Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διάφορα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διάφορα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

5 Σεπτεμβρίου 2025

Quo vadis Europa?

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του ΕΛΙΑΜΕΠ στο πλαίσιο του αφιερώματος με τίτλο "State of the European Union: Ποια μηνύματα αναμένουμε για την πορεία της Ευρώπης; – Οι αναλυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ απαντούν" (Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025).


Για πρώτη φορά μετά από 80 χρόνια, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες απειλές.

Κάποιες προέκυψαν ξαφνικά, αν και οι ρίζες τους πάνε βαθιά στο χρόνο: ρωσική επιθετικότητα, αμερικανική αντιπάθεια, κινεζικός επεκτατισμός, μεσανατολική ανάφλεξη.

Άλλες είναι προϊόν αδυναμιών που δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως, και που σήμερα έχουν κακοφορμίσει: οικονομική υστέρηση, έλλειμμα καινοτομίας, δημογραφική γήρανση, θεσμική ακινησία, πολιτικός κατακερματισμός.

Το συνδυασμένο αποτέλεσμά τους είναι ότι τα παιδιά μας και τα παιδιά τους κινδυνεύουν να μεγαλώσουν σε μια Ήπειρο ευάλωτη και ανασφαλή, ανήμπορη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, με ξεπερασμένη οικονομία, στάσιμο βιοτικό επίπεδο, και κοινωνίες που βράζουν από θυμό.

Εύκολα μπορεί να περιγράψει κανείς το ζοφερό σενάριο. Η νίκη της Λεπέν (ή του Μπαρντελλά) στις προεδρικές εκλογές του 2027 θα φέρει τη Γαλλία σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΕ, και θα παραλύσει οποιαδήποτε απόπειρα συγκροτημένης ευρωπαϊκής αντίδρασης.

Στη σύγχυση που θα επακολουθήσει, η κάθε χώρα θα προσπαθήσει να περισώσει ό,τι μπορεί. Αφήνω στη φαντασία του αναγνώστη τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Εσθονία, ή για τη Δανία (και – γιατί όχι; - για την Κύπρο ή την Ελλάδα).

Το εναλλακτικό σενάριο ξεκινά από τη συνειδητοποίηση ότι καμιά χώρα δεν θα τα καταφέρει μόνη της. Άρα: στενή συνεργασία για την άμυνα, την οικονομία, τη μετανάστευση. Δεν είναι το επικρατέστερο. Είναι απαιτητικό. Είναι όμως το μόνο που μπορεί να μας γλυτώσει από χειρότερες περιπέτειες.

1 Σεπτεμβρίου 2025

Τι μέλλει γενέσθαι τώρα με την Ουκρανία;

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του ΕΛΙΑΜΕΠ στο πλαίσιο του αφιερώματος με τίτλο "Ουκρανία: Τι μέλλει γενέσθαι; – Οι αναλυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ απαντούν" (Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025).

Δεν είμαι ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής, αλλά ως απλός αναγνώστης του διεθνούς Τύπου έχω σχηματίσει τη γνώμη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχιστεί για αρκετά χρόνια ακόμη. Οι λόγοι είναι εξής:

  1. Οι ΗΠΑ πλέον είναι πολιτικά και ψυχολογικά στο πλευρό της Ρωσίας. Δύο κυρίως παράγοντες φαίνεται να εμποδίζουν τον Τραμπ να εγκαταλείψει πλήρως την Ουκρανία: η επιθυμία του να πάρει το Βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη, και τα προσδοκόμενα οφέλη από την παράταση του πολέμου για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία (με χρήματα των Ευρωπαίων). Εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ δεν φαίνεται πιθανό να δοθούν, ή αν δοθούν να τηρηθούν, συνεπώς δεν πρόκειται να αποτρέψουν τη Ρωσία να επιτεθεί ξανά.
  2. Η Ρωσία του Πούτιν αναπολεί την εποχή που ήταν υπερδύναμη, αλλά η ρωσική οικονομία είναι μικρότερη από την ιταλική. Είναι αλήθεια ότι ο ρωσικός στρατός, χάρη στην υπεροπλία του, και στην αδιαφορία της ηγεσίας του για τις ανθρώπινες απώλειες, σημειώνει προόδους στο ουκρανικό μέτωπο. Όσο η πορεία του πολέμου παραμένει ευνοϊκή, η Ρωσία δεν έχει λόγο να δεχθεί ανακωχή. Όμως η πρόοδος του ρωσικού στρατού είναι απελπιστικά αργή: το βρετανικό υπουργείο αμύνης εκτιμά ότι με το σημερινό ρυθμό θα χρειαστεί τεσσεράμιση χρόνια για να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο των τεσσάρων περιοχών (Λούχανσκ, Ντόνετσκ, Ζαπορίζια, Χερσών) που διεκδικεί.
  3. Η Ουκρανία μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αλλά είναι απίθανο να ενταχθεί στη ρωσική σφαίρα επιρροής, όπως ονειρεύονται στο Κρεμλίνο. Αφενός, η ρωσική εισβολή έχει τονώσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της (ακόμη και των ρωσόφωνων), συνεπώς ο διάδοχος του Ζελένσκι δύσκολα θα είναι της αρεσκείας του Πούτιν. Αφετέρου, το μέγεθος και το αξιόμαχο του ουκρανικού στρατού εγγυώνται την διαιώνιση της σύγκρουσης.
  4. Η ρωσική επιθετικότητα δεν απειλεί μόνο την Ουκρανία. Εάν υποκύψει η Ουκρανία, το επόμενο θύμα της Ρωσίας του Πούτιν θα είναι η Μολδαβία ή οι χώρες της Βαλτικής. Μόνο η στρατιωτική ισχύς μπορεί να αποτρέψει τη ρωσική επιθετικότητα. Η Ευρώπη σήμερα δεν διαθέτει την αμυντική ικανότητα να υποχρεώσει τη Ρωσία του Πούτιν σε αναδίπλωση. Διαθέτει όμως τους πόρους, υλικούς και ανθρώπινους, που θα της επιτρέψουν να την αποκτήσει – αρκεί να το θελήσει. Με τη σειρά του, αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα αναγνωρίσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες ότι η ασφάλεια, η ευημερία, ακόμη και η ελευθερία τους, είναι σήμερα σε θανάσιμο κίνδυνο.

13 Οκτωβρίου 2024

Το πρόβλημα με τα φιλοδωρήματα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024).

Η πρόσφατη ετυμηγορία του Αρείου Πάγου ότι το φιλοδώρημα είναι μέρος του μισθού, και άρα θα πρέπει να υπόκειται σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, εγείρει διάφορα ζητήματα: φορολογικής πολιτικής, ρύθμισης της αγοράς εργασίας, ακόμη και ηθών και εθίμων. Ας δούμε μερικά από αυτά.

Η φορολόγηση όλων των εισοδημάτων, ανεξαρτήτως πηγής, με ενιαίο τρόπο αποτελεί καλή πρακτική, αφού καθιστά ατελέσφορα διάφορα τερτίπια φοροαποφυγής, ενώ επίσης εγγυάται την ορθή εφαρμογή της φορολογικής κλίμακας που επιλέγει ο νομοθέτης. Αυτή όμως η καλή πρακτική συχνά παραβιάζεται. Σε πολλές χώρες, κάποια εισοδήματα φορολογούνται με διαφορετική, ευνοϊκότερη κλίμακα από ό,τι οι αμοιβές μισθωτής εργασίας. Στην Ελλάδα, η (κακή) αυτή πρακτική εφαρμόζεται ευρύτατα, στα εισοδήματα από μερίσματα, τόκους, αδιανέμητα κέρδη, ακίνητη περιουσία κ.ά. Επιπλέον, οι αγρότες απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος ή περίπου, οι ελεύθεροι επαγγελματίες νομίμως καταβάλλουν χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές – όσο για τους δικαστές, με απόφαση του διαβόητου Μισθοδικείου (που απαρτίζεται από καθηγητές Νομικής και ... δικαστές), το 25% των αποδοχών τους απαλλάσσεται από τη φορολόγηση.

Στο δημόσιο τομέα ευδοκιμούν τα παντός είδους επιδόματα, από τα αλήστου μνήμης «προθέρμανσης αυτοκινήτου» (ΟΤΕ), «πλυσίματος χεριών (ΟΣΕ), «έγκαιρης προσέλευσης» (ΕΘΕΛ), «αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης υποθέσεων» (υπουργείο Δικαιοσύνης), έως το «επίδομα βιβλιοθήκης» που καταβάλλεται ακόμη στους πανεπιστημιακούς. Όλα αυτά επινοήθηκαν ακριβώς για να μην φορολογούνται (και να μην υπολογίζονται για τη σύνταξη, ή παλαιότερα στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή). Όμως, όταν η απόκλιση από τον κανόνα γίνεται η ίδια κανόνας, η επίκλησή του για τη φορολόγηση των φιλοδωρημάτων μοιάζει με κακόγουστο αστείο.

Όμως για να φορολογηθεί το φιλοδώρημα θα πρέπει πρώτα να αποδίδεται στους εργαζόμενους, πράγμα που, όπως εμμέσως παραδέχθηκε ο αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εστιατόρων, κληθείς να σχολιάσει την απόφαση του Αρείου Πάγου, συχνά δεν συμβαίνει (ο κ. Κουράσης μίλησε για «εύκολη παράβαση»).

Προφανώς, το πρόβλημα έχει προκύψει από τη σταδιακή υποχώρηση των πληρωμών με μετρητά, καθώς και από τη διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές. Παλιά όλα τα «πουρμπουάρ» πήγαιναν σε έναν κουμπαρά, το περιεχόμενο του οποίου μοιραζόταν στους σερβιτόρους στο τέλος της βάρδιας. Τώρα ο πελάτης πρέπει να επιλέξει εάν δέχεται να χρεωθεί ένα επιπλέον 10% για φιλοδώρημα, το οποίο ίσως στο τέλος καταβληθεί στους σερβιτόρους, ίσως όχι.

Ο υπογράφων αισθάνεται πάντοτε αμήχανα όταν πρέπει να επιλέξει πόσο φιλοδώρημα θα αφήσει. Βρίσκει όλο αυτό κάπως υποτιμητικό για τον εργαζόμενο που τον εξυπηρέτησε. Για αυτό θα προτιμούσε σαφείς κανόνες («φιλοδώρημα = +χ% επί του λογαριασμού»), ή ακόμη καλύτερα την πλήρη κατάργηση αυτής της κάπως απηρχαιωμένης συνήθειας. Και για αυτό είναι ευτυχής που ζει σε μια πόλη όπου κανείς δεν δίνει – ούτε περιμένει – φιλοδώρημα.

Πράγματι, το savoir faire του φιλοδωρήματος διαφέρει σημαντικά ανά τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, ο πελάτης που δεν θα αφήσει φιλοδώρημα ίσο με 15% ή 20% του λογαριασμού θεωρείται απίστευτα αγενής, ή αυστηρός κριτής της εξυπηρέτησής του. Για αυτό άλλωστε οι απανταχού φιλελεύθεροι λατρεύουν τα φιλοδωρήματα ως μέθοδο αποκεντρωμένης αξιολόγησης και συνακόλουθης κατανομής πόρων. Όμως η κακή εξυπηρέτηση συνήθως οφείλεται στην κακή οργάνωση του εστιατορίου, οπότε μου φαίνεται άδικο να την πληρώνει ο σερβιτόρος. Από την άλλη, η προσδοκία φιλοδωρήματος κρατάει χαμηλά τους μισθούς. Ο νομοθέτης των ΗΠΑ προβλέπει χαμηλότερο ομοσπονδιακό κατώτατο μισθό για την κατηγορία «tipped employees»: 2,13 δολλάρια την ώρα αντί για 7,25.

Αντίθετα στην Ιαπωνία το φιλοδώρημα θεωρείται προσβλητικό. Τείνω να συμφωνήσω με τους Ιάπωνες (και με τους Μιλανέζους). Όχι μόνο λόγω αμηχανίας. Αλλά και επειδή, ως πανεπιστημιακός, θα φρίκαρα αν κάποιος φοιτητής μου έλεγε «ωραίο το μάθημά σου, πάρε 10 ευρώ να πιεις ένα ποτό από εμένα». Όλοι οι συνάδελφοί μου σε όλο τον κόσμο το ίδιο θα ένιωθαν. Βέβαια, άλλα «ευγενή επαγγέλματα» στη χώρα μας δεν φαίνεται να έχουν παρόμοιες αναστολές: π.χ. οι γιατροί, όπου το «φακελάκι» είναι συχνά τετραψήφιο. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.

1 Σεπτεμβρίου 2022

«Εξοδόχαρτο»

Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στο βιβλίο του Βαγγέλη Σιαφάκα «Εξοδόχαρτο / Μοναστηράκι» (εκδόσεις «Πόλις», Σεπτέμβριος 2022).

Τα κείμενα που απαρτίζουν το «Εξοδόχαρτο» του Βαγγέλη Σιαφάκα είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση στον κύκλο των αναγνωστών του από την αρχή, όταν τα δημοσίευε ένα-ένα στο fb, τους μήνες του εγκλεισμού, από τα μέσα του 2020 έως τα μέσα του 2021. Υπήρξα ένας από εκείνους που τον ενθάρρυναν να τα δημοσιεύσει σε βιβλίο. Με μοναδικό προσόν αυτό, βρέθηκα να το προλογίζω.

Ο λόγος που είχα σκεφτεί ότι αυτά τα κείμενα πρέπει να κυκλοφορήσουν σε βιβλίο δεν είναι (τόσο) ότι για τους ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας ο τυπωμένος λόγος έχει πάντοτε μεγαλύτερη αξία από τα έπεα πτερόεντα του ψηφιακού. Είναι ότι μου είχαν φανεί «μικρά κοσμήματα», πρωτότυπα και απολαυστικά, με πρώτες ύλες μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων (τον έρωτα και το θάνατο, την πολιτική και το ποδόσφαιρο, την πόλη και το χωριό, το ευτελές και το πολύτιμο της ανθρώπινης κωμωδίας), με αναγνωρίσιμους ήρωες που μένουν μαζί μας αφού έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή, και με ενοποιητική ουσία τη μοναδική φωνή του αφηγητή-συγγραφέα, αυτοσαρκαστική και επιεική, κυνική και τρυφερή. Έχοντας μόλις ξαναδιαβάσει ολόκληρη τη συλλογή, αισθάνομαι ότι όσοι γοητεύτηκαν από αυτά τα κείμενα και προέτρεψαν τον συγγραφέα να τα τυπώσει δικαιώνονται διπλά: αφενός η γοητεία τους αντέχει στο χρόνο, αφετέρου το σύνολο έχει μεγαλύτερη αξία από το άθροισμα των μερών.

Ας ξεκινήσουμε από τη μορφή. Το «Εξοδόχαρτο», χωρίς να το επιδιώκει, διαφημίζει τα θέλγητρα της βραχείας φόρμας. «Χωρίς να το επιδιώκει», επειδή εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το μέγεθος των κειμένων (500 περίπου λέξεις το καθένα) δεν υπαγορεύθηκε από προγραμματικές φιλοδοξίες, τις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας μάλλον θα απέρριπτε ειρωνικά, αλλά κυρίως από το ένστικτο του παλιού δημοσιογράφου, παρότι το μέσο στο οποίο πρωτοεμφανίστηκαν (fb) καλλιεργεί πολύ λιγότερο την αυτοπειθαρχία από ό,τι η εφημερίδα ή το δελτίο ειδήσεων. Όπως και να έχει, ανεξαρτήτως προθέσεων, τη σπουδαία και κάπως παραγνωρισμένη παράδοση των «μικροδιηγημάτων» ακολουθεί το «Εξοδόχαρτο», παράδοση στην οποία διέπρεψαν ο Μπόρχες και άλλοι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς. Πόσο βραχεία μπορεί να είναι αυτή η φόρμα το έδειξε ο Αουγκούστο Μοντερόσο με τον περίφημο «Δεινόσαυρο», ένα μικροδιήγημα επτά μόλις λέξεων: «Όταν ξύπνησε, ο δεινόσαυρος ήταν ακόμη εκεί». Μεταξύ των θαυμαστών του ήταν και ο Ίταλο Καλβίνο, που γνώριζε καλά την ισπανόφωνη λογοτεχνία, και είχε έφεση στα λογοτεχνικά πειράματα (όπως άλλωστε δείχνει η δραστηριοποίησή του στο OuLiPo, το «Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας», μαζί με τον Ρεϊμόν Κενώ και άλλους). Τόσο πολύ θαύμαζε τον Μοντερόσο ο Καλβίνο που για να τον τιμήσει αφιέρωσε στο ίδιο θέμα ένα από τα κεφάλαια των «Κοσμοκωμικών» του («Οι δεινόσαυροι»).

Εάν όμως η μορφή «ιντριγκάρει» τον αναγνώστη, αυτό που τον συναρπάζει είναι το περιεχόμενο. Στην ταινία «Μπάρτον Φινκ» των αδελφών Κοέν, ο ομώνυμος ήρωας (τον υποδύεται ο Τζον Τορτούρο), συγγραφέας το επάγγελμα, άσημος ακόμη, συναντιέται με τον νέο του εργοδότη, έναν κινηματογραφικό παραγωγό, που τον υποδέχεται δίπλα στην πισίνα, λέγοντάς του: «Ένα μόνο πράγμα μας ενδιαφέρει, Μπαρτ. Μπορείς να πεις μια ιστορία; Μπορείς να μας κάνεις να γελάσουμε; Μπορείς να μας κάνεις να κλάψουμε;» Το «Εξοδόχαρτο» δείχνει ότι ο Βαγγέλης Σιαφάκας ξέρει να κάνει και τα τρία. Είναι fabulator: έμαθε να λέει ιστορίες με τον τρόπο του τεχνίτη, όπως οι «πετράδες» της Ηπείρου (και της Αλβανίας) έμαθαν να σμιλεύουν την πέτρα και οι ιστορίες που λέει είναι αστείες και συγκινητικές, διασκεδαστικές και σπαραχτικές, εναλλάξ και ταυτοχρόνως. Ο αναγνώστης του «Απαγορευμένο σεξ στον ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟ», ή του «Ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη μου», ή του «Δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες: με ταράζουν» διατρέχει τον κίνδυνο να αρχίσει ξαφνικά να γελάει φωναχτά, κάνοντας τους γύρω του να στραφούν προς το μέρος του απορημένοι. Και όταν φτάσει να διαβάζει το «Μη φοβηθείς», ή το «Το τελευταίο όνειρο», ή το «Εξοδόχαρτο» (που δίνει το όνομα στη συλλογή), πάλι θα πρέπει να προσέχει αν βρίσκεται σε δημόσιο χώρο εκτός αν φοράει γυαλιά ηλίου, ή έχει πρόχειρα χαρτομάντηλα. Όσο για «Το κλάμα του πατέρα», ή για το «Κατηγορώ» (με το οποίο κλείνει η συλλογή), αφήνουν τον αναγνώστη άναυδο, συγκλονισμένο, σαν να έχει γίνει μόλις μάρτυρας ενός οδυνηρού τραύματος, που ο συγγραφέας δεν έχει διστάσει να αποκαλύψει, και που έχει καταφέρει να μιλήσει για αυτό με μαστοριά, διαύγεια και εντιμότητα, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν (αρχίζοντας από τον εαυτό του), μετατρέποντας έτσι με τρόπο σχεδόν αλχημικό κάτι προσωπικό σε κάτι άλλο οικουμενικό. Αυτή δεν είναι η μαγεία της μεγάλης λογοτεχνίας;

Όλα αυτά και πολλά ακόμη με την αμίμητη αφηγηματική φωνή του συγγραφέα, η οποία είναι ανευλαβής (με την έννοια ότι δεν έχει ιερό και όσιο), αμείλικτα αυτοσαρκαστική, δυσανεκτική ως προς τα πολλά «δήθεν» του κόσμου γύρω μας, επιεικής με τους χαρακτήρες που επινοεί, φιγούρες της διπλανής πόρτας, παρά την ευτέλειά τους (ή μήπως εξαιτίας της;), με μια λέξη: μοναδική. Μια φωνή που μιλάει μια γλώσσα ζωντανή, αληθινή, χωρίς φτιασίδια, όπως οι γοητευτικές γυναίκες του συγγραφέα, που δεν νοιάζονται καθόλου αν έχουν λίγη κυτταρίτιδα παραπάνω, ξέροντας άλλωστε καλά ότι ούτε οι άνδρες νοιάζονται.

Δεν θα επεκταθώ στα άλλα που με συνδέουν με τους κόσμους που πλάθει ο Βαγγέλης Σιαφάκας, και που με κάνουν να τον αισθάνομαι σαν δικό μου άνθρωπο, παρότι δεν είχαμε γνωριστεί (και βέβαια τώρα δεν θα γνωριστούμε ποτέ): ο Ρήγας, η Ιταλία, η Ήπειρος, ο κινηματογράφος, το ποδόσφαιρο είναι το (σαθρό) υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Δεν θα επεκταθώ επειδή το «Εξοδόχαρτο» πάει πολύ πέρα από όλα αυτά, τα μεταχειρίζεται απλώς ως αφορμή, για να πει κάτι μεγαλύτερο, που «μιλάει» σε κάθε αναγνώστη, όποια και αν είναι η καταγωγή του, η ηλικία του, το φύλο του, τα πολιτικά ή ποδοσφαιρικά του φρονήματα.

21 Αυγούστου 2022

Οι αθέατες παρενέργειες της «βαριάς βιομηχανίας» μας








Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 21 Αυγούστου 2022).

Ποιος δεν θα ήθελε να κερδίσει τον πρώτο λαχνό; Και όμως, όλες οι έρευνες δείχνουν ότι οι περισσότεροι κερδισμένοι του λαχείου γίνονται δυστυχέστεροι, όχι ευτυχέστεροι, σε σχέση με πριν. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις χώρες: τα κοιτάσματα πετρελαίου ή/και φυσικού αερίου έκαναν (πολύ) πλουσιότερους λίγους Ρώσους και Νιγηριανούς, αλλά συνολικά στη Ρωσία και στη Νιγηρία έκαναν περισσότερο κακό παρά καλό. Εξαιρέσεις υπάρχουν (π.χ. Νορβηγία), αλλά είναι εξαιρέσεις.

Οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «κατάρα των φυσικών πόρων» για να περιγράψουν το φαινόμενο. Η ανακάλυψη ενός νέου κοιτάσματος, μαζί με τα προφανή οφέλη, φέρνει αλλαγές που αλλοιώνουν και συχνά στρεβλώνουν την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Η εκμετάλλευση του νέου πόρου αποσπά κεφάλαιο και εργασία από άλλες δραστηριότητες, προκαλώντας το μαρασμό τους. Οι επιχειρηματικές ελίτ που τον ελέγχουν αποκτούν δυσανάλογη ισχύ, επηρεάζοντας προς όφελός τους τη δημόσια πολιτική. Η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση ανατροφοδοτεί την οικονομική στρέβλωση, αυξάνοντας το μειονέκτημα των άλλων κλάδων. Η πάση θυσία προστασία της κερδοφορίας του πόρου αναγορεύεται σε αυτονόητη ορθοδοξία, επισκιάζοντας π.χ. την προστασία του περιβάλλοντος. Ο εύκολος πλουτισμός ενθαρρύνει τον εφησυχασμό, καθυστερώντας την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων παραμελούνται, υποθηκεύοντας τη μελλοντική ευημερία της χώρας. Και ούτω καθεξής.

Ο αναγνώστης έχει ήδη καταλάβει «πού το πάει» ο συντάκτης αυτού του άρθρου. Ο δικός μας «πρώτος λαχνός» είναι ο τουρισμός: αυτή η πανέμορφη γωνιά της γης που κληρονομήσαμε, χωρίς (εδώ που τα λέμε) να έχουμε κάνει πολλά για να το αξίζουμε. Το 2019, ο τουρισμός στην Ελλάδα συνεισέφερε πάνω από 20% του ΑΕΠ και πάνω από 25% της απασχόλησης, πολύ περισσότερο από ό,τι στην Πορτογαλία, στην Ισπανία ή στην Ιταλία (στοιχεία του World Travel and Tourism Council).

Αυτή είναι η ευλογία. Υπάρχει όμως και η «κατάρα». Ο τουρισμός είναι ευπαθής δραστηριότητα: ένα θερμό επεισόδιο θα στείλει τους τουρίστες στο Algarve, η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να τους στείλει στις Εβρίδες. «Παράγοντες της αγοράς» ζητούν χαμηλή φορολογία (και χαμηλούς μισθούς) στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, όμως το εισιτήριο του πλοίου από τη Σίφνο στη Νάξο (απλή μετάβαση) κοστίζει 95 ευρώ. Η αλόγιστη ανάπτυξη πριονίζει το κλαδί όπου κάθεται: όταν κάθε σπιθαμή του νησιού καλυφθεί από τσιμέντο, η Μύκονος θα γίνει το νέο Benidorm. Τα τοπικά συμφέροντα λένε όχι στις ανεμογεννήτριες και ναι στις πισίνες, επιταχύνοντας τη διαδικασία που θα κάνει τον τόπο αβίωτο για τα παιδιά τους. Και ούτω καθεξής.

Τι μπορεί να γίνει; Πολλά, από την υπεράσπιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος των νησιών  έως την ενθάρρυνση του ορεινού τουρισμού. Όμως πρώτα θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι το σημερινό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης, όσα (εύκολα) κέρδη και αν αποφέρει σε αρκετούς, έχει προ πολλού εξαντλήσει τη χρησιμότητά του για τη χώρα.

20 Ιουνίου 2022

«Μάθαμε να ρίχνουμε, και χτυπάμε στα ίσια»

Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο σεμινάριο «Η γενοκτονία των Εβραίων (1942-1945): Ιστορία, μνήμη, αναπαραστάσεις» (επιμέλεια: Οντέτ Βαρών-Βασάρ). Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος (Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούνιος 2022).

Όταν στις αρχές του μακρινού 1995, πρότεινα στον Θόδωρο Μαλικιώση (1932-2019), ψυχή των εκδόσεων «Θεμέλιο», να εκδώσει στα ελληνικά το «Αν όχι τώρα, πότε;» του Πρίμο Λέβι, για να τον πείσω εκθείασα το βιβλίο και τον συγγραφέα. Όπως απεδείχθη, υπήρξα πιο πειστικός από όσο περίμενα: δέχθηκε να το εκδώσει εάν αναλάμβανα εγώ τη μετάφρασή του. Εκείνη την εποχή εκτός από νέος και άμυαλος ήμουν επιπλέον και άνεργος: δέχθηκα χωρίς να το πολυσκεφτώ, και αμέσως άρχισα να μεταφράζω, με τη βοήθεια της Κιάρα Μορόνι.

Το 1995 ο Πρίμο Λέβι ήταν ακόμη άγνωστος στην Ελλάδα. Είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα μας δύο μόνο βιβλία του: το «Περιοδικό σύστημα» (Καστανιώτης) και το «Λίλιθ και άλλες ιστορίες» (Ροδαμός). Το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» και η «Ανακωχή», τα αριστουργήματα που χάρισαν στον Πρίμο Λέβι εξέχουσα θέση στο πάνθεον της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, κυκλοφόρησαν λίγο μετά, το 1997 και το 1998 αντιστοίχως.

Από όλα τα βιβλία του Πρίμο Λέβι που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, το «Αν όχι τώρα, πότε;» είναι το μόνο που έχει εξαντληθεί. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι απόδειξη της μεγάλης του απήχησης, αλλά αντίθετα της χλιαρής υποδοχής του.

Μόνο εικασίες μπορεί να κάνει κανείς για τις αιτίες αυτής της χλιαρής υποδοχής. Υποψιάζομαι, όμως, ότι ίσως συνέβαλε σε αυτό η ιδιαιτερότητα του ίδιου του βιβλίου. Το «Αν όχι τώρα, πότε;» δεν μοιάζει με τα άλλα βιβλία του Πρίμο Λέβι: είναι fiction – επινοημένη μυθιστορία (βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα), αντί για αυτοβιογραφικό βίωμα (μετουσιωμένο σε υψηλή λογοτεχνία). Από εκεί και πέρα, έχοντας βγει από την ίδια πέννα, είναι γραμμένο με την ίδια «μαστοριά» όπως τα άλλα βιβλία του, και με το ίδιο ανεπιτήδευτο ύφος, που σχεδόν αφήνει να μιλήσουν μόνα τους τα γεγονότα που περιγράφει, απορρίπτοντας τη ρητορική, τη μεγαλοστομία, το συναισθηματισμό, τον εύκολο εντυπωσιασμό.

Γράφει ο ίδιος ο Λέβι στο «Επίμετρο» του «Αν όχι τώρα, πότε;»:

Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από όσα μου διηγήθηκε πριν πολλά χρόνια ένας φίλος μου, που το καλοκαίρι του 1945 στο Μιλάνο είχε εργαστεί εθελοντικά στο γραφείο βοηθείας που περιγράφεται στο τελευταίο κεφάλαιο. Εκείνη την εποχή κατέφθαναν πραγματικά στην Ιταλία, μαζί με ένα τεράστιο κύμα επαναπατριζομένων και προσφύγων, ομάδες μαχητών παρόμοιες με αυτήν που επιχείρησα να περιγράψω: άντρες και γυναίκες που τους είχαν σκληρύνει μα όχι ταπεινώσει δοκιμασίες χρόνων, επιζήσαντες ενός πολιτισμού που ο ναζισμός είχε καταστρέψει μέχρι τις ρίζες, εξαντλημένοι μα με πλήρη συνείδηση της αξιοπρέπειάς τους. (σελ. 351)

Όπως έγραφα στον «Πρόλογο»:

Αντίθετα από ό,τι στα περισσότερα βιβλία του, στο «Αν όχι τώρα, πότε;» ο Πρίμο Λέβι εξιστορεί όχι τις – ευθέως ή εμμέσως – προσωπικές του εμπειρίες, αλλά τις σχεδόν απίστευτες περιπέτειες μιας ομάδας εβραίων παρτιζάνων, Ρώσων και Πολωνών, που βαδίζουν πολεμώντας από τα βαλτοτόπια της Λευκορωσίας μέχρι την ελεύθερη πια Ιταλία, σε μια περίοδο που εκτείνεται από τον Ιούλιο του 1943 ως τον Αύγουστο του 1945. Πρόκειται για μια ιστορία επινοημένη αλλά βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, μέρος της σχεδόν ξεχασμένης εποποιίας των δεκάδων χιλιάδων εβραίων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που, αντί να υποταχθούν στην φριχτή τους μοίρα της εξόντωσης, βρήκαν τη δύναμη να αντισταθούν και να ανταποδώσουν τα πλήγματα ενός εχθρού που είχε θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο ολοκληρωτικής εξολόθρευσης. (σελ. 12–13)

Ο ίδιος ο συγγραφέας, σε μια συνομιλία του με τον Φίλιπ Ροθ που αναδημοσιεύτηκε από το περιοδικό The New York Review of Books στην εφημερίδα La Stampa (26–27 Νοεμβρίου 1986), μίλησε ως εξής για το βιβλίο του:

Το «Αν όχι τώρα, πότε;» είναι ένα βιβλίο με απρόσμενη μοίρα. Διάφορα κίνητρα με ώθησαν να το γράψω. Τα απαριθμώ εδώ κατά σειρά σπουδαιότητας.

Είχα βάλει ένα είδος στοιχήματος με τον εαυτό μου. Μετά από τόση αυτοβιογραφία, ανοιχτή ή μεταμφιεσμένη, είσαι ή δεν είσαι συγγραφέας με πλήρη δικαιώματα, ικανός να οικοδομήσεις ένα μυθιστόρημα, να δημιουργήσεις πρόσωπα, να περιγράψεις τοπία στα οποία δεν έχεις βρεθεί ποτέ; Απόδειξέ το!

Ήθελα να διασκεδάσω γράφοντας ένα «γουέστερν» προσαρμοσμένο σε ένα ασυνήθιστο σενάριο. Ήθελα να διασκεδάσω τους αναγνώστες μου διηγούμενος μια ιστορία ουσιαστικά αισιόδοξη, γεμάτη ελπίδα, εύθυμη κατά διαστήματα, αν και με υπόβαθρο τις σφαγές.

Ήθελα να διαλύσω έναν κοινό τόπο ακόμη διαδεδομένο στην Ιταλία: ότι οι Εβραίοι είναι πράοι, άνθρωποι των βιβλίων (θρήσκοι ή κοσμικοί), άτομα ταπεινωμένα που έχουν υποστεί αιώνες διώξεων χωρίς ποτέ να εξεγερθούν. Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να αποτίσω φόρο τιμής σε εκείνους τους Εβραίους που σε συνθήκες απελπιστικές βρήκαν τη δύναμη και την ευφυΐα να αντισταθούν στους Ναζί.

Έτρεφα επίσης τη φιλοδοξία να γίνω ο πρώτος ιταλός συγγραφέας που περιγράφει τον κόσμο των γίντις. Ήθελα με άλλα λόγια να «χρησιμοποιήσω» τη δημοτικότητά μου στην Ιταλία για να βάλω στα χέρια πολλών αναγνωστών ένα βιβλίο που να έχει ως αντικείμενό του την κουλτούρα, τη γλώσσα, τη νοοτροπία και την ιστορία του ασκεναζικού εβραϊσμού, που στην Ιταλία είναι ουσιαστικά άγνωστος.

Η εγκυρότητα αυτών των κινήτρων αναγνωρίστηκε σε διαφορετικό βαθμό στις διάφορες χώρες στις οποίες εκδόθηκε το βιβλίο. Στην Ιταλία γνώρισε πλήρη επιτυχία σε όλους τους τομείς. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την Αγγλία και τη Γερμανία, κρίνοντας τουλάχιστον από τις πρώτες αντιδράσεις κοινού και κριτικών. Στη Γαλλία πέρασε ουσιαστικά απαρατήρητο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε μέτρια επιτυχία: η Yiddishkeit του κρίθηκε ήδη πασίγνωστη – θέμα, με άλλα λόγια, υπερβολικά οικείο ώστε να μιλά κανείς ακόμη για αυτό. Εξ άλλου, ο αμερικανός αναγνώστης συνειδητοποίησε ένα πραγματικό γεγονός, ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα βιβλίο «γιντ» γραμμένο από έναν συγγραφέα που δεν είναι «γιντ», μα που προσπάθησε να γίνει μελετώντας κείμενα και ακούγοντας αφηγήσεις.

Προσωπικά είμαι ικανοποιημένος από αυτό το βιβλίο, κυρίως επειδή διασκέδασα πολύ σχεδιάζοντας και γράφοντάς το. Για πρώτη και μοναδική φορά στη συγγραφική μου καριέρα είχα την εντύπωση ότι τα πρόσωπα του βιβλίου μου ήταν ζωντανά, ότι βρίσκονταν γύρω μου, και ότι μου υποδείκνυαν τα ίδια τις περιπέτειες τους και τους διαλόγους τους. Ο ένας χρόνος που είχα αφιερώσει στο γράψιμό του υπήρξε χρόνος ευτυχισμένος. Για αυτό, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, για μένα το βιβλίο αυτό υπήρξε απελευθερωτικό.

Δεν είναι μόνο το θέμα του βιβλίου συναρπαστικό: είναι και οι χαρακτήρες του γοητευτικοί. Όχι επειδή είναι ήρωες (αν και το να πολεμάς ένας εναντίον εκατό είναι οπωσδήποτε ηρωικό), αλλά επειδή είναι γεμάτοι ατέλειες, σέρνουν πίσω τους φριχτές μνήμες, και όμως καταφέρνουν να διατηρήσουν μέσα στις πιο εφιαλτικές συνθήκες τον αυτοσεβασμό τους και την ανθρωπιά τους.

Ας αρχίσουμε με τον Γκένταλε, τον ιδιόρρυθμο ηγέτη της ομάδας των εβραίων παρτιζάνων:

Μερικοί κοιμούνταν ήδη όταν ο Γκένταλε πήρε το βιολί και άρχισε να τραγουδά. Μα δεν τραγουδούσε για να τον χειροκροτήσουν. Τραγουδούσε χαμηλόφωνα, αυτός που ήταν τόσο φωνακλάς όταν μιλούσε. Άλλοι γκενταλιστές άρχισαν και αυτοί να τραγουδούν. Κάποιες από τις φωνές της χορωδίας ήταν αρμονικές και άλλες λιγότερο, μα όλοι τραγουδούσαν με πεποίθηση και συγκίνηση. Ο Μέντελ και οι δικοί του άκουγαν κατάπληκτοι τον ρυθμό, που ήταν γοργός, σχεδόν μαρς, και τα λόγια, που ήταν αυτά:

Μας αναγνωρίζετε; Είμαστε τα πρόβατα του γκέττο
Κουρεμένα για χίλια χρόνια, παραιτημένα στην προσβολή.
Είμαστε οι ράφτες, οι γραφιάδες, και οι ψάλτες
Μαραμένοι στον ίσκιο του Σταυρού.

Τώρα μάθαμε τα μονοπάτια του δάσους
Μάθαμε να ρίχνουμε, και χτυπάμε στα ίσια.

Αν δεν είμαι εγώ για τον εαυτό μου, ποιος θα είναι για μένα;
Αν όχι έτσι πώς; Κι αν όχι τώρα, πότε;

Τα αδέλφια μας ανέβηκαν στον ουρανό
Μέσα από τις καμινάδες του Σομπιμπόρ και της Τρεμπλίνκα
Σκάψανε οι ίδιοι έναν τάφο στον αέρα.
Μόνο εμείς οι λίγοι επιζήσαμε
Για την τιμή του καταποντισμένου μας λαού
Για την εκδίκηση και τη μαρτυρία.

Αν δεν είμαι εγώ για τον εαυτό μου, ποιος θα είναι για μένα;
Αν όχι έτσι πώς; Κι αν όχι τώρα, πότε;

Είμαστε οι γιοι του Δαυίδ, οι πεισματάρηδες της Μακηδά
Ο καθένας από μας κουβαλά στην τσέπη του την πέτρα
Που κομμάτιασε το μέτωπο του Γολιάθ.
Αδέλφια, μακριά από την Ευρώπη των μνημάτων:
Ας κατεβούμε μαζί προς τη γη εκείνη
Όπου θα είμαστε άνθρωποι ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους.

Αν δεν είμαι εγώ για τον εαυτό μου, ποιος θα είναι για μένα;
Αν όχι έτσι πώς; Κι αν όχι τώρα, πότε;

Μόλις σταμάτησαν να τραγουδάνε, αποκοιμήθηκαν όλοι τυλιγμένοι στις κουβέρτες. Ξαγρυπνούσαν μόνο οι σκοποί, σκαρφαλωμένοι στα δέντρα στις τέσσερις γωνίες του στρατοπέδου. Το άλλο πρωί ο Μέντελ ρώτησε τον Γκένταλε:

«Τι τραγουδούσατε χθες το βράδυ; Είναι ο ύμνος σας;»

«Πες το έτσι αν θέλεις. Αλλά δεν είναι ύμνος, είναι απλώς ένα τραγούδι.»

«Εσύ το έχεις συνθέσει;»

«Η μουσική είναι δική μου, αλλά αλλάζει λίγο από μήνα σε μήνα, γιατί δεν είναι γραμμένη πουθενά. Τα λόγια, αντίθετα, δεν είναι δικά μου. Να τα, κοίτα, είναι γραμμένα εδώ.»

Από την εσωτερική τσέπη της χλαίνης του ο Γκένταλε ανέσυρε έναν φάκελο από μουσαμά δεμένο με σπάγκο. Τον έλυσε και έβγαλε ένα φύλλο χαρτί, διπλωμένο, τσαλακωμένο, με την επικεφαλίδα 13 Juni Samstag. Ήταν σκισμένο άγαρμπα από μια ατζέντα, και ήταν όλο σκεπασμένο με γίντις χαρακτήρες γραμμένους με μολύβι. Ο Μέντελ το πήρε, το κοίταξε με προσοχή, και μετά το έδωσε πίσω στον Γκένταλε.

«Με δυσκολία διαβάζω τυπωμένα γράμματα, χειρόγραφα δεν διαβάζω καθόλου. Έχω ξεχάσει.»

 Ο Γκένταλε είπε: «Εγώ έμαθα να διαβάζω αργά, το ’42, στο γκέττο του Κοσσόβου. Εκεί ήταν μαζί μας ο Μαρτίν Φοντάς. Στο επάγγελμα ήταν ξυλουργός, και έτσι κέρδιζε το ψωμί του μέχρι το τέλος, αλλά το πάθος του ήταν να συνθέτει τραγούδια. Τα έγραφε όλα μόνος του, λόγια και μουσική, και ήταν γνωστός σε όλη τη Γαλικία. Τα συνόδευε με την κιθάρα, και τραγουδούσε τα τραγούδια του σε γάμους και γιορτές της υπαίθρου, καμιά φορά και σε καφέ με ζωντανή μουσική. Ήταν ειρηνικός άνθρωπος, και είχε τέσσερις γιους, αλλά ήταν μαζί μας στην εξέγερση του γκέττο, το έσκασε μαζί μας και ήρθε στο δάσος, μόνος και όχι πια νέος: όλοι οι δικοί του είχαν σκοτωθεί. Τον επόμενο χρόνο, την άνοιξη, στα μέρη του Νοβογκρουντόκ, έγινε μια άσχημη εκκαθαριστική επιχείρηση. Οι μισοί από εμάς πέθαναν πολεμώντας, ο Μαρτίν τραυματίστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Γερμανός που του έκανε σωματική έρευνα βρήκε στην τσέπη του ένα φλάουτο. Ήταν περισσότερο φλογέρα παρά φλάουτο, ένα παιγνιδάκι της πεντάρας που ο Μαρτίν είχε φτιάξει μόνος του λαξεύοντας ένα κλαδί. Λοιπόν, εκείνος ο Γερμανός ήταν φλαουτίστας, και είπε του Μαρτίν ότι οι παρτιζάνοι απαγχονίζονται και οι Εβραίοι τουφεκίζονται, αλλά αφού εκείνος ήταν και Εβραίος και παρτιζάνος μπορούσε να διαλέξει. Αλλά ήταν και μουσικός, και έτσι, σαν Γερμανός που αγαπούσε τη μουσική, του επέτρεπε να εκφράσει μια τελευταία επιθυμία – αρκεί να ήταν λογική.

»Ο Μαρτίν ζήτησε να συνθέσει ένα τελευταίο τραγούδι, κι ο Γερμανός του παραχώρησε μισή ώρα καιρό, του έδωσε αυτό το φύλλο χαρτί, και τον έκλεισε σε ένα κελί. Πέρασε η μισή ώρα, γύρισε, τον έβαλε να του δώσει το τραγούδι, και τον σκότωσε. Ένας Ρώσος μας τη διηγήθηκε αυτή την ιστορία: στην αρχή συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, μετά οι Γερμανοί τον υποπτεύθηκαν ότι παίζει διπλό παιγνίδι και τον έκλεισαν στο διπλανό κελί από του Μαρτίν, αλλά κατάφερε να αποδράσει και έμεινε μερικούς μήνες μαζί μας. Φαίνεται ότι ο Γερμανός ήταν υπερήφανος για το τραγούδι του Μαρτίν, το έδειχνε σε όλους σαν αξιοπερίεργο, σχεδίαζε να το δώσει να του το μεταφράσουν με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά δεν πρόλαβε. Δεν τον αφήναμε από τα μάτια μας, τον ακολουθήσαμε, τον ξεμοναχιάσαμε, και μια νύχτα μπήκαμε ξυπόλυτοι στην επιταγμένη ίσμπα όπου έμενε. Σε εμένα αρέσει η δικαιοσύνη, και ήθελα να τον ρωτήσω ποια είναι η τελευταία του επιθυμία, μα ο Μόττελ με πίεζε να βιαστώ, και έτσι τον στραγγάλισα στο κρεβάτι του. Βρήκαμε πάνω του το φλάουτο του Μαρτίν και το τραγούδι: σε εκείνον δεν έφερε τύχη, αλλά για μας είναι σαν φυλαχτό. Να, κοίτα εδώ: μέχρι εδώ κάτω είναι οι στίχοι που μας άκουσες να τραγουδάμε, κι αυτά τα λόγια στο τέλος λένε τα εξής: «Γραμμένο από εμένα, τον Μαρτίν Φοντάς, που πρόκειται να πεθάνει. Σάββατο 13 Ιουνίου 1943.» Η τελευταία φράση δεν είναι στα γίντις αλλά στα εβραϊκά, λόγια που γνωρίζεις: «Άκουε Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών Κύριος είς εστί.»

»Είχε συνθέσει κι άλλα πολλά τραγούδια, χαρούμενα και λυπητερά. Το πιο διάσημο το είχε γράψει πολλά χρόνια πριν φτάσουν οι Γερμανοί στην Πολωνία, με αφορμή ένα πογκρόμ: εκείνο τον καιρό τα πογκρόμ φρόντιζαν να τα κάνουν οι χωρικοί. Όλοι οι Πολωνοί το γνωρίζουν, όχι μόνο οι Εβραίοι, μα κανείς δεν ξέρει ότι το έχει συνθέσει ο Μαρτίν ο ξυλουργός.»

Ο Γκένταλε τακτοποίησε τον φάκελο και τον ξανάβαλε στην τσέπη. «Φτάνει τώρα: σκέψεις σαν κι αυτές δεν είναι για όλες τις μέρες. Είναι καλές για μια στο τόσο, αλλά αν τις αφήνεις μέσα σου σε δηλητηριάζουν, και μετά δεν είσαι πια παρτιζάνος. Και κράτα το καλά στο μυαλό σου ότι εγώ σε τρία πράγματα πιστεύω μόνο: στη βότκα, στις γυναίκες, και στο οπλοπολυβόλο. Κάποτε πίστευα και στη λογική, αλλά τώρα πια όχι.» (σελ. 165–169)

Να πώς γράφει ο συγγραφέας για τον Μέντελ τον ωρολογοποιό, τον εξαντλημένο και απρόθυμο πολεμιστή, που έχει χάσει τα πάντα εκτός από την αξιοπρέπεια και την αίσθηση του δικαίου. Σε μια από τις πιο ελεγειακές σελίδες του βιβλίου, η ομάδα των Εβραίων παρτιζάνων, μαζί με μια ομάδα Πολωνών πατριωτών (παραδόξως, λιγότερο αντισημιτική), κατευθύνονται προς μια περιοχή όπου Πολωνοί και Ρώσοι μαχητές βρίσκονται περικυκλωμένοι από υπέρτερες δυνάμεις της Βέρμαχτ. Φτάνουν όταν η μάχη έχει μόλις τελειώσει, με νίκη των Γερμανών.

Ο βόμβος των οχημάτων των Γερμανών έγινε πιο ακαθόριστος, μέχρι που έσβησε. Ο Έντεκ διέταξε να προχωρήσουν αθόρυβα. Από δέντρο σε δέντρο, οι άντρες άρχισαν να ανεβαίνουν, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, ούτε κάποιο σημείο ζωής. Λίγο ψηλότερα τα δέντρα αραίωσαν, και μετά εξαφανίστηκαν: η ομίχλη είχε σηκωθεί, κι έγινε ορατό το πεδίο της μάχης. Η κορυφή του λόφου ήταν ένας χερσότοπος, αυλακωμένος από ίχνη μονοπατιών κι από έναν μοναδικό χωματόδρομο που έβγαζε σε ένα ογκώδες κτίσμα, ίσως κάποιο παλιό φρούριο. Το έδαφος ήταν γεμάτο νεκρούς, μερικοί ήταν ήδη παγωμένοι και αλύγιστοι, πολλοί ακρωτηριασμένοι ή κατακρεουργημένοι από τραύματα φριχτά. Δεν ήταν όλοι Πολωνοί της Armia Krajowa: μια συμπαγής ομάδα, που πρέπει να κράτησε μέχρι το τέλος, απαρτιζόταν από ρώσους παρτιζάνους. Άλλοι, στα όρια του πεδίου, ήταν της Βέρμαχτ.

«Είναι όλοι νεκροί. Δεν καταλαβαίνω από ποιον ζητούσαν να παραδοθεί», είπε ο Γκένταλε: χωρίς να το συνειδητοποιεί μιλούσε χαμηλόφωνα, σαν να ήταν σε εκκλησία.

«Δεν ξέρω», απάντησε ο Έντεκ. «Ίσως οι πυροβολισμοί που ακούσαμε φτάνοντας να ήταν των τελευταίων που είχαν εναπομείνει.»

Ο Μέντελ είπε: «Η ομίχλη προηγουμένως ήταν πολύ πυκνή, κι έτσι ζητούσαν από τους νεκρούς να παραδοθούν».

«Ίσως», είπε ο Μαριάν, «ο λόγος του μεγαφώνου να ήταν χαραγμένος σε δίσκο: οι Γερμανοί το έχουν κάνει κι άλλες φορές».

Εξερεύνησαν το έδαφος, εξετάζοντας τα σώματα ένα προς ένα: ίσως κάποιος να ήταν ακόμη ζωντανός. Κανείς δεν ήταν ζωντανός, μερικοί είχαν στον αυχένα ή στον κρόταφο το σημάδι της χαριστικής βολής. Ακόμη και στο φρούριο δεν υπήρχαν παρά νεκροί, Ρώσοι και Πολωνοί, κατά μεγάλο μέρος κλεισμένοι σε ένα πυργίσκο που τον είχε κάνει συντρίμμια μια βολή πυροβολικού. Πρόσεξαν ότι μερικοί από τους πεσόντες ήταν υπερβολικά αδύνατοι. Γιατί; 

«Άρα είναι αληθινή η φήμη που κυκλοφορεί», είπε ο Μαριάν.

«Ποια φήμη;» ρώτησε ο Μέντελ.

«Ότι στα Όρη του Αγίου Σταυρού υπήρχε μια φυλακή, κι ότι οι Γερμανοί άφηναν τους φυλακισμένους να πεθάνουν από την πείνα».

Πράγματι, στα υπόγεια του φρουρίου βρήκαν διαδρόμους και κελιά, οι ξύλινες πόρτες των οποίων είχαν παραβιαστεί. Ο Μέντελ βρήκε δυσανάγνωστες λέξεις γραμμένες με κάρβουνο πάνω σε έναν τοίχο, και φώναξε τον Έντεκ να τις αποκρυπτογραφήσει.

«Είναι τρεις στίχοι ενός ποιητή μας» είπε ο Έντεκ. «Λένε τα εξής»:

Μαρία, μην γεννάς στην Πολωνία
Αν δεν θέλεις να δεις το γιο σου
Καρφωμένο στο σταυρό μόλις γεννηθεί.
«Πότε τους έγραψε αυτούς τους στίχους ο ποιητής σας;» ρώτησε ο Γκένταλε.

«Δεν ξέρω. Αλλά για τη χώρα μου, οποιοσδήποτε αιώνας θα ταίριαζε».

Ο Μέντελ σιωπούσε, κι ένιωθε να κυριεύεται από σκέψεις πελώριες και μπερδεμένες. Όχι μόνο εμείς. Η θάλασσα της οδύνης δεν έχει πέρατα, δεν έχει βυθό, δεν μπορεί κανείς να την μετρήσει. Ορίστε, οι Πολωνοί, οι φανατικοί του Σταυρού, εκείνοι που μαχαίρωναν τους πατεράδες μας και εισέβαλλαν στη Ρωσία για να καταπνίξουν την επανάσταση. Και ο Έντεκ Πολωνός είναι. Και τώρα πεθαίνουν σαν κι εμάς, μαζί με εμάς. Πληρώνουν, δεν χαίρεσαι; Όχι, δεν χαίρομαι, το χρέος δεν μειώθηκε, αυξήθηκε, κανείς πια δεν μπορεί να το ξεπληρώσει. Μακάρι να μην πέθαινε κανένας πια. Ούτε κι οι Γερμανοί; Δεν ξέρω. Θα το σκεφτώ μετά, όταν θα έχουν όλα τελειώσει. Ίσως το να σκοτώνεις Γερμανούς είναι όπως όταν ο χειρουργός κάνει μια εγχείρηση: το να κόβεις ένα χέρι είναι φριχτό, αλλά πρέπει να γίνει και γίνεται. Ας τελειώσει ο πόλεμος Θεέ μου, που σε σένα δεν πιστεύω. Αν υπάρχεις, κάνε να τελειώσει ο πόλεμος. Γρήγορα και παντού. Ο Χίτλερ έχει ήδη ηττηθεί, αυτοί οι νεκροί δεν εξυπηρετούν πια κανέναν.

Δίπλα του, με τα πόδια όπως κι εκείνος μέσα στα ρείκια που ήταν λεκιασμένα από το αίμα και μουσκεμένα από τη βροχή, ο Έντεκ τον κοίταζε με πρόσωπο ωχρό.

«Προσεύχεσαι, Εβραίε;» τον ρώτησε. Μα στο στόμα του Έντεκ η λέξη «Εβραίος» δεν έσταζε φαρμάκι. Γιατί; Γιατί όλοι είναι Εβραίοι για κάποιον άλλον, γιατί και οι Πολωνοί είναι Εβραίοι για τους Γερμανούς και τους Ρώσους. Γιατί ο Έντεκ είναι άνθρωπος πράος, που έμαθε να πολεμάει. Διάλεξε το ίδιο με μένα κι είναι αδελφός μου, ακόμη κι αν εκείνος είναι Πολωνός και μορφωμένος, κι εγώ είμαι Ρώσος από χωριό και εβραίος ωρολογοποιός.» (σελ. 253–255)

Δεν βασανίζονται όλοι οι ήρωες του βιβλίου από αμφιβολίες και από τύψεις, όπως ο Μέντελ. Η Λίνε, για παράδειγμα, η υπερήφανη και γενναία πολεμίστρια, είναι γεμάτη βεβαιότητες. Να πώς φιλοτεχνεί το πορτραίτο της ο συγγραφέας:

«Η Λίνε μιλούσε λίγο, και ποτέ χωρίς λόγο: λίγες λέξεις μετά από σκέψη και χωρίς έμφαση, ειπωμένες με φωνή χαμηλή και ελαφρά ακατάληπτη, με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπο του συνομιλητή. Είχε τρόπους διαφορετικούς από εκείνους των γυναικών που είχε συναντήσει ο Μέντελ μέχρι τότε, Εβραίες ή όχι. Δεν ήταν ανάποδη, ούτε έκανε ψευτοντροπές, δεν έπαιζε θέατρο και δεν έκανε καπρίτσια. Όμως, όταν μιλούσε με κάποιον, πλησίαζε πρόσωπο με πρόσωπο, σαν να ήθελε να παρατηρήσει από κοντά τις αντιδράσεις του, συχνά ακουμπούσε και το χέρι της, μικρό και δυνατό, με τα νύχια μασημένα, στον ώμο ή στο μπράτσο του συνομιλητή της. Είχε άραγε συναίσθηση της θηλυκής φόρτισης αυτής της χειρονομίας; Ο Μέντελ την αντιλαμβανόταν έντονα, και δεν του έκανε έκπληξη που ο Λεονίντ ακολουθούσε τη Λίνε όπως ένας σκύλος ακολουθεί τον αφέντη του. Ήταν ίσως αποτέλεσμα της μακρόχρονης αποχής, αλλά του Μέντελ, όταν παρατηρούσε τη Λίνε, του ερχόταν στο μυαλό η Ραάβ, η πλανεύτρα της Ιεριχούς, και οι άλλες σαγηνεύτρες του ταλμουδικού θρύλου. Είχε βρει τα ίχνη τους σε ένα παλιό βιβλίο του ραββίνου δασκάλου του: ένα βιβλίο απαγορευμένο, μα ο Μέντελ ήξερε που ήταν κρυμμένο, και το είχε ξεφυλλίσει στα κρυφά αρκετές φορές, με όλη την περιέργεια ενός δεκατριάχρονου, ενώ ο ραββίνος κοιμόταν στην πνιγηρή ζέστη του μεσημεριού στην πολυθρόνα με την ψηλή πλάτη. Η Μελχόλ, που γοήτευε όποιον την έβλεπε. Η Ιαήλ, η θανατηφόρα παρτιζάνα του καιρού της, που είχε τρυπήσει το μέτωπο ενός στρατηγού με ένα καρφί, και που όμως πλάνευε όλους τους άντρες μόνο και μόνο με τον ήχο της φωνής της. Η Αβιγαία, η συνετή βασίλισσα, που μάγευε όποιον τη σκεφτόταν. Μα η Ραάβ ήταν ανώτερη όλων: όποιος άντρας πρόφερε απλώς το όνομά της έχυνε αμέσως το σπέρμα του.

Όχι, το όνομα της Λίνε δεν είχε αυτή την ιδιότητα. Όλοι στο Νοβοσέλσκι ήξεραν την ιστορία της Λίνε και του ονόματός της, που δεν είναι ούτε ρωσικό, ούτε γίντις, ούτε εβραϊκό. Οι γονείς της Λίνε, Ρωσοεβραίοι φοιτητές φιλοσοφίας, την είχαν φέρει στον κόσμο χωρίς να το πολυσκεφτούν μέσα στα πύρινα χρόνια της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου. Ο πατέρας της είχε καταταγεί εθελοντής και είχε χαθεί στη Βολίνια, σε μάχη εναντίον των Πολωνών. Η μητέρα της είχε βρει δουλειά ως εργάτρια σε ένα υφαντουργείο. Νωρίτερα είχε πάρει μέρος στην οκτωβριανή επανάσταση επειδή είχε δει σε αυτήν τη δική της απελευθέρωση, ως Εβραία και ως γυναίκα. Είχε οργανώσει συγκεντρώσεις στις πλατείες, και είχε βγάλει λόγους στα Σοβιέτ: ήταν οπαδός και θαυμάστρια της Έμμελιν Πάνκχερστ, της ευγενικής και αδάμαστης κυρίας που το 1918 είχε κατακτήσει το δικαίωμα της ψήφου για τις Αγγλίδες, και ήταν ευτυχής που είχε φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι μερικούς μήνες αργότερα, γιατί έτσι είχε μπορέσει να της δώσει το όνομα Έμμελιν, που όλοι από το νηπιαγωγείο ακόμη είχαν συντομεύσει σε Λίνε. Αλλά ούτε κι η γιαγιά της Λίνε από τη μητέρα της, η Άννα Καμίνσκαγια, ήταν γυναίκα για κουζίνα, μωρά, και εκκλησία. Είχε γεννηθεί το 1858, τον ίδιο χρόνο, μήνα και μέρα με την Πάνκχερστ, το είχε σκάσει από το σπίτι για να σπουδάσει οικονομικά στη Ζυρίχη, και είχε γυρίσει μετά στη Ρωσία για να κηρύξει την παραίτηση από όλα τα γήινα αγαθά, την καταγγελία του γάμου, και την ισότητα όλων των εργατών, χριστιανών ή εβραίων, αντρών ή γυναικών. Για αυτό την είχαν εκτοπίσει στο Ομσκ, όπου είχε γεννηθεί η μητέρα της Λίνε. Στη μικροσκοπική κάμαρα όπου κατοικούσαν, στο Τσέρνικωβ, η Λίνε θυμόταν να κρέμεται κορνιζαρισμένη στον τοίχο πίσω από τη σόμπα η φωτογραφία της Πάνκχερστ που η μητέρα της είχε κόψει από ένα περιοδικό: στη σύλληψή της το 1914, η μικροσκοπική επαναστάτρια με τη μακριά φούστα και το καπελάκι με φτερά στρουθοκάμηλου ήταν μετέωρη στον αέρα, δυο πιθαμές από το λονδρέζικο πλακόστρωτο που γυάλιζε στη βροχή, αξιοπρεπής και απαθής μέσα στα χέρια ενός βρετανού αστυνομικού που έσφιγγε την ισχνή της πλάτη πάνω στην τεράστια κοιλιά του.

Στο Τσέρνικωβ, και μετά στο Κίεβο όπου είχε μετακομίσει για να σπουδάσει δασκάλα, η Λίνε σύχναζε σε σιωνιστικούς κύκλους και ταυτόχρονα στην τοπική Κομσομόλ. Δεν έβλεπε καμιά αντίφαση ανάμεσα στον σοβιετικό κομμουνισμό και στον αγροτικό κολλεκτιβισμό που κήρυτταν οι σιωνιστές. Όμως μετά το 1932 η ζωή των σιωνιστικών οργανώσεων έγινε όλο και πιο δύσκολη, μέχρι που διαλύθηκαν επίσημα. Στους Εβραίους που επιθυμούσαν μια γη δική τους, στην οποία να οργανωθούν και να ζήσουν σύμφωνα με τις δικές τους παραδόσεις, ο Στάλιν είχε προσφέρει μια άθλια περιοχή στην ανατολική Σιβηρία, το Μπιρομπιτζάν: όποιος ήθελε να ζήσει ως Εβραίος ας πήγαινε στη Σιβηρία, αν κάποιος απέρριπτε τη Σιβηρία πάει να πει ότι προτιμούσε να είναι Ρώσος. Τρίτος δρόμος δεν υπήρχε. Αλλά τι μπορεί να κάνει ένας Εβραίος που θέλει να είναι Ρώσος, όταν ο Ρώσος τον αποκλείει από το πανεπιστήμιο, τον φωνάζει «Γιντ», παρακινεί εναντίον του τους οργανωτές των πογκρόμ, και συνάπτει συμμαχία με τον Χίτλερ; Τίποτε δεν μπορεί να κάνει, ειδικά αν είναι γυναίκα. Η Λίνε είχε μείνει στο Τσέρνικωβ, όταν ήρθαν οι Γερμανοί έκλεισαν τους Εβραίους στο γκέττο, εκεί είχε ξαναβρεί μερικούς από τους φίλους της, σιωνιστές του Κιέβου. Μαζί, κι αυτή τη φορά με τη βοήθεια των σοβιετικών παρτιζάνων, είχαν αγοράσει λιγοστά όπλα, και είχαν μάθει να τα χρησιμοποιούν. Η Λίνε δεν είχε κλίση στις θεωρίες: στο γκέττο είχε υποφέρει από την πείνα, το κρύο και την κούραση, αλλά είχε αισθανθεί τις πολλές ψυχές της να ενώνονται. Η γυναίκα, η Εβραία, η σιωνίστρια και η κομμουνίστρια είχαν συμπυκνωθεί σε μια μόνο Λίνε, που είχε έναν και μόνο εχθρό.» (σελ. 127–129)

Έχει περάσει πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα από την έκδοση του βιβλίου, έκτοτε έγραψα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις για διάφορα θέματα, και για όλα τα γραπτά μου είμαι υπερήφανος. Για κανένα όμως δεν είμαι τόσο περήφανος όσο για αυτή τη μετάφραση.

1 Φεβρουαρίου 2022

Για την τηλεοπτική σειρά «Καταστροφές και θρίαμβοι»




Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022).

Ήμουν ένας από τους συνομιλητές του Στάθη Καλύβα στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς “Καταστροφές και θρίαμβοι” που προβλήθηκε χθες, οπότε ό,τι και να πω κινδυνεύει να παρεξηγηθεί (ή μάλλον, είναι βέβαιο ότι θα παρεξηγηθεί). Ας είναι.

Να τι έχω να πω για τη σειρά:

1. Η ιστορική ύλη είναι απέραντη και ζωντανή (μερικές φορές “το παρελθόν δεν παρέρχεται”), άρα είναι φυσιολογικό διαφορετικοί άνθρωποι, σε διαφορετικές εποχές, ή και στην ίδια εποχή, να επιλέγουν να φωτίσουν διαφορετικές πτυχές της, ακόμη και όταν δεν διαφωνούν για το “τι πραγματικά συνέβη”. Πολύ περισσότερο που ο τηλεοπτικός χρόνος είναι περιορισμένος. Συνεπώς, ο καθένας μας μπορεί να πει “το τάδε συμβάν ή η δείνα εποχή άξιζε περισσότερη εμβάθυνση”. Προσωπικά μου φαίνεται πιο γόνιμο - και πιο ακριβοδίκαιο - να δούμε τη σειρά ως αυτό που ήταν: μια πρωτότυπη πρόταση ανάγνωσης της ιστορίας μας, με σεβασμό στα ιστορικά γεγονότα, με την ιδιαίτερη ματιά του εμπνευστή της.

2. Όμως, η ανάγνωση της ιστορίας των 200 χρόνων που προτείνει η σειρά δεν είναι μόνο πρωτότυπη: είναι επίσης εμψυχωτική. Όχι με τον συνηθισμένο υπερφίαλο και συμπλεγματικό τρόπο (“περιούσιος λαός”), και για αυτό οι κάθε λογής υπερπατριώτες - στους ομοϊδεάτες των οποίων χρεώνονται άλλωστε όλες σχεδόν οι καταστροφές των τελευταίων δύο αιώνων - έμειναν δυσαρεστημένοι. Η σειρά ήταν εμψυχωτική με έναν ψύχραιμο και ώριμο τρόπο: αυτοί είμαστε, ικανοί για το χειρότερο, αλλά και για το καλύτερο. Το πρώτο το έχουμε πια μάθει καλά. Το δεύτερο το ξεχνάμε. Η σειρά μας το θυμίζει. Πολύτιμο μου φαίνεται αυτό. Τα επόμενα χρόνια θα μας χρειαστεί λίγη (προσγειωμένη) αυτοπεποίθηση.

3. Κάθε φορά που ένας καλός καθηγητής, αντί να κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι καλοί καθηγητές του κόσμου, δηλαδή να γράφει για άλλους καλούς καθηγητές, σε ένα κλειστό και κάπως αυτοαναφορικό κύκλωμα, απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ανεβαίνει πολύ στην εκτίμηση μου. Ο Καλύβας δεν έμεινε εκεί. Πέρασε σε άλλη διάσταση - από τις λέξεις στις εικόνες: έγινε τηλεοπτικός παραγωγός, έπεισε ένα κανάλι, βρήκε χρηματοδότηση, δούλεψε ατελείωτες ώρες, ρίσκαρε τη φήμη του, εκτέθηκε στην εύκολη κριτική (και στη δύσκολη) - για να φτιάξει μια επτάωρη εκπομπή που είδαν (υποθέτω) μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, οι οποίοι κατά σειρά (1) πληροφορήθηκαν (έμαθαν πράγματα που δεν ήξεραν), (2) διαπαιδαγωγήθηκαν (είδαν την ιστορία της χώρας τους αλλιώς), και (3) ψυχαγωγήθηκαν (πέρασαν ωραία, και βγήκαν με αναπτερωμένο ηθικό).

Με αυτή την έννοια, η σειρά “Καταστροφές και θρίαμβοι” εκπλήρωσε αυτό που το μακρινό 1922 (άλλη επέτειος και αυτή) όρισε ως αποστολή του BBC ο John Reith, πρώτος γενικός διευθυντής του: inform, educate, entertain. Η σειρά του Καλύβα ήταν συναρπαστική τηλεόραση σε ένα τηλεοπτικό τοπίο που δεν διακρίνεται για το υψηλό του επίπεδο (για να το πω ήπια).

Και αυτό ήταν, νομίζω, το μεγαλύτερο επίτευγμα όλων.


29 Οκτωβρίου 2021

Η χώρα αυτή είναι δική τους και δική μας

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021).

Υπάρχουν πολλοί γύρω μας που σκέφτονται (ή απλώς ζουν) με τρόπο που μας είναι απωθητικός. Ο προσωπικός μου κατάλογος περιλαμβάνει όσους πίνουν καφέ στις 7 το απόγευμα, τους καπνιστές (αν είναι θρασείς), τους φανατικούς οπαδούς όλων των ομάδων (ακόμη και της ΑΕΚ), τους αντιεμβολιαστές, τους θρησκόληπτους, τους εθνοσωτήρες, τους τραμπούκους, καθώς και όσους γουστάρουν Πολλάκη, Μπογδάνο και Μιχαλολιάκο. Μπορείτε να σβήσετε κάποιες από τις παραπάνω κατηγορίες και να προσθέσετε άλλες της αρεσκείας σας – ή μάλλον της απαρέσκειάς σας. Είναι φανερό ότι για πολλούς συμπατριώτες μου, ο κατάλογος περιλαμβάνει παιδιά σαν τον Ζακ, τους μαύρους (εκτός και εάν είναι διεθνούς φήμης μπασκετμπολίστες, ή ούτε τότε), και εσχάτως τους Ρομά.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να διώξουμε, ούτε να εξοντώσουμε, όσους δεν μας αρέσουν. Οι σύγχρονες κοινωνίες δεν λειτουργούν με τον αλγόριθμο του Facebook. Κάπως θα πρέπει να συμβιώνουμε μαζί τους, να μοιραζόμαστε την ίδια χώρα. Το ίδιο και εκείνοι με εμάς. Το ζήτημα είναι με ποιους κανόνες συμβίωσης.

Σε μια πολιτισμένη κοινωνία, είναι δουλειά των εκλεγμένων αντιπροσώπων να θεσπίζουν δίκαιους και λειτουργικούς κανόνες συμβίωσης, που να δίνουν ευκαιρίες και να εγγυώνται την ασφάλεια όλων. Και είναι δουλειά του κράτους – και ιδίως των σωμάτων ασφαλείας – να επιβάλλει την τήρηση αυτών των κανόνων. Με αυστηρότητα, αμεροληψία, και αυτοσυγκράτηση.

Σε μια πολιτισμένη κοινωνία, οι αστυνομικοί δεν γαζώνουν με σφαίρες τους επιβάτες ενός αυτοκινήτου μόνο και μόνο επειδή έκανε όπισθεν καταπάνω τους. Εάν το κάνουν, θα αντιμετωπίσουν κυρώσεις, υπηρεσιακές και ποινικές. Δεν τους χτυπά φιλικά την πλάτη ο πολιτικός τους προϊστάμενος. Εάν το κάνει, θα είναι σαν να κλείνει το μάτι και σε άλλους πιστολάδες, δίνοντάς τους το ελεύθερο να σκοτώσουν και άλλους άοπλους μικροπαραβάτες. Μέχρι να αρχίσουν και οι μικροπαραβάτες να κυκλοφορούν πάνοπλοι.

Το μονοπώλιο της βίας είναι θεμέλιο της κρατικής ισχύος, αλλά υπόκειται σε κανόνες και ελέγχους. Δεν είναι licence to kill. Η κατάχρησή του δεν είναι απλώς ηθικά καταδικαστέα (που και αυτό από μόνο του θα έπρεπε να είναι αρκετό για να την απορρίψουμε). Είναι επίσης αντιπαραγωγική: είναι ο συντομότερος δρόμος για να ξυπνήσουμε όλοι μας σε μια χώρα πιο αλλοπαρμένη, πιο επικίνδυνη, πιο βάρβαρη.
Αν πάψουν να μας σοκάρουν περιστατικά σαν αυτό που συνέβη στο Πέραμα, αν τα συνηθίσουμε, μάλλον θα πρέπει να ανησυχήσουμε: θα είναι επειδή χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε έχουμε αρχίσει να μοιάζουμε με το τέρας.

18 Ιανουαρίου 2018

«Σας είπα εγώ Γερμανοτσολιάδες;»

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018).

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο κ. Τσακαλώτος θίχτηκε που ο Γ. Ψαριανός θύμισε στη Βουλή – χωρίς να αναφέρεται στον ίδιο - την προσφιλή ύβρι του πάλαι ποτέ αντιμνημονιακού μπλοκ. Όπως ισχυρίστηκε στην απάντησή του ο υπουργός οικονομικών, ούτε ο ίδιος ούτε άλλοι υπουργοί που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στα έδρανα είχαν αποκαλέσει ποτέ κάποιον «γερμανοτσολιά». «Σας προκαλώ. Βρείτε έστω και μια φορά να έχω πει κάτι τέτοιο», είπε χαρακτηριστικά.

Πολύ ωραία, ας μην αμφισβητήσουμε την ειλικρίνεια του κ. υπουργού. Ας δεχθούμε ότι δεν είπε ποτέ κάτι τέτοιο ο ίδιος. Αλλά αφού μας προκαλεί ...

Γνωρίζοντας το εκλεπτυσμένο μυαλό του κ. Τσακαλώτου, υποψιάζομαι ότι το κλειδί για την ερμηνεία της φράσης του είναι η αποστροφή περί υπουργών που ήταν εκείνη την ώρα στα έδρανα. Μάλλον θα απουσίαζαν εκείνη την ώρα ο κ. Καμμένος, ο κ. Κοτζιάς και οι υπόλοιποι επαγγελματίες εθνοσωτήρες του υπουργικού συμβουλίου. Θα είχαν να φροντίσουν κάποια επείγουσα κρατική υπόθεση (π.χ. πώς να παραδώσουν στον Ερντογάν τους 8 ανθρώπους που ζήτησαν άσυλο στη χώρα μας, για να τους δικάσει στην Τουρκία, ως γνωστόν εκεί η δικαιοσύνη είναι πιο αδέκαστη). Αφού όμως δεν ήταν εκείνη την ώρα στα έδρανα, δίκιο έχει ο κ. Τσακαλώτος.

Αλλά μισό λεπτό: Ποιος είχε δηλώσει από προεκλογικό μπαλκόνι, το μακρινό 2012, αναφερόμενος στην κυβέρνηση Παπαδήμου, ότι «κάποιοι Έλληνες δεν είναι και τόσο Έλληνες: αυτοί που μας κυβερνούν»; Μήπως ο Αλέξης Τσίπρας, πολιτικός προϊστάμενος του κ. Τσακαλώτου; Αφού όμως ο πρωθυπουργός δεν είναι υπουργός, είτε ήταν στα έδρανα είτε όχι, πάλι δίκιο έχει ο κ. Τσακαλώτος.

Και ποιος επιφανής οικονομολόγος, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, το ακόμη πιο μακρινό 2011, το καλοκαίρι της αγανάκτησης, κοσμούσε με την παρουσία του τα αυτοσχέδια/εναλλακτικά/ριζοσπαστικά πάνελ της κάτω πλατείας, για να συζητήσει μαζί με την αφρόκρεμα της αριστερής διανόησης στην Ελλάδα και παγκοσμίως τις εθνικά υπερήφανες λύσεις στην ελληνική κρίση: σεισάχθεια, διαγραφή χρέους, και διάφορα άλλα μαγικά; Μήπως ο σημερινός υπουργός οικονομικών; (Ο οποίος ως γνωστόν με το που ανέλαβε υπουργός αγωνίζεται νυχθημερόν για να υλοποιήσει τη σεισάχθεια και τη διαγραφή χρέους.) Ή πάλι τον αδικούμε;

Μπορεί να μην το θυμάται. Μπορεί να ήταν υπερβολικά απορροφημένος από την υψηλού επιπέδου ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των καλύτερων μυαλών της χώρας. (Ήταν και ο Κατρούγκαλος στο πάνελ. Και ο Καζάκης.) Τόσο απορροφημένος που δεν άκουγε τις μάζες γύρω του, τους ίδιους τους ακροατές του, Συριζαίους και αριστεριστές, σε αγαστή σύμπνοια με τους Καμμένους και τους χρυσαυγίτες της πάνω πλατείας, να ουρλιάζουν για κρεμάλες και για μπουρδέλα που πρέπει να καούν.

Ίσως πάλι όντως να τον αδικούμε. Ίσως να ενοχλήθηκε από την αισθητική του πράγματος. Δεν θα ήταν συνηθισμένος σε τέτοια, στην Οξφόρδη και στο St Paul’s. Οπότε μάλλον θα ενοχλήθηκε. Και τότε – στην πλατεία των λυντσαρισμάτων – και ύστερα – κάθε φορά που σύντροφοι ή συναγωνιστές του αντιμνημονιακού μετώπου συκοφαντούσαν τους αντιπάλους τους με χυδαιότητες και κηρύγματα μίσους. Τι καλά όμως έκρυψε όλα αυτά τα χρόνια την ενόχλησή του αυτή! Με πόση αυταπάρνηση έβαλε την ενότητα του Αγώνα πάνω από τα προσωπικά (θα τολμούσε κανείς να πει: μπουρζουάδικα) αισθήματά του! Τι θυσίες έχει κάνει για το καλό της Υπόθεσης!

Αναρωτιέμαι αν τελικά άξιζε τον κόπο. Τόσες εκπτώσεις για μια θέση στο υπουργικό συμβούλιο; Μαζί με τον Πολλάκη και τον Σπίρτζη;

Υποθέτω ότι όλα αυτά ο κ. Τσακαλώτος θα προτιμούσε να τα ξεχάσουμε. Δυστυχώς για τον ίδιο, θα τα θυμόμαστε.

29 Δεκεμβρίου 2016

Συμβαίνουν και εις Παρισίους

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016).

Ο ανταποκριτής σας βρέθηκε στο Παρίσι για λίγες μέρες, όπου δεν παρέλειψε να επισκεφθεί την έκθεση της συλλογής Σούκιν στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος Λουί Βουιτόν στα περίχωρα της πόλης στο Νεϊγύ.

Ο Σεργκέι Ιβάνοβιτς Σούκιν (στα ρωσικά: Серге́й Ива́нович Щу́кин) ήταν ένας από τους πιο ενδιαφέροντες εκπροσώπους της φιλελεύθερης αστικής τάξης της Μόσχας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου – με άλλα λόγια, μιας κοινωνικής ομάδας ολιγάριθμης, αδύναμης πολιτικά, και όπως έμελλε να αποδειχθεί καταδικασμένης από την ιστορία. Ο πατέρας του, αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, φτάνει να διευθύνει ένα μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό όμιλο. Ο Σεργκέι αναλαμβάνει νωρίς τη διαχείριση της οικογενειακής επιχείρησης, παρότι δεν ήταν ο μεγαλύτερος γιος. Παράλληλα, όπως και δύο από τα αδέλφια του, αρχίζει να συλλέγει έργα τέχνης. Το 1898 ταξιδεύει στο Παρίσι και αγοράζει έναν πίνακα του Μονέ. Μέχρι το 1914 συγκεντρώνει την εντυπωσιακότερη συλλογή σύγχρονης τέχνης στον κόσμο: 275 έργα του Γκωγκέν, του Σεζάν, του Ντεραίν, του Ανρί Ρουσώ, του Μονέ, του Ρενουάρ, του Μανέ, του Βαν Γκογκ, του Πικάσσο, και ιδίως του Ματίς, ο οποίος θα ζωγραφίσει μετά από παραγγελία του Σούκιν το θρυλικό «Ο χορός» (1909) και θα επισκεφθεί τη Μόσχα για να ζωγραφίσει στο Μέγαρο Τρουμπετσκόυ που στεγάζει τη συλλογή. Ο θάνατος του γιου του (1905) και της συζύγου του (1907) μεταβάλλει τη σχέση του Σούκιν με την τέχνη: από κοσμικός συλλέκτης γίνεται παθιασμένος υποστηρικτής των μοντέρνων ζωγράφων. Το 1908 ανοίγει τη συλλογή του στο φιλότεχνο κοινό της Μόσχας. Ο Μάλεβιτς, ο Ροντσένκο, ο Λαριόνωφ, ο Τάτλιν και άλλοι εκπρόσωποι της ρωσικής πρωτοπορίας έρχονται σε επαφή με τα έργα των Γάλλων (κυρίως) ομότεχνών τους, που τους κάνουν μεγάλη εντύπωση και επηρεάζουν την εξέλιξή τους.

Εν τω μεταξύ, η μεγάλη Ιστορία παρεμβάλλεται στις ιστορίες των ανθρώπων και τις παρασέρνει, όπως η τρικυμία τα καρυδότσουφλα. Ο παγκόσμιος πόλεμος απομονώνει τον συλλέκτη από τους ζωγράφους του. Η επανάσταση επικηρύσσει την τάξη του, απαλλοτριώνει την περιουσία του, εθνικοποιεί τη συλλογή του (με διάταγμα που υπογράφει ο ίδιος ο Λένιν). Ο Σούκιν διαφεύγει στη Γαλλία, όπου ζει μια αποτραβηγμένη ζωή μέχρι το θάνατό του το 1936. Το 1948, με διάταγμα του Στάλιν, η συλλογή Σούκιν χαρακτηρίζεται «μπουρζουάδικη, κοσμοπολίτικη, και λάθος προσανατολισμένη», χωρίζεται στα δύο (ένα μέρος στο μουσείο Πούσκιν της Μόσχας, ένα άλλο στο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ), και παύει να εκτίθεται ή ακόμη και να αναφέρεται καν στους καταλόγους. Μετά το θάνατο του Στάλιν, ο Ιλία Έρενμπουργκ διοργανώνει την έκθεση «Πικάσσο» (1956). Με τη μεσολάβηση του ίδιου του ζωγράφου, η συλλογή Σούκιν ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Το 1970, η έκθεση για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ματίς στο Πούσκιν και στο Ερμιτάζ μεταφέρεται στο Γκραν Παλαί και δίνει την ευκαιρία στο κοινό του Παρισιού να δει τον «Χορό» για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια. Άλλες εκθέσεις, ιδίως η ρετροσπεκτίβα «Ανρί Ματίς, 1904-1917» στο Κέντρο Πομπιντού (1993), φέρνει και άλλους πίνακες στο Παρίσι. Όμως η τωρινή έκθεση στο Ίδρυμα Λουί Βουιτόν καλύπτει 130 από τα 275 έργα της συλλογής Σούκιν, συγκεντρώνοντάς τα κάτω από την ίδια στέγη για πρώτη φορά μετά από εκατό χρόνια. Πρόκειται για σπουδαίο και μοναδικό γεγονός, οπότε δικαιολογημένη η κοσμοσυρροή.

Λιγότερο δικαιολογημένη η συμπεριφορά του φιλοθεάμονος κοινού. Δίπλα στους αρκετούς ευγενικούς και διακριτικούς φιλότεχνους (που προσέχουν να μην εμποδίζουν τη θέα των γύρω τους, ζητούν συγγνώμη αν αναγκαστούν να περάσουν από μπροστά τους, και μένουν σε κάποια απόσταση από τα ίδια τα έργα), πολύ πιο πολυάριθμοι βιαστικοί και θορυβώδεις επισκέπτες δεν βλέπουν καν την έκθεση, αφού τους κρύβει τη θέα το smartphone με το οποίο φωτογραφίζουν ασταμάτητα. Ο εκνευρισμός μου κορυφώνεται όταν μια νεαρή από την Άπω Ανατολή στέκεται ανάμεσα σε μένα και τό εκπληκτικό «Κόκκινο δωμάτιο» του Ματίς για να γράψει μήνυμα στο κινητό της, μέχρι η επαφή της με το περιβάλλον να αποκατασταθεί στο άκουσμα του συνθηματικού ξερόβηχά μου, που στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει περισσότερο με βρυχηθμό.

Όπως με πληροφορεί η Α., η άρση της απαγόρευσης φωτογράφισης στα μουσεία έχει κάποια προϊστορία. Επί πλέον, όπως συμβαίνει συχνά στην Πατρίδα της Επανάστασης και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει υπάρξει αντικείμενο πολιτικής διαμάχης. Στο πλαίσιο εκστρατείας για την αύξηση της δημοτικότητας των μουσείων και τον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης στην τέχνη, το υπουργείο πολιτισμού ενθαρρύνει τους επισκέπτες να φωτογραφίζουν τα έργα τέχνης που τους αρέσουν, ακόμη και τον εαυτό τους σε selfie εάν το επιθυμούν, και στη συνέχεια να αναρτούν τις φωτογραφίες τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αρκεί να μην τις εκμεταλλεύονται εμπορικά. Το Musée d’Orsay, επικαλούμενο το δικαίωμα εκείνων που δεν ενδιαφέρονται για φωτογραφίσεις να απολαμβάνουν ανενόχλητοι την επίσκεψή τους, διατηρεί σε ισχύ την απαγόρευση. Το Μάρτιο του 2015 η υπουργός πολιτισμού Φλερ Πελρέν έρχεται στο Μουσείο συνοδεία ρεπόρτερ, φωτογραφίζει επιδεικτικά με το κινητό της δύο πίνακες του Μποννάρ, και μετά ποστάρει το κατόρθωμά της στο Instagram, αντιστεκόμενη «στη Γαλλία των προνομίων». Το Μουσείο, θέλοντας και μη, συμμορφώνεται με την άρση της απαγόρευσης – παρότι το επιχείρημα περί διεύρυνσης της πρόσβασης δεν το αφορά: οποιοσδήποτε επιθυμεί να ρίξει μια ματιά στη ψηφιακή μορφή της συλλογής του μπορεί ήδη να το κάνει στο επίσημο site του Μουσείου.

Υπάρχει σε όλη αυτή την ιστορία κάτι που με ενοχλεί βαθιά – και όχι μόνο επειδή ανήκω στην κατηγορία όσων στα μουσεία απλώς κυττάζουν τους πίνακες αντί να τους φωτογραφίζουν. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων, ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν και αυτοί τις συγκινήσεις που χαρίζει η υψηλή τέχνη, είναι ευγενής στόχος. Προϋποθέτει επίσης κοπιαστική δουλειά εκ μέρους της Πολιτείας, με μακρόπνοες πολιτικές και συστηματικές παρεμβάσεις: στις υποβαθμισμένες γειτονιές, στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, και οπουδήποτε αλλού οικοδομείται σταδιακά η κοινωνική και πολιτισμική μειονεξία των ανθρώπων ταπεινής προέλευσης.

Είναι τόσο κοπιαστική αυτή η δουλειά που φαντάζομαι ότι ο κ. Ολλάντ και η υπουργός πολιτισμού του θα σκέφτηκαν: «Πού να τρέχουμε τώρα; Δεν γυρίζουμε καλύτερα ένα σποτάκι με μια πεταχτή ξανθούλα να καλεί τους ψηφοφόρους να τρέξουν στα μουσεία με το κινητό τους;»

19 Ιουνίου 2016

Μικρές απολαύσεις

Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του ραδιοφωνικού σταθμού «Amagi» (Κυριακή 19 Ιουνίου 2016).

Κάποιος κάποτε είχε παρατηρήσει ότι το βαθύτερο νόημα του να μεγαλώνεις είναι ότι στενεύουν τα περιθώρια των επιλογών. Αυτό αρχίζει να συμβαίνει αμέσως. Τη στιγμή που ένα βρέφος έρχεται στο φώς, μαθαίνει ότι δεν θα γίνει ποτέ Βασιλιάς (ή Βασίλισσα) της Αγγλίας – εκτός φυσικά εάν ανήκει στη γραμμή διαδοχής για το θρόνο, ή σε κάποια από τις οικογένειες που τον σφετερίζονται, εάν υπάρχουν ακόμη τέτοιες.

Μια ρηχότερη εκδοχή αυτής της παρατήρησης είναι ότι καθώς μεγαλώνεις συνειδητοποιείς ότι πράγματα που κάποτε σε ενθουσίαζαν έχουν στο μεταξύ χάσει την αίγλη τους. Το ποδόσφαιρο, για παράδειγμα. Στη δική μου περίπτωση, εν μέρει επειδή η ζωή έχει επιφυλάξει δυσάρεστες εκπλήξεις σε έναν οπαδό της ΑΕΚ. (Αν και υπάρχουν και χειρότερα: π.χ. ο Ε., ο οποίος φέρει το γενετικό υλικό της ποδοσφαιρικής ένταξης που κληρονόμησε από τον μπαμπά του, και κυρίως τον παππού του, δεν έχει ακόμη δει την ομάδα του να παίρνει πρωτάθλημα: η τελευταία φορά ήταν λίγες μέρες προτού γεννηθεί.)

Ίσως για αυτό να βιώνουμε τις – αραιές, και έμμεσες – ποδοσφαιρικές επιτυχίες, όπως το Ευρωπαϊκό του 2004, ή τη νίκη της Inter στον τελικό του Champions League το 2010, ως κάτι όχι απλώς απελευθερωτικά ηδονικό (το foreplay του «γκολ που ψήνεται», η οργασμική κορύφωση της μπάλας που «κάνει το πλεχτό να σπαρταρά»), αλλά και ως επιστροφή στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας – στην εποχή δηλ. που για πολλούς από εμάς η βασική έγνοια του απογεύματος της Κυριακής ήταν εάν η νίκη ή η ήττα της ομάδας μας στο πρωτάθλημα θα μας επέτρεπε να βαδίσουμε με το κεφάλι ψηλά ή όχι την Δευτέρα στο σχολείο.

Όμως όταν άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο δεν σκεφτόμουν το ποδόσφαιρο, ούτε το sex. (Εντάξει, όχι πολύ.) Αυτό που κυρίως είχα στο μυαλό μου ήταν οι εφημερίδες – ιδίως οι κυριακάτικες. Για μια μεγάλη περίοδο της ζωής μου, η προοπτική του να περάσω ένα κυριακάτικο πρωινό χωρίς την εφημερίδα στο ένα χέρι, το φλυτζάνι του καφέ στο άλλο, και τα υπόλοιπα φύλλα και ένθετα πάνω στο τραπέζι δίπλα στο πιάτο με τα βουτήματα, μου φαινόταν απλώς αδιανόητη ή, ακόμη χειρότερα, κενή νοήματος.

Αυτή η συνήθεια είχε ξεκινήσει από το σχολείο κιόλας, αλλά ανέβασε ταχύτητα στο πανεπιστήμιο. Με θυμάμαι (όχι χωρίς λίγη αναδρομική ντροπή) να μένω μέχρι το μεσημέρι στο κρεβάτι, δίπλα μου το Βήμα, η Αυγή, η Ελευθεροτυπία, η Καθημερινή, το μελάνι τους πάνω στα σκεπάσματα, τη μητέρα μου να μπαίνει στο δωμάτιο και να με κυττάζει με καχυποψία, εκείνη συχνά ακόμη εξαντλημένη μετά από μια νυχτερινή βάρδια στη δουλειά, εγώ με το ύφος του μεγάλου διανοούμενου και κομματικού στελέχους (Γραμματέας της Ο.Β. ΑΣΟΕΕ – λίγο είναι;) που, όχι, δεν τεμπελιάζει: εργάζεται σκληρά πάνω στα μεγάλα προβλήματα της ειρήνης και του σοσιαλισμού. (Συγγνώμη μαμά!)

Στο Λονδίνο, αργότερα, χάρη στον Observer και στον βραχύβιο Independent on Sunday, η φάση αυτή – ως καθαρή απόλαυση, όχι πλέον ως προτετοιμασία ενός καλύτερου κόσμου – έφτασε στο υψηλότερο (ή μήπως χαμηλότερο;) σημείο της. Προειδοποιούσα τους φίλους που φιλοξενούσα να με αφήσουν στην ησυχία μου για λίγες ώρες, μετά θα είμαι στη διάθεσή τους. Υποψιάζομαι ότι η Μ. το θεωρούσε πολύ ανάγωγο εκ μέρους μου (ο F. πάλι, όχι).

Όταν όμως επέστρεψα στην Ελλάδα, παρότι από κεκτημένη συνήθεια συνέχισα να αγοράζω εφημερίδες, δεν ήταν πια το ίδιο. Στο στρατόπεδο του Ρεθύμνου (όπου, χάρη στη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις πρόσφατες τότε εκλογές του 1993, είχε επιτραπεί και πάλι η ανάγνωση εφημερίδων), δεν πίστευα στα μάτια μου καθώς διάβαζα το βασικό άρθρο γνώμης της Ελευθεροτυπίας. Κάποιος καθηγητής πανεπιστημίου της Β. Ελλάδας (νομίζω) εξηγούσε γιατί η Πολεμική Αεροπορία θα πρέπει να βομβαρδίσει όσα κτιρία του «κράτους των Σκοπίων» ανέμιζαν τη σημαία με τον Ήλιο της Βεργίνας. Και η δήθεν προοδευτική, ανεξάρτητη εφημερίδα το δημοσίευε – τι λέω; το μόστραρε, με υπερηφάνεια. Καλώς ήρθατε στα Βαλκάνια, του μίσους και του αίματος. Ήταν η τελευταία φορά που πήρα στα χέρια μου το συγκεκριμένο έντυπο, και δεν το μετάνιωσα καθόλου.

Πολύ αργότερα ήρθε η σειρά της Αυγής. Καθυστέρησε κυρίως επειδή, παρά την προϊούσα μετάλλαξη της εφημερίδας αυτής, από το ύφος και το ήθος του Μανόλη Αναγνωστάκη σε εκείνο του Λάκη Λαζόπουλου, σε τελευταία ανάλυση εξακολουθούσα για χρόνια να δημοσιεύω άρθρα εκεί. Τακτικά, στα «Ενθέματα» επί Γιάννη Βούλγαρη μέχρι το 2000, πολύ αραιότερα μέχρι το 2010 οπότε εμφανίστηκε στον «Δαίμονα της Οικολογίας» του Κίμωνα Χατζημπίρου το τελευταίο άρθρο μου στην Αυγή – ένα κείμενο για το οποίο, παρεμπιπτόντως, εξακολουθώ να είμαι περήφανος. Ήδη όμως από πολύ καιρό, εκτός από τα άρθρα της Ελίζας Παπαδάκη ή του Κώστα Κάρη, είχα πάψει να βρίσκω κάτι ενδιαφέρον, ή έστω απλώς καλογραμμένο.

Το τελευταίο κρούσμα απομάγευσης από μια εφημερίδα που προηγουμένως διάβαζα επί χρόνια μου συνέβη το περσινό καλοκαίρι. Στη διάρκεια ενός περιπετειώδους ταξιδιού, από το νησί του Αρχιπελάγους της Τοσκάνης στην Αθήνα του δημοψηφίσματος, με λεωφορείο, πλοίο, bla-bla-car (θα εξηγήσω άλλη φορά) και τέλος αεροπλάνο (παραλείπω το μετρό), διάβασα με έκπληξη και θυμό την πολυσέλιδη ανταπόκριση της Repubblica. Θα μπορούσε να την είχε γράψει μόνος του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος: η Αριστερά με το «Όχι», η Δεξιά με το «Ναι», ο Σαμαράς κεντρικός ομιλητής στην τελευταία συγκέντρωση του «Μένουμε Ευρώπη» κτλ. Ήταν η τελευταία φορά που πήρα στα χέρια μου την ιστορική εφημερίδα που ίδρυσε ο Eugenio Scalfari, του οποίου τα editorials ομολογώ ότι μου λείπουν. Κάπως έτσι δεν λειτουργεί η απομάγευση;

Σκέφτομαι καμιά φορά ότι άνθρωποι σαν κι εμάς, αριστεροί-φιλελεύθεροι-σοσιαλδημοκράτες Έλληνες φρικαρισμένοι με τον ΣΥΡΙΖΑ και την ανεκδιήγητη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, μοιάζουμε λίγο (τηρουμένων των αναλογιών) με τους πρώιμους Ανατολικοευρωπαίους refusenik, π.χ. της «Χάρτας ’77», τους οποίους οι Δυτικοί συνομιλητές κατήγγειλαν ότι έπαιζαν «αντικειμενικά» το παιγνίδι του ΝΑΤΟ, ή στην καλύτερη περίπτωση προέτρεπαν να δουν την «ευρύτερη εικόνα». (Ήδη με την «Αλληλεγγύη», 4 χρόνια αργότερα, τα πράγματα είχαν βελτιωθεί: πολλοί αριστεροί σε όλη την Ευρώπη, μαζί τους και τα παιδιά της Ο.Β. ΑΣΟΕΕ που λέγαμε παραπάνω, υποστήριξαν με πάθος το πολωνικό εργατικό συνδικάτο.)

Διαβάζω ακόμη εφημερίδες. Ο υπολογιστής μου ανοίγει στο site της Καθημερινής. Ύστερα κάνω έναν γρήγορο γύρο του κόσμου: NY Times, Guardian, Corriere, El País, Βήμα, Athens Voice. Όμως, σπανίως πια κάθομαι να διαβάσω το χάρτινο φύλλο. Εκτός βέβαια εάν βρεθώ για πρωινό σε κάποιο μπαρ της πόλης, όπου μπορεί κανείς να πιει espresso και να φάει κρουασάν πληρώνοντας δύο ευρώ, περιτριγυρισμένος από βιβλία, ακούγοντας μουσική (στο Bistrò del tempo ritrovato: jazz), και διαβάζοντας – πάντοτε σε συνεννόηση με τους άλλους θαμώνες – τα ωραία ένθετα των εφημερίδων της Β. Ιταλίας, κυρίως την κυριακάτικη La lettura της Corriere della sera, ή το σαββατιάτικο Tuttolibri της Stampa.

Αλλά είπαμε: αυτό συμβαίνει σπάνια. Η απόλαυση της ανάγνωσης έχει μετατοπιστεί στα περιοδικά. Θα ήθελα να έχω στη διάθεσή μου όλο τον χρόνο του κόσμου ώστε να μπορώ να διαβάσω κάθε δεκαπενθήμερο το υπέροχο London Review of Books, το (για μένα, λιγότερο συναρπαστικό) New York Review of Books, και κάθε βδομάδα το απίθανο New Yorker, το οποίο σε μια έκλαμψη ασυνήθιστης έμπνευσης είχα πρόσφατα περιγράψει ως διασταύρωση ανάμεσα στο «Αθηνόραμα» και στην «Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική» (θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΕ εσωτ). Εν τω μεταξύ, διαβάζω κάθε μήνα το Books Journal, που συχνά με διασκεδάζει και με αναστατώνει (ο γιατρός μου έχει απαγορεύσει να παρακολουθώ πολύ στενά την ελληνική επικαιρότητα), το Athens Review of Books – και οπωσδήποτε τον Economist, που πάντοτε ανοίγει νέους ορίζοντες.

Η τελευταία μικρή απόλαυση που μου έρχεται στο μυαλό (και την οποία μπορώ να μοιραστώ με το κοινό του Amagi) είναι το ραδιόφωνο. Στο γραφείο – εκτός από Amagi – ακούω Pepper 96 6, στο σπίτι Rai Radio 2 (η μουσική μέτρια, οι εκπομπές λόγου καλές), και τις Κυριακές BBC Radio 4. Αγαπημένη εκπομπή: Desert Island Disks. Ο καλεσμένος («ναυαγός») μιλά στην παρουσιάστρια (τα τελευταία χρόνια είναι η υπέροχη Kirsty Young) για τη ζωή του, διαλέγοντας τις μουσικές που θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημονήσι, στη συνέχεια ένα βιβλίο (εκτός από την Βίβλο και τα Άπαντα του Shakespeare, που τον περιμένουν ήδη εκεί), και τέλος μια πολυτέλεια. Ακούστε την εκπομπή των αρχών του περασμένου Μαΐου, με ναυαγό τον Tom Hanks.

Έχω ήδη έτοιμη τη λίστα με τις αγαπημένες μου μουσικές, και βιβλία, και «πολυτέλειες». Δεν θα ήθελα να με βρει απροετοίμαστο το ενδεχόμενο να γίνω κάποτε κι εγώ διάσημος. Θα άξιζε, μόνο και μόνο για αυτό.

1 Μαρτίου 2016

«Γράμματα από την Αμερική»

Εισαγωγή στο βιβλίο μου «Γράμματα από την Αμερική» (εκδόσεις Κριτική, Μάρτιος 2016).

Το βιβλίο αυτό προέκυψε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Μια ωραία μέρα του Σεπτεμβρίου 2014 έλαβα μήνυμα από τον Ηλία Κανέλλη, εκδότη του Books Journal: ρωτούσε αν θα με ενδιέφερε να γράψω κάποιο κείμενο για το επόμενο τεύχος του περιοδικού. Συνήθως δέχομαι αμέσως τέτοιου είδους προτάσεις. Αυτή τη φορά δίστασα.

Είχα μόλις φτάσει στη Βοστώνη, όπου επρόκειτο να περάσω το πρώτο μέρος της επτάμηνης επίσκεψής μου στις ΗΠΑ. Μετά από 4 χρόνια έντονης ανάμειξης στη δημόσια συζήτηση και στην ενεργό πολιτική της εποχής των Μνημονίων, αισθανόμουν την ανάγκη να αποστασιοποιηθώ – ή, μάλλον, να ξαναδώ τη θλιβερή ιστορία της ελληνικής κρίσης πιο «επιστημονικά»: με πιο ψυχρό βλέμμα, σε διεθνές πλαίσιο (δηλ. σε σύγκριση με τις άλλες χώρες που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης της Ευρωζώνης), και κυρίως από απόσταση. Δεν ήθελα να γράψω άλλο ένα άρθρο για την ελληνική κρίση, επαναλαμβάνοντας εν πολλοίς τα επιχειρήματα που είχα αναπτύξει σε δεκάδες άρθρα της προηγούμενης περιόδου. Δίχως αμφιβολία, κάποια στιγμή θα ξαναέγραφα για το θέμα – αλλά μόνο όταν είχα κάτι πρωτότυπο να πω. Και για να συμβεί κάτι τέτοιο, έπρεπε πρώτα να κάνω αυτό για το οποίο είχα ταξιδέψει στην Αμερική: να μελετήσω.

Μήπως τότε να έγραφα κάτι για την αμερικανική πολιτική; Δεν ήταν κακή ιδέα, το είχα σκεφτεί και εγώ. Άλλωστε, δεν θα ήταν η πρώτη φορά: προ αμνημονεύτων χρόνων, την περίοδο 1988-1993, ως πάρεργο των σπουδών μου στην Αγγλία, ως ανεπίσημος ανταποκριτής της «Αυγής», είχα στείλει αρκετά άρθρα για τις βρετανικές εκλογές, τα συνέδρια των Εργατικών, την παραίτηση της Μάργκαρετ Θάτσερ κτλ. Όμως για την αμερικανική πολιτική ήξερα όσα περίπου γράφουν οι εφημερίδες, ούτε είχα ακόμη προλάβει να μάθω κάτι περισσότερο.

Είχα πάντως μια ιδέα, που πρότεινα δειλά στον Ηλία Κανέλλη. «Γράμματα από την Αμερική»: ένα κείμενο το μήνα, 600-1.000 λέξεις, με ό,τι τραβά την προσοχή μου «εδώ στα ξένα». Θα τον ενδιέφερε; Ναι, τον ενδιέφερε.

Η συνέχεια εκτυλίχθηκε στις σελίδες του Books Journal. Σε κάθε τεύχος από το Νοέμβριο 2014 μέχρι τον Ιούνιο 2015, το περιοδικό δημοσίευσε οκτώ τέτοια «Γράμματα» - και μάλιστα σε ειδική ρουμπρίκα, εξαιρετικά εικονογραφημένη με φωτογραφίες και σχέδια. Η έκταση τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είχα αρχικά σχεδιάσει: από 3.000 έως 5.000 λέξεις, ανάλογα με τα συμβάντα του μήνα (και με τον οίστρο μου). Κάθε «Γράμμα» είχε μορφή ημερολογίου, όπου πράγματι κατέγραφα ό,τι τραβούσε την προσοχή μου: τις εκδηλώσεις που παρακολουθούσα, για θέματα σχετικά με την έρευνά μου (ή και όχι, βλ. τις ημερίδες, τα συνέδρια και τις εκθέσεις με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου), αλλά και τις εντυπώσεις μου από την καθημερινή ζωή (τους πρώτους τέσσερις μήνες στη Βοστώνη, τους υπόλοιπους τρεις στο Σαν Φρανσίσκο), καθώς και από τις κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχα, υπό τον όρο ότι είχαν κάποιο ευρύτερο ενδιαφέρον. Από σεβασμό στους συνομιλητές μου, αλλά και προκειμένου να αποφύγω ένα ανιαρό name dropping, δεν αποκάλυπτα την ταυτότητά τους στις ιδιωτικές συζητήσεις τους μαζί μου: τους ανέφερα απλώς με τα αρχικά του ονόματός τους – με την ελπίδα ότι αυτό δεν έκανε τα «Γράμματα» να μοιάζουν με roman à clef.

Εν τω μεταξύ, οι ειδήσεις από την πατρίδα άρχισαν να επισκιάζουν την ανεμελιά της επίσκεψής μου στην Αμερική: αδιέξοδο στην προεδρική εκλογή, διάλυση της Βουλής, προκήρυξη εκλογών, νίκη του «αντιμνημονιακού μετώπου», κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας με τους δανειστές, η Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Αναπόφευκτα, οι ανταποκρίσεις μου σημαδεύτηκαν από τις (μαύρες, κατά κανόνα) σκέψεις μου, καθώς παρακολουθούσα με αγωνία τις εξελίξεις από την οθόνη του υπολογιστή.

Κάπως έτσι προέκυψαν τα «Γράμματα από την Αμερική». Και πάλι, δεν θα είχαν πάρει ποτέ τη μορφή βιβλίου χωρίς την ενθάρρυνση πολλών ανθρώπων – κατ’ αρχάς, των αναγνωστών τους (γνωστών και αγνώστων μου) που μου τα περιέγραφαν ως μια εισαγόμενη πνοή φρέσκου αέρα, από ένα δυναμικό και αισιόδοξο περιβάλλον, σε μια αποπνικτική εποχή. Νομίζω ότι υπερέβαλλαν, αλλά τους ευχαριστώ. Ούτε θα είχαν τυπωθεί χωρίς την υποστήριξη του Ηλία Κανέλλη, καθώς και της Μάγγης Μίνογλου, ψυχής των εκδόσεων «Κριτική». Ελπίζω να μην θεωρηθεί φιλοφρόνηση εάν σημειώσω ότι η φτωχή χώρα μας θα ήταν πνευματικά ακόμη φτωχότερη – και σαφώς πιο μίζερη – χωρίς τον ενθουσιασμό τους, την θετική ενέργειά τους, το μεράκι τους.

Φυσικά, τα «Γράμματα» δεν θα είχαν καν γραφτεί εάν δεν είχα βρεθεί στην Αμερική. Για αυτό, χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη σε όσους μου έδωσαν την ευκαιρία να κάνω αυτό το συναρπαστικό ταξίδι: στους συναδέλφους μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών που ενέκριναν την εκπαιδευτική μου άδεια, στο Ίδρυμα Fulbright που μου χορήγησε υποτροφία, στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Harvard και στο Κέντρο Δίκαιης Ανάπτυξης του Berkeley που με δέχθηκαν ως επισκέπτη ερευνητή, προσφέροντάς μου το ιδανικότερο περιβάλλον για μελέτη, αναστοχασμό, ανταλλαγή απόψεων.

Ελπίζω μόνο τα «Γράμματα από την Αμερική» να σας διασκεδάσουν διαβάζοντάς τα όσο διασκέδασαν εμένα γράφοντάς τα.



28 Νοεμβρίου 2009




Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη από τον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης www.protagon.gr

7 Οκτωβρίου 2009

Η ΠΟΣΔΕΠ, τα κολέγια και ο «ανταγωνισμός»

Επιστολή στην «Καθημερινή» (δεν δημοσιεύτηκε ποτέ)

Ο αγαπητός κ. Γουσέτης νομίζω ότι αυτή τη φορά αστόχησε («Ο φόβος του ανταγωνισμού», Καθημερινή, 7 Οκτωβρίου 2009). Τα δημόσια πανεπιστήμια δεν «φοβούνται τον ανταγωνισμό» με κολέγια που μετονομάζονται σε πανεπιστήμια από τη μια μέρα στην άλλη. Διαμαρτύρονται για τον αθέμιτο ανταγωνισμό – και νομίζω δικαιούνται να το κάνουν.

Τα περισσότερα κολέγια δεν παρέχουν γνώσεις, πουλάνε πτυχία. Τα πτυχία αυτά, παρά τη σφραγίδα του ξένου πανεπιστημίου (συνήθως όχι πρώτης γραμμής) δεν έχουν σήμερα σοβαρό αντίκρυσμα στην αγορά. Μια μεγάλη επιχείρηση θα προτιμήσει έναν απόφοιτο του Οικονομικού Πανεπιστημίου (στο οποίο διδάσκω) από έναν απόφοιτου του κολεγίου x που συνεργάζεται με το y ξένο πανεπιστήμιο. Η στάση των επιχειρήσεων δεν θα αλλάξει εάν τα κολέγια εξισωθούν τυπικά με τα πανεπιστήμια, ούτε επηρεαζόταν μέχρι τώρα από το ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.

Αλλού είναι το πρόβλημα. Η εξίσωση των κολεγίων με τα πανεπιστήμια αφορά το όνειρο χιλιάδων νέων και των οικογενειών τους για μια θέση στο Δημόσιο. Τα περισσότερα κολέγια προσφέρουν την ευκαιρία μιας εύκολης και χωρίς κόπο (και χωρίς γνώσεις) αποφοίτησης. Ο πρόσφατος νόμος της κυβέρνησης ΝΔ δεν προσπαθεί καν να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι, να αναδείξει κάποια κολέγια τα οποία λέγεται ότι κάνουν πιο σοβαρή δουλειά και να αποκλείσει τα υπόλοιπα. Θέτει προϋποθέσεις άσχετες με την ποιότητα των σπουδών – ακόμη και αυτές ο απερχόμενες υπουργός Παιδείας τις αγνόησε.

Η ΠΟΣΔΕΠ αντιτιθέμενη στο νόμο για τα κολέγια δεν υπερασπίζεται τα στενά συμφέροντα μιας συντεχνίας αλλά το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η ΠΟΣΔΕΠ είναι υπέρ της αξιολόγησης των δημοσίων πανεπιστημίων και υπέρ της αναζήτησης ενός τρόπου συμμόρφωσης με τη κοινοτική νομοθεσία που να μην ευτελίζει το περιεχόμενο των σπουδών και την αξία του πτυχίου.

Όσο για τους ομότιμους καθηγητές που έσπευσαν να θέσουν υπό την προστασία τους τα νέα κολέγια, εμείς ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε να τους «καθαιρέσουμε» - πολύ περισσότερο να τους «ατιμώσουμε». Δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να τους θυμίσουμε ότι είναι άκομψο να χρησιμοποιεί κανείς το κύρος ενός τιμητικού τίτλου του δημόσιου πανεπιστημίου για να υπηρετεί τον (αθέμιτο) ανταγωνισμό – για αυτό άλλωστε τους προτείναμε να αρκεστούν στον τίτλο του πρώην καθηγητή. Θελήσαμε επίσης να θυμίσουμε στις αρχές των πανεπιστημίων ότι ο τίτλος του ομότιμου είναι τιμητικός, και θα πρέπει να απονέμεται με φειδώ και προσοχή.

Τα υπόλοιπα περί Ντρέυφους, Τρότσκι και Μοχάμεντ Άλι (Κάσσους Κλαίυ τότε;) μάλλον οφείλονται σε παρεξήγηση.

1 Μαΐου 2009

Facing up to the culture of violence

Δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο του Hellenic Observatory (London School of Economics) με τίτλο «The return of street politics? essays on the December riots in Greece» σε επιμέλεια Spyros Economides & Vassilis Monastiriotis (Μάιος 2009)

It is probablly too soon for a full understanding of what caused the events of December 2008. All I can offer is a random reflection on the state we in Greece find ourselves in, three months later.

A policeman who uses his regulation firearm to kill (cold-bloodedly, according to most accounts) a 15-year old only because the latter shouted abuse at him is obviously an exceptional case. However, the sense of impunity of our security forces, and their perception that they are above the law, is the rule. Not all of them are murderers, certainly. But it is true that the police too often acts with gratuitous brutality (e.g. when dealing with foreign immigrants), that corruption in their ranks is too diffuse, and above all that violent and/or corrupt policemen can always count on the complicity of their colleagues and superiors, as on the “understanding” of judges. Clearly, things are more complicated when there is a dead man (and as young as that), but a way to transform a life sentence at first grade into a mere three-year imprisonment on appeal can always be found. It has happenned before (in the mid-1980s). Why think it will be different this time?

The lack of trust in the willingness and the capacity of the high ranks of the security forces to punish the guilty and take all necessary measures to ensure that no such incidences happen again fits in the context of a more general lack of trust in institutions – all of them. A quick look at the front pages of our daily papers over the past two or three years leaves no doubt. Judges protecting organised crime. Priests, nay monks, going around by helicopter (“to save time”), clinching million euro deals (“for the benefit of our monasteries”), keeping millions on offshore accounts. And, obviously, ministers who use state funds as if these were their private property. A moral degradation never seen before – and all in the reign of a prime minister who came to power with the promise to defeat powerful interests (or literally, with his characteristic elegance, “to beat the pimps”).

To this cocktail, pretty explosive as it is, one ought to add the fact that for too many youths everyday life and future prospects are rather bleak. As shown by international comparisons, our teenagers study more and learn less than most of their European counterparts. Our best universities do a decent job in extremely adverse conditions, but are left little space to breath, squeezed as they are by a suffocating state beaurocracy intent on micro-management of academic affairs on the one hand, and by the endemic contestation (often assuming violent forms) on the part of a minority of their students on the other hand. Youth unemployment is second only to certain lawless regions of the Italian South. The few who do have a job must come to terms with low wages and work insecurity. And, at the background, the asfyxiating presence of a hyper-protective family, which no longer believes in hard work as a value, but likes to cultivate unrealistically high expectations instead.

Crucially, the difficult task of integrating one million recent immigrants (in a native population of 10 million) has been shamefully neglected. Their children spend most of their time in their own ethnically homogeneous neighborhoods in Athens and elsewhere. They go to local state schools, that are gradually abandoned by Greek kids as their families move out, and where they are taught basic numeracy and literacy by increasingly demoralised (and increasingly resigned) teachers. Outside school, in workplaces and in their dealings with the state, they face hostility or, at best, indifference. They have no faith in, and feel no loyalty to, the country that hosts them – and who can blame them?

The above may help make sense of the intensity of so many adolescents’ reaction to the killing of a boy their age. But in order to explain the violence, the damage to banks, the looting of shops, as well as the destruction of state universities, public libraries and national theatres, one needs to turn elsewhere; beyond the repulsion of the middle classes, which might have been more convincing had they been less accustomed to evading taxes and ignoring rules when it suits them; and beyond the hollow words of our radicals, who christen “social revolt” (and by implication, worth our respect) every act of blind and indiscriminate violence at the expense of universities, libraries, theatres and the rest of our public (and, incidentally, defenseless) cultural institutions.

To explain the great number of youth committing acts of violence, and the even greater number of those tolerating such violence, one would have to tackle rather uncomfortable issues. Like the profound indifference (if not open complacence) of many Greeks with respect to the actions of the “17 November” terrorist group that was operative from the early 1970s to the beginning of the current decade. Like the spontaneous solidarity of an overwhelming majority of Greeks to the bloodiest regimes and leaders of our time (Slobodan Milošević, Saddam Hussein and others), on the grounds that they stood up to the Americans. Like the silence of our trade unions, and the lack of attention of our public opinion, to the victims (all foreign workers) of the many accidents at work caused by the reckless drive to complete the stadiums and supporting infrastructure in time for the 2004 Athens Olympics. Like the tacit acceptance of, and the enthusiastic participation to, the collapse of the most elementary rules of civil coexistence that is the everyday chaos of motor traffic. Like the resignation of so many in front of the regular and perfectly organised clashes between rival football fans.

Early responses to the crisis on the part of the political elite have often verged on overt or covert indulgence, of the “these-kids-have-good-reasons-to-be-violent” variety. This show of remorse is too shallow and insincere to be convincing. In any case, it will take much more than that for an exit from the current political crisis, just as the economic crisis begins to bite. The culture of violence is not easy to defeat, not by a polity that lacks the moral authority to combat it, nor in a society that refuses to acknowledge its existence. This time, no short cuts are on offer. As the saying goes, a crisis can be an opportunity to amend the bad old ways and make a fresh start. Will we Greeks be up to it?