Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Πέμπτη 3 Μαΐου 2012)
Ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο απρόβλεπτο το αποτέλεσμα των εκλογών. Μαζί με τις διάφορες φήμες και διαδόσεις που κυκλοφορούν για τα ευρήματα των μυστικών δημοσκοπήσεων, ακούγεται επίσης η πληροφορία ότι για να φτάσουν το δείγμα των 2.000 έγκυρων απαντήσεων οι δημοσκόποι πρέπει συχνά να κάνουν τριπλάσια τηλεφωνήματα: τα δύο τρίτα όσων σηκώνουν το τηλέφωνο, το ξανακλείνουν θυμωμένοι προτού απαντήσουν!
Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι απλώς δεν έχουμε ιδέα για το πώς θα ψηφίσει το εκλογικό σώμα: θα το μάθουμε όλοι μαζί το βράδυ της Κυριακής.
Όμως η απροσδιοριστία δεν αφορά μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών. Ισχύει επίσης ότι ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο αβέβαιο το τι θα γίνει μετά τις εκλογές. Θα κυβερνηθεί η χώρα; Και από ποιους; Θα μπορέσει να μπει σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;
Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απαιτείται κατ’ αρχήν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Σήμερα, δυο χρόνια μετά την υπογραφή του Μνημονίου, η πολιτική αντιπαράθεση είναι ακόμη δηλητηριασμένη από τη ρητορική του μίσους. Πρόκειται για δυστύχημα μεγάλων διαστάσεων.
Πρώτον, επειδή (σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Γιώργου Σιακαντάρη) «ό,τι παράγει το «αριστερό» μίσος το καταναλώνει η φασιστική δεξιά». Μόνο και μόνο για αυτό, οι ευθύνες του κ. Τσίπρα - και όσων άλλων στοιχημάτισαν μαζί του στην στρατηγική της έντασης – είναι τεράστιες.
Δεύτερον, επειδή ο παροξυσμός της μισαλλοδοξίας (με τις ρητορικές εξάρσεις για προδότες, υποτελείς, κλέφτες κτλ. πολιτικούς) συσκοτίζει τις πραγματικές αποτυχίες ενός τρόπου άσκησης της πολιτικής που μεσουράνησε επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, και αιχμαλωτίζει από τώρα τις πολιτικές ηγεσίες σε μετεκλογικά αδιέξοδα.
Τρίτον, επειδή όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής, η συντεταγμένη έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει την ήρεμη διερεύνηση των (λίγων) εναλλακτικών λύσεων που διαθέτουμε.
Για όλους αυτούς τους λόγους και μερικούς άλλους, η επικράτηση ενός ηρεμότερου κλίματος (περισυλλογής και αναζήτησης, όχι μόνο θυμού και αγανάκτησης) θα έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Φυσικά δεν είναι. Ο κ. Σαμαράς έχει μεθύσει τόσο πολύ με την (ίσως λιγότερο κοντινή από όσο νομίζει) προοπτική να γίνει πρωθυπουργός, που δεν διστάζει να ποντάρει τα ρέστα του στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις – αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην οικονομία και στην κοινωνία. Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει ότι «η αυτοδυναμία είναι ντεμοντέ», όπως μια υπέρβαρη κυρία θα δήλωνε ότι «οι μίνι φούστες προσβάλλουν τα χρηστά ήθη», ξεχνώντας (;) ότι το κόμμα του αυτή την αυτοδυναμία - τόσο απρόσιτη πλέον - την είχε αναγορεύσει κάποτε σε αυτοσκοπό.
Η αναξιοπιστία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είναι το πρώτο μεγάλο εμπόδιο στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος της χώρας. Και η ΝΔ και το ΠαΣοΚ εμφανίζονται ως σωτήρες της χώρας και εγγυητές της ευρωπαϊκής της πορείας. Ποιος τους πιστεύει; Ποιος ξεχνά ότι και οι δύο μεγαλούργησαν στο μοντέλο πολιτικής που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας (διορισμοί, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, ανοχή στην παρανομία, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές – όλα με δανεικά); Νομίζω κανείς – ούτε καν οι όλο και λιγότεροι ψηφοφόροι τους.
Άλλωστε, τα πρόσφατα δείγματα γραφής και των δυο είναι θλιβερά: από το όργιο διορισμών υπαλλήλων από την εκλογική του περιφέρεια την τελευταία φορά που ο κ. Σαμαράς ήταν υπουργός, έως τον «εθνικά υπερήφανο» πλην όμως παιδαριώδη χειρισμό της τρόικας εκ μέρους του κ. Βενιζέλου άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ως υπουργού Οικονομικών πριν λίγους μήνες. Όλα αυτά δείχνουν ότι παρά τις συγγνώμες κατά βάθος δεν υπάρχει ούτε ίχνος μεταμέλειας στην ηγεσία των δύο αυτών κομμάτων. Ο αναστοχασμός για το τι πήγε στραβά είναι εντελώς ξένος με την πολιτική κουλτούρα και των δυο.
Εάν όμως μια εν λευκώ εντολή στη ΝΔ ή/και στο ΠαΣοΚ είναι η Σκύλλα που θα πρέπει να αποφύγουμε, εξ ίσου (αν όχι περισσότερο) επικίνδυνη θα ήταν η παράδοση της χώρας στην Χάρυβδη του μετώπου της δραχμής. Σε αυτό δηλαδή το συνονθύλευμα αγανακτισμένων πελατών του πελατειακού συστήματος, οπαδών της επαναστατικής ή φασιστικής βίας (ή, έστω, της βίας γενικώς), εκείνων που λένε ότι περιφρονούν τους πολιτικούς αλλά στην πραγματικότητα μισούν τη Δημοκρατία.
Αυτό το στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο κάβους– και μάλιστα σε φουρτουνιασμένα νερά - θα πρέπει σήμερα να κουμαντάρουν οι δυνάμεις της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής, δημοκρατικής Αριστεράς (στις οποίες ανήκω), που από το 2010 ανασυγκροτούνται στο κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (με το οποίο είμαι υποψήφιος). Οι δυνάμεις αυτές μπορούν και υπερηφανεύονται ότι έχουν τις λιγότερες ευθύνες από όλους για το σημερινό αδιέξοδο. Όχι μόνο επειδή δεν κυβέρνησαν ποτέ – αλλά επειδή δεν υπέθαλψαν τον ακραίο συντεχνιασμό, δεν έκλεισαν το μάτι στη βία και στην ανομία, δεν προσέβαλαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, δεν ανέβασαν το θερμόμετρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επειδή, σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης (αρχικά ως Ρήγας Φεραίος και ΚΚΕ εσωτερικού, για λίγο καιρό ως ΕΑΡ, στη συνέχεια ως ασφυκτιούσα μειοψηφία στον Συνασπισμό ή ως ανένταχτοι στον αστερισμό της κεντροαριστεράς), πολιτεύθηκαν με χαμηλούς τόνους, εκφράζοντας φρέσκιες ιδέες και διατυπώνοντας μεταρρυθμιστικές προτάσεις.
Παρ' ότι όμως εμείς φταίμε λιγότερο από όλους για τη σημερινή κρίση, δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση να παίξουμε το ρόλο του δικαστή ή του δημίου. Επειδή ως παράταξη έχουμε συναίσθηση πού καταλήγουν οι τυφλές συγκρούσεις. Και επειδή εκείνοι που τελικά χάνουν σε τέτοιες συνθήκες είναι εκείνοι που μας ενδιαφέρουν περισσότερο (οι πιο αδύναμοι). Για αυτό είμαστε αποφασισμένοι να προασπίσουμε την Δημοκρατία, την νομιμότητα και την κοινή λογική.
Μας ρωτάνε: «Και τι θα κάνει η ΔΗΜ.ΑΡ. στη Βουλή, όταν ο εντολοδόχος πρωθυπουργός ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης»; Δεν θα ήταν εύκολο για οποιοδήποτε κόμμα να δεσμευτεί εκ των προτέρων για τη στάση του σε διάφορα ενδεχόμενα – ούτε θα ήταν συνετό να το κάνει. Είναι λογικό όμως η κοινή γνώμη να θέλει να ξέρει πώς θα πολιτευθεί κάθε κόμμα που ζητά την υποστηριξή της.
Εντελώς ειλικρινά, η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν μπορεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στα δύο μεγάλα κόμματα, επειδή απλούστατα δεν τα εμπιστεύεται. Δεν πιστεύει ότι πολιτικές δυνάμεις προσκολλημένες σε έναν «βαλκανικό» τρόπο άσκησης πολιτικής του 19ου αιώνα είναι σήμερα σε θέση να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα. Δεν μας έχουν πείσει, ούτε εμάς ούτε τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης.
Όμως η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι η Αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Είναι αποφασισμένη να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της στην πολιτική σταθερότητα και στην αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν ενδιαφέρεται για κυβερνητικά πόστα. Ενδιαφέρεται όμως – και μάλιστα πολύ - να δώσει φωνή σε όσους σήμερα δεν έχουν, ελπίδα σε όσους την έχουν χάσει: στους φτωχούς, στους άνεργους, στους νέους.
Η συζήτηση για την μετεκλογική στάση της ΔΗΜ.ΑΡ. θα αρχίσει μετά τις εκλογές, και η κατάληξή της θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από το μέγεθος (και τη σύνθεση) της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Έχω περιγράψει αλλού έναν τρόπο να πετύχουμε αυτό που θέλουμε (δηλ. να εκπροσωπήσουμε τους πιο αδύναμους) χωρίς να αναγκαστούμε να κάνουμε κάτι που ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε (δηλ. να εμπιστευθούμε τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ). Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς μπορούν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα στήριξης των ασθενεστέρων που έχουμε προτείνει. Και στη συνέχεια, εάν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής – όχι εμπιστοσύνης - στη νέα κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Και μετά τις εκλογές, η Δημοκρατική Αριστερά θα είναι παρούσα σε όλες τις κρίσιμες μάχες μέσα και έξω από τη Βουλή: για να στηρίξει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για να αντιταχθεί στις προσπάθειες αναβίωσης της πελατειακής πολιτικής, για να υπερασπιστεί τους φτωχούς και τους ανέργους, για να δώσει προοπτική στις υγιέστερες δυνάμεις του τόπου. Για να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα. Για αυτό ζητά την υποστήριξη όλων των πολιτών που αγωνιούν για το πώς η οικονομία θα βγεί από την ύφεση, πώς η κοινωνία θα επουλώσει τις πληγές της, πώς η χώρα μας θα παραμείνει ευρωπαϊκή.
Ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο απρόβλεπτο το αποτέλεσμα των εκλογών. Μαζί με τις διάφορες φήμες και διαδόσεις που κυκλοφορούν για τα ευρήματα των μυστικών δημοσκοπήσεων, ακούγεται επίσης η πληροφορία ότι για να φτάσουν το δείγμα των 2.000 έγκυρων απαντήσεων οι δημοσκόποι πρέπει συχνά να κάνουν τριπλάσια τηλεφωνήματα: τα δύο τρίτα όσων σηκώνουν το τηλέφωνο, το ξανακλείνουν θυμωμένοι προτού απαντήσουν!
Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι απλώς δεν έχουμε ιδέα για το πώς θα ψηφίσει το εκλογικό σώμα: θα το μάθουμε όλοι μαζί το βράδυ της Κυριακής.
Όμως η απροσδιοριστία δεν αφορά μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών. Ισχύει επίσης ότι ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο αβέβαιο το τι θα γίνει μετά τις εκλογές. Θα κυβερνηθεί η χώρα; Και από ποιους; Θα μπορέσει να μπει σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;
Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απαιτείται κατ’ αρχήν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Σήμερα, δυο χρόνια μετά την υπογραφή του Μνημονίου, η πολιτική αντιπαράθεση είναι ακόμη δηλητηριασμένη από τη ρητορική του μίσους. Πρόκειται για δυστύχημα μεγάλων διαστάσεων.
Πρώτον, επειδή (σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Γιώργου Σιακαντάρη) «ό,τι παράγει το «αριστερό» μίσος το καταναλώνει η φασιστική δεξιά». Μόνο και μόνο για αυτό, οι ευθύνες του κ. Τσίπρα - και όσων άλλων στοιχημάτισαν μαζί του στην στρατηγική της έντασης – είναι τεράστιες.
Δεύτερον, επειδή ο παροξυσμός της μισαλλοδοξίας (με τις ρητορικές εξάρσεις για προδότες, υποτελείς, κλέφτες κτλ. πολιτικούς) συσκοτίζει τις πραγματικές αποτυχίες ενός τρόπου άσκησης της πολιτικής που μεσουράνησε επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, και αιχμαλωτίζει από τώρα τις πολιτικές ηγεσίες σε μετεκλογικά αδιέξοδα.
Τρίτον, επειδή όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής, η συντεταγμένη έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει την ήρεμη διερεύνηση των (λίγων) εναλλακτικών λύσεων που διαθέτουμε.
Για όλους αυτούς τους λόγους και μερικούς άλλους, η επικράτηση ενός ηρεμότερου κλίματος (περισυλλογής και αναζήτησης, όχι μόνο θυμού και αγανάκτησης) θα έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Φυσικά δεν είναι. Ο κ. Σαμαράς έχει μεθύσει τόσο πολύ με την (ίσως λιγότερο κοντινή από όσο νομίζει) προοπτική να γίνει πρωθυπουργός, που δεν διστάζει να ποντάρει τα ρέστα του στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις – αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην οικονομία και στην κοινωνία. Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει ότι «η αυτοδυναμία είναι ντεμοντέ», όπως μια υπέρβαρη κυρία θα δήλωνε ότι «οι μίνι φούστες προσβάλλουν τα χρηστά ήθη», ξεχνώντας (;) ότι το κόμμα του αυτή την αυτοδυναμία - τόσο απρόσιτη πλέον - την είχε αναγορεύσει κάποτε σε αυτοσκοπό.
Η αναξιοπιστία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είναι το πρώτο μεγάλο εμπόδιο στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος της χώρας. Και η ΝΔ και το ΠαΣοΚ εμφανίζονται ως σωτήρες της χώρας και εγγυητές της ευρωπαϊκής της πορείας. Ποιος τους πιστεύει; Ποιος ξεχνά ότι και οι δύο μεγαλούργησαν στο μοντέλο πολιτικής που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας (διορισμοί, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, ανοχή στην παρανομία, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές – όλα με δανεικά); Νομίζω κανείς – ούτε καν οι όλο και λιγότεροι ψηφοφόροι τους.
Άλλωστε, τα πρόσφατα δείγματα γραφής και των δυο είναι θλιβερά: από το όργιο διορισμών υπαλλήλων από την εκλογική του περιφέρεια την τελευταία φορά που ο κ. Σαμαράς ήταν υπουργός, έως τον «εθνικά υπερήφανο» πλην όμως παιδαριώδη χειρισμό της τρόικας εκ μέρους του κ. Βενιζέλου άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ως υπουργού Οικονομικών πριν λίγους μήνες. Όλα αυτά δείχνουν ότι παρά τις συγγνώμες κατά βάθος δεν υπάρχει ούτε ίχνος μεταμέλειας στην ηγεσία των δύο αυτών κομμάτων. Ο αναστοχασμός για το τι πήγε στραβά είναι εντελώς ξένος με την πολιτική κουλτούρα και των δυο.
Εάν όμως μια εν λευκώ εντολή στη ΝΔ ή/και στο ΠαΣοΚ είναι η Σκύλλα που θα πρέπει να αποφύγουμε, εξ ίσου (αν όχι περισσότερο) επικίνδυνη θα ήταν η παράδοση της χώρας στην Χάρυβδη του μετώπου της δραχμής. Σε αυτό δηλαδή το συνονθύλευμα αγανακτισμένων πελατών του πελατειακού συστήματος, οπαδών της επαναστατικής ή φασιστικής βίας (ή, έστω, της βίας γενικώς), εκείνων που λένε ότι περιφρονούν τους πολιτικούς αλλά στην πραγματικότητα μισούν τη Δημοκρατία.
Αυτό το στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο κάβους– και μάλιστα σε φουρτουνιασμένα νερά - θα πρέπει σήμερα να κουμαντάρουν οι δυνάμεις της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής, δημοκρατικής Αριστεράς (στις οποίες ανήκω), που από το 2010 ανασυγκροτούνται στο κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (με το οποίο είμαι υποψήφιος). Οι δυνάμεις αυτές μπορούν και υπερηφανεύονται ότι έχουν τις λιγότερες ευθύνες από όλους για το σημερινό αδιέξοδο. Όχι μόνο επειδή δεν κυβέρνησαν ποτέ – αλλά επειδή δεν υπέθαλψαν τον ακραίο συντεχνιασμό, δεν έκλεισαν το μάτι στη βία και στην ανομία, δεν προσέβαλαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, δεν ανέβασαν το θερμόμετρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επειδή, σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης (αρχικά ως Ρήγας Φεραίος και ΚΚΕ εσωτερικού, για λίγο καιρό ως ΕΑΡ, στη συνέχεια ως ασφυκτιούσα μειοψηφία στον Συνασπισμό ή ως ανένταχτοι στον αστερισμό της κεντροαριστεράς), πολιτεύθηκαν με χαμηλούς τόνους, εκφράζοντας φρέσκιες ιδέες και διατυπώνοντας μεταρρυθμιστικές προτάσεις.
Παρ' ότι όμως εμείς φταίμε λιγότερο από όλους για τη σημερινή κρίση, δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση να παίξουμε το ρόλο του δικαστή ή του δημίου. Επειδή ως παράταξη έχουμε συναίσθηση πού καταλήγουν οι τυφλές συγκρούσεις. Και επειδή εκείνοι που τελικά χάνουν σε τέτοιες συνθήκες είναι εκείνοι που μας ενδιαφέρουν περισσότερο (οι πιο αδύναμοι). Για αυτό είμαστε αποφασισμένοι να προασπίσουμε την Δημοκρατία, την νομιμότητα και την κοινή λογική.
Μας ρωτάνε: «Και τι θα κάνει η ΔΗΜ.ΑΡ. στη Βουλή, όταν ο εντολοδόχος πρωθυπουργός ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης»; Δεν θα ήταν εύκολο για οποιοδήποτε κόμμα να δεσμευτεί εκ των προτέρων για τη στάση του σε διάφορα ενδεχόμενα – ούτε θα ήταν συνετό να το κάνει. Είναι λογικό όμως η κοινή γνώμη να θέλει να ξέρει πώς θα πολιτευθεί κάθε κόμμα που ζητά την υποστηριξή της.
Εντελώς ειλικρινά, η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν μπορεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στα δύο μεγάλα κόμματα, επειδή απλούστατα δεν τα εμπιστεύεται. Δεν πιστεύει ότι πολιτικές δυνάμεις προσκολλημένες σε έναν «βαλκανικό» τρόπο άσκησης πολιτικής του 19ου αιώνα είναι σήμερα σε θέση να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα. Δεν μας έχουν πείσει, ούτε εμάς ούτε τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης.
Όμως η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι η Αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Είναι αποφασισμένη να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της στην πολιτική σταθερότητα και στην αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν ενδιαφέρεται για κυβερνητικά πόστα. Ενδιαφέρεται όμως – και μάλιστα πολύ - να δώσει φωνή σε όσους σήμερα δεν έχουν, ελπίδα σε όσους την έχουν χάσει: στους φτωχούς, στους άνεργους, στους νέους.
Η συζήτηση για την μετεκλογική στάση της ΔΗΜ.ΑΡ. θα αρχίσει μετά τις εκλογές, και η κατάληξή της θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από το μέγεθος (και τη σύνθεση) της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Έχω περιγράψει αλλού έναν τρόπο να πετύχουμε αυτό που θέλουμε (δηλ. να εκπροσωπήσουμε τους πιο αδύναμους) χωρίς να αναγκαστούμε να κάνουμε κάτι που ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε (δηλ. να εμπιστευθούμε τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ). Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς μπορούν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα στήριξης των ασθενεστέρων που έχουμε προτείνει. Και στη συνέχεια, εάν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής – όχι εμπιστοσύνης - στη νέα κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Και μετά τις εκλογές, η Δημοκρατική Αριστερά θα είναι παρούσα σε όλες τις κρίσιμες μάχες μέσα και έξω από τη Βουλή: για να στηρίξει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για να αντιταχθεί στις προσπάθειες αναβίωσης της πελατειακής πολιτικής, για να υπερασπιστεί τους φτωχούς και τους ανέργους, για να δώσει προοπτική στις υγιέστερες δυνάμεις του τόπου. Για να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα. Για αυτό ζητά την υποστήριξη όλων των πολιτών που αγωνιούν για το πώς η οικονομία θα βγεί από την ύφεση, πώς η κοινωνία θα επουλώσει τις πληγές της, πώς η χώρα μας θα παραμείνει ευρωπαϊκή.