Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «Protagon». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «Protagon». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Σεπτεμβρίου 2015

Μετά τον κατακλυσμό

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015)

Το αποτέλεσμα των εκλογών – ιδίως εάν κανείς ανήκει στους ηττημένους, όπως ο υποφαινόμενος – δεν προσφέρεται για βιαστικές αναλύσεις.
Μου φαίνεται προφανές ότι ο προοδευτικός μεταρρυθμιστικός φιλευρωπαϊκός χώρος, που βρίσκεται ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει χάσει την επαφή του με τους φόβους, τις αγωνίες και τις ελπίδες της μεγάλης μάζας των πολιτών: ειδικά όσων διατηρούν μια χαλαρή σχέση με την πολιτική, και ψηφίζουν διαισθητικά και ίσως συναισθηματικά.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πώς αποκαθίσταται μια τέτοια επαφή. Εκτός από τις γνωστές «υποκειμενικές» αδυναμίες (με οφθαλμοφανέστερη την αμοιβαία δυσπιστία που χωρίζει τα διάφορα κομμάτια του), ο χώρος αντιμετωπίζει επίσης «αντικειμενικές», αν όχι δομικές, δυσκολίες. Στις τελευταίες συγκαταλέγεται η αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης εξαιτίας της μαζικής ανεργίας, καθώς και του ότι η απώλεια θέσεων εργασίας έπληξε σχεδόν αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα.

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Ελλάδα είναι όλο και περισσότερο – και οπωσδήποτε περισσότερο παρά ποτέ – μια χώρα ανθρώπων που εξαρτώνται από το κράτος. Έχουμε 2.656.000 συνταξιούχους και 640 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους. Σε αυτούς θα έπρεπε να προστεθούν και οι 423 χιλιάδες αγρότες (πλην μισθωτών γεωργών, δηλ. «αγρεργατών»), οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν συνηθίσει να απευθύνονται στο κράτος σαν να είναι ο εργοδότης τους – και ίσως να είναι πράγματι, εάν λάβει κανείς υπόψη τις επιδοτήσεις, τις φορολογικές ελαφρύνσεις, τα ασφαλιστικά προνόμια κτλ.

[Εάν είχαμε ένα κοινωνικό κράτος δυτικού τύπου, ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και τους δικαιούχους κοινωνικών παροχών, ιδίως σε μακρόχρονη βάση. Αλλά δεν έχουμε.]

Έχουμε λοιπόν ένα στιβαρό κοινωνικό μπλοκ 3,7 εκατομμυρίων συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων και αγροτών, τους οποίους η αβέβαιη (παρότι μόνη ρεαλιστική) προοπτική της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου μέσω του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας τους φοβίζει, ή τουλάχιστον δεν τους συγκινεί – αν και τους αφορά, τους ίδιους και τα παιδιά τους.

Ως αντίβαρο σε αυτό το μπλοκ έχουμε μόλις 2,5 εκατομμύρια εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, εκ των οποίων τα δύο τρίτα είναι μισθωτοί και οι υπόλοιποι αυτοαπασχολούμενοι. Επί πλέον, η δυνατότητα προσαρμογής πολλών από αυτούς είναι επίσης περιορισμένη, αφού η μοίρα τους είναι συνδεδεμένη με οικονομικές δραστηριότητες που χωρίς βαθιές αλλαγές δεν έχουν μεγάλο μέλλον.

Δεν ισχυρίζομαι ότι η παραπάνω διάκριση συνιστά τον μοναδικό (ούτε ίσως τον κυριότερο) προσδιοριστικό παράγοντα της πολιτικής συμπεριφοράς. Υποψιάζομαι απλώς ότι συμβάλλει στην παγίωση ενός τοπίου περίκλειστου, φοβικού, χωρίς ελπίδα άλλη από την διάσωση των κεκτημένων, μικρών ή μεγάλων.

Βέβαια, οι μεγάλες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του εικοστού αιώνα έγιναν μεγάλες ακριβώς επειδή ήξεραν να συνταιριάζουν ένα δυναμικό εγχείρημα εθνικής εμβέλειας, με την προστασία των κοινωνικών στρωμάτων που δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τις (αναγκαίες) αλλαγές. Αλλά οι πιθανότητες επιτυχούς αναβίωσης μιας σοσιαλδημοκρατικού τύπου στρατηγικής – μικρές πλέον στη Βόρεια Ευρώπη – μου φαίνονται αμελητέες σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μετεξελιχθεί σε μια τέτοια μεγάλη μεταρρυθμιστική δύναμη; Νομίζω πως όχι. Το κόμμα αυτό απέδειξε ότι ξέρει να κάνει εκλογές, και να τις κερδίζει. Απέδειξε όμως επίσης ότι δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις. Μπορεί να αντισταθεί στις αλλαγές που προβλέπει η συμφωνία που υπέγραψε. Μπορεί ίσως να τις υπονομεύσει ελληνοπρεπώς. Αλλά δύσκολα θα μπορέσει να τις συνδιαμορφώσει – πολύ περισσότερο να αναλάβει δικές του μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Δεν είναι μόνο ότι στερείται της απαραίτητης κουλτούρας. Δεν διαθέτει καν τις αναγκαίες πνευματικές δυνάμεις για μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και αυτοκριτική, προϋπόθεση κάθε επιτυχούς αλλαγής προσανατολισμού. Μου φαίνεται πιθανότερο να μετεξελιχθεί σε ένα παραδοσιακό κυβερνητικό κόμμα, που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά εν τω μεταξύ απολαμβάνει τα όχι ευκαταφρόνητα οφέλη, νόμιμα ή όχι, που απορρέουν από τη νομή της εξουσίας.

Όσο για τον προοδευτικό μεταρρυθμιστικό φιλευρωπαϊκό χώρο, η ενίσχυσή του δεν φαίνεται να είναι ζήτημα τακτικών χειρισμών ή θεαματικών κινήσεων. Η παρτίδα θα είναι μακράς διάρκειας, για υπομονετικούς παίκτες, που θα εμπνεύσουν με το παράδειγμά τους όσους σήμερα είναι εκτός παιγνιδιού, κερδίζοντας τελικά την εμπιστοσύνη τους.

6 Ιουλίου 2015

Τα διλήμματα της επόμενης μέρας

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015)

Η νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα είναι ακόμη μια απόδειξη του πόσο βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία είναι η πεποίθηση ότι για τα προβλήματά μας φταίνε βασικά οι ξένοι (και βέβαια τα φερέφωνά τους). Το πρόβλημα για την αντιευρωπαϊκή παράταξη – ή όπως αλλιώς την ονομάσουμε – είναι ότι κάτι τέτοιο απλώς δεν ισχύει.

Είναι αλήθεια ότι τα προγράμματα διάσωσης των τελευταίων 5 ετών υπήρξαν βαθιά προβληματικά. Είναι επίσης αλήθεια ότι η διάσωση της Ελλάδας και των άλλων χωρών που δανείζονταν ανέμελα ήταν ταυτόχρονα διάσωση όσων εμπορικών τραπεζών τους δάνειζαν ανέμελα. Και είναι αλήθεια ότι μια ειλικρινέστερη και λιγότερο ηθικόλογη αποδοχή των ευθυνών εκ μέρους όλων θα έκανε λιγότερο τοξικό το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα), λιγότερο οδυνηρά τα προγράμματα διάσωσης, περισσότερο αποδεκτά τα διδάγματα της κρίσης, και επιτυχέστερο τον ανασχεδιασμό της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής.

Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν εμπόδισε όλες τις άλλες χώρες – από τη Λεττονία έως την Πορτογαλία – που μπήκαν σε πρόγραμμα διάσωσης να βγουν τελικά από αυτό. Αντίθετα, εμείς εξαρτώμαστε ακόμη από τη διεθνή οικονομική βοήθεια. Και εξακολουθούμε να υπάρχουμε ως συντεταγμένη χώρα μόνο επειδή ο Mario Draghi μέχρι τώρα εφαρμόζει με «δημιουργικό» τρόπο το καταστατικό της ΕΚΤ. Για πόσο ακόμη, μένει να αποδειχθεί.

Παρότι βαθιά προβληματικό, το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης ενσωμάτωνε «αποκλίσεις», (ακριβέστερα: παραβιάσεις), προς όφελος της Ελλάδας, των κοινών κανόνων που όλες οι χώρες – και η Ελλάδα – είχαν δεσμευθεί να τηρούν: βλ. «ρήτρα μη διάσωσης» το Μάιο 2010, αλλά και PSI ("κούρεμα" του χρέους σε χέρια ιδιωτών) τον Φεβρουάριο 2012.

Μπορούν οι δανειστές να αποδεχθούν μια τρίτη παραβίαση των κοινών κανόνων σήμερα, την επαύριο του δημοψηφίσματος; Ενδεχομένως. Παρότι το πιο χειροπιαστό μέχρι σήμερα αποτέλεσμα της διαπραγματευτικής στάσης της νέας κυβέρνησης είναι η συσπείρωση των περισσοτέρων κυβερνήσεων γύρω από τη σκληρή γραμμή του Wolfgang Schäuble, γεγονός που περιορίζει τα περιθώρια για έντιμο συμβιβασμό. Θα είναι αρκετό αυτό για να ικανοποιήσει τις φουσκωμένες προσδοκίες του 61,3% που ψήφισε ΟΧΙ, και συνεπώς για να επιτρέψει στον Αλέξη Τσίπρα να υπογράψει μια νέα συμφωνία χωρίς να χάσει το πολιτικό κεφάλαιο που μόλις κατάφερε  να συσσωρεύσει; Αμφιβάλλω.

Ειλικρινά δεν βλέπω τι μπορούν να μας προσφέρουν οι Ευρωπαίοι που να επαναφέρει την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά. Η εποχή της άφθονης χρηματοδότησης του είδους που απολαύσαμε – και κατασπαταλήσαμε – από την υιοθέτηση του ευρώ έως το 2009 έχει παρέλθει, και δεν πρόκειται να επιστρέψει στο ορατό μέλλον. Αναπτυξιακά προγράμματα, στοχευμένα και περιορισμένα, ήδη τρέχουν (με σχετικά χαμηλή απόδοση στην Ελλάδα). Το χρέος είναι όντως υψηλό, αλλά το κόστος εξυπηρέτησής του όχι, ενώ η απόφαση του Eurogroup το Νοέμβριο 2012 έχει ήδη αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο νέας αναδιάρθρωσης προς όφελος της Ελλάδας. Η απαίτηση για μεγάλα και συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα ήταν όντως εξωπραγματική, αλλά οι δανειστές είχαν ήδη υποχωρήσει από αυτήν πριν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιανουάριο. Και στα τρία αυτά ζητήματα, κάτι καλύτερο μπορεί να μας προσφερθεί. Αλλά τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να ικανοποιήσει το μέτωπο του ΟΧΙ. Τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να αντισταθμίσει το τρομακτικό και συνεχώς αυξανόμενο οικονομικό κόστος των εκλογών του Ιανουαρίου, της 5μηνης διαπραγμάτευσης και του χθεσινού δημοψηφίσματος. Και τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να φέρει μαγικά την ανάπτυξη.

Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και με μηδέν χρέος, πρόσβαση στις αγορές και χαμηλό κόστος δανεισμού, η "ανάκαμψη" της ελληνικής οικονομίας μέσω της τόνωσης της ζήτησης θα οδηγούσε σε αύξηση των εισαγωγών, δηλαδή σε εξωτερικό έλλειμμα, δηλαδή θα μας επανέφερε με μαθηματική ακρίβεια στο σημείο εκκίνησης του 2009. Κακά τα ψέματα: το χάσμα μεταξύ καταναλωτικών προσδοκιών και παραγωγικών δυνατοτήτων παραμένει μεγάλο. Η λιτότητα (δηλ. η μείωση της κατανάλωσης) δεν είναι παρά ένας σκληρός τρόπος γεφύρωσής του. Ο άλλος τρόπος είναι η αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων των ελληνικών επιχειρήσεων. Τρίτος τρόπος δεν υπάρχει.

Αλλά η αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων των επιχειρήσεων είναι αδιανόητη με εκδικητική φορολογική πολιτική, με δημόσια διοίκηση βολική για τους υπαλλήλους (και τους πολιτικούς προϊσταμένους τους) αλλά εχθρική στον πολίτη, με πανεπιστήμια που γυρίζουν πίσω ολοταχώς όταν στον υπόλοιπο κόσμο πηγαίνουν μπροστά, με κοινωνική πολιτική που συνταξιοδοτεί 50άρηδες αλλά αδιαφορεί για τους νέους, τους ανέργους και τους φτωχούς - κτλ. κτλ.

Αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να μας τα λύσουν οι Ευρωπαίοι. Θα μπορούσαν ίσως να μας βοηθήσουν να τα λύσουμε. Αλλά κάτι τέτοιο θα είχε ελπίδες να πετύχει μόνο σε μια χώρα (μια κυβέρνηση) που τα αναγνωρίζει ως προβλήματα, και ενδιαφέρεται πραγματικά να τα λύσει. Η Ελλάδα (οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, και ιδιαίτερα η σημερινή) δεν φαίνεται να είναι μια τέτοια χώρα.

Όλα αυτά θα τα βρούμε μπροστά μας: είτε με συμφωνία και ευρώ, είτε με ρήξη και δραχμή. Στην πρώτη περίπτωση θα απαιτηθεί  πολύ περισσότερη σοβαρότητα και όρεξη για σκληρή δουλειά από ό,τι δείχνει να διαθέτει η κυβέρνηση. Στη δεύτερη περίπτωση, τουλάχιστον για τη γενιά όσων βρίσκονται σήμερα σε εργάσιμη ηλικία, το παιγνίδι θα έχει χαθεί οριστικά.

9 Μαρτίου 2015

Η αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης» και άλλα παραμύθια ...

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015)

Το νέο επεισόδιο της δημοφιλούς σειράς «Λέμε και καμμιά σαχλαμάρα να περνάει ώρα», παραγωγής Μαξίμου, έχει ως θέμα τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Πρόκειται δηλαδή εκτάκτως για συμπαραγωγή Μαξίμου-ΥπΟικ-ΥπΕργ.

Σύντομη περίληψη των προηγουμένων.

Μάρτιος 2012: Στην έκθεσή του για την αίτηση της ελληνικής κυβέρνησης για επέκταση του Μνημονίου, το ΔΝΤ μιλά για την ανάγκη θεσμοθέτησης ενιαίου προγράμματος ελάχιστου εισοδήματος «το οποίο θα λειτουργεί με εισοδηματικά κριτήρια και θα απευθύνεται στο χαμηλότερο 20% της κατανομής εισοδήματος (χρησιμοποιώντας αντικειμενικά κριτήρια για τον έλεγχο της φοροδιαφυγής και της απόκρυψης εισοδήματος)».

Ιούνιος 2012: Στο προεκλογικό του πρόγραμμα ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει «μέρος των πόρων του ΕΣΠΑ να διατεθεί για τη χρηματοδότηση ενός ειδικού προγράμματος καταπολέμησης της ακραίας φτώχειας, με τη θεσμοθέτηση ενός ελαχίστου εγγυημένου επιπέδου διαβίωσης».

Ιούνιος-Νοέμβριος 2012. Η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (και ΔΗΜΑΡ, που προεκλογικώς είχε επίσης εξαγγείλει «σχεδιασμό και σταδιακή εφαρμογή του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος μέχρι το τέλος του 2013») δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Ούτε να πιέζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η χώρα ασχολείται με πιο σοβαρά θέματα (όπως π.χ. με το επίδομα γάμου δημοσίων υπαλλήλων).

Νοέμβριος 2012. Το πακέτο μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής προβλέπει δαπάνη 20 εκατ. ευρώ για την πιλοτική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε δύο περιοχές της χώρας από τον Ιανουάριο 2014. Άλλα 350 περίπου εκατ. ευρώ προβλέπεται να διατεθούν τη διετία 2013-2014 για το νέο ενιαίο επίδομα τέκνων, για το επίδομα ανεργίας αυτοαπασχολουμένων, και για την επέκταση του επιδόματος μακροχρόνιας ανεργίας. Όπως γράφαμε αλλού, too little too late – αλλά τουλάχιστον έγινε μια αρχή.

Νοέμβριος 2012-Οκτώβριος 2014. Το αρμόδιο υπουργείο (εκτός από την ανάθεση μελετών σε «ημέτερους») δεν κάνει καμμιά απολύτως προετοιμασία για την πιλοτική εφαρμογή. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πιέζει για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, η οποία κατά τα άλλα μαίνεται. Ο πανούργος υπολογισμός του Στρατούλη και των άλλων υπευθύνων (τρόπος του λέγειν) φαίνεται να είναι «Γιατί να καρπωθεί την επιτυχία ο Σαμαράς;». Ο οποίος Σαμαράς ασχολείται και αυτός με άλλα σοβαρότερα θέματα (βιάζεται να διώξει πρώτος την Τρόικα).

Οκτώβριος 2014. Απρόθυμα, μετά από μύριες παλινωδίες, χάρη στην πίεση της Τρόικας (κυρίως της ΕΕ), και με τεχνική βοήθεια της Παγκόσμιας Τράπεζας (όπως συνηθίζεται στις αναπτυσσόμενες χώρες), ξεκινά επιτέλους η πιλοτική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, σε 13 αντί για 2 περιοχές (να μην μείνουν παραπονεμένοι οι βουλευτές). Διά στόματος Στρατούλη, ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει την κυβέρνηση που εφαρμόζει την προεκλογική πρότασή του: «Η τρόικα και η κυβέρνηση αδυνατούν να καταλάβουν ότι ο λαός και η νεολαία απαιτούν εργασία με αξιοπρεπείς μισθούς για όλους και, κυρίως, γενναίες κοινωνικές πολιτικές και όχι ψίχουλα κρατικής φιλανθρωπίας, για να αντιμετωπιστεί η ανθρωπιστική κρίση που προκάλεσαν οι ανθρωποκτόνες πολιτικές τους». Σπουδαία λόγια.

Ιανουάριος 2015. Ο πρώην μεγαλοσυνδικαλιστής του ΟΤΕ γίνεται υφυπουργός Εργασίας. Ενώ οι Τσίπρας και Βαρουφάκης, σε μια περήφανη επίδειξη αξιοπρέπειας, περιφέρονται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με το χέρι απλωμένο για να μπορέσουμε επιτέλους να αντιμετωπίσουμε – τι άλλο; - την ανθρωπιστική κρίση, το υπουργείο αποφασίζει να σταματήσει την πιλοτική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Λογικό. Να σκεφτούν λίγο οι άνθρωποι τι μέτρα θα πάρουν. «Δικαίωμα», που λέμε στην πόκα.

Φεβρουάριος 2015. Στο περίφημο email Βαρουφάκη προς το Eurogroup (23 Φεβρουαρίου 2015), «η ελληνική κυβέρνηση επιβεβαιώνει το σχέδιό της να αξιολογήσει το πιλοτικό πρόγραμμα για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα με στόχο την επέκτασή του σε πανελλαδική βάση». («Ποιο σχέδιο» θα μου πείτε, αλλά εκεί θα τα χαλάσουμε τώρα;)

Μάρτιος 2015. Κατατίθεται το νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση – ναι! – της ανθρωπιστικής κρίσης. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε άσχετες διατάξεις για διορισμούς «ημετέρων», διαβάζουμε επιτέλους τα φοβερά και τρομερά μέτρα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την επούλωση των πληγών του Μνημονίου.

Λοιπόν έχουμε και λέμε.

Δωρεάν ρεύμα έως 300Kw σε 150.000 νοικοκυριά που χρωστάνε στη ΔΕΗ.

Επίδομα ενοικίου από 70 έως 220 ευρώ για 30.000 νοικοκυριά (πληρωτέο κατευθείαν στους ιδιοκτήτες των ακινήτων, ενδιαφέρον αυτό).

Επίδομα σίτισης για 300.000 νοικοκυριά (αξίας 100 ευρώ κατά Βαρουφάκη, από 70 έως 220 ευρώ κατά Φωτίου) μέσω κάρτας, αν ποτέ φτιαχτεί το σύστημα.

Συνολικό κόστος 200 εκατ. ευρώ.

«Wow!» που θα έλεγε και κάποιος. Αυτές είναι παροχές. Όχι τα ψίχουλα κρατικής φιλανθρωπίας των 400 ευρώ το μήνα ανά νοικοκυριό (ζευγάρι με δύο παιδιά) που έδινε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα της μισητής Τρόικας και της προσκυνημένης κυβέρνησης.

Για το ίδιο το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κουβέντα. («Θα το σκεφτούμε, χαλαρά, μη μας πιέζετε τώρα.»)

Όσο για τα θύματα της ανθρωπιστικής κρίσης, όταν χορτάσουν αξιοπρέπεια, θα χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο που δεν φρόντισαν να βάλουν κι εκείνοι μέσο για να μπουν στη ΔΕΗ εγκαίρως ...

22 Φεβρουαρίου 2015

Πίσω στο 2010

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015)

Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, τα νέα από τις Βρυξέλλες δείχνουν ότι είμαστε ΟΚ για 4 μήνες.

Ίσως το διάστημα αυτό να φανεί αρκετό για να πειστεί το 40% που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ ότι όχι - δεν είναι τα πάντα στη ζωή θέμα τσαμπουκά. Ότι οι Ευρωπαίοι - ακόμη και ο Dijsselbloem και ο Schäuble - είναι προτιμότεροι ως εταίροι μας από ό,τι ο Πούτιν ή οι Κινέζοι (ή οι Αζέροι). Ότι δεν γίνεται να φταίνε για όλα οι ξένοι. Ότι τα προβλήματά μας δεν ξεκίνησαν τον Μάιο του 2010. 'Οτι η ευθύνη των προηγουμένων κυβερνήσεων δεν είναι ότι υπέγραψαν τα μνημόνια, αλλά ότι άφησαν τα πράγματα να φτάσουν στη χρεωκοπία που έφερε τα μνημόνια. Και ότι στη συνέχεια δεν μπόρεσαν (ή μάλλον δεν θέλησαν) να αλλάξουν τα τόσα και τόσα στραβά αυτής της χώρας, ούτε να προστατεύσουν τους πιο αδύναμους. Ότι προτίμησαν να πορευθούν σαν να μη είχε συμβεί τίποτε, προστατεύοντας απλώς τις εκλογικές τους πελατείες: δικαστές, φαρμακοποιούς, αστυνομικούς, υπαλλήλους ΔΕΚΟ, αγρότες, και τις υπόλοιπες όχι και τόσο "ευπαθείς ομάδες".

Πίσω στο 2010 λοιπόν. Με τα ίδια ζητούμενα: δίκαιη λιτότητα (ή "λιτός βίος", δεν θα τα χαλάσουμε εκεί), συν μεταρρυθμίσεις παντού, μήπως καταφέρουμε να γίνει η Ελλάδα μια χώρα μοντέρνα, δημιουργική - με δυο λόγια, ευρωπαϊκή.

Ας ελπίσουμε ότι η νέα κυβέρνηση θα τα καταφέρει καλύτερα από τις προηγούμενες.

Θα μου επιτρέψετε να κρατήσω μερικές επιφυλάξεις, όμως. Οι περισσότεροι υπουργοί της νέας κυβέρνησης τη λέξη "μεταρρύθμιση" τη θυμούνται από την επίθεση του Λένιν στον Bernstein και στον Kautsky. Η Αναπληρώτρια Υπουργός που θα πρέπει τώρα να αυξήσει τα έσοδα είναι η μέχρι χθες πασιονάρια του κινήματος "Δεν πληρώνω". Ο Γενικός Γραμματέας Διοικητικής Μεταρρύθμισης (...) είναι ο συνδικαλιστής του 1 εκατομμυρίου εφάπαξ. Η αναγκαία επανεκκίνηση της εκπαίδευσης - να μην ξεχνάμε τις συστάσεις του ΟΟΣΑ! - προς το παρόν συνίσταται στην κατάργηση των προτύπων και στην επιστροφή των πανεπιστημίων στο 1982. Και τα μοναδικά μέχρι τώρα δείγματα αντιμετώπισης της "ανθρωπιστικής κρίσης" είναι η υπογραφή συλλογικής σύμβασης στη ΔΕΗ και η αναστολή της πιλοτικής εφαρμογής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.

Εάν δεν ήταν για κλάματα, θα ήταν για γέλια.

24 Ιανουαρίου 2015

Διλήμματα της κάλπης

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015)

Οι φτωχοί και ο προστάτης τους

Στο πρόσφατο σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη στην «Καθημερινή», τρεις παπάδες συζητάνε την αγιοποίηση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

«Είναι προστάτης της Εκκλησίας, φύλακας των φτωχών, έχει εκατομμύρια πιστούς, βλέπει οράματα, κάνει θαύματα ...» λέει ο ένας.

«Παναγιώτατε να τον αγιοποιήσουμε!» λέει ο άλλος.

Για την προσέγγιση Εκκλησίας-ΣΥΡΙΖΑ δεν έχω να πω τίποτε (ό,τι και να πω θα είναι λίγο). Ένα σύντομο σχόλιο μόνο για το «φύλακας των φτωχών».

Εάν μας έχει δείξει κάτι η εμπειρία των τελευταίων 5 χρόνων είναι ότι η αντιμετώπιση της φτώχειας δεν γίνεται με τα λόγια, ούτε με επίδειξη φιλευσπλαχνίας (από τέτοια χορτάσαμε). Για να είναι αποτελεσματική, προϋποθέτει αποφασιστική αναδιανομή της κοινωνικής δαπάνης. Ακόμη και εν μέσω κρίσης, ξοδεύουμε υπερβολικά για παροχές που αυξάνουν αντί να μειώνουν τις ανισότητες. Οι συντάξεις 50ρηδων (και 40ρηδων) και οι σπατάλες στην υγεία είναι τα πιο χτυπητά παραδείγματα – αλλά υπάρχουν πολλά άλλα.

Προϋποθέτει επίσης γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας, με εισοδηματικές ενισχύσεις και πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες. Πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν μένει το 90% των ανέργων χωρίς επίδομα, πουθενά αλλού δεν απουσιάζει κάποιο συστηματικό πρόγραμμα στήριξης των φτωχών, σε τοπικό επίπεδο έστω. Εδώ εντοπίζεται η απόκλιση μας από τον ευρωπαϊκό κανόνα, όχι στο συνολικό ύψος της κοινωνικής δαπάνης.

Τι έχει να πει για αυτά ο «φύλακας των φτωχών»; Όχι πολλά. Τον εξορθολογισμό στο ασφαλιστικό και στην υγεία τον πολεμά εδώ και χρόνια, με μεγάλη συνέπεια και κάποιες επιτυχίες (όπως το 2001 με τις προτάσεις Γιαννίτση). Αυτές τις επιτυχίες πληρώνουμε τώρα.

«Εντάξει, αλλά αυτά που λέει για την ανακούφιση της ανθρωπιστικής κρίσης είναι σωστά, έτσι δεν είναι;» θα πει κάποιος. Δεν θέλω να κάνω τον δύσπιστο, αλλά η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στις (λίγες, ανεπαρκείς) προσπάθειες αντιμετώπισης της φτώχειας τα χρόνια της κρίσης δεν εμπνέει πολλή εμπιστοσύνη. «Κανένα παιδί χωρίς ένα πιάτο φαγητό» – αλλά τότε γιατί δεν στηρίζει το Δήμο της Αθήνας, που χωρίς πολλά ταρατατζούμ (και χωρίς πολλά χρήματα) καταφέρνει να μοιράζει 1.500+ γεύματα κάθε μέρα στα σχολεία των υποβαθμισμένων συνοικιών; Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ήταν προεκλογική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 – αλλά τότε γιατί το συκοφάντησε όταν η κυβέρνηση (απρόθυμα, μετά από μύριες παλινωδίες, χάρη στην πίεση της ΕΕ) το θεσμοθέτησε το 2014;

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Όλοι ξέρουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πολέμησε κάθε προσπάθεια ανακούφισης της φτώχειας επειδή στην πραγματικότητα η ανακούφιση της φτώχειας τον ενδιαφέρει λιγότερο από ό,τι η αναρρίχηση στην εξουσία. ΟΚ, αυτά έχει η (κακή) πολιτική. Αλλά «προστάτης των φτωχών»; Ας μην υπερβάλλουμε.

Φυσικά, η σημαντικότερη προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της φτώχειας δεν αφορά καν την στενώς εννοούμενη κοινωνική πολιτική. Με 25% ανεργία, οποιοδήποτε σύστημα κοινωνικής προστασίας θα δυσκολευόταν να αποκαταστήσει την κοινωνική συνοχή, πόσω μάλλον το δικό μας (που υπερασπίζεται και ο ΣΥΡΙΖΑ). Η αύξηση της απασχόλησης είναι το μεγάλο ζητούμενο. Πώς θα γίνει αυτό; Δεν ξέρουμε, αφού το θέμα δεν προσφέρεται για ρητορείες. Οι ξαναζεσταμένες κονσέρβες ομιλιών  του Ανδρέα Παπανδρέου που εκφωνεί ο επίδοξος πρωθυπουργός δεν είναι πολύ διαφωτιστικές σε αυτό το σημείο.

Αλλά και τα λίγα που ξέρουμε δεν είναι καθόλου καθησυχαστικά. Η Ελλάδα δεν είναι Μπανανία (όχι ακόμη τουλάχιστον). Ακόμη και αν μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ (λέμε τώρα) δήμευε εντελώς την περιουσία του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού και μοίραζε τα χρήματα στο «99% που λεηλατήθηκε από το Μνημόνιο», δεν θα τους έφταναν ούτε για να πληρώσουν τον τελευταίο λογαριασμό του ρεύματος. Αυτά είναι καλά για να χαϊδεύουν τα αυτιά, όπως δίδαξε – πάλι – ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν κολάκευε τους μη προνομιούχους. Αλλά ως κυβερνητική πολιτική δεν βοηθάνε και πολύ.

Το κάδρο της ασυναρτησίας συμπληρώνεται από το υποτιθέμενο δυνατό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ: τη «σκληρή διαπραγμάτευση», που οι προηγούμενοι δεν τόλμησαν επειδή δεν ήταν αρκετά Έλληνες, ή αρκετά άντρες. Έχουν γραφτεί πολλά για αυτό το θέμα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ιδέα μιας λελογισμένης χαλάρωσης της πολιτικής λιτότητας και μιας ευνοϊκότερης ρύθμισης του χρέους της Ελλάδας αρχίζει να ωριμάζει στην Ευρώπη. Υπό τον όρο βέβαια ότι παραμένουμε σε πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Διαφορετικά, μας περιμένει η διεθνής περιθωριοποίηση.

Αφήνω τους αναγνώστες να αναλογιστούν πόσο αντίξοο για την ελληνική οικονομία θα ήταν το περιβάλλον που θα διαμορφωνόταν μετά από μια τέτοια εξέλιξη. Σε ποια ύψη θα έφτανε η ανεργία. Και τι θα έλεγαν τότε οι φτωχοί για τον «προστάτη» τους.

Η λάθος εθνική ομοψυχία

Με αυτά και με αυτά, δεν είναι να απορεί κανείς που οι ίδιες δημοσκοπήσεις που δίνουν προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ, μας ενημερώνουν επίσης ότι το εκλογικό σώμα δεν θεωρεί τον αρχηγό του καταλληλότερο για πρωθυπουργό, ούτε πιστεύει ότι θα κάνει όσα υπόσχεται. Αυτό που νοιάζει τους ψηφοφόρους είναι να τιμωρήσουν αυτούς που μας κυβέρνησαν.

Αμφιβάλλω ότι θα νοσταλγήσει κανείς τη σημερινή κυβέρνηση. Το δίδυμο Σαμαράς-Βενιζέλος δεν φαίνεται να διδάχθηκε τίποτε από την πρόσφατη κρίση. (Ούτε, για να είμαστε δίκαιοι, το προηγούμενο τρίδυμο Σαμαράς-Βενιζέλος-Κουβέλης.) Λυσσαλέα αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις, υπεράσπιση των πελατών (όχι των αδυνάτων), διορισμοί ημετέρων. Και εθνικοφροσύνη, ανωτερότητα της φυλής, πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Με τέτοια μυαλά, του 19ου αιώνα, ψάχνουμε να βρούμε το βηματισμό μας στον 21ο αιώνα. Για όλα αυτά, και άλλα πολλά, η σημερινή κυβέρνηση δεν αξίζει να επανεκλεγεί. Τελεία.

Αλλά μισό λεπτό. Για αυτά θέλουν να τιμωρήσουν οι ψηφοφόροι τις «μνημονιακές κυβερνήσεις»; Όχι βέβαια. Τα ίδια πάνω-κάτω πιστεύει ο μισός ΣΥΡΙΖΑ (και βάλε), και όλος ο Καμμένος.

Πιστεύω ότι τα μέχρι πρότινος κυβερνητικά κόμματα αξίζουν όντως την τιμωρία που φαίνεται ότι τους επιφυλάσσουν οι κάλπες της Κυριακής – αλλά για τους αντίθετους λόγους από αυτούς που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι επειδή εφάρμοσαν το Μνημόνιο. Αλλά επειδή υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους όλες εκείνες τις παθογένειες που μας έσπρωξαν στη χρεωκοπία.

Τις ίδιες δηλαδή παθογένειες που υποστήριξε – και υποστηρίζει ακόμη – το «αντιμνημονιακό μπλοκ».

Και τώρα, τι κάνουμε;

Με μια τέτοια κυβέρνηση και μια τέτοια αντιπολίτευση (που για να της πάρει τη θέση παίζει τα ρέστα της, και μαζί με αυτά και τα δικά μας), δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί έχει πέσει τόσο πολύ το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Όσοι από εμάς ονειρεύτηκαν μια Ελλάδα σύγχρονη και ανοιχτή, χώρα προόδου και δημιουργίας, σήμερα κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς εκπροσώπηση.



Οι θλιβερές παλινωδίες και το άδοξο τέλος της ΔΗΜΑΡ, η συνεχιζόμενη αφασία του ΠΑΣΟΚ, και οι ανεπάρκειες των φιλελεύθερων κινήσεων, δεν αφήνουν πολλές εναλλακτικές επιλογές. Όσες επιφυλάξεις και αν έχει κανείς για το Ποτάμι, η ενίσχυσή του σήμερα είναι η μόνη ευκαιρία που προσφέρεται για την επιβίωση του φιλευρωπαϊκού, μετριοπαθούς και προοδευτικού ρεύματος στην ελληνική πολιτική. Ας μην την χάσουμε.

23 Ιανουαρίου 2014

Το απεχθές χρέος, η φοροδιαφυγή και ο ΣΥΡΙΖΑ

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014).

Με δύο πρόσφατες δηλώσεις του, για τη φοροδιαφυγή και το απεχθές χρέος, ο Γιώργος Σταθάκης, βουλευτής και μέλος της σχετικά πιο ρεαλιστικής συνιστώσας του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να αλλάξει το θέμα συζήτησης μεταξύ των οπαδών του κόμματος αυτού. Την περασμένη εβδομάδα μιλούσαν για το πόσο ΟΚ είναι να σκοτώνεις ανθρώπους, αρκεί να έχεις πολιτικό κίνητρο (μια ιδέα που ίσως θα έπρεπε να συζητήσουν πρώτα με τους αγαπημένους του Παύλου Φύσσα). Αυτή την εβδομάδα μιλάνε για ζητήματα οικονομικής πολιτικής. Πάλι καλά, είναι και αυτό ένα είδος προόδου.

Με την πρώτη δήλωσή του έκλεισε το θέμα του απεχθούς χρέους, ελπίζω οριστικά. «Μόνο το 5% του ελληνικού χρέους μπορεί να χαρακτηριστεί επαχθές» δήλωσε ο Σταθάκης. Πολύ λέει. Για να είναι επαχθές ένα χρέος, θα πρέπει (α) να το πήρε μια δικτατορική κυβέρνηση, (β) να ξόδεψε τα λεφτά για δικό της όφελος (π.χ. σε κοσμήματα που τώρα είναι σε θυρίδες στην Ελβετία), και (γ) εν γνώσει των δανειστών. Ούτε ο εξωτερικός δανεισμός της χούντας του 1967-1974 (προσοχή στις ημερομηνίες) δεν ήταν όλος απεχθές χρέος, αφού ένα μέρος του ξοδεύτηκε π.χ. για να παραγραφούν τα δάνεια των αγροτών από την Αγροτική Τράπεζα.

Αυτονόητο; Προφανώς. Το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και λοιπές αντιμνημονιακές δυνάμεις δεν είναι μόνο ότι τα τελευταία 4 χρόνια το παραμύθι του απεχθούς χρέους λειτούργησε ως πολεμική κραυγή και συγκολλητική ουσία όλων των αγανακτισμένων, από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ έως τη Χρυσή Αυγή. Είναι επίσης ότι όλοι αυτοί φώναζαν ότι βασικά η οικονομία μας είναι μια χαρά, και ας εξάγουμε ελαιόλαδο για να εισάγουμε αυτοκίνητα. Θα σωθούμε εύκολα, αρκεί να κάνουμε δυο-τρεις έξυπνες κινήσεις, π.χ. να διαγράψουμε το απεχθές χρέος. Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι – και αν δεν πιστεύουν εμένα, ας ρωτήσουν τον Σταθάκη.

Η άλλη «έξυπνη κίνηση» που θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ για να μας σώσει είναι να φορολογήσει τους πλούσιους, πατάσσοντας τη φοροδιαφυγή. Εδώ τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα: το πρόβλημα είναι όντως μεγάλο. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή δεν συμβιβάζεται ούτε με δίκαιη διακυβέρνηση ούτε με δυναμική οικονομία. Όμως – όπως πάντα – τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Για τρεις κυρίως λόγους.

Πρώτον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η φοροδιαφυγή αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Το κίνητρο είναι σίγουρα ισχυρότερο. Οι εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στην κρίση σίγουρα μπαίνουν σε μεγαλύτερο πειρασμό να κλέψουν την Εφορία. Όμως, από τους βασικούς κλάδους της οικονομίας – πρωταθλητές της φοροδιαφυγής (τουρισμός, οικοδομή, προσωπικές υπηρεσίες), ο ένας ακμάζει, ο άλλος έχει καταρρεύσει, και ο τρίτος παραπαίει λόγω συρρίκνωσης της εσωτερικής ζήτησης. Άρα δύσκολα ο Σταθάκης θα κατάφερνε να φέρει στα δημόσια ταμεία περισσότερα λεφτά από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής από όσα φέρνει ήδη ο Θεοχάρης.

Δεύτερον, στην Ελλάδα δεν φοροδιαφεύγουν μόνο οι πλούσιοι, φοροδιαφεύγουν όλοι όσοι μπορούν: από τους αγρότες, τους μικρέμπορους, τους ελεύθερους επαγγελματίες έως τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρές. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις μας, τα οφέλη από τη φοροδιαφυγή είναι μεγαλύτερα στο χαμηλότερο και στο υψηλότερο τμήμα της κατανομής εισοδήματος. Άρα ναι, να καταπολεμήσουμε τη φοροδιαφυγή, το λέω χρόνια. Αλλά ας έχει υπόψη του το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι περισσότεροι από όσους θα πληγούν δεν είναι κάτοικοι Κολωνακίου αλλά αντιμνημονιακοί μικρομεσαίοι (και φυσικά οπαδοί της λαϊκής δεξιάς, και μέχρι χθες «μη προνομιούχοι» του ΠΑΣΟΚ).

Τρίτον, το πρόβλημα με εμάς τους Έλληνες δεν είναι τόσο ότι φοροδιαφεύγουμε λόγω ροπής προς την απάτη, λόγω γενετικής πονηριάς, λόγω αρχαίας δυσπιστίας μεταξύ πολιτών και κράτους κτλ. Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου το αδίκημα σε στέλνει κατ’ ευθείαν φυλακή, ακόμη και αν είσαι ο Αλ Καπόνε ή ο Λύκος της Wall Street, το μέσο ποσοστό εισοδήματος που κρύβουν οι μισθωτοί (1%) και οι αυτοαπασχολούμενοι (σχεδόν 60%) είναι πάνω κάτω όσο και στην Ελλάδα. Απλώς στις ΗΠΑ (αναλογικά) πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι είναι μισθωτοί, και πολύ λιγότεροι είναι αυτοαπασχολούμενοι από ό,τι στην Ελλάδα. Ακόμη και αν το ΣΔΟΕ γίνει FBI, με τη σημερινή δομή της οικονομίας και της απασχόλησης θα έχουμε φοροδιαφυγή.

Τι να κάνουμε; Να αφήσουμε τη φοροδιαφυγή ήσυχη; Όχι, το ακριβώς αντίθετο. Να την περιορίσουμε όσο μπορούμε. Αλλά να θυμόμαστε ότι ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχουμε είναι να ξεκολλήσουμε από το χρεωκοπημένο μοντέλο της φτηνής ανάπτυξης με εκατοντάδες χιλιάδες ατομικές επιχειρήσεις, και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πώς θα αποκτήσουμε σύγχρονες μεγάλες επιχειρήσεις. με εξαγωγικό προσανατολισμό, ανοιχτές στην καινοτομία, με οργανωμένο λογιστήριο, καλύτερες αμοιβές και εργασιακές σχέσεις.

Αλλά ξέχασα: Η ριζοσπαστική αριστερά μας (όπως τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης το ΚΚΕ) είναι εναντίον των μεγάλων επιχειρήσεων. Προτιμά χίλιες μικρές, και ας ρυπαίνουν περισσότερο, ας είναι ανήμπορες να οργανωθούν, να δικτυωθούν, να είναι ανταγωνιστικές, να πληρώνουν μισθούς της προκοπής, να εξάγουν – και να πληρώνουν φόρους.

16 Δεκεμβρίου 2013

Η επόμενη μέρα για τη ΔΗΜΑΡ

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013).

Με το τέλος του 2ου συνεδρίου της ΔΗΜΑΡ ολοκληρώνεται η μετάλλαξη του κόμματος αυτού από πάλαι ποτέ ελπίδα του τόπου σε ένα από τα πιο αρτηριοσκληρωτικά πολιτικά σχήματα της πρόσφατης ιστορίας του. Πώς θα επηρεάσει αυτό τις πολιτικές εξελίξεις, και ειδικά στο χώρο της κεντροαριστεράς;

Κατ’ αρχήν μια απαραίτητη διευκρίνιση: Παρότι οργανωτικά παραμένω ακόμη μέλος της ΔΗΜΑΡ, συναισθηματικά έχω αποχωρήσει προ πολλού. Όχι επειδή κάποια στιγμή βρέθηκα στη μειοψηφία – αυτό όντως συνέβη, αλλά κάτι τέτοια ποτέ δεν με ενόχλησαν. Άλλος ήταν ο κύριος λόγος: ότι το κόμμα αυτό έπαψε να συζητά, να σκέφτεται συλλογικά, ακόμη και να διαφωνεί, όπως είναι φυσικό να διαφωνούν άνθρωποι που πονούν μια κοινή υπόθεση.

Πράγματι, οι πιο σημαντικές αποφάσεις στη σύντομη ιστορία της ΔΗΜΑΡ ξεπήδησαν έτοιμες από το κεφάλι του προέδρου της, χωρίς την παραμικρή συζήτηση στα αρμόδια (υποτίθεται) όργανα. Η επιμονή σε μια soft αντιμνημονιακή τοποθέτηση. Η μη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Η εκλογική συνεργασία με όσους από τους πρώην εθνολαϊκιστές (ενίοτε αυριανιστές) δεν χώρεσαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση Σαμαρά. Η φαεινή ιδέα του συστήματος 4-2-1, δηλ. της απλής αναλογικής στους κομματικούς διορισμούς σε κρατικές θέσεις. Οι «κόκκινες γραμμές» για το επίδομα γάμου. Οι πλάγιες εξυπηρετήσεις στους δικαστές και τους δικηγόρους. Η αποχώρηση από την κυβέρνηση Σαμαρά. Η απόρριψη της πρωτοβουλίας των 58. Η «αριστερή στροφή». Όλα αυτά με πρωτοβουλία μιας στενής ομάδας, που επιζητούσε εκ των υστέρων την έγκριση των κομματικών οργάνων – και την έπαιρνε! Όπως στις χειρότερες παραδόσεις των κομμουνιστικών κομμάτων ή του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.

Στο πανεπιστήμιο (όπου εργάζομαι), δυο-τρία ηγετικά στελέχη της ΔΗΜΑΡ κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να σπαταλήσουν το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρευθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Όταν χιλιάδες πανεπιστημιακοί επέλεξαν να ασχοληθούν για πρώτη φορά ή μετά από πολύ καιρό με τα κοινά για να ανατρέψουν μια ακροαριστερή συνδικαλιστική ηγεσία που φλέρταρε ανοιχτά με τη βία και την ανομία, εκλέγοντας μια μετριοπαθή προοδευτική και μεταρρυθμιστική πλειοψηφία. Ε λοιπόν, σήμερα η κατάσταση είναι αγνώριστη: οι συνδικαλιστές της ΔΗΜΑΡ ανέτρεψαν την κεντροαριστερή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ (ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών) στην οποία συμμετείχαν, δεν ενδιαφέρονται πια για τη μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων, και γενικώς κανείς δεν γνωρίζει ποιον και τι ακριβώς εκπροσωπούν. Μεγάλο επίτευγμα, και όχι εύκολο: χρειάστηκε πρώτα να διαλυθεί η πολυπληθέστερη και δυναμικότερη οργάνωση της ΔΗΜΑΡ, ο τομέας παιδείας. Τα πιο ζωντανά μέλη της οργάνωσης, με την πιο πρωτότυπη σκέψη, έχουν πλέον αποχωρήσει ή περιθωριοποιηθεί. Αλλά η ηγεσία είναι πολύ ευχαριστημένη που έχει αποκαταστήσει την τάξη.

Επαναλαμβάνω, το να ανήκεις σε ένα κόμμα που απορρίπτει τη μια ή την άλλη πρότασή σου πάει κι έρχεται. Το να ανήκεις σε ένα κόμμα που δεν σε ακούει καν, δεν λαμβάνει καν υπόψη τη γνώμη σου, δεν έχει κανένα νόημα – εκτός και αν προσβλέπεις σε αδιευκρίνιστα οφέλη, συνήθως όχι ιδιαίτερα ανιδιοτελή. Κάτι τέτοια απομάκρυναν τους εκατοντάδες ανθρώπους «των γραμμάτων και τεχνών» που είχαν υπογράψει το καλοκαίρι του 2010 τη διακήρυξη που χαιρέτιζε με ελπίδα την ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς. Η παρακμιακή ατμόσφαιρα του 2ου συνεδρίου δικαίωσε την επιλογή τους να απομακρυνθούν.

Και τώρα τι; Η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη της στην πρωτοβουλία των 58. Ο υπολογισμός είναι ότι τώρα η πρωτοβουλία αυτή ή θα ξεφουσκώσει ή θα βρεθεί υποτελής σε ένα χώρο που κυριαρχείται από το ΠΑΣΟΚ και τον αγώνα του για επιβίωση.

Πρόκειται για υπολογισμό μυωπικό. Αυτό που θα παιχτεί στην επόμενη φάση δεν είναι η επιβίωση της μιας ή της άλλης κομματικής ηγεσίας: αυτό αφορά ελάχιστους εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Το διακύβευμα της επόμενης φάσης είναι η ανασυγκρότηση του χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σε μια μεγάλη προοδευτική παράταξη που εκτείνεται από το φιλελεύθερο κέντρο έως τη δημοκρατική αριστερά. Μια παράταξη που απορρίπτει τόσο την παλινόρθωση του παλαιοκομματισμού όσο και το μισαλλόδοξο εθνολαϊκισμό. Και που θέλει να εργαστεί για την αποκατάσταση της νομιμότητας παντού, για την ανανέωση των θεσμών, για μια δυναμική οικονομία σε μια κοινωνία συνοχής και αλληλεγγύης. Τίποτε λιγότερο από αυτό.

Δεν ξέρω αν η προσπάθεια των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς θα πετύχει. Ξέρω όμως πώς αποκλείεται να πετύχει: με τη μέθοδο των συνεννοήσεων με τις κομματικές ηγεσίες πίσω από κλειστές πόρτες. Σέβεται τα σημερινά κόμματα, αλλά πηγαίνει πέρα από αυτά. Για αυτό απευθύνεται σε όλους τους πολίτες που δηλώνουν «κεντροαριστεροί», είτε ανήκουν στα σημερινά κόμματα είτε (όπως είναι συνηθέστερο) όχι. Στους πολίτες αυτούς – όχι στα κομματικά επιτελεία – θα πρέπει να δοθεί ο πρώτος λόγος για όλες τις κρίσιμες αποφάσεις: επιλογή συμβόλων και ονόματος, επεξεργασία του προγράμματος, επιλογή υποψηφίων στις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου. Με προκριματικές εκλογές και εσωτερικά δημοψηφίσματα, όπου δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν όλοι όσοι θέλουν να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση του χώρου.

Σε αυτή την προσπάθεια οι πόρτες είναι ανοιχτές σε όλους. Οπωσδήποτε στα εκατοντάδες μέλη της ΔΗΜΑΡ που αγωνίστηκαν να πείσουν την ηγεσία να αγκαλιάσει την πρωτοβουλία – και απέτυχαν. Αλλά ασφαλώς και στα υπόλοιπα μέλη, σε όσους δεν έχουν πειστεί ακόμη.

Στα 3+ χρόνια που βρέθηκα στο κόμμα αυτό γνώρισα περισσότερους επαγγελματίες της πολιτικής και αδίστακτους «τεχνικούς της εξουσίας» από όσους περίμενα. Αλλά γνώρισα επίσης χιλιάδες καθαρούς ανθρώπους που ενθουσιάζονται, παθιάζονται, απογοητεύονται, ηττώνται, και είναι έτοιμοι να αρχίσουν πάλι από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι, δημοκράτες και αριστεροί, προοδευτικοί στις ιδέες και φιλελεύθεροι στη συμπεριφορά, είναι πολύτιμη πρώτη ύλη της αυριανής Ελλάδας. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει να χαθούμε.

30 Νοεμβρίου 2013

Η αυτοκριτική του ΔΝΤ, η άδικη λιτότητα, και το dream ticket

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013).

Το ΔΝΤ υπερασπίζεται τη δημοσιονομική προσαρμογή για τη μείωση των ελλειμμάτων, αλλά καλεί τις κυβερνήσεις που εφαρμόζουν μέτρα λιτότητας να πάρουν μέτρα φορολογικής πολιτικής για την δίκαιη κατανομή του βάρους, και μέτρα κοινωνικής πολιτικής για την προστασία των αδυνάτων.

«Για παράδειγμα, μια μεγαλύτερη έμφαση στους προοδευτικούς φόρους και η προστασία των κοινωνικών παροχών για τις ευπαθείς ομάδες μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής στην ανισότητα.»

Πρόκειται για μισή αυτοκριτική: η έμφαση του Μνημονίου στα μέτρα μείωσης της δαπάνης δεν επέτρεψαν την αναζήτηση των «προοδευτικών φόρων» που προτείνει το ΔΝΤ τώρα. Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι, η πάταξη της φοροδιαφυγής και τα μέτρα ενίσχυσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας ήταν στο Μνημόνιο από την αρχή. Η ευθύνη για την απελπιστικά αργή πρόοδο και στα δύο αυτά μέτωπα ανήκει κυρίως στις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις.

Πράγματι, εδώ οι πολιτικοί, ο κρατικός μηχανισμός, τα μέσα ενημέρωσης, άρα και η κοινή γνώμη, δεν ενδιαφέρονται για τέτοια. Έχουν προεξοφλήσει ότι λιτότητα = φτώχεια. Δεν ενδιαφέρονται να μάθουν πώς τα κατάφεραν καλύτερα άλλες χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, οι χώρες της Βαλτικής). Και για αυτό δεν ενοχλούνται που οι ιερείς εξαιρούνται και από τη μείωση μισθών και από τη διαθεσιμότητα, όπως εξαιρέθηκαν οι δικαστές, οι στρατιωτικοί κτλ. κτλ. Ούτε τους αφορά ότι ενώ η πρόταση για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι (με τις ευλογίες της Τρόικας) στο Μνημόνιο από το 2010, η κυβέρνηση κωλυσιεργεί, ανακαλύπτοντας συνεχώς λόγους για αναβολές και καθυστερήσεις. Χωρίς την παραμικρή πίεση από την αντιπολίτευση.

Η εκκωφαντική σιωπή της αντιπολίτευσης, η οποία κατά τα άλλα έχει ανεβεί στα κάγκελα, ενίοτε κυριολεκτικώς, έχει τη δική της (διεστραμμένη) λογική. Το dream ticket Τσίπρα-Καμμένου προτιμά να βρίζει τη Μέρκελ. Στο κάτω-κάτω η Μέρκελ δεν ψηφίζει στην Ελλάδα, ενώ οι ιερείς, οι δικαστές, οι στρατιωτικοί ναι, οπότε γιατί να τους στεναχωρήσουν;

Όσο για τους ανέργους και τους φτωχούς - αυτοί βρίσκονται εκτός πολιτικού παιγνιδιού: δεν πιέζουν, δεν διαδηλώνουν, προσπαθούν απλώς να επιβιώσουν. Όλη κι όλη η έγνοια της αντιπολίτευσης για αυτούς εξαντλείται σε μια ρητορική αναφορά στα βάσανά τους κάθε τόσο. Αν θέλουν να δουν προκοπή, ας ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ να τους διορίσει στο Δημόσιο. Μέχρι τότε, ας πάνε στα συσσίτια της Χρυσής Αυγής. Έτσι δεν είναι;

29 Ιανουαρίου 2013

Fiscal multipliers – oh yeah!

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013).


Συμβαίνει σπάνια ένα επιστημονικό ζήτημα με περίεργες τεχνικές πτυχές να συζητιέται ξαφνικά στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει τώρα, με τη διαμάχη γύρω από το ζήτημα των «δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών» - θέμα με το οποίο ομολογώ ότι και εγώ έχω ασχοληθεί ελάχιστα από τότε που ήμουν δευτεροετής φοιτητής ΑΣΟΕΕ.
Τι είναι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές; Με πολύ απλά λόγια, δείχνουν πόσο μειώνεται (αυξάνεται) το ΑΕΠ μετά από μια μείωση (αύξηση) του ελλείμματος. Όπως καταλαβαίνετε, το θέμα όμως είναι όντως ενδιαφέρον, αν και κατά τη γνώμη μου η πολιτική ερμηνεία θέλει προσοχή.
Λοιπόν, τα γεγονότα εν συντομία έχουν ως εξής:
Πριν 3 μήνες, ρεπορτάζ των Financial Times (9 Οκτωβρίου 2012) ανέφερε ότι οι αξιωματούχοι του ΔΝΤ δεν θεωρούν πλέον ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές είναι 0,5 (η υπόθεση εργασίας του ΔΝΤ στα Μνημόνια της Ελλάδας και των άλλων χωρών), αλλά πολύ υψηλότεροι: από 0,9 έως 1,7. Το ρεπορτάζ επιβεβαιώθηκε σε «κείμενο συζήτησης» που υπογράφουν οι Blanchard και Leigh (μεγάλα κεφάλια του ΔΝΤ, ιδίως ο πρώτος), και το οποίο κυκλοφόρησε λίγο πριν τις γιορτές με τη διευκρίνηση ότι πρόκειται για «προσωπικές απόψεις» των συγγραφέων.
Με λίγα λόγια, λένε οι συγγραφείς, μια μείωση του ελλείμματος κατά 5% (όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2010) δεν προκαλεί ύφεση 2,5% (0,5 x 5%), αλλά 2 ή και 3 φορές παραπάνω. Πράγματι, η ύφεση στην Ελλάδα ήταν 7% το 2011, 6% το 2012, 4% με 4,5% το 2013 και πάει λέγοντας. Οι Blanchard και Leigh λένε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να μειωθεί το έλλειμμα, αλλά ότι η μείωση έπρεπε να γίνει αλλιώς (με άλλη αναλογία αύξησης φόρων και μείωσης δαπανών), μαζί με ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές (άλλοι προσθέτουν: με διαφορετικό timing) κτλ.
Συνεπώς; Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά; Ότι το λάθος που έκανε το ΔΝΤ το πληρώνουμε εμείς; Ότι κακώς υπήρξε το Μνημόνιο; Ότι τζάμπα τραβάμε όσα τραβάμε τα τελευταία 3 χρόνια;
Κατά τη γνώμη μου, η πολιτική ουσία του πράγματος δεν είναι αυτή. Η Ελλάδα στις αρχές του 2010 είχε κατ’ ουσίαν χρεωκοπήσει, αφού δεν μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές. Οι μόνοι που μας δάνειζαν ήταν η τρόικα (παραβιάζοντας μάλιστα την περίφημη ρήτρα μη διάσωσης, την οποία όλα τα μέλη της Ευρωζώνης - και η Ελλάδα - είχαν υπογράψει). Το να θεωρεί κανείς ότι επρόκειτο ποτέ να μας δάνειζαν άνευ όρων ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Πολύ περισσότερο, όταν η εν λόγω χώρα έδινε την (εν πολλοίς ορθή) εντύπωση σπάταλης και διεφθαρμένης Μπανανίας που μαγειρεύει τα νούμερα σε τερατώδη κλίμακα. Ας θυμηθούμε ότι η πρόβλεψη Παπαθανασίου για το έλλειμμα του 2009 ήταν 3,7% του ΑΕΠ, ενώ η τελική εκτίμηση της Eurostat ήταν 15,6%!
(Παραβλέπω την τρέχουσα υπόθεση δικαστικής δίωξης Ζωής Γεωργαντά προς Ανδρέα Γεωργίου ως εμπίπτουσα στη σφαίρα της κοινωνικής ψυχολογίας, που άλλωστε δεν είναι ειδικότητά μου).
Συνεπώς, το θέμα ήταν (και παραμένει) άλλο: τι Μνημόνιο, ποιανού Μνημόνιο κτλ. Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, έχω γράψει επανειλημμένως ότι μια σοβαρή χώρα θα εκπονούσε μόνη της ένα εθνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρύθμισης των θεσμών, καθορίζοντας η ίδια τις δικές της προτεραιότητες. Δεν θα περίμενε να το κάνει για λογαριασμό της η τρόικα.
Πάντως, ακόμη πιο ενδιαφέρον μου φαίνεται ένα άλλο ζήτημα: Τι καθορίζει το μεγέθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών. Σε πρόσφατη εργασία τους οι Alcidi και Gros υπολογίζουν ότι στην Ελλάδα είναι 1,4 ενώ στις άλλες χώρες του Νότου (και στην Ιρλανδία) 0,8 με 1. Γιατί έχουμε μεγαλύτερους πολλαπλασιαστές από τα άλλα PIGS?
Όπως εξηγούν οι συγγραφείς, το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών γενικά εξαρτάται από τρεις παράγοντες: (1) τη ροπή προς αποταμίευση, (2) το βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας, και (3) το (πραγματικό) φορολογικό βάρος. Αυτά τα τρία μαζί λειτουργούν ως βαλβίδες ασφαλείας: όσο μεγαλύτερο είναι το τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματος που αποταμιεύεται, το τμήμα του παραγόμενου προϊόντος που εξάγεται και το τμήμα του ακαθάριστου εισοδήματος που πηγαίνει σε φόρους, τόσο χαμηλότεροι είναι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές – δηλ. τόσο μικρότερη τελικά είναι η ύφεση μετά από μια μείωση του ελλείμματος κατά x%.
Με άλλα λόγια, η ύφεση στην Ελλάδα υπήρξε (και παραμένει) βαθύτερη από το αναμενόμενο κυρίως λόγω (1) υπερκαταναλωτισμού με δανεικά, (2) χαμηλής εξαγωγικής επίδοσης και (3) μεγάλης φοροδιαφυγής. Όλα εντελώς δικά μας προβλήματα, που καλό θα είναι κάποτε να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε. Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει πρώτα να αφήσουμε μια και καλή πίσω μας την αφόρητη συζήτηση για τις «προδοτικές ευθύνες» όσων υπέγραψαν το Μνημόνιο (αλλά όχι βέβαια όσων έστειλαν τα ελλείμματα στα ύψη, που συχνά είναι οι ίδιοι που φωνάζουν σήμερα).
Και ένα τελευταίο: Οι επιδράσεις των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών είναι προσωρινές. Άλλωστε, εάν δεν ήταν, θα μπορούσε μια χώρα να έχει ανάπτυξη με δανεικά επ’ αόριστον (ξέρω: αυτό ακριβώς πιστεύουν πολλοί ανάμεσα μας, ακόμη και τώρα ...)
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι και η σημερινή ύφεση θα είναι προσωρινή. Αντίθετα, η δημοσιονομική εξυγίανση, εάν έχει διάρκεια (δηλ. εάν δεν ξανακυλήσουμε), θα αποκαταστήσει ένα μόνιμα βελτιωμένο περιβάλλον για την αποδοτικότερη λειτουργία της οικονομίας. Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι η «διόρθωση» μέσω της λιτότητας ήταν αφενός αναπόφευκτη - και μάλιστα, μετά από τόσο μεγάλο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αναπόφευκτα μεγάλη - και αφετέρου μακροπρόθεσμα χρήσιμη.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη της άλλης όψης (...) Η ύφεση μπορεί να είναι προσωρινή στη μακρά διάρκεια, αλλά στο παρόν (στο οποίο ζούμε) είναι ήδη βαθειά και παρατεταμένη. Αυτό, εάν δεν προσέξουμε, μπορεί να αφήσει μεγάλες πληγές που επουλώνονται δύσκολα.
Δεν αναφέρομαι εδώ στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής που προκάλεσε το γενικευμένο «ο σώζων εαυτόν σωθείτω» (αντίδραση που πηγάζει από την παντελή έλλειψη αυτογνωσίας ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας). Αναφέρομαι στις άλλες τοξικές επιδράσεις μιας παρατεταμένης ύφεσης. Η μακροχρόνια ανεργία απελπίζει ανθρώπους και αχρηστεύει δεξιότητες. Η μετανάστευση των πιο μορφωμένων νέων μας είναι σωτήρια για τους ίδιους αλλά απώλεια για όσους μένουν πίσω. Η φτώχεια των παιδιών μας δεν έχει μόνο κοινωνικές συνέπειες, έχει και οικονομικές: φθείρει το μελλοντικό ανθρώπινο κεφάλαιο από το οποίο θα εξαρτηθεί η ανάκαμψη και η μελλοντική μας ευημερία. Για όλα αυτά – και ιδίως για το τελευταίο – μπορούμε να κάνουμε πολλά, ακόμη και εν μέσω λιτότητας και ύφεσης (ή μάλλον: ειδικά εν μέσω λιτότητας και ύφεσης).
Αυτό είναι το νόημα της δίκαιης λιτότητας: αναλογική κατανομή των βαρών, προστασία των ασθενέστερων. Ας αρχίσουμε να συζητάμε για αυτά. Έχουμε ήδη χάσει πολύ χρόνο συζητώντας για ανοησίες.

2 Σεπτεμβρίου 2012

Back to basics

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012).

Μια ματιά στα δεδομένα (τα οποία, όπως συχνά λέγεται, είναι αμείλικτα).


Το πρώτο δεδομένο αφορά τον αριθμό όσων απασχολούνται στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ. Είναι γνωστό (τεκμηριώνεται μεταξύ άλλων στις σχετικές μελέτες του Χρυσάφη Ιορδάνογλου) ότι το μέγεθος της δημόσιας απασχόλησης αυξήθηκε θεαματικά τη δεκαετία του 1980, λιγότερο θεαματικά στη συνέχεια, ενώ ανέβηκε ξανά απότομα την πενταετία 2004-2009. Επειδή κατά την πενταετία Καραμανλή δεν έγινε αισθητή κάποια ποσοτική επέκταση ή ποιοτική βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών, δικαιούται κανείς να θεωρεί ότι οι σχετικοί διορισμοί ήταν κατά κανόνα εντελώς περιττοί.


Επί πλέον, το 2010 - εν μέσω Μνημονίου! - ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων έμεινε στάσιμος, παρότι συνταξιοδοτήθηκαν 53.400 δημόσιοι υπάλληλοι (άρα η κυβέρνηση Παπανδρέου διόρισε άλλους τόσους). Το 2011 αποχώρησαν 42.000 δημόσιοι υπάλληλοι ενώ προσελήφθησαν 12.600 (δηλ. κάπως καλύτερα – αλλά και αυτή η αναλογία απέχει αρκετά από το 5:1 που ψήφισε η Βουλή).


Το δεύτερο δεδομένο αφορά τους μισθούς στο δημόσιο τομέα. Είναι επίσης γνωστό ότι την περίοδο πριν από την κρίση οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν σταθερά, ενώ εκείνοι των υπαλλήλων ΔΕΚΟ θεαματικά. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, τα ποσοστά αύξησης των μισθών (σε πραγματικούς όρους, δηλ. πάνω από τον πληθωρισμό) τη δεκαετία 2000-2009 ήταν +22,7% για το Δημόσιο και +56,8% για τις ΔΕΚΟ (έναντι +24,4% για τον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα). Εντός του Δημοσίου, η αύξηση δεν ήταν ομοιόμορφη. Τα σχετικά στοιχεία είναι δυσεύρετα (γεγονός όχι άσχετο με το πρόβλημα). Πάντως, είναι γνωστό ότι π.χ. για τους πανεπιστημιακούς υπήρξε ασήμαντη, ενώ π.χ. για τους δικαστικούς σημαντική. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει από το Υπουργείο Οικονομικών, η μέση δαπάνη μισθοδοσίας των δικαστικών είναι σήμερα περίπου 6.500 ευρώ το μήνα.


Το τρίτο δεδομένο αφορά τη μεταχείριση των ανέργων. Από τα τελευταία στοιχεία της ΕλΣτατ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των ανέργων το Μάιο ήταν περίπου 1.150.000. Από τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων τον Ιούλιο ήταν 795.000, ενώ από αυτούς μόνο 187.000 ελάμβαναν επίδομα ανεργίας. (Το χειμώνα ο αριθμός των επιδοτουμένων αυξάνεται, αφού οι κύριοι ωφελημένοι του επιδόματος ανεργίας όπως λειτουργεί σήμερα είναι οι εργοδότες σε κλάδους με εποχική απασχόληση - κυρίως ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και φροντιστηρίων).


Σε κάθε περίπτωση, έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες (ίσως ένα εκατομμύριο) ανέργους που δεν λαμβάνουν καμμιά εισοδηματική ενίσχυση. Για τους 187.000 που λαμβάνουν, το σχετικό επίδομα δεν ξεπερνά τα 360 ευρώ το μήνα (από τον περασμένο Φεβρουάριο), με μέγιστη περίοδο επιδότησης 12 μήνες. Από εκεί και πέρα, ελάχιστοι (1.850 το 2010) λαμβάνουν το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας (200 ευρώ το μήνα). Οι υπόλοιποι τίποτε.


Αντίθετα, η εργασιακή εφεδρεία στο Δημόσιο προβλέπει ότι όσοι κριθούν ως πλεονάζοντες (15.000 άτομα το 2012) θα λαμβάνουν το 60% των βασικών αποδοχών τους επί 12 μήνες (24 μήνες εάν είναι κοντά στη συνταξιοδότηση).


Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτουν (θα έλεγε κανείς «αβίαστα») τα εξής:


Πρώτον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια διατήρησης - εάν όχι βελτίωσης - του επιπέδου δημοσίων υπηρεσιών που απολαμβάνουν οι πολίτες (περίθαλψη, εκπαίδευση, συγκοινωνίες κτλ.) με σημαντικά λιγότερους δημόσιους υπάλληλους.


Δεύτερον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης μέσω στοχευμένων περικοπών των μισθών των υπολοίπων, αρχίζοντας από τις ΔΕΚΟ και από τις κατηγορίες που ωφελήθηκαν περισσότερο την προηγούμενη περίοδο (π.χ. δικαστικοί).


Τρίτον: Υπάρχουν σημαντικά κενά κοινωνικής προστασίας των ανέργων, ιδίως όσων προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα (δηλ. όλων, τουλάχιστον προς το παρόν).


Συνεπώς, οι προτεραιότητες μιας κυβέρνησης που αναζητά τρόπους μείωσης της δημόσιας δαπάνης με τους μικρότερους δυνατούς κοινωνικούς κραδασμούς - και οι συμβολές στην αναζήτηση αυτή των «ελάσσονων» κυβερνητικών εταίρων, δηλ. του ΠΑΣΟΚ και ιδίως της ΔΗΜΑΡ - θα έπρεπε να είναι προφανείς:


1. Εκτεταμένη εφαρμογή της εργασιακής εφεδρείας. Όχι με προσυνταξιοδότηση λίγων έμπειρων υπαλλήλων (πολλοί από τους οποίους είναι πολύτιμοι), αλλά με πλήρη κατάργηση όσων τμημάτων του κρατικού μηχανισμού κρίνονται περιττά.


2. Αναμόρφωση της πολιτικής μισθών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Με κριτήριο όχι την διαπραγματευτική ισχύ κάθε ομάδας, αλλά την απόδοση και την προσφορά του καθενός - με διαφάνεια και δικαιοσύνη. Μια καλή αρχή θα ήταν η δημοσίευση των συνολικών αποδοχών που αντιστοιχούν σε κάθε βαθμίδα, σε κάθε υπουργείο, σε κάθε οργανισμό.


3. Μέτρα στήριξης όσων πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Όχι με συμβολικές κινήσεις αμφίβολης αξίας τύπου «έκτακτες παροχές» ή «ειδικές ενισχύσεις σε επιμέρους ομάδες». Αλλά με γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Μέσω επιδομάτων (με έμφαση στις φτωχές οικογένειες με παιδιά). Αλλά και μέσω υπηρεσιών (με έμφαση στην περίθαλψη, με εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ΕΟΠΠΥ).


Θα μου πείτε: «Μα υπάρχουν λεφτά για τέτοια». Εξαρτάται.


Με «κόκκινες γραμμές» τύπου «όχι στην εφεδρεία», «όχι στη μείωση των αποδοχών των δικαστικών» και τα παρόμοια, όχι: δεν υπάρχουν περιθώρια.


Με στοχευμένες παρεμβάσεις για τη μείωση του μεγέθους και του κόστους του κράτους (δηλ. περικοπές), και ταυτόχρονα με βαθειές τομές στη λειτουργία του (δηλ. μεταρρυθμίσεις), τότε ναι: τα δημοσιονομικά περιθώρια για τη γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι μεγάλα.


Τα δημοσιονομικά περιθώρια. Αλλά και τα πολιτικά. Ας αναλογιστούν, όσοι από εμάς τουλάχιστον δέχονται την ανάγκη ενός προγράμματος εξυγίανσης, ποια θα ήταν η αποδοχή του από την κοινή γνώμη, εάν η έγνοια των πολιτικών ήταν η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η προστασία των αδυνάτων, αντί για την υπεράσπιση των ευνοημένων ομάδων.


Δίκαιη λιτότητα. Ποτέ δεν είναι αργά.

15 Ιουνίου 2012

Φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί δημοκράτες

Ομιλία στην εκδήλωση του free thinking zone (Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012). Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon»  (Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012).


Τι πρέπει και τι μπορούν να κάνουν στη σημερινή πολιτική κατάσταση οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες;


Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να ξεκινήσουμε τη συζήτηση αυτή με την παραδοχή ότι και τα τρία αυτά ρεύματα είναι (πάντοτε ήταν) μειοψηφικά στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς, της κεντροαριστεράς και της αριστεράς αντιστοίχως. Και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο εκλογικό βάθος, με αναιμικούς δεσμούς με κοινωνικές οργανώσεις, και με την όποια επιρροή τους να περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια μιας «ιντελλιγκέντσιας» επαρχιωτικής και αυτής.


Πρόκειται για μια κάπως αμείλικτη ανάγνωση, χρήσιμη παρόλα αυτά ως αντίδοτο στην πρόσφατη κινητικότητα προς αναζήτηση «αριστοκρατικών» λύσεων: «κόμμα προσωπικοτήτων», «κυβέρνηση αρίστων» κ.ά.


Βέβαια, μια πιο επιεικής ανάγνωση θα ήταν εξίσου βάσιμη: τα ρεύματα αυτά άσκησαν πάντοτε μια επιρροή δυσανάλογη με το μέγεθός τους, ενώ υπήρξαν (είναι ακόμη) εκκολαπτήρια γόνιμων ιδεών. Επί πλέον, παρότι στην παραδοσιακή αντίθεση «δεξιά / αριστερά» καταλαμβάνουν μια μειοψηφική ίσως περιθωριακή θέση, στην άλλη αντίθεση «Δύση / Ανατολή», ή «Ευρώπη / Βαλκάνια», η οποία τέμνει την προηγούμενη εγκαρσίως, κατέχουν αντίθετα θέση πρωτοπορίας στη μια από τις δύο παρατάξεις (την ίδια, φυσικά) εκατέρωθεν της διαχωριστικής γραμμής: οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες υπήρξαν πάντοτε (και ακόμη είναι) οι συνεπέστεροι υπερασπιστές της άποψης ότι «ανήκουμε στη Δύση» - ή, αν προτιμάτε, ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι στην καρδιά της Ευρώπης.


Επειδή στις μέρες μας η τελευταία αυτή αντίθεση τυχαίνει να είναι η πιο κρίσιμη, το άρθρο μας «Το ζητούμενο της επόμενης ημέρας», που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 9 Μαΐου 2012) με την υπογραφή των Δημήτρη Σκάλκου, Γιώργου Σιακαντάρη και Μάνου Ματσαγγάνη, δημιούργησε προσδοκίες. Μια τυπική αντίδραση ήταν του τύπου: «επιτέλους, καιρός ήταν, κάντε κάτι, πρέπει όλες οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις να ενωθούν στο ίδιο κόμμα / εκλογική συμμαχία προτού να είναι αργά».


Είναι καλή αυτή η ιδέα;


Είμαι αρκετά αμφίθυμος ως προς αυτό. Βασικά, νομίζω ότι δεν είναι. Για τρεις κυρίως λόγους.


Πρώτον, θα μου φαινόταν κάπως υπερβολικά ριψοκίνδυνο να συγκεντρωθούν όλοι οι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ελλάδας σε ένα νέο κόμμα, το οποίο μετά θα λάβει λ.χ. 15% των ψήφων.


Δεύτερον, για έναν αριστερό δημοκράτη όπως εμένα, οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες υπήρξαν πάντοτε προνομιακοί συνομιλητές, ενίοτε σύμμαχοι σε κοινούς αγώνες, άλλες φορές αντίπαλοι (ποτέ εχθροί). Θα ήθελα να ζω σε μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και φυσικά όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες. Αλλά μπορούμε να συνυπάρχουμε στο ίδιο κόμμα; Νομίζω ότι οι (υπαρκτές) διαφορές μας συσκοτίζονται από το ότι η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από πιο «πρωτόγονα» ζητήματα, στα οποία συμφωνούμε.


Τρίτον, για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες, θα πρέπει να κάνουμε πολλή δουλειά – και αυτή η δουλειά θα πρέπει αναγκαστικά να γίνει κυρίως στο εσωτερικό του αντίστοιχου ευρύτερου χώρου. Προσωπικά δεν έχω καμμιά απολύτως διάθεση να αποκοπώ από έναν αριστερό κόσμο που με παρακολουθεί, συχνά εκνευρίζεται από όσα γράφω ή λέω, αλλά συνήθως προβληματίζεται από αυτά, και καμμιά φορά συμφωνεί μαζί μου.


Για αυτούς τους λόγους τείνω να θεωρώ ότι η βιαστική συστέγαση όλων μας στο ίδιο κόμμα ή εκλογικό συνασπισμό δεν είναι καλή ιδέα. Παραμένω όμως αμφίθυμος. Αφήνω περιθώριο στο ενδεχόμενο αυτό που μου φαίνεται λάθος σήμερα να αποδειχθεί σωστό σε λίγο καιρό. Το γιατί σχετίζεται με τις πολιτικές εξελίξεις: ζούμε εποχή ρευστότητας, ή μάλλον ρευστοποίησης των πολιτικών κομμάτων που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση (του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ), και συνεπώς αναδιάταξης του πολιτικού τοπίου.


Ποιος για παράδειγμα θα καταλάβει τον αχανή χώρο που εκτείνεται από τη ριζοσπαστική δεξιά μέχρι την κεντροδεξιά που αφήνει κενό η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ; Όπως έχω ξαναγράψει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η τύχη του χώρου θα εξαρτηθεί από την τύχη της χώρας. Εάν παραμείνουμε στην Ευρώπη, μπορεί κάποτε να δούμε μια μεγάλη αριστερά που θα είναι φιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική και δημοκρατική. Εάν όχι, πολύ φοβάμαι ότι ο χώρος - ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό - θα μονοπωληθεί από δυνάμεις εθνικιστικές, κρατιστικές, λαϊκιστικές και αυταρχικές.


Η αποτροπή ενός τέτοιου κινδύνου σήμερα είναι το κυριότερο καθήκον όλων μας: φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατών και αριστερών δημοκρατών.

23 Απριλίου 2012

Φορολογική δημοκρατία;

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 23 Απριλίου 2012).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμοιβαία δυσπιστία που πάντοτε χαρακτήριζε τη σχέση κράτους-πολιτών στην Ελλάδα έχει ενταθεί και άλλο λόγω της κρίσης. Παρότι οι πολιτικοί δεν μιλούν για αυτό, το πρόβλημα είναι σοβαρό: δύσκολα θα βγούμε από την κρίση και δύσκολα θα μπούμε σε μια τροχιά (υγιέστερης) ανάπτυξης χωρίς πρώτα το κράτος να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Το ερώτημα είναι «πώς». Και εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν ούτε εδώ. Για να μετατραπεί η δυσπιστία σε εμπιστοσύνη χρειάζεται να φυσήξει ένας δυνατός άνεμος εξυγίανσης (της πολιτικής, της δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης), και αποκατάστασης του κράτους δικαίου (δηλ. σεβασμού των δικαιωμάτων και της νομιμότητας). Κάτι τέτοιο προφανώς δεν πρόκειται να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε από τώρα να αρχίσουμε να δουλεύουμε λύσεις προς μια τέτοια κατεύθυνση. Ήδη έχουμε αργήσει πολύ ...

Η φοροδιαφυγή είναι μια μόνο εκδήλωση αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης στη σχέση κράτους-πολιτών. Σημαντική όμως: η φοροδιαφυγή μας στοιχίζει ακριβά, αφού το κόστος της το πληρώνουμε σε μεγαλύτερες περικοπές στη δημόσια δαπάνη (δηλ. σε μισθούς, συντάξεις και χρηματοδότηση δημόσιων υπηρεσιών), και σε υψηλότερους φόρους (για όσους δεν μπορούν να τους αποφύγουν), από ό,τι θα ήταν αναγκαίο. Και για αυτό, μια ειλικρινής συζήτηση για το πώς μπορεί ρεαλιστικά να περιοριστεί η φοροδιαφυγή επείγει πολύ.

Μια πτυχή αυτού του προβλήματος είναι ότι ο φορολογούμενος πολίτης δεν έχει λόγο στο πώς το κράτος δαπανά τους φόρους που αυτός πληρώνει. Τι να κάνουμε; Μια ιδέα για αυτό μας έρχεται από τη γειτονική μας Ιταλία. Εδώ και λίγα χρόνια (από το 2006), στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων έχουν προστεθεί δύο κουτάκια. Σε αυτά ο φορολογούμενος μπορεί να δηλώσει σε ποια μη κερδοσκοπική οργάνωση επιθυμεί να αποδοθεί το 5 τοις χιλίοις του φόρου που του αναλογεί. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εθελοντισμού, της ιατρικής έρευνας, τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια. Με τον τρόπο αυτό κατανέμεται το συνολικό ποσό που το ιταλικό κράτος έχει αποφασίσει να μοιράσει στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις: μέσω μιας ανοιχτής διαδικασίας φορολογικής δημοκρατίας, όχι με (ενίοτε, άγριο) λόμπυ στο παρασκήνιο.

Και το δεύτερο κουτάκι; Να θυμίσω κατ’ αρχήν ότι η Ιταλία είναι κοσμικό κράτος, πλήρως διαχωρισμένο από την καθολική εκκλησία (της οποίας η έδρα, στην καρδιά της Ρώμης, αναγνωρίζεται ώς άλλο κράτος: το Βατικανό). Για παράδειγμα στα σχολεία ή στα δικαστήρια δεν υπάρχει Εσταυρωμένος: μόνο η ιταλική σημαία (και η ευρωπαϊκή), καθώς και η φωτογραφία του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας. Φυσικά, το ιταλικό κράτος έχει επιλέξει να επιχορηγεί με ένα όχι ασήμαντο ποσό (περίπου 1 δις ευρώ ετησίως) την εκκλησία – ή μάλλον όλες τις εκκλησίες με σημαντική παρουσία στη χώρα: την καθολική, βέβαια, αλλά και τη μεθοδική, την ευαγγελική-λουθηρανική, καθώς επίσης και την εβραϊκή κοινότητα.

Ο μηχανισμός (γνωστός ως «8 τοις χιλίοις») με τον οποίο κατανέμεται το ποσό του 1 δις στις θρησκευτικές οργανώσεις είναι παρόμοιος αλλά όχι ακριβώς ίδιος με τον προηγούμενο. Κάθε φορολογούμενος μπορεί να συμπληρώσει το όνομα της εκκλησίας που προτιμά, ενώ στο τέλος οι προτιμήσεις αθροίζονται έχοντας όλες το ίδιο βάρος (όπως σε μια ψηφοφορία). Με άλλα λόγια, ο φορολογούμενος δεν δεσμεύει το 8 τοις χιλίοις του φόρου που αναλογεί στον ίδιο, αλλά επηρεάζει την κατανομή του 8 τοις χιλίοις του συνολικού φόρου όλων των φορολογουμένων (περίπου 1 δις ευρώ). Όπως αναμενόταν, πάνω από 80% των φορολογουμένων επιλέγουν την καθολική εκκλησία, ενώ 10% επιλέγουν την απάντηση «καμμιά θρησκευτική οργάνωση» (το ποσό παραμένει στο κράτος για να το δαπανήσει με άλλον τρόπο).

Θα μου πείτε: «Έτσι θα σωθούμε;» Όχι, όχι μόνο έτσι. Μια τέτοια ένεση φορολογικής δημοκρατίας θα ήταν (το πολύ) μια μικρή λύση στο μεγάλο πρόβλημα της αμοιβαίας δυσπιστίας στη σχέση κράτους-πολιτών. Θα ήταν όμως μια καλή – και τεχνικά εύκολη – αρχή.

7 Απριλίου 2012

Η «φιλολαϊκή πολιτική», το ΠΑΣΟΚ, και η δεκαετία του ‘80

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Σάββατο 7 Απριλίου 2012).

Μπορεί να είναι χρήσιμη και φιλολαϊκή η πολιτική; Εξαρτάται τι εννοεί ο καθένας. Όπως την εννοώ, χρήσιμη πολιτική είναι εκείνη που εγγυάται βιώσιμη ευημερία. Αυτό προϋποθέτει αποκατάσταση της νομιμότητας παντού (αρχίζοντας από την ασυδοσία των ισχυροτέρων), δίκαιη κατανομή των βαρών και προστασία των αδύνατων, μηδενική ανοχή στη φοροδιαφυγή-φοροκλοπή. Οδηγεί στην ανάπτυξη, με σταθερούς και δίκαιους κανόνες και δημόσιες υπηρεσίες που εργάζονται με επαγγελματισμό, αμεροληψία, ακεραιότητα. Σε μια οικονομία που αμείβει την υγιή επιχειρηματικότητα, επενδύει στους εργαζόμενους, σέβεται το περιβάλλον. Σε μια κοινωνία αλληλεγγύης και ευθύνης, όπου γίνονται σεβαστοί οι κανόνες κοινής συμβίωσης.

Αντίθετα, η λέξη «φιλολαϊκή» δε μου λέει πολλά (και τα λίγα που μου λέει, μου είναι μάλλον απεχθή). «Φιλολαϊκή» για παράδειγμα ήταν η πολιτική των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του ’80. Τόσο «φιλολαϊκή» μάλιστα, που ακόμη την πληρώνουμε. Στη διάρκειά της, το δημόσιο χρέος τριπλασιάστηκε. Αντίθετα, στην οκταετία Σημίτη τα ελλείμματα παρέμειναν χαμηλά και το χρέος σταθεροποιήθηκε. (Ίσως επειδή οι κυβερνήσεις Σημίτη δεν ήταν επαρκώς «φιλολαϊκές».)

Η δεκαετία του ’80 ήταν μια καλή δεκαετία για πολλούς. Ιδίως για όσους ήταν κοντά στα «κέντρα λήψης των αποφάσεων». Το τίμημα το πληρώνουν τα παιδιά που έχουν τώρα την ηλικία που είχαμε εμείς τότε. Σύμφωνα με την Eurostat, η ανεργία των νέων έχει φτάσει σήμερα το 50,4%. Εκεί καταλήγει η πολιτική που σκορπά αλόγιστα το δημόσιο χρήμα, στέλνοντας το λογαριασμό στο μέλλον.

Θα ήταν ίσως περιττό να μιλάμε σήμερα για τη δεκαετία του ’80, εάν ο πολιτικός χώρος που κυριάρχησε τότε (το ΠΑΣΟΚ) είχε διδαχθεί από τις σκοτεινές όψεις της εμπειρίας αυτής. Φοβάμαι όμως ότι κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Η κυρίαρχη αντίληψη της διακυβέρνησης της εποχής εκείνης εξακολουθεί να καθοδηγεί το χώρο του ΠΑΣΟΚ – και δυστυχώς όχι μόνο αυτόν. Εννοώ την χωρίς αναστολές εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος ορισμένων ευνοημένων ομάδων σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, και του μέλλοντος της χώρας.

Ας δούμε λ.χ. τι έγινε με το «ασφαλιστικό του Μνημονίου» τον Ιούλιο 2010. Ο τότε υπουργός εργασίας εμφανίστηκε ως ηρωϊκά μαχόμενος υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Έπαιξε σκληρή άμυνα κατά της τρόικας, με μοναδικό στόχο την εξαίρεση των γνωστών «ευπαθών ομάδων»: μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί, εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, υπάλληλοι της ΤτΕ, δημοσιογράφοι, βουλευτές, κληρικοί, ένστολοι κ.ά.

Σήμερα που η ανάγκη για κοινωνική προστασία είναι μεγάλη, χρήσιμη πολιτική θα ήταν η μέριμνα για τα πιο αδύναμα στρώματα. Αλλά λεφτά δεν υπάρχουν για τους μακροχρόνια άνεργους ή για τις φτωχές οικογένειες με παιδιά. Αντίθετα, βρέθηκαν €605 εκατομμύρια το χρόνο για να μπορούν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ να συνταξιοδοτούνται σε νεαρή ηλικία με πολύ υψηλότερες συντάξεις από ό,τι αντιστοιχεί στις εισφορές τους. Ας είναι καλά ο σημερινός αρχηγός του ΠΑΣΟΚ που φρόντισε το θέμα τους το 1999 και ο νυν υπουργός υγείας που τους άφησε εκτός ασφαλιστικού της τρόικας το 2010.

Το ΠΑΣΟΚ δεν θα συνέλθει ποτέ εάν προηγουμένως δεν λογαριαστεί με τη βαριά κληρονομιά της δεκαετίας του ’80. Δεν μπόρεσε να το κάνει στο παρελθόν, και δεν φαίνεται να μπορεί να το κάνει ούτε τώρα. Και το πληρώνει. Δυστυχώς το πληρώνουμε όλοι.

22 Μαρτίου 2012

Ανάπτυξη χωρίς εξυγίανση;

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012).

Η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2011-2012 που δημοσιεύθηκε χθες επιβεβαίωσε αυτό που όλοι ξέραμε: το πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση της οικονομίας.
Η ύφεση είναι βαθιά και παρατεταμένη: το τελευταίο τρίμηνο του 2011 το ΑΕΠ ήταν κατά 17,2% χαμηλότερο από ό,τι 4 χρόνια νωρίτερα. Η αύξηση της ανεργίας δεν δείχνει σημεία επιβράδυνσης: έφτασε το 20,7% το τελευταίο τρίμηνο του 2011 – πάνω από 1 εκατομμύριο άτομα βρίσκονται χωρίς δουλειά. Παρά την κάποια ανάκαμψη των εξαγωγών, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε ελάχιστα: σε 9,8% του ΑΕΠ το 2011 (από 10,1% το 2010).

Από την άλλη, η δημοσιονομική προσαρμογή – ο βασικός στόχος των Μνημονίων – φαίνεται να ανακόπτεται. Παρά τα μέτρα, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού αυξήθηκε το 2011 σε 10,6% του ΑΕΠ (έναντι 9,8% το 2010). Το πρωτογενές έλλειμμα (χωρίς τη δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους) μειώθηκε (από 4% σε 3% του ΑΕΠ), αλλά μόνο χάρη στη συρρίκνωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων: το πρωτογενές έλλειμμα του τακτικού προϋπολογισμού αυξήθηκε (κατά 18 εκατ).

Είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά. Τι ακριβώς όμως;

Αντιπαρέρχομαι την εύκολη απάντηση: «φταίνε τα Μνημόνια». Όχι επειδή τα συγκεκριμένα Μνημόνια με έχουν ενθουσιάσει. Αλλά επειδή η επιστροφή στην προ Μνημονίων εποχή μου φαίνεται εντελώς αδιανόητη.

Όταν μια οικονομία τρέχει ντοπαρισμένη, όπως έτρεχε η δική μας με φτηνά δανεικά μέχρι το 2008, η προσγείωση είναι αναπόφευκτη. Το μοναδικό άξιο λόγου ερώτημα είναι εάν η προσγείωση θα είναι ομαλή ή εάν αντίθετα θα μοιάζει περισσότερο με χαοτική κατάρρευση. Η διεθνής οικονομική βοήθεια απέτρεψε τον κίνδυνο χαοτικής κατάρρευσης. Επί πλέον, η δανειακή σύμβαση έκανε την εξυπηρέτηση του χρέους λιγότερο δυσβάσταχτη. Κάπου εκεί όμως εξαντλείται η υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας. Τα υπόλοιπα είναι δική μας δουλειά.

Ποια είναι τα υπόλοιπα; Η δίκαιη κατανομή των αναγκαίων θυσιών. Η προστασία των πιο αδύναμων από όλα τα θύματα της κρίσης. Η διάλυση της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ομάδων συμφερόντων, συνδικαλιστικών ή επιχειρηματικών. Και, κυρίως, η ανασυγκρότηση του κράτους και η αποκατάσταση της νομιμότητας. Χωρίς μια εθνική συμφωνία πάνω σε αυτά τα ζητήματα, χωρίς δηλ. ένα δικό μας Μνημόνιο, οι θυσίες κινδυνεύουν να πάνε χαμένες.

Αυτό μου φαίνεται ότι είναι το πραγματικό διακύβευμα της φάσης που άνοιξε με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης και την προσφυγή στις κάλπες. Όχι το πόσο ανιδιοτελής υπήρξε η διεθνής βοήθεια (εμάς πάντως μας ωφέλησε). Ούτε πόσο νεοφιλελεύθερα ήταν τα Μνημόνια (κανείς δεν μας εμποδίζει να φτιάξουμε ένα δικό μας).

Θα αντιτείνει κάποιος: «Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Το θέμα είναι η ανάπτυξη». Ίσως - αλλά εάν δεν αποφασίσουμε να ξεκολλήσουμε οριστικά από όλα όσα μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, δηλ. από το μοντέλο της ντοπαρισμένης οικονομίας με δανεικά (τα οποία ούτως ή άλλως πια δεν υπάρχουν, παρά με το σταγονόμετρο), η ανάπτυξη δεν πρόκειται να έρθει. Ή, όταν έρθει, θα είναι μίζερη και αντιπαθητική: πάλι θα τρώμε από τα έτοιμα (ήλιος, θάλασσα, αρχαία), κι άλλο τσιμέντο, made in Greece χαμηλής ποιότητας ή/και σε ασύμφορες τιμές, επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, χαμηλοί μισθοί.

Χρήσιμο το ΕΣΠΑ. Όμως, χωρίς εξυγίανση οι πόροι του θα σπαταληθούν, όπως συνέβη με το Γ’ ΚΠΣ, τα πακέτα Σαντέρ και Ντελόρ, ή τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα. Πολύτιμη η αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για πανευρωπαϊκά δίκτυα και υποδομές. Αλλά χωρίς ανασυγκρότηση του κράτους, τα οφέλη για εμάς θα είναι περιορισμένα.

Πόσο μάταιη είναι η προσδοκία της ανάπτυξης χωρίς εξυγίανση το έδειξε η είδηση της περασμένης εβδομάδας: «Εκατόν είκοσι χιλιάδες ευρώ ζητούσαν εκβιαστικά, δύο υπάλληλοι του υπουργείου Ανάπτυξης, από τον ιδιοκτήτη ξενοδοχειακής μονάδας στην Αργολίδα, προκειμένου να προωθήσουν τον φάκελό του για επιχορήγηση επένδυσης ύψους 4,7 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία μάλιστα είχε εγκριθεί.» (Καθημερινή/ΑΠΕ, 13 Μαρτίου 2012).

Όταν οι κρατικοί υπάλληλοι καθυστερούν τις υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί, μέχρι να εισπράξουν γενναίες «μίζες». Όταν οι διευθυντές τους δεν τους ελέγχουν (ή ασχολούνται μόνο με το πώς θα μοιραστεί «σωστά» το μαύρο χρήμα). Όταν οι πολιτικοί προϊστάμενοι και των μεν και των δε κάνουν ότι δεν βλέπουν (είτε επειδή το πελατειακό σύστημα που δημιούργησαν έχει ξεφύγει από τον έλεγχό τους, είτε επειδή είναι διεφθαρμένοι οι ίδιοι). Τότε ποιος σοβαρός επιχειρηματίας θα θελήσει να κάνει μια υγιή επένδυση σε αυτή τη χώρα; Και αν δεν γίνουν επενδύσεις, και μάλιστα υγιείς, τότε για ποια ανάπτυξη μιλάμε;

8 Φεβρουαρίου 2012

Οι κατώτατοι μισθοί στην Ελλάδα της κρίσης

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012)

Όπως θα θυμούνται οι αναγνώστες του protagon, η δημοσιοποίηση το φθινόπωρο του 2009 της ετήσιας έκθεσης του Παγκόσμιου Oικονομικού Φόρουμ – σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είχε υποχωρήσει στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας πίσω από την συμπαθή Μποτσουάνα – αντιμετωπίστηκε με το συνηθισμένο τρόπο με τον οποίο συζητώνται όλα τα σοβαρά προβλήματα στη χώρα μας: η είδηση σχολιάστηκε για λίγες μέρες, με απαξιωτικά (και δικαίως) σχόλια για τις επιδόσεις της κυβέρνησης Καραμανλή που παρέδιδε τότε την εξουσία, και μετά ξεχάστηκε.

«Ξεχάστηκε» τρόπος του λέγειν βέβαια. Από τότε μεσολάβησε η κρίση δανεισμού, η υπογραφή του Μνημονίου, η ύφεση της οικονομίας. Χιλιάδες ιδιωτικές επιχειρήσεις έκλεισαν, πολλές άλλες μετέφεραν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες εκτός συνόρων. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους, πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) από τους υπόλοιπους είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται.

Πόσο άσχετα μεταξύ τους είναι αυτά τα δύο; Καθόλου. Όσο και αν μερικοί ονειρεύονται «άλλες πολιτικές» και «διαφορετικά μείγματα» (κάποιο κόλπο τέλος πάντων που θα μας επιτρέψει να πορευόμαστε όπως είχαμε μάθει τόσα χρόνια), η απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι η βαθύτερη αιτία της ύφεσης. Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών συνδέονται και τροφοδοτούν το ένα το άλλο. Τώρα που η εποχή της υπερκατανάλωσης με δανεικά έχει τελειώσει, το συνολικό εισόδημα αναγκαστικά θα διαμορφώνεται στο ύψος λίγο-πολύ της αξίας των αγαθών και υπηρεσιών που πουλάμε (ο ένας στον άλλον, και κυρίως σε αγοραστές από άλλες χώρες). Μπορούμε να το μοιράσουμε μεταξύ μας όσο δίκαια θέλουμε, και μπορούμε να το αυξήσουμε φτιάχνοντας ελκυστικά προϊόντα σε καλές τιμές. Και, φυσικά, «να φτιάξουμε ελκυστικά προϊόντα σε καλές τιμές» είναι αυτό που σκέφτεται ένας οικονομολόγος όταν λέει «να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας».

Τώρα, λίγο μετά τη συμφωνία των πολιτικών αρχηγών για τα νέα μέτρα της κυβέρνησης, και λίγο πριν από τη συνεδρίαση της Βουλής για την έγκριση των μέτρων αυτών, το ενδιαφέρον φαίνεται να επιστρέφει στο θέμα της ανταγωνιστικότητας. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι καθαρά χαραγμένες. Από τη μια, οι εκπρόσωποι των δανειστών ζητούν νέες θυσίες. Από την άλλη, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, οι κοινωνικοί εταίροι, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η Εκκλησία, χαράζουν «κόκκινες γραμμές». Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται η μείωση των μισθών (ιδίως των κατώτατων). Πόσο δίκιο έχει η ελληνική πλευρά; Και τι μπορεί να γίνει τώρα;

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (πίνακας ΙΙΙ.8, σελίδα 90), οι μέσες αποδοχές αρχικά (το 2004-2009) βελτιώθηκαν κατά 16% σε πραγματικές τιμές, ενώ στη συνέχεια (το 2009-2011) υποχώρησαν κατά 15%. Με άλλα λόγια, η μείωσή τους στη διετία της κρίσης υπερακόντισε την αύξησή τους στην πενταετία της μεταολυμπιακής ευφορίας (και της καραμανλικής διακυβέρνησης). Συνεπώς, ακόμη και εάν δεχθεί κανείς ότι η βασική αιτία για την απώλεια ανταγωνιστικότητας ήταν οι υπερβολικές μισθολογικές αυξήσεις στην προηγούμενη περίοδο (μεγάλο «εάν»), θα μπορούσε και πάλι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διόρθωση της τελευταίας διετίας έχει εξαλείψει το πρόβλημα.

Είναι έτσι; Όχι ακριβώς. Για να δει κανείς αν όντως η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε θα πρέπει να λάβει υπόψη το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (μέγεθος που ενσωματώνει την παραγωγικότητα). Σύμφωνα και πάλι με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στο σύνολο της οικονομίας την τελευταία διετία μειώθηκε κατά 6%, ενώ την προηγούμενη πενταετία είχε αυξηθεί κατά 34%. Συνολικά, η μεταβολή του από το 2004 έως σήμερα ήταν +26% στην Ελλάδα έναντι +14% στη ζώνη του Ευρώ. Ας σημειωθεί ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος υπολογίζεται σε ονομαστικές τιμές, δηλ. περιέχει και τον πληθωρισμό (ο οποίος, σε τελευταία ανάλυση, διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα). Με άλλα λόγια, η μείωση των μισθών τη διετία της κρίσης δεν εξάλειψε την απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Θα λυθεί το πρόβλημα με νέα μείωση των μισθών, και ιδίως των κατώτατων; Το επιχείρημα υπέρ μιας τέτοιας μείωσης βασίζεται στα παραπάνω στοιχεία συν ένα ακόμη. Ενώ η μείωση των μέσων αποδοχών την τελευταία διετία ήταν όση σχεδόν και η αύξησή τους την προηγούμενη πενταετία (σε πραγματικές τιμές πάντοτε), οι κατώτατες αποδοχές μειώθηκαν λιγότερο: -5% το 2009-2011 έναντι +16% το 2004-2009. Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (διάγραμμα 86, σελίδα 217), ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα το 2011 παρέμενε σαφώς υψηλότερος από ό,τι στην Ισπανία (+15%) και στην Πορτογαλία (+52%), ενώ ήταν 7πλάσιος από ό,τι στη γειτονική Βουλγαρία (όπου έχουν μεταφερθεί πολλές ελληνικές επιχειρήσεις). Συνεπώς, θα πρέπει να παραδεχθεί κανείς ότι η εμμονή της τρόικας με τους κατώτατους μισθούς δεν στερείται λογικής βάσης.

Τι αντιπαραθέτει σε αυτό η ΓΣΕΕ – αλλά και ο ΣΕΒ, ο αρχηγός της ΝΔ, ο αρχιεπίσκοπος, τα κανάλια; Τη συνηθισμένη ρητορεία περί κοινωνικής συνοχής. Εάν, όμως, το πρόβλημα με την πρόταση της τρόικας ήταν ότι είναι άδικη κοινωνικά, παρότι αποδοτική οικονομικά, η λύση θα ήταν απλή: μέτρα για την εισοδηματική στήριξη των ανέργων και των φτωχών. Αυτά θα είχαν βέβαια κάποιο κόστος, αλλά το όφελος από την αναπτυξιακή ώθηση και τη μείωση της ανεργίας (λόγω μείωσης των κατώτατων αποδοχών) θα ήταν πολύ υψηλότερο.

Πού σκοντάφτει η πρόταση της τρόικας; Κατ’ αρχήν, στο ότι ένα τέτοιο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σήμερα απλώς δεν υφίσταται. Ούτε η δημιουργία του συμπεριλαμβάνεται στις προτεραιότητες των οπαδών των «κόκκινων γραμμών» και της «εθνικής υπερηφάνειας». Όπως έχω προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσω αλλού, η προστασία όσων σήμερα πλήττονται από την κρίση απαιτεί ριζικό αναπροσανατολισμό της κοινωνικής πολιτικής, με δραστική αναδιανομή των σχετικών πόρων. Ακόμη και στην Ελλάδα της κρίσης, και παρά την δεδηλωμένη «ψυχοπονιά» των αστέρων της πολιτικής, του συνδικαλισμού και της δημοσιογραφίας, ο αναπροσανατολισμός αυτός δεν διαθέτει πολλούς υπερασπιστές.

Πέρα από την έλλειψη κοινωνικών προγραμμάτων που να παίζουν ρόλο αμορτισέρ, απορροφώντας τους κραδασμούς από τη μείωση των κατώτατων μισθών, η πρόταση της τρόικας προσκρούει σε άλλα δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η μείωση του κόστους εργασίας δεν εγγυάται τη μείωση των τιμών. Σε συνθήκες μεγάλης ανεργίας και σχεδόν ολοκληρωτικής απουσίας των συνδικάτων από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (ιδίως τις μικρότερες), τίποτε δεν εμποδίζει κάποιον εργοδότη να καρπωθεί τη μείωση του κόστους διατηρώντας τις τιμές στο ίδιο ύψος και αυξάνοντας το περιθώριο κέρδους. Μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν ασφαλώς μυωπική, αλλά απολύτως συνεπής με το μοντέλο επιχειρηματικότητας (της «αρπαχτής») που δείχνει να έχει επικρατήσει.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους μισθούς. Σύμφωνα με τη ρητορική του συρμού, ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» μας, όπου διαθέτουμε αναμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα (που μας κληρονόμησε η γεωγραφία, η γεωλογία, και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι). Ακόμη και εκεί, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις διαθέτουν στους επισκέπτες «φτηνές» υπηρεσίες, θέτοντας σε κίνηση έναν αυτοκαταστροφικό φαύλο κύκλο: η αδιαφορία για το ανθρώπινο δυναμικό ρίχνει την ποιότητα, η χαμηλή ποιότητα ρίχνει τις τιμές, τα πακέτα των tour operators ρίχνουν τα περιθώρια κέρδους, η αναζήτηση κερδοφορίας ρίχνει και άλλο τους μισθούς – αν χρειαστεί μεταμφιέζοντας τους εργαζόμενους σε «μαθητευόμενους» ή προσλαμβάνοντας μετανάστες με μεροκάματα κάτω από τα κατώτατα. Σε μια τέτοια νοοτροπία «φτηνής ανάπτυξης» και εκτεταμένης παραβατικότητας, η μείωση των κατώτατων μισθών δεν μπορεί να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, οι «κόκκινες γραμμές» βοηθάνε τον ΣΕΒ, τη ΝΔ, την Εκκλησία της Ελλάδος και κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης να κάνουν δωρεάν επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας, αλλά δεν προσφέρουν καμμιά απολύτως υπηρεσία στους εργαζόμενους που απειλούνται από την ανεργία ή υφίστανται την εργοδοτική αυθαιρεσία (ή και τα δύο).

Φοβάμαι πως κάτι παρόμοιο ισχύει και για τη ΓΣΕΕ. Η περιχαράκωση των συνδικάτων στα τελευταία φρούρια των προνομίων και της μονιμότητας (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, όλο και λιγότερο Τράπεζες), και η ταυτόχρονη αποξένωσή τους από τις επιχειρήσεις όπου εργάζεται η συντριπτική πλειονότητα της εργατικής τάξης, τα καταδικάζει στην αργή παρακμή.

Εάν τα συνδικάτα μας θέλουν να προσφέρουν στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα ελπίδα και προοπτική, ας αναλάβουν μια γενναία πρωτοβουλία (με όλο το ρίσκο που της αναλογεί): ας προτείνουν στην τρόικα, στην κυβέρνηση και στον ΣΕΒ μια μικρότερη μείωση του κατώτατου μισθού, με αντάλλαγμα τη δέσμευση των εργοδοτικών οργανώσεων για (α) αυστηρή εφαρμογή της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας σε όλες τις επιχειρήσεις, (β) σταδιακή βελτίωση του κατώτατου μισθού καθώς ανακάμπτει η οικονομία, και (γ) ανάλογη μείωση των τιμών από σήμερα.