14 Δεκεμβρίου 2006

Περίπατος στον «ωραιότερο πεζόδρομο της Ευρώπης»

Δημοσιεύτηκε ως επιστολή στο περιοδικό «Lifo» (Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2006)

Λυπάμαι που χαλάω την ευφορία του συνεργάτη σας Δ. Ρηγόπουλου και των αναγνωστών σας για έναν από τους 21 λόγους που αγαπάμε την Αθήνα (Lifo 45, 30 Νοεμβρίου 2006): «Επειδή μπορούμε να κάνουμε βόλτα στον ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» (εννοεί Διονυσίου Αρεοπαγίτου-Αποστόλου Παύλου-Ερμού).

Θα ήθελα, όμως, να παρατηρήσω ότι παρότι στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπάρχουν τόσο ωραίοι πεζόδρομοι, είναι τουλάχιστον πεζόδρομοι, όπου οι πεζοί απολαμβάνουν τον περίπατό τους σε ένα δρόμο που προορίζεται για αυτούς αποκλειστικά.

Ο «ωραιότερος» δικός μας, αντίθετα, είναι ένας κανονικός δρόμος, με λίγο λιγότερη κίνηση από ό,τι τότε που δεν ήταν «πεζόδρομος», όπου κινούνται με κανονική ταχύτητα μοτοσυκλέττες, αυτοκίνητα, φορτηγάκια, απορριματοφόρα του Δήμου, περιπολικά όλων των αστυνομιών - χωρίς οποιοσδήποτε από τους παραπάνω να αισθάνεται ότι υπάρχει πρόβλημα.

Αναρωτιέμαι μήπως, αντί να επιδίδεστε στο ευγενές άθλημα του αυτοσυγχαίρεσθαι (στο οποίο τόσο διαπρέπει η χώρα μας), θα ήταν προτιμότερο να γράψετε δυο λόγια που ίσως θα βοηθούσαν στη διάδοση ενός κώδικα αλληλοσεβασμού και πολιτισμένης συμβίωσης στην πόλη μας.

7 Δεκεμβρίου 2006

Η κρίση του ΕΣΥ είναι κυρίως ηθική

Ομιλία σε εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ με θέμα «Νέες Προκλήσεις για το σύστηµα υγείας: πρωτοβάθµια περίθαλψη και ο νέος ρόλος του νοσοκοµείου» (Αθήνα 7 ∆εκεµβρίου 2006)

Είναι αλήθεια άχαρο – και ενδεικτικό της δυσκολίας συγκρότησης ενός κοινού τόπου πεποιθήσεων – να συζητάμε κάθε φορά που συναντιόμαστε την πολιτική υγείας εφ’ όλης της ύλης. Πάντως έχει περάσει ένα τέταρτο του αιώνα από την ίδρυση του ΕΣΥ: είναι ώρα για έναν απολογισμό.

Η εμπειρία του ΕΣΥ έχει φωτεινά και λιγότερο φωτεινά σημεία. Τα φωτεινά δεν τα αγνοώ, αλλά τα αντιπαρέρχομαι – έτσι κι αλλιώς, έχουμε το ευρωπαϊκό ρεκόρ του αυτοσυγχαίρεσθαι για ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως επιτυχίες μας. Τα λιγότερο φωτεινά σημεία είναι αυτά για τα οποία αξίζει να μιλάμε.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι η ίδρυση του ΕΣΥ χαιρετίστηκε με ικανοποίηση, ή και με ενθουσιασμό, όχι μόνο από τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, αλλά και από ένα πολύ ευρύτερο φάσμα κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων (από την αριστερά έως τη «φωτισμένη» κεντροδεξιά) που στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πίστεψαν στη ρεαλιστική ουτοπία ενός δημόσιου συστήματος υγείας, η πρόσβαση στο οποίο να εξαρτάται από την ανάγκη για περίθαλψη, όχι από το εισόδημα ή την κοινωνική θέση.

Για το λόγο αυτό, η ανάλυση του σήμερα με βάση τις προσδοκίες του τότε είναι ίσως οδυνηρή, αλλά οπωσδήποτε αναγκαία.

Τα λιγότερο φωτεινά σημεία του ΕΣΥ είναι γνωστά. Τα θυμίζω επί τροχάδην.

Η επιβίωση μιας «υβριδικής» μορφής οργάνωσης του δημόσιου τομέα υγείας, και με Εθνικό Σύστημα και με ταμεία υγείας, όχι επειδή υπήρξε κάποιο σχέδιο αλλά λόγω του εκβιασμού των ευγενών ταμείων (βλ. παρέμβαση του προέδρου της Βουλής Γ. Αλευρά στη συζήτηση για τον ιδρυτικό νόμο του ΕΣΥ το 1983, όπου απείλησε ευθέως ότι θα ηγηθεί των κινητοποιήσεων της ΟΤΟΕ, της οποίας μεχρι πρότινος προήδρευε, εάν δεν αποσυρόταν η διάταξη του νομοσχεδίου για την κατάργηση των ταμείων υγείας – όπερ και εγένετο). Μια «υβριδική» μορφή παγκόσμιας πρωτοτυπίας, αλλά με τεράστιο κόστος, οικονομικό και κοινωνικό.

Η τεράστια ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα παρά τις διακηρύξεις για «αποεμπορευματοποίηση του αγαθού υγεία» (εισηγητική έκθεση ιδρυτικού νόμου του ΕΣΥ). Με την ιδιωτική δαπάνη στο 5% του ΑΕΠ, ή 50% της συνολικής δαπάνης για την υγεία, η χώρα μας ξεχωρίζει στην Ευρώπη των 25 και πλησιάζει ταχέως τα αντίστοιχα ποσοστά στις ΗΠΑ.

Παρά τη σημαντική αύξηση των πόρων που δαπανώνται για την υγεία, τόσο η ικανοποίηση των χρηστών, όσο η εμπιστοσύνη του κοινού στους γιατρούς και στο σύστημα, καθώς και η πρόσβαση των ομάδων χαμηλού εισοδήματος σε υπηρεσίες περίθαλψης, βρίσκονται όλα σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Πάνω από όλα, το ΕΣΥ πάσχει από μια βαθειά ηθική κρίση, η οποία συνοψίζεται στην επικράτηση αξιών (ή «αξιών») που είναι ασύμβατες με τη ρεαλιστική ουτοπία για την οποία μιλούσαμε προηγουμένως.

Είναι κάπως μίζερο, ίσως ακόμη και αγενές, να αναφερθώ εδώ, σε αυτό το ακροατήριο, σε φαινόμενα όπως το περιβόητο «φακελάκι», τη σκανδαλώδη κακοδιαχείριση, την εκτεταμένη διαφθορά που επικρατεί στις συναλλαγές του ιδιωτικού τομέα με το Δημόσιο, το μαζικό χρηματισμό των γιατρών από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Πρόκειται για φαινόμενα τα οποία αποτελούν τόσο μόνιμα χαρακτηριστικά του τοπίου της υγείας στην Ελλάδα που πλέον δεν τα πολυπροσέχουμε. Ίσως μάλιστα να έχουμε χάσει εντελώς την ικανότητά μας να σοκαριζόμαστε από αυτά.

Φυσικά, την ίδια στιγμή, κάποιοι που επιμένουν να ενεργούν με γνώμονα μια αίσθηση αξιοπρέπειας και ίσως δημόσιου συμφέροντος, όχι με βάση το στόχο του όσο το δυνατόν ταχύτερου πλουτισμού, υπάρχουν ακόμη – είναι όμως λίγοι, απομονωμένοι, απογοητευμένοι, συχνά λοιδωρούμενοι ως «γραφικοί».

Είναι κάπως μίζερο, ίσως ακόμη και αγενές, που τα θίγω όλα αυτά, αλλά και απαραίτητο. Γιατί εφόσον η ηθική κρίση που ανέφερα εξακολουθεί να μαστίζει το σύστημα υγείας, ακόμη και τα πιο φιλόδοξα μεταρρυθμιστικά σχέδια κινδυνεύουν να βαλτώσουν ή να μείνουν εντελώς ανεφάρμοστα. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξα μετά από 15 χρόνια ενασχόλησης με τα προβλήματα της υγείας εν Ελλάδι – τα 3 μάλιστα από την προνομιακή (ως παρατηρητήριο) θέση του ειδικού συμβούλου του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη.

Ο προσωπικός μου «δρόμος προς τη Δαμασκό» ήταν μια συνομιλία μου πριν λίγα χρόνια με έναν καθόλα συμπαθή και προοδευτικό γιατρό για το θέμα των απογευματινών ιατρείων (την απόπειρα του Α. Παπαδόπουλου ως υπουργού υγείας να νομιμοποιήσει την ιδιωτική ιατρική των γιατρών του ΕΣΥ φέρνοντάς την μέσα στα κρατικά νοσοκομεία). Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο καθόλα συμπαθής γιατρός μου εξήγησε ότι με αμοιβή 50 ευρώ (ανά επίσκεψη των 15 λεπτών), τα απογευματινά ιατρεία «δεν άξιζαν τον κόπο».

Τότε λοιπόν μου αποκαλύφθηκε η (πικρή) αλήθεια, ότι δηλ. κανένα δημόσιο σύστημα υγείας, πουθενά στον κόσμο, δεν είναι σε θέση να πληρώνει σε τόσους πολλούς γιατρούς τόσα πολλά χρήματα – όσα δηλ. έχουν συνηθίσει να κερδίζουν στη σημερινή κατάσταση της διαπλοκής (εδώ η λέξη διατηρεί ακέραιο το νόημά της) στο χώρο της υγείας.

Κάπως έτσι κατέληξε ένας οικονομολόγος (και μάλιστα της υγείας) σαν εμένα να «ηθικολογεί», όπως μου προσάπτει ο έτερος συν-προσκεκλημένος Μ. Ανδρουλάκης, αντί να αναζητά «καλύτερα κίνητρα», όπως θα του υπαγόρευε το επαγγελματικό ένστικτό του.

Ήταν η εξέλιξη αυτή αναπόφευκτη; Μήπως θα πρέπει να αυτο-αθωωθούμε (άλλο ευρωπαϊκό ρεκόρ αυτό) λόγω ελαφρυντικών, λόγω π.χ. του ότι όταν η Βρετανία και η Σουηδία έχτιζαν κράτος πρόνοιας και σύστημα υγείας εμείς είχαμε εμφύλιο και τα λοιπά;

Το επιχείρημα, αν και όχι εντελώς αβάσιμο, λειτουργεί πάνω από όλα ως καθησυχαστική δικαιολογία. Για παράδειγμα, στην Ιταλία το ΕΣΥ ιδρύθηκε το 1978 και στην Ισπανία το 1983. Στη μεν Ιταλία τα ταμεία υγείας καταργήθηκαν εν μια νυκτί (βοηθούσε ότι ήταν ελλειμματικά), στη δε Ισπανία καταργήθηκαν σταδιακά με ορίζοντα 20ετίας: πράγματι, ανεξαρτήτως κυβερνητικών εναλλαγών, το 2002 οι ασφαλιστικές εισφορές στα ταμεία υγείας μηδενίστηκαν εντελώς και το σύστημα υγείας έγινε πλήρως χρηματοδοτούμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως ορίζει η θεωρία (και η κοινή λογική).

Καμμία νομοτέλεια λοιπόν. Η εξέλιξη του τομέα της υγείας στην Ελλάδα έχει να κάνει με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και με τις ιδιαιτερότητες του πολιτικού υποκειμένου που ανέλαβε να υλοποιήσει το ΕΣΥ – δηλ. του ΠΑΣΟΚ.

Το θέμα είναι τώρα τι λες, που λέει και ο ποιητής.

Η εμπέδωση ενός πνεύματος (σχετικής, έστω) ανιδιοτέλειας, σεβασμού της δεοντολογίας, σεβασμού στον ασθενή και εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος είναι κάτι που παίρνει πολύ χρόνο – περισσότερο από τη θητεία μιας κυβέρνησης, πόσο μάλλον ενός υπουργού – και μπορεί να μη γίνει ποτέ.

Χωρίς περιστροφές: κατά τη γνώμη μου, η μόνη ελπίδα και το μόνο στοίχημα μιας μελλοντικής μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης θα ήταν η συσσώρευση ενός «κοινωνικού κεφαλαίου»: με άλλα λόγια ο εντοπισμός πρώτα, και η συνειδητή ενίσχυση και υποστήριξη έπειτα, των λίγων γιατρών, νοσηλευτών και διοικητικών που είναι ακόμη διατεθειμένοι να προσφέρουν, με μόνο αντίτιμο ένα αξιοπρεπές, απλώς, εισόδημα – και επιπλέον «κέρδος» την αυτοεκτίμησή τους, τον σεβασμό κάποιων συναδέλφων τους, και την αγάπη των ασθενών τους.

Δίχως μια τέτοια κρίσιμη μάζα ανθρώπων, καμμία μεταρρυθμιστική απόπειρα δεν θα καταφέρει όχι να αντιστρέψει αλλά ούτε καν να επιβραδύνει τον καλπάζοντα εκφυλισμό του τομέα της υγείας στη χώρα μας σε εφιαλτικό κακέκτυπο της ρεαλιστικής ουτοπίας ενός δημόσιου συστήματος υγείας, η πρόσβαση στο οποίο να εξαρτάται από την ανάγκη για περίθαλψη, όχι από το εισόδημα ή την κοινωνική θέση …

Ο συγγραφέας θα συνιστούσε σε όσους, αφελώς ή όχι, δυσπιστούν για την έκταση της ηθικής κρίσης του ΕΣΥ – αλλά και του ιδιωτικού τομέα υγείας – στην Ελλάδα να ενημερωθούν για την υπόθεση της Αμαλίας Καλυβίνου (βλ. http://fakellaki.blogspot.com/ και http://amaliasday.blogspot.com/).

1 Δεκεμβρίου 2006

«Η οικονομία της υγείας υπό επανεξέταση»

Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Thomas Rice «Η οικονομία της υγείας υπό επανεξέταση» (εκδόσεις «Κριτική», Δεκέμβριος 2006).

Σε τι χρησιμεύει ένα ακόμη βιβλίο; Γενικά, με την εκδοτική έκρηξη και την κυκλοφορία όλο και περισσοτέρων τίτλων (και επιστημονικών) κάθε χρόνο, το ερώτημα γίνεται συνεχώς δυσκολότερο. Ειδικά, δηλ. όσον αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο, η απάντηση είναι, ευτυχώς, ευκολότερη. Χωρίς υπερβολή, «Η οικονομία της υγείας υπό επανεξέταση» του Thomas Rice, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA), είναι αυτό που σε άλλους αιώνες θα ονομαζόταν ουσιώδες βιβλίο.

Αυτό που κάνει το βιβλίο τόσο σπουδαίο κατά τη γνώμη μου, η ιδιαίτερη αξία του, βρίσκεται σε τρία χαρακτηριστικά του: πρωτοτυπία προσέγγισης, αυστηρότητα ανάλυσης και απλότητα διατύπωσης. Ας δούμε τα στοιχεία αυτά με τη σειρά και αναλυτικότερα.

Τα κεφάλαια που αποτελούν τον κορμό του βιβλίου έχουν όλα την ίδια δομή. Κατ’ αρχήν, ο συγγραφέας παρουσιάζει το παραδοσιακό οικονομικό υπόδειγμα, όπως αυτό διδάσκεται στο πρώτο έτος όλων των οικονομικών τμημάτων παγκοσμίως, χωρίς καμμία σχεδόν εξαίρεση: ανταγωνισμός (κεφάλαιο 2), ζήτηση (κεφάλαιο 3), προσφορά (κεφάλαιο 4), αναδιανομή (κεφάλαιο 5). Στη συνέχεια, «ανατέμνει» τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται το παραδοσιακό οικονομικό υπόδειγμα, μη διστάζοντας να αντλήσει υλικό από τα ερευνητικά ευρήματα άλλων επιστημονικών κλάδων (π.χ. της κοινωνικής ψυχολογίας), υπογραμμίζοντας τους λόγους για τους οποίους οι παραδοχές αυτές μπορεί να μην ισχύουν, τουλάχιστον στην περίπτωση των υπηρεσιών υγείας. Τέλος, επανεξετάζει τα διδάγματα της οικονομικής θεωρίας για την άσκηση πολιτικής υγείας στην πράξη. Ίσως δεν εκπλήσσει το ότι τα συμπεράσματα είναι κατά κανόνα αντίθετα με την κυρίαρχη αντίληψη, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, περί πρωταγωνιστικού ρόλου της αγοράς στον τομέα της υγείας. Πρόκειται για ένα σημείο στο οποίο θα επανέλθω.

Μέχρι εδώ, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, τίποτε το καινούριο. Πράγματι, στην Ευρώπη η ιδέα της (υπό όρους) υπεροχής της δημόσιας παρέμβασης έναντι της ελεύθερης αγοράς στην οργάνωση και διανομή υπηρεσιών υγείας εξακολουθεί να είναι ευρέως αποδεκτή. Μάλιστα, η συμμετοχή του κράτους στην χρηματοδότηση του τομέα της υγείας είναι, στις διάφορες χώρες της Ευρώπης, από εκτεταμένη (πάνω από 70%) έως σχεδόν αποκλειστική (γύρω στο 90%) . Και αυτό παρά τις ιδεολογικές «τρικυμίες» των τελευταίων δεκαετιών, οι οποίες έθεσαν σε αμφισβήτηση τη μεταπολεμική συναίνεση των μεγάλων πολιτικών οικογενειών της ηπείρου, δηλ. της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, πάνω στην οποία βασίστηκε η οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους γενικά, και των συστημάτων υγείας και κοινωνικής ασφάλισης ειδικά. Μήπως, λοιπόν, το βιβλίο του αμερικανού καθηγητή Thomas Rice παραβιάζει ανοικτές θύρες;

Κάθε άλλο. Αυτό που κάνει την «επανεξέταση της οικονομίας της υγείας» την οποία προτείνει ο συγγραφέας τόσο εύστοχη είναι ακριβώς ότι γίνεται με τα ίδια τα εργαλεία της οικονομικής επιστήμης. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για τη συνήθη, μάλλον οκνηρή, κριτική προς τους «ψυχρούς» οικονομολόγους όπως συχνά ασκείται από (θερμούς;) κοινωνιολόγους ή ιατρούς. Ούτε πρόκειται για το «ανατρεπτικό» εγχείρημα κάποιου ετερόδοξου οικονομολόγου που έχει απογοητευθεί από τον τρόπο που εξελίσσεται η οικονομική επιστήμη και έχει μεταστραφεί σε πολέμιό της. Ο Thomas Rice δεν εγκαταλείπει την οικονομική ανάλυση, αλλά αντίθετα την εφαρμόζει – αφού πρώτα αναθεωρήσει τις παραδοχές της – για να δείξει ότι η υπερβολική εμπιστοσύνη στην αγορά οδηγεί μαθηματικά από τη μια σε κενά κάλυψης και ανισότητες στην πρόσβαση, από την άλλη σε υψηλότερο κόστος και χαμηλότερη «αποδοτικότητα» (νοούμενη ως σχέση χρησιμοποιούμενων πόρων και παραγόμενου αποτελέσματος υγείας). Και όχι μόνο αυτό: πάνω στα συμπεράσματα της οικονομικής θεωρίας, απαλλαγμένης βέβαια από τα αδιέξοδα του παραδοσιακού οικονομικού υποδείγματος, θεμελιώνει συμπεράσματα πολιτικής. Σε τελική ανάλυση, η «επανεξέταση της οικονομίας της υγείας» ανανεώνει επίσης την εμπιστοσύνη μας στην ικανότητα της οικονομικής επιστήμης να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων της κοινωνικής οργάνωσης και να προτείνει λύσεις σε αυτά.

Οπωσδήποτε, τα παραπάνω ζητήματα είναι από τη φύση τους αρκετά περίπλοκα. Όχι όμως και δυσπρόσιτα, απαγορευτικά για όσους δεν ανήκουν σε ένα στενό κύκλο μυημένων. Εδώ, ο Thomas Rice συνεχίζει μια από τις ευγενέστερες αγγλοσαξονικές παραδόσεις, της εμμονής στην όσο το δυνατόν απλούστερη (όχι όμως απλουστευτική) διατύπωση που πηγάζει από την επιθυμία μετάδοσης ενός νοήματος, και απέχθειας για την ηθελημένη χρήση εξεζητημένων όρων που αντίθετα προέρχεται από την επιθυμία εντυπωσιασμού του αναγνώστη. Η πρώτη βοηθά τη δημόσια συζήτηση μεταξύ πληροφορημένων πολιτών, η τελευταία οδηγεί στη συσκότιση των θεμάτων και στον αποκλεισμό των μη ειδικών. Όλα αυτά είναι τόσο προφανή που θα μπορούσαν να μην αναφέρονται καθόλου – εάν η εκζήτηση των ειδικών και η ατελής κατανόηση των ζητημάτων εκ μέρους της κοινής γνώμης (δύο όψεις του ίδιου νομίσματος) δεν ήταν τόσο μόνιμες όψεις του δημοσίου διαλόγου στην Ελλάδα.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα βιβλίο ουσιώδες. Στο ερώτημα «πόσο κράτος και πόση αγορά;» απαντά αναδεικνύοντας τους κινδύνους μιας πολιτικής υγείας που εμπιστεύεται υπερβολικά την αγορά, όπως στις ΗΠΑ, και σχολιάζοντας ευνοϊκά την εμπειρία άλλων χωρών. Χωρίς να παραβλέπει τις αδυναμίες της κρατικής παρέμβασης, υποστηρίζει μια πραγματιστική πολιτική που να εξετάζει κάθε φορά ολόκληρο το φάσμα των δυνατών επιλογών, χωρίς τις παρωπίδες μιας ιδεολογικής πίστης στην «υποχρεωτική» υπεροχή της αγοράς – ή οποιασδήποτε άλλης πίστης. Πράγματι, παρακολουθώντας την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του βιβλίου, ο Έλληνας αναγνώστης θα έχει συχνά την ευκαιρία να αναλογιστεί τη σοφία μιας πολιτικής που ξεκίνησε με την πανηγυρική ψήφιση του νόμου για το ΕΣΥ, με διακηρυγμένο στόχο την «απο-εμπορευματοποίηση του αγαθού υγεία», και κατέληξε ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα σε μια de facto ιδιωτικοποίηση που δεν συναντάται σε καμμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

Προφανώς, η de facto ιδιωτικοποίηση, η οποία μπορεί κάλλιστα να βαθαίνει την ίδια στιγμή που όλοι ομνύουν πίστη στα υψηλά ιδεώδη του ΕΣΥ, σχετίζεται επίσης με ένα άλλο ερώτημα: «τι κράτος και τι αγορά;» Πόσο χρήσιμο μπορεί να είναι ένα τέτοιο βιβλίο σε μα χώρα όπου η κοινωνική ασφάλιση παραμένει κατακερματισμένη, όπου η δημόσια πρωτοβάθμια περίθαλψη είναι αναιμική, όπου τα κρατικά νοσοκομεία κακοδιοικούνται, όπου οι άνομες συναλλαγές στο εσωτερικό του ΕΣΥ είναι ο κανόνας, όπου ο ιδιωτικός τομέας δεν υπόκειται σε σοβαρή ρύθμιση και όπου η φοροδιαφυγή είναι ενδημική; Θα ήταν άδικο να περιμένουμε από ένα βιβλίο να δίνει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, σαν να ήταν η «κιβωτός της αλήθειας». Και όμως, ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι τα διδάγματα της οικονομικής θεωρίας για το ρόλο του κράτους στον τομέα της υγείας (κεφάλαιο 6) δεν είναι καθόλου άσχετα με την αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων που μας είναι οικεία, ακόμη και όσων έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε «Ελληνικές ιδιαιτερότητες» .

Σε ποιους, λοιπόν, απευθύνεται το βιβλίο; Ασφαλώς, πρόκειται για επιστημονικό κείμενο, το οποίο γράφτηκε για να διαβαστεί πρώτα και κύρια από φοιτητές που σπουδάζουν οικονομικές επιστήμες. Άλλωστε, η αρχική ώθηση για την έκδοσή του στα ελληνικά προήλθε από την αναζήτηση ενός εγχειριδίου οικονομίας της υγείας που να καλύπτει τις διδακτικές ανάγκες του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου διδάσκεται το αντίστοιχο μάθημα. Η προσθήκη στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου  ενός Παραρτήματος όπου αναλύεται η εμπειρία 10 χωρών διέλυσε τις τελευταίες επιφυλάξεις σχετικά με τον «αμερικανοκεντρικό» χαρακτήρα του βιβλίου και την καταλληλότητά του σε ένα διαφορετικό περιβάλλον.

Πάντως, η σοβαρότητα των θεμάτων που αναλύει το βιβλίο, η μόνιμη επικαιρότητά τους ως ζητήματα δημόσιας πολιτικής σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και σε όλο και περισσότερες αναπτυσσόμενες, η επιστημονική αυστηρότητα στην πραγμάτευσή τους, και ταυτόχρονα η απλότητα στη διατύπωσή τους – όλα αυτά το κάνουν όχι μόνο διαφωτιστικό εγχειρίδιο αλλά και συναρπαστικό ανάγνωσμα. Όποιος θεωρεί ότι ένα επιστημονικό έργο δεν είναι δυνατόν να διαβάζεται με απόλαυση δεν έχει παρά να ξεφυλλίσει τις σελίδες που αναφέρονται στο ρόλο που παίζει το γόητρο και το κοινωνικό status στο σχηματισμό των προτιμήσεων, ή στη συζήτηση για την – κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη – σχέση μεταξύ εισοδήματος και ευτυχίας (κεφάλαιο 2).

Συνεπώς, το βιβλίο του Thomas Rice δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνων που διαβάζονται επειδή «πρέπει». Για αυτό δεν απευθύνεται μόνο σε φοιτητές και ειδικούς, αλλά και σε όλους όσους ενδιαφέρονται για την ανάλυση της πολιτικής υγείας: είτε επειδή εργάζονται στον τομέα της υγείας, είτε επειδή είναι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων και μέτρων πολιτικής, είτε επειδή ασχολούνται με την αξιολόγηση ή τον σχολιασμό τέτοιων μέτρων, είτε επειδή επιθυμούν απλώς να αποκτήσουν την ειδική πληροφόρηση και γνώση που απαιτεί η ιδιότητα του ενεργού πολίτη.

Συνεπώς, ελπίζω ότι το βιβλίο θα βρει ανταπόκριση από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Κατ’ αρχήν, από καθηγητές και φοιτητές άλλων τμημάτων και άλλων πανεπιστημίων, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, σε προγράμματα σπουδών κοινωνικής πολιτικής, διοίκησης μονάδων υγείας ή και ιατρικής επιστήμης. Έπειτα, από στελέχη του ΕΣΥ και των ασφαλιστικών ταμείων, καθώς και (γιατί όχι;) ιδιωτικών μονάδων και ασφαλιστικών εταιρειών. Επίσης, από τους υπεύθυνους για τη χάραξη και την ανάλυση της πολιτικής υγείας, στο υπουργείο υγείας αλλά και στο υπουργείο οικονομίας ή στην υπόλοιπη κυβέρνηση, στα πολιτικά κόμματα αλλά και στα εργατικά συνδικάτα ή τις επαγγελματικές ενώσεις, στα έντυπα αλλά και στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Τέλος, από κάθε πολίτη που ενδιαφέρεται να σχηματίσει γνώμη για «τεχνικά» και ίσως περίπλοκα ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας, πέρα από τις συνήθεις γενικολογίες της τρέχουσας δημόσιας συζήτησης.

15 Οκτωβρίου 2006

Ο κρατικός συνδικαλισμός και οι παραμορφώσεις του

Δημοσιεύτηκε στον «Ελεύθερο Τύπο» (Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2006)

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στα ΕΛΤΑ και αλλού αναζωπύρωσαν τη συζήτηση περί «παρακράτους της Δεξιάς». Παρακράτος ή όχι, σίγουρα η όλη εικόνα είναι κάθε άλλο παρά κολακευτική για την κυβέρνηση και τον κομματικό μηχανισμό της ΝΔ. Πάντως, η συζήτηση περί «παρακράτους» κινδυνεύει να υποβαθμίσει μια άλλη διάσταση που θα άξιζε αντίθετα πολύ περισσότερης προσοχής.

Η διάσταση αυτή αφορά τα συνδικάτα τα ίδια, καθώς και τις σχέσεις τους με την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα και την εργοδοσία, ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα. Πράγματι, δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς ότι το θέαμα συνδικαλιστικών στελεχών που δεν διστάζουν να καταφύγουν στη σωματική βία εναντίον των αντιπάλων τους (με τραγικά, κάποτε, αποτελέσματα) είναι απεχθές. Το πλήγμα στα συνδικάτα και στη δημόσια εικόνα τους θα ήταν περιορισμένο εάν το ίδιο περιορισμένο ήταν και το πρόβλημα. Είναι όμως;

Οι συμπλοκές μεταξύ αντιτιθέμενων συνδικαλιστών π.χ. στο συνέδριο της ομοσπονδίας των εργαζομένων στον ΟΤΕ πέρυσι, ή στη συνέλευση των εργαζομένων της Ιονικής Τράπεζας πριν από μερικά χρόνια, είναι απλώς τα πιο γνωστά επεισόδια, λόγω κυρίως της τηλεοπτικής κάλυψης τους. Εν μέρει, η σχετική όξυνση οφείλεται σε μια γενική κουλτούρα δυσανεξίας, συνηθισμένη και εκτός συνδικαλισμού, ενώ πυροδοτείται από αντιθέσεις ιδεολογικού τύπου. Εν μέρει, όμως, και αυτό είναι το στοιχείο που κυρίως θα έπρεπε να βάλει σε σκέψεις όσους ενδιαφέρονται για το μέλλον του συνδικαλισμού στην Ελλάδα, το διακύβευμα της διαμάχης λίγη σχέση έχει με διαφωνίες πολιτικού χαρακτήρα, και πολύ περισσότερη με έναν ανελέητο αγώνα για τα υλικά λάφυρα της επικράτησης της μιας ή της άλλης παράταξης.

Για παράδειγμα, αυτό που φαίνεται να χωρίζει την «ΔΑΚΕ 2005» από την «ΔΑΚΕ-Ενότητα» στα ΕΛΤΑ δεν φαίνεται να είναι κάποια διαφορά πολιτικής γραμμής. Ούτε απλώς κάποια από τις συχνές διαφορές, και εν πολλοίς ακατανόητες, μεταξύ κατηγοριών (π.χ. πτυχιούχοι εναντίον απλών διανομέων). Ούτε καν κάποια ακόμη λιγότερο «ευγενής» αλλά εν πάσει περιπτώσει συνηθισμένη διαφορά μεταξύ προσώπων. Αυτό που φαίνεται να βρίσκεται στη ρίζα της διαμάχης μεταξύ δύο αντιτιθέμενων μερίδων της ίδιας συνδικαλιστικής παράταξης βρίσκεται πέρα από όλα αυτά – και δείχνει να αφορά το «ποιος κάνει κουμάντο» στα ΕΛΤΑ.

«Προς τι τα μίση και ο αλληλοσπαραγμός;» θα σκεφτεί κανείς. Και όμως, παρά τη ρητορεία περί αγώνων κτλ., η λειτουργία του κρατικού συνδικαλισμού – σε συνεργασία με τη διοίκηση – συχνά εκτρέπεται στην προστασία του συναδέλφου που δεν παρουσιάζεται στο γραφείο του επί μήνες επειδή έχει άλλες δουλειές, στη διανομή προσοδοφόρων θέσεων σε ημέτερους, στον έλεγχο των προσλήψεων εποχικών υπαλλήλων, καθώς και σε άλλες, πασίγνωστες δραστηριότητες που ανακυκλώνουν τις παθολογίες του πελατειακού κράτους και της άλωσής του από ιδιωτικά συμφέροντα.

Και πάλι, το πρόβλημα θα ήταν περιορισμένο εάν αφορούσε μόνο τη ΔΑΚΕ. Είναι έτσι όμως; Και θα βρούν οι συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες στο εσωτερικό τους τις ηθικες δυνάμεις που θα τους επιτρέψουν να αντιστρέψουν όχι απλώς την αρνητική εικόνα των τελευταίων ημερών, αλλά την εκφυλιστική πορεία πολλών δεκαετιών;

7 Ιουνίου 2006

Ανισότητες και διακρίσεις στην κοινωνική πολιτική

Oμιλία σε συνάντηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) με θέμα «Ανισότητες και διακρίσεις στη δημόσια διοίκηση, στην εκπαίδευση και στην κοινωνική πολιτική» (Αθήνα 7 Ιουνίου 2006)

Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι η καταπολέμηση των ανισοτήτων είναι οπωσδήποτε βασικός στόχος της κοινωνικής πολιτικής. Για παράδειγμα, έχει υποστηριχθεί ότι στο «φιλελεύθερο» μοντέλο κοινωνικής προστασίας ο κύριος στόχος (στην καλύτερη περίπτωση) είναι η παροχή ενός διχτυού ασφαλείας για την ανακούφιση από την ακραία φτώχεια, ενώ στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης όπου η κοινωνική προστασία σχεδόν ταυτίζεται με την κοινωνική ασφάλιση (όπως άλλωστε συμβαίνει και στην Ελλάδα), ο κύριος στόχος είναι η προαγωγή της κοινωνικής συνοχής – στόχος ασύμβατος με μια ραγδαία επιδείνωση της ανισότητας, αλλά όχι κατ’ ανάγκην με τη διατήρησή της σε ένα σταθερό και ίσως σχετικά υψηλό επίπεδο.

Πράγματι, η καταπολέμηση των ανισοτήτων αποτελεί προγραμματικό στόχο της κοινωνικής (αλλά και της οικονομικής, φορολογικής, εκπαιδευτικής, καθώς και πολιτικής απασχόλησης) μόνο στο σκανδιναβικό μοντέλο κοινωνικής προστασίας. Ως γνωστόν, το μοντέλο αυτό διόλου τυχαία λέγεται και σοσιαλδημοκρατικό. Και για αυτόν το λόγο, παρότι δεν ζούσα σε άλλο πλανήτη την τελευταία δεκαετία, στο υπόλοιπο της ομιλίας μου θα υποθέσω ότι η κοινωνική πολιτική κάθε πολιτικής δύναμης που αυτοτοποθετείται αριστερά του κέντρου – πόσο μάλλον της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς – εμπνέεται από το ιδεώδες της καταπολέμησης των ανισοτήτων (και των διακρίσεων). Εάν κάνω λάθος θα μου το πείτε.

Θα αναφερθώ επί τροχάδην σε τρία θέματα: στην εικόνα της κατανομής του εισοδήματος στη χώρα μας σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, σε όψεις ανισοτήτων (και διακρίσεων) στην κοινωνική πολιτική όπως παραδοσιακά ασκείται στην Ελλάδα, και τέλος στις αιτίες της επιβίωσης του παραδοσιακού μοντέλου πολύ μετά την ημερομηνία λήξης του.

1. Κατανομή του εισοδήματος

Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η ανισότητα μειώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο 1974-82 και παρέμεινε περίπου αμετάβλητη από τότε. Το ίδιο συμβαίνει και με τη (σχετική) φτώχεια – όμως, όταν η σχετική φτώχεια παραμένει σταθερή ενώ το μέσο εισόδημα αυξάνει, η απόλυτη φτώχεια κατά κανόνα μειώνεται.

Σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης (και μάλιστα των 25!), η ανισότητα στην Ελλάδα είναι σαφώς μεγαλύτερη. Μάλιστα, ενώ στην ΕΕ η εισοδηματική ανισότητα των ηλικιωμένων είναι χαμηλότερη από ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό, στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και όσον αφορά τη φτώχεια, η οποία είναι υψηλότερη (μεγαλύτερο ποσοστό σχετικής φτώχειας), οξύτερη (μεγαλύτερο ποσοστό ακραίας φτώχειας), βαθύτερη (μεγαλύτερο χάσμα φτώχειας) και πιο επίμονη (μεγαλύτερο ποσοστό συνεχούς επί 3 έτη παραμονής κάτω από το όριο φτώχειας) στην Ελλάδα από ό,τι στην ΕΕ-25 κατά μέσο όρο.

Τα παραπάνω δεδομένα χαρακτηρίζονται και αυτά από μεγάλη σταθερότητα. Αυξομειώσεις στους διάφορους δείκτες υπάρχουν, αλλά βρίσκονται κατά κανόνα στα όρια του στατιστικού σφάλματος. Η ΕΣΥΕ πρόσφατα δημοσίευσε νεώτερα στοιχεία που δείχνουν ότι στην περίοδο 2001-03 η ανισότητα και η συνολική φτώχεια αυξήθηκαν, ενώ η φτώχεια των ηλικιωμένων μειώθηκε. Τα στοιχεία αυτά βασίζονται σε μια νέα στατιστική σειρά και θα πρέπει να ιδωθούν με κάποια επιφύλαξη. Πάντως, η γενική εικόνα σταθερότητας δεν φαίνεται να μεταβάλλεται.

Το ερώτημα είναι: γιατί; Η απάντηση του συρμού (φτωχό και μίζερο κοινωνικό κράτος κτλ.) δεν στέκει: η κοινωνική δαπάνη στη χώρα μας αυξήθηκε σημαντικά τη δεκαετία 1994-2004, σε απόλυτες τιμές και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συνεπώς, ακόμη και αν λάβει υπόψη του κανείς τον υπερβάλλοντα ζήλο με τον οποίο συχνά υπολογίζονταν τα σχετικά μεγέθη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύγκλιση που επιτεύχθηκε προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο ήταν πραγματική.
Όμως, η σταθερότητα της ανισότητας και της φτώχειας σε συνθήκες αύξησης της κοινωνικής δαπάνης δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά: το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα χρηματοδοτείται πολύ καλύτερα σήμερα από ό,τι 10 ή 20 χρόνια πριν, αλλά παραμένει το ίδιο πελατειακό κράτος παροχών που γνωρίσαμε και δεν αγαπήσαμε. Είχαμε μεγέθυνση αλλά όχι ανάπτυξη. Η σύγκλιση με το Ευρωπαϊκό mainstream ήταν ποσοτική αλλά όχι ποιοτική.

2. Όψεις ανισοτήτων (και διακρίσεων)

«Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα. [Είναι] προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων». Χάρη σε αυτή την ιστορική διαδικασία, το σημερινό κοινωνικό κράτος δεν συνιστά συνεκτικό σύνολο αλλά «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων» – τόσο που να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του ως «κράτους πελατειακών παροχών». Τάδε έφη Κωσταντίνος Σημίτης στο μακρινό 1989.

Από τότε μέχρι τώρα λίγα άλλαξαν, κάποια μάλιστα προς το χειρότερο. 90% των κοινωνικών επιδομάτων είναι συντάξεις (68% στην ΕΕ-15). Περίπου ένα τρίτο της συνολικής δαπάνης για συντάξεις, επιχορηγήσεις του κράτους στην κοινωνική ασφάλιση, κατανέμεται το ίδιο άδικα και ανορθολογικά όπως και πριν. Η κατάργηση του ΛΑΦΚΑ (σταγόνας στον ωκεανό, αλλά σταγόνας εξισωτικής αναδιανομής) λίγες επί της ουσίας διαμαρτυρίες προκάλεσε. 40% των ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα (σε μια χώρα χωρίς βαρειά βιομηχανία) υπάγεται στο καθεστώς των ΒΑΕ – μάλιστα, με το νόμο Ρέππα το καθεστώς αυτό επεκτείνεται και στον δημόσιο τομέα. Όπως και τότε, εξακολουθούμε να έχουμε όχι ένα αλλά πολλά κοινωνικά κράτη: άλλο καθεστώς, με ευνοϊκούς κανόνες για άνδρες, μεσήλικες, ασφαλισμένους σε ευγενή ταμεία, εργαζόμενους στο Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες – και άλλο καθεστώς, με δυσμενείς κανόνες για τους νεότερους, τους εργαζόμενους στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, τους ασφαλισμένους στα «λαϊκά» ταμεία, καθώς και τις (περισσότερες) γυναίκες. Το ΕΚΑΣ ήταν καινοτομία, αλλά δεν αντιστοιχεί σε πάνω από το 2-3% της συνολικής δαπάνης για συντάξεις. Πάντως, η συμβολή του (μαζί με την αναβάθμιση των αγροτικών συντάξεων) στην πραγματική βελτίωση των εισοδημάτων των χαμηλοσυνταξιούχων υπήρξε αξιοσημείωτη.

Και εκτός συντάξεων, λίγα πράγματα άλλαξαν. Τα επιδόματα ανεργίας εξακολουθούν να καλύπτουν περισσότερο τους εποχικά εργαζόμενους παρά τους μακροχρόνια ανέργους. Δεν έχουμε επιδόματα παιδιού αλλά πολυτεκνικά (μόνο καθ’ ημάς επιβιώνει αυτό το τυπικό δείγμα κοινωνικής πολιτικής των νοτιοευρωπαϊκών φασισμών της δεκαετίας του ’30). Τα επιδόματα ΑΜΕΑ ανέρχονται σε 23, με ειδικό επίδομα «τυφλών ασκούμενων δικηγόρων», τρεις φορές πιο γενναιόδωρο από το επίδομα των τυφλών που δεν είναι ασκούμενοι δικηγόροι. Για ένα φεγγάρι η «επιλεκτικότητα» και η «στόχευση» ήταν πολύ της μόδας – και όμως, το κατ’ εξοχήν επιλεκτικό και στοχευμένο πρόγραμμα, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που εφαρμόζεται στην Κύπρο και σε άλλες 22 χώρες μέλη της ΕΕ, παραμένει αντικείμενο μιας ανούσιας και ρηχής ρητορικής στην Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ, νέες ανισότητες προστέθηκαν στις παλιές. Το 12% του εργατικού δυναμικού ήλθαν στη χώρα μας ως μετανάστες. Χάρη σε μύρια νομοθετικά και γραφειοκρατικά εμπόδια, πολλοί από αυτούς είναι «παράνομοι» – άρα χωρίς κοινωνικά δικαιώματα. Όσοι καταφέρουν να υπερβούν τα εμπόδια (και πείσουν τους εργοδότες τους να τους κολλάνε ένσημα), συχνά διαπιστώνουν ότι για τους υπαλλήλους του ΟΑΕΔ και άλλων υπηρεσιών εξακολουθούν να είναι πολίτες β’ κατηγορίας. Πρόκειται για την πιο κραυγαλέα περίπτωση διακρίσεων κατά την εφαρμογή μιας νομοθεσίας που ούτως ή άλλως προσβάλλει την έννοια της δικαιοσύνης.
Λίγα, λοιπόν, πράγματα άλλαξαν – κάποια μάλιστα προς το χειρότερο – στα χρόνια που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση του «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας», παρότι εν τω μεταξύ ο συγγραφέας του (αιρετικός βουλευτής της αντιπολίτευσης τότε) στα μισά από αυτά τα χρόνια κυβέρνησε τη χώρα ως πρωθυπουργός.

Έχω λόγους να πιστεύω (άλλοι, όμως, μπορεί να διαφωνούν) ότι αυτή η αναντιστοιχία λόγων και έργων δεν οφείλεται σε έλλειψη ειλικρίνειας. Αντίθετα, θεωρώ ότι η διάψευση των ελπίδων που γέννησε το 1996 θα πρέπει να αναζητηθεί αφενός στην αδυναμία των μεταρρυθμιστικών ιδεών, και αφετέρου στη δυσαρμονία τους με βαθύτατα ριζωμένες αντιλήψεις που (παρότι ανεδαφικές) καλλιεργήθηκαν επί δεκαετίες από ευρύτατο φάσμα της πολιτικής ελίτ και των υπόλοιπων διαμορφωτών της κοινής γνώμης.

3. Αιτίες της επιβίωσης του παραδοσιακού μοντέλου

Η ιδέα ότι η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι κάτι που μας το ζητούν πιεστικά οι διεθνείς οργανισμοί και τα ντόπια φερέφωνά τους από ιδεολογική εχθρότητα στις κατακτήσεις του λαού μας (ίσως και του τόπου), καθώς και η συνακόλουθη ιδέα ότι κατά βάθος το μόνο που χρειάζεται η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα είναι περισσότερα χρήματα, διαπερνούν το σύνολο του πολιτικού φάσματος: από τη λαϊκή δεξιά έως την παραδοσιακή αριστερά. Είναι περιττό να προσθέσω ότι οι δύο αυτές ιδέες αποτελούν επίσης βαθιές πεποιθήσεις σχεδόν του συνόλου των μελών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ, με μερικές μάλλον δακτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις.

Θα έπρεπε να είναι επίσης περιττό να σημειώσω ότι οι δύο κεντρικές ιδέες του παραδοσιακού μοντέλου είναι βαθύτατα λαθεμένες. Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι επειγόντως αναγκαία, για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας αλλά και για την εξάλειψη των αδικιών (και διακρίσεων) του σημερινού συστήματος. Και η αποκατάσταση της βιωσιμότητας θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης είναι – έναντι της γενιάς των παιδιών μας ή των παιδιών των παιδιών μας. Για αυτά χρειάζεται η μεταρρύθμιση, όχι λόγω Μάαστριχτ ή ΟΝΕ ή Συμφώνου Σταθερότητας.

Έχει κατανοηθεί αυτό το κομβικό σημείο; Είναι μέρος της πολιτικής κουλτούρας μας; Φοβάμαι πως όχι – ούτε καν μεταξύ των πιο προωθημένων εκσυγχρονιστών. Εξ ου και η επιλογή του να δοθεί η μάχη για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους με τον άτολμο, σχεδόν «ένοχο» τρόπο που έγινε, εξ ου και η συνεχής επίκληση του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ – σαν από εκεί να απέρρεε η πολιτική νομιμοποίηση της μεταρρύθμισης, όχι από τις παταγώδεις αποτυχίες του σημερινού συστήματος. Η τύχη των προτάσεων Γιαννίτση απέδειξε κυρίως αυτό: ότι οι μάχες που δεν δίνονται, τελικά χάνονται πιο εύκολα και με μεγαλύτερο πολιτικό κόστος.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι τα περιθώρια χειρισμών ήταν ούτως ή άλλως στενά, λόγω της «κάθετης» αντίθεσης των συνδικάτων. Σωστό – αν και η κυριαρχία της ΠΑΣΚΕ εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια δείχνει ότι η αντίθεση των συνδικάτων θα πρέπει να θεωρείται μάλλον ενδογενής παρά εξωγενής περιορισμός.

Το κύριο πρόβλημα με τα συνδικάτα είναι η στρεβλή αντιπροσώπευση των εργαζομένων από αυτά. Η αναντιστοιχία έχει διάφορες διαστάσεις:

- Μεταξύ κλάδων της οικονομίας: η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν απόλυτη πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ, παρότι οι κλάδοι της κοινής ωφέλειας και των τραπεζών απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ).

- Μεταξύ των δύο φύλων: 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η αναλογία τους στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη.

- Μεταξύ ηλικιακών ομάδων: παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών.

- Μεταξύ εθνικών ομάδων: με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν κατάφερε (ή δεν προσπάθησε;) να οργανώσει τους ξένους εργάτες, ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε ΔΣ ομοσπονδίας.

- Τέλος, μεταξύ ασφαλιστικών ταμείων: παρότι ως γνωστόν το ΙΚΑ ασφαλίζει πάνω από 90% των μισθωτών εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, το ποσοστό των μελών της Διοικούσας Επιτροπής της ΓΣΕΕ που είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ κυμαίνεται γύρω στο 30%.

Όλα αυτά έχουν δύο κρίσιμες συνέπειες. Πρώτον, η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή όλο και λιγότερο μοιάζει με την εικόνα του μέσου μισθωτού. Δεύτερον, μια μεταρρυθμιστική πολιτική μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετεί τα ταξικά συμφέροντα των μισθωτών, χωρίς παρόλα αυτά να αποσπά την έγκριση της ΓΣΕΕ.

Νομίζω ότι το ηθικό δίδαγμα των παραπάνω είναι προφανές. Μια μελλοντική σοσιαλιστική, κεντροαριστερή κτλ. κυβέρνηση δεν θα αξίζει να λέγεται σοσιαλιστική, κεντροαριστερή κτλ. εάν απλώς «κάνει καθυστέρηση» μέχρι να τελειώσει η θητεία της ώστε να κληροδοτήσει την «καυτή πατάτα του ασφαλιστικού» στην επόμενη κυβέρνηση.

Κάποια μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι αναπόφευκτη, όμως το περιεχόμενό της δεν είναι δεδομένο. Το σενάριο μιας γενικής, δραστικής περικοπής κοινωνικών δικαιωμάτων όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο ακόμη δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά κάποτε μπορεί να είναι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το status quo δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ.

Καταλαβαίνω την απροθυμία των πολιτικών να θίξουν τα κακώς κείμενα του ασφαλιστικού. Είναι άχαρη δουλειά, που φθείρει όποιον την αναλάβει. Ο πειρασμός της φυγομαχίας είναι μεγάλος. Όμως, από κάτι τέτοια κρίνεται η συλλογική διορατικότητα των πολιτικών δυνάμεων. Και σε κάτι τέτοια φαίνεται η διαφορά μεταξύ πολιτικών που αγωνιούν για το τι θα γράφουν για αυτούς οι αυριανές εφημερίδες, και πολιτικών που αγωνιούν για το τι θα γράφουν για αυτούς τα μελλοντικά βιβλία ιστορίας.

1 Μαΐου 2006

Οι συνδικαλιστές και «εμείς οι άλλοι»

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Μάιος 2006)

Όταν πριν δύο χρόνια, και λίγες εβδομάδες μετά τις βουλευτικές εκλογές, γινόταν το τελευταίο συνέδριο της ΓΣΕΕ, το κύρος της ήταν το υψηλότερο από τη μεταπολίτευση. Ήταν άλλωστε ακόμη νωπή η εικόνα της «μάχης για το Ασφαλιστικό», εικόνα της μαχητικής συνομοσπονδίας που δεν δίστασε να συγκρουστεί κατά μέτωπο με την κυβέρνηση – και μάλιστα να την αναγκάσει σε υποχώρηση – προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα των μελών της. Πολύ περισσότερο που ήταν μια κυβέρνηση κατά τεκμήριο «φιλική» προς τα συνδικάτα, στην οποία υποτίθεται ότι επρόσκειτο το 49% των μελών της διοίκησης της ΓΣΕΕ (αλλά και της άλλης συνομοσπονδίας, εξίσου αν όχι περισσότερο μαχητικής, της ΑΔΕΔΥ).

Σήμερα φυσά άλλος άνεμος. Η μεθόδευση της κυβέρνησης ΝΔ για την «εξυγίανση» του ΟΤΕ (χρυσοπληρωμένη εθελούσια έξοδος για την παλαιά φρουρά, όροι εργασίας και ασφάλισης όπως στον ιδιωτικό τομέα για τους νεοπροσληφθέντες) διέσπασε το συνδικάτο. Η «ασφαλιστική μεταρρύθμιση» στις τράπεζες σε πείσμα των εκκλήσεων της ΟΤΟΕ για διάλογο και ενιαίο ταμείο ήταν σαφής ήττα για την ισχυρότερη ομοσπονδία εργαζομένων – ήττα που προσπαθεί τώρα να κεφαλαιοποιήσει η εργοδοσία με την πρόταση για διαπραγμάτευση σε επίπεδο επιχείρησης αντί κλάδου (και σε επίπεδο ατομικό αντί για συλλογικό στο μέλλον). Η επιχειρούμενη αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος στις ΔΕΚΟ μπορεί τελικά να βαλτώσει, όχι τόσο όμως επειδή η κυβέρνηση ανησυχεί για την αντίδραση των πάλαι ποτέ πανίσχυρων εκεί συνδικάτων, αλλά απλώς επειδή σκοντάφτει στο ένα εμπόδιο μετά το άλλο και χάνει γενικά τον βηματισμό της. Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα σχετικής αδιαφορίας – αν όχι μερικής συναίνεσης – της κοινής γνώμης.

Τι πήγε στραβά; Απλώς, η αίσθηση ισχύος των συνδικάτων στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ψευδαίσθηση. Δυο μόλις χρόνια ήταν αρκετά για να φανεί ότι η πολιτική επιρροή τους δεν οφείλεται στην οργανωτική τους δύναμη, στην παρουσία τους στους χώρους δουλειάς και στην ικανότητά τους να υπερασπίζονται τους εργαζομένους απέναντι σε εργοδότες σκληρούς και άπληστους. Τίποτε από όλα αυτά – εξ άλλου, εκεί όπου οι εργοδότες είναι όντως σκληροί και άπληστοι, τα συνδικάτα απουσιάζουν. Η αλήθεια (και πρόκειται για μια αλήθεια γνωστή, όσο και πικρή) είναι ότι η πολιτική επιρροή των συνδικαλιστικών οργανώσεων εξαρτάται από την εμμονή της εκάστοτε κυβέρνησης στην εξασφάλιση της συναίνεσής τους – είτε για λόγους πεποίθησης όπως συχνά συνέβαινε επί κυβερνήσεων Σημίτη, είτε για λόγους ανάγκης όπως συμβαίνει επί κυβερνήσεων ΝΔ. Εάν για κάποιο λόγο η κυβέρνηση πάψει να αναζητά ή να χρειάζεται τη συναίνεσή τους, τα συνδικάτα αποκαλύπτονται στην πραγματικότητα αδύναμα.

Η αδυναμία των συνδικάτων οφείλεται πρώτα και κύρια στην ουσιαστική απουσία τους από τους περισσότερους χώρους δουλειάς. Ο συνδικαλισμός στη χώρα μας αναπτύχθηκε κυρίως στη σχετική ασφάλεια της δημόσιας απασχόλησης: όχι μόνο στο Δημόσιο αυτό καθεαυτό, αλλά και στο χώρο των δημοσίων επιχειρήσεων και των τραπεζών (μέχρι πρόσφατα επίσης κρατικών). Οι δύο τελευταίοι κλάδοι απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ), όμως η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν απόλυτη πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα είναι γύρω στο 15%.
Γενικά, η οργανωτική διείσδυση των συνδικάτων είναι χαμηλότερη στα πιο δυναμικά τμήματα της απασχόλησης. Η ισχνή παρουσία τους στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αναφέρθηκε. Το 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η «φυλετική» αναλογία στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη. Παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι μικρότερη κατά 5 φορές από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών. Τέλος, με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει οργανώσει τους ξένους εργάτες ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε ΔΣ ομοσπονδίας.

Η συνέπεια όλων αυτών είναι φανερή: η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή (άνδρας, μεσήλικας, με μονιμότητα, 100% Έλληνας) μοιάζει όλο και λιγότερο με την εικόνα του μέσου μισθωτού (νεότερος, χωρίς μονιμότητα, με πιθανότητα 40% να είναι γυναίκα και 12% να είναι ξένος).
Προφανώς, δεν πρέπει να υποτιμά κανείς τις αντικειμενικές δυσκολίες. Όμως, φαίνεται ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν δεχθεί αμαχητί την περιχαράκωσή τους στο σχετικά πολύ πιο προστατευμένο κομμάτι των μισθωτών. Το πρόβλημα για τα συνδικάτα είναι ότι το κομμάτι αυτό φθίνει, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος να περιοριστούν σε μια χούφτα συρρικνούμενους κλάδους της αγοράς εργασίας και να εκλείψουν ως κοινωνική δύναμη. Το πρόβλημα για τους εργαζομένους είναι τα συνδικάτα απουσιάζουν ακριβώς από εκεί που τα χρειάζονται περισσότερο.

Είναι άσχετο αυτό με τη μείωση της επιρροής τους; Την ώρα που τα συνδικάτα δίνουν μάχες οπισθοφυλακής για την διατήρηση της μονιμότητας και του «κεκτημένου δικαιώματος» όσων εργάζονται στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες να συνταξιοδοτούνται 10 ή και 20 χρόνια νωρίτερα από όλους τους υπόλοιπους, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων αντιμετωπίζει μάλλον διαφορετικά προβλήματα: απλήρωτες υπερωρίες, ανασφάλιστη εργασία, χαμηλότερες αμοιβές, αβέβαιες προοπτικές. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους. Και όσο η πολιτική των συνδικάτων κυριαρχείται από την «ατζέντα» των εργαζομένων του προστατευμένου τομέα, τόσο δυσκολότερη θα είναι η αύξηση της επιρροής τους μεταξύ των γυναικών, των νέων, των ξένων εργατών.

Τι μπορεί να γίνει; Το ζήτημα για τις δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς είναι κατ’ αρχήν να αποφύγουν τον συνήθη πειρασμό της αυτόματης ταύτισης με οτιδήποτε τυχαίνει κατά καιρούς να υποστηρίζει η εκάστοτε συνδικαλιστική ηγεσία. Στη συνέχεια, να αποφύγουν τον άλλο πειρασμό (μόλις ορατό ακόμη, αλλά πάντως υπαρκτό) του να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν τα συνδικάτα ως μια συντεχνιακή ομάδα πίεσης σαν όλες τις άλλες. Και οι δύο επιλογές είναι ελκυστικές, κυρίως γιατί δεν απαιτούν ούτε πολλή σκέψη ούτε πολλή δουλειά.

Όμως, η υπόθεση του συνδικαλισμού είναι εξαιρετικά σοβαρή για να την αφήνουμε στους συνδικαλιστές. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα πρόγραμμα που υπερασπίζεται τα σημερινά και μελλοντικά συμφέροντα όλων των εργαζομένων και που δίνει άμεση προτεραιότητα στην ισόρροπη ανάπτυξη των συνδικάτων σε όλους τους χώρους δουλειάς. Και φυσικά κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί όσο συνδικαλιστές και πολιτικοί αναλώνονται σε ασήμαντες διαμάχες «χαμηλής» πολιτικής.