10 Ιουλίου 2021

Μπροστά στον τελικό του Euro 2020

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Σάββατο 10 Ιουλίου 2021).

Ζηλεύω τους ανθρώπους που δεν έχουν αμφιβολίες. Εγώ έχω, πολλές. Μπορεί να είναι τα γονίδια του παλιού Ρηγά – προτού υποστεί τη γνωστή αξιοθρήνητη μετάλλαξη. Να, για παράδειγμα: την Κυριακή το βράδυ δεν είμαι βέβαιος ποια από τις δύο «δεύτερες πατρίδες» μου πρέπει να υποστηρίζω: την Αγγλία ή την Ιταλία;

Στην Αγγλία έζησα μερικά από τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου, συνέχισα τις σπουδές μου, άρχισα να δουλεύω σε ένα απίθανο πανεπιστήμιο, έμαθα ότι μπορώ να κάνω επάγγελμα τα πράγματα που έτσι κι αλλιώς με συναρπάζουν και με παθιάζουν, και ότι αυτή θα είναι πάντοτε η μεγαλύτερη τύχη μου. Και εν τω μεταξύ, αγάπησα βαθιά την παράξενη αυτή χώρα με τους παράξενους ανθρώπους, με τις άλλοτε εκνευριστικές και άλλοτε αξιαγάπητες παραξενιές. Τόσο που πήρα το Brexit προσωπικά, σαν προδομένος εραστής: «Σε εμένα το κάνουν αυτό, που τους αγάπησα τόσο;» Πέντε χρόνια μετά, είμαι έτοιμος να τους συγχωρέσω – αρκεί βέβαια να μου ζητήσουν ταπεινά συγγνώμη (το γονάτισμα προαιρετικό).

Ούτε κι εγώ καλά-καλά δεν ξέρω γιατί συγκινούμαι τόσο όταν βλέπω το φιλμάκι του ανεπίσημου ποδοσφαιρικού τους ύμνου, «The Three lions». Ίσως γιατί συμπυκνώνει όλα όσα αγάπησα στην Αγγλία: την υπερηφάνια για τα περασμένα μεγαλεία, τη συναίσθηση της παρακμής, την αφοσίωση στην ομάδα (και στη χώρα) στις καλές στιγμές και στις κακές, τον αυτοσαρκασμό. ΟΚ – και επίσης επειδή το 1990, στο σπίτι μου στο Λονδίνο, κολλημένος στο γυαλί, είδα κι εγώ τον Λίνεκερ, δέκα λεπτά πριν τελειώσει ο ημιτελικός, με τη Γερμανία να προηγείται 1-0, να χορεύει πιρουέτες γύρω από τη γερμανική άμυνα, να στέλνει με διαγώνιο συρτό σουτ τη μπάλα στα δίχτυα, να πανηγυρίζει σαν μικρό χαρούμενο παιδί, και να μας κάνει όλους ευτυχισμένους.

Λίγους μήνες μετά άρχισε η μακρόχρονη σχέση μου με την Ιταλία, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν για μένα απλώς («απλώς») η χώρα του Λουκίνο Βισκόντι, του Φεντερίκο Φελλίνι, των αδελφών Ταβιάνι – και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Και φυσικά η χώρα της Ίντερ, με την οποία η σχέση των οπαδών της μοιάζει πολύ με εκείνη των Άγγλων με την Εθνική τους: πολλές πίκρες, λίγες χαρές, με τις τελευταίες να κάνουν τις πρώτες να αξίζουν τον κόπο. (Τώρα που το σκέφτομαι, και η σχέση των οπαδών της ΑΕΚ με την ομάδα τους αυτή είναι. Δεν θα είναι τυχαίο ...)  Έκτοτε ο δεσμός μας δυνάμωσε, και εάν για αυτό δεν είναι αρκετή απόδειξη ότι τα τελευταία 5 χρόνια ζω μόνιμα εκεί, μάλλον είναι ότι έχω δύο παιδιά που μιλάνε μεταξύ τους ιταλικά, λένε ότι νιώθουν «100% Ιταλοί και 100% Έλληνες», και αντιμετωπίζουν με επιείκια και τις δυο τους πατρίδες. Κι εγώ όλα αυτά τα χρόνια, και ειδικά τα τελευταία, έχω σιγά-σιγά αναπτύξει μια αμφίσημη στάση προς τη χώρα που με φιλοξενεί: από τη μια εξοργίζομαι με τη γραφειοκρατία, τον επαρχιωτισμό, τη στενομυαλιά, την έλλειψη αξιοκρατίας, από την άλλη ενθουσιάζομαι με τη φαντασία, την επινοητικότητα, την πραότητα, την αβίαστη κομψότητα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την ίδια αμφίσημη στάση που εδώ και δεκαετίες έχω με την πρώτη πατρίδα μου, την αληθινή. Και εάν αυτό δεν δείχνει ότι έχω αρχίσει κι εγώ να γίνομαι λίγο Ιταλός, δεν ξέρω τι το δείχνει.

Θα τη χρειαστεί στον τελικό τη φαντασία και την επινοητικότητα η Εθνική Ιταλίας. (Όσο για την κομψότητα, δείτε ξανά τα γκολ του Κιέζα με το Βέλγιο και με την Ισπανία.) Έγραψε στην Corriere della sera ο Beppe Severgnini, που κι αυτός γνωρίζει καλά και αγαπά την Αγγλία: «Εμείς οι Ιταλοί πιστεύουμε ότι μπορεί να χάσουμε, οι Άγγλοι σκέφτονται ότι πρέπει να κερδίσουν. Έτσι, συχνά, εμείς τα καταφέρνουμε καλύτερα.»

Ας κερδίσει ο καλύτερος!

1 Ιουλίου 2021

Οι μάταιες προφυλάξεις

Το διήγημα του Dino Buzzati "Le precauzioni inutili" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Corriere della Sera (15 Ιουνίου 1955), και στη συνέχεια στη συλλογή "Sessanta racconti". Milano: Εκδόσεις Mondadori (1958). Η μετάφραση δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούλιος 2021).

Τώρα που εκείνος έφυγε, και δεν θα φανεί ποτέ πια, εξαφανισμένος, σβησμένος από το πλαίσιο της ζωής της ακριβώς σαν να ήταν νεκρός, σε εκείνη, την Ιρένε, δεν μένει παρά να εξοπλιστεί με όλο το κουράγιο που μια γυναίκα μπορεί να ζητήσει από το Θεό και να ξεριζώσει όλα τα κλαδιά που συνδέουν εκείνον τον άτυχο έρωτα με τα σπλάχνα της. Υπήρξε πάντοτε δυνατή κοπέλλα, η Ιρένε, δεν θα λιποψυχήσει τώρα.

Τα κατάφερε! Λιγότερο τρομερό από ό,τι νόμιζε. Και πιο σύντομο. Δεν πέρασαν ούτε τέσσερις μήνες, και να που απαλλάχθηκε τελείως. Είναι λίγο πιο αδύνατη, πιο χλωμή, πιο διαφανής, αλλά ελαφριά, με τη γλυκειά χαύνωση της ανάρρωσης που μέσα της αναρριγούν νέες ασαφείς ψευδαισθήσεις. Ω, υπήρξε γενναία, ηρωική υπήρξε, μπόρεσε να φανεί σκληρή με τον εαυτό της, απώθησε αποφασιστικά όλες τις σειρήνες των αναμνήσεων, στις οποίες θα ήταν εύκολο να αφεθεί νωχελικά.

Να καταστρέψει ό,τι είχε μείνει στα χέρια της, ακόμη και καρφίτσα, να κάψει γράμματα και φωτογραφίες, να πετάξει τα ρούχα που φόραγε όταν ήταν εκείνος, που ίσως πάνω τους το βλέμμα του είχε αφήσει ίχνη αόρατα, να ξεφορτωθεί τα βιβλία που και εκείνος είχε διαβάσει, που η κοινή τους γνώση διαμόρφωνε μια μυστική συνενοχή, να πουλήσει τον σκύλο που είχε πια μάθει να τον αναγνωρίζει και έτρεχε να τον υποδεχθεί στην καγκελόπορτα του κήπου, να εγκαταλείψει τις φιλίες που ανήκαν και στους δύο, ακόμη και να αλλάξει σπίτι επειδή σε αυτό το τζάκι εκείνος ένα βράδυ είχε ακουμπήσει με τον αγκώνα, επειδή ένα πρωί αυτή η πόρτα είχε ανοίξει, και πίσω της είχε εμφανιστεί εκείνος, επειδή το κουδούνι της πόρτας συνέχιζε να βγάζει τον ίδιο ήχο όπως τότε που εκείνος ερχόταν, και σε κάθε δωμάτιο της φαινόταν ότι αναγνώριζε κάποιο δικό του μυστηριώδες αποτύπωμα. Επίσης: να συνηθίσει να σκέφτεται άλλα πράγματα, να λυώνει στη δουλειά ώστε τα βράδυα όταν ο κίνδυνος παρουσιαζόταν πιο απειλητικός να την ισοπεδώνει ένας ύπνος βαρύς, να γνωρίσει νέους ανθρώπους, να συχνάζει σε νέα περιβάλλοντα, να αλλάξει ακόμη και το χρώμα των μαλλιών της.

Όλα αυτά είχε κατορθώσει να κάνει, με απελπισμένη αποφασιστικότητα, μην αφήνοντας αφύλαχτη καμμιά γωνία, καμμιά ρωγμή μέσα από την οποία να μπορεί να εισχωρήσει κάποια ανάμνηση. Και γιατρεύτηκε. Τώρα είναι πρωί, και η Ιρένε ετοιμάζεται να βγει από το σπίτι, φορώντας ένα ωραίο γαλάζιο φόρεμα που της έχει μόλις στείλει η μοδίστρα. Έξω ο ήλιος λάμπει. Αισθάνεται υγιής, νεανική, πεντακάθαρη μέσα, φρέσκια όπως τότε που ήταν δεκαέξη χρονών. Και ευτυχισμένη; Σχεδόν.

Αλλά από ένα γειτονικό σπίτι φθάνει ένα μικρό ηχητικό κύμα. Κάποιος άναψε το ραδιόφωνο ή έβαλε κάποιον δίσκο, ένα παράθυρο άνοιξε. Άνοιξε και αμέσως έκλεισε πάλι.

Ήταν αρκετό. Έξη ή επτά νότες, ένα παλιό ρεφραίν, το τραγούδι του. Έλα, γενναία Ιρένε, μην χάνεσαι για τόσο λίγο, τρέχα στη δουλειά, μην σταματάς, γέλα! Όμως ένα απαίσιο κενό έχει σχηματιστεί μέσα στο στήθος της, ένα χαντάκι έχει ήδη σκαφτεί. Για μήνες ολόκληρους ο έρωτας, αυτή η παράξενη καταδίκη, παρίστανε ότι κοιμόταν, ξεγελώντας την Ιρένε. Αρκούσε ένα τίποτα για να ξεχυθεί.

Έξω περνάνε τα αυτοκίνητα, οι άνθρωποι ζουν, κανείς δεν ξέρει για αυτή τη γυναίκα, που κάθεται σαν χαμένη στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, σαν κοριτσάκι που το έβαλαν τιμωρία, τσαλακώνοντας το ωραίο της καινούριο φόρεμα, και κλαίει με λυγμούς. Εκείνος είναι μακριά, δεν θα γυρίσει ποτέ πια, και ήταν όλα μάταια.