20 Δεκεμβρίου 2012

Ήρθε η ώρα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος;

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012).

Η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση έχει φέρει στην επιφάνεια κάτι που γνωρίζαμε εδώ και πολύ καιρό (αλλά δεν κάναμε τίποτε για αυτό): ότι δηλαδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας όπως είναι σήμερα – και παρόλο που μας κοστίζει ακριβά - δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί η κρίση.

Τα κενά προστασίας είναι πολλά. Η επιδότηση ανεργίας είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕλΣτατ, ο αριθμός των ανέργων τον Σεπτέμβριο 2012 ήταν 1 εκατομμύριο 265 χιλιάδες. Όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, ο αριθμός όσων ελάμβαναν τον ίδιο μήνα τακτικό επίδομα ανεργίας (το κύριο εργαλείο εισοδηματικής στήριξης που διαθέτουμε), δεν ξεπερνούσε τα 186 χιλιάδες άτομα (λιγότερο από 15% του συνόλου των ανέργων). Πολλοί από τους υπόλοιπους βρίσκονται αντιμέτωποι με τη φτώχεια. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη μας («Διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα της κρίσης», μαζί με τη Χρύσα Λεβέντη και την Ελένη Καναβιτσά), σχεδόν 40% των ανέργων σήμερα βρίσκονται κάτω από το όριο σχετικής φτώχειας, ενώ περίπου 20% των ανέργων βρίσκονται κάτω και από το όριο ακραίας φτώχειας.

Αυτό είναι το νέο κοινωνικό ζήτημα της εποχής μας. Και με βάση το πώς το αντιμετωπίζουμε θα κριθούμε τελικά όλοι: ιδίως (αλλά όχι μόνο) όσες πολιτικές δυνάμεις έχουν αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, και ιδίως όσες ανήκουν στην Αριστερά. Μάλιστα, από «τεχνική» άποψη, το πώς αντιμετωπίζουμε το κοινωνικό ζήτημα είναι αρκετά προφανές: η κάλυψη των κενών προστασίας απαιτεί πύκνωση των κοινωνικών επιδομάτων και αναδιοργάνωση των κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και τη θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (όπως σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Το πρόβλημα είναι πολιτικό – και οφείλεται στο ότι μέχρι τώρα τα κόμματα, τα συνδικάτα (αλλά επίσης τα μέσα ενημέρωσης και η κοινή γνώμη) έχουν επιδείξει για τα ζητήματα αυτά ένα συνδυασμό άγνοιας, δυσπιστίας και χαμηλού ενδιαφέροντος.

Κατά παράδοξο τρόπο, το πρόβλημα της ενίσχυσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας ήρθε στο προσκήνιο στο πλαίσιο της συζήτησης για το «νέο Μνημόνιο». Πράγματι, το πακέτο δημοσιονομικών μέτρων για τη διετία 2013-2014, εκτός από τις αυξήσεις φόρων και τις περικοπές δαπανών (μισθών, συντάξεων και επιδομάτων), περιέχει και δύο μέτρα στήριξης των ασθενέστερων. Το πρώτο μέτρο είναι η θεσμοθέτηση ενός ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων (το οποιο θα καταβάλλεται με εισοδηματικά κριτήρια). Το δεύτερο μέτρο είναι η πιλοτική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε δύο περιοχές της χώρας το 2014. Η πίστωση που έχει προβλεφθεί για την υλοποίηση της πιλοτικής εφαρμογής θα είναι €20 εκατ. Η τελική απόφαση για τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε όλη την επικράτεια θα ληφθεί μετά από την αξιολόγηση της πιλοτικής εφαρμογής. Πρόκειται για μοναδική ευκαιρία εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας στην Ελλάδα της κρίσης. Για να μην χαθεί αυτή η ευκαιρία, η πιλοτική εφαρμογή θα πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά και να υλοποιηθεί με διαφάνεια, επαγγελματισμό και προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον.

Στη διευκρίνηση ορισμένων πλευρών του ζητήματος ελπίζουμε ότι συμβάλλει άλλη πρόσφατη εργασία μας («Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: δημοσιονομικές και διανεμητικές επιδράσεις», μαζί με τη Χρύσα Λεβέντη). Η εργασία προσομοιώνει δυο σενάρια ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην Ελλάδα για να εκτιμήσει (α) πόσο θα κόστιζε ένα τέτοιο πρόγραμμα, (β) πόσοι δικαιούχοι θα συμμετείχαν στο πρόγραμμα, και (γ) πόσο θα συνέβαλε στη μείωση των δεικτών φτώχειας.

Τα δύο σενάρια έχουν ως εξής: Το «βασικό» σενάριο συνδέει το εγγυημένο ποσό με το τακτικό επίδομα ανεργίας (360 ευρώ το μήνα για ένα άτομο που ζει μόνο, 972 ευρώ το μήνα για ζευγάρι με δύο παιδιά), ενώ το «εναλλακτικό» σενάριο με το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας (200 ευρώ το μήνα για ένα άτομο, 540 ευρώ το μήνα για ζευγάρι με δύο παιδιά). Και τα δύο σενάρια προβλέπουν προσαύξηση του εγγυημένου ποσού για όσα νοικοκυριά βαρύνονται με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου (κατά τα ποσά του επιδόματος ενοικίου ΟΕΚ: 125 ευρώ το μήνα για ένα άτομο συν 25 ευρώ το μήνα για κάθε πρόσθετο μέλος νοικοκυριού). Το ποσό της εισοδηματικής ενίσχυσης που καταβάλλεται στους δικαιούχους προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στο εισόδημα αναφοράς που διαθέτουν και στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που αντιστοιχεί στο νοικοκυριό στο οποίο ανήκουν.

Εκτιμάμε ότι η γενικευμένη εφαρμογή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος όπως στο "βασικό" μας σενάριο θα εξάλειφε σχεδόν ολοκληρωτικά την ακραία φτώχεια, έναντι όμως αξιόλογου καθαρού κόστους (πάνω από 1% του ΑΕΠ). Σε μια πιο οικονομική εκδοχή (όπως στο "εναλλακτικό" μας σενάριο), θα κόστιζε 0,35% του ΑΕΠ (κάτω από 2% της συνολικής κοινωνικής δαπάνης), αλλά θα είχε ασθενέστερη επίδραση στους δείκτες φτώχειας. Το καθαρό κόστος του προγράμματος (το οποίο προκύπτει αφού αφαιρεθεί το ποσό που καλύπτεται από άλλα κοινωνικά επιδόματα τα οποία προβλέπεται να θεσμοθετηθούν ή έχουν ήδη θεσμοθετηθεί) θα είναι χαμηλότερο.

Ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια για την ορθή στόχευση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (αλλά και κάθε κοινωνικής παροχής που χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια) είναι ο κίνδυνος το δηλωθέν εισόδημα των αιτούντων να εμφανίζεται χαμηλό όχι λόγω πραγματικής ανάγκης, αλλά λόγω φοροδιαφυγής. Συνεπώς, απαιτείται η επεξεργασία εναλλακτικών μεθόδων εξακρίβωσης του εισοδήματος των αιτούντων (π.χ. μέσω τεκμηρίων) στη φάση της προετοιμασίας, και η αξιολόγησή τους στη φάση της πιλοτικής εφαρμογής. Το πρόβλημα των αδήλωτων εισοδημάτων της παραοικονομίας μπορεί συμπληρωματικά να αντιμετωπιστεί με την υποχρέωση των δικαιούχων να είναι διαθέσιμοι για εργασία και να συμμετέχουν σε προγράμματα επανένταξης (επί ποινή αποκλεισμού). Πολλά τέτοια προγράμματα (με Ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση) υφίστανται ήδη. Συχνά, αρκεί ο καλύτερος συντονισμός μεταξύ του φορέα υλοποίησης του ελαχίστου εισοδήματος και των κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και η κατά προτεραιότητα ένταξη των δικαιούχων ελαχίστου εισοδήματος στα προγράμματα επανένταξης. Εξ άλλου, ο στόχος ενός προγράμματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι να δοθεί στους δικαιούχους μια ευκαιρία να ξεφύγουν από την ακραία φτώχεια με τις δικές τους δυνάμεις, όχι απλώς να τους χορηγηθεί ένα μικρό βοήθημα.

Τα εμπόδια είναι πολλά. Όμως, όπως έχει δείξει η εμπειρία άλλων χωρών (και μάλιστα με παρόμοια χαρακτηριστικά), η προσήλωση στο στόχο και η σοβαρότητα στην προσπάθεια είναι ικανές να υπερνικήσουν ακόμη και τα δυσκολότερα εμπόδια – και μάλιστα με μέτριο κόστος.

9 Δεκεμβρίου 2012

Όταν μιλούν οι αριθμοί ...

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας «Έθνος» με θέμα «Αναζητώντας άλλη ρότα: ιδέες και προτάσεις για να κλείσει η πληγή της φοροδιαφυγής» (Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012).

Οι τοξικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής θα έπρεπε να είναι γνωστές. Όπως έλεγε ο πρόεδρος Ρούζβελτ, «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας». Γι' αυτό, οι «τζαμπατζήδες» που απολαμβάνουν δημόσιες υπηρεσίες χωρίς να συνεισφέρουν στο κόστος τους θα πρέπει να διώκονται, αφού υποσκάπτουν τα θεμέλια της ειρηνικής συμβίωσης όλων σε μια τέτοια κοινωνία.

Συχνά, όμως, στη δημόσια συζήτηση υπονοείται (και, σπανίως, λέγεται ρητά) ότι η φοροδιαφυγή έχει τουλάχιστον ένα θετικό: βοηθά τους φτωχούς να τα βγάλουν πέρα, πράγμα δύσκολο ή αδύνατο εάν επρόκειτο να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν.

Αυτό είναι το ερώτημα που προσπαθούμε να απαντήσουμε σε πρόσφατη εργασία μας με τη Χρύσα Λεβέντη(«Διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα»). Συγκεκριμένα, εκτιμάμε την έκταση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα ανά εισοδηματική ομάδα, καθώς και τις επιπτώσεις της στην κατανομή εισοδήματος.

Αξιοποιούμε τα διαθέσιμα στοιχεία για τα δηλωθέντα εισοδήματα, τα οποία προέρχονται από δύο βάσεις δεδομένων: ένα μεγάλο δείγμα φορολογικών δηλώσεων και τη στατιστική έρευνα EU-SILC. Η απόκρυψη εισοδήματος σε μια φορολογική δήλωση αποφέρει χρηματικό όφελος, ενώ σε μια στατιστική έρευνα όχι. Συνεπώς, θεωρούμε ότι τα στοιχεία της δεύτερης είναι περισσότερο (αν και όχι εντελώς) αξιόπιστα.

Συγκρίνοντας τις δύο βάσεις δεδομένων διαπιστώνουμε ότι τα μέσα εισοδήματα από ελεύθερο επάγγελμα και εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και από γεωργικές επιχειρήσεις, εμφανίζονται πολύ χαμηλότερα στο δείγμα φορολογικών δηλώσεων από ό,τι στην έρευνα EU-SILC (κατά 35% και 80% αντιστοίχως).

Επίσης, παρατηρούμε ότι η απόκλιση μεταξύ των δύο βάσεων δεδομένων είναι μεγαλύτερη στα δύο άκρα παρά στο μέσο της κατανομής: με άλλα λόγια, η απόκρυψη εισοδημάτων δείχνει μεγαλύτερη στα χαμηλά εισοδήματα από ό,τι στα μεσαία, και στα υψηλά εισοδήματα από ό,τι στα χαμηλά.

Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα φόρων-παροχών EUROMOD, υπολογίζουμε ότι η κανονική φορολόγηση των πραγματικών εισοδημάτων (δηλ. η πλήρης εξάλειψη της φοροδιαφυγής) θα αύξανε θεαματικά (κατά 33%) τα συνολικά έσοδα από τον φόρο εισοδήματος, θα μείωνε τις εισοδηματικές ανισότητες (κατά 3% έως 8%, ανάλογα με τον δείκτη που χρησιμοποιείται), ενώ επίσης θα βελτίωνε σημαντικά (κατά 29%) την αναδιανεμητική επίδοση του φορολογικού συστήματος.

Τα ευρήματά μας διαψεύδουν την πεποίθηση ότι η φοροδιαφυγή ωφελεί τους φτωχούς: στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίθετο. Επιπλέον, η εργασία μας συνηγορεί υπέρ της ανάγκης για αυξημένη συμμετοχή των ελευθέρων επαγγελματιών και εμπόρων (καθώς και των αγροτών) στα φορολογικά βάρη, σύμφωνα βέβαια με το εισόδημά τους. Η δυσμενής, όμως, φορολογική μεταχείριση των κατηγοριών αυτών είναι ατελές υποκατάστατο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής: πλήττει περισσότερο τους συνεπείς φορολογούμενους από ό,τι εκείνους που φοροδιαφεύγουν - και συνεπώς αυξάνει αντί να μειώνει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή.

28 Νοεμβρίου 2012

Ανοιχτή κοινωνία ή βαρβαρότητα;

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο, Γιώργο Σιακαντάρη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012).

Οι πρόσφατες εικόνες εντός και εκτός της Βουλής των Ελλήνων που συνόδευσαν την ψήφιση του «Μνημονίου 3» έδειξαν ότι από πλευράς «πολιτικού πολιτισμού» η συμπεριφορά της πολιτικής ελίτ δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αυτή του πλήθους». Η περιφρόνηση της νομιμότητας, η λεκτική οξύτητα, οι προσωπικές επιθέσεις, η συνθηματολογία, ο λαϊκισμός της γλώσσας – αυτά είναι συμπτώματα μιας χώρας άρρωστης, και μιας πολιτικής τάξης κατώτερης των περιστάσεων.

Η σημερινή οικονομική κρίση αποτέλεσε το έναυσμα, όχι την αιτία της έκρηξης. Στην πραγματικότητα, η κρίση απελευθέρωσε ένα υπαρκτό απόθεμα βίας, κυνισμού, κοινωνικής ανευθυνότητας και επιθετικού τυχοδιωκτισμού, το οποίο σιγόβραζε για δεκαετίες, (όχι πολύ βαθιά) θαμμένο κάτω από τους πακτωλούς των δανεικών χρημάτων και των κοινοτικών πόρων. Τα τεράστια ποσά που συνέρευσαν την προηγούμενη περίοδο τα διαχειρίστηκε ένα κράτος σπάταλο, πελατειακό και συνάμα ανεξέλεγκτο - για λογαριασμό μια ανέτοιμης αλλά φιλόδοξης και κάποτε άπληστης κοινωνίας. Η σημερινή αποκαρδιωτική κατάσταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εικόνα της ίδιας αυτής κοινωνίας με άδειες τσέπες. Μια κοινωνία από τους όρους συγκρότησης της οποίας απουσιάζουν τα γνωρίσματα και οι αρχές που συνιστούν το αξιακό πλαίσιο των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών: η ανοχή στην αντίθετη άποψη, η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, η επίπονη άσκηση στο νηφάλιο διάλογο, η διαρκής επιδίωξη του πλουραλισμού και η πίστη στην αναζήτηση της αλήθειας, ως εργαλεία οικοδόμησης πολιτικής συναίνεσης και ως θεμέλια κοινωνικής συνύπαρξης.

Τα μέτρα που ψηφίστηκαν είναι πράγματι επώδυνα. Ακόμη χειρότερα, ο ακραίος κοινωνικός εγωισμός των ευνοημένων ομάδων (και η συνθηκολόγηση των πολιτικών στις πιέσεις τους) εμπόδισαν για μια ακόμη φορά τη δίκαιη κατανομή των βαρών. Όμως, η έγκριση των μέτρων ήταν αναγκαία. Βραχυπρόθεσμα, για την εξασφάλιση της απρόσκοπτης χρηματοδότησης της ουσιαστικά χρεοκοπημένης ελληνικής οικονομίας. Μακροπρόθεσμα, για την απομάκρυνση της προοπτικής της ολικής καταστροφής, ως αναπόφευκτη συνέπεια μιας άτακτης χρεοκοπίας της χώρας.


Δεν είναι τυχαίο το ότι οι αντιφιλελεύθερες και αντιδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις γλυκοκοιτάζουν τη χρεοκοπία. Γνωρίζουν ότι το κουβάρι των δημοκρατικών θεσμών ξηλώνεται πόντο-πόντο. Κινούνται στο περιθώριο του δημοκρατικού πολιτεύματος, εκμεταλλευόμενοι τις «ρωγμές» του πολιτικού συστήματος προκειμένου να τις μετατρέψουν σε χάσματα. Σε αυτά τους τα σχέδια τούς διευκολύνει το γεγονός πως απέναντι στη μονομέρεια του Μνημονίου και των προτάσεων της τρόικα, δεν έχει προβληθεί ένα θετικό και ρεαλιστικό σχέδιο αλλαγής του παραγωγικού και  προνοιακού  μας μοντέλου. Ένα μοντέλο που να δίνει το στίγμα των μελλοντικών αλλαγών που θα ανακουφίσουν όσους υποφέρουν σήμερα χωρίς να φταίνε. Γιατί η κοινωνία όντως υποφέρει – και υποφέρει διπλά: από τα μέτρα, και από τους πάσης φύσεως δημαγωγούς.


Η κοινωνία όμως υποφέρει και από τη σύγχυση της ταύτισης των άκρων. Η βία είναι καταδικαστέα από όπου και αν προέρχεται, πάντοτε. Όμως, ανάμεσα στις αντιδημοκρατικές πρακτικές της άκρας αριστεράς, και στη δηλητηρίαση των δημοκρατικών θεσμών που υπόσχεται η άκρα δεξιά, υπάρχει ποιοτική διαφορά.


Όταν το παρελθόν δεν φωτίζει το μέλλον, το παρόν σκοτεινιάζει, έγραφε ο Αλέξις ντε Τοκβίλ. Και πραγματικά, η νεότερη ευρωπαϊκή και ελληνική πολιτική ιστορία δείχνει καθαρά ότι ο δρόμος προς τη βαρβαρότητα υπήρξε πάντοτε απότομος και γλιστερός. Για αυτό, το πραγματικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει το πολιτικό μας σύστημα δεν είναι το χιλιοειπωμένο  «μνημόνιο ή αντι-μνημόνιο», αλλά «ανοιχτή κοινωνία ή βαρβαρότητα».


Χρέος των δυνάμεων της ευθύνης και της δημοκρατίας είναι να μην υποχωρήσουν στις περισσότερο ή λιγότερο απροκάλυπτες επιθέσεις κατά του κοινοβουλευτισμού, κατά του μετριοπαθούς και μετρημένου πολιτικού λόγου, κατά της ανοχής στη διαφορετική άποψη.


Χρέος σήμερα των σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων και αριστερών δημοκρατών είναι να αντισταθούν στην  ομηρεία και το εκβιασμό στους οποίους ακραίες δυνάμεις επιχειρούν να υποβάλουν το πολιτικό σύστημα. Διαφορετικά, η Ελλάδα δεν θα χάσει απλώς τα προκλητικά προνόμια των ευνοημένων κοινωνικών ομάδων και οργανωμένων συντεχνιών. Θα στερηθεί τους αναγκαίους όρους πολιτικής συνεννόησης, κοινωνικής ειρήνης και οικονομικής ευημερίας. Θα μεταμορφωθεί σε ακυβέρνητη χώρα, και σε αποτυχημένο κράτος. Και τελικά θα χάσει την ίδια τη ψυχή της.

4 Οκτωβρίου 2012

Μια θαυμάσια κρίση

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012).

Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του Παναγιώτη Ρουμελιώτη «Το άγνωστο παρασκήνιο της προσφυγής στο ΔΝΤ». Άλλωστε μόλις πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε. Βλέπω όμως ότι, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας συνίσταται στο ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου στις αρχές του 2010 «δεν διαπραγματεύτηκε σωστά».
«Εμείς τότε είχαμε ένα διαπραγματευτικό όπλο, εκείνη τη στιγμή η Ευρώπη ήταν απροετοίμαστη τελείως να αντιμετωπίσει μια πτώχευση της Ελλάδας. Έπρεπε να επιμείνει και να συμμαχήσει με το ΔΝΤ που έλεγε ότι χρειάζεται μια αναδιάρθρωση του χρέους από την αρχή. Να απειλήσει και με χρεοκοπία, διότι από τη χρεοκοπία δεν θα έχανε μόνο η Ελλάδα θα έχανε κυρίως η ευρωζώνη.» Αυτά λέει (και γράφει) ο μέχρι πρόσφατα εκπρόσωπος της χώρας στο ΔΝΤ, και υπουργός εθνικής οικονομίας το 1987-1989.
Η άποψη αυτή σίγουρα δεν είναι καινούρια. Έχει βασιστεί σε ερμηνευτικά σχήματα διαφόρων διαβαθμίσεων στην κλίμακα των θεωριών συνομωσίας: από την απλή ανικανότητα του τότε οικονομικού επιτελείου (και των επομένων), έως τον προδοτικό ρόλο της τότε κυβέρνησης  (και των επομένων). Και έχει υιοθετηθεί από δημόσια πρόσωπα διαφόρων διαβαθμίσεων στην κλίμακα της σοβαρότητας: από τον Βαρουφάκη έως τον Καζάκη, και από τον Τσίπρα έως τον Καμμένο.
Βεβαια, όπως δείχνει και η επιτυχία του βιβλίου, η θεωρία της κακής διαπραγμάτευσης (λόγω ανικανότητας ή λόγω προδοσίας, ανάλογα με τα γούστα) γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Βλέπετε, προσφέρει δύο πολύτιμες ψυχολογικές υπηρεσίες. Η πρώτη είναι ότι καθιστά εντελώς περιττή την ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης εκ μέρους όσων την ασπάζονται.
Πράγματι, για τους οπαδούς της θεωρίας, δεν έχει καμμία σημασία που το εμπορικό έλλειμμα της χώρας ήταν 19% του ΑΕΠ το 2008, ότι δηλ. το καταναλωτικό πρότυπο των Ελλήνων ήταν επιπέδου ΗΠΑ, ενώ η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας κάτω από το επίπεδο της Μποτσουάνα.
Όπως δεν έχει σημασία που το δημόσιο έλλειμμα ήταν 16% το 2009 (ενώ η επίσημη πρόβλεψη της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν λίγο πάνω από το όριο του 3%), ότι δηλ. το κράτος πλήρωνε για αμοιβές, παροχές, οπλικά συστήματα, γέφυρες, λιμάνια κτλ. ποσά πολύ μεγαλύτερα από όσα μπορούσε να εισπράξει μέσω φορολογίας, και συνεπώς δανειζόταν τη διαφορά.
Ούτε βέβαια έχουν σημασία αυτά που βρίσκονται πίσω από όλα τα ελλείμματα. Το μοντέλο της φτηνής ανάπτυξης. Η διάχυτη επιχειρηματικότητα της αρπαχτής. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Η άλωση από ιδιωτικά συμφέροντα της πολιτικής αλλά και της δικαιοσύνης και της δημόσιας διοίκησης. Η επικράτηση «αξιών» που επιζητούν το βόλεμα και τον γρήγορο πλουτισμό, και που εχθρεύονται τη δημιουργικότητα και την εργατικότητα.
Όχι. Για τους οπαδούς της θεωρίας της κακής διαπραγμάτευσης, αυτά δεν έχουν την παραμικρή σημασία. Ούτε έχουν σχέση με το Μνημόνιο και τη σημερινή κρίση. Θα μπορούσαμε όλα αυτά να τα είχαμε αποφύγει, εύκολα. Αρκεί ο πρωθυπουργός μας να ήταν λίγο πιο λεβέντης. Όπως π.χ. ο Ανδρέας Παπανδρέου – τον οποίο άλλωστε πολλοί από τους οπαδούς της θεωρία της κακής διαπραγμάτευσης λάτρεψαν ή υπηρέτησαν ή και τα δύο. Και ο οποίος φυσικά συνέβαλε όσο λίγοι για να φτάσει το χρέος και τα ελλείμματα στα σημερινά επίπεδα.
(Αντίθετα, ο «απλός λαός» δεν φταίει ποτέ. Ακόμη και όταν ξεχνάει να πληρώσει φόρους, όταν χτίζει εξοχικά στα καμμένα, όταν πιέζει για μια θέση στο Δημόσιο «για το παιδί», ή όταν δωροδοκεί για μια χαριστική σύμβαση. Ούτε φταίει όταν έδινε την ψήφο του σε όσους πολιτικούς του εξασφάλιζαν την ατιμωρησία, ενώ αντίθετα τιμωρούσε συστηματικά όσους πρότειναν μεταρρυθμίσεις που θα του χάλαγαν τη βολή.)
Η δεύτερη πολύτιμη ψυχολογική υπηρεσία που προσφέρει η θεωρία της κακής διαπραγμάτευσης είναι ότι μεταθέτει την ευθύνη για την ελληνική κρίση στους ξένους.
Έτσι, για τους οπαδούς της θεωρίας, δεν έχει σημασία που η απόπειρα εκβιασμού των υπόλοιπων μελών της ΕΕ θα ήταν εντελώς ασύμβατη με την απόφαση να παραμείνουμε σε αυτήν. Ούτε έχει σημασία ότι οι κανόνες του ευρώ (που είχαμε συνυπογράψει) περιείχαν την περίφημη «ρήτρα μη διάσωσης», η οποία απαγόρευε ακόμη και την βοήθεια σε όποιο μέλος της Ευρωζώνης έπεφτε έξω - πολλώ μάλλον το «κούρεμα» του χρέους της.
(Τελικά, η ρήτρα μη διάσωσης παραβιάστηκε σιωπηρά, και ευτυχώς για εμάς. Αλλά για αυτό χρειάστηκαν μερικοί μήνες: από τον Νοέμβριο του 2009 έως τον Μάιο του 2010. Για το κούρεμα χρειάστηκαν μερικοί μήνες παραπάνω: από τον Μάιο του 2010 μέχρι τον Νοέμβριο του 2011. Και το πόσο ρεαλιστική ήταν η απειλή για «το πιστόλι πάνω στο τραπέζι» το είδαμε όλοι – με πρώτο τον εμπνευστή της, Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Αλλά ξέχασα: εάν στη θέση του βρισκόταν κάποιος λίγο πιο τσαμπουκάς – γιατί όχι ο Μεϊμαράκης λ.χ. - τότε οι Ευρωπαίοι θα έσπευδαν να μας κουρέψουν το χρέος έντρομοι.)
Ελπίζω αυτό που θα πω να μην ακούγεται σαν άλλη μια θεωρία συνωμοσίας. Εσάς όμως σας φαίνεται τυχαίο ότι όλοι οι παραπάνω απολαμβάνουν μια θαυμάσια κρίση, που έχει αυξήσει εκθετικά τον αριθμό των θαυμαστών τους, των αναγνωστών των βιβλίων και των άρθρων τους, των θεατών των φιλμ τους στο YouTube, τον αριθμό των ψήφων τους και των βουλευτικών τους εδρών (για να μην αναφέρω άλλα, πιο υλικά οφέλη);
Νομίζω πως δεν είναι καθόλου τυχαίο. Όπου η αυτογνωσία σπανίζει, οι θεωρίες συνωμοσίας ακμάζουν. Κάθε εποχή έχει το πνεύμα της, και τους εκφραστές του. Μόνο που με τέτοιο πνεύμα και με τέτοιους εκφραστές, δεν είναι απαραίτητο να βγούμε από το ευρώ για να βρεθούμε στον τρίτο κόσμο: είμαστε ήδη εκεί, ίσως από καιρό.

2 Σεπτεμβρίου 2012

Back to basics

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012).

Μια ματιά στα δεδομένα (τα οποία, όπως συχνά λέγεται, είναι αμείλικτα).


Το πρώτο δεδομένο αφορά τον αριθμό όσων απασχολούνται στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ. Είναι γνωστό (τεκμηριώνεται μεταξύ άλλων στις σχετικές μελέτες του Χρυσάφη Ιορδάνογλου) ότι το μέγεθος της δημόσιας απασχόλησης αυξήθηκε θεαματικά τη δεκαετία του 1980, λιγότερο θεαματικά στη συνέχεια, ενώ ανέβηκε ξανά απότομα την πενταετία 2004-2009. Επειδή κατά την πενταετία Καραμανλή δεν έγινε αισθητή κάποια ποσοτική επέκταση ή ποιοτική βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών, δικαιούται κανείς να θεωρεί ότι οι σχετικοί διορισμοί ήταν κατά κανόνα εντελώς περιττοί.


Επί πλέον, το 2010 - εν μέσω Μνημονίου! - ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων έμεινε στάσιμος, παρότι συνταξιοδοτήθηκαν 53.400 δημόσιοι υπάλληλοι (άρα η κυβέρνηση Παπανδρέου διόρισε άλλους τόσους). Το 2011 αποχώρησαν 42.000 δημόσιοι υπάλληλοι ενώ προσελήφθησαν 12.600 (δηλ. κάπως καλύτερα – αλλά και αυτή η αναλογία απέχει αρκετά από το 5:1 που ψήφισε η Βουλή).


Το δεύτερο δεδομένο αφορά τους μισθούς στο δημόσιο τομέα. Είναι επίσης γνωστό ότι την περίοδο πριν από την κρίση οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν σταθερά, ενώ εκείνοι των υπαλλήλων ΔΕΚΟ θεαματικά. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, τα ποσοστά αύξησης των μισθών (σε πραγματικούς όρους, δηλ. πάνω από τον πληθωρισμό) τη δεκαετία 2000-2009 ήταν +22,7% για το Δημόσιο και +56,8% για τις ΔΕΚΟ (έναντι +24,4% για τον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα). Εντός του Δημοσίου, η αύξηση δεν ήταν ομοιόμορφη. Τα σχετικά στοιχεία είναι δυσεύρετα (γεγονός όχι άσχετο με το πρόβλημα). Πάντως, είναι γνωστό ότι π.χ. για τους πανεπιστημιακούς υπήρξε ασήμαντη, ενώ π.χ. για τους δικαστικούς σημαντική. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει από το Υπουργείο Οικονομικών, η μέση δαπάνη μισθοδοσίας των δικαστικών είναι σήμερα περίπου 6.500 ευρώ το μήνα.


Το τρίτο δεδομένο αφορά τη μεταχείριση των ανέργων. Από τα τελευταία στοιχεία της ΕλΣτατ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των ανέργων το Μάιο ήταν περίπου 1.150.000. Από τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων τον Ιούλιο ήταν 795.000, ενώ από αυτούς μόνο 187.000 ελάμβαναν επίδομα ανεργίας. (Το χειμώνα ο αριθμός των επιδοτουμένων αυξάνεται, αφού οι κύριοι ωφελημένοι του επιδόματος ανεργίας όπως λειτουργεί σήμερα είναι οι εργοδότες σε κλάδους με εποχική απασχόληση - κυρίως ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και φροντιστηρίων).


Σε κάθε περίπτωση, έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες (ίσως ένα εκατομμύριο) ανέργους που δεν λαμβάνουν καμμιά εισοδηματική ενίσχυση. Για τους 187.000 που λαμβάνουν, το σχετικό επίδομα δεν ξεπερνά τα 360 ευρώ το μήνα (από τον περασμένο Φεβρουάριο), με μέγιστη περίοδο επιδότησης 12 μήνες. Από εκεί και πέρα, ελάχιστοι (1.850 το 2010) λαμβάνουν το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας (200 ευρώ το μήνα). Οι υπόλοιποι τίποτε.


Αντίθετα, η εργασιακή εφεδρεία στο Δημόσιο προβλέπει ότι όσοι κριθούν ως πλεονάζοντες (15.000 άτομα το 2012) θα λαμβάνουν το 60% των βασικών αποδοχών τους επί 12 μήνες (24 μήνες εάν είναι κοντά στη συνταξιοδότηση).


Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτουν (θα έλεγε κανείς «αβίαστα») τα εξής:


Πρώτον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια διατήρησης - εάν όχι βελτίωσης - του επιπέδου δημοσίων υπηρεσιών που απολαμβάνουν οι πολίτες (περίθαλψη, εκπαίδευση, συγκοινωνίες κτλ.) με σημαντικά λιγότερους δημόσιους υπάλληλους.


Δεύτερον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης μέσω στοχευμένων περικοπών των μισθών των υπολοίπων, αρχίζοντας από τις ΔΕΚΟ και από τις κατηγορίες που ωφελήθηκαν περισσότερο την προηγούμενη περίοδο (π.χ. δικαστικοί).


Τρίτον: Υπάρχουν σημαντικά κενά κοινωνικής προστασίας των ανέργων, ιδίως όσων προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα (δηλ. όλων, τουλάχιστον προς το παρόν).


Συνεπώς, οι προτεραιότητες μιας κυβέρνησης που αναζητά τρόπους μείωσης της δημόσιας δαπάνης με τους μικρότερους δυνατούς κοινωνικούς κραδασμούς - και οι συμβολές στην αναζήτηση αυτή των «ελάσσονων» κυβερνητικών εταίρων, δηλ. του ΠΑΣΟΚ και ιδίως της ΔΗΜΑΡ - θα έπρεπε να είναι προφανείς:


1. Εκτεταμένη εφαρμογή της εργασιακής εφεδρείας. Όχι με προσυνταξιοδότηση λίγων έμπειρων υπαλλήλων (πολλοί από τους οποίους είναι πολύτιμοι), αλλά με πλήρη κατάργηση όσων τμημάτων του κρατικού μηχανισμού κρίνονται περιττά.


2. Αναμόρφωση της πολιτικής μισθών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Με κριτήριο όχι την διαπραγματευτική ισχύ κάθε ομάδας, αλλά την απόδοση και την προσφορά του καθενός - με διαφάνεια και δικαιοσύνη. Μια καλή αρχή θα ήταν η δημοσίευση των συνολικών αποδοχών που αντιστοιχούν σε κάθε βαθμίδα, σε κάθε υπουργείο, σε κάθε οργανισμό.


3. Μέτρα στήριξης όσων πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Όχι με συμβολικές κινήσεις αμφίβολης αξίας τύπου «έκτακτες παροχές» ή «ειδικές ενισχύσεις σε επιμέρους ομάδες». Αλλά με γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Μέσω επιδομάτων (με έμφαση στις φτωχές οικογένειες με παιδιά). Αλλά και μέσω υπηρεσιών (με έμφαση στην περίθαλψη, με εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ΕΟΠΠΥ).


Θα μου πείτε: «Μα υπάρχουν λεφτά για τέτοια». Εξαρτάται.


Με «κόκκινες γραμμές» τύπου «όχι στην εφεδρεία», «όχι στη μείωση των αποδοχών των δικαστικών» και τα παρόμοια, όχι: δεν υπάρχουν περιθώρια.


Με στοχευμένες παρεμβάσεις για τη μείωση του μεγέθους και του κόστους του κράτους (δηλ. περικοπές), και ταυτόχρονα με βαθειές τομές στη λειτουργία του (δηλ. μεταρρυθμίσεις), τότε ναι: τα δημοσιονομικά περιθώρια για τη γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι μεγάλα.


Τα δημοσιονομικά περιθώρια. Αλλά και τα πολιτικά. Ας αναλογιστούν, όσοι από εμάς τουλάχιστον δέχονται την ανάγκη ενός προγράμματος εξυγίανσης, ποια θα ήταν η αποδοχή του από την κοινή γνώμη, εάν η έγνοια των πολιτικών ήταν η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η προστασία των αδυνάτων, αντί για την υπεράσπιση των ευνοημένων ομάδων.


Δίκαιη λιτότητα. Ποτέ δεν είναι αργά.

15 Ιουνίου 2012

Φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί δημοκράτες

Ομιλία στην εκδήλωση του free thinking zone (Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012). Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon»  (Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012).


Τι πρέπει και τι μπορούν να κάνουν στη σημερινή πολιτική κατάσταση οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες;


Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να ξεκινήσουμε τη συζήτηση αυτή με την παραδοχή ότι και τα τρία αυτά ρεύματα είναι (πάντοτε ήταν) μειοψηφικά στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς, της κεντροαριστεράς και της αριστεράς αντιστοίχως. Και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο εκλογικό βάθος, με αναιμικούς δεσμούς με κοινωνικές οργανώσεις, και με την όποια επιρροή τους να περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια μιας «ιντελλιγκέντσιας» επαρχιωτικής και αυτής.


Πρόκειται για μια κάπως αμείλικτη ανάγνωση, χρήσιμη παρόλα αυτά ως αντίδοτο στην πρόσφατη κινητικότητα προς αναζήτηση «αριστοκρατικών» λύσεων: «κόμμα προσωπικοτήτων», «κυβέρνηση αρίστων» κ.ά.


Βέβαια, μια πιο επιεικής ανάγνωση θα ήταν εξίσου βάσιμη: τα ρεύματα αυτά άσκησαν πάντοτε μια επιρροή δυσανάλογη με το μέγεθός τους, ενώ υπήρξαν (είναι ακόμη) εκκολαπτήρια γόνιμων ιδεών. Επί πλέον, παρότι στην παραδοσιακή αντίθεση «δεξιά / αριστερά» καταλαμβάνουν μια μειοψηφική ίσως περιθωριακή θέση, στην άλλη αντίθεση «Δύση / Ανατολή», ή «Ευρώπη / Βαλκάνια», η οποία τέμνει την προηγούμενη εγκαρσίως, κατέχουν αντίθετα θέση πρωτοπορίας στη μια από τις δύο παρατάξεις (την ίδια, φυσικά) εκατέρωθεν της διαχωριστικής γραμμής: οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες υπήρξαν πάντοτε (και ακόμη είναι) οι συνεπέστεροι υπερασπιστές της άποψης ότι «ανήκουμε στη Δύση» - ή, αν προτιμάτε, ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι στην καρδιά της Ευρώπης.


Επειδή στις μέρες μας η τελευταία αυτή αντίθεση τυχαίνει να είναι η πιο κρίσιμη, το άρθρο μας «Το ζητούμενο της επόμενης ημέρας», που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 9 Μαΐου 2012) με την υπογραφή των Δημήτρη Σκάλκου, Γιώργου Σιακαντάρη και Μάνου Ματσαγγάνη, δημιούργησε προσδοκίες. Μια τυπική αντίδραση ήταν του τύπου: «επιτέλους, καιρός ήταν, κάντε κάτι, πρέπει όλες οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις να ενωθούν στο ίδιο κόμμα / εκλογική συμμαχία προτού να είναι αργά».


Είναι καλή αυτή η ιδέα;


Είμαι αρκετά αμφίθυμος ως προς αυτό. Βασικά, νομίζω ότι δεν είναι. Για τρεις κυρίως λόγους.


Πρώτον, θα μου φαινόταν κάπως υπερβολικά ριψοκίνδυνο να συγκεντρωθούν όλοι οι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ελλάδας σε ένα νέο κόμμα, το οποίο μετά θα λάβει λ.χ. 15% των ψήφων.


Δεύτερον, για έναν αριστερό δημοκράτη όπως εμένα, οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες υπήρξαν πάντοτε προνομιακοί συνομιλητές, ενίοτε σύμμαχοι σε κοινούς αγώνες, άλλες φορές αντίπαλοι (ποτέ εχθροί). Θα ήθελα να ζω σε μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και φυσικά όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες. Αλλά μπορούμε να συνυπάρχουμε στο ίδιο κόμμα; Νομίζω ότι οι (υπαρκτές) διαφορές μας συσκοτίζονται από το ότι η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από πιο «πρωτόγονα» ζητήματα, στα οποία συμφωνούμε.


Τρίτον, για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες, θα πρέπει να κάνουμε πολλή δουλειά – και αυτή η δουλειά θα πρέπει αναγκαστικά να γίνει κυρίως στο εσωτερικό του αντίστοιχου ευρύτερου χώρου. Προσωπικά δεν έχω καμμιά απολύτως διάθεση να αποκοπώ από έναν αριστερό κόσμο που με παρακολουθεί, συχνά εκνευρίζεται από όσα γράφω ή λέω, αλλά συνήθως προβληματίζεται από αυτά, και καμμιά φορά συμφωνεί μαζί μου.


Για αυτούς τους λόγους τείνω να θεωρώ ότι η βιαστική συστέγαση όλων μας στο ίδιο κόμμα ή εκλογικό συνασπισμό δεν είναι καλή ιδέα. Παραμένω όμως αμφίθυμος. Αφήνω περιθώριο στο ενδεχόμενο αυτό που μου φαίνεται λάθος σήμερα να αποδειχθεί σωστό σε λίγο καιρό. Το γιατί σχετίζεται με τις πολιτικές εξελίξεις: ζούμε εποχή ρευστότητας, ή μάλλον ρευστοποίησης των πολιτικών κομμάτων που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση (του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ), και συνεπώς αναδιάταξης του πολιτικού τοπίου.


Ποιος για παράδειγμα θα καταλάβει τον αχανή χώρο που εκτείνεται από τη ριζοσπαστική δεξιά μέχρι την κεντροδεξιά που αφήνει κενό η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ; Όπως έχω ξαναγράψει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η τύχη του χώρου θα εξαρτηθεί από την τύχη της χώρας. Εάν παραμείνουμε στην Ευρώπη, μπορεί κάποτε να δούμε μια μεγάλη αριστερά που θα είναι φιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική και δημοκρατική. Εάν όχι, πολύ φοβάμαι ότι ο χώρος - ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό - θα μονοπωληθεί από δυνάμεις εθνικιστικές, κρατιστικές, λαϊκιστικές και αυταρχικές.


Η αποτροπή ενός τέτοιου κινδύνου σήμερα είναι το κυριότερο καθήκον όλων μας: φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατών και αριστερών δημοκρατών.

Το μέλλον της αριστεράς και το μέλλον της χώρας

Ομιλία στην εκδήλωση του Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» στη Θεσσαλονίκη (Τρίτη 12 Ιουνίου 2012). Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012).

Ποιο είναι το μέλλον της αριστεράς στην Ελλάδα; Θα μπορούσε κανείς, κάνοντας (μαύρο) χιούμορ, να απαντήσει ότι ίσως η αριστερά στην Ελλάδα έχει περισσότερο μέλλον από την ίδια την Ελλάδα. Πράγματι, όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα, πάντοτε θα υπάρχουν κάποιοι που θα κάθονται αριστερά στη Βουλή (στο βαθμό βέβαια που θα υπάρχει Βουλή). Το πώς θα είναι, όμως, αυτή η αριστερά, και τι θα λέει, θα εξαρτηθεί από την πορεία της χώρας τους αμέσως επόμενους μήνες – ή ίσως εβδομάδες.

Θα μείνουμε στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Εάν ναι, έχουμε μια ελπίδα να συγκλίνουμε με την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλ. να αποκτήσουμε ένα κράτος αμερόληπτο και αποτελεσματικό, μια δυναμική οικονομία της αγοράς, με σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και κοινωνική προστασία.

Σε μια τέτοια Ελλάδα, ευρωπαϊκή, έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε κάποτε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Μια αριστερά κατά πάσα πιθανότητα πληθυντική (αυτό συνεπάγεται η πολιτική ιστορία της χώρας), αλλά πάντως με τα κόμματα που την συναποτελούν σταθερά προσανατολισμένα στο σεβασμό του Συντάγματος και των άλλων θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και στην ειλικρινή και ανεπιφύλακτη απόρριψη της βίας.

Αυτό το τελευταίο, κτήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς στο σύνολό της, ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της, είναι σχετικά πρόσφατο: χρειάστηκε η (από κάθε άποψη) τρομακτική εμπειρία των δεκαετιών του ’70 και του ’80 για να διαλυθούν και οι τελευταίες αυταπάτες για τα αιματηρά αδιέξοδα στα οποία αναπόφευκτα οδηγεί το φλερτ με την «ένοπλη πάλη». Υπό αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστική η αποφασιστική υιοθέτηση της μη βίας «ως ιδεώδους και ως μεθόδου», εκ μέρους της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης του Fausto Bertinotti στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.

Θα αντιτείνει κανείς: «δηλαδή πάνε όλα πρίμα για την ευρωπαϊκή αριστερά;» Όχι βέβαια. Οι σοσιαλιστές, η μεγαλύτερη οικογένεια της ευρωπαϊκής αριστεράς, στα τέλη της δεκαετίας ήλεγχαν τις 13 από τις κυβερνήσεις των 15 (τότε) κρατών μελών της Ε.Ε. – χωρίς τελικά να επιδείξουν κάτι θεαματικό, και σίγουρα χωρίς να καταφέρουν να πετύχουν τον (ομολογουμένως φιλόδοξο) στόχο της «πολιτικής διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης». Κάτι ανάλογο ισχύει για τη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία – όπως άλλωστε είχε εγκαίρως προβλέψει ο Eric Hobsbawm – δεν δείχνει ικανή να επωφεληθεί εκλογικά από την οικονομική κρίση. Το ίδιο και για τους Πράσινους, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο έχουν πέσει θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους, με την έννοια ότι έχουν χάσει το μονοπώλιο της οικολογικής ευαισθησίας, αφού ο σεβασμός του περιβάλλοντος έχει πλέον περάσει στο πολιτικό mainstream και (στον α’ ή στον β’ βαθμό) στις θέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων.

Πάντως, παρά την όχι και τόσο συναρπαστική πρόσφατη επίδοσή της, η ευρωπαϊκή αριστερά παραμένει εργαστήρι ιδεών, δύναμη υπεράσπισης των εργαζομένων και απόκρουσης των διακρίσεων, στο πνεύμα του γνωστού τριπτύχου «libertè, egalitè, fraternitè».

Ίσως ο λόγος που η ευρωπαϊκή αριστερά δεν είναι τόσο συναρπαστική είναι ότι η ίδια η Ευρώπη δεν είναι τόσο συναρπαστική. Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να ευγνωμονούμε για αυτό τους αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ιδέας, που στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είδαν το κλειδί για τον οριστικό τερματισμό του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου» που διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αι. και το πρώτο μισό του 20ού αι. Για αυτό άλλωστε, ακόμη και σήμερα, εν μέσω μιας δύσκολης υπαρξιακής κρίσης, η Ευρώπη παθιάζεται όχι για τον επόμενο πόλεμο ή την επόμενη δικτατορία, αλλά απλώς για τους όρους του επόμενου πακέτου διάσωσης. Ας θυμίσω το προφανές, ότι δηλαδή η προηγούμενη κρίση ανάλογης σοβαρότητας (το Κραχ του ’29) είχε οδηγήσει σε εθνικιστική αναδίπλωση, σε επικράτηση του φασισμού και τελικά σε παγκόσμιο πόλεμο. Είμαι πεισμένος ότι όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα στην Ευρώπη, θα παραμείνουμε μακριά - σε απόσταση ασφαλείας – από κάτι τέτοιο.

Σε αρκετούς Ευρωπαίους (ιδίως Έλληνες, ιδίως από τις νεώτερες γενιές) όλα αυτά δεν φτάνουν: τους φαίνονται ανιαρά. Όντως: δεν συγκρίνονται π.χ. με τη μάχη του Somme, που κόστισε πάνω από 300.000 νεκρούς σε 4½ μόλις μήνες (20.000 έχασαν τη ζωή τους μόνο την πρώτη μέρα, μόνο στη βρετανική πλευρά). Ανάμεσα σε όσους πολέμησαν (και σε όσους χάθηκαν) εκεί ήταν και μερικοί από τους λαμπρότερους νεαρούς ποιητές της εποχής, οι οποίοι ως γνωστόν έγραψαν μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του 20ού αι. Αντίθετα, δεν νομίζω να διανοήθηκε κανείς ποτέ να γράψει ποίηση για τη Margaret Thatcher που χτυπά το τσαντάκι της στο τραπέζι απαιτώντας να της επιστραφεί μέρος της βρετανικής συμμετοχής στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ούτε πολύ λιγότερο για τις ατέρμονες συνεδριάσεις σχετικά με το ενδεδειγμένο μέγεθος των λαχανακίων Βρυξελλών (αγαπημένο μοτίβο του ευρωσκεπτιστικού φολκλόρ).

Και όμως, είχε δίκιο ο Rolf Dahrendorf - αυτός ο πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος, που στην ίδια ζωή υπήρξε κατά σειρά βουλευτής του Γερμανικού Κοινοβουλίου (FDP), δύο φορές Ευρωπαίος Επίτροπος, πρύτανης της London School of Economics και μέλος της Βρετανικής Βουλής των Λόρδων – όταν αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έγραφε ότι «από όλα τα μέρη του κόσμου μόνο η Ευρώπη έχει καταφέρει να εξασφαλίσει στους πολίτες της ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, δημοκρατικές ελευθερίες και ταυτόχρονα κοινωνική συνοχή».

Συνεπώς, και με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, εάν μείνουμε στην Ευρώπη έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Με κόμματα στα οποία η σοσιαλιστική κουλτούρα συνυπάρχει με τη φιλελεύθερη, σε διάφορες φυσικά δοσολογίες. Και τα οποία έχουν λύσει διάφορα ζητήματα τα οποία εδώ μας ταλαιπωρούν ακόμη: Ναι στην αγορά, ή μήπως όχι; (Προσοχή, δεν αναφέρομαι στο ερώτημα για τα όρια της αγοράς, το οποίο είναι όχι απλώς θεμιτό αλλά και συχνά η πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ευρώπη: αναφέρομαι στο ερώτημα για το εάν μια αριστερή οικονομική πολιτική πρέπει να αφήνει χώρο στην αγορά ή όχι – σαν να υπήρξε ποτέ ιστορικό προηγουμένο κοινωνίας που κατήργησε την αγορά χωρίς ταυτόχρονα να καταργήσει και τη δημοκρατία.) Και άλλα ζητήματα, ακόμη πιο δυσάρεστα: Έμμεση δημοκρατία, ή μήπως μόνο άμεση; Τηρούμε το Σύνταγμα και τους νόμους, ή μήπως εφαρμόζουμε επιλεκτικά μόνο ό,τι μας βολεύει; Η βία είναι πάντοτε κακό πράγμα, ή μήπως μερικές φορές είναι και καλό; Οι ένοπλοι της 17Ν είναι δολοφόνοι που αυτοαναγορεύτηκαν σε «λαϊκούς εκδικητές», ή μήπως «σύντροφοι με τους οποίους διαφωνούμε» (και σε τι ακριβώς);

Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο να μην μείνουμε στην Ευρώπη. Όχι από σχέδιο: είμαι διατεθειμένος να πιστέψω τις διαβεβαιώσεις των βασικών διεκδικητών της πρωτιάς και του ανεκδιήγητου bonus των 50 εδρών, ότι δεν επιθυμούν να γυρίσουμε στη δραχμή. Αλλά από λάθος. Ή λόγω αδυναμίας χειρισμού μιας πολύ δύσκολης κατάστασης. Και κυρίως: λόγω αυτοπαγίδευσης και του κ. Τσίπρα και του κ. Σαμαρά σε μια βλακώδη και αδιέξοδη ρητορική που συσκοτίζει τα πραγματικά διλήμματα (πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; πώς θα μοιράσουμε δίκαια τις θυσίες; πώς θα ανακάμψει η οικονομία; με ποιες μεταρρυθμίσεις;) και που στη θέση τους κατασκευάζει άλλα, φανταστικά.

Βέβαια, ακόμη και αν δεν μείνουμε στην Ευρώπη, κάποιου είδους αριστερά θα έχουμε πάντοτε. Με την έννοια που και στο Λίβανο της δεκαετίας του ’70, στα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, υπήρχε αριστερά (οι Δρούζοι μουσουλμάνοι). Με την έννοια που και στη Σερβία του καταστροφικού πολέμου που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία υπήρχε αριστερά (ο Μιλόσεβιτς). Και με την έννοια που στο Ιράκ των τελευταίων δεκαετιών υπήρχε αριστερά – και μάλιστα σοσιαλίζουσα και «κοσμική» (το Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν).

Το ερώτημα είναι ποιος θέλει να γίνουμε Λίβανος, ή Σερβία, ή Ιράκ.

Εμείς πάντως όχι.

7 Ιουνίου 2012

Η τύχη του χώρου εξαρτάται από τις τύχες της χώρας

Δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα της «Athens Voice» για τη σοσιαλδημοκρατία (Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012). Ο τίτλος του αφιερώματος: «Αναζητώντας τη μεταρρύθμιση».

Για διάφορους λόγους (οικονομικούς, κοινωνικούς, ιστορικούς), στην Ελλάδα – όπως και αλλού στη Νότια Ευρώπη – δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα βορειοευρωπαϊκού τύπου. Με την εξαίρεση μικρών κινήσεων και ομάδων, μέχρι τη δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία δεν υπάρχει καν σοσιαλιστικό κόμμα άξιο λόγου. Επί πλέον, όταν τελικά εμφανίζεται, έχει «μαξιμαλιστικό» αντί για «ρεφορμιστικό» προσανατολισμό. Βέβαια, ενώ το PSOE του Φελίπε Γκονζάλεθ γρήγορα (και μόνιμα) μετατρέπεται σε κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το αντίστοιχο εγχείρημα του Κώστα Σημίτη δεν έχει ούτε βάθος ούτε διάρκεια.


Η παρακμή του ΠΑΣΟΚ εγείρει το ερώτημα για το μέλλον της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Ποια θα είναι η πολιτική έκφραση του αχανούς χώρου που εκτείνεται από την κεντροδεξιά έως τη (μετα)κομμουνιστική αριστερά; Θα έλεγα ότι η τύχη του χώρου εξαρτάται από τις τύχες της χώρας. Εάν παραμείνουμε στην ευρωζώνη (και στην ΕΕ), τότε ίσως καταφέρουμε να εκσυγχρονίσουμε την οικονομία, το κράτος και τους θεσμούς. Αυτό το έδαφος ευνοεί –αλλά δεν εξασφαλίζει – την οικοδόμηση ενός κεντροαριστερού κόμματος που να συνδυάζει τον πολιτικό φιλελευθερισμό με τη μεικτή οικονομία και το κοινωνικό κράτος.


Εάν αντίθετα οδηγηθούμε εκτός Ευρώπης, θα έχουμε κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς μια οικονομία και ένα πολιτικό σύστημα βαλκανικού-μεσανατολικού τύπου. Προσωπικά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι σε ένα τέτοιο έδαφος η κεντροαριστερά θα είναι εθνικιστική και λαϊκιστική (όπως και οι αντίπαλοί της).


Ας μην ξεχνάμε ότι και ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και ο Σαντάμ Χουσεΐν (ηγέτες που απολάμβαναν την υποστήριξη του 95% του ελληνικού λαού, σύμφωνα με τις σχετικές δημοσκοπήσεις), εκτός από χασάπηδες ήταν και (κεντρο)αριστεροί.

3 Ιουνίου 2012

Το Μνημόνιο και το διακύβευμα των εκλογών

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας «Έθνος» με θέμα «Επαναδιαπραγμάτευση, αναθεώρηση ή καταγγελία; Τι θα αλλάζατε στο Μνημόνιο;» (Κυριακή 3 Ιουνίου 2012).


Μια χώρα που για να μπει στο ευρώ δεσμεύτηκε για έλλειμμα 3% του ΑΕΠ, αλλά μετά από λίγα χρόνια το έφτασε σε σχεδόν 16%, όπως συνέβη με την Ελλάδα το 2009, δεν έχει την πολυτέλεια να συζητά εάν θα μειώσει το έλλειμμά της. Ιδίως αφού διαπιστώσει ότι οι αγορές δεν είναι πια διατεθειμένες να την δανείζουν (με επιτόκια που δεν είναι απαγορευτικά).


Η μόνη λογική συζήτηση για μια τέτοια χώρα είναι όχι εάν αλλά πώς θα μειώσει το έλλειμμά της. Εμείς αυτό δεν το κάναμε, ούτε τότε ούτε τώρα (δυόμιση ολόκληρα χρόνια μετά). Προτιμήσαμε να συζητάμε για άλλα αντ’ άλλων. Και αφού δεν το κάναμε μόνοι μας, ανέλαβε να το κάνει για λογαριασμό μας η τρόικα: η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, δηλ. οι μόνοι που (για δικούς τους λόγους) συνέχισαν να μας δανείζουν, και μάλιστα με συμφέροντες για εμάς όρους. Το τι ακριβώς θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να μειώσει το έλλειμμά της ονομάστηκε «Μνημόνιο».


Το Μνημόνιο της τρόικας περιείχε μέτρα που ήταν αυτονόητα (πάταξη της φοροδιαφυγής, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, μείωση της σπατάλης στην υγεία και αλλού), άλλα που ήταν αμφιλεγόμενα (εκποίηση της δημόσιας περιουσίας), και κάποια που μέχρι στιγμής τουλάχιστον έχουν αποδειχθεί λανθασμένα (η θεωρητικά εύλογη πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης», η οποία στην πράξη μείωσε τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα χωρίς όμως να οδηγήσει σε μείωση των τιμών).


Μπορούμε να κάνουμε σήμερα ό,τι δεν κάναμε τα τελευταία δυόμιση χρόνια; Δηλ. να το πάρουμε απόφαση ότι η λιτότητα είναι αναπόφευκτη, και ότι το μόνο άξιο λόγου ζήτημα είναι το πόσο δίκαιη και πόσο αποδοτική θα είναι αυτή; Και να συμφωνήσουμε σε ένα δικό μας Μνημόνιο, που να μειώνει τα ελλείμματα όσο και το Μνημόνιο της τρόικας, με καλύτερο όμως και δικαιότερο τρόπο;


Φυσικά μπορούμε. Ποτέ δεν είναι αργά. Θα έχουμε χάσει όμως πολύτιμο χρόνο. Στα τελευταία δυόμιση χρόνια δεν μοιράσαμε δίκαια τα βάρη της αναγκαίας προσαρμογής, δεν προστατεύσαμε τα πιο αδύναμα από τα θύματα της κρίσης, δεν εξυγιάναμε την οικονομία, την πολιτική, τη δημόσια διοίκηση. Ούτε βάλαμε τις βάσεις για να είναι βιώσιμη η ανάπτυξη που κάποια στιγμή φαίνεται ότι θα έρθει, καθώς η Ευρώπη προσανατολίζεται προς μια πιο επεκτατική οικονομική πολιτική. Και αυτή την αποτυχία χρεώνεται το πολιτικό σύστημα της χώρας, μαζί με όλους τους στυλοβάτες του: κόμματα, συνδικάτα, εργοδοτικές οργανώσεις, επαγγελματικές ενώσεις, μέσα ενημέρωσης.


Ακόμη και τώρα, εάν οι εκλογές οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, ευρύτατης υποστήριξης, με πρόγραμμα την αποφασιστική μείωση των ελλειμμάτων και την ταχεία προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, και με στόχο την παραμονή στο ευρώ (και στην ΕΕ), τότε μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορεί να υπολογίζει στην κατανόηση των Ευρωπαίων εταίρων μας.


Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλ. οι κύριες πολιτικές δυνάμεις εξακολουθήσουν να ψάχνουν λύσεις εκεί που δεν υπάρχουν, όπως μας προτείνει το αντιμνημονιακό μπλοκ Σπίθας-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-Καμμένου-Χρυσής Αυγής, και όπως ονειρεύεται τόσο το βαθύ ΠΑΣΟΚ όσο και η ηγετική ομάδα της ΝΔ, τότε θα βρεθούμε χωρίς πολλά-πολλά εκτός ευρώ (και ίσως εκτός ΕΕ).


Και τότε, η λιτότητα που αναγκαστικά θα ζήσουμε θα είναι τόσο άγρια που θα μας κάνει να νοσταλγήσουμε τα τελευταία δυόμιση χρόνια.


Αυτό είναι το διακύβευμα των εκλογών. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό.

20 Μαΐου 2012

Η πολιτική οικονομία της εθνικής συμφιλίωσης


Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 20 Μαΐου 2012) με τίτλο «Συνεννόηση εντός της Ευρώπης».


Σε ομαλές περιόδους, το «εθνικό συμφέρον» φαντάζει ρητορική κατασκευή, χρήσιμη κυρίως για την απόσπαση της συναίνεσης εκείνων που μένουν πίσω καθώς η κοινωνία προχωράει. Στη σημερινή περίοδο κρίσης, το τι ακριβώς υπαγορεύει το εθνικό συμφέρον εμφανίζεται με όλο και καθαρότερη μορφή. Η Ελλάδα πρέπει να μείνει πάση θυσία στην Ευρώπη, με νόμισμα το ευρώ. Το αντίθετο θα ήταν καταστροφή, όχι τόσο για τις εύπορες τάξεις (που έχουν ήδη πάρει τα μέτρα τους), όσο για τις ασθενέστερες (που θα βρεθούν απροετοίμαστες και απροστάτευτες στο μάτι του κυκλώνα).


Διάφοροι δημαγωγοί και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος πασχίζουν να μας πείσουν ότι η επιστροφή στη δραχμή δεν θα ήταν δα και τίποτε σπουδαίο. Θα περάσουμε, λένε, στην αρχή μερικές δυσκολίες, αλλά μετά μας περιμένει ζωή χαρισάμενη. Και αν όχι ζωή χαρισάμενη, η έξοδος από την Ευρώπη θα φέρει πιο κοντά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ή αν όχι τη σοσιαλιστική επανάσταση, τότε σίγουρα την εθνική παλιγγενεσία. Αφόρητες και επικίνδυνες ανοησίες.


Οι δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν από τις εκλογές έδειξαν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που στις προσεχείς εκλογές φιλοδοξεί να αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία, δεν έχει σαφή ιδέα για το τι πρέπει να γίνει με την οικονομία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έσυρε τη χώρα στις κάλπες χωρίς ακόμη να έχει αποφασίσει για τα βασικά: Μέσα στο ευρώ ή έξω; Καταγγελία του Μνημονίου ή αναδιαπραγμάτευση; Και χωρίς τα λεφτά του Μνημονίου, πού θα βρούμε λεφτά για μισθούς, συντάξεις, νοσοκομεία, σχολεία;


Ίσως κάποια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει τελικά «ποια είναι η γραμμή». Στη συνέχεια όμως θα πρέπει να την επιβάλει στο ετερόκλητο συνονθύλευμα όσων τον συναποτελούν. Και τότε θα διαπιστώσει ότι η «ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς» σφυρηλατείται πολύ δυσκολότερα με τη νηφάλια αναζήτηση επώδυνων μα αναγκαίων λύσεων, από ό,τι με την ανέξοδη ρητορική της τυφλής καταγγελίας.


Εν τω μεταξύ, από τις φωναχτές σκέψεις των πολλών μαθητευόμενων μάγων αλλά και των λίγων σοβαρών στελεχών του κόμματος αυτού, ένα πράγμα προβάλλει με σαφήνεια: η μονομερής καταγγελία του Μνημονίου οδηγεί σε έξοδο από το ευρώ και μετά από την Ευρώπη. Τα δε μέτρα που θα υποχρεωθεί να λάβει τότε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αγριότερα από ο,τιδήποτε εφαρμόστηκε τα τελευταία δύο χρόνια και θα μας κάνουν να νοσταλγήσουμε τη λιτότητα του Μνημονίου. Και στο βάθος δεν θα μας περιμένει η πολυπόθητη ανάπτυξη, αλλά η στασιμότητα που θα ανατροφοδοτεί τον λαϊκισμό και την ανευθυνότητα, κρατώντας τη χώρα καθηλωμένη σε χαμηλές επιδόσεις.


Το αντίπαλο δέος του ΣΥΡΙΖΑ, η συρρικνωμένη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Όχι μόνο επειδή όλοι θυμούνται πώς κυβέρνησε κατά την καταστροφική πενταετία 2004-2009, επιδιδόμενη σε ένα όργιο σπατάλης και κακοδιοίκησης, που έφερε τα ελλείμματα στα ύψη και τη χώρα στο κατώφλι της χρεωκοπίας. Αλλά και επειδή το κόμμα αυτό έχει καταντήσει σκιά της φιλελεύθερης παράταξης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό που οραματίστηκε ο ιδρυτής του: είναι πλέον ένα βαλκανικού τύπου δεξιό κόμμα, με αντιδυτικά ένστικτα και εθνικιστικά αντανακλαστικά.


Όσο για το αποδεκατισμένο ΠΑΣΟΚ, θα αργήσει να συνέλθει από τη χρόνια νόσο του κυβερνητισμού, της ταύτισης κόμματος και κράτους.


Και τώρα τι κάνουμε; Μην έχοντας την πολυτέλεια του χρόνου, δεν έχουμε και πολλές επιλογές. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου, όλες οι πολιτικές δυνάμεις που – έστω προσχηματικά – δεσμεύονται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρώπη και στη ζώνη του ευρώ, θα υποχρεωθούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους την αντιπαράθεση γύρω από το Μνημόνιο - η οποία βραχυκυκλώνει το δημόσιο διάλογο - και να στρέψουν τη συζήτηση στα κρίσιμα ερωτήματα: Πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; Πώς θα εξυγιάνουμε το κράτος και τους θεσμούς; Πώς θα ενθαρρύνουμε την υγιή επιχειρηματικότητα; Πώς θα προστατεύσουμε τα πιο αδύναμα από τα θύματα της κρίσης; Πώς θα δώσουμε προοπτική στους ανέργους; Πρόκειται για τα ίδια ερωτήματα που προβάλλουν επίμονα εδώ και δύο χρόνια, αλλά μένουν ακόμη αναπάντητα.


Το μακρινό 1973, ένας μεγάλος ηγέτης της ευρωπαϊκής αριστεράς κατέληγε στο συμπέρασμα ότι σε συνθήκες κρίσης η αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει ακόμη και όταν διαθέτει το 51% των ψήφων. Ας θυμηθούμε την επισήμανση του Enrico Berlinguer, την επομένη των εκλογών του Ιουνίου.

9 Μαΐου 2012

Το ζητούμενο της επόμενης ημέρας

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο, Γιώργο Σιακαντάρη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 9 Μαΐου 2012).


Οι κοινωνίες και τα κράτη, σε αντίθεση με τα άτομα, δεν αυτοκτονούν διαμιάς. Ο θάνατός τους επέρχεται συνήθως βαθμιαία, μέσα από μια διαδικασία σταδιακής παρακμής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα αποτελέσματα των προχθεσινών εκλογών δεν μας προκαλούν κατάπληξη, αν και οπωσδήποτε αφήνουν μια αφάνταστα πικρή γεύση.


Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του πελατειακού κομματικού κράτους και η διαρκής κακοποίηση των θεσμών της ανοιχτής κοινωνίας αναπόφευκτα απαξίωσαν συνολικά το πολιτικό σύστημα, κάτι που τελικά αποτυπώθηκε στις πολιτικές ισορροπίες της κάλπης. Ακόμη χειρότερα, οι εξελίξεις δεν προδιαγράφονται θετικές.


Είμαστε υποχρεωμένοι να προσθέσουμε τη φωνή μας δίπλα σε όσους επισημαίνουν τους υπαρκτούς κινδύνους διολίσθησης της χώρας σε συνθήκες πλήρους οικονομικής κατάρρευσης, αποδιάρθρωσης του κοινωνικού ιστού και ανομίας, απομάκρυνσης από τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.


Τίποτε όμως δεν προδιαγράφει νομοτελειακά το μέλλον. Εστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, υπάρχει το περιθώριο ανάληψης των πρωτοβουλιών που θα αποτρέψουν την απειλή μιας νέας εθνικής καταστροφής. Υποστηρίζουμε ότι αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να κινηθούν στους παρακάτω τρεις άξονες:


Ο πρώτος άξονας είναι ο σχηματισμός ενός «συνταγματικού τόξου» που θα εγγυάται τον σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών και των κανόνων του κράτους δικαίου.


Ο δεύτερος άξονας είναι η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού «διχτυού ασφαλείας» για τους ασθενέστερους συμπολίτες μας. Ενα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, απόλυτα εφικτό δημοσιονομικά, που να αποσκοπεί στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην παροχή υπηρεσιών, όχι μόνο επιδομάτων, είναι αναγκαίο ανάχωμα στην κοινωνική αποσύνθεση αλλά και μέσο ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς.


Ο τρίτος άξονας είναι ο σεβασμός των δανειακών δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει, και ταυτόχρονα η προώθηση και άμεση εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Πρέπει να κινηθούμε προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο να στηρίζεται σε ένα Δημόσιο που προσφέρει κοινωνικά αγαθά ποιότητας στους πολίτες, καθώς και σε μια υγιή και εξωστρεφή επιχειρηματικότητα, με το κράτος να ελέγχει τις εξωτερικές συνθήκες ανταγωνισμού.


Η προστασία των δημοκρατικών θεσμών είναι προαπαιτούμενο αξιοπρέπειας του πολίτη, οικονομικής ευημερίας και κοινωνικής ειρήνης. Αντίθετα, η προστασία των ευνοημένων συντεχνιών και ομάδων ειδικών συμφερόντων του χρεοκοπημένου μας συστήματος είναι τροχοπέδη στην επιβίωση της χώρας. Το τεράστιο κόμμα του δημόσιου συντεχνιασμού έχει εξαντλήσει τη χώρα προτού εξαντληθεί το ίδιο.


Η επόμενη μέρα πρέπει να βρει τη χώρα με σταθερή διακυβέρνηση. Καλούμε τις σοσιαλδημοκρατικές, αριστερές και φιλελεύθερες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, όπου και αν βρίσκονται, να αντιληφθούν ότι η ολιγωρία, η απραξία και οι διαχειριστικές λογικές του παρελθόντος αφήνουν ένα τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης.


Αν δεν κινηθούν αποφασιστικά, με βάση σοβαρές προγραμματικές συμφωνίες, θα το πράξουν άλλοι. Και αυτό που θα δουν, δεν θα τους αρέσει καθόλου. Η αποτροπή των χειρότερων είναι το ζητούμενο της επόμενης μέρας.

3 Μαΐου 2012

Οι εκλογές της απροσδιοριστίας

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Πέμπτη 3 Μαΐου 2012)

Ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο απρόβλεπτο το αποτέλεσμα των εκλογών. Μαζί με τις διάφορες φήμες και διαδόσεις που κυκλοφορούν για τα ευρήματα των μυστικών δημοσκοπήσεων, ακούγεται επίσης η πληροφορία ότι για να φτάσουν το δείγμα των 2.000 έγκυρων απαντήσεων οι δημοσκόποι πρέπει συχνά να κάνουν τριπλάσια τηλεφωνήματα: τα δύο τρίτα όσων σηκώνουν το τηλέφωνο, το ξανακλείνουν θυμωμένοι προτού απαντήσουν!

Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι απλώς δεν έχουμε ιδέα για το πώς θα ψηφίσει το εκλογικό σώμα: θα το μάθουμε όλοι μαζί το βράδυ της Κυριακής.

Όμως η απροσδιοριστία δεν αφορά μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών. Ισχύει επίσης ότι ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο αβέβαιο το τι θα γίνει μετά τις εκλογές. Θα κυβερνηθεί η χώρα; Και από ποιους; Θα μπορέσει να μπει σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;

Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απαιτείται κατ’ αρχήν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Σήμερα, δυο χρόνια μετά την υπογραφή του Μνημονίου, η πολιτική αντιπαράθεση είναι ακόμη δηλητηριασμένη από τη ρητορική του μίσους. Πρόκειται για δυστύχημα μεγάλων διαστάσεων.

Πρώτον, επειδή (σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Γιώργου Σιακαντάρη) «ό,τι παράγει το «αριστερό» μίσος το καταναλώνει η φασιστική δεξιά». Μόνο και μόνο για αυτό, οι ευθύνες του κ. Τσίπρα - και όσων άλλων στοιχημάτισαν μαζί του στην στρατηγική της έντασης – είναι τεράστιες.

Δεύτερον, επειδή ο παροξυσμός της μισαλλοδοξίας (με τις ρητορικές εξάρσεις για προδότες, υποτελείς, κλέφτες κτλ. πολιτικούς) συσκοτίζει τις πραγματικές αποτυχίες ενός τρόπου άσκησης της πολιτικής που μεσουράνησε επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, και αιχμαλωτίζει από τώρα τις πολιτικές ηγεσίες σε μετεκλογικά αδιέξοδα.

Τρίτον, επειδή όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής, η συντεταγμένη έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει την ήρεμη διερεύνηση των (λίγων) εναλλακτικών λύσεων που διαθέτουμε.

Για όλους αυτούς τους λόγους και μερικούς άλλους, η επικράτηση ενός ηρεμότερου κλίματος (περισυλλογής και αναζήτησης, όχι μόνο θυμού και αγανάκτησης) θα έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων.

Φυσικά δεν είναι. Ο κ. Σαμαράς έχει μεθύσει τόσο πολύ με την (ίσως λιγότερο κοντινή από όσο νομίζει) προοπτική να γίνει πρωθυπουργός, που δεν διστάζει να ποντάρει τα ρέστα του στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις – αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην οικονομία και στην κοινωνία. Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει ότι «η αυτοδυναμία είναι ντεμοντέ», όπως μια υπέρβαρη κυρία θα δήλωνε ότι «οι μίνι φούστες προσβάλλουν τα χρηστά ήθη», ξεχνώντας (;) ότι το κόμμα του αυτή την αυτοδυναμία - τόσο απρόσιτη πλέον - την είχε αναγορεύσει κάποτε σε αυτοσκοπό.

Η αναξιοπιστία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είναι το πρώτο μεγάλο εμπόδιο στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος της χώρας. Και η ΝΔ και το ΠαΣοΚ εμφανίζονται ως σωτήρες της χώρας και εγγυητές της ευρωπαϊκής της πορείας. Ποιος τους πιστεύει; Ποιος ξεχνά ότι και οι δύο μεγαλούργησαν στο μοντέλο πολιτικής που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας (διορισμοί, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, ανοχή στην παρανομία, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές – όλα με δανεικά); Νομίζω κανείς – ούτε καν οι όλο και λιγότεροι ψηφοφόροι τους.

Άλλωστε, τα πρόσφατα δείγματα γραφής και των δυο είναι θλιβερά: από το όργιο διορισμών υπαλλήλων από την εκλογική του περιφέρεια την τελευταία φορά που ο κ. Σαμαράς ήταν υπουργός, έως τον «εθνικά υπερήφανο» πλην όμως παιδαριώδη χειρισμό της τρόικας εκ μέρους του κ. Βενιζέλου άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ως υπουργού Οικονομικών πριν λίγους μήνες. Όλα αυτά δείχνουν ότι παρά τις συγγνώμες κατά βάθος δεν υπάρχει ούτε ίχνος μεταμέλειας στην ηγεσία των δύο αυτών κομμάτων. Ο αναστοχασμός για το τι πήγε στραβά είναι εντελώς ξένος με την πολιτική κουλτούρα και των δυο.

Εάν όμως μια εν λευκώ εντολή στη ΝΔ ή/και στο ΠαΣοΚ είναι η Σκύλλα που θα πρέπει να αποφύγουμε, εξ ίσου (αν όχι περισσότερο) επικίνδυνη θα ήταν η παράδοση της χώρας στην Χάρυβδη του μετώπου της δραχμής. Σε αυτό δηλαδή το συνονθύλευμα αγανακτισμένων πελατών του πελατειακού συστήματος, οπαδών της επαναστατικής ή φασιστικής βίας (ή, έστω, της βίας γενικώς), εκείνων που λένε ότι περιφρονούν τους πολιτικούς αλλά στην πραγματικότητα μισούν τη Δημοκρατία.

Αυτό το στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο κάβους– και μάλιστα σε φουρτουνιασμένα νερά - θα πρέπει σήμερα να κουμαντάρουν οι δυνάμεις της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής, δημοκρατικής Αριστεράς (στις οποίες ανήκω), που από το 2010 ανασυγκροτούνται στο κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (με το οποίο είμαι υποψήφιος). Οι δυνάμεις αυτές μπορούν και υπερηφανεύονται ότι έχουν τις λιγότερες ευθύνες από όλους για το σημερινό αδιέξοδο. Όχι μόνο επειδή δεν κυβέρνησαν ποτέ – αλλά επειδή δεν υπέθαλψαν τον ακραίο συντεχνιασμό, δεν έκλεισαν το μάτι στη βία και στην ανομία, δεν προσέβαλαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, δεν ανέβασαν το θερμόμετρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επειδή, σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης (αρχικά ως Ρήγας Φεραίος και ΚΚΕ εσωτερικού, για λίγο καιρό ως ΕΑΡ, στη συνέχεια ως ασφυκτιούσα μειοψηφία στον Συνασπισμό ή ως ανένταχτοι στον αστερισμό της κεντροαριστεράς), πολιτεύθηκαν με χαμηλούς τόνους, εκφράζοντας φρέσκιες ιδέες και διατυπώνοντας μεταρρυθμιστικές προτάσεις.

Παρ' ότι όμως εμείς φταίμε λιγότερο από όλους για τη σημερινή κρίση, δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση να παίξουμε το ρόλο του δικαστή ή του δημίου. Επειδή ως παράταξη έχουμε συναίσθηση πού καταλήγουν οι τυφλές συγκρούσεις. Και επειδή εκείνοι που τελικά χάνουν σε τέτοιες συνθήκες είναι εκείνοι που μας ενδιαφέρουν περισσότερο (οι πιο αδύναμοι). Για αυτό είμαστε αποφασισμένοι να προασπίσουμε την Δημοκρατία, την νομιμότητα και την κοινή λογική.

Μας ρωτάνε: «Και τι θα κάνει η ΔΗΜ.ΑΡ. στη Βουλή, όταν ο εντολοδόχος πρωθυπουργός ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης»; Δεν θα ήταν εύκολο για οποιοδήποτε κόμμα να δεσμευτεί εκ των προτέρων για τη στάση του σε διάφορα ενδεχόμενα – ούτε θα ήταν συνετό να το κάνει. Είναι λογικό όμως η κοινή γνώμη να θέλει να ξέρει πώς θα πολιτευθεί κάθε κόμμα που ζητά την υποστηριξή της.

Εντελώς ειλικρινά, η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν μπορεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στα δύο μεγάλα κόμματα, επειδή απλούστατα δεν τα εμπιστεύεται. Δεν πιστεύει ότι πολιτικές δυνάμεις προσκολλημένες σε έναν «βαλκανικό» τρόπο άσκησης πολιτικής του 19ου αιώνα είναι σήμερα σε θέση να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα. Δεν μας έχουν πείσει, ούτε εμάς ούτε τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης.

Όμως η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι η Αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Είναι αποφασισμένη να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της στην πολιτική σταθερότητα και στην αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν ενδιαφέρεται για κυβερνητικά πόστα. Ενδιαφέρεται όμως – και μάλιστα πολύ - να δώσει φωνή σε όσους σήμερα δεν έχουν, ελπίδα σε όσους την έχουν χάσει: στους φτωχούς, στους άνεργους, στους νέους.

Η συζήτηση για την μετεκλογική στάση της ΔΗΜ.ΑΡ. θα αρχίσει μετά τις εκλογές, και η κατάληξή της θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από το μέγεθος (και τη σύνθεση) της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Έχω περιγράψει αλλού έναν τρόπο να πετύχουμε αυτό που θέλουμε (δηλ. να εκπροσωπήσουμε τους πιο αδύναμους) χωρίς να αναγκαστούμε να κάνουμε κάτι που ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε (δηλ. να εμπιστευθούμε τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ). Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς μπορούν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα στήριξης των ασθενεστέρων που έχουμε προτείνει. Και στη συνέχεια, εάν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής – όχι εμπιστοσύνης - στη νέα κυβέρνηση.

Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Και μετά τις εκλογές, η Δημοκρατική Αριστερά θα είναι παρούσα σε όλες τις κρίσιμες μάχες μέσα και έξω από τη Βουλή: για να στηρίξει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για να αντιταχθεί στις προσπάθειες αναβίωσης της πελατειακής πολιτικής, για να υπερασπιστεί τους φτωχούς και τους ανέργους, για να δώσει προοπτική στις υγιέστερες δυνάμεις του τόπου. Για να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα. Για αυτό ζητά την υποστήριξη όλων των πολιτών που αγωνιούν για το πώς η οικονομία θα βγεί από την ύφεση, πώς η κοινωνία θα επουλώσει τις πληγές της, πώς η χώρα μας θα παραμείνει ευρωπαϊκή.

1 Μαΐου 2012

Το νέο κοινωνικό ζήτημα, το Μνημόνιο, και ο ρόλος της Δημοκρατικής Αριστεράς

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Τρίτη 1 Μαΐου 2012).


1. Το κοινωνικό κράτος θύμα της κρίσης;
 

Ένας από τους δημοφιλέστερους μύθους που πλανώνται στη δημόσια συζήτηση παρουσιάζει το κοινωνικό κράτος ως απλό θύμα της κρίσης. Η πραγματικότητα – όπως συχνά συμβαίνει – είναι κάπως πιο μπερδεμένη.
 

Παρά τη φιλολογία για «συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους διεθνούς», στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κοινωνική δαπάνη αυξήθηκε εν μέσω κρίσης, από 27% του ΑΕΠ το 2008 σε 30% το 2010. Βλέπετε, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος μπορεί να έχει διάφορα προβλήματα, αλλά τη βασική δουλειά του την κάνει καλά. Λειτουργεί με αυτοματισμούς: καθώς λόγω ανεργίας ή μείωσης μισθών τα εισοδήματα των ατόμων και των οικογενειών πέφτουν, τα κοινωνικά επιδόματα τα συμπληρώνουν (ιδίως τα χαμηλότερα). Τίθεται δηλ. σε λειτουργία ένα «κοινωνικό αμορτισέρ» που απορροφά εν μέρει τους κραδασμούς – ή, αν προτιμάτε, ένα δίχτυ ασφαλείας που επιτρέπει στα θύματα της κρίσης να πέσουν στα μαλακά (σχετικά πάντοτε).
 
Στην Ελλάδα, όπως δείχνουν οι πρωτοφανείς εικόνες ανέχειας και στέρησης που βλέπουμε με τα μάτια μας καθημερινά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε μπορούσε να συμβεί. Το σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν έκανε για μια τέτοια δουλειά: ήταν ανέτοιμο και ακατάλληλο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης. Έκανε βέβαια (και κάνει) άλλες δουλειές. Μπορεί να μην προστάτευε τους φτωχούς και τους άνεργους, αλλά υποστήριζε τις συντάξεις και την περίθαλψη εύπορων ομάδων με καλές διασυνδέσεις. Αναδιένεμε πόρους και δικαιώματα, αλλά από την ανάποδη: από τα χαμηλά εισοδήματα στα υψηλότερα.
Θα πω σε λίγο ποιο κατά τη γνώμη μου είναι το πρόβλημα. Πρώτα, όμως, να πω ποιο δεν είναι το πρόβλημα. Η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα έχει πάρα πολλές αδυναμίες, κάτι όμως από το οποίο σίγουρα δεν πάσχει είναι η έλλειψη πόρων. Η κοινωνική δαπάνη την τελευταία δεκαετία συνέκλινε προς τον Ευρωπαϊκό μ.ό. Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το 2009 (δηλ. τις παραμονές της σημερινής κρίσης) έφτασε το 29% του ΑΕΠ, στέλνοντας την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας όσον αφορά τη δαπάνη. Συνεπώς, ο λόγος που το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας δείχνει ανήμπορο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης δεν είναι ότι είναι «φτωχό». Κάθε άλλο.

 
Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα όσον αφορά τη δαπάνη για συντάξεις. Όχι μόνο αυτή είχε ήδη φτάσει στο 14% του ΑΕΠ (περίπου 2% πάνω από τον Ευρωπαϊκό μ.ό.) το 2009, αλλά προβλεπόταν τις επόμενες δεκαετίες να ανεβεί σε εξωφρενικά επίπεδα, της τάξης του 25% του ΑΕΠ. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η αντίστοιχη δαπάνη επίσης υπολογιζόταν ότι θα αυξηθεί, πλησιάζοντας το 15% του ΑΕΠ (όχι 25%), επικρατούσε προβληματισμός: μια αύξηση έστω κατά 1-2% του ΑΕΠ δεν είναι παίξε-γέλασε, από κάπου πρέπει να βρεθούν οι πρόσθετοι πόροι. Εδώ σε εμάς, επικρατούσε ο απόλυτος εφησυχασμός: για τους περισσότερους η ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει για να αποκατασταθεί η ισονομία των πολιτών και για να μην καταρρεύσει το σύστημα, ήταν μια ακόμη παράλογη απαίτηση των ξένων που θέλουν το κακό μας. Αλλά ο λαός δεν μάσησε: κατέβηκε στους δρόμους για να ματαιώσει τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση, που προέβλεπε (αν είναι δυνατόν!) ότι όλες οι συντάξεις θα υπολογίζονται με τον τρόπο που χρησιμοποιεί το ΙΚΑ, και τα κατάφερε.
 

Υπήρχε ένα πρόβλημα όμως. Η επόμενη 40ετία, όταν η χώρα μας θα έπρεπε να βρει πόρους της τάξης του ¼ του εθνικού εισοδήματος μόνο και μόνο για να πληρώνει συντάξεις (πράγμα απολύτως ανέφικτο αλλά και ανεπιθύμητο), δεν είναι απλώς η εποχή που τα παιδιά μου, και τα παιδιά πολλών άλλων, θα βγουν στη σύνταξη. Είναι επίσης η εποχή που θα λήξουν πολλά από τα κρατικά ομόλογα που εκδώσαμε για να δανειστούμε, ώστε να διατηρήσουμε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο για τον εαυτό μας. Αυτό δεν φαινόταν να μας ανησυχεί ιδιαίτερα. Ανησύχησε όμως, και πολύ μάλιστα, όσους μας δάνειζαν, ευελπιστώντας ότι κάποτε θα πάρουν πίσω τα χρήματα που μας δάνεισαν. Αυτή τη μικρή λεπτομέρεια δεν την είχαμε υπολογίσει. Την υπολόγισαν όμως οι επάρατες αγορές. Με αυτή την έννοια, το κοινωνικό κράτος συνέβαλε στην κρίση: ήταν και θύτης, όχι μόνο θύμα.

2. Το Μνημόνιο ισοπεδώνει το κοινωνικό κράτος;
 

Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε στο Μνημόνιο. Ένα από τα πρώτα μέτρα που μας επέβαλε η τρόικα ήταν η ασφαλιστική μεταρρύθμιση – κάτι δηλ. που έπρεπε να είχαμε εφαρμόσει μόνοι μας εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Ώστε να έχουμε ένα σύστημα συντάξεων πιο δίκαιο και πιο βιώσιμο (που είναι τελικά το ίδιο πράγμα, αφού τα θηριώδη ελλείμματα παραβιάζουν το κοινωνικό συμβόλαιο σε βάρος της γενιάς που δεν εκπροσωπείται, δηλ. σε βάρος της γενιάς των παιδιών μας).
 
Όμως, στον ασφαλιστικό νόμο του Ιουλίου 2010 παίχτηκε η πρώτη πράξη μιας φαρσοκωμωδίας, η οποία έκτοτε επαναλαμβάνεται συστηματικά. Εμφανιζόμενη ως ηρωικά μαχόμενη υπέρ των εθνικών συμφερόντων, παίζοντας δηλ. σκληρό κατενάτσιο εναντίον της τρόικας, η τότε κυβέρνηση έδωσε (και δυστυχώς κέρδισε!) μια σειρά από μάχες – όλες υπέρ των συνήθων υπόπτων: μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί, εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, δημοσιογράφοι, υπάλληλοι της ΤτΕ, βουλευτές, κληρικοί, ένστολοι κτλ. κτλ. – όλες δηλ. οι «ευπαθείς» ομάδες - κατάφεραν τελικά να μείνουν εκτός νέου ασφαλιστικού.

 
Ακόμη δηλ. και τη στιγμή που γινόταν φανερό ότι το μεταπολιτευτικό μοντέλο (αυτό το μοντέλο της πολιτικής που παράγει ελλείμματα εξυπηρετώντας πελάτες) είχε πλέον φάει τα ψωμιά του, φέρνοντάς μας όλους στο χείλος του γκρεμού, η κυβέρνηση – αλλά εδώ που τα λέμε και η αντιπολίτευση, και τα συνδικάτα, και τα κανάλια κτλ. κτλ. – συνέχιζαν το ίδιο βιολί. Το μόνο, άλλωστε, βιολί που ξέρουν.

 
Σήμερα, δύο σχεδόν χρόνια μετά, που τα πράγματα έχουν χειροτερέψει και άλλο, βλέπουμε πού οδηγεί η προσκόλληση στο λαϊκισμό και στο πελατειακό σύστημα. Τα βάρη της κρίσης κατανέμονται άδικα. Η αναπόφευκτη λιτότητα πλήττει περισσότερο όσους έχουν λιγότερη ισχύ: τους φτωχούς, τους ανέργους, τους νέους.

 
Λιγότεροι από χίλιοι μακροχρόνια άνεργοι θα πάρουν το σχετικό επίδομα αξίας €200 επί 12 μήνες. Οι υπόλοιποι (560+ χιλιάδες) δεν έχουν να περιμένουν απολύτως τίποτε από το κράτος. Ένα στα 4 παιδιά ζει σε συνθήκες σχετικής φτώχειας. Τα μισά περίπου θα πάρουν ένα επίδομα €8 ή €25 το μήνα, τα άλλα μισά απολύτως τίποτε. Δεν έχουμε ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (23 χώρες της ΕΕ έχουν σε εθνικό επίπεδο, οι άλλες 2 σε τοπικό), και έτσι δεν υπάρχει τίποτε που να εμποδίζει τα θύματα της κρίσης όταν είναι πολύ άτυχα να πέσουν στην πιο απόλυτη φτώχεια.

 
Την ίδια στιγμή βέβαια βρίσκουμε €605 εκατομμύρια το χρόνο ώστε να συνεχίσουν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ να συνταξιοδοτούνται σε νεώτερη ηλικία από ό,τι π.χ. ένας 48χρονος πανεπιστημιακός (και με καλύτερη σύνταξη από ό,τι ο μισθός του). Ας είναι καλά ο κ. Βενιζέλος που φρόντισε το θέμα τους. Και ας είναι καλά ο κ. Λοβέρδος που τους άφησε εκτός ασφαλιστικού της τρόικας.

3. Πώς θα απαλλαγούμε από το Μνημόνιο;
 

Ήταν όλα αυτά αναπόφευκτα; Και: μπορεί να γίνει κάτι σήμερα;
 

Όχι, δεν ήταν αναπόφευκτα. Και ναι, μπορεί να γίνει κάτι σήμερα.
 

Δεν ήταν αναπόφευκτα, επειδή κανείς δεν μας εμπόδισε το Μάιο του 2010 (ούτε τώρα μας εμποδίζει) να εφαρμόσουμε αντί για το επάρατο Μνημόνιο ένα δικό μας πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, το οποίο να μειώνει τα ελλείμματα όσο και το Μνημόνιο, αλλά με δικαιότερο τρόπο. Δεν το κάναμε επειδή δεν μπορέσαμε, δηλ. επειδή δεν θελήσαμε. Ποιος, αλήθεια, μας εμπόδισε να μειώσουμε τη φοροδιαφυγή, αντί να βάζουμε νέους φόρους που βαθαίνουν την ύφεση; Ποιος μας εμπόδισε να περιορίσουμε τα έξοδα μισθοδοσίας στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ εφαρμόζοντας την εφεδρεία από τους αργόμισθους, από όσους αποδεδειγμένα εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς, από όσους καλύπτουν άχρηστες θέσεις, από όσους προσελήφθησαν εκτός ΑΣΕΠ κ.ο.κ.; Η τρόικα πάντως όχι.
 
Ο λόγος που οι περικοπές είναι οριζόντιες, και αγριότερες από όσο ήταν αναγκαίο, δεν είναι «η αναλγησία της τρόικας». Είναι η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να εξυγιάνει τη δημόσια διοίκηση, την οικονομία (και, φυσικά, την πολιτική), μέσω δραστικών και δίκαιων μεταρρυθμίσεων. Αυτό, άλλωστε, είναι και το πραγματικό δίλημμα των εκλογών της 6ης Μαΐου: όχι αντιμνημονιακοί εναντίον μνημονιακών, αλλά μεταρρυθμιστές εναντίον αντι-μεταρρυθμιστών.

 
Θα μου πείτε: «δηλ. καλό είναι το Μνημόνιο;». Όχι, καλό δεν είναι (όλο). Κρίσιμες πλευρές του διαπνέονται από μια υπερ-φιλελεύθερη αντίληψη που δύσκολα θα αποδώσει. Για παράδειγμα, η στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι μια εύλογη απάντηση στο πώς θα ανακτήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας επιλέγοντας να μην χρεωκοπήσουμε ατάκτως (και ευτυχώς), χωρίς δηλ. να επιστρέψουμε στη δραχμή. Η λογική της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι απλή. Εάν οι μισθοί πέσουν κατά χ%, και οι τιμές επίσης κατά χ%, τότε οι εργαζόμενοι δεν θα υποστούν (σημαντική) μείωση του εισοδήματός τους σε πραγματικούς όρους, τα ελληνικά προϊόντα θα συμφέρουν περισσότερο, οι εξαγωγές θα αυξηθούν, η ανεργία θα μειωθεί, η φορολογική βάση θα διευρυνθεί κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, και το έλλειμμα του προϋπολογισμού και το εξωτερικό έλλειμμα θα μειωθούν ταυτόχρονα. Υπό έναν κρίσιμο όρο όμως: ότι οι τιμές θα πέσουν όσο και οι μισθοί. Αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα, και μπορεί να μην συμβεί ποτέ. Ο λόγος είναι ότι πολλοί εργοδότες είναι μυωπικοί και προσκολλημένοι στο πατροπαράδοτο μοντέλο της «επιχειρηματικότητας της αρπαχτής». Σε τέτοιες συνθήκες, η «εσωτερική υποτίμηση» δεν αποδίδει. Η μόνη συνέπεια της μείωσης των μισθών είναι η μεταβολή του συσχετισμού ισχύος σε βάρος των εργαζομένων. Αυτό είναι κακό για τους ίδιους, είναι κακό για την κοινωνία (αφού οι ανισότητες υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή), ενώ είναι κακό και για την οικονομία (αφού με εξαθλιωμένους εργαζόμενους δεν υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη).

 
Επί πλέον, διαβάζουμε ότι το Μνημόνιο ΙΙ προβλέπει δραστική μείωση της δημόσιας δαπάνης σε 41% του ΑΕΠ (από 50%) προς το τέλος αυτής της δεκαετίας. Θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε τη στάθμη των δημοσίων υπηρεσιών παρά μια τέτοια μείωση; Ίσως ναι. Εάν όμως δεν τα καταφέρουμε, αυτό θα ήταν μια ήττα για όσους (όπως π.χ. ο γράφων) προτιμούν να ζουν σε μια χώρα με ισχυρό και αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας, με δημόσια νοσοκομεία και δημόσια σχολεία υψηλής ποιότητας, με δημόσιους σιδηροδρόμους (που όμως να μην χρειάζονται επιδότηση 1 εκατομμυρίου ευρώ την ημέρα) κ.ο.κ.

 
Όλα αυτά δεν φροντίσαμε να τα φτιάξουμε την εποχή των παχιών αγελάδων (τότε που δεν υπήρχε τρόικα). Και τώρα, την εποχή των ισχνών αγελάδων, κινδυνεύουμε να μην τα αποκτήσουμε ποτέ. Όχι όμως επειδή δεν θα μας αφήσει η τρόικα. Καμιά τρόικα δεν εμποδίζει π.χ. τη Δανία, που όλα αυτά τα έχει ήδη, να τα χρηματοδοτεί με 58% του ΑΕΠ. Και αυτό επειδή πριν την κρίση ο κρατικός προϋπολογισμός της είχε για αρκετά χρόνια πλεόνασμα από 3% έως 5% (όχι έλλειμμα 15%, όπως ο δικός μας). Και το δημόσιο χρέος της είναι τώρα 27% του ΑΕΠ (όχι 160% όπως το δικό μας).

 
Θέλω να πω ότι όσες ευρωπαϊκές χώρες καταφέρνουν να χρηματοδοτούν όλα αυτά τα ωραία πράγματα (σχολεία, νοσοκομεία, τραίνα κτλ.) από φόρους, και όχι με δανεισμό, δεν εκτίθενται στα καπρίτσια των αγορών και δεν έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους να τους λέει τι μέτρα πρέπει να πάρουν. Αντίθετα: οι διεθνείς οργανισμοί τους δίνουν εύσημα. Από την άλλη, εμείς κινδυνεύουμε να γίνουμε Μπανανία: μια χώρα το Κοινοβούλιο της οποίας απλώς εγκρίνει τα μέτρα που κάποιοι άλλοι αποφάσισαν κάπου αλλού.

 
Πώς όμως θα πάψουμε να είμαστε Μπανανία; Μήπως με τη θλιβερή επίδειξη πληγωμένου εθνικού εγωισμού, όπως κάνουν ο κ. Καμμένος με τον κ. Τσίπρα (και, εδώ που τα λέμε, έκαναν μέχρι πριν λίγους μήνες ο κ. Σαμαράς με τον κ. Βενιζέλο); Όχι βέβαια. Ο μοναδικός λόγος που σήμερα έχουμε χάσει ένα τμήμα της εθνικής μας ανεξαρτησίας είναι ότι βρεθήκαμε υπερχρεωμένοι και ελλειμματικοί. Άρα δεν πρόκειται να την επανακτήσουμε εάν πρώτα δεν μειώσουμε ριζικά τα ελλείμματα, με δραστικές και δίκαιες μεταρρυθμίσεις για την εξυγίανση του κράτους και της οικονομίας. Η μείωση των ελλειμμάτων είναι η μόνη αληθινά πατριωτική πολιτική σήμερα (και η μόνη αληθινά αριστερή επίσης).

4. Τι να κάνουμε;
 

Αυτό με φέρνει στο τελευταίο ερώτημα: τι μπορεί να γίνει σήμερα;
 

Πολλά μπορούν να γίνουν. Κάποια τα ανέφερα ήδη. Επιγραμματικά, θα έλεγα ότι οι προτεραιότητες είναι οι εξής.
 

Σε ό,τι αφορά την κοινωνική πολιτική:
·       Ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Επίδομα ανεργίας σε μη ανταποδοτική βάση για όλους τους ανέργους με αποδεδειγμένα χαμηλό εισόδημα. Ενιαίο επίδομα παιδιού για όλες τις οικογένειες με παιδιά, ιδίως τις φτωχότερες. Επίδομα κατοικίας για όλους τους ενοικιαστές χαμηλού εισοδήματος. Ενιαίο επίδομα αναπηρίας. Σχολικά γεύματα στα δημόσια σχολεία, ιδίως για τους φτωχότερους μαθητές. Προσεκτικός σχεδιασμός και πειραματική εφαρμογή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας.
·       Ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών. Αναδιοργάνωση του δικτύου βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών σε κάθε δήμο της χώρας, ώστε να είναι διαθέσιμοι σε όλες τις οικογένειες που τους χρειάζονται. Αναβάθμιση των δομών προστασίας ηλικιωμένων και ατόμων με αναπηρίες. Συστηματική υποστήριξη του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι».
·       Ολοκλήρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Πλήρης ενοποίηση του συστήματος συντάξεων μέσω της άμεσης ένταξης στο καθεστώς του Ν3863/2010 όλων των κατηγοριών ασφαλισμένων, με τους ίδιους ακριβώς όρους χωρίς καμμία εξαίρεση. Αναμόρφωση σε ανταποδοτική βάση των επικουρικών συντάξεων και του εφάπαξ. Το σύνολο της κρατικής χρηματοδότησης στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης (από το 2015). Σταδιακή κατάργηση μέχρι τότε όλων των ενισχύσεων (κρατικών επιχορηγήσεων και κοινωνικών πόρων) στα ταμεία.
 

Σε ό,τι αφορά την ευρύτερη δημόσια πολιτική:
·       Αποκατάσταση της νομιμότητας παντού – αρχίζοντας από την ασυδοσία των ισχυροτέρων.
·       Δίκαιη κατανομή των βαρών και προστασία των πιο αδύναμων από τα θύματα της κρίσης.
·       Μηδενική ανοχή στην φοροδιαφυγή και στη φοροκλοπή.
·       Δραστικός περιορισμός του κόστους της πολιτικής.
·       Αναμόρφωση των δημόσιων υπηρεσιών με διαφάνεια, λογοδοσία και αξιοκρατία.
·       Προετοιμασία της ανάπτυξης με σταθερούς και δίκαιους κανόνες.
·       Για μια οικονομία που ανταμείβει την υγιή επιχειρηματικότητα, επενδύει στους εργαζόμενους και σέβεται το περιβάλλον.
·       Σε μια κοινωνία αλληλεγγύης και ευθύνης, όπου οι κανόνες της κοινής συμβίωσης γίνονται σεβαστοί από όλους.
 

Είμαι πεισμένος ότι τα παραπάνω είναι στο χέρι μας. Αρκεί να πάψουμε να κυνηγάμε φαντάσματα. Αρκεί να το πάρουμε απόφαση ότι πρέπει να νοικοκυρέψουμε το σπίτι μας – όχι επειδή μας το λέει η τρόικα, αλλά για να μπορέσουν τα παιδιά μας να ζήσουν σε μια χώρα προκοπής και δημιουργίας, με περισσότερες ευκαιρίες και λιγότερες ανισότητες, μια χώρα όπου θα θέλουν να μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά.
 

Έχουμε αργήσει απελπιστικά πολύ. Αλλά ας κινηθούμε προς τα εκεί, έστω και τώρα. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια καλή αρχή.

28 Απριλίου 2012

Η νέα μετανάστευση των Ελλήνων: «ευλογία ή κατάρα»;

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «TVXS» (Σάββατο 28 Απριλίου 2012).

Δίστασα πολύ προτού αποδεχθώ την ευγενική πρόσκληση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Κατ’ αρχήν επειδή με ξάφνιασε: όταν μου τηλεφώνησαν – στα μέσα Ιουλίου 2011 – βρισκόμουν στην Κατάνια της Σικελίας, και το μυαλό μου ήταν εντελώς αλλού. Αλλά, κυρίως, επειδή γενικά προσπαθώ να μιλάω μόνο για θέματα πάνω στα οποία έχω κάτι να πω, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες.
Ο λόγος που τελικά δέχθηκα δεν είναι ότι είχα προβλέψει ότι η εκδήλωση θα συμπέσει με την προεκλογική περίοδο, και ότι μάλιστα εγώ θα είμαι υποψήφιος. (Η γνώση του μέλλοντος δεν συγκαταλέγεται στα χαρίσματά μου.) Δέχθηκα υπό τον όρο ότι θα μιλήσω λίγο, αναφερόμενος κυρίως στη νέα μετανάστευση των φοιτητών μου και των συναδέλφων μου πανεπιστημιακών (την οποία γνωρίζω, ας πούμε, ανεκδοτολογικά), και δευτερευόντως στην αμέσως προηγούμενη αλλά και στην παλαιότερη μετανάστευση (την οποία αντίθετα γνωρίζω από πρώτο χέρι).


Πρώτα μερικά βαρετά αλλά αναγκαία στοιχεία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια έχει ζωντανέψει το ενδιαφέρον των Ελλήνων για μετανάστευση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τζένης Καβουνίδου (ΚΕΠΕ, περιοδικό «Οικονομικές Εξελίξεις», τ. 17/2012), το α’ εξάμηνο του 2011 εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία 4.100 άτομα (+84% σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2010). Όπως ανέφερε πρόσφατα στέλεχος ελληνογερµανικής εταιρείας εύρεσης εργασίας («Καθηµερινή», 23/11/2011), η εταιρεία δέχεται καθηµερινά περίπου 60 βιογραφικά Ελλήνων πτυχιούχων 25-40 ετών, αν και ο αριθμός όσων βρίσκουν δουλειά στη Γερµανία είναι µόλις τρία άτοµα το µήνα. Από την άλλη, ο αριθμός των Ελλήνων που έχουν εγγραφεί στον ιστότοπο EURES (δηλ. την «πύλη» των δηµόσιων οργανισµών απασχόλησης τύπου ΟΑΕΔ για την κινητικότητα στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας) ήταν πάνω από 20.000 τον Οκτώβριο 2011, έναντι 11.500 τον Νοέμβριο 2010. («Το Βήµα», 16/10/2011).


Το ίδιο ισχύει και για τον ιστότοπο αναζήτησης εργασίας Europass, στον οποίο κάθε πολίτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο μπορεί να στείλει το βιογραφικό του: από 46.400 βιογραφικά Ελλήνων το 2010, φτάσαμε τα 89.300 το Νοέµβριο του 2011 («Καθηµερινή», 16/12/2011). Τέλος, η πρεσβεία της Αυστραλίας στην Αθήνα διοργάνωσε τον Οκτώβριο 2011 σειρά 5 ενημερωτικών συναντήσεων για τις δεξιότητες που ζητούνται εκεί κτλ. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη: αίτηση συμμετοχής στις συναντήσεις αυτές υπέβαλαν 15.000 άτομα, από τις οποίες αιτήσεις εγκρίθηκαν οι 1.250 – εννοώ για συμμετοχή στις ενημερωτικές συναντήσεις: όσον αφορά την εγκατάσταση Ελλήνων στην Αυστραλία, η σχετική ροή παραμένει πολύ περιορισμένη: 15 για νέα εγκατάσταση και 59 για οικογενειακή επανένωση το 2011 (έναντι 22 και 101 αντιστοίχως το 2008).


Τι μας δείχνουν τα στοιχεία αυτά; Κυρίως ότι η νέα μετανάστευση είναι προς το παρόν λιγότερο πραγματικότητα και περισσότερο επιθυμία, διάθεση. Φυσικά αυτό μπορεί να αλλάξει. Όμως, η παγκόσμια οικονομία είναι σε φάση στασιμότητας. Κάποια στιγμή βέβαια θα βγει από αυτήν - αλλά τίποτε δεν δείχνει ότι τότε θα μπει σε φάση ανάπτυξης με ρυθμούς παρόμοιους με εκείνους της «χρυσής τριακονταετίας» (από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70). Επί πλέον, η νέα μετανάστευση των Ελλήνων – ή των Ισπανών, των Ιρλανδών κτλ. – θα έχει να ανταγωνιστεί τη μετανάστευση των εξαθλιωμένων μαζών της Αφρικής και της Ασίας, αλλά και τη μετανάστευση των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης από χώρες όπως η Ινδία ή η Κορέα. Τίποτε από τα δύο δεν ίσχυε όταν εκδηλώθηκε η προηγούμενη μετανάστευση των Ελλήνων, τις δεκαετίες του ’50 και του ’70. Συνεπώς, εξ αιτίας των διεθνών συνθηκών, η νέα μετανάστευση ίσως τελικά αποδειχθεί μικρότερης έκτασης από όσο μας φαίνεται σήμερα.


Καλό είναι αυτό ή κακό; Θα πω με δυο λόγια τι σκέφτομαι για αυτό – αλλά σε λίγο.


Τι άλλο μπορούμε να συμπεράνουμε από τα διαθέσιμα στοιχεία; Να σημειώσω κατ’ αρχήν ότι αυτά είναι πιο δυσεύρετα από ό,τι στο παρελθόν, αφού ούτε η Ελ.Στατ. ούτε το γραφείο του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης στην Αθήνα συλλέγουν στατιστικά δεδομένα για τη μετανάστευση των Ελλήνων, συμπεραίνοντας ίσως (πρόωρα) ότι το κύμα παλιννόστησης που εντάθηκε από τη δεκαετία του ’70 έκλεισε οριστικά το ζήτημα της μετανάστευσης των Ελλήνων. Παρά την έλλειψη λεπτομερών δεδομένων, όμως, κοινή διαπίστωση είναι οι νέοι μετανάστες έχουν σαφώς υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από ό,τι οι προηγούμενοι (που ήταν κυρίως υπεράριθμοι αγρότες και άνεργοι εργάτες, κατά κανόνα μη κάτοχοι πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων).


Αυτό με φέρνει στη νέα μετανάστευση των φοιτητών και των πανεπιστημιακών που έλεγα νωρίτερα. Οι τελευταίοι είναι μια αριθμητικά μικρή ομάδα, αλλά ενδεικτική ίσως της γενικής τάσης. Πάντοτε είχαμε Έλληνες καθηγητές σε ξένα πανεπιστήμια, ακόμη και στα καλύτερα. Όμως, η (αλόγιστη) επέκταση της ανώτατης εκπαίδευσης την τελευταία δεκαετία (με κοινοτικά κονδύλια: το γνωστό ΕΠΕΑΕΚ) είχε απορροφήσει το σύνολο σχεδόν του αποθέματος των νεαρών διδακτορούχων με καλές σπουδές και - συχνά - διδακτική εμπειρία στο εξωτερικό οι οποίοι φιλοδοξούσαν να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα στην Ελλάδα. Τώρα που (και αυτή) η φούσκα έσκασε, το απόθεμα αυξάνεται.


Από την άλλη, έχουμε αρκετά παραδείγματα διδασκόντων σε πανεπιστήμια του εξωτερικού που ενώ έχουν εκλεγεί σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, ο διορισμός τους καθυστερεί τόσο απελπιστικά ώστε τελικά αναθεωρούν (προσωρινά;) την απόφασή τους να επιστρέψουν. Έχουμε επίσης (λιγότερα) παραδείγματα συναδέλφων που εγκαταλείπουν ή απλώς διακόπτουν την καριέρα τους σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο για να (ξανα)φύγουν στο εξωτερικό. Έχουμε τέλος μερικά παραδείγματα νεαρών διδακτορούχων που έρχονται από το εξωτερικό, δεν βλέπουν φώς εδώ, και ξαναφεύγουν έχοντας επιλεγεί ως ερευνητές ή λέκτορες σε κάποιο ξένο πανεπιστήμιο.


Επίσης, τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι πρώην φοιτητές μας που φεύγουν μεν για μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά που όταν αυτές ολοκληρωθούν ψάχνουν και βρίσκουν δουλειά στην ξένη χώρα (ή και σε κάποια άλλη), αντί να επιστρέψουν αμέσως στην Ελλάδα όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι αυτοί που μένουν στο εξωτερικό είναι οι πιο δραστήριοι, οι πιο επινοητικοί, οι πιο κοσμοπολίτες.


Είχα υποσχεθεί (ή απειλήσει) ότι θα πω δυο λόγια για το εάν όλα αυτά μου φαίνονται θετικά ή αρνητικά. Νομίζω ότι για τους ίδιους τους νέους μετανάστες, ιδίως όσους έχουν υψηλές δεξιότητες, η καριέρα στο εξωτερικό θα αποδειχθεί μια από τις καλύτερες ιδέες που είχαν ποτέ. Θα αφήσουν πίσω τους μια χώρα όχι απλώς φτωχότερη αλλά επίσης πιο στενάχωρη, πιο μίζερη, πιο απαισιόδοξη και πιο βίαιη από ό,τι πριν. Και επίσης μια χώρα όπου – ακριβώς όπως πριν – η αξιοκρατία είναι κενή ρητορεία, όπου οι καλές δουλειές πάνε στους «κολλητούς» και όχι στους καλύτερους, όπου ένα νέο παιδί δεν αρκεί να έχει καλές σπουδές και κέφι για δουλειά, εάν δεν έχει επί πλέον τις κατάλληλες διασυνδέσεις.


Για αυτό δεν σας κρύβω ότι σε όσους πρώην φοιτητές ή συναδέλφους ζητούν τη γνώμη μου συνιστώ πάντοτε να πάρουν τη μεγάλη απόφαση και να τολμήσουν. Για να μην πω ότι πολύ θα ήθελα κάποια στιγμή να τους ακολουθήσω. (Εάν κάποτε το κάνω, θα είναι η τρίτη φορά που μεταναστεύω: οι άλλες δύο ήταν - η πρώτη - ως παιδί Gastarbeiter στη Γερμανία της δεκαετίας του ’60, και - η δεύτερη - ως μεταπτυχιακός υπότροφος στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στη συνέχεια junior academic στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 στην Αγγλία. Νομίζω ότι έχω πλέον αποκτήσει τεχνογνωσία.)


Συνεπάγεται αυτό ότι η νέα μετανάστευση των Ελλήνων είναι ευεργετική και για τη χώρα; Προτού απαντήσω, θα ήθελα να θυμίσω ότι έχουμε ξαναβρεθεί εδώ. Όπως γράφει ο Γιάννης Καούνης σε άρθρο του στην «Καθημερινή» (2/5/2004), το 1965 το περιοδικό «Eποχές» αφιέρωσε 5 τεύχη (21-25) στο ερώτημα «Mετανάστευση: ευλογία ή κατάρα;»


O διάλογος ήταν πλούσιος. Συντονιστές ήταν οι Hλίας Δημητράς και Nικόλαος Πολύζος. Συμμετείχαν με κείμενά τους κορυφαία ονόματα της επιστημονικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Μεταξύ άλλων: οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Σωτήρης Αγαπητίδης, Διονύσης Kαράγιωργας και Λουκάς Πάτρας. Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάγκος Πεσμαζόγλου και ο υποδιοικητής της ΑTE Αδαμάντιος Πεπελάσης. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Γεώργιος Δράκος. Οι συνδικαλιστές Oρέστης Xατζηβασιλείου και Kώστας Παπαϊωάννου. Ο αρχηγός της EPE Παναγιώτης Kανελλόπουλος – ο οποίος εθεωρείτο (ανακριβώς, κατά τον ίδιο) ότι μιλώντας για το θέμα αυτό είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «ευλογία». Οι βουλευτές της Eνώσεως Kέντρου Γεώργιος Mαύρος και Ανδρέας Παπανδρέου. Ο ηγέτης της ΕΔΑ Hλίας Hλιού, ο οποίος χαρακτήρισε την τότε μετανάστευση των Ελλήνων «αληθινή θεομηνία» («Eποχές», τ. 22/1965). Γενικά, καθώς μετακινούμαστε από τα δεξιά προς τα αριστερά, η στάση του γράφοντος γινόταν λιγότερο αμφίθυμη και σαφώς πιο απορριπτική.


Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι η προηγούμενη μετανάστευση, της γενιάς του πατέρα μου (η μετανάστευση των υπεράριθμων αγροτών και των ανέργων εργατών χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων), είχε κάποιες θετικές επιπτώσεις (μεταναστευτικά εμβάσματα, εκτόνωση των πιέσεων στην αγορά εργασίας), φοβάμαι ότι η νέα μετανάστευση των Ελλήνων δεν θα έχει ούτε καν αυτές. Θα έχει σχεδόν αποκλειστικά αρνητικές επιπτώσεις - δηλ. όλες όσες είχαν αναφερθεί στο αφιέρωμα του περιοδικού «Eποχές» το 1965 - στις οποίες θα πρέπει να προστεθεί μια ακόμη, η εξής:


Όταν θα βγούμε από την κρίση, θα το χρωστάμε στους πιο δραστήριους, στους πιο επινοητικούς, στους πιο κοσμοπολίτες. Εάν, όπως έχω την εντύπωση, τέτοιοι είναι οι νεαροί συμπατριώτες μας που σήμερα μεταναστεύουν, ποιος θα μείνει πίσω για να μας βγάλει από την κρίση; Μήπως οι μπαχαλάκηδες που καίνε την Αθήνα; Οι «αδιόριστοι πτυχιούχοι» που περιμένουν καρτερικά να έρθει η σειρά τους; Οι ανεπρόκοποι γόνοι των «καλών οικογενειών» που περιμένουν να κληρονομήσουν το ιατρείο ή το δικηγορικό γραφείο ή την επιχείρηση του μπαμπά; Ή μήπως οι αγανακτισμένοι πελάτες του πελατειακού συστήματος που καταρρέει; Φοβάμαι ότι όχι: δεν θα μας βγάλουν αυτοί από την κρίση.


Για αυτό πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία. Όχι βέβαια εμποδίζοντας τους νέους ανθρώπους να πάρουν το δρόμο της ξενητειάς, εάν αυτό θέλουν. Αλλά δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να βρουν γρήγορα τον δρόμο του γυρισμού - κάνοντας δηλ. ό,τι μπορούμε για να γίνει η Ελλάδα λιγότερο στενάχωρη, λιγότερο μίζερη, λιγότερο απαισιόδοξη και λιγότερο βίαιη από ό,τι είναι σήμερα. Μια χώρα όπου η αξιοκρατία δεν είναι κενή ρητορεία, και όπου για να πάει μπροστά ένα νέο παιδί θα αρκεί να έχει απλώς καλές σπουδές και κέφι για δουλειά.