9 Νοεμβρίου 2025

Για τον νέο δήμαρχο της Νέας Υόρκης

Αναρτήθηκε στη σελίδα μου στο facebook (Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025)

Δεν ξέρω αν ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης θα πετύχει. Είναι τόσο σύνθετα και δυσεπίλυτα τα προβλήματα της πόλης του (και όλου του κόσμου) που θα είναι ένα θαύμα αν καταφέρει να αντιμετωπίσει τουλάχιστον κάποια, τουλάχιστον εν μέρει. Άλλωστε, η αδυναμία - ή καλύτερα η ανημπόρια - των κυβερνώντων, χαρακτηριστικό της ιστορικής φάσης που ονομάστηκε "παγκοσμιοποίηση", η οποία έβγαλε από τη φτώχεια εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, και ταυτόχρονα μετέφερε αρμοδιότητες και εξουσία από την πολιτική στην οικονομία, και από τις κυβερνήσεις στις επιχειρήσεις, εμπέδωσε στους μεταρρυθμιστές πολιτικούς ένα είδος ασφυκτικού ρεαλισμού στενών οριζόντων, και συνέβαλε στην αίσθηση απώλειας ελέγχου που με τη σειρά της τροφοδότησε τη στροφή προς τους απανταχού λαϊκιστές κάθε λογής, που υπόσχονταν λαγούς με πετραχήλια: από ένα εκατομμύριο στερλίνες τη βδομάδα στο NHS (στο βρετανικό ΕΣΥ) με το Brexit, έως το τέλος των Μνημονίων με έναν νόμο με ένα άρθρο από την πρώτη μέρα της εθνοσωτηρίου κυβερνήσεως που γνωρίσαμε εμείς.

Όμως και πάλι, είμαι κατενθουσιασμένος με την εκλογή του Ζόραν Μαμντάνι. Πρώτα πρώτα, επειδή έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στις ΗΠΑ απειλείται η δημοκρατία, και σε εποχές υπαρξιακής απειλής οι δημοκράτες δεν έχουν την πολυτέλεια να σουφρώνουν τη μύτη τους - αν ο Τσώρτσιλ και ο Ρούζβελτ συνεργάστηκαν με τον Στάλιν για να ηττηθεί ο Χίτλερ, δεν βλέπω γιατί όσοι θέλουν να ηττηθεί ο Τραμπ πρέπει να σουφρώνουν τη μύτη τους με τον Μαμντάνι. ΟΚ, ο Τραμπ δεν είναι ακριβώς Χίτλερ (αν και πολλά πρωτοκλασάτα στελέχη του κινήματος MAGA είναι διακηρυγμένοι εχθροί της δημοκρατίας, και κάποιοι θαυμαστές των ναζί), ενώ ο Μαμντάνι σίγουρα δεν είναι Στάλιν: το συμφιλιωτικό μήνυμά του, η φανερή ταύτισή του με αυτό το μωσαϊκό φυλετικών-εθνοτικών-θρησκευτικών ταυτοτήτων που υπήρξε πάντοτε η πόλη του, το χιούμορ του, η χαρά που αποπνέει η παρουσία του και ο πολιτικός του λόγος - όλα αυτά βρίσκονται στους αντίποδες όχι απλώς της αιμοσταγούς πτέρυγας της αριστεράς ή του Ισλάμ, αλλά και της εχθροπαθούς μνησικακίας κάποιων καθ' ημάς υποστηρικτών του που έσπευσαν να διεκδικήσουν κάτι από τη λάμψη του.

Για τον ισλαμισμό του Μαμντάνι ας αναλογιστούμε όσα έγραψε ο Μιχάλης Τσιτσίνης στην Καθημερινή: "Τον Μαμντάνι παρεξηγούν και οι εχθροί του, που, ολίγον σαστισμένοι, έσπευσαν να τον δαιμονοποιήσουν ως φορέα ισλαμικής εισβολής στη Δύση. Έχουν δει άραγε τις εικόνες του ίδιου και της συζύγου του; Τι επιρροή μπορεί να έχει αυτό το ζευγάρι μουσουλμάνων της δυτικής μητρόπολης στους νέους των ισλαμικών χωρών; Ποιο πρότυπο ελεύθερης ζωής, ενσαρκωμένο από δύο παιδιά που τους μοιάζουν, φτάνει στην οθόνη των λογοκριμένων κινητών τους; Το Ισλάμ «εισβάλλει» στη Δύση ή η Δύση στο Ισλάμ;" Για ένα παιδί που μεγαλώνει στη Μέση Ανατολή, η είδηση ότι οι κάτοικοι δύο από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις της Δύσης, του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, που στο πρόσφατο παρελθόν μάτωσαν από ισχυρά τρομοκρατικά χτυπήματα, είχαν την ψυχραιμία παρόλα αυτά να διαχωρίσουν τους φανατικούς δολοφόνους από τους φιλήσυχους γείτονές τους, και να εκλέξουν μουσουλμάνο δήμαρχο, στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα ανοχής και ειρηνικής συμβίωσης, ισχυρότερο από την προπαγάνδα των ακραίων ισλαμιστών.

Δεν ξέρω πολλά για τη Rama Duwaji, σύζυγο του Ζόραν Μαμντάνι: η όψη της μου θυμίζει τις φίλες της κόρης μου, τα σχέδια της μου αρέσουν πολύ, θέλω να διαβάσω τα graphic novel της. Ξέρω όμως για τη Mira Nair: τον περασμένο αιώνα, στις αίθουσες του Bristol και μετά του Λονδίνου, είχα δει έκθαμβος το "Salaam Bombay!" (1988) και το "Mississippi Masala" (1991) - τις άλλες ταινίες της δεν τις έχω δει, ελπίζω να επανορθώσω σύντομα. Στο podcast του Economist για τον Ζόραν Μαμντάνι λέγανε ότι από τον πατέρα του Mahmood Mamdani, ανθρωπολόγο, καθηγητή στο Columbia, πήρε την αγάπη για τις ιδέες (όχι για την ιδεολογία, διευκρίνησε ο συντάκτης του Economist), ενώ από τη μητέρα του - η οποία σημειωτέον γύρισε κάποια από τα προεκλογικά του φιλμάκια - πήρε τη joie de vivre (δεν το είπαν έτσι).

Σε αυτή τη ζοφερή εποχή που ζούμε, δεν μου φαίνεται και λίγο.

2 Νοεμβρίου 2025

Υποθηκεύοντας το μέλλον

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025).


Η υπόθεση του έργου είναι πάνω κάτω η εξής: Σε μια μικρή χώρα με ένδοξο παρελθόν και προβληματικό παρόν, η κοινή γνώμη αυτοπαραμυθιάζεται ότι δικαιούται να ζει μονίμως πάνω από τις δυνατότητές της. Η εισροή πόρων από το εξωτερικό συντηρεί για μερικές δεκαετίες αυτή την ψευδαίσθηση. Στις εκλογές, οι ψηφοφόροι συστηματικά επιβραβεύουν πολιτικούς που υποκρίνονται (ή όντως πιστεύουν) ότι όλο αυτό είναι νορμάλ. Σιγά σιγά η πλειοδοσία ανεδαφικών υποσχέσεων μεταμορφώνεται σε αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο, όπου δεν είναι πια σαφές ποιος οδηγεί το χορό – οι ψηφοφόροι ή οι πολιτικοί. Κάποιοι λίγοι συνειδητοποιούν ότι το πάρτυ κάποια στιγμή θα τελειώσει, άρα η προσγείωση είναι αναπόφευκτη, και ότι όσο αναβάλλεται τόσο πιο απότομη θα είναι, όμως γίνονται δυσάρεστοι και περιθωριοποιούνται. («Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην μας πει κανένα», που έλεγε και ο βάρδος.)

Η συνέχεια ήταν το χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας: Η αναγκαστική προσγείωση ήταν οδυνηρή. Η μικρή χώρα τέθηκε υπό διεθνή οικονομική επιτήρηση. Το χάσμα μεταξύ παραγωγικών δυνατοτήτων και καταναλωτικών προσδοκιών έκλεισε με σκληρό τρόπο: αφού δεν μπόρεσε να αυξήσει τις μεν, μείωσε τις δε – η χώρα φτώχυνε απότομα. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, νέοι και μορφωμένοι, έφυγαν μετανάστες. Στη συνέχεια ο κυρίαρχος λαός άρχισε να αναζητεί εκείνους που τον πρόδωσαν. Μια νέα κάστα ήρθε στα πράγματα, αποτελούμενη σε μεγάλο βαθμό από τσαρλατάνους. Η τραγωδία έγινε κωμικοτραγωδία.

Κάποια στιγμή η διεθνής οικονομική επιτήρηση τελείωσε. Στο σημείο αυτό, η εξέλιξη του δράματος ήταν αβέβαιη, διάφορα σενάρια ήταν πιθανά. Στο καλό σενάριο, η χώρα (ολόκληρη: οι πολιτικοί, τα μέσα ενημέρωσης, τα συνδικάτα, οι εργοδοτικές οργανώσεις) κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ανέλαβε την ευθύνη που της αναλογούσε, και κατέληξε στο συμπέρασμα: «Ποτέ πια». Αντιπαραθέσεις ναι (άλλωστε αυτή είναι η ουσία της δημοκρατίας), διανεμητικές συγκρούσεις επίσης, αλλά ποτέ πια έξω και πέρα από το πλαίσιο των δυνατοτήτων της χώρας. Και συνεργασία για τη διεύρυνση των δυνατοτήτων αυτών. Για να μην χρειαστεί ποτέ ξανά να εκλιπαρεί για διεθνή οικονομική βοήθεια. Για να μπορέσει σιγά σιγά να ορθοποδήσει, να προκόψει, να ξαναγυρίσουν τα παιδιά που ξενητεύτηκαν. Happy end, τίτλοι τέλους.

Στο κακό σενάριο δεν συνέβη τίποτε από τα παραπάνω. Μετά από λίγο καιρό, με τρόπο ανεπαίσθητο αρχικά, όλο και πιο χοντροκομμένο στη συνέχεια, όλοι οι πρωταγωνιστές του έργου – κυβέρνηση και αντιπολίτευση, μέσα ενημέρωσης, συνδικάτα, εργοδοτικές οργανώσεις – διολίσθησαν προς τον παλιό (κακό) τους εαυτό. Τα παθήματα ξεχάστηκαν, δεν έγιναν ποτέ μαθήματα.

Στη δική μας χώρα, ένα ασυνάρτητο ασφαλιστικό σύστημα, άνισο και χρεωκοπημένο, αλλά εξαιρετικά δημοφιλές, συνέβαλε καθοριστικά στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2010. Υπό την ασφυκτική πίεση των δανειστών, με κάπως άγαρμπο τρόπο, μπήκε τάξη στο σύστημα. Ο λογαριασμός που στέλναμε στη γενιά των παιδιών μας, βάρος που δεν θα μπορούσε ποτέ να σηκώσει, συμμαζεύτηκε. Και μετά τι έγινε;

Από το 2018 που βγήκαμε πανηγυρικά από τα Μνημόνια, το σύνθημα είναι όχι «Ποτέ πια» αλλά «Πίσω ολοταχώς». Την αρχή την έκανε το Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο εν τη σοφία του κήρυξε αντισυνταγματικές τις μισές από τις μνημονιακές περικοπές, καθώς και την πρόβλεψη του «νόμου Κατρούγκαλου» να πληρώνουν όλοι, αυταπασχολούμενοι και μισθωτοί, τις ίδιες εισφορές (όπως δηλαδή στη Γερμανία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ κ.ά.)

Μετά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να επανυπολογίσει με το νέο σύστημα τις συντάξεις των παλαιών συνταξιούχων, και να τις αναπροσαρμόσει σταδιακά («προσωπική διαφορά»), όπως είχε δεσμευθεί με νόμο στη Βουλή. Η τότε αντιπολίτευση της ΝΔ συναίνεσε.

Μετά η κυβέρνηση ΝΔ πέρασε το «νόμο Βρούτση», βάσει του οποίου ένας μεγαλογιατρός πληρώνει πλέον νομίμως για σύνταξη λιγότερα από μια καθαρίστρια. Η αντιπολίτευση σιώπησε.

Πριν λίγες μέρες, όπως μας πληροφόρησε το ρεπορτάζ της Ρούλας Σαλούρου («Καθημερινή» 26.10.2025), η κυβέρνηση (με τη σιωπηρή συναίνεση της αντιπολίτευσης) αποφάσισε να μην εφαρμόσει τις προβλέψεις των νόμων που είχαν ψηφιστεί από τη Βουλή για το συνταξιοδοτικό. Από τη μια, αντί να αναπροσαρμόσει τις ασφαλιστικές εισφορές των αγροτών και των ελευθέρων επαγγελματιών με βάση την αύξηση των μισθών, αποφάσισε να τις «παγώσει» (άρα, λόγω πληθωρισμού, να τις μειώσει σε αξία). Από την άλλη, αντί να αναπροσαρμόσει τα όρια ηλικίας με βάση την αύξηση της διάρκειας ζωής, αποφάσισε να τα «παγώσει» και αυτά. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή έχει υπολογίσει το κόστος αυτής της δεύτερης απόφασης: +1,2% του ΑΕΠ το χρόνο, από το 2040. Με σημερινές τιμές, περίπου 3 δις κάθε χρόνο.

Εν τω μεταξύ, οι νέοι λιγοστεύουν, όσοι έχουν μείνει σκέφτονται να φύγουν, πιστεύουν όλο και λιγότερο στο μέλλον, κάνουν όλο και λιγότερα παιδιά. Οι πολιτικοί προβληματίζονται και ανακοινώνουν νέα μέτρα υπέρ των νέων. Ελπίζοντας ότι το 2040 κανείς δεν θα θυμάται ότι λίγα χρόνια νωρίτερα, για μια χούφτα ψήφους, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση της χώρας αποφάσισαν να υποθηκεύσουν το μέλλον τους.

26 Οκτωβρίου 2025

Δύο μέτρα και δύο σταθμά

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025).

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τις αιτίες της κινητοποίησης τόσων και τόσων νέων (και όχι μόνο) κατά του πολέμου στη Γάζα. Τα τελευταία δύο χρόνια σκοτώθηκαν από τις ισραηλινές βόμβες ή θάφτηκαν στα ερείπια δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, κατά κανόνα άμαχοι. Όπως και αν ονομάσει κανείς ό,τι συνέβη (εθνοκάθαρση; γενοκτονία; έγκλημα πολέμου;), υπήρξε μια τεραστίων διαστάσεων βαρβαρότητα. Για εκατομμύρια νέους σε όλο τον κόσμο, η Γάζα είναι το Βιετνάμ της γενιάς τους.

Για τις επιλεκτικές ευαισθησίες μιας (ας ελπίσουμε) μειοψηφίας διαδηλωτών έχουν ήδη γραφτεί πολλά: η ευκολία με την οποία επιχειρείται να δικαιολογηθεί η εξίσου απίστευτη σφαγή αμάχων Ισραηλινών, η απουσία ενσυναίσθησης για τα αγόρια και τα κορίτσια που εκτελέστηκαν εν ψυχρώ ενώ γλεντούσαν στο μουσικό φεστιβάλ Supernova στις 7 Οκτωβρίου 2023, το ξέπλυμα (ως «αντιστασιακής») μιας οργάνωσης φανατικών δολοφόνων με αντιδραστικές ιδέες όπως είναι η Χαμάς, η οπαδική αντίληψη της ιστορίας – όλα αυτά κηλιδώνουν τις κινητοποιήσεις, εκθέτουν την (ας ελπίσουμε) πλειοψηφία διαδηλωτών που δεν τα συμμερίζονται, αποξενώνουν όσους ενδεχομένως θα ήθελαν να πάρουν μέρος αλλά δεν το κάνουν για να μην συγχρωτιστούν με τους οπαδούς των χασάπηδων και άλλους μπαχαλάκηδες.

Μια άλλη επιλεκτική ευαισθησία εντυπωσιάζει επίσης: Η απάθεια (με ελάχιστες εξαιρέσεις) της κοινής γνώμης για την άλλη σφαγή αμάχων – εκείνη που παρακολουθούμε live στις οθόνες μας, καθημερινά, εδώ και τέσσερα σχεδόν χρόνια. Αναφέρομαι φυσικά στον καθημερινό βομβαρδισμό ουκρανικών πόλεων από ρωσικούς πυραύλους και drones. Αν οι αριθμοί έχουν σημασία, οι νεκροί και οι τραυματίες της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία υπερβαίνουν τις ανθρώπινες απώλειες των ισραηλινών βομβαρδισμών. Επί πλέον, η Ουκρανία συνορεύει με κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ η Αθήνα είναι πιο κοντά στην Οδησσό από ό,τι στη Γάζα. Τέλος, η Ρωσία απειλεί ευθέως την ίδια την Ευρώπη, και διεξάγει εναντίον της υβριδικό πόλεμο, κάτι που φυσικά δεν μπορεί να ειπωθεί για το Ισραήλ.

Τα επιχειρήματα που συνήθως επιστρατεύονται δεν αντέχουν στη λογική. Πολλοί αρνούνται – και ορθώς – να θεωρήσουν ότι η άγρια σφαγή αμάχων Ισραηλινών της 7ης Οκτωβρίου δικαιολογεί την σφαγή τριάντα φορές περισσότερων αμάχων Παλαιστινίων, όμως δεν διστάζουν να προτείνουν ως επαρκή δικαιολογία για την ρωσική εισβολή τις διακρίσεις κατά των ρωσόφωνων του Ντονμπάς, ή τη φιλοδοξία να γίνει μια μέρα η Ουκρανία μέλος της ΕΕ ή και του ΝΑΤΟ. 

(Να σημειώσουμε εδώ τις αναλογίες με όσα διαδραματίστηκαν στην Κύπρο πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, με τις αιματηρότατες επιδρομές της ΕΟΚΑ Β’ κατά τουρκοκυπριακών χωριών και το πραξικόπημα του Σαμψών. Οι φίλοι του Πούτιν στην Ελλάδα και στην Κύπρο θα έπρεπε να αναλογιστούν ότι αν οι Ρώσοι «νομιμοποιούνταν» να εισβάλουν στην Ουκρανία, τότε με αυτή τη λογική το ίδιο ισχύει για την τουρκική εισβολή και κατοχή της μισής Κύπρου.)

Από πού έρχονται αυτά τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά»; Σημαντικό ρόλο έχει παίξει η άνοδος της ακροδεξιάς: οι οπαδοί της Λεπέν, του Σαλβίνι και του AfD απεχθάνονται τη φιλελεύθερη Δύση και εκστασιάζονται με τους αυταρχικούς ηγέτες. Επίσης, κάποιοι αριστεροί έχουν υποστεί ένα είδος μετάλλαξης: ο αντιαμερικανισμός τους έχει μετατραπεί σε αντιδυτικισμό, και η παλιά ψυχολογική τους ταύτιση με τη Σοβιετική Ένωση έχει μεταφερθεί στη σημερινή Ρωσία των ολιγαρχών. Τέλος, στην απάθεια της κοινής γνώμης έχει συμβάλει και ο ρωσικός υβριδικός πόλεμος κατά της Ευρώπης, ο οποίος διεξάγεται και μέσω της γενναίας οικονομικής στήριξης λαϊκιστικών κομμάτων της δεξιάς και (ενίοτε) της αριστεράς.

Μερικές φορές, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι εξεγερμένοι φοιτητές του Μάη του ’68, στο Παρίσι και στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αγανακτούσαν για την επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, και διακήρυτταν την αλληλεγγύη τους στον Χο Τσι Μινχ και στους Βιετκόγκ. Λίγους μήνες μετά, λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά, οι ερπύστριες των σοβιετικών τανκ έβαζαν τέρμα στο δημοκρατικό πείραμα της «Άνοιξης της Πράγας», και στην απόπειρα των Τσεχοσλοβάκων κομμουνιστών να οικοδομήσουν έναν «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Πώς αντέδρασαν οι ίδιοι εξεγερμένοι φοιτητές; Εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, με απάθεια.


14 Σεπτεμβρίου 2025

Μια χώρα για νέους ανθρώπους;

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025).


«Η ζωή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο κοιτώντας προς τα πίσω», γράφει ο φιλόσοφος, και κοιτώντας τη δική μου ζωή προς τα πίσω συνειδητοποιώ πόσο τυχερή υπήρξε η γενιά μου, που μεγαλώνοντας τη δεκαετία του ’70 και του ’80, έζησε μια εποχή πιο ειρηνική, πιο ασφαλή και πιο αισιόδοξη από την τωρινή. Αντίθετα, η γενιά των παιδιών μας θα υποχρεωθεί να ζήσει σε έναν κόσμο πολύ πιο ζοφερό: με πολεμικές συγκρούσεις έξω από την πόρτα μας, με το φάσμα μιας ανεπανόρθωτης κλιματικής καταστροφής να ελλοχεύει, και με την αίσθηση ότι τις τύχες του κόσμου κρατούν άνθρωποι ανεπαρκείς και συμπλεγματικοί.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα παιδιά που ενηλικιώνονται ειδικά στη δική μας γωνιά του πλανήτη έχουν να αντιμετωπίσουν πρόσθετα εμπόδια στην αναζήτηση της ευτυχίας (τους): μια κοινωνία από πεποίθηση αναξιοκρατική, μια αγορά εργασίας που μεροληπτεί κατά των νέων, ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που επιμένει να δίνει προτεραιότητα στις συντάξεις και όχι στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, μια αγορά κατοικίας απρόσιτη για όσους δεν έχουν γερές πλάτες, και ένα δημόσιο χρέος που επικρέμαται στενεύοντας τους ορίζοντες.

Μια μόνο ένδειξη του πόσο μεγάλο είναι το αδιέξοδο που βιώνουν οι σημερινοί νέοι είναι ο αριθμός των γεννήσεων – ο οποίος, ήδη από την εποχή του μεταπολεμικού baby boom, λειτουργεί ως ένα είδος ψήφου εμπιστοσύνης στο μέλλον: στη χώρα μας έχει πέσει στις 68 χιλιάδες το 2024, από 118 χιλιάδες το 2008 (μείωση 42%, δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ μετά τη Λετονία).

Η πραγματικότητα είναι δυσοίωνη, αλλά το ερώτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε για να την αλλάξουμε – άλλωστε ο (ίδιος) φιλόσοφος συμπλήρωνε ότι η ζωή «πρέπει να βιώνεται κοιτώντας μπροστά». Δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση αυτό το ερώτημα (ας αναρωτηθούμε όλοι μας αν δίνουμε ευκαιρίες στους νέους εκεί όπου αυτό περνά από το χέρι μας, π.χ. στο επαγγελματικό μας περιβάλλον), αλλά αφορά κυρίως εκείνην.

Προς τιμήν της, η κυβέρνηση δεν φαίνεται εντελώς ανυποψίαστη για το πρόβλημα, αν κρίνει κανείς από τα φορολογικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν στην ΔΕΘ, από τον πρόσφατο ακτιβισμό στη στεγαστική πολιτική, ή από τις πρωτοβουλίες για τον επαναπατρισμό όσων σταδιοδρομούν στο εξωτερικό. Αρκούν αυτά;

Η εύκολη απάντηση είναι «όχι». Μια ειλικρινέστερη απάντηση θα αναγνώριζε ότι το πρόβλημα είναι τεράστιο, και σε κάποιο βαθμό πέρα από τον έλεγχο της (οποιασδήποτε) κυβέρνησης. Όμως και πάλι: περιθώρια δράσης υπάρχουν, και μάλιστα σημαντικά.

Ας παραβλέψω προς το παρόν τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα προβλήματα, για την αντιμετώπιση των οποίων η κυβέρνηση είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες, που στη συνέχεια διέψευσε, όπως είναι η πολυσυζητημένη αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου, χωρίς την οποία η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει πολλές καλές θέσεις εργασίας.

Ας παραβλέψω επίσης πρωτοβουλίες υπέρ των νέων ζευγαριών στις οποίες έχω αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα - όπως είναι η δέσμευση ότι κάθε παιδί που γεννιέται στη χώρα θα έχει δωρεάν θέση σε έναν καλό βρεφονηπιακό σταθμό στη γειτονιά του (θα μας κόστιζε το 1% της δαπάνης για συντάξεις), ή η υποχρεωτική άδεια μετ’ αποδοχών για κάθε εργαζόμενο που γίνεται πατέρας (με έξοδα του κράτους, όχι του εργοδότη), μέτρα που όχι μόνο συμβάλλουν στη ψυχική υγεία των νέων και των παιδιών τους, αλλά επίσης αποφέρουν στην οικονομία το πολλαπλάσιο του κόστους τους.

Ας περιοριστούμε στην πολιτική της κυβέρνησης για την έρευνα, που σε κάποιους φαίνεται περιττή πολυτέλεια, αλλά που θα επηρεάσει τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας στο μέλλον. Προκειμένου να επιστρέψουν και να κάνουν οικογένεια τα ελληνόπουλα που διαπρέπουν στο εξωτερικό, αλλά και για να δοθούν ευκαιρίες στα άξια παιδιά που δεν έφυγαν ποτέ, δεν αρκούν φορολογικές απαλλαγές. Χρειάζονται ρεαλιστικές προοπτικές ανέλιξης σε ένα στοιχειωδώς αξιοκρατικό περιβάλλον. Αντίθετα, η συστηματική παραμέληση των (δημόσιων) πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, η εχθρική γραφειοκρατία, η κυβερνητική αδιαφορία για την αξιολόγηση (και την υποστήριξη) όσων εργάζονται σε αυτά, καθώς και η σκανδαλώδης διαχείριση των κοινοτικών πόρων που συρρέουν στη χώρα (π.χ. του προγράμματος «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας»), στέλνουν σαφές μήνυμα: «Παιδιά φύγετε, ή μείνετε εκεί που είστε».

Οι απαντήσεις τους (π.χ. στην πρόσφατη «Μελέτη Νεολαίας» του Ιδρύματος Friedrich Ebert με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) δείχνουν ότι αυτό ακριβώς σκέφτονται να κάνουν.

5 Σεπτεμβρίου 2025

Quo vadis Europa?

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του ΕΛΙΑΜΕΠ στο πλαίσιο του αφιερώματος με τίτλο "State of the European Union: Ποια μηνύματα αναμένουμε για την πορεία της Ευρώπης; – Οι αναλυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ απαντούν" (Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025).


Για πρώτη φορά μετά από 80 χρόνια, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες απειλές.

Κάποιες προέκυψαν ξαφνικά, αν και οι ρίζες τους πάνε βαθιά στο χρόνο: ρωσική επιθετικότητα, αμερικανική αντιπάθεια, κινεζικός επεκτατισμός, μεσανατολική ανάφλεξη.

Άλλες είναι προϊόν αδυναμιών που δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως, και που σήμερα έχουν κακοφορμίσει: οικονομική υστέρηση, έλλειμμα καινοτομίας, δημογραφική γήρανση, θεσμική ακινησία, πολιτικός κατακερματισμός.

Το συνδυασμένο αποτέλεσμά τους είναι ότι τα παιδιά μας και τα παιδιά τους κινδυνεύουν να μεγαλώσουν σε μια Ήπειρο ευάλωτη και ανασφαλή, ανήμπορη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, με ξεπερασμένη οικονομία, στάσιμο βιοτικό επίπεδο, και κοινωνίες που βράζουν από θυμό.

Εύκολα μπορεί να περιγράψει κανείς το ζοφερό σενάριο. Η νίκη της Λεπέν (ή του Μπαρντελλά) στις προεδρικές εκλογές του 2027 θα φέρει τη Γαλλία σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΕ, και θα παραλύσει οποιαδήποτε απόπειρα συγκροτημένης ευρωπαϊκής αντίδρασης.

Στη σύγχυση που θα επακολουθήσει, η κάθε χώρα θα προσπαθήσει να περισώσει ό,τι μπορεί. Αφήνω στη φαντασία του αναγνώστη τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Εσθονία, ή για τη Δανία (και – γιατί όχι; - για την Κύπρο ή την Ελλάδα).

Το εναλλακτικό σενάριο ξεκινά από τη συνειδητοποίηση ότι καμιά χώρα δεν θα τα καταφέρει μόνη της. Άρα: στενή συνεργασία για την άμυνα, την οικονομία, τη μετανάστευση. Δεν είναι το επικρατέστερο. Είναι απαιτητικό. Είναι όμως το μόνο που μπορεί να μας γλυτώσει από χειρότερες περιπέτειες.

1 Σεπτεμβρίου 2025

Τι μέλλει γενέσθαι τώρα με την Ουκρανία;

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του ΕΛΙΑΜΕΠ στο πλαίσιο του αφιερώματος με τίτλο "Ουκρανία: Τι μέλλει γενέσθαι; – Οι αναλυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ απαντούν" (Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025).

Δεν είμαι ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής, αλλά ως απλός αναγνώστης του διεθνούς Τύπου έχω σχηματίσει τη γνώμη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχιστεί για αρκετά χρόνια ακόμη. Οι λόγοι είναι εξής:

  1. Οι ΗΠΑ πλέον είναι πολιτικά και ψυχολογικά στο πλευρό της Ρωσίας. Δύο κυρίως παράγοντες φαίνεται να εμποδίζουν τον Τραμπ να εγκαταλείψει πλήρως την Ουκρανία: η επιθυμία του να πάρει το Βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη, και τα προσδοκόμενα οφέλη από την παράταση του πολέμου για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία (με χρήματα των Ευρωπαίων). Εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ δεν φαίνεται πιθανό να δοθούν, ή αν δοθούν να τηρηθούν, συνεπώς δεν πρόκειται να αποτρέψουν τη Ρωσία να επιτεθεί ξανά.
  2. Η Ρωσία του Πούτιν αναπολεί την εποχή που ήταν υπερδύναμη, αλλά η ρωσική οικονομία είναι μικρότερη από την ιταλική. Είναι αλήθεια ότι ο ρωσικός στρατός, χάρη στην υπεροπλία του, και στην αδιαφορία της ηγεσίας του για τις ανθρώπινες απώλειες, σημειώνει προόδους στο ουκρανικό μέτωπο. Όσο η πορεία του πολέμου παραμένει ευνοϊκή, η Ρωσία δεν έχει λόγο να δεχθεί ανακωχή. Όμως η πρόοδος του ρωσικού στρατού είναι απελπιστικά αργή: το βρετανικό υπουργείο αμύνης εκτιμά ότι με το σημερινό ρυθμό θα χρειαστεί τεσσεράμιση χρόνια για να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο των τεσσάρων περιοχών (Λούχανσκ, Ντόνετσκ, Ζαπορίζια, Χερσών) που διεκδικεί.
  3. Η Ουκρανία μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αλλά είναι απίθανο να ενταχθεί στη ρωσική σφαίρα επιρροής, όπως ονειρεύονται στο Κρεμλίνο. Αφενός, η ρωσική εισβολή έχει τονώσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της (ακόμη και των ρωσόφωνων), συνεπώς ο διάδοχος του Ζελένσκι δύσκολα θα είναι της αρεσκείας του Πούτιν. Αφετέρου, το μέγεθος και το αξιόμαχο του ουκρανικού στρατού εγγυώνται την διαιώνιση της σύγκρουσης.
  4. Η ρωσική επιθετικότητα δεν απειλεί μόνο την Ουκρανία. Εάν υποκύψει η Ουκρανία, το επόμενο θύμα της Ρωσίας του Πούτιν θα είναι η Μολδαβία ή οι χώρες της Βαλτικής. Μόνο η στρατιωτική ισχύς μπορεί να αποτρέψει τη ρωσική επιθετικότητα. Η Ευρώπη σήμερα δεν διαθέτει την αμυντική ικανότητα να υποχρεώσει τη Ρωσία του Πούτιν σε αναδίπλωση. Διαθέτει όμως τους πόρους, υλικούς και ανθρώπινους, που θα της επιτρέψουν να την αποκτήσει – αρκεί να το θελήσει. Με τη σειρά του, αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα αναγνωρίσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες ότι η ασφάλεια, η ευημερία, ακόμη και η ελευθερία τους, είναι σήμερα σε θανάσιμο κίνδυνο.

31 Αυγούστου 2025

Οι εισοδηματικές ανισότητες στο προσκήνιο

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 31 Αυγούστου 2025).

Σε μια αποστροφή της διαβόητης συνέντευξής του στην Monde, ο Αλέξης Τσίπρας είπε κατά λέξει τα εξής: «Μεταξύ 2015 και 2019, τα εισοδήματα του 10% των φτωχότερων αυξήθηκαν κατά 45%, ενώ μειώθηκαν κατά 2,7% για το 10% των πλουσιότερων [...]. Αντίθετα, μεταξύ 2019 και 2023, τα εισοδήματα του 10% των φτωχότερων μειώθηκαν κατά 8,1%, ενώ τα εισοδήματα του 10% των πλουσιότερων αυξήθηκαν κατά 13%.»

Είναι κάπως απλουστευτικό να πιστώνεται – ή να χρεώνεται – εξ ολοκλήρου σε μια κυβέρνηση η πορεία της οικονομίας, και οι επιπτώσεις της στην κατανομή του εισοδήματος. Όμως μια τόσο θεαματική αναδιανομή αρχικά υπέρ των οικονομικά αδύναμων και στη συνέχεια υπέρ των οικονομικά ισχυρών δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί, ούτε να αποδοθεί (και πάλι: εξ ολοκλήρου) σε εξελίξεις πέρα από τον έλεγχο της κυβέρνησης. Το θέμα είναι εάν αυτό που είπε ο πρώην πρωθυπουργός ισχύει.

Εάν αναλύσει κανείς τα ίδια στοιχεία (Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών EU-SILC), αποπληθωρισμένα με τον Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, η εικόνα που προκύπτει είναι αρκετά διαφορετική: Την περίοδο 2015-2019, τα (πραγματικά) εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 31,7% στο χαμηλότερο δέκατο της εισοδηματικής κατανομής, και κατά 2,3% στο υψηλότερο. Την περίοδο 2019-2023, η αύξηση ήταν 15,5% για το φτωχότερο δεκατημόριο και 9,7% για το υψηλότερο.

Δεδομένου ότι η πρόθεση του κ. Τσίπρα ήταν να καρπωθεί την επί των ημερών του αναδιανομή υπέρ των φτωχότερων, είναι λίγο παράξενο που συγκρίνει το 2019 με το 2015. Στο κάτω-κάτω, σχεδόν ολόκληρο το 2015, από τον Ιανουάριο, κυβερνούσε ο ίδιος. Η παράλειψη, ηθελημένη ή όχι, δεν είναι άμοιρη συνεπειών: σύμφωνα με τα ίδια δεδομένα, το ταραγμένο 2015 τα εισοδήματα των φτωχότερων μειώθηκαν κατά 6,2%, ενώ των πλουσιότερων αυξήθηκαν κατά 1,4%. Δεν χρεώνεται στον κ. Τσίπρα αυτή η αναδιανομή σε βάρος των φτωχότερων;

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι, τα στοιχεία δείχνουν ότι η εισοδηματική ανισότητα όντως μειώθηκε σημαντικά το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίθετα, το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του κ. Τσίπρα δεν επιβεβαιώνεται: δεν προκύπτει από πουθενά ότι τα πραγματικά εισοδήματα των φτωχότερων μειώθηκαν, ούτε ότι η ανισότητα αυξήθηκε σημαντικά, μετά το 2019.

Για τους ρέκτες: ο λόγος των εισοδημάτων του πλουσιότερου 10% με το φτωχότερο 10% (δείκτης συνέντευξης Τσίπρα) συνέχισε να μειώνεται επί Νέας Δημοκρατίας, ενώ ο λόγος των εισοδημάτων του πλουσιότερου 20% με το φτωχότερο 20% (δείκτης Eurostat/ΕΛΣΤΑΤ) αυξήθηκε επί Covid, μετά μειώθηκε, και έκτοτε σταθεροποιήθηκε – τουλάχιστον προς το παρόν – λίγο πάνω από το επίπεδο του 2019.

Είναι λογικό ότι τα πραγματικά εισοδήματα των φτωχότερων βελτιώθηκαν μετά το 2019. Οι μισθοί παραμένουν απελπιστικά χαμηλοί, αλλά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που πριν ήταν άνεργοι τώρα εργάζονται. Οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν σημαντικά. Τα επιδόματα δεν έχουν μειωθεί.

Έκλεισε το θέμα; Όχι ακριβώς. Η ακρίβεια δεν πλήττει το ίδιο τους πάντες: οι φτωχοί αφιερώνουν μεγαλύτερο μερίδιο του οικογενειακού προϋπολογισμού για ενέργεια και τρόφιμα, άρα η πρόσφατη πληθωριστική έξαρση τους κοστίζει περισσότερο. Επίσης, τα εισοδήματα δεν είναι το παν: η χώρα μας είναι πρωταθλητής Ευρώπης στο ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ότι δεν έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη που έχουν ανάγκη. Η αδιαφορία για την παρακμή του ΕΣΥ έχει συνέπειες. Αντιστοίχως για τα δημόσια σχολεία, τις δημόσιες συγκοινωνίες, και τα άλλα «εισοδήματα σε είδος». 

Η κυβέρνηση δεν στρέφεται κατά των φτωχών. Εάν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει για κάτι είναι για το πώς (δεν) αντιμετωπίζει τις παρενέργειες εξελίξεων που δεν ελέγχει πλήρως αλλά εν μέρει: η επαναφορά ενός βαθιά προβληματικού μοντέλου ανάπτυξης συσσωρεύει αδιέξοδα, ο υπερτουρισμός υποσκάπτει την (περιβαλλοντική, κοινωνική, οικονομική) βιωσιμότητα της χώρας, η Golden Visa και το Airbnb κάνουν απρόσιτη την κατοικία κ.ο.κ.

Ενίοτε βέβαια η κυβέρνηση στρέφεται ευθέως υπέρ των μη φτωχών: π.χ. με τη σχεδιαζόμενη κατάργηση της προσωπικής διαφοράς ετοιμάζεται να μοιράσει εκατοντάδες εκατομμύρια σε συνταξιούχους που ακόμη και μετά τις μνημονιακές περικοπές εισπράττουν πολύ περισσότερα από όσα είχαν συνεισφέρει (οι ίδιοι και οι εργοδότες τους), υποθηκεύοντας αμέριμνα το μέλλον των νέων και των επερχόμενων γενεών. Σαν να μην χρεωκοπήσαμε το 2010.

Αλλά αυτό είναι θέμα επόμενου άρθρου.


24 Αυγούστου 2025

Αντί για επιδόματα, αναπτυξιακή δημόσια πολιτική

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 24 Αυγούστου 2025).

Εδώ και αρκετά χρόνια, έχει επικρατήσει η ομιλία του εκάστοτε πρωθυπουργού στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης να περιέχει εξαγγελίες νέων παροχών. Δεν ήταν πάντα έτσι: αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο κείμενο της ομιλίας του Κώστα Σημίτη στις 7 Σεπτεμβρίου 1996, ακριβώς 15 μέρες πριν από τις εκλογές, όπου οι παρευρισκόμενοι αντί παροχολογίας έγιναν αποδέκτες μιας σφοδρής καταγγελίας της παροχολογίας, και της δημοσιονομικής ανευθυνότητας εν γένει.

Ως γνωστόν, η συνετή διαχείριση διήρκεσε όσο και οι κυβερνήσεις Σημίτη: από το 2004 η χώρα μπήκε στο δρόμο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: ενώ το 2009 το μέσο κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν μόλις 6% κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των (σημερινών) 27 κρατών μελών, το 2019 είχε φτάσει να είναι 34% χαμηλότερο, ενώ ακόμη και σήμερα παραμένει 29% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Εν έτει 2025, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την οιονεί χρεωκοπία, είμαστε μεν πλουσιότεροι από τη Βουλγαρία, και περίπου στο ίδιο επίπεδο με τη Λεττονία, αλλά φτωχότεροι από όλους τους άλλους Ευρωπαίους.

Θα περίμενε κανείς ότι μια τέτοια καθίζηση θα «εμβολίαζε» το πολιτικό σύστημα κατά της παροχολογίας. Αντιθέτως, και σε αυτό το θέμα συνέβη ό,τι συνέβη με το τέλος της πανδημίας, όταν η ευγνωμοσύνη μας για τους γιατρούς και τις νοσοκόμες (αλλά και για τους ντελιβεράδες, τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ, και τους άλλους «εργαζόμενους πρώτης γραμμής») μεταβλήθηκε στη συνήθη αδιαφορία για τις αμοιβές τους και για τις συνθήκες εργασίας τους: με ευθύνη των πολιτικών, και με συνενοχή του Τύπου και των ψηφοφόρων, το πολιτικό σύστημα επανήλθε στην πεπατημένη.

Με την προηγούμενη κυβέρνηση, η παροχολογία (όπως και πολλά άλλα πεπραγμένα της) είχε κάτι το κωμικό: το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ στις 13 Σεπτεμβρίου 2014 (προτού δηλ. γίνει πρωθυπουργός), ήταν τόσο εκτός τόπου και χρόνου που μπήκε αμέσως στο αρχείο. Με τη σημερινή κυβέρνηση, η παροχολογία συνεχίζεται, αλλά χρηματοδοτείται από κοινοτικά κονδύλια, επιτρέποντας στη χώρα να παρουσιάζει αξιοζήλευτες δημοσιονομικές επιδόσεις.

Πρόκειται για πανούργα επιλογή – μόνο που τα εν λόγω κοινοτικά κονδύλια δεν διατίθενται στα κράτη μέλη για να τα μοιράζουν στους ψηφοφόρους αλλά για να αντιμετωπίσουν διαρθρωτικά προβλήματα. Οι πόροι της Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής δίνονται για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, όχι για τον πλουτισμό απατεώνων με πολιτική κάλυψη. Οι πόροι του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάπτυξης στοχεύουν στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων, όχι στην επιδότηση μιας παρασιτικής βιομηχανίας εικονικής κατάρτισης. Οι πόροι του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης υπάρχουν για να διευκολύνουν την ενεργειακή μετάβαση κάνοντάς την πιο ομαλή και πιο δίκαιη, όχι για να επιδοτούμε το λογαριασμό του κλιματιστικού σε βίλες της Μυκόνου. (Το 2022 η Ελλάδα δαπάνησε για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης 5% του ΑΕΠ, πολύ περισσότερο από ό,τι κάθε άλλη χώρα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Στη δεύτερη θέση, με μόλις 2,8% του ΑΕΠ, ισοβαθμούσαν η Ιταλία και η Πολωνία. Τα κοινοτικά κονδύλια κάλυψαν μεγάλο μέρος του κόστους των μέτρων, αλλά όχι το σύνολο: σχεδόν το μισό, ή 2,2% του ΑΕΠ, προήλθε από εθνικούς πόρους.)

Ακόμη και τα κοινωνικά επιδόματα πλησιάζουν το σημείο κορεσμού (ενώ οι συντάξεις το έχουν ξεπεράσει προ πολλού). Τα κενά κοινωνικής προστασίας ήταν κραυγαλέα προ κρίσης, συνεπώς η θεσμοθέτηση νέων ευρωπαϊκού τύπου προγραμμάτων υπήρξε επιβεβλημένη. Όμως ακόμη και εδώ, η χώρα δεν χρειάζεται νέες παροχές. Αυτό που χρειάζεται είναι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης (και κυρίως θέσεις εργασίας) για τους ανέργους, προγράμματα κοινωνικής επανένταξης για τους δικαιούχους ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αντί νέων επιδομάτων ενοικίου μια αποτελεσματική πολιτική για προσιτή κατοικία, και αντί voucher βρεφονηπιακούς σταθμούς υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους σε όλη την επικράτεια για όλα τα παιδιά που γεννιώνται στη χώρα μέχρι να πάνε στο νηπιαγωγείο.

Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζεται η οικονομία και η κοινωνία είναι μια αναπτυξιακή δημόσια πολιτική. Αυτό είναι το μέτρο με βάση το οποίο θα κριθεί η ομιλία του πρωθυπουργού το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου.

6 Ιουλίου 2025

«Ποινή μητρότητας» και άδεια πατρότητας: μαθήματα από τη Σκανδιναβία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 6 Ιουλίου 2025).


Πριν μισό αιώνα, μια ομάδα πολιτικών, συνδικαλιστών και ερευνητών στη Σουηδία είχαν μια πρωτότυπη ιδέα: Γιατί να μην δοθεί το δικαίωμα και στους άνδρες να παίρνουν άδεια από τη δουλειά τους όταν γεννιέται το παιδί τους; Αφενός θα μοιράζονται καλύτερα τις ευθύνες με τη σύντροφό τους, και αφετέρου θα δένονται με το μωρό. Αμ’ έπος αμ’ έργον: έτσι έγινε η Σουηδία, το μακρινό 1974, η πρώτη χώρα στον κόσμο όπου θεσμοθετήθηκε η άδεια πατρότητας μετ’ αποδοχών.

Αρχικά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι είχαν φανταστεί οι εμπνευστές της νέας πολιτικής. Ο νόμος έδινε το δικαίωμα στο ζευγάρι να αποφασίσει αν την άδεια θα την έπαιρνε όντως ο πατέρας, ή αν απλώς θα παρατεινόταν η καθιερωμένη άδεια μητρότητας, προσθέτοντας τους δύο χρόνους. Επειδή ακόμη και στην προχωρημένη Σουηδία οι γυναίκες αμείβονταν λιγότερο από τους άνδρες, ο στενός οικονομικός υπολογισμός ευνοούσε την παραδοσιακή κατανομή των ευθυνών: η γυναίκα στο σπίτι με το μωρό, ο άνδρας στη δουλειά. Επιπλέον, οι (λίγοι) άνδρες που επέλεγαν να πάρουν άδεια πατρότητας αντιμετωπίζονταν ως «φλώροι» από τους συναδέλφους τους, και ως αδιάφοροι για καριέρα από τους εργοδότες τους. Με αυτά και με αυτά, η νέα πολιτική κινδύνευε να πέσει στο κενό.

Η λύση δόθηκε το 1993 στη γειτονική Νορβηγία. Ο πατέρας μπορούσε να μην ασκήσει το νέο δικαίωμα αν δεν ήθελε, έχανε όμως τη δυνατότητα να μεταφέρει την άδειά του στη μητέρα: take it or leave it. Η τροποποίηση άλλαξε θεαματικά τα δεδομένα. Τα ζευγάρια είχαν πλέον κίνητρο να παίρνει άδεια και ο πατέρας. Καθώς όλο και περισσότεροι άνδρες ανακοίνωναν στη δουλειά ότι τις επόμενες 4 εβδομάδες θα έμεναν στο σπίτι για να αλλάζουν πάνες και να πλένουν μπιμπερό, σταδιακά η καζούρα των συναδέλφων άρχισε να κρυώνει. Οι εργοδότες συμβιβάστηκαν με τη νέα κατάσταση. Με τον καιρό, οι 4 εβδομάδες έγιναν 15 (με πλήρεις αποδοχές) ή 19 (με το 80%). Κάπως έτσι στη Νορβηγία το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών φτάνει το 77,4% (στην Ελλάδα: 59,9%), η οικονομία ακμάζει, τα ζευγάρια έχουν πιο ισορροπημένες σχέσεις, γεννιώνται περισσότερα παιδιά, και μεγαλώνουν πιο χαρούμενα.

Αυτά και άλλα πολλά γράφουμε στην εργασία του ΕΛΙΑΜΕΠ, μαζί με το ερευνητικό κέντρο FAFO του Όσλο, για το θέμα της «ποινής μητρότητας»: όταν το ζευγάρι αποκτά παιδί, η πιθανότητα απασχόλησης και οι αποδοχές των γυναικών μειώνονται, ενώ των ανδρών μένουν ανεπηρέαστες ή αυξάνονται. Όχι όμως παντού: στην Ελλάδα η ποινή μητρότητας είναι μεγάλη, στη Νορβηγία αμελητέα. Η εργασία, στην οποία συνετέλεσαν η Tone Fløtten, η Χρύσα Παπαλεξάτου, η Δάφνη Νικολίτσα, και ο Bjorn Dapi, δημοσιεύθηκε στα αγγλικά και είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ (εδώ).

Στη χώρα μας, μετά από σχετική νομοθετική πρωτοβουλία της ΕΕ, άδεια πατρότητας διάρκειας 14 ημερών θεσμοθετήθηκε το 2021. Δεν κατορθώσαμε να βρούμε στοιχεία για το πόσοι άνδρες εργαζόμενοι κάνουν χρήση του νέου δικαιώματος. Ρωτώντας στον κύκλο μας μείναμε με την εντύπωση ότι στο Δημόσιο (εκτός σωμάτων ασφαλείας και ενόπλων δυνάμεων) ο νόμος τηρείται, ενώ στον ιδιωτικό τομέα κατά κανόνα όχι.

Η εργασία μας καταλήγει στην πρόταση να αυξηθεί η διάρκεια της άδειας πατρότητας σε 4 μήνες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, και ταυτόχρονα να απαλλαγούν οι εργοδότες από το σχετικό κόστος, το οποίο θα μοιράζονται ΕΦΚΑ και ΔΥΠΑ. Αυτό σίγουρα περιέχει μια μικρή δόση βολονταρισμού. Όμως, όπως έχει γράψει ο Maurizio Ferrera, «η πρώτη ύλη κάθε μεταρρύθμισης είναι πάντοτε ένα ιδεατό σχέδιο αλλαγής».

Είναι υπερβολικό να ελπίζει κανείς ότι η ελληνική κυβέρνηση, που οπωσδήποτε έχει να επιδείξει σαφώς προοδευτικό έργο στα κοινωνικά θέματα (εκτός μετανάστευσης), θα τολμήσει αυτή την – χωρίς υπερβολή – ιστορική πρωτοβουλία, που θα ωφελούσε τους πάντες (γυναίκες, άνδρες, παιδιά, την οικονομία); Και είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι η εχέφρων αντιπολίτευση θα την στήριζε;

22 Ιουνίου 2025

Τα ιδιωτικά ΑΕΙ και η ελληνική οικονομία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 22 Ιουνίου 2025).

Έχει βάση ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα έχει «πολλαπλά οφέλη για τους φοιτητές, τις οικογένειές τους, και την ελληνική οικονομία»;

Φαίνεται ότι η πελατεία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι βασικά εκείνη των πρώην κολλεγίων: νέοι που δεν τα πήγαν αρκετά καλά στις πανελλήνιες για να εισαχθούν στο (δημόσιο) πανεπιστημιακό τμήμα της επιλογής τους, από οικογένειες που δεν έχουν την οικονομική άνεση να τους στείλουν στο εξωτερικό. Υπό μια έννοια, η νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, και η αναγνώριση «επαγγελματικών δικαιωμάτων» στους αποφοίτους τους, θα εκτρέψει προς αυτά ροές φοιτητών προς κάποια λιγότερο ελκυστικά πανεπιστήμια της επαρχίας ή ακόμη και του εξωτερικού.

Οφέλη για τους ίδιους τους φοιτητές δεν βλέπω. Η φοίτηση ακόμη και σε ένα μέτριο πανεπιστήμιο μακριά από το πατρικό σπίτι βοηθά στην ωρίμανση και στην εξοικείωση με την πραγματική ζωή, η δε επαφή με το πώς σκέφτονται, φέρονται, και εργάζονται οι άνθρωποι σε μια προηγμένη χώρα βοηθά στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων. Αντιστρόφως, η φοίτηση σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, σε κάποιο βολικό σημείο κοντά στο πατρικό σπίτι, αναβάλλει την ανεξαρτητοποίηση, που με τη σειρά της παρατείνει την ανωριμότητα και αναπαράγει τον επαρχιωτισμό. Όσο για τα υποτιθέμενα οφέλη για την οικογένεια, ας μην επεκταθώ άλλο. Το είδος της οικογένειας που ωφελεί η λειτουργία κάποιων ιδιωτικών πανεπιστημίων βλάπτει τα μέλη της, και βέβαια τη χώρα.

Και τα οφέλη για την ελληνική οικονομία; Ας θυμηθούμε καταρχάς ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει ήδη επεκταθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 25-34 ετών που κατέχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό τίτλο έχει αυξηθεί από 24,8% το 2004 σε 44,5% το 2024, και πλέον ξεπερνά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (44,1% το 2024). Όμως, σύμφωνα με τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας του ΟΟΣΑ για τις δεξιότητες των ενηλίκων (PIAAC), 19% των πτυχιούχων ηλικίας έως 34 ετών στην Ελλάδα ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι, δηλαδή δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν σύντομα κείμενα πάνω σε καθημερινά θέματα, ή να κάνουν απλές πράξεις με ακέραιους αριθμούς. Σε καμιά άλλη χώρα δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Το πρόβλημα είναι τεράστιο όσο και παραγνωρισμένο, εντοπίζεται κυρίως στη δευτεροβάθμια (και στην πρωτοβάθμια) εκπαίδευση, αλλά φυσικά αφορά και τα δημόσια πανεπιστήμια. Το ερώτημα είναι αν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα εφαρμόζουν κανόνες που να αποτρέπουν τη χορήγηση πτυχίων σε λειτουργικά αναλφάβητους. Δεν έχουμε καμμία ένδειξη μεγαλύτερης αυστηρότητας, αντίθετα έχουμε πολλές ενδείξεις μεγαλύτερης χαλαρότητας. Ελπίζω να διαψευστώ, αλλά το βλέπω δύσκολο.

Πράγματι, η νομιμοποίηση της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν μια περιττή εκκρεμμότητα που όφειλε να τακτοποιηθεί. Αυτό έγινε. Όμως η αναγκαία συζήτηση για τη διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ιδιωτικής και δημόσιας, δεν έχει καν αρχίσει.

Ακόμη και αν οι απόφοιτοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι εγγράμματοι, η συμβολή τους στην ελληνική οικονομία θα είναι αμφίβολη αν συγκεντρώνονται σε ήδη κορεσμένους κλάδους. Αλήθεια χρειαζόμαστε περισσότερους συμβούλους επιχειρήσεων, ψυχολόγους, γιατρούς, δικηγόρους; Εάν όχι, οι νέοι απόφοιτοι στην καλύτερη περίπτωση θα εκτοπίσουν απλώς κάποιους άλλους υποψήφιους για την ίδια θέση. Εάν το επίπεδο των δεξιοτήτων που κατέχουν είναι χαμηλότερο, το όφελος θα είναι αρνητικό.

Παραμένει το ερώτημα της συμβολής στην οικονομία των δημόσιων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων. Εδώ το αναξιοποίητο κεφάλαιο είναι κυρίως η έρευνα. Είναι όμως επίσης μεγάλες οι δυνατότητες προσέλκυσης ξένων φοιτητών σε θερινά σχολεία ή μεταπτυχιακά προγράμματα στα αγγλικά. Αρκετά από τα δημόσια πανεπιστήμιά μας διαθέτουν τη φήμη, τις διεθνείς διασυνδέσεις, και το διδακτικό προσωπικό που θα τα καθιστούσαν ανταγωνιστικά. Υστερούν στις υποδομές (π.χ. για τη στέγαση των φοιτητών), στις διοικητικές υπηρεσίες, καθώς και στην ασφάλεια. Αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη συμβολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην οικονομία, θα πρέπει να επενδύσουμε σε αυτά.