21 Ιανουαρίου 2025

Ten years after

Συμβολή στην έρευνα της Αγγελικής Σπανού για τη συμπλήρωση 10 ετών από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Αποσπάσματα δημοσιεύθηκαν στο άρθρο της με τίτλο «Από την «πρώτη φορά» στην ιλιγγιώδη φθορά» στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025).


Η αναρρίχηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία υπήρξε ιλιγγιώδης, όσο και η κατακρήμνισή του στη συνέχεια. Μέχρι εδώ τίποτε πρωτότυπο. Παρόμοια τροχιά διέγραψαν τα υπόλοιπα κόμματα-κομήτες που θα άλλαζαν τον κόσμο την εποχή της οικονομικής κρίσης στη Νότια Ευρώπη: οι Podemos στην Ισπανία και το Κίνημα Πέντε Αστέρων στην Ιταλία.

Οι προβληματικές πλευρές της πολιτικής τους πρότασης – περιφρόνηση για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, παιδαριώδης ανάλυση της κρίσης ως συνωμοσίας σκοτεινών διεθνών κέντρων και των εγχώριων υπηρετών τους, χαρωπή συμμαχία (στην Ιταλία και στην Ελλάδα) με την εθνικιστική ακροδεξιά – έχουν πλέον αναλυθεί επαρκώς.

Όσοι αυτές τις προβληματικές πλευρές τις είδαν εγκαίρως, καλά θα κάνουν σήμερα να προχωρήσουν ένα βήμα πέρα από την ικανοποίηση ή χαιρεκακία που προκαλεί ο αυτοεξευτελισμός του ΣΥΡΙΖΑ και των Podemos και του Κινήματος Πέντε Αστέρων, και να αναρωτηθούν για τις βαθύτερες αιτίες του θριάμβου τους τότε.

Πιστεύω ότι ο Cas Mudde, ο μελετητής του λαϊκισμού που στη φάση ανόδου του φαινομένου έγραψε ότι «οι λαϊκιστές θέτουν τα σωστά ερωτήματα, αλλά τους δίνουν λάθος απαντήσεις», ήταν και πάλι εύστοχος όταν πρόσφατα διατύπωσε την εκτίμηση ότι ο λαϊκισμός είναι μια «δημοκρατική ανελεύθερη (illiberal) απάντηση στον αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό», εννοώντας τον φιλελευθερισμό που απομακρύνει από το πεδίο της δημοκρατικής επιλογής, αναγορεύοντας τα σε ιερά θέσφατα που δεν επιτρέπεται να αμφισβητούνται, όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων.

Όσο για εκείνους που πριν δέκα χρόνια πίστεψαν τις υποσχέσεις των αυτόκλητων σωτήρων της χώρας, και σήμερα βιώνουν τη ματαίωση, ίσως τους φανεί ταιριαστός ο περίφημος μονόλογος του Μάκβεθ (5η Πράξη, 5η Σκηνή, εδώ σε μετάφραση Kωνσταντίνου Σπαντιδάκη):

«Σκιά πού διαβαίνει είν’ η ζωή

άθλιος θεατρίνος που καρπώνεται χαραμίζοντας την ώρα του στη σκηνή

και πια δεν ξανακούγεται.

Μια ιστορία ιστορημένη απ’ έναν ανόητο, γεμάτη θόρυβο κι οργή, δίχως κανένα νόημα.»

15 Ιανουαρίου 2025

Πρώτος μεταξύ ίσων: Εκσυγχρονισμός και μεταρρυθμίσεις με «το σαθρό υλικό του ανθρώπου»

Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιανουάριος 2025).


Η φιγούρα του Κώστα Σημίτη φάνταζε αταίριαστη μέσα στο κόμμα που σφράγισε με την παρουσία του ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πράγματι, οι διαφορές του με το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ ήταν από την αρχή ορατές σε όλους. Πολιτεύθηκε ως Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης σε ένα κόμμα (ή μάλλον «κίνημα») λαϊκιστικό και τριτοκοσμικό. Η συνεργασία του Σημίτη με τον Ανδρέα βασιζόταν στην αναγνώριση της διαφοράς τους, και στον αμοιβαίο σεβασμό, που δεν εμπόδιζε τον πρώτο να υπηρετεί την πολιτική του από όποια θέση ευθύνης στο κόμμα και στην κυβέρνηση αναλάμβανε, ούτε τον δεύτερο να τον αποπέμπει από αυτήν όταν οι διαφορές ξεπερνούσαν κάποιο όριο. Αυτό συνέβη το 1979, όταν ο Σημίτης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το Εκτελεστικό Γραφείο μετά το σάλο που προκάλεσε η δικής του έμπνευσης αφίσα με τίτλο «Όχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων, ναι στην Ευρώπη των λαών», ενώ το ΠΑΣΟΚ μαζί με το ΚΚΕ διαδήλωνε ζητώντας να αποχωρήσει η Ελλάδα από την (τότε) ΕΟΚ. Ή το 1987, όταν πάλι ο Σημίτης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, αυτή τη φορά από την κυβέρνηση, ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, παρά την αναμφισβήτητη επιτυχία του σταθεροποιητικού προγράμματος της προηγούμενης διετίας, ή μάλλον εξαιτίας της.

Όμως οι διαφορές του Σημίτη με το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ δεν ήταν μόνο πολιτικές – ήταν επίσης πολιτισμικές. Όταν ο Ανδρέας (με τον Τσοχατζόπουλο, και με τα άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη) στροβιλιζόταν στην πίστα χορεύοντας ζεϊμπέκικο και πίνοντας ουίσκυ, ο Σημίτης έμενε στο τραπέζι, και από μακριά παρακολουθούσε όσα διαδραματίζονταν με το γνωστό στραβό χαμόγελο, κρατώντας ένα ποτήρι πορτοκαλάδα. Και ενώ ο Ανδρέας ξεκινούσε τις ομιλίες του σαν τον πατέρα του («Λαέ της Αθήνας» κτλ.), φιλοτεχνώντας μια διονυσιακή σχεδόν συνεύρεση με το πλήθος που παραληρούσε στην πλατεία, ο Σημίτης στην πρώτη του προεκλογική ομιλία ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ (στη Μυτιλήνη, τον Σεπτέμβριο 1996), έβγαλε τα χαρτιά του, φόρεσε τα γυαλιά του, κοίταξε τους πολίτες που είχαν έρθει να τον ακούσουν, και είπε με κανονική φωνή: «Κυρίες και κύριοι καλησπέρα».

Είναι γνωστό ότι ο Σημίτης βρισκόταν στη μειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας που τον εξέλεξε πρωθυπουργό τον Ιανουάριο 1996, με τον Ανδρέα ανήμπορο πια να ασκήσει τα καθήκοντά του. Στην πρώτη ψηφοφορία, οι τρεις υποψήφιοι (Σημίτης, Τσοχατζόπουλος, Αρσένης) είχαν υποστηριχθεί από σχεδόν ένα τρίτο των βουλευτών ο καθένας. Στην δεύτερη ψηφοφορία, ο Σημίτης επικράτησε οριακά έναντι του Τσοχατζόπουλου: 86-75 με 5 λευκά. Το ίδιο οριακά εκλέχτηκε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μετά τον θάνατο του Ανδρέα: στο 4ο συνέδριο (Ιούνιος 1996) υπερψηφίστηκε από μόλις 53,8% των συνέδρων. 

Ως πρωθυπουργός, κυβέρνησε ως πρώτος μεταξύ ίσων, με απόλυτο σεβασμό στις συλλογικές διαδικασίες. Ο Σημίτης δεν ήταν τεχνοκράτης: ήταν ένας προοδευτικός πολιτικός, ένας μεταρρυθμιστής διανοούμενος, με το βλέμμα στραμμένο στη μακρά διάρκεια – τον ενδιέφερε η ετυμηγορία των βιβλίων της Ιστορίας, όχι των πρωτοσέλιδων της επόμενης μέρας. Οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε προϋπέθεταν τη συναίνεση, καταρχάς του υπουργικού συμβουλίου, και στη συνέχεια της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Στην κατανόηση των ζητημάτων βρισκόταν πάντοτε ένα βήμα μπροστά από τα υπόλοιπα στελέχη, και για αυτό τον ξένιζε η ένταση των αντιδράσεων. Όπως τον Απρίλιο 2001, όταν μαζί με τον αρμόδιο υπουργό κατέθεσε τις περίφημες «Προτάσεις Γιαννίτση» για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, οι οποίες πολεμήθηκαν λυσσαλέα, παρότι συνιστούσαν μια ήπια και λελογισμένη μεταρρυθμιστική πρόταση, όπως άλλωστε ταίριαζε σε μια προοδευτική ηγετική ομάδα που επιζητούσε τις συναινέσεις. Λέγεται ότι στην κρίσιμη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου πήραν το λόγο μόνο ο Ευάγγελος Βενιζέλος («Πρόεδρε αυτά δεν περνάνε») και ο Αλέκος Παπαδόπουλος («Τα μέτρα που προτείνετε είναι αντιδημοφιλή αλλά αναγκαία»). Οι υπόλοιποι απλώς ενέκριναν – για να διαχωρίσουν τη θέση τους αμέσως μετά, μιλώντας στα μικρόφωνα των καναλιών που τους περίμεναν έξω.

Με τον ίδιο τρόπο πολιτεύθηκε και ως Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Σε ένα κόμμα μαθημένο στην αυθαιρεσία του χαρισματικού ηγέτη (από το 1974 έως το 1994 το ΠΑΣΟΚ διοργάνωσε μόνο τρία συνέδρια, στα οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου εκλεγόταν πάντοτε διά βοής), η επανεκλογή του Σημίτη στην προεδρία του κόμματος, αν και χωρίς αντίπαλο, δεν ήταν ποτέ θριαμβευτική: στο 5ο συνέδριο (Μάρτιος 1999) υποστηρίχθηκε από το 64,7% των συνέδρων, στο 6ο (Οκτώβριος 2001) από το 71,2%.

Παρά τη σκανδαλολογία, κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε τον ίδιο τον Σημίτη για διαφθορά. Ούτε καν ο Κώστας Καραμανλής, ο πρωθυπουργός της χρεωκοπίας, που τον απεκάλεσε «αρχιερέα της διαπλοκής». Δίχως αμφιβολία, η διαφθορά των δημόσιων αξιωματούχων, και των κυβερνητικών στελεχών, δεν έπαψε να υφίσταται το 1996-2004, πόσω μάλλον που επί πρωθυπουργίας Σημίτη οι δημόσιες επενδύσεις (στην εθνική άμυνα, και στις υποδομές) αυξήθηκαν πολύ. Όμως τον τόνο τον έδινε πάντοτε η δωρική λιτότητα του ίδιου του πρωθυπουργού, του Νίκου Θέμελη, και των άλλων στενών συνεργατών του. Και κάθε φορά που γινόταν γνωστό κάποιο νέο κρούσμα διαφθοράς, το θέμα έπαιρνε το δρόμο του στη Δικαιοσύνη, ενώ η ηγετική ομάδα συνέχιζε τη δουλειά της με σύνθημα: «προχωράμε παρά τα βαρίδια». Ο εκσυγχρονισμός και οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν παρά να προχωρήσουν (όπως προχώρησαν) με το μόνο έμψυχο υλικό που ήταν διαθέσιμο: «το σαθρό υλικό του ανθρώπου».

Και όταν το 2004 ο Σημίτης αποχώρησε από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, και στη συνέχεια από την πρωθυπουργία, εκείνοι που τον διαδέχθηκαν απέφυγαν να υπερασπιστούν το έργο των κυβερνήσεών του. Ο δε άμεσος διάδοχός του, ο Γιώργος Παπανδρέου, διέγραψε τον Σημίτη από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, με αφορμή μια απλή πολιτική διαφωνία (ο πρώτος ζητούσε δημοψήφισμα για την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, ο δεύτερος επεσήμανε ότι τέτοια θέματα δεν προσφέρονται για δημοψήφισμα αλλά για κοινοβουλευτική συζήτηση και απόφαση).

Παρότι η απόσταση (πολιτική και πολιτισμική) που τον χώριζε από τον Ανδρέα Παπανδρέου, από όσους τον διαδέχθηκαν, και από τα περισσότερα μέλη και στελέχη του Κινήματος, υπήρξε οφθαλμοφανής, ο Κώστας Σημίτης δεν ήταν «ξένο σώμα στο ΠΑΣΟΚ»: αντίθετα, υπήρξε συνιδρυτής του, και παρέμεινε μέχρι τέλους ψυχικά ταυτισμένος με το κόμμα αυτό. Υπό αυτή την έννοια, ίσως το αξιοπερίεργο, αυτό που πρέπει να εξηγηθεί, να μην είναι τόσο το γιατί «το ΠΑΣΟΚ δεν αγάπησε ποτέ τον Σημίτη», αλλά το πώς ένας Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης από τη μειοψηφία του κόμματος αναδείχθηκε στην ηγεσία του, και στη συνέχεια κέρδισε δύο βουλευτικές εκλογές, και μάλιστα τη δεύτερη (το 2000) με 2,3 ποσοστιαίες μονάδες και 200.000 ψήφους παραπάνω από ό,τι την πρώτη (το 1996), εξαντλώντας δύο φορές την τετραετία.

Πράγματι, σε μια οικονομία χωρίς μεγάλες επιχειρήσεις και σοβαρά συνδικάτα, δεν είναι παράξενο που η μη κομμουνιστική αριστερά υπήρξε ιστορικά περισσότερο μαξιμαλιστική παρά ρεφορμιστική. Σε μια τέτοια χώρα, η σοσιαλδημοκρατική κουλτούρα μπορούσε να είναι κτήμα μόνο κάποιων διανοουμένων, που η σκέψη τους ξεπερνούσε τα στενά όρια της ελληνικής πολιτικής. Ένας τέτοιος ήταν ο Κώστας Σημίτης.

Το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν έχει αφομοιώσει καλά τα μαθήματα της ιστορίας, και για αυτό δεν ξέρει πάντα πώς να σταθεί στη σύγχρονη Ελλάδα. Η αφαίμαξη του στελεχιακού δυναμικού και της δεξαμενής ψήφων του από τον ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έγινε ακριβώς επειδή είχε ξεχάσει αυτά τα μαθήματα, είχε αρνηθεί να υπερασπιστεί τη συνετή δημοσιονομική διαχείριση του 1996-2004, και είχε αγνοήσει τις προειδοποιήσεις του ίδιου του Σημίτη για την επερχόμενη χρεωκοπία.

Όμως η αφαίμαξη είχε και κάτι θετικό: οι εναπομείναντες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι πλέον κατά κανόνα αντιλαϊκιστές, «μνημονιακοί», και «μενουμευρωπαίοι». Όχι επειδή νοσταλγούν τη λιτότητα και την ανεργία της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά επειδή αναγνώρισαν εγκαίρως ότι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από τα Μνημόνια ήταν να τα εφαρμόσουμε, και για αυτό στάθηκαν απέναντι στον αντιμνημονιακό συρφετό που παραλίγο να μεταμορφώσει την Ελλάδα σε Βενεζουέλα.

Το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν έχει μεγάλη σχέση με εκείνο του Ανδρέα Παπανδρέου. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών συνέβαλε στην ενηλικίωσή του. Η Λιβύη του Καντάφι και η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, σταθερές πηγές έμπνευσης για το τριτοκοσμικό και αυτοδιαχειριστικό ΠΑΣΟΚ αντιστοίχως της δεκαετίας του ’70 (και πιο μετά), έχουν πάψει να υφίστανται στο φαντασιακό των στελεχών του, όπως άλλωστε έχουν πάψει να υφίστανται στην πραγματικότητα. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός είναι απόλυτο κεκτημένο για τη χώρα, και το ΠΑΣΟΚ (μαζί με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη) είναι εγγυητής του.

Σε έναν παρατηρητή που το παρακολουθεί από απόσταση, αλλά με συμπάθεια, φαίνεται προφανές τι πρέπει να κάνει ένα προοδευτικό μεταρρυθμιστικό κόμμα για να είναι χρήσιμο στη χώρα και στον εαυτό του. Να προετοιμάσει ένα επικαιροποιημένο εγχείρημα προοδευτικού εκσυγχρονισμού στις νέες συνθήκες. Να προτείνει λύσεις θετικού αθροίσματος που αυξάνουν την απασχόληση και βελτιώνουν τις αμοιβές προστατεύοντας την κερδοφορία των υγιών επιχειρήσεων. Να ανανεώσει το κράτος ώστε να μπορεί να παράγει υψηλής ποιότητας κοινωνικά αγαθά προσιτά σε όλους (υγεία, παιδεία, κατοικία, μεταφορές).

Το ερώτημα είναι αν η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, σημερινή και μελλοντική, θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτό το ιστορικό καθήκον.

12 Ιανουαρίου 2025

Η μακρά ήττα του 2001

Δημοσιεύθηκε στο ειδικό ένθετο «Κώστας Σημίτης 1936-2025» της εφημερίδας «Καθημερινή» (Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025).



Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οπισθοχώρηση της κυβέρνησης Κώστα Σημίτη από την «Πρόταση ασφαλιστικής μεταρρύθμισης» που κατέθεσε τον Απρίλιο 2001 ο Τάσος Γιαννίτσης, τότε Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σηματοδότησε την εξάντληση της προωθητικής ορμής του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος. Η αποτυχία της μεταρρύθμισης των συντάξεων αποδείχθηκε μοιραία. Αφενός για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ: παρότι ο νόμος Ρέππα του 2002 ουσιαστικά υπαγορεύθηκε από τα συνδικάτα που είχαν πολεμήσει με νύχια και με δόντια τις «Προτάσεις Γιαννίτση», η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης δεν απέτρεψε την ραγδαία φθορά της, που τελικά οδήγησε στην ήττα στις βουλευτικές εκλογές του 2004. Αφετέρου για τη χώρα: μέχρι το τέλος της δεκαετίας η διόγκωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης συνέβαλε καθοριστικά στην εκτόξευση του δημόσιου χρέους, στην οιονεί χρεωκοπία της Ελλάδας, και στα Μνημόνια.

Θα μπορούσε ο Κώστας Σημίτης, του οποίου τη μνήμη τιμάμε με αυτό το αφιέρωμα, να έχει επιμείνει στις «Προτάσεις Γιαννίτση», παρά τις αντιδράσεις, για το καλό της χώρας; Με τη στερνή γνώση της κρίσης του 2010, και όσων επακολούθησαν, πιθανώς ναι. Στις συνθήκες του παρόντος χρόνου όπου κινούνται τα δρώντα άτομα, σαφώς όχι.

Στην επιφάνεια, η συγκυρία του 2001 ήταν απόλυτα ευνοϊκή: το ΠΑΣΟΚ όχι απλώς κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2000, αλλά – ασυνήθιστο για κυβερνών κόμμα – αύξησε τις ψήφους του κατά 200.000 και το ποσοστό του κατά 2,3 μονάδες. Ο τότε πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του θεώρησαν ότι η νίκη αυτή δικαίωνε την εκσυγχρονιστική διακυβέρνηση της πρώτης τετραετίας 1996-2000, και ότι προσέφερε νομιμοποιητική βάση για μια νέα απόπειρα μεταρρύθμισης των συντάξεων, μετά την αναβολή της μπροστά στις αντιδράσεις στην «Έκθεση Σπράου» τον Οκτώβριο 1997. Η προσδοκία τους αυτή διαψεύστηκε: όπως η «Έκθεση Σπράου» απορρίφθηκε μετά βδελυγμίας παρότι εν πολλοίς απλώς τεκμηρίωνε τη μη βιωσιμότητα του συστήματος συντάξεων, έτσι και οι «Προτάσεις Γιαννίτση» πολεμήθηκαν λυσσαλέα αν και συνιστούσαν μια ήπια και λελογισμένη μεταρρυθμιστική πρόταση, όπως άλλωστε ταίριαζε σε μια προοδευτική ηγετική ομάδα που επιζητούσε τις συναινέσεις.

Πράγματι, η ματαιωμένη μεταρρύθμιση στόχευε αφενός στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του συστήματος συντάξεων και αφετέρου την αποκατάσταση της ισονομίας και την άρση των ανισοτήτων στο εσωτερικό του, στο πλαίσιο ενός δημόσιου συστήματος. Τα κύρια σημεία των «Προτάσεων Γιαννίτση» ήταν συνοπτικά τα εξής: (α) θεσμοθέτηση του 65ου έτους ως ενιαίου ορίου ηλικίας, (β) αντικατάσταση των μειωμένων ορίων συνταξιοδότησης για τις μητέρες ανηλίκων από έναν πλασματικό χρόνο ασφάλισης για κάθε παιδί, (γ) υπολογισμό του ύψους της σύνταξης με ποσοστό αναπλήρωσης το 60% και συντάξιμες αποδοχές το μέσο όρο των δέκα καλύτερων ετών της τελευταίας 15ετίας, καθώς και (δ) εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων για τη μελλοντική χορήγηση της κατώτατης σύνταξης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης, η υιοθέτησή τους θα μείωνε το αναλογιστικό έλλειμμα του συστήματος κατά ένα έκτο (εξοικονόμηση 21 τρις. από τα 120 τρις. δρχ. σε βάθος χρόνου 50ετίας).

Και όμως, η κατάργηση των ευνοϊκών ρυθμίσεων για τις προνομιούχες ομάδες (εργαζόμενοι στις τράπεζες, στις ΔΕΚΟ, ασφαλισμένοι στα ευγενή ταμεία γιατρών-δικηγόρων-μηχανικών-δημοσιογράφων κ.ά.) φάνηκε αρκετή για να παραλύσει την Ελλάδα. Το αντιμεταρρυθμιστικό μέτωπο εκτεινόταν πέρα από τα συνδικάτα (όπου οι ΔΕΚΟ και οι τράπεζες υπερεκπροσωπούνταν, ενώ οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις υποεκπροσωπούνταν), και τα κόμματα της Αριστεράς: συμπεριλάμβανε τις επαγγελματικές οργανώσεις της μεσαίας τάξης, και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (που θεώρησε ορθό να καταγγείλει την κυβέρνηση Σημίτη για «κοινωνική αναλγησία»). Επιπλέον, στην πρωτοπορία του αγώνα κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης βρισκόταν το ίδιο το κυβερνών κόμμα: με εξαίρεση τον Αλέκο Παπαδόπουλο, κανείς πρωτοκλασάτος υπουργός δεν έδωσε μάχη υπέρ των «Προτάσεων Γιαννίτση». Κάποιοι πρωτοστάτησαν στις αντιδράσεις, οι περισσότεροι τήρησαν αιδήμονη σιωπή.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι κινητοποιήσεις που οδήγησαν στη ματαίωση της μεταρρύθμισης του 2001 ήταν η πρόβα τζενεράλε όσων συνέβησαν την επόμενη δεκαετία: της τραγωδίας της Μαρφίν, του καλοκαιριού των Αγανακτισμένων, της επικράτησης του «αντιμνημονιακού» μετώπου. Θριάμβευσε μια ανώριμη κοινωνική πλειοψηφία που, έχοντας γαλουχηθεί επί μακρόν από δημαγωγούς όλων των αποχρώσεων (στην πολιτική, στις κοινωνικές οργανώσεις, στα μέσα ενημέρωσης), αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει την πραγματικότητα. Ηττήθηκε ο Κώστας Σημίτης, και το όραμά του για προοδευτικό εκσυγχρονισμό με κοινωνική συναίνεση. Και μαζί του ηττήθηκε «μια ορισμένη ιδέα της Ελλάδας» ως σοβαρής χώρας.

5 Ιανουαρίου 2025

Φόβοι και ελπίδες για την οικονομία το 2025

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025).



Το ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά δεν αμφισβητείται στα σοβαρά από κανέναν. Αυτό που μπορεί – και πρέπει – να αμφισβητηθεί είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης αυτής. Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ δεν αρκούν: για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έως τις παραμονές της μεγάλης κρίσης, η Ελλάδα σημείωνε τη δεύτερη καλύτερη – μετά την Ιρλανδία – οικονομική επίδοση στην Ευρώπη. Και όλοι ξέρουμε τι συνέβη στη συνέχεια. Το ότι σήμερα το εμπορικό έλλειμμα έχει ξανά διογκωθεί, οι επενδύσεις κατευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε ακίνητα, ενώ το ειδικό βάρος του τουρισμού είναι μεγαλύτερο παρά ποτέ, θα έπρεπε να προκαλεί περισσότερο προβληματισμό, και πολύ λιγότερο εφησυχασμό.

Πράγματι, πέντε χρόνια μετά την πανηγυρική υποδοχή της Έκθεσης Πισσαρίδη, και την επίσημη αναγνώριση της ανάγκης για αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου, η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη στη φτηνή ανάπτυξη. Τα «ζωώδη ένστικτα» που απελευθερώθηκαν τα τελευταία χρόνια έχουν ως επί το πλείστον στραφεί στις διαχρονικές σταθερές της ελληνικής επιχειρηματικότητας: στην αξιοποίηση ευκαιριών βραχυπρόθεσμου κέρδους που προκύπτουν από κρατικές ρυθμίσεις πρόσβασης στους κοινούς πόρους – από τα πεζοδρόμια των πόλεων, που παραχωρήθηκαν «προσωρινά» την εποχή του κορωνοϊού στους μαγαζάτορες και στα τραπεζοκαθίσματά τους, έως τα κυκλαδονήσια που μετατρέπονται ταχύτατα σε τσιμεντένια θέρετρα, που κινδυνεύουν να καταλήξουν όπως τα γήπεδα του μπέιζμπολ και του σόφτμπολ όταν έπεσε η αυλαία των Ολυμπιακών της Αθήνας. Οι επισφαλείς θέσεις εργασίας και οι χαμηλοί μισθοί είναι το φυσικό επακόλουθο μιας οικονομίας εξαρτημένης από την εστίαση, τα καταλύματα, και το λιανικό εμπόριο. Οι φωτεινές εξαιρέσεις των (μεταποιητικών, κυρίως) μονάδων που εξάγουν, επενδύουν, και πληρώνουν αξιοπρεπείς αποδοχές, είναι ακριβώς αυτό: εξαιρέσεις.

Σε έναν κόσμο που έχει γίνει απρόβλεπτος και επικίνδυνος, και σε μια γωνιά του πλανήτη που έχει πάρει φωτιά από τις πολεμικές συγκρούσεις και από τις φυσικές καταστροφές, η ανεμελιά της φτηνής ανάπτυξης είναι τραγική. Όταν ξέσπασε η πανδημία, ο ΟΟΣΑ είχε δημοσιεύσει μια έκθεση για την «ανθεκτικότητα» της οικονομίας 47 χωρών σε συνθήκες καραντίνας: η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία 47η θέση. Τι θα απογίνει η οικονομία μας εάν συμβεί το παραμικρό θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, ή όταν η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει κάνει το ελληνικό καλοκαίρι αβίωτο;

Φυσικά, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη γεωγραφία. Μπορούμε όμως να αλλάξουμε την οικονομία. Με δυσκολία: η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου είναι κοπιαστική και παίρνει χρόνο (αντίθετα με τις «αρπαχτές», που ως γνωστόν είναι γρήγορες και απαιτούν ελάχιστο κόπο). Οι ωφελημένοι της φτηνής ανάπτυξης είναι ισχυροί και οργανωμένοι, και αγωνίζονται με νύχια και δόντια (και ενίοτε με σφαίρες) για τη διατήρηση του μοντέλου στο οποίο οφείλουν τον πλουτισμό τους. Το μόνο αντίδοτο στην ισορροπία της παρακμής είναι ο πατριωτισμός των Ελλήνων, και ειδικά της πολιτικής τάξης. Η εμμονή της κυβέρνησης και η συναίνεση της αντιπολίτευσης στην υπεράσπιση της νομιμότητας παντού, από το φορολογικό έως τις χρήσεις γης. Και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων για τις ελάχιστες προϋποθέσεις ευημερίας της γενιάς των παιδιών μας και των παιδιών τους: ισχυροί θεσμοί, αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, υγιής επιχειρηματικότητα, επένδυση στις δεξιότητες.

Οι δυσκολίες είναι πολλές, όμως οι δυνατότητες είναι μεγάλες. Το πόσο μεγάλες φάνηκε τις προάλλες, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα είναι ένα από τα 7 κράτη μέλη όπου θα εγκατασταθούν και θα λειτουργήσουν ευρωπαϊκά εργοστάσια τεχνητής νοημοσύνης. Η εμπορική επιτυχία των εφαρμογών που θα προκύψουν δεν είναι εγγυημένη. Η απόσταση που χωρίζει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ και από την Κίνα είναι μεγάλη στον τομέα αυτό. Ούτε η γενναία χρηματοδότηση, κρατική και ιδιωτική, αρκεί για να αποτρέψει τις αστοχίες – αυτό έδειξε η υπόθεση Northvolt. Όμως το παιγνίδι θα κριθεί εκεί: στην τεχνολογική επανάσταση, και στην καθαρή ενέργεια. Και στο παιγνίδι αυτό δεν επιτρέπεται να είμαστε θεατές.

8 Δεκεμβρίου 2024

Ο ναρκισσισμός της ανευθυνότητας βλάπτει σοβαρά την οικονομία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024).

Λίγοι γνωρίζουν ότι η πρωταθλήτρια Ευρώπης (και, κατά συνέπεια, κόσμου) στην κοινωνική δαπάνη εδώ και αρκετά χρόνια δεν είναι η Σουηδία αλλά η Γαλλία (32% του ΑΕΠ το 2022). Ούτε οι περισσότεροι Γάλλοι δείχνουν να το γνωρίζουν, ή  ίσως προτιμούν να το ξεχνάνε, για αυτό άλλωστε ο δημόσιος λόγος (και ο επιστημονικός ...) βρίθει αναφορών στη «νεοφιλελεύθερη επέλαση» που «κατεδαφίζει κοινωνικές κατακτήσεις». Πρόσφατο παράδειγμα: η μεταρρύθμιση των συντάξεων, η οποία ανέβασε από τα 62 στα 64 έτη την ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης, επαρκής λόγος για να κατέβουν μερικά εκατομμύρια Γάλλοι πολίτες στους δρόμους την άνοιξη του 2023. Και ας έδειχναν όλες οι αναλύσεις ότι η μεταρρύθμιση ήταν εξισωτική, αφού έπληττε κυρίως τις εύπορες κατηγορίες, ενώ προστάτευε τους πιο αδύναμους. Δεν συγκινούνται από κάτι τέτοια οι νοσταλγοί του Μάη του ’68, ή της Επανάστασης του 1789, ή της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, ή κάποιου συνδυασμού των προηγουμένων. Σημασία έχει να είναι κανείς ασυμβίβαστος («ανυπότακτος», όπως στην ονομασία του κόμματος του Μελανσόν), και να απορρίπτει χωρίς συζήτηση οποιαδήποτε προσπάθεια προσαρμογής της Γαλλίας στον σύγχρονο κόσμο.

Ίσως θα έπρεπε κάποιος να μιλήσει στους Γάλλους για την Ουρουγουάη. Στη μικρή αυτή χώρα της Νοτίου Αμερικής, πριν από λίγες εβδομάδες οι ψηφοφόροι κλήθηκαν στις κάλπες για να αποφανθούν πάνω στο εξής ερώτημα: «Θέλετε να μειωθεί η ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης από τα 65 στα 60 έτη;» Αντίθετα από ό,τι ίσως θα προέβλεπε κανείς, τα κύρια πολιτικά κόμματα της Ουρουγουάης (ο κεντροδεξιός συνασπισμός αλλά και το αριστερό «Πλατύ Μέτωπο») απέρριψαν την ευκαιρία να επιδοθούν σε χαμηλής ποιότητας πολιτική δημαγωγία στις πλάτες των πολιτών, σημερινών και μελλοντικών. Η θλιβερή παρακμή της γειτονικής Αργεντινής, που έχοντας υπάρξει μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου έπεσε στο επίπεδο των αποτυχημένων κρατών που εκλιπαρούν διεθνή οικονομική βοήθεια και παραπαίουν από τη μια χρεωκοπία στην άλλη, θυμίζει τους κινδύνους του δημοσιονομικού λαϊκισμού στους πολιτικούς της Ουρουγουάης. Οι οποίοι κάλεσαν τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν εναντίον της μείωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης. Και εκείνοι τους άκουσαν: 61% ψήφισαν κατά. Μέχρι νεωτέρας, η Ουρουγουάη θα συνεχίσει να είναι μια όαση πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας σε μια ήπειρο που δεν φημίζεται ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.

Τώρα ο Μακρόν (που ήδη έχει δει τρεις πρωθυπουργούς του να παραιτούνται μέσα στο 2024) καταβάλλει αγωνιώδεις προσπάθειες επίλυσης της κυβερνητικής κρίσης. Την περασμένη Παρασκευή φάνηκε ότι μια μερίδα του Νέου Λαϊκού Μετώπου (το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι Οικολόγοι) είναι διατεθειμένη να υποστηρίξει μια κυβέρνηση συνεργασίας με την παράταξη του Μακρόν («Αναγέννηση») και τους κεντροδεξιούς Ρεπουμπλικάνους. Αμέσως μετά, για να μην νομίζει κανείς ότι η ανευθυνότητα είναι μονοπώλιο των άκρων, ο απερχόμενος Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Μπαρνιέ, στέλεχος του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, δήλωσε ότι δεν θα δεχθεί κανένα συμβιβασμό με καμμία συνιστώσα της Αριστεράς. Ακολούθησε διευκρινιστική δήλωση των Σοσιαλιστών ότι η πρόταση συνεργασίας θα αποσυρθεί αν ο Πρόεδρος Μακρόν επιλέξει κεντροδεξιό Πρωθυπουργό – και το γαϊτανάκι συνεχίζεται.

Εν τω μεταξύ, μαζί με την κυβερνητική κρίση συνεχίζει να αυξάνεται και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού. Φέτος αναμένεται να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ, ενώ το σχέδιο προϋπολογισμού που καταψήφισε την περασμένη εβδομάδα η Γαλλική Εθνοσυνέλευση προέβλεπε μείωσή του κατά μια ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα. (Σύμφωνα με πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Αυτή ήταν η «σκληρή λιτότητα» που ματαίωσαν με την ψήφο τους οι ηρωικοί βουλευτές του Μελανσόν και της Λεπέν.)

Μέχρι στιγμής οι αγορές δεν δείχνουν να πολυανησυχούν, με το επιτόκιο στο οποίο πραγματοποιούνται οι συναλλαγές των γαλλικών ομολόγων να κινείται στο 0,8% πάνω από το αντίστοιχο των γερμανικών. Βέβαια, αυτό δεν είναι πολύ καθησυχαστικό: λόγω μυωπίας και «ενστίκτου κοπαδιού», οι αγορές εύκολα περνάνε από τον ληθαργικό εφησυχασμό στον απόλυτο πανικό. Αυτό έγινε στην Ελλάδα του 2010. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα συμβεί στη Γαλλία του 2025.

24 Νοεμβρίου 2024

Εργατική τάξη και Αριστερά: το τέλος μιας σχέσης;

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024).

Τον Μάιο του 1996, ο Έρικ Χομπσμπάουμ (ο μεγαλύτερος ίσως ιστορικός του 20ού αιώνα) εκφώνησε μια ομιλία στο Λονδίνο, που αμέσως μετά δημοσιεύθηκε αυτούσια στο περιοδικό New Left Review, για την από τότε παρατηρούμενη τάση των προοδευτικών κομμάτων να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως συνασπισμό επιμέρους «ταυτοτήτων». Στην εμβληματική περίπτωση των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, μια συμμαχία μειονοτήτων: φυλετικών, θρησκευτικών, εθνοτικών, σεξουαλικών, και άλλων.

Για την αριστερά (με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου), η τάση αυτή είναι καταστροφική, έγραφε ο Χομπσμπάουμ. Οι ταυτότητες αποκλείουν (ορίζονται αρνητικά σε αντιπαράθεση με κάποιον αντίπαλο), είναι πολλαπλές (όλοι συνδυάζουμε διαφορετικές ιδιότητες), είναι ρευστές (συχνά κανείς επιλέγει την ταυτότητα που κάθε φορά προκρίνει), ενώ καμιά φορά εξαρτώνται από τις συνθήκες. Μέχρι την μοιραία δεκαετία του 1930, οι περισσότεροι εβραίοι στη Γερμανία αισθάνονταν περισσότερο Γερμανοί παρά εβραίοι· την εβραϊκή ταυτότητα τους την επέβαλαν οι Ναζί.

Αντίθετα, συνέχιζε ο Χομπσμπάουμ, το μήνυμα της αριστεράς (στην ευρεία εκδοχή της) είναι οικουμενικό. Είναι νικηφόρο όταν κινητοποιεί ανθρώπους με διαφορετική προέλευση, πίσω από ένα ελκυστικό σχέδιο για το μέλλον στο οποίο δυνητικά χωρά ο καθένας. Άλλωστε, αυτό που ιστορικά προσέλκυε στην αριστερά κάθε λογής καταπιεσμένες μειονότητες δεν ήταν η υπόσχεση ειδικών ρυθμίσεων προς όφελός τους, αλλά η προσδοκία για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη για όλους. 

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το σήμερα; Μεγάλη, πιστεύω. Όχι επειδή η νίκη Τραμπ μπορεί να εξηγηθεί με τις υπερβολές (πραγματικές ή επινοημένες) της διαβόητης «woke» κουλτούρας. Αλλά επειδή πολλά μέλη των «κοινοτήτων» που οι Δημοκρατικοί περίπου αυτοδικαίως θεωρούσαν οργανικές συνιστώσες του συνασπισμού τους (μαύροι, ισπανόφωνοι, γυναίκες) απέρριψαν την επιμέρους ταυτότητα υπέρ κάποιας άλλης ευρύτερης: πολιτισμικής, οπωσδήποτε (διαμαρτυρόμενοι για τη μετανάστευση ή για την παρακμή της παραδοσιακής οικογένειας), αλλά συχνά «ταξικής». Πολλοί ψήφισαν Τραμπ επειδή εκτός από μαύροι, ή λατίνοι, ή γυναίκες,  αισθάνονται επίσης φορολογούμενοι, ή επιχειρηματίες, ή καταναλωτές.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι η πολιτική των ταυτοτήτων είναι αμερικανικό φρούτο που δεν ευδοκιμεί στην Ευρώπη. Επιπλέον, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου μετανάστες «αυτοκτονούν» σε αστυνομικά τμήματα, και νεαρές γυναίκες δολοφονούνται από τον σύντροφό τους, η ιδέα ότι το κύριο πρόβλημα είναι ο «δικαιωματισμός» προδίδει φανατισμό που θολώνει την κρίση. Σε κάθε περίπτωση, καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν βιώνει τον διχασμό των ΗΠΑ. Ίσως επειδή, όπως έγραψε ο Μαρκ Μαζάουερ στο ωραίο άρθρο του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν «ιστορικά βιώματα που […] λειτουργούν ως οχύρωση της δημοκρατίας». Ας ελπίσουμε ότι έχει δίκιο.

Εν τω μεταξύ, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, και αλλού, τα «λαϊκά στρώματα» (οι φτωχοί, οι λιγότερο μορφωμένοι, οι άνεργοι, ακόμη και οι εναπομείναντες βιομηχανικοί εργάτες) στρέφονται προς την άκρα δεξιά. Στη Γαλλία το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1980, όταν η «κόκκινη ζώνη» των περιφερειακών δήμων γύρω από το Παρίσι, μέχρι τότε «κάστρα» του ΚΚΓ, αλώθηκαν από το Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν (πατρός). Στη Γερμανία, η επιτυχία της Σάρα Βάγκενκνεχτ δείχνει ότι η αντίθεση στις φιλελεύθερες ελίτ, η υποτίμηση της κλιματικής αλλαγής, και ο θαυμασμός στον Βλαντιμίρ Πούτιν, μπορεί να φορέσει «αριστερό» περίβλημα.

Τι συνεπάγεται η απώλεια των λαϊκών στρωμάτων για τα «συστημικά» κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς; Φαίνεται ότι μερίδα της κεντροδεξιάς, και όχι μόνο, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, θα επιχειρήσει να εξουδετερώσει την ακροδεξιά απειλή ενσωματώνοντας μέρος της ρητορικής και της πολιτικής πλατφόρμας της ακροδεξιάς. Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό θα αποδώσει. Είμαι όμως βέβαιος ότι όταν κάποιος παζαρεύει τις αρχές του για να παραμείνει στην εξουσία, στο τέλος χάνει και την εξουσία και τον εαυτό του.

Όσο για την κεντροαριστερά, οι λαμπρότερες επιτυχίες των Γερμανών και Σουηδών σοσιαλδημοκρατών, των Βρετανών Εργατικών, ακόμη και των Ιταλών κομμουνιστών, πραγματοποιήθηκαν χάρη στην ικανότητα των ηγεσιών τους να εκπροσωπούν τόσο τους φτωχούς προλετάριους όσο και τους μορφωμένους αστούς. Η ανάκτηση αυτής της ικανότητας, ψυχολογικής πρώτα και μετά πολιτικής, είναι συνθήκη επιβίωσης για τα προοδευτικά κόμματα σε όλον τον πλανήτη.

7 Νοεμβρίου 2024

Μερικές επιπτώσεις της (ακρο)δεξιάς στροφής στις ΗΠΑ

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024).

Όλα δείχνουν ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κατακτά την πλειοψηφία όχι μόνο στο εκλεκτορικό σώμα που ορίζει Πρόεδρο, αλλά και στη Γερουσία, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, καθώς και (κόντρα σε όλα τα προγνωστικά) σε ποσοστό ψήφων. Πρόκειται για αναμφισβήτητη απόδειξη μιας εντυπωσιακής δεξιάς ή μάλλον ακροδεξιάς στροφής του εκλογικού σώματος. Οι αιτίες της έχουν ήδη απασχολήσει πολιτικούς επιστήμονες και άλλους, και θα συνεχίσουν να τους απασχολούν για πολύ καιρό ακόμη. Οι επιπτώσεις της ακροδεξιάς στροφής των ΗΠΑ είναι μπροστά μας, και μας αφορούν όλους. Πολλές είναι απρόβλεπτες: θα προκύψουν ως συνισταμένη αφενός των αυτοσχεδιασμών ενός επικίνδυνου ανθρώπου με τεράστια – και δυνητικά καταστροφική – ισχύ, και αφετέρου των αντιδράσεων των άλλων παικτών. Κάποιες άλλες επιπτώσεις φαίνεται να είναι πιο προβλέψιμες. Ας δούμε τις πιο σημαντικές από αυτές τις τελευταίες.

Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ακόμη και αν ο Τραμπ δεν τηρήσει την υπόσχεσή του στους θρησκόληπτους χριστιανούς οπαδούς του ότι οι εκλογές αυτές «θα είναι οι τελευταίες», είναι βέβαιο ότι αυτή τη φορά θα κυβερνήσει με τα χέρια λυμένα. Τα περίφημα θεσμικά αντίβαρα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος είτε έχουν ήδη αλωθεί από δικούς του ανθρώπους, όπως το Ανώτατο Δικαστήριο και τα νομοθετικά σώματα (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων), είτε πρόκειται σύντομα να αλωθούν. Στην ηγεσία του Υπουργείου Αμύνης και των Ενόπλων Δυνάμεων θα διοριστούν φανατικοί ζηλωτές, όχι αξιωματούχοι συντηρητικοί αλλά πιστοί στο Σύνταγμα όπως την προηγούμενη φορά. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, που μέχρι τώρα λειτουργούσε με κάποιους βαθμούς ελευθερίας από την υπόλοιπη εκτελεστική εξουσία, θα συμβεί το ίδιο. Μεγάλο μέρος του Τύπου, σε κρίση αξιοπιστίας απέναντι σε ένα κοινό που ενημερώνεται από κοινωνικά δίκτυα όπου κάνουν πάρτυ ρωσικά και κινεζικά συμφέροντα, έχει ήδη παραιτηθεί αυτοβούλως από τον ελεγκτικό ρόλο του ως «τέταρτη εξουσία». Όπως στη Γερμανία του 1933, μια – εντελώς συνηθισμένη στις δημοκρατίες – εκλογική εναλλαγή απειλεί να φέρει καθεστωτική αλλαγή.

Στο εξωτερικό, η Pax Americana, αυτή η ατελής διεθνής τάξη, ενίοτε υποκριτικά «βασισμένη σε κανόνες», έχει ήδη τελειώσει. Τη θέση της παίρνει το δίκαιο του ισχυροτέρου, σε έναν κόσμο χωρίς άλλους κανόνες. Το μόνο που θα εμποδίσει τη Ρωσία να επιτεθεί στη Μολδαβία, και γιατί όχι στη Λετονία, είναι η ανάλυση κόστους–οφέλους του Πούτιν. Η αμερικανική αμυντική ασπίδα, υπό τον έλεγχο του καλού φίλου (ή καλύτερα: μαριονέτας) του Ρώσου προέδρου, θα μείνει ανενεργή. Κάποιοι Ευρωπαίοι το έχουν συνειδητοποιήσει, και είναι έτοιμοι να κάνουν ό,τι απαιτείται για να αποθαρρύνουν τον ρωσικό επεκτατισμό. Είναι υπερβολικά λίγοι, και υπερβολικά αδύναμοι. Αντίθετα, γίνονται όλο και περισσότεροι, και όλο και ισχυρότεροι, οι θαυμαστές του Τραμπ και του Πούτιν. Πολλοί από αυτούς, δήθεν «πατριώτες», τυφλωμένοι από το μίσος για τη Δύση, για τη δημοκρατία, και για την ελευθερία, δεν βλέπουν καν τον κίνδυνο για την ίδια τους τη χώρα. (Το μόνο που θα εμποδίσει την Τουρκία να επιτεθεί στην Ελλάδα είναι η ανάλυση κόστους–οφέλους του Ερντογάν. Ο Τραμπ θα του κλείνει το μάτι, ή θα νίπτει τας χείρας. Το ΝΑΤΟ θα καλεί σε «ειρηνική επίλυση των διαφορών».)

Η πολύνεκρη πλημμύρα στη Βαλένθια έδειξε ότι το κλίμα είναι κοντά στο σημείο μη επιστροφής, αν δεν το έχει ήδη ξεπεράσει. (Ο κεντροδεξιός περιφερειάρχης της Βαλένθια, που κυβερνά με την υποστήριξη του ακροδεξιού Vox, αρνήθηκε τον κίνδυνο, και παραπλάνησε τους κατοίκους αντί να τους προστατεύσει. Αυτό όμως ουδόλως εμπόδισε την ακροδεξιά να «καπελώσει» επιτυχώς τις διαμαρτυρίες, συχνά βίαιες, των αγανακτισμένων κατά του σοσιαλιστή πρωθυπουργού και του βασιλικού ζεύγους. Σε έναν τέτοιο αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο κινδυνεύει να εγκλωβιστεί η πολιτική διαλεκτική της κλιματικής αλλαγής.) Οι πιθανότητες μιας γενναίας διόρθωσης της αυτοκαταστροφικής τροχιάς του ανθρώπινου είδους σε έναν πλανήτη που φλέγεται μειώθηκαν δραματικά με την εκλογή Τραμπ. Μένει να δούμε εάν εκμηδενίστηκαν εντελώς.

27 Οκτωβρίου 2024

Τιμές, μισθοί, δημόσια αγαθά: η τέλεια καταιγίδα;

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024).


Η οικονομική δυσπραγία μεγάλου μέρους του πληθυσμού ήρθε πάλι στην επικαιρότητα με αφορμή δύο έρευνες που παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας την περασμένη Τρίτη. Η μία, της Macron Analysis, δείχνει ότι η απελπισία για το παρόν (πολλοί τα βγάζουν πέρα δύσκολα) και η απαισιοδοξία για το μέλλον (αρκετοί σχεδιάζουν περικοπές δαπανών, ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης) κυριεύουν όλο και περισσότερους. Η άλλη, του ΚΕΠΕ, βρίσκει ότι ο πληθωρισμός «τρέχει» γρηγορότερα για τα φτωχότερα νοικοκυριά παρά για τα πιο εύπορα – επιβεβαιώνοντας έτσι προηγούμενες έρευνες, την οικονομική επιστήμη, και την κοινή λογική: όσο χαμηλότερο το εισόδημα, τόσο μεγαλύτερο το ποσοστό του που δαπανάται για ενέργεια και τρόφιμα, δύο κατηγορίες αγαθών που ακρίβυναν πολύ τελευταία.

Η εκτίναξη του πληθωρισμού μετά την πανδημία και τη ρωσική ειβολή στην Ουκρανία δεν ήταν σίγουρα ελληνική πρωτοτυπία, ούτε άλλωστε η αποκλιμάκωσή του στη συνέχεια: παντού σχεδόν στην Ευρώπη η εξέλιξη των τιμών ακολούθησε παρόμοια τροχιά. Αλλού έγκειται η ελληνική πρωτοτυπία. Οι υψηλές τιμές στη χώρα μας σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην ολιγοπωλιακή οργάνωση πολλών αγορών. Το γάλα είναι ακριβότερο στην Ελλάδα από ό,τι στη Γερμανία επειδή (σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις) εδώ οι γαλακτοβιομηχανίες έχουν συστήσει καρτέλ, χαμηλώνοντας τις τιμές που πληρώνουν στους κτηνοτρόφους και ανεβάζοντας τις τιμές που χρεώνουν στους καταναλωτές. Και το γάλα δεν είναι εξαίρεση: σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις του ΟΟΣΑ, όσον αφορά τον βαθμό ανταγωνισμού στο λιανικό εμπόριο, η χώρα μας καταλαμβάνει την 41η θέση σε 43 χώρες. Είναι φανερό ότι τα επιχειρηματικά λόμπυ αντιστάθηκαν επιτυχώς στις πιέσεις της Τρόικας για απελευθέρωση των αγορών προϊόντων.

Συνεπώς, αντίθετα με όσα ειπώθηκαν στην εκδήλωση της περασμένης Τρίτης, η λύση για την ακρίβεια στο σούπερ μάρκετ δεν είναι «να παρέμβει το κράτος»: το κράτος παρεμβαίνει ήδη, με τον γνωστό τρόπο, λ.χ. πιέζοντας τους επιχειρηματίες να μην αυξάνουν πολύ τις τιμές. Η τόνωση του ανταγωνισμού πιθανότατα θα έριχνε τις τιμές περισσότερο και γρηγορότερα. Το πρόβλημα με τον ανταγωνισμό είναι ότι απειλεί εγχώρια συμφέροντα, καλά δικτυωμένα με το πολιτικό σύστημα.

Μερικές φορές, οι κρατικές επιδοτήσεις επιλέγονται ακριβώς ως η εύκολη λύση για να μείνει και η πίτα ολάκερη (σχετικά χαμηλές τιμές για καταναλωτές) και ο σκύλος χορτάτος (υψηλές τιμές για παραγωγούς). Κάτι τέτοιο φαίνεται να συνέβη στη διάρκεια της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2022, οι τιμές παραγωγού στο ηλεκτρικό ρεύμα για οικιακή χρήση ήταν υψηλότερες στην Ελλάδα (0,4530 ευρώ ανά κιλοβατώρα) από ό,τι στα υπόλοιπα 26 κράτη μέλη, σχεδόν διπλάσιες του μέσου όρου της ΕΕ (0,2378). Όμως οι τιμές καταναλωτή ήταν κάτω από τον κοινοτικό μέσο όρο (0,2591 έναντι 0,2794 ευρώ ανά κιλοβατώρα). 

Πώς έγινε αυτό το θαύμα; Μα φυσικά χάρη στις κρατικές επιδοτήσεις. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, το 2022 η ελληνική κυβέρνηση για να προστατεύσει επιχειρήσεις και νοικοκυριά από την εκτόξευση του κόστους της ενέργειας ξόδεψε 4,87% του ΑΕΠ, περισσότερο από τις άλλες 40 χώρες της έρευνας, και σε μεγάλη απόσταση από την Ιταλία και την Πολωνία που ισοβάθμησαν στη δεύτερη θέση με 2,82% του ΑΕΠ. Η ελληνική απλοχεριά γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερη αν αναλογιστεί κανείς ότι η χώρα μας συμβαίνει να έχει υψηλότερο δημόσιο χρέος (πάντοτε ως ποσοστό του ΑΕΠ) από τις άλλες χώρες.

Βέβαια, η οικονομική δυσπραγία έχει και άλλες αιτίες. Η χωρίς κανόνες επέκταση των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων έχει κάνει τα ενοίκια απλησίαστα. Η άνοδος των τιμών των ιδιωτικών αγαθών έχει συμπέσει με τη μείωση της ποιότητας (και της διαθεσιμότητας) των δημόσιων αγαθών: συγκοινωνίες, περίθαλψη, εκπαίδευση. Παράλληλα, ο εγκλωβισμός της οικονομίας στο παραγωγικό μοντέλο της «φτηνής ανάπτυξης», μαζί με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, κρατά χαμηλούς τους μισθούς.

Η ατζέντα οικονομικής πολιτικής που προκύπτει από τα παραπάνω είναι πραγματιστική, όχι ιδεολογική: η οικονομία χρειάζεται περισσότερο ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων, αλλά (λελογισμένη) ρύθμιση στις αγορές κατοικίας και εργασίας. Ενίσχυση του κράτους, ώστε να παρέχει καλύτερα δημόσια αγαθά. Και φυσικά, αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου.

Θα μπορέσει το πολιτικό σύστημα να ανταποκριθεί;

13 Οκτωβρίου 2024

Το πρόβλημα με τα φιλοδωρήματα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024).

Η πρόσφατη ετυμηγορία του Αρείου Πάγου ότι το φιλοδώρημα είναι μέρος του μισθού, και άρα θα πρέπει να υπόκειται σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, εγείρει διάφορα ζητήματα: φορολογικής πολιτικής, ρύθμισης της αγοράς εργασίας, ακόμη και ηθών και εθίμων. Ας δούμε μερικά από αυτά.

Η φορολόγηση όλων των εισοδημάτων, ανεξαρτήτως πηγής, με ενιαίο τρόπο αποτελεί καλή πρακτική, αφού καθιστά ατελέσφορα διάφορα τερτίπια φοροαποφυγής, ενώ επίσης εγγυάται την ορθή εφαρμογή της φορολογικής κλίμακας που επιλέγει ο νομοθέτης. Αυτή όμως η καλή πρακτική συχνά παραβιάζεται. Σε πολλές χώρες, κάποια εισοδήματα φορολογούνται με διαφορετική, ευνοϊκότερη κλίμακα από ό,τι οι αμοιβές μισθωτής εργασίας. Στην Ελλάδα, η (κακή) αυτή πρακτική εφαρμόζεται ευρύτατα, στα εισοδήματα από μερίσματα, τόκους, αδιανέμητα κέρδη, ακίνητη περιουσία κ.ά. Επιπλέον, οι αγρότες απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος ή περίπου, οι ελεύθεροι επαγγελματίες νομίμως καταβάλλουν χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές – όσο για τους δικαστές, με απόφαση του διαβόητου Μισθοδικείου (που απαρτίζεται από καθηγητές Νομικής και ... δικαστές), το 25% των αποδοχών τους απαλλάσσεται από τη φορολόγηση.

Στο δημόσιο τομέα ευδοκιμούν τα παντός είδους επιδόματα, από τα αλήστου μνήμης «προθέρμανσης αυτοκινήτου» (ΟΤΕ), «πλυσίματος χεριών (ΟΣΕ), «έγκαιρης προσέλευσης» (ΕΘΕΛ), «αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης υποθέσεων» (υπουργείο Δικαιοσύνης), έως το «επίδομα βιβλιοθήκης» που καταβάλλεται ακόμη στους πανεπιστημιακούς. Όλα αυτά επινοήθηκαν ακριβώς για να μην φορολογούνται (και να μην υπολογίζονται για τη σύνταξη, ή παλαιότερα στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή). Όμως, όταν η απόκλιση από τον κανόνα γίνεται η ίδια κανόνας, η επίκλησή του για τη φορολόγηση των φιλοδωρημάτων μοιάζει με κακόγουστο αστείο.

Όμως για να φορολογηθεί το φιλοδώρημα θα πρέπει πρώτα να αποδίδεται στους εργαζόμενους, πράγμα που, όπως εμμέσως παραδέχθηκε ο αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εστιατόρων, κληθείς να σχολιάσει την απόφαση του Αρείου Πάγου, συχνά δεν συμβαίνει (ο κ. Κουράσης μίλησε για «εύκολη παράβαση»).

Προφανώς, το πρόβλημα έχει προκύψει από τη σταδιακή υποχώρηση των πληρωμών με μετρητά, καθώς και από τη διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές. Παλιά όλα τα «πουρμπουάρ» πήγαιναν σε έναν κουμπαρά, το περιεχόμενο του οποίου μοιραζόταν στους σερβιτόρους στο τέλος της βάρδιας. Τώρα ο πελάτης πρέπει να επιλέξει εάν δέχεται να χρεωθεί ένα επιπλέον 10% για φιλοδώρημα, το οποίο ίσως στο τέλος καταβληθεί στους σερβιτόρους, ίσως όχι.

Ο υπογράφων αισθάνεται πάντοτε αμήχανα όταν πρέπει να επιλέξει πόσο φιλοδώρημα θα αφήσει. Βρίσκει όλο αυτό κάπως υποτιμητικό για τον εργαζόμενο που τον εξυπηρέτησε. Για αυτό θα προτιμούσε σαφείς κανόνες («φιλοδώρημα = +χ% επί του λογαριασμού»), ή ακόμη καλύτερα την πλήρη κατάργηση αυτής της κάπως απηρχαιωμένης συνήθειας. Και για αυτό είναι ευτυχής που ζει σε μια πόλη όπου κανείς δεν δίνει – ούτε περιμένει – φιλοδώρημα.

Πράγματι, το savoir faire του φιλοδωρήματος διαφέρει σημαντικά ανά τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, ο πελάτης που δεν θα αφήσει φιλοδώρημα ίσο με 15% ή 20% του λογαριασμού θεωρείται απίστευτα αγενής, ή αυστηρός κριτής της εξυπηρέτησής του. Για αυτό άλλωστε οι απανταχού φιλελεύθεροι λατρεύουν τα φιλοδωρήματα ως μέθοδο αποκεντρωμένης αξιολόγησης και συνακόλουθης κατανομής πόρων. Όμως η κακή εξυπηρέτηση συνήθως οφείλεται στην κακή οργάνωση του εστιατορίου, οπότε μου φαίνεται άδικο να την πληρώνει ο σερβιτόρος. Από την άλλη, η προσδοκία φιλοδωρήματος κρατάει χαμηλά τους μισθούς. Ο νομοθέτης των ΗΠΑ προβλέπει χαμηλότερο ομοσπονδιακό κατώτατο μισθό για την κατηγορία «tipped employees»: 2,13 δολλάρια την ώρα αντί για 7,25.

Αντίθετα στην Ιαπωνία το φιλοδώρημα θεωρείται προσβλητικό. Τείνω να συμφωνήσω με τους Ιάπωνες (και με τους Μιλανέζους). Όχι μόνο λόγω αμηχανίας. Αλλά και επειδή, ως πανεπιστημιακός, θα φρίκαρα αν κάποιος φοιτητής μου έλεγε «ωραίο το μάθημά σου, πάρε 10 ευρώ να πιεις ένα ποτό από εμένα». Όλοι οι συνάδελφοί μου σε όλο τον κόσμο το ίδιο θα ένιωθαν. Βέβαια, άλλα «ευγενή επαγγέλματα» στη χώρα μας δεν φαίνεται να έχουν παρόμοιες αναστολές: π.χ. οι γιατροί, όπου το «φακελάκι» είναι συχνά τετραψήφιο. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.

22 Σεπτεμβρίου 2024

Γιατί ψηφίζω την Άννα Διαμαντοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024).

Θεωρώ ότι η επικράτηση της Άννας Διαμαντοπούλου στην ψηφοφορία για την εκλογή αρχηγού του ΠΑΣΟΚ θα έχει σταθεροποιητική επίδραση στο πολιτικό σύστημα της χώρας, ενώ θα είναι ευεργετική για το ίδιο το κόμμα.

Τα οφέλη για την πολιτική σταθερότητα θα είναι ανάλογα με εκείνα της ανάδειξης το 2016 του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ. Μια ισχυρή αντιπολίτευση, με επικεφαλής μια έμπειρη πολιτικό με κατάρτιση, ευγένεια, και διεθνές κύρος, ικανή να δημιουργεί συναινέσεις, είναι προς το συμφέρον του τόπου, και ως τέτοια θα έπρεπε να υποστηριχθεί από κάθε πολίτη που νοιάζεται για τη δημοκρατική ομαλότητα. Υπό την ηγεσία της Άννας Διαμαντοπούλου το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ανακτήσει την ηγεμονία στο χώρο αριστερά του κέντρου, στη βάση μιας σύγχρονης πολιτικής πλατφόρμας που προβάλλει τα καίρια ζητήματα από τα οποία εξαρτάται η μελλοντική ευημερία της χώρας, σε μαχητική αντιπαράθεση με τον αριστερό λαϊκισμό και τον δεξιό εθνικισμό. Αυτή την ελάχιστη μα κρίσιμη προϋπόθεση για την ενίσχυση του κεντρομόλου προσανατολισμού του χώρου οι συνυποψήφιοί της δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν. Ο μεν σημερινός αρχηγός του κόμματος δεν μπόρεσε να το πετύχει, ο δε δήμαρχος Αθηναίων δεν φαίνεται καν να το επιθυμεί.

Τα οφέλη για το ΠΑΣΟΚ μου φαίνονται το ίδιο προφανή. Για να σταθεί γερά στα πόδια του στο παρόν, και για να σχεδιάσει το μέλλον, κάθε πολιτικό κόμμα οφείλει να αναμετρηθεί με το παρελθόν του, ρητά ή έστω υπόρρητα. Συχνά το ΠΑΣΟΚ μοιάζει ακόμη ζαλισμένο από τις απανωτές ήττες της προηγούμενης δεκαετίας που το απείλησαν με εξαφάνιση, ανήμπορο να αποφασίσει γιατί ηττήθηκε. Η Άννα Διαμαντοπούλου μπορεί να διεκδικήσει μαχητικά τις καλύτερες στιγμές της υπερεικοσαετούς πασοκικής διακυβέρνησης (από την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου το 1983, έως την εθνικά υπεύθυνη – και εκλογικά αυτοκτονική – στάση του την περίοδο 2010-2015), προτείνοντας ένα αφήγημα που εμψυχώνει το φρόνημα των μελών και των ψηφοφόρων του κόμματος, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια ηγεμονική συνείδηση για το τι σημαίνει να είναι κανείς προοδευτικός σήμερα. Στον κρίσιμο για την κεντροαριστερά τομέα της κοινωνικής πολιτικής, το έργο της ως Ευρωπαίας Επιτρόπου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (1999-2004), και ως Προέδρου της Επιτροπής Σοφών για το μέλλον της κοινωνικής προστασίας και του κράτους πρόνοιας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2022-2023), δείχνει ότι βρίσκεται έτη φωτός μπροστά από τους συνυποψηφίους της.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η εκλογή της Άννας Διαμαντοπούλου στην ηγεσία του κόμματος θα τονώσει τον εκλογικό ανταγωνισμό μεταφέροντάς τον στο κέντρο, βάζοντας τέλος στην χωρίς αντίπαλο κυριαρχία της ΝΔ.