31 Μαΐου 2019

Το δίλημμα του ΚΙΝΑΛ

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Παρασκευή 31 Μαΐου 2019).

Έχει μέλλον ο ενδιάμεσος χώρος στην Ελλάδα; Υπό μια έννοια, πάντοτε θα υπάρχει κάποιο κόμμα ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ (ή τους επιγόνους τους). Για παράδειγμα, η Ένωση Κεντρώων του κ. Λεβέντη τέτοιο κόμμα είναι. Εάν εννοούμε πολιτικές δυνάμεις με φιλευρωπαϊκό προσανατολισμό, συγκροτημένο λόγο και μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, που φιλοδοξούν να εκφράσουν όσους πολίτες επιθυμούν να ζουν σε ένα κράτος δικαίου με δυναμική οικονομία και κοινωνική ειρήνη, τότε η απάντηση δεν είναι καθόλου προφανής.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, τέτοια δύναμη υπήρξε το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη: χωρίς να χάσει τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους, κατάφερε να εκφράσει τη διάχυτη απαίτηση για «εκσυγχρονισμό». Σήμερα, κάτι παρόμοιο επιχειρεί να κάνει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη: να κρατήσει τους συντηρητικούς πολίτες που απαιτούν ασφάλεια και προστασία (απαιτήσεις απόλυτα θεμιτές καθεαυτές), και ταυτόχρονα να εκφράσει τα δυναμικά μεσοστρώματα που δεν αναγνωρίζονται στη μιζέρια και στο διχασμό της τελευταίας τετραετίας. Το αν θα τα καταφέρει η ΝΔ θα φανεί τους επόμενους μήνες. Εν τω μεταξύ, το ερώτημα για το μέλλον του ενδιάμεσου χώρου παραμένει.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής έδειξε ότι για να ενισχυθεί η κεντροαριστερά δεν αρκεί να ξεφουσκώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η εξέλιξη της εκλογικής επιρροής των δύο χωρών χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία. Ενώ την περίοδο 2010-2015 η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη μεγάλη δεξαμενή του ΠΑΣΟΚ, τώρα η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ δεν φέρνει εκλογικά κέρδη στο ΚΙΝΑΛ – το οποίο μάλιστα δεν κατορθώνει να επωφεληθεί ούτε από τη συρρίκνωση του Ποταμιού, που διεκδικούσε τον ίδιο χώρο. Παρά τη δικαιολογημένη ικανοποίηση για την τρίτη θέση, η επίδοση του ΚΙΝΑΛ ήταν μέτρια: το 7,7% είναι λίγο πάνω από το 6,3% της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, αλλά υπολείπεται του 8% της Ελιάς στις αντίξοες ευρωεκλογές του Μαΐου 2014.

Αντίθετα με το Ποτάμι ή την ΔΗΜΑΡ, το ΚΙΝΑΛ απέδειξε ότι μπορεί να υπολογίζει σε ένα σκληρό πυρήνα ψηφοφόρων. Όπως δείχνει το παράδειγμα του ΚΚΕ, αυτό μπορεί να εξασφαλίσει την εκλογική επιβίωσή του - δεν αρκεί όμως για να εμποδίσει την πολιτική περιθωριοποίησή του.

Εν όψει των εκλογών του Ιουλίου, το δίλημμα που αντιμετωπίζει τώρα το ΚΙΝΑΛ είναι πώς θα τοποθετηθεί ανάμεσα στον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ και στην ανερχόμενη ΝΔ. Έχει δύο επιλογές. Η πρώτη είναι η πεπατημένη: ίσες αποστάσεις, κριτική της κυβέρνησης Τσίπρα, καταδίκη του «νεοφιλελευθερισμού». Με δεδομένη την ανθρωπογεωγραφία του ΚΙΝΑΛ και τον περιορισμένο διαθέσιμο χρόνο, αυτή είναι η πιο πιθανή επιλογή. Είναι πιθανό να αποδειχθεί λαθεμένη: είναι άστοχη πολιτικά (υποτιμά την ευρεία απαίτηση για επιστροφή στην κανονικότητα) και καταστροφική εκλογικά (θα στείλει στην κάλπη της ΝΔ και άλλους πολίτες που χωρίς να είναι «δεξιοί» θεωρούν ζωτικής σημασίας για τη χώρα την αποφασιστική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ).

Η εναλλακτική επιλογή για το ΚΙΝΑΛ είναι να προσχωρήσει στο ρεύμα αλλαγής που έχει διαμορφωθεί, και που είναι πιθανό να δυναμώσει τις επόμενες εβδομάδες. Να εκπροσωπήσει όσους διψούν για καταλλαγή των παθών, επούλωση των πληγών της κρίσης, αποκατάσταση της νομιμότητας. Και να συμβάλει με τις διακριτές του θέσεις στην οικονομική ανόρθωση και την εθνική συμφιλίωση που έχει ανάγκη η χώρα.

23 Μαΐου 2019

Η Ευρώπη και εμείς

Ομιλία στην εκδήλωση του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» με θέμα «Η Ευρώπη σε κρίσιμο σταυροδρόμι» (Αθήνα 23 Μαΐου 2019).

Μια ομάδα ερευνητών από την Τσεχία ανέλυσε πρόσφατα τις πλημμύρες των τελευταίων 900 ετών και τις επιπτώσεις τους σε 1.300 πόλεις και χωριά στην κοιλάδα του Μολδάβα. Το ερώτημα που τους απασχόλησε ήταν σε τι υψόμετρο πάνω από την κανονική στάθμη του ποταμού έχτιζαν οι κάτοικοι της κοιλάδας αμέσως μετά από κάθε μια από τις επτά καταστροφικές πλημμύρες (ροή νερού πάνω από 4.000 κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο) που σημειώθηκαν από το έτος 1118 έως το 1845.

Οι ερευνητές υπέθεταν ότι μετά από κάθε καταστροφική πλημμύρα τα νέα κτίρια θα χτίζονταν σε σημαντικά υψηλότερο σημείο (παρότι, εάν δεν υπήρχαν οι πλημμύρες, τα πιο περιζήτητα οικόπεδα είναι χαμηλότερα, στην κοίτη του ποταμού). Επί πλέον, περίμεναν ότι η μνήμη της καταστροφής – και η συνετή επιλογή τοποθεσίας για τα νέα κτίρια – σταδιακά θα εξασθενούσε, και ότι μετά από κάποιο διάστημα (ίσως έναν αιώνα) οι κάτοικοι θα λησμονούσαν τα διδάγματα του παρελθόντος και θα άρχιζαν πάλι να χτίζουν χαμηλά.

Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν την πρώτη υπόθεση: οι κάτοικοι της κοιλάδας του Μολδάβα όντως μετά από κάθε καταστροφική πλημμύρα έχτιζαν ψηλά. Αλλά δεν επιβεβαίωσαν την δεύτερη υπόθεση: κάθε φορά, η σύνεση στην επιλογή τοποθεσίας για τα νέα κτίρια κρατούσε μόνο μια γενιά (περίπου 25 χρόνια). Ήδη οι εγγονοί όσων είχαν ζήσει κάποια καταστροφική πλημμύρα άρχιζαν πάλι να χτίζουν χαμηλά στην κοίτη του ποταμού.

Νομίζω ότι αυτό που παρατηρούμε γύρω μας εν όψει των εκλογών της Κυριακής, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και σε πολλές άλλες χώρες, η επιθετική και γενικευμένη αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, είναι απόρροια αυτού του ίδιου φαινομένου ελαττωματικής λειτουργίας της ιστορικής μνήμης.

Πριν από τρία τέταρτα του αιώνα (Ιανουάριος 1944), ενώ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μαινόταν ακόμη, δύο νεαροί αντιφασίστες, ο Αλτιέρο Σπινέλλι και ο Ερνέστο Ρόσσι, έγραφαν το Μανιφέστο της Βεντοτένε («Για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη»), από το ομώνυμο ξερονήσι στο οποίο είχαν εξοριστεί από το καθεστώς του Μουσσολίνι, για λογαριασμό του Ιταλικού Κινήματος για μια Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.

Το Μανιφέστο ισχυριζόταν ότι «Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα προοδευτικά και στα αντιδραστικά κόμματα δεν είναι εκείνη που χωρίζει όσους υποστηρίζουν περισσότερη ή λιγότερη δημοκρατία, ή περισσότερο ή λιγότερο σοσιαλισμό, αλλά όσους θεωρούν σκοπό της πολιτικής πάλης την κατάκτηση της εξουσίας σε εθνικό επίπεδο […] και εκείνους που θεωρούν κεντρικό καθήκον τους τη δημιουργία ενός ρωμαλέου υπερεθνικού κράτους, που θα στρέψουν προς αυτό τον σκοπό τις λαϊκές μάζες, και που όταν κατακτήσουν την εθνική εξουσία θα την χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο για να πραγματοποιήσουν την διεθνή ενότητα.» Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό, η δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης».

Η ενωμένη Ευρώπη που οικοδομήθηκε μετά το τέλος του πολέμου ήταν πολύ λιγότερο υψιπετής, και πολύ περισσότερο επιρρεπής στην εξισορρόπηση των εθνικών ανταγωνισμών και στην αξιοποίηση των ρωγμών ανάμεσα τους που επέτρεπαν την κίνηση προς τα εμπρός. Όπως άλλωστε ήταν αναπόφευκτο. Όμως, η θεμελιώδης φιλοδοξία του Μανιφέστου της Βεντοτέν, ο τερματισμός του Ευρωπαϊκού Εμφυλίου Πολέμου (1914-1945), με ρίζες που πήγαιναν πίσω άλλα τρία τέταρτα του αιώνα (τουλάχιστον στον γαλλοπρωσσικό πόλεμο του 1871), πραγματοποιήθηκε. Γάλλοι και Γερμανοί (και Ισπανοί, και Πολωνοί, και όλοι οι υπόλοιποι) δεν συγκρούονται για αμφισβητούμενα εδάφη παρατάσσοντας στρατεύματα, αλλά για το ύψος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού αντιπαραθέτοντας επιχειρήματα.

Όλα καλά λοιπόν; Κάθε άλλο. Η τελευταία οικονομική κρίση μεγάλωσε την ψαλίδα μεταξύ «επιτυχημένων» και «προβληματικών» χωρών, και την ψυχική απόσταση που τους χωρίζει. Δεν έχει ακόμη βρεθεί (και ακόμη λιγότερο: συμφωνηθεί) εκείνο το πλαίσιο κανόνων και πολιτικών που θα επιτρέψει σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, όχι μόνο τις εξαγωγικές του Βορρά, να αναπτύσσονται ικανοποιητικά.

Αλλά οι λαϊκιστές κάθε χρώματος που διατείνονται ότι «παλιά ήταν καλύτερα» (προ ΕΕ και προ ευρώ) δεν έχουν ούτε μισό επιχείρημα να παρουσιάσουν. Ποια ευρωπαϊκή χώρα μπορεί στα σοβαρά να περιμένει ότι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, τις αιτίες και τις συνέπειες της μετανάστευσης, την πρόκληση της αυτοματοποίησης, τον κινεζικό συστημικό ανταγωνισμό κτλ. κτλ. πιο αποτελεσματικά μόνη της παρά μαζί με τα άλλα κράτη μέλη; Το μόνο που προτείνουν οι λαϊκιστές είναι η επιστροφή στο ένδοξο παρελθόν – τότε που «τα διαβατήρια ήταν μπλε, τα πρόσωπα λευκά, και ο χάρτης ροζ» (όπως είπε ο Vince Cable, ηγέτης των φιλελεύθερων δημοκρατών στη Βρετανία και υπέρμαχος της παραμονής της χώρας του στην ΕΕ), τότε που το Παρίσι ήταν το κέντρο του κόσμου, ή τότε που το limes, εξωτερικό σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ταυτιζόταν με το όριο του πολιτισμένου κόσμου.

Παρά την ασυναρτησία του λαϊκιστικού επιχειρήματος (ή την απουσία λαϊκιστικού επιχειρήματος), η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης προχωρά – την Κυριακή το βράδυ θα ξέρουμε πόσο. Τρέφεται από τις αποτυχίες και τις καθυστερήσεις αυτή η αμφισβήτηση. Η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει απλώς τεράστιες προκλήσεις (κλιματική αλλαγή, μετανάστευση, αυτοματοποίηση, κινεζικός ανταγωνισμός), αλλά και τη δική της περιθωριοποίηση και σχετική παρακμή, καθώς άλλες περιοχές του πλανήτη αναδύονται και αναπτύσσονται ταχύτερα. Σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο εκδηλώνεται η επίθεση των λαϊκιστών.

Η αντιμετώπιση της επίθεσης τους διχάζει τις δυνάμεις που στήριξαν και καθοδήγησαν την ευρωπαϊκή ενοποίηση από τη Συνθήκη της Ρώμης μέχρι σήμερα. Η πολιτική πρόταση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς για την ανάσχεση των λαϊκιστών φαίνεται να είναι ο κατευνασμός τους: νέοι περιορισμοί στη μετανάστευση, εμμονή στην οικονομική ορθοδοξία, συμβολικές κυρώσεις στην ουγγρική κυβέρνηση, αναστολή της ιδιότητας μέλους αλλά όχι διαγραφή του κόμματος του Ορμπάν, που παραμένει στους κόλπους της κεντροδεξιάς οικογένειας, έστω και σε αναστολή. Η αποφυγή της ρήξης με τους λαϊκιστές είναι η κεντρική ιδέα του Μάνφρεντ Βέμπερ, εκλεκτού του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν είναι ακόμη σαφές εάν αυτό μεταφραστεί σε ανοιχτή συμμαχία μαζί τους (όπως επιδιώκει ο άξονας Ορμπάν-Σαλβίνι), ή απλώς σε υιοθέτιση και άλλων «ιδεών» τους (για να περιοριστεί η αιμορραγία ψήφων προς τα δεξιά): θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες δεν βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση, ούτε (το κυριότερο) φαίνεται να έχουν ξεκαθαρίσει πώς θα αποκρουστεί η λαϊκιστική επίθεση. Η επίσημη γραμμή είναι «πλατύ μέτωπο από τον Τσίπρα έως τον Μακρόν». (Εδώ μου έρχεται στο μυαλό η απάντηση του Κάρλο Καλέντα, υπουργού βιομηχανίας στην τελευταία κυβέρνηση Ρέντσι, στην παρότρυνση του Πιέρ Μοσκοβισί προς το Δημοκρατικό Κόμμα «να συμμαχήσει με το Κίνημα 5 Αστέρων», το οποίο ο Καλέντα – και δικαίως – απεχθάνεται: «Γιατί να μην συμμαχήσει το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα με τα κίτρινα γιλέκα;») Όσο για την πρόσφατη απόπειρα της Mette Frederiksen, επικεφαλής των Δανών σοσιαλδημοκρατών, να εξουδετερώσει την ξενόφοβη ακροδεξιά πλειοδοτώντας σε αντιμεταναστευτική υστερία (που φτάνει μέχρι τον εξαναγκασμό των προσφύγων να παραδίδουν τα χρυσαφικά τους στην Υπηρεσία Μετανάστευσης), πολύ φοβάμαι ότι θα βρει μιμητές ή κρυφούς θαυμαστές εντός και εκτός σοσιαλιστικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ας μην κλείσω με αυτή την κριτική νότα όμως. Άλλωστε, είμαι βέβαιος ότι κανείς από τους υποψηφίους του ΚΙΝΑΛ που βρίσκονται σε αυτό το πάνελ (Τάκης Ιωακειμίδης, Αντώνης Τριφύλλης, Γιάννης Μεϊμάρογλου) δεν συμμερίζεται αυτή την – καταδικασμένη να αποτύχει – απόπειρα σοσιαλδημοκρατικής παλινόρθωσης διά της προσχώρησης σε έναν «σωβινισμό κράτους πρόνοιας». Για αυτό άλλωστε βρισκόμαστε εδώ σήμερα, για να στηρίξουμε την προσπάθειά τους, και για να τους ευχηθούμε καλή επιτυχία.

19 Μαΐου 2019

Η εποχή της σύγχυσης

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 19 Μαΐου 2019).

Σύμφωνα με το τελευταίο «Ευρωβαρόμετρο», τη δημοσκόπηση που διεξάγεται κάθε έξη μήνες σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, το ποσοστό των Ελλήνων που εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μόλις 26%: χαμηλότερο από ό,τι στις περισσότερες χώρες, ακόμη και από τη Βρετανία του Brexit (31%). Προ κρίσης, εμπιστοσύνη στην ΕΕ δήλωνε μια καθαρή πλειοψηφία Ελλήνων (60%). Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση της υποστήριξης στους πολιτικούς θεσμούς υπήρξε καθολική: π.χ. το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση είναι ακόμη χαμηλότερο (14%). Σε κάθε περίπτωση, η μεταστροφή της κοινής γνώμης στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι αναμφισβήτητη.

Μετά από δέκα χρόνια πρωτοφανούς υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου, διάψευσης ελπίδων, απώλειας κυριαρχίας και εθνικής ταπείνωσης, το παράδοξο θα ήταν να είχαμε αποφύγει τη φοβική αναδίπλωση. Σε άλλες χώρες, και άλλες εποχές, ανάλογες – ή και μικρότερες – οικονομικές αναστατώσεις οδήγησαν σε μεγαλύτερες εθνικιστικές κινητοποιήσεις και μονιμότερες εκτροπές από την δημοκρατική ομαλότητα. Στην Ελλάδα μπορεί η κρίση να έφερε στην εξουσία τη χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, αλλά οι δημοκρατικοί θεσμοί άντεξαν. Η κυβερνητική εναλλαγή του 2015 δεν δικαίωσε τις προσδοκίες όσων την υποστήριξαν, αλλά τουλάχιστον εκτόνωσε τις εντάσεις. Όπως δείχνουν όλες οι ενδείξεις, η ζωή αυτής της κυβέρνησης θα ολοκληρωθεί λίγο-πολύ ομαλά στις επόμενες εκλογές.

Εν τω μεταξύ, η ψυχική απόσταση Ελλάδας και Ευρώπης έχει μεγαλώσει. Όχι μόνο επειδή το «αφήγημα» για την κρίση που επικράτησε τελικά στη χώρα μας περιέχει υπερβολικά μικρές δόσεις αυτογνωσίας και υπερβολικά μεγάλες δόσεις «προδοσίας από τους ισχυρούς του κόσμου που μας επιβουλεύονται». Αλλά και επειδή ο χειρισμός της κρίσης της Ευρωζώνης εκ μέρους της ΕΕ υπήρξε κατά γενική πλέον ομολογία προβληματικός. Σε ένα τέτοιο «αντιευρωπαϊκό» κλίμα θα γίνουν οι ευρωεκλογές της επόμενης Κυριακής. 

Το ερώτημα της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα δεν φαίνεται να απασχολεί την προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων που διεκδικούν τη ψήφο των πολιτών. Απασχολεί οπωσδήποτε όμως τη μυστική ή φανερή διπλωματία της κυβέρνησης. Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες που οδήγησαν στην προσχώρηση της Ελλάδας στον κινεζικής έμπνευσης «Δρόμο του Μεταξιού» (συμμετοχή του πρωθυπουργού στη σύνοδο των 16+1 χωρών στο Ντουμπρόβνικ και ταξίδι στο Πεκίνο αμέσως μετά) συνάντησαν τη σιωπηρή συγκατάθεση της αντιπολίτευσης – ή και την ανοιχτή επιδοκιμασία, όπως στην περίπτωση του Γ. Παπανδρέου. Όμως, το φιλόδοξο κινεζικό εγχείρημα εκτός από αμοιβαία οφέλη έχει επίσης σκοτεινές πλευρές (υπερχρέωση των αποδεκτών της κινεζικής «γενναιοδωρίας», έμφαση σε φαραωνικά έργα, αδιαφορία για περιβαλλοντικές επιπτώσεις, εκτεταμένη διαφθορά). Επί πλέον, δεν είναι κρυφή η πρόθεση της κινεζικής κυβέρνησης να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της, ούτε η προτίμησή της στις διμερείς διαπραγματεύσεις με κάθε κράτος μέλος χωριστά, παρά με μια ενιαία ΕΕ.

Για μερικούς Ευρωπαίους, όπως είναι η Λε Πεν και ο Σαλβίνι (αλλά και το άλλο μισό του συνασπισμού που κυβερνά την Ιταλία, το ανεκδιήγητο Κίνημα Πέντε Αστέρων), η σύσφιξη των σχέσεων με την Κίνα – και με τη Ρωσία – έχει πολιτική σκοπιμότητα, όχι μόνο οικονομική: είναι μέρος μιας στρατηγικής αποδυνάμωσης της ΕΕ. Για τους λαϊκιστές κάθε χρώματος, ο Πούτιν είναι πολιτικά συγγενέστερος από τον Μακρόν, ο Τραμπ από την Μέρκελ, το κινεζικό Πολιτμπυρό από το «Διευθυντήριο των Βρυξελλών». Οι συνειρμοί με τις άκαρπες προσπάθειες του πρωθυπουργού και του περιβάλλοντός του την εποχή του δημοψηφίσματος να εξασφαλίσει πηγές δανεισμού εκτός ΕΕ, με τα ταξίδια στη Μόσχα και στο Καράκας, είναι αναπόφευκτοι. Η κινεζική πολιτική του Α. Τσίπρα μπορεί να εκπονείται «στο πόδι», όπως κάθε άλλη κυβερνητική πολιτική, αλλά χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη συνέπεια. Ο πειρασμός μιας δήθεν αδέσμευτης πολιτικής, πέρα από τα όρια που υπαγορεύει η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, δεν έχει εγκαταλειφθεί από το μπλοκ δυνάμεων που κυβερνά τα τελευταία χρόνια. Ούτε πρόκειται: για το περίεργο συνονθύλευμα πρώην σταλινικών, δεξιών εθνικιστών και λοιπών αντιπάλων της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» που είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ο αντιδυτικισμός είναι ελάχιστος κοινός παρονομαστής.

Η πρόταση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς για την ανάσχεση των λαϊκιστών φαίνεται να είναι ο κατευνασμός τους: νέοι περιορισμοί στη μετανάστευση, εμμονή στην οικονομική ορθοδοξία, συμβολικές κυρώσεις στην ουγγρική κυβέρνηση, αναστολή της ιδιότητας μέλους αλλά όχι διαγραφή του κόμματος του Ορμπάν, που παραμένει στους κόλπους της κεντροδεξιάς οικογένειας. Η αποφυγή της ρήξης με τους λαϊκιστές είναι η κεντρική ιδέα του Μάνφρεντ Βέμπερ, εκλεκτού του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εάν αυτό μεταφραστεί σε ανοιχτή συμμαχία μαζί τους (όπως επιδιώκει ο άξονας Ορμπάν-Σαλβίνι), ή απλώς σε υιοθέτιση και άλλων «ιδεών» τους (για να περιοριστεί η αιμορραγία ψήφων προς τα δεξιά), θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Σε αυτό το μάλλον ζοφερό πλαίσιο, οι αντίρροπες δυνάμεις δείχνουν να έχουν χάσει το δυναμισμό και την αυτοπεποίθηση τους. Οι Πράσινοι θα βγουν ενισχυμένοι από τις κάλπες στη Γερμανία και σε μερικές άλλες χώρες του Βορρά, αλλά στις περισσότερες χώρες είναι ανύπαρκτοι. Τα σοσιαλιστικά κόμματα κυριαρχούν στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, αλλά αλλού κινδυνεύουν με εξαφάνιση, και στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν πλειοδοτούν σε ξενοφοβία (όπως π.χ. στη Δανία). Νέοι προοδευτικοί σχηματισμοί όπως το «En Marche» του Μακρόν βρίσκονται σε υποχώρηση, και σε κάθε περίπτωση δεν αντιγράφονται εύκολα αλλού.

Ο ψηφοφόρος που ονειρεύεται μια Ελλάδα ευρωπαϊκή θα δυσκολευτεί να επιλέξει ψηφοδέλτιο την επόμενη Κυριακή. Θα τιμωρήσει ασφαλώς τον ΣΥΡΙΖΑ, που έσπειρε τη διχόνοια ως αντιπολίτευση, και πολιτεύθηκε διχαστικά ως κυβέρνηση. Από εκεί και πέρα, θα αποφασίσει εάν τον ενοχλεί περισσότερο η αλυτρωτική στροφή της ΝΔ, η ανδρεοπαπανδρεϊκή αναπαλαίωση του ΚΙΝΑΛ, ή η πορεία στα τυφλά του Ποταμιού. Και θα δώσει σταυρό προτίμησης σε κάποιον από τους αξιόλογους ευρωπαϊστές που μάχονται για την εκλογή τους στο εσωτερικό κάθε κόμματος.

1 Μαΐου 2019

«Ο μίτος της ανάπτυξης»

Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στο βιβλίο του Δημήτρη Σκάλκου «Ο μίτος της ανάπτυξης: οικονομική ευημερία στην Ελλάδα μετά την κρίση» (εκδόσεις «Επίκεντρο», Μάιος 2019).

Δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, η χώρα δείχνει ανήμπορη να μπει σε τροχιά ανόρθωσης. Η οικονομία, έχοντας συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο περίπου την περίοδο 2008-2013, βρίσκεται έκτοτε σε στασιμότητα, καθηλωμένη σε ένα χαμηλό επίπεδο ισορροπίας. Η ανεργία μειώνεται, και μάλιστα περισσότερο από όσο θα δικαιολογούσαν οι ισχνοί ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά οι περισσότερες από τις νέες θέσεις εργασίας είναι επισφαλείς και συχνά κακοπληρωμένες. Το διαθέσιμο εισόδημα (το οποίο, λόγω της υποχώρησης των κοινωνικών παροχών και της αύξησης των φόρων, συρρικνώθηκε περισσότερο από το ΑΕΠ την περίοδο της κρίσης) έχει πάψει να μειώνεται, αλλά για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων και των οικογενειών τους οι όποιες αυξήσεις είναι μικρές, όταν δεν είναι εντελώς ανύπαρκτες, και φυσικά δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν τις προηγούμενες απώλειες. Οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, αντιμέτωποι με τη ζοφερή πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στην εργασιακή ανασφάλεια και στη μετανάστευση.  Στις μεγάλες πόλεις, όπου η κρίση υπήρξε πιο οδυνηρή, οι άνθρωποι μοιάζουν ηττημένοι, παραιτημένοι, χωρίς ελπίδα.

Η πολιτική καχεξία τροφοδοτεί την οικονομική στασιμότητα, και τροφοδοτείται από αυτήν. Το αντιμνημονιακό μπλοκ ήρθε στην εξουσία μοιράζοντας υποσχέσεις, οι οποίες μοιραία στη συνέχεια διαψεύστηκαν. Ούτε η «σκληρή διαπραγμάτευση» του πρώτου εξαμήνου του 2015, ούτε η άνευ όρων συνθηκολόγηση με τους δανειστές, ούτε το πολυδιαφημισμένο «τέλος των Μνημονίων» από το καλοκαίρι του 2018 μπόρεσαν να αλλάξουν τα βασικά δεδομένα του οικονομικού προβλήματος της χώρας. Το (αντι-) παραγωγικό μοντέλο φθηνής ανάπτυξης, έχοντας βυθίσει τη χώρα στην κρίση, δείχνει να αντικαταθίσταται σταδιακά από ένα άλλο μοντέλο, ακόμη πιο φθηνής ανάπτυξης: χαμηλότερων ελλειμμάτων, αλλά επίσης χαμηλότερης τεχνολογίας, χαμηλότερων δεξιοτήτων, χαμηλότερων αμοιβών, και αναιμικών εξαγωγικών επιδόσεων. Ενώ οι άλλες χώρες που υπέγραψαν Μνημόνια (η Ιρλανδία αλλά και η Πορτογαλία) ανακάμπτουν με αξιοσημείωτα ταχείς ρυθμούς, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να τις μιμηθεί.

Η «εσωτερική υποτίμηση» υπήρξε σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτη. Χωρίς μείωση μισθών, μερικές φορές σε συμφωνία με τους εργαζόμενους, θα είχαν κλείσει ακόμη περισσότερες επιχειρήσεις, και η ανεργία θα είχε σκαρφαλώσει και άλλο. Ωστόσο, παρότι αποδεκτή (ενδεχομένως απρόθυμα) ως βραχυπρόθεσμη προσαρμογή, ως μόνιμη στρατηγική δεν μπορεί παρά να προκαλεί απορίες. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι οδηγεί μαθηματικά σε «μισθούς Βουλγαρίας» (άλλωστε καμιά χώρα δεν έχει κληρονομικό δικαίωμα σε ικανοποιητικούς μισθούς). Το πρόβλημα είναι ότι η φθηνή εργασία αδυνατεί να εξασφαλίσει μια βιώσιμη θέση της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι θα επέτρεπε π.χ. στην ελληνική βιομηχανία να ανακτήσει στις διεθνείς αγορές το έδαφος που έχασε τις τελευταίες δεκαετίες έναντι των ανταγωνιστών της;

Η εναλλακτική στρατηγική θα ήταν η κοπιαστική προετοιμασία ενός παραγωγικού μοντέλου «ακριβής ανάπτυξης», βασισμένης στην καινοτομία και στην αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας: της γεωγραφικής θέσης και του φυσικού κάλλους της χώρας, προφανώς – αλλά επίσης της επινοητικότητας, της ευελιξίας, του πείσματος, της διάθεσης για σκληρή δουλειά των ανθρώπων που την κατοικούν. Μια τέτοια στρατηγική είναι δημοσιονομικά δαπανηρή και πολιτικά απαιτητική. Προϋποθέτει αναβάθμιση των δεξιοτήτων, των εργαζομένων αλλά και των επιχειρηματιών. Αγορά εργασίας που να προσφέρει ευελιξία στους εργοδότες και ταυτόχρονα εγγυήσεις στους εργαζόμενους. Αγορές προϊόντων ανοιχτές στον ανταγωνισμό. Θεσμικό πλαίσιο σταθερό και προβλέψιμο, που να διευκολύνει την υγιή επιχειρηματικότητα και να διώκει την «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής». Δημόσια διοίκηση στο πλευρό των πολιτών, που να μην είναι τροχοπέδη αλλά αρωγός της ανάπτυξης, παρέχοντας υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Κοινωνικό κράτος που να προστατεύει τους αδύναμους και να διευκολύνει την προσαρμογή σε μια πιο δυναμική οικονομία. Αυτό δεν είναι το μυστικό της επιτυχίας των οικονομικά προηγμένων χωρών;

Η αγωνία για το πώς θα μπορέσουμε να πετύχουμε «υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, διατηρήσιμους για πολλά συνεχόμενα έτη», αφού «μόνο η ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας θα επουλώσει τις κοινωνικές πληγές που προκάλεσε η κρίση», είναι η κόκκινη κλωστή που διατρέχει το βιβλίο του Δημήτρη Σκάλκου.

Ο συγγραφέας διαθέτει όλα τα εφόδια για να μιλήσει για το θέμα. Το όνειρο μιας δυναμικής οικονομίας της αγοράς, με δικαιοσύνη και κοινωνική προστασία, είναι το «καύσιμο» της δημόσιας παρουσίας του. Η πολυμάθειά του και η εξοικείωσή του με την διεθνή βιβλιογραφία τον έχει τροφοδοτήσει με γνώσεις και ιδέες. Η πολύχρονη ενασχόληση του με τις πολιτικές ανάπτυξης, ως στέλεχος του αρμόδιου υπουργείου, τον έχει εξοπλίσει με τον απαραίτητο ρεαλισμό. Η φιλοσοφική του συγκρότηση – ένας μαχητικός αλλά αφανάτιστος φιλελευθερισμός, σε συνεχή διάλογο με τις ιδέες και τις επεξεργασίες της μεταρρυθμιστικής κεντροαριστεράς – χαρίζει διαύγεια στις αναλύσεις και στις προτάσεις του.

Ας μην βιαστεί ο ανυποψίαστος αναγνώστης να κατατάξει τον συγγραφέα σε κάποια προκάτ κατηγορία. Ο Σκάλκος προφανώς απεχθάνεται τη χυδαιότητα και την ασυναρτησία, τη διαχειριστική ανικανότητα, τον αυταρχικό λαϊκισμό της σημερινής κυβέρνησης. Όμως γνωρίζει καλά τη διαφορά ανάμεσα στον συνεπή οικονομικό φιλελευθερισμό και στην άκριτη στήριξη των συμφερόντων των εργοδοτών. (Θα έλεγε κανείς ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι «να σώσει τον καπιταλισμό από τους καπιταλιστές».) Δέχεται τη λιτότητα των Μνημονίων ως αναπόφευκτη, εκεί που είχαμε φτάσει, αλλά δυσπιστεί στις «μαγικές ιδιότητές» της: έχει πλήρη συναίσθηση ότι από μόνη της δεν πρόκειται να φέρει την διατηρήσιμη ανάκαμψη που έχει στο στόχαστρό του. Προτείνει τη (λελογισμένη) μείωση της φορολογίας, αλλά χωρίς υπερβολές, και χωρίς αυταπάτες ότι από μόνη της αρκεί για να εγγυηθεί την ανάκαμψη. (Εξ άλλου, αν είναι αλήθεια ότι η υψηλή φορολογία μπορεί να στραγγαλίσει τον δυναμισμό μιας οικονομίας, είναι άλλο τόσο αλήθεια ότι οι φόροι είναι υψηλότεροι στις οικονομικά προηγμένες χώρες.) Ως καλός φιλελεύθερος απορρίπτει το «κράτος-δυνάστη», αλλά ως απροκατάληπτος άνθρωπος αναγνωρίζει ότι το κράτος μπορεί να γίνει «καλός υπηρέτης», και αυτό επιζητεί. Πηγή έμπνευσής του δεν είναι η οικονομική ορθοδοξία, αλλά η θεωρητική και εμπειρική δουλειά οικονομολόγων όπως ο Dani Rodrik και ο Ricardo Hausmann. Αξίζει να υπογραμμιστεί το καίριο συμπέρασμά τους ότι τα περισσότερα ιστορικά επεισόδια «αναπτυξιακής απογείωσης» δεν συνδέονταν με εφ’ όλης της ύλης διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά με την επιλεκτική εξουδετέρωση των «βαριδίων» που εμποδίζουν την ανάπτυξη. Η στόχευση των μεταρρυθμίσεων εκεί όπου οι αναπτυξιακές αποδόσεις είναι μεγαλύτερες φέρνει γρήγορα καρπούς και ενισχύει τη συναίνεση των πολιτών στο πρόγραμμα ανόρθωσης. Επί πλέον, εξασφαλίζει ότι το απόθεμα πολιτικού (και διαχειριστικού) κεφαλαίου, εκ των πραγμάτων περιορισμένο, δεν σπαταλάται σε μάχες χωρίς αποφασιστική σημασία. Να ένα δίδαγμα που θα έπρεπε να κάνει κτήμα της μια μελλοντική μεταρρυθμιστική κυβέρνηση.

«Ο μίτος της ανάπτυξης: οικονομική ευημερία στην Ελλάδα μετά την κρίση» είναι ένα βιβλίο σημαντικό, που αξίζει να διαβαστεί από κάθε πολίτη που νοιάζεται για το μέλλον του τόπου. Είναι επίσης ένα βιβλίο πρωτότυπο, γραμμένο από ένα πνεύμα ελεύθερο και ανήσυχο, που ξαφνιάζει και προβληματίζει. Είναι τέλος ένα βιβλίο απολαυστικό, που θα αποζημιώσει με το παραπάνω τον αναγνώστη που θα αφιερώσει μερικές ώρες στην ανάγνωσή του.