαν να την παρακάμπτουν. Αυτό έγινε με δύο τρόπους. Από τη μια, μέσω της ανάθεσης του σχεδιασμού και της υλοποίησης δημόσιων πολιτικών σε ιδιωτικά γραφεία μελετών. Από την άλλη, μέσω της δημιουργίας παράλληλων δημόσιων θεσμών όπως η Μονάδα Οικονομικής Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων (ΜΟΔ) και τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ), και ανεξάρτητων αρχών όπως ο Συνήγορος του Πολίτη. Όλες αυτές οι καινοτομίες πραγματοποιήθηκαν επί πρωθυπουργίας Σημίτη, αλλά ένας απόηχος της ίδιας προσέγγισης (παράκαμψη αντί για μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης) είναι η θεαματική ψηφιοποίηση του κράτους από τη σημερινή κυβέρνηση.

Το θετικό είναι ότι παρακάμπτοντας τη δημόσια διοίκηση οι τότε (και τώρα) κυβερνήσεις κατάφερναν να εφαρμόζουν τις πολιτικές για τις οποίες κρίνονταν από τους ψηφοφόρους. Το αρνητικό είναι ότι εν τω μεταξύ τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης παρέμεναν άλυτα, και επιδεινώνονταν: η αίσθηση υποτίμησης ενισχυόταν, το ηθικό των αξιόλογων στελεχών υποχωρούσε, η διάθεση εναντίωσης σε εκφυλιστικά φαινόμενα εκμηδενιζόταν.

Η κατάσταση έφτασε σε σημείο διάλυσης με τα Μνημόνια, όταν η (απολύτως θεμιτή) καταπολέμηση της σπατάλης έγινε με τον μπαλτά αντί με το νυστέρι, και ως εκ τούτου έδωσε νέα ώθηση στην διαδικασία «αδειάσματος» του κράτους που ήταν ήδη από καιρό σε εξέλιξη.

Και τώρα τι κάνουμε; Πέρα από πολιτικές διαφορές, η χώρα έχει ανάγκη από μια αναβαθμισμένη δημόσια διοίκηση, η οποία να παρέχει στους πολίτες και στις επιχειρήσεις τις υπηρεσίες που χρειάζονται – από βρεφονηπιακούς σταθμούς έως προώθηση εξαγωγών. Αυτά δεν γίνονται χωρίς βελτίωση των αμοιβών, χωρίς προσεκτική επιλογή του προσωπικού, χωρίς συστηματική προσπάθεια αποκατάστασης του γοήτρου της δημόσιας διοίκησης και όσων εργάζονται εκεί. Και φυσικά δεν γίνονται χωρίς αξιολόγηση.

27 Απριλίου 2025

Η πολιτική κατοικίας γίνεται σταδιακά συνεκτικότερη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 27 Απριλίου 2025).


Σχεδόν ανεπαίσθητα, το ελληνικό κράτος φαίνεται να αποκτά μια πολιτική για την κατοικία. Η αρχή έγινε το 2019, με τη θεσμοθέτηση επιδόματος στέγασης από την προηγούμενη κυβέρνηση. Είχε προηγηθεί, από το 2017, το Πρόγραμμα Στέγασης για Αιτούντες Άσυλο του Δήμου Αθηναίων, με χρηματοδότηση από τον ΟΗΕ και την ΕΕ. Το πρόγραμμα ήταν μικρής εμβέλειας: κάλυπτε μόλις 1.550 ωφελούμενους σε 280 μισθωμένα διαμερίσματα. Όμως ο σχεδιασμός του ήταν ιδιοφυής: η δημοτική αρχή καθησύχαζε τους καχύποπτους ιδιοκτήτες εγγυώμενη την καλή κατάσταση του ακινήτου και την τακτική πληρωμή του ενοικίου για λογαριασμό των προσφύγων-ενοικιαστών.

Η καλή αυτή πρακτική μεταφέρθηκε από την κεντρική κυβέρνηση στο πρόγραμμα «Κάλυψη», το οποίο από το 2024 λειτουργεί με την μίσθωση από το κράτος ιδιωτικών κατοικιών και την παραχώρησή τους σε 2.500 δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ηλικίας 25-39 ετών, ώστε να κατοικήσουν σε αυτές με δωρεάν ενοίκιο για τρία χρόνια.

Μεσολάβησε το πρόγραμμα «Σπίτι μου», που επιδοτεί το επιτόκιο του στεγαστικού δανείου για νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Ο πρώτος κύκλος ξεκίνησε το 2022, απευθυνόταν σε νέους ηλικίας 25-39 ετών, και στόχευε στην κάλυψη 10.000 δικαιούχων με πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης ύψους 1 δις ευρώ. Μέχρι τώρα έχει απορροφηθεί μόλις το 60% του ποσού. Ο δεύτερος κύκλος, που βρίσκεται από πέρυσι σε εξέλιξη, έχει διπλάσιο προϋπολογισμό (2 δις ευρώ), διευρυμένα εισοδηματικά κριτήρια, ενώ απευθύνεται σε 30.000 δικαιούχους έως 50 ετών.

Πριν δύο μήνες ανακοινώθηκε κυβερνητική πρωτοβουλία για την κοινωνική αντιπαροχή, και πάλι με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάπτυξης, που ελπίζεται ότι θα οδηγήσει στην κατασκευή από ιδιώτες αρχικά 100-150 διαμερισμάτων σε οικόπεδα του Δημοσίου. Τα ανεγερθέντα διαμερίσματα θα παραχωρηθούν στο κράτος, ώστε στη συνέχεια να ενοικιάζονται ως κοινωνικές κατοικίες.

Η πρόσφατη θεαματική εξαγγελία του πρωθυπουργού για την επιστροφή από το κράτος ενός μηνιαίου ενοικίου ετησίως σε σχεδόν 1 εκατομμύριο νοικοκυριά συμπληρώνει την εικόνα, επιβεβαιώνοντας το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για την στεγαστική πολιτική. Αυτό από μόνο του δεν μπορεί παρά να καταγραφεί ως θετικό από όσους νοιάζονται για την πολιτική κατοικίας στη χώρα.

Όμως τα μέτρα της κυβέρνησης δεν αρκούν για να γίνει πιο προσιτή η κατοικία. Τα περισσότερα ενισχύουν τη ζήτηση, άρα κινδυνεύουν να αυξήσουν και άλλο τις τιμές και τα ενοίκια. Η (δύσκολη λύση) θα πρέπει να αναζητηθεί στην αύξηση της προσφοράς.

Εδώ, παρά το δηλητηριασμένο πολιτικό κλίμα, τα περιθώρια συγκλίσεων είναι μεγάλα. Άλλωστε, μόνο οι συγκλίσεις, έστω σιωπηρές, μπορούν να εγγυηθούν ότι το ενδιαφέρον των πολιτικών θα παραμένει συνεχώς ζωντανό, οι καλές πρακτικές θα αξιοποιούνται, τα λάθη θα διορθώνονται.

Κάποια λάθη έχουν ήδη διορθωθεί, εν μέρει: αφενός σταμάτησαν να εκδίδονται άδειες για βραχυχρόνιες μισθώσεις σε «βεβαρυμένες» περιοχές, αφετέρου αυστηροποιήθηκαν τα κριτήρια για τη χορήγηση χρυσής βίζας. Και τα δύο λάθη ήταν σοβαρά. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις πρέπει να επιτρέπονται μόνο σε ιδιοκτήτες με 1-2 ακίνητα, για 2-3 μήνες το χρόνο, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις που δεινοπαθούν από τον υπερτουρισμό. Η χρυσή βίζα πρέπει να καταργηθεί εντελώς, το συντομότερο.

Κατά τα άλλα, το ενδιαφέρον για την κοινωνική κατοικία πρέπει να μετασχηματιστεί σε γενναία στροφή, με αξιοποίηση των πόρων του Νέου Ευρωπαϊκού Bauhaus για τη στήριξη αποκεντρωμένων πρωτοβουλιών (π.χ. συνεταιριστικής κατοικίας).

Τέλος, τα εκατοντάδες χιλιάδες διαμερίσματα που παραμένουν κλειστά, λόγω κληρονομικών περιπλοκών ή κατακερματισμένης ιδιοκτησίας, πρέπει επειγόντως να έρθουν στην αγορά. Αυτό μπορεί να γίνει αξιοποιώντας τα (μεγάλα) περιθώρια του πολεοδομικού κανονισμού για προσωρινή μεταφορά τους στη δημόσια αρχή, που θα τα ανακαινίσει, θα τα ενοικιάσει σε δικαιούχους, και τελικά θα τα επιτρέψει (υπό όρους) στους ιδιοκτήτες τους.

Στον ίδιο στόχο θα συμβάλει η δραστική αύξηση του φορολογικού κόστους των κλειστών κατοικιών. Αυτό σίγουρα θα προκαλέσει τη μήνι της ΠΟΜΙΔΑ, αλλά θα κάνει αποτελεσματικότερη την προσπάθεια να γίνει προσιτή η κατοικία στη χώρα.