Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοκρατική Αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοκρατική Αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

16 Δεκεμβρίου 2013

Η επόμενη μέρα για τη ΔΗΜΑΡ

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013).

Με το τέλος του 2ου συνεδρίου της ΔΗΜΑΡ ολοκληρώνεται η μετάλλαξη του κόμματος αυτού από πάλαι ποτέ ελπίδα του τόπου σε ένα από τα πιο αρτηριοσκληρωτικά πολιτικά σχήματα της πρόσφατης ιστορίας του. Πώς θα επηρεάσει αυτό τις πολιτικές εξελίξεις, και ειδικά στο χώρο της κεντροαριστεράς;

Κατ’ αρχήν μια απαραίτητη διευκρίνιση: Παρότι οργανωτικά παραμένω ακόμη μέλος της ΔΗΜΑΡ, συναισθηματικά έχω αποχωρήσει προ πολλού. Όχι επειδή κάποια στιγμή βρέθηκα στη μειοψηφία – αυτό όντως συνέβη, αλλά κάτι τέτοια ποτέ δεν με ενόχλησαν. Άλλος ήταν ο κύριος λόγος: ότι το κόμμα αυτό έπαψε να συζητά, να σκέφτεται συλλογικά, ακόμη και να διαφωνεί, όπως είναι φυσικό να διαφωνούν άνθρωποι που πονούν μια κοινή υπόθεση.

Πράγματι, οι πιο σημαντικές αποφάσεις στη σύντομη ιστορία της ΔΗΜΑΡ ξεπήδησαν έτοιμες από το κεφάλι του προέδρου της, χωρίς την παραμικρή συζήτηση στα αρμόδια (υποτίθεται) όργανα. Η επιμονή σε μια soft αντιμνημονιακή τοποθέτηση. Η μη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Η εκλογική συνεργασία με όσους από τους πρώην εθνολαϊκιστές (ενίοτε αυριανιστές) δεν χώρεσαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση Σαμαρά. Η φαεινή ιδέα του συστήματος 4-2-1, δηλ. της απλής αναλογικής στους κομματικούς διορισμούς σε κρατικές θέσεις. Οι «κόκκινες γραμμές» για το επίδομα γάμου. Οι πλάγιες εξυπηρετήσεις στους δικαστές και τους δικηγόρους. Η αποχώρηση από την κυβέρνηση Σαμαρά. Η απόρριψη της πρωτοβουλίας των 58. Η «αριστερή στροφή». Όλα αυτά με πρωτοβουλία μιας στενής ομάδας, που επιζητούσε εκ των υστέρων την έγκριση των κομματικών οργάνων – και την έπαιρνε! Όπως στις χειρότερες παραδόσεις των κομμουνιστικών κομμάτων ή του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.

Στο πανεπιστήμιο (όπου εργάζομαι), δυο-τρία ηγετικά στελέχη της ΔΗΜΑΡ κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να σπαταλήσουν το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρευθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Όταν χιλιάδες πανεπιστημιακοί επέλεξαν να ασχοληθούν για πρώτη φορά ή μετά από πολύ καιρό με τα κοινά για να ανατρέψουν μια ακροαριστερή συνδικαλιστική ηγεσία που φλέρταρε ανοιχτά με τη βία και την ανομία, εκλέγοντας μια μετριοπαθή προοδευτική και μεταρρυθμιστική πλειοψηφία. Ε λοιπόν, σήμερα η κατάσταση είναι αγνώριστη: οι συνδικαλιστές της ΔΗΜΑΡ ανέτρεψαν την κεντροαριστερή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ (ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών) στην οποία συμμετείχαν, δεν ενδιαφέρονται πια για τη μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων, και γενικώς κανείς δεν γνωρίζει ποιον και τι ακριβώς εκπροσωπούν. Μεγάλο επίτευγμα, και όχι εύκολο: χρειάστηκε πρώτα να διαλυθεί η πολυπληθέστερη και δυναμικότερη οργάνωση της ΔΗΜΑΡ, ο τομέας παιδείας. Τα πιο ζωντανά μέλη της οργάνωσης, με την πιο πρωτότυπη σκέψη, έχουν πλέον αποχωρήσει ή περιθωριοποιηθεί. Αλλά η ηγεσία είναι πολύ ευχαριστημένη που έχει αποκαταστήσει την τάξη.

Επαναλαμβάνω, το να ανήκεις σε ένα κόμμα που απορρίπτει τη μια ή την άλλη πρότασή σου πάει κι έρχεται. Το να ανήκεις σε ένα κόμμα που δεν σε ακούει καν, δεν λαμβάνει καν υπόψη τη γνώμη σου, δεν έχει κανένα νόημα – εκτός και αν προσβλέπεις σε αδιευκρίνιστα οφέλη, συνήθως όχι ιδιαίτερα ανιδιοτελή. Κάτι τέτοια απομάκρυναν τους εκατοντάδες ανθρώπους «των γραμμάτων και τεχνών» που είχαν υπογράψει το καλοκαίρι του 2010 τη διακήρυξη που χαιρέτιζε με ελπίδα την ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς. Η παρακμιακή ατμόσφαιρα του 2ου συνεδρίου δικαίωσε την επιλογή τους να απομακρυνθούν.

Και τώρα τι; Η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη της στην πρωτοβουλία των 58. Ο υπολογισμός είναι ότι τώρα η πρωτοβουλία αυτή ή θα ξεφουσκώσει ή θα βρεθεί υποτελής σε ένα χώρο που κυριαρχείται από το ΠΑΣΟΚ και τον αγώνα του για επιβίωση.

Πρόκειται για υπολογισμό μυωπικό. Αυτό που θα παιχτεί στην επόμενη φάση δεν είναι η επιβίωση της μιας ή της άλλης κομματικής ηγεσίας: αυτό αφορά ελάχιστους εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Το διακύβευμα της επόμενης φάσης είναι η ανασυγκρότηση του χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σε μια μεγάλη προοδευτική παράταξη που εκτείνεται από το φιλελεύθερο κέντρο έως τη δημοκρατική αριστερά. Μια παράταξη που απορρίπτει τόσο την παλινόρθωση του παλαιοκομματισμού όσο και το μισαλλόδοξο εθνολαϊκισμό. Και που θέλει να εργαστεί για την αποκατάσταση της νομιμότητας παντού, για την ανανέωση των θεσμών, για μια δυναμική οικονομία σε μια κοινωνία συνοχής και αλληλεγγύης. Τίποτε λιγότερο από αυτό.

Δεν ξέρω αν η προσπάθεια των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς θα πετύχει. Ξέρω όμως πώς αποκλείεται να πετύχει: με τη μέθοδο των συνεννοήσεων με τις κομματικές ηγεσίες πίσω από κλειστές πόρτες. Σέβεται τα σημερινά κόμματα, αλλά πηγαίνει πέρα από αυτά. Για αυτό απευθύνεται σε όλους τους πολίτες που δηλώνουν «κεντροαριστεροί», είτε ανήκουν στα σημερινά κόμματα είτε (όπως είναι συνηθέστερο) όχι. Στους πολίτες αυτούς – όχι στα κομματικά επιτελεία – θα πρέπει να δοθεί ο πρώτος λόγος για όλες τις κρίσιμες αποφάσεις: επιλογή συμβόλων και ονόματος, επεξεργασία του προγράμματος, επιλογή υποψηφίων στις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου. Με προκριματικές εκλογές και εσωτερικά δημοψηφίσματα, όπου δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν όλοι όσοι θέλουν να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση του χώρου.

Σε αυτή την προσπάθεια οι πόρτες είναι ανοιχτές σε όλους. Οπωσδήποτε στα εκατοντάδες μέλη της ΔΗΜΑΡ που αγωνίστηκαν να πείσουν την ηγεσία να αγκαλιάσει την πρωτοβουλία – και απέτυχαν. Αλλά ασφαλώς και στα υπόλοιπα μέλη, σε όσους δεν έχουν πειστεί ακόμη.

Στα 3+ χρόνια που βρέθηκα στο κόμμα αυτό γνώρισα περισσότερους επαγγελματίες της πολιτικής και αδίστακτους «τεχνικούς της εξουσίας» από όσους περίμενα. Αλλά γνώρισα επίσης χιλιάδες καθαρούς ανθρώπους που ενθουσιάζονται, παθιάζονται, απογοητεύονται, ηττώνται, και είναι έτοιμοι να αρχίσουν πάλι από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι, δημοκράτες και αριστεροί, προοδευτικοί στις ιδέες και φιλελεύθεροι στη συμπεριφορά, είναι πολύτιμη πρώτη ύλη της αυριανής Ελλάδας. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει να χαθούμε.

18 Ιανουαρίου 2013

Η συγκυβέρνηση και η αποκατάσταση της νομιμότητας – παντού!

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013).

Καλή η ανακοίνωση της ΔΗΜΑΡ για την δολοφονία του μετανάστη στα Πετράλωνα, αλλά φοβάμαι ότι δεν αρκεί: με ένα τέτοιο θέμα δεν ξεμπερδεύει κανείς τόσο εύκολα.

Η καταδίκη της βίας «από όπου και αν προέρχεται» δεν είναι απλό σύνθημα. Το ότι η ρατσιστική βία έχει φτάσει σήμερα σε σημείο παροξυσμού δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην οικονομική κρίση ούτε μόνο στην ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Είναι προϊόν μιας γενικής εξαγρίωσης, η οποία δεν έχει πέσει από τον ουρανό. Συνέβαλαν πολιτικά κόμματα, μεμονωμένοι πολιτικοί, τηλεοπτικοί αστέρες, σχολιαστές στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και πολλοί άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Για αυτό, η αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας απαιτεί πολιτικές πρωτοβουλίες μακράς πνοής, με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Η απόρριψη της βίας και η επιδίωξη της ειρηνικής συμβίωσης όλων με όλους είναι αδύνατη όσο μια κουλτούρα απέχθειας ή και μίσους για τους ξένους κυριαρχεί στην οικογένεια και στα σχολεία. Η δίωξη του εγκλήματος - και του ρατσιστικού - είναι αδύνατη όσο τα σώματα ασφαλείας παραμένουν διαβρωμένα από παρακρατικούς μηχανισμούς «απονομής δικαιοσύνης» (μαφιόζικου τύπου). Η εμμονή στην αποκατάσταση της νομιμότητας είναι αδύνατη όσο η δικαιοσύνη παραμένει περιδεής ή αδιάφορη.

Ο συμψηφισμός της μιας μορφής βίας με την άλλη έχει γίνει πολύ της μόδας. Στα αριστερά μας ακούμε επιχειρήματα τύπου: «η Βίλλα Αμαλίας / η επίθεση στα γραφεία της ΝΔ τους ενόχλησε - δεν κυττάνε τη Χρυσή Αυγή που δρα ανεξέλεγκτη στις γειτονιές». Στα δεξιά μας επιχειρήματα δεν πολυακούγονται, αλλά η προπαγανδιστική γραμμή είναι έτσι κι αλλιώς γνωστή: «δεν ασχολούνται με τους κουκουλοφόρους / τους τρομοκράτες - ασχολούνται με εμάς που καθαρίζουμε τον τόπο».

Η επικράτηση της λογικής του συμψηφισμού είναι ο συντομότερος δρόμος προς την καταβύθιση των πόλεων σε εφιαλτικά πεδία σύγκρουσης αντίπαλων ένοπλων ομάδων. Για αυτό, η πρόσφατη επίδειξη πυγμής της αστυνομίας δεν μπορεί να παίρνει το χαρακτήρα βεντέτας με τους αντιεξουσιαστές. Η αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας απαιτεί οπωσδήποτε αποφασιστικότητα. Απαιτεί όμως επίσης αυτοσυγκράτηση στη χρήση νόμιμης βίας εκ μέρους των σωμάτων ασφαλείας, αποσόβηση και όχι υποδαυλισμό των περιττών εντάσεων – και, κυρίως, εξίσου καλά ανακλαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις, «από όπου και αν προέρχεται» η βία και η παρανομία.

Και ένα τελευταίο. Όταν ένα κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση μοιράζεται την ευθύνη για ο,τιδήποτε κάνει – ή δεν κάνει – οποιοσδήποτε υπουργός (και οποιοδήποτε άλλο πολιτικό στέλεχος της κρατικής μηχανής). Το κράτος δεν είναι χωρισμένο σε οικόπεδα για να το εκμεταλλεύεται το κόμμα ή ο συνασπισμός που κυβερνά (κατά 100%, ή με το σύστημα 4-2-1, αδιάφορο). Για την διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην αστυνομία θα δώσει λόγο και η ΔΗΜΑΡ, παρότι φυσικά κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να αποδώσει στο κόμμα αυτό επιχειρησιακή ή άλλη άμεση ευθύνη.

Όμως η πολιτική ευθύνη παραμένει ενιαία. Για αυτό, η γενική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής - και στο θέμα αυτό - απαιτεί συνεννόηση μεταξύ των εταίρων. Η προγραμματική συμφωνία του Ιουνίου γράφτηκε σαν να μην υπήρχε Μνημόνιο, και έτσι μετατράπηκε αμέσως σε κομμάτι χαρτί χωρίς αξία. Στη θέση της χρειαζόμαστε μιαν άλλη προγραμματική συμφωνία, ρεαλιστικότερη και ταυτόχρονα αποφασιστικότερη. Η ειρήνευση της χώρας είναι ευθύνη όλων, και πρώτα-πρώτα της κυβέρνησης.

2 Σεπτεμβρίου 2012

Back to basics

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012).

Μια ματιά στα δεδομένα (τα οποία, όπως συχνά λέγεται, είναι αμείλικτα).


Το πρώτο δεδομένο αφορά τον αριθμό όσων απασχολούνται στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ. Είναι γνωστό (τεκμηριώνεται μεταξύ άλλων στις σχετικές μελέτες του Χρυσάφη Ιορδάνογλου) ότι το μέγεθος της δημόσιας απασχόλησης αυξήθηκε θεαματικά τη δεκαετία του 1980, λιγότερο θεαματικά στη συνέχεια, ενώ ανέβηκε ξανά απότομα την πενταετία 2004-2009. Επειδή κατά την πενταετία Καραμανλή δεν έγινε αισθητή κάποια ποσοτική επέκταση ή ποιοτική βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών, δικαιούται κανείς να θεωρεί ότι οι σχετικοί διορισμοί ήταν κατά κανόνα εντελώς περιττοί.


Επί πλέον, το 2010 - εν μέσω Μνημονίου! - ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων έμεινε στάσιμος, παρότι συνταξιοδοτήθηκαν 53.400 δημόσιοι υπάλληλοι (άρα η κυβέρνηση Παπανδρέου διόρισε άλλους τόσους). Το 2011 αποχώρησαν 42.000 δημόσιοι υπάλληλοι ενώ προσελήφθησαν 12.600 (δηλ. κάπως καλύτερα – αλλά και αυτή η αναλογία απέχει αρκετά από το 5:1 που ψήφισε η Βουλή).


Το δεύτερο δεδομένο αφορά τους μισθούς στο δημόσιο τομέα. Είναι επίσης γνωστό ότι την περίοδο πριν από την κρίση οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν σταθερά, ενώ εκείνοι των υπαλλήλων ΔΕΚΟ θεαματικά. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, τα ποσοστά αύξησης των μισθών (σε πραγματικούς όρους, δηλ. πάνω από τον πληθωρισμό) τη δεκαετία 2000-2009 ήταν +22,7% για το Δημόσιο και +56,8% για τις ΔΕΚΟ (έναντι +24,4% για τον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα). Εντός του Δημοσίου, η αύξηση δεν ήταν ομοιόμορφη. Τα σχετικά στοιχεία είναι δυσεύρετα (γεγονός όχι άσχετο με το πρόβλημα). Πάντως, είναι γνωστό ότι π.χ. για τους πανεπιστημιακούς υπήρξε ασήμαντη, ενώ π.χ. για τους δικαστικούς σημαντική. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει από το Υπουργείο Οικονομικών, η μέση δαπάνη μισθοδοσίας των δικαστικών είναι σήμερα περίπου 6.500 ευρώ το μήνα.


Το τρίτο δεδομένο αφορά τη μεταχείριση των ανέργων. Από τα τελευταία στοιχεία της ΕλΣτατ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των ανέργων το Μάιο ήταν περίπου 1.150.000. Από τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων τον Ιούλιο ήταν 795.000, ενώ από αυτούς μόνο 187.000 ελάμβαναν επίδομα ανεργίας. (Το χειμώνα ο αριθμός των επιδοτουμένων αυξάνεται, αφού οι κύριοι ωφελημένοι του επιδόματος ανεργίας όπως λειτουργεί σήμερα είναι οι εργοδότες σε κλάδους με εποχική απασχόληση - κυρίως ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και φροντιστηρίων).


Σε κάθε περίπτωση, έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες (ίσως ένα εκατομμύριο) ανέργους που δεν λαμβάνουν καμμιά εισοδηματική ενίσχυση. Για τους 187.000 που λαμβάνουν, το σχετικό επίδομα δεν ξεπερνά τα 360 ευρώ το μήνα (από τον περασμένο Φεβρουάριο), με μέγιστη περίοδο επιδότησης 12 μήνες. Από εκεί και πέρα, ελάχιστοι (1.850 το 2010) λαμβάνουν το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας (200 ευρώ το μήνα). Οι υπόλοιποι τίποτε.


Αντίθετα, η εργασιακή εφεδρεία στο Δημόσιο προβλέπει ότι όσοι κριθούν ως πλεονάζοντες (15.000 άτομα το 2012) θα λαμβάνουν το 60% των βασικών αποδοχών τους επί 12 μήνες (24 μήνες εάν είναι κοντά στη συνταξιοδότηση).


Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτουν (θα έλεγε κανείς «αβίαστα») τα εξής:


Πρώτον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια διατήρησης - εάν όχι βελτίωσης - του επιπέδου δημοσίων υπηρεσιών που απολαμβάνουν οι πολίτες (περίθαλψη, εκπαίδευση, συγκοινωνίες κτλ.) με σημαντικά λιγότερους δημόσιους υπάλληλους.


Δεύτερον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης μέσω στοχευμένων περικοπών των μισθών των υπολοίπων, αρχίζοντας από τις ΔΕΚΟ και από τις κατηγορίες που ωφελήθηκαν περισσότερο την προηγούμενη περίοδο (π.χ. δικαστικοί).


Τρίτον: Υπάρχουν σημαντικά κενά κοινωνικής προστασίας των ανέργων, ιδίως όσων προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα (δηλ. όλων, τουλάχιστον προς το παρόν).


Συνεπώς, οι προτεραιότητες μιας κυβέρνησης που αναζητά τρόπους μείωσης της δημόσιας δαπάνης με τους μικρότερους δυνατούς κοινωνικούς κραδασμούς - και οι συμβολές στην αναζήτηση αυτή των «ελάσσονων» κυβερνητικών εταίρων, δηλ. του ΠΑΣΟΚ και ιδίως της ΔΗΜΑΡ - θα έπρεπε να είναι προφανείς:


1. Εκτεταμένη εφαρμογή της εργασιακής εφεδρείας. Όχι με προσυνταξιοδότηση λίγων έμπειρων υπαλλήλων (πολλοί από τους οποίους είναι πολύτιμοι), αλλά με πλήρη κατάργηση όσων τμημάτων του κρατικού μηχανισμού κρίνονται περιττά.


2. Αναμόρφωση της πολιτικής μισθών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Με κριτήριο όχι την διαπραγματευτική ισχύ κάθε ομάδας, αλλά την απόδοση και την προσφορά του καθενός - με διαφάνεια και δικαιοσύνη. Μια καλή αρχή θα ήταν η δημοσίευση των συνολικών αποδοχών που αντιστοιχούν σε κάθε βαθμίδα, σε κάθε υπουργείο, σε κάθε οργανισμό.


3. Μέτρα στήριξης όσων πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Όχι με συμβολικές κινήσεις αμφίβολης αξίας τύπου «έκτακτες παροχές» ή «ειδικές ενισχύσεις σε επιμέρους ομάδες». Αλλά με γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Μέσω επιδομάτων (με έμφαση στις φτωχές οικογένειες με παιδιά). Αλλά και μέσω υπηρεσιών (με έμφαση στην περίθαλψη, με εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ΕΟΠΠΥ).


Θα μου πείτε: «Μα υπάρχουν λεφτά για τέτοια». Εξαρτάται.


Με «κόκκινες γραμμές» τύπου «όχι στην εφεδρεία», «όχι στη μείωση των αποδοχών των δικαστικών» και τα παρόμοια, όχι: δεν υπάρχουν περιθώρια.


Με στοχευμένες παρεμβάσεις για τη μείωση του μεγέθους και του κόστους του κράτους (δηλ. περικοπές), και ταυτόχρονα με βαθειές τομές στη λειτουργία του (δηλ. μεταρρυθμίσεις), τότε ναι: τα δημοσιονομικά περιθώρια για τη γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι μεγάλα.


Τα δημοσιονομικά περιθώρια. Αλλά και τα πολιτικά. Ας αναλογιστούν, όσοι από εμάς τουλάχιστον δέχονται την ανάγκη ενός προγράμματος εξυγίανσης, ποια θα ήταν η αποδοχή του από την κοινή γνώμη, εάν η έγνοια των πολιτικών ήταν η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η προστασία των αδυνάτων, αντί για την υπεράσπιση των ευνοημένων ομάδων.


Δίκαιη λιτότητα. Ποτέ δεν είναι αργά.

15 Ιουνίου 2012

Φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί δημοκράτες

Ομιλία στην εκδήλωση του free thinking zone (Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012). Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon»  (Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012).


Τι πρέπει και τι μπορούν να κάνουν στη σημερινή πολιτική κατάσταση οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες;


Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να ξεκινήσουμε τη συζήτηση αυτή με την παραδοχή ότι και τα τρία αυτά ρεύματα είναι (πάντοτε ήταν) μειοψηφικά στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς, της κεντροαριστεράς και της αριστεράς αντιστοίχως. Και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο εκλογικό βάθος, με αναιμικούς δεσμούς με κοινωνικές οργανώσεις, και με την όποια επιρροή τους να περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια μιας «ιντελλιγκέντσιας» επαρχιωτικής και αυτής.


Πρόκειται για μια κάπως αμείλικτη ανάγνωση, χρήσιμη παρόλα αυτά ως αντίδοτο στην πρόσφατη κινητικότητα προς αναζήτηση «αριστοκρατικών» λύσεων: «κόμμα προσωπικοτήτων», «κυβέρνηση αρίστων» κ.ά.


Βέβαια, μια πιο επιεικής ανάγνωση θα ήταν εξίσου βάσιμη: τα ρεύματα αυτά άσκησαν πάντοτε μια επιρροή δυσανάλογη με το μέγεθός τους, ενώ υπήρξαν (είναι ακόμη) εκκολαπτήρια γόνιμων ιδεών. Επί πλέον, παρότι στην παραδοσιακή αντίθεση «δεξιά / αριστερά» καταλαμβάνουν μια μειοψηφική ίσως περιθωριακή θέση, στην άλλη αντίθεση «Δύση / Ανατολή», ή «Ευρώπη / Βαλκάνια», η οποία τέμνει την προηγούμενη εγκαρσίως, κατέχουν αντίθετα θέση πρωτοπορίας στη μια από τις δύο παρατάξεις (την ίδια, φυσικά) εκατέρωθεν της διαχωριστικής γραμμής: οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες υπήρξαν πάντοτε (και ακόμη είναι) οι συνεπέστεροι υπερασπιστές της άποψης ότι «ανήκουμε στη Δύση» - ή, αν προτιμάτε, ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι στην καρδιά της Ευρώπης.


Επειδή στις μέρες μας η τελευταία αυτή αντίθεση τυχαίνει να είναι η πιο κρίσιμη, το άρθρο μας «Το ζητούμενο της επόμενης ημέρας», που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 9 Μαΐου 2012) με την υπογραφή των Δημήτρη Σκάλκου, Γιώργου Σιακαντάρη και Μάνου Ματσαγγάνη, δημιούργησε προσδοκίες. Μια τυπική αντίδραση ήταν του τύπου: «επιτέλους, καιρός ήταν, κάντε κάτι, πρέπει όλες οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις να ενωθούν στο ίδιο κόμμα / εκλογική συμμαχία προτού να είναι αργά».


Είναι καλή αυτή η ιδέα;


Είμαι αρκετά αμφίθυμος ως προς αυτό. Βασικά, νομίζω ότι δεν είναι. Για τρεις κυρίως λόγους.


Πρώτον, θα μου φαινόταν κάπως υπερβολικά ριψοκίνδυνο να συγκεντρωθούν όλοι οι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ελλάδας σε ένα νέο κόμμα, το οποίο μετά θα λάβει λ.χ. 15% των ψήφων.


Δεύτερον, για έναν αριστερό δημοκράτη όπως εμένα, οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες υπήρξαν πάντοτε προνομιακοί συνομιλητές, ενίοτε σύμμαχοι σε κοινούς αγώνες, άλλες φορές αντίπαλοι (ποτέ εχθροί). Θα ήθελα να ζω σε μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και φυσικά όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες. Αλλά μπορούμε να συνυπάρχουμε στο ίδιο κόμμα; Νομίζω ότι οι (υπαρκτές) διαφορές μας συσκοτίζονται από το ότι η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από πιο «πρωτόγονα» ζητήματα, στα οποία συμφωνούμε.


Τρίτον, για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες, θα πρέπει να κάνουμε πολλή δουλειά – και αυτή η δουλειά θα πρέπει αναγκαστικά να γίνει κυρίως στο εσωτερικό του αντίστοιχου ευρύτερου χώρου. Προσωπικά δεν έχω καμμιά απολύτως διάθεση να αποκοπώ από έναν αριστερό κόσμο που με παρακολουθεί, συχνά εκνευρίζεται από όσα γράφω ή λέω, αλλά συνήθως προβληματίζεται από αυτά, και καμμιά φορά συμφωνεί μαζί μου.


Για αυτούς τους λόγους τείνω να θεωρώ ότι η βιαστική συστέγαση όλων μας στο ίδιο κόμμα ή εκλογικό συνασπισμό δεν είναι καλή ιδέα. Παραμένω όμως αμφίθυμος. Αφήνω περιθώριο στο ενδεχόμενο αυτό που μου φαίνεται λάθος σήμερα να αποδειχθεί σωστό σε λίγο καιρό. Το γιατί σχετίζεται με τις πολιτικές εξελίξεις: ζούμε εποχή ρευστότητας, ή μάλλον ρευστοποίησης των πολιτικών κομμάτων που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση (του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ), και συνεπώς αναδιάταξης του πολιτικού τοπίου.


Ποιος για παράδειγμα θα καταλάβει τον αχανή χώρο που εκτείνεται από τη ριζοσπαστική δεξιά μέχρι την κεντροδεξιά που αφήνει κενό η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ; Όπως έχω ξαναγράψει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η τύχη του χώρου θα εξαρτηθεί από την τύχη της χώρας. Εάν παραμείνουμε στην Ευρώπη, μπορεί κάποτε να δούμε μια μεγάλη αριστερά που θα είναι φιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική και δημοκρατική. Εάν όχι, πολύ φοβάμαι ότι ο χώρος - ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό - θα μονοπωληθεί από δυνάμεις εθνικιστικές, κρατιστικές, λαϊκιστικές και αυταρχικές.


Η αποτροπή ενός τέτοιου κινδύνου σήμερα είναι το κυριότερο καθήκον όλων μας: φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατών και αριστερών δημοκρατών.

Το μέλλον της αριστεράς και το μέλλον της χώρας

Ομιλία στην εκδήλωση του Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» στη Θεσσαλονίκη (Τρίτη 12 Ιουνίου 2012). Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012).

Ποιο είναι το μέλλον της αριστεράς στην Ελλάδα; Θα μπορούσε κανείς, κάνοντας (μαύρο) χιούμορ, να απαντήσει ότι ίσως η αριστερά στην Ελλάδα έχει περισσότερο μέλλον από την ίδια την Ελλάδα. Πράγματι, όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα, πάντοτε θα υπάρχουν κάποιοι που θα κάθονται αριστερά στη Βουλή (στο βαθμό βέβαια που θα υπάρχει Βουλή). Το πώς θα είναι, όμως, αυτή η αριστερά, και τι θα λέει, θα εξαρτηθεί από την πορεία της χώρας τους αμέσως επόμενους μήνες – ή ίσως εβδομάδες.

Θα μείνουμε στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Εάν ναι, έχουμε μια ελπίδα να συγκλίνουμε με την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλ. να αποκτήσουμε ένα κράτος αμερόληπτο και αποτελεσματικό, μια δυναμική οικονομία της αγοράς, με σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και κοινωνική προστασία.

Σε μια τέτοια Ελλάδα, ευρωπαϊκή, έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε κάποτε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Μια αριστερά κατά πάσα πιθανότητα πληθυντική (αυτό συνεπάγεται η πολιτική ιστορία της χώρας), αλλά πάντως με τα κόμματα που την συναποτελούν σταθερά προσανατολισμένα στο σεβασμό του Συντάγματος και των άλλων θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και στην ειλικρινή και ανεπιφύλακτη απόρριψη της βίας.

Αυτό το τελευταίο, κτήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς στο σύνολό της, ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της, είναι σχετικά πρόσφατο: χρειάστηκε η (από κάθε άποψη) τρομακτική εμπειρία των δεκαετιών του ’70 και του ’80 για να διαλυθούν και οι τελευταίες αυταπάτες για τα αιματηρά αδιέξοδα στα οποία αναπόφευκτα οδηγεί το φλερτ με την «ένοπλη πάλη». Υπό αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστική η αποφασιστική υιοθέτηση της μη βίας «ως ιδεώδους και ως μεθόδου», εκ μέρους της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης του Fausto Bertinotti στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.

Θα αντιτείνει κανείς: «δηλαδή πάνε όλα πρίμα για την ευρωπαϊκή αριστερά;» Όχι βέβαια. Οι σοσιαλιστές, η μεγαλύτερη οικογένεια της ευρωπαϊκής αριστεράς, στα τέλη της δεκαετίας ήλεγχαν τις 13 από τις κυβερνήσεις των 15 (τότε) κρατών μελών της Ε.Ε. – χωρίς τελικά να επιδείξουν κάτι θεαματικό, και σίγουρα χωρίς να καταφέρουν να πετύχουν τον (ομολογουμένως φιλόδοξο) στόχο της «πολιτικής διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης». Κάτι ανάλογο ισχύει για τη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία – όπως άλλωστε είχε εγκαίρως προβλέψει ο Eric Hobsbawm – δεν δείχνει ικανή να επωφεληθεί εκλογικά από την οικονομική κρίση. Το ίδιο και για τους Πράσινους, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο έχουν πέσει θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους, με την έννοια ότι έχουν χάσει το μονοπώλιο της οικολογικής ευαισθησίας, αφού ο σεβασμός του περιβάλλοντος έχει πλέον περάσει στο πολιτικό mainstream και (στον α’ ή στον β’ βαθμό) στις θέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων.

Πάντως, παρά την όχι και τόσο συναρπαστική πρόσφατη επίδοσή της, η ευρωπαϊκή αριστερά παραμένει εργαστήρι ιδεών, δύναμη υπεράσπισης των εργαζομένων και απόκρουσης των διακρίσεων, στο πνεύμα του γνωστού τριπτύχου «libertè, egalitè, fraternitè».

Ίσως ο λόγος που η ευρωπαϊκή αριστερά δεν είναι τόσο συναρπαστική είναι ότι η ίδια η Ευρώπη δεν είναι τόσο συναρπαστική. Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να ευγνωμονούμε για αυτό τους αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ιδέας, που στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είδαν το κλειδί για τον οριστικό τερματισμό του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου» που διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αι. και το πρώτο μισό του 20ού αι. Για αυτό άλλωστε, ακόμη και σήμερα, εν μέσω μιας δύσκολης υπαρξιακής κρίσης, η Ευρώπη παθιάζεται όχι για τον επόμενο πόλεμο ή την επόμενη δικτατορία, αλλά απλώς για τους όρους του επόμενου πακέτου διάσωσης. Ας θυμίσω το προφανές, ότι δηλαδή η προηγούμενη κρίση ανάλογης σοβαρότητας (το Κραχ του ’29) είχε οδηγήσει σε εθνικιστική αναδίπλωση, σε επικράτηση του φασισμού και τελικά σε παγκόσμιο πόλεμο. Είμαι πεισμένος ότι όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα στην Ευρώπη, θα παραμείνουμε μακριά - σε απόσταση ασφαλείας – από κάτι τέτοιο.

Σε αρκετούς Ευρωπαίους (ιδίως Έλληνες, ιδίως από τις νεώτερες γενιές) όλα αυτά δεν φτάνουν: τους φαίνονται ανιαρά. Όντως: δεν συγκρίνονται π.χ. με τη μάχη του Somme, που κόστισε πάνω από 300.000 νεκρούς σε 4½ μόλις μήνες (20.000 έχασαν τη ζωή τους μόνο την πρώτη μέρα, μόνο στη βρετανική πλευρά). Ανάμεσα σε όσους πολέμησαν (και σε όσους χάθηκαν) εκεί ήταν και μερικοί από τους λαμπρότερους νεαρούς ποιητές της εποχής, οι οποίοι ως γνωστόν έγραψαν μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του 20ού αι. Αντίθετα, δεν νομίζω να διανοήθηκε κανείς ποτέ να γράψει ποίηση για τη Margaret Thatcher που χτυπά το τσαντάκι της στο τραπέζι απαιτώντας να της επιστραφεί μέρος της βρετανικής συμμετοχής στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ούτε πολύ λιγότερο για τις ατέρμονες συνεδριάσεις σχετικά με το ενδεδειγμένο μέγεθος των λαχανακίων Βρυξελλών (αγαπημένο μοτίβο του ευρωσκεπτιστικού φολκλόρ).

Και όμως, είχε δίκιο ο Rolf Dahrendorf - αυτός ο πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος, που στην ίδια ζωή υπήρξε κατά σειρά βουλευτής του Γερμανικού Κοινοβουλίου (FDP), δύο φορές Ευρωπαίος Επίτροπος, πρύτανης της London School of Economics και μέλος της Βρετανικής Βουλής των Λόρδων – όταν αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έγραφε ότι «από όλα τα μέρη του κόσμου μόνο η Ευρώπη έχει καταφέρει να εξασφαλίσει στους πολίτες της ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, δημοκρατικές ελευθερίες και ταυτόχρονα κοινωνική συνοχή».

Συνεπώς, και με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, εάν μείνουμε στην Ευρώπη έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Με κόμματα στα οποία η σοσιαλιστική κουλτούρα συνυπάρχει με τη φιλελεύθερη, σε διάφορες φυσικά δοσολογίες. Και τα οποία έχουν λύσει διάφορα ζητήματα τα οποία εδώ μας ταλαιπωρούν ακόμη: Ναι στην αγορά, ή μήπως όχι; (Προσοχή, δεν αναφέρομαι στο ερώτημα για τα όρια της αγοράς, το οποίο είναι όχι απλώς θεμιτό αλλά και συχνά η πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ευρώπη: αναφέρομαι στο ερώτημα για το εάν μια αριστερή οικονομική πολιτική πρέπει να αφήνει χώρο στην αγορά ή όχι – σαν να υπήρξε ποτέ ιστορικό προηγουμένο κοινωνίας που κατήργησε την αγορά χωρίς ταυτόχρονα να καταργήσει και τη δημοκρατία.) Και άλλα ζητήματα, ακόμη πιο δυσάρεστα: Έμμεση δημοκρατία, ή μήπως μόνο άμεση; Τηρούμε το Σύνταγμα και τους νόμους, ή μήπως εφαρμόζουμε επιλεκτικά μόνο ό,τι μας βολεύει; Η βία είναι πάντοτε κακό πράγμα, ή μήπως μερικές φορές είναι και καλό; Οι ένοπλοι της 17Ν είναι δολοφόνοι που αυτοαναγορεύτηκαν σε «λαϊκούς εκδικητές», ή μήπως «σύντροφοι με τους οποίους διαφωνούμε» (και σε τι ακριβώς);

Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο να μην μείνουμε στην Ευρώπη. Όχι από σχέδιο: είμαι διατεθειμένος να πιστέψω τις διαβεβαιώσεις των βασικών διεκδικητών της πρωτιάς και του ανεκδιήγητου bonus των 50 εδρών, ότι δεν επιθυμούν να γυρίσουμε στη δραχμή. Αλλά από λάθος. Ή λόγω αδυναμίας χειρισμού μιας πολύ δύσκολης κατάστασης. Και κυρίως: λόγω αυτοπαγίδευσης και του κ. Τσίπρα και του κ. Σαμαρά σε μια βλακώδη και αδιέξοδη ρητορική που συσκοτίζει τα πραγματικά διλήμματα (πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; πώς θα μοιράσουμε δίκαια τις θυσίες; πώς θα ανακάμψει η οικονομία; με ποιες μεταρρυθμίσεις;) και που στη θέση τους κατασκευάζει άλλα, φανταστικά.

Βέβαια, ακόμη και αν δεν μείνουμε στην Ευρώπη, κάποιου είδους αριστερά θα έχουμε πάντοτε. Με την έννοια που και στο Λίβανο της δεκαετίας του ’70, στα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, υπήρχε αριστερά (οι Δρούζοι μουσουλμάνοι). Με την έννοια που και στη Σερβία του καταστροφικού πολέμου που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία υπήρχε αριστερά (ο Μιλόσεβιτς). Και με την έννοια που στο Ιράκ των τελευταίων δεκαετιών υπήρχε αριστερά – και μάλιστα σοσιαλίζουσα και «κοσμική» (το Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν).

Το ερώτημα είναι ποιος θέλει να γίνουμε Λίβανος, ή Σερβία, ή Ιράκ.

Εμείς πάντως όχι.

3 Μαΐου 2012

Οι εκλογές της απροσδιοριστίας

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Πέμπτη 3 Μαΐου 2012)

Ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο απρόβλεπτο το αποτέλεσμα των εκλογών. Μαζί με τις διάφορες φήμες και διαδόσεις που κυκλοφορούν για τα ευρήματα των μυστικών δημοσκοπήσεων, ακούγεται επίσης η πληροφορία ότι για να φτάσουν το δείγμα των 2.000 έγκυρων απαντήσεων οι δημοσκόποι πρέπει συχνά να κάνουν τριπλάσια τηλεφωνήματα: τα δύο τρίτα όσων σηκώνουν το τηλέφωνο, το ξανακλείνουν θυμωμένοι προτού απαντήσουν!

Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι απλώς δεν έχουμε ιδέα για το πώς θα ψηφίσει το εκλογικό σώμα: θα το μάθουμε όλοι μαζί το βράδυ της Κυριακής.

Όμως η απροσδιοριστία δεν αφορά μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών. Ισχύει επίσης ότι ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο αβέβαιο το τι θα γίνει μετά τις εκλογές. Θα κυβερνηθεί η χώρα; Και από ποιους; Θα μπορέσει να μπει σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;

Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απαιτείται κατ’ αρχήν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Σήμερα, δυο χρόνια μετά την υπογραφή του Μνημονίου, η πολιτική αντιπαράθεση είναι ακόμη δηλητηριασμένη από τη ρητορική του μίσους. Πρόκειται για δυστύχημα μεγάλων διαστάσεων.

Πρώτον, επειδή (σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Γιώργου Σιακαντάρη) «ό,τι παράγει το «αριστερό» μίσος το καταναλώνει η φασιστική δεξιά». Μόνο και μόνο για αυτό, οι ευθύνες του κ. Τσίπρα - και όσων άλλων στοιχημάτισαν μαζί του στην στρατηγική της έντασης – είναι τεράστιες.

Δεύτερον, επειδή ο παροξυσμός της μισαλλοδοξίας (με τις ρητορικές εξάρσεις για προδότες, υποτελείς, κλέφτες κτλ. πολιτικούς) συσκοτίζει τις πραγματικές αποτυχίες ενός τρόπου άσκησης της πολιτικής που μεσουράνησε επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, και αιχμαλωτίζει από τώρα τις πολιτικές ηγεσίες σε μετεκλογικά αδιέξοδα.

Τρίτον, επειδή όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής, η συντεταγμένη έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει την ήρεμη διερεύνηση των (λίγων) εναλλακτικών λύσεων που διαθέτουμε.

Για όλους αυτούς τους λόγους και μερικούς άλλους, η επικράτηση ενός ηρεμότερου κλίματος (περισυλλογής και αναζήτησης, όχι μόνο θυμού και αγανάκτησης) θα έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων.

Φυσικά δεν είναι. Ο κ. Σαμαράς έχει μεθύσει τόσο πολύ με την (ίσως λιγότερο κοντινή από όσο νομίζει) προοπτική να γίνει πρωθυπουργός, που δεν διστάζει να ποντάρει τα ρέστα του στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις – αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην οικονομία και στην κοινωνία. Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει ότι «η αυτοδυναμία είναι ντεμοντέ», όπως μια υπέρβαρη κυρία θα δήλωνε ότι «οι μίνι φούστες προσβάλλουν τα χρηστά ήθη», ξεχνώντας (;) ότι το κόμμα του αυτή την αυτοδυναμία - τόσο απρόσιτη πλέον - την είχε αναγορεύσει κάποτε σε αυτοσκοπό.

Η αναξιοπιστία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είναι το πρώτο μεγάλο εμπόδιο στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος της χώρας. Και η ΝΔ και το ΠαΣοΚ εμφανίζονται ως σωτήρες της χώρας και εγγυητές της ευρωπαϊκής της πορείας. Ποιος τους πιστεύει; Ποιος ξεχνά ότι και οι δύο μεγαλούργησαν στο μοντέλο πολιτικής που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας (διορισμοί, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, ανοχή στην παρανομία, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές – όλα με δανεικά); Νομίζω κανείς – ούτε καν οι όλο και λιγότεροι ψηφοφόροι τους.

Άλλωστε, τα πρόσφατα δείγματα γραφής και των δυο είναι θλιβερά: από το όργιο διορισμών υπαλλήλων από την εκλογική του περιφέρεια την τελευταία φορά που ο κ. Σαμαράς ήταν υπουργός, έως τον «εθνικά υπερήφανο» πλην όμως παιδαριώδη χειρισμό της τρόικας εκ μέρους του κ. Βενιζέλου άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ως υπουργού Οικονομικών πριν λίγους μήνες. Όλα αυτά δείχνουν ότι παρά τις συγγνώμες κατά βάθος δεν υπάρχει ούτε ίχνος μεταμέλειας στην ηγεσία των δύο αυτών κομμάτων. Ο αναστοχασμός για το τι πήγε στραβά είναι εντελώς ξένος με την πολιτική κουλτούρα και των δυο.

Εάν όμως μια εν λευκώ εντολή στη ΝΔ ή/και στο ΠαΣοΚ είναι η Σκύλλα που θα πρέπει να αποφύγουμε, εξ ίσου (αν όχι περισσότερο) επικίνδυνη θα ήταν η παράδοση της χώρας στην Χάρυβδη του μετώπου της δραχμής. Σε αυτό δηλαδή το συνονθύλευμα αγανακτισμένων πελατών του πελατειακού συστήματος, οπαδών της επαναστατικής ή φασιστικής βίας (ή, έστω, της βίας γενικώς), εκείνων που λένε ότι περιφρονούν τους πολιτικούς αλλά στην πραγματικότητα μισούν τη Δημοκρατία.

Αυτό το στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο κάβους– και μάλιστα σε φουρτουνιασμένα νερά - θα πρέπει σήμερα να κουμαντάρουν οι δυνάμεις της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής, δημοκρατικής Αριστεράς (στις οποίες ανήκω), που από το 2010 ανασυγκροτούνται στο κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (με το οποίο είμαι υποψήφιος). Οι δυνάμεις αυτές μπορούν και υπερηφανεύονται ότι έχουν τις λιγότερες ευθύνες από όλους για το σημερινό αδιέξοδο. Όχι μόνο επειδή δεν κυβέρνησαν ποτέ – αλλά επειδή δεν υπέθαλψαν τον ακραίο συντεχνιασμό, δεν έκλεισαν το μάτι στη βία και στην ανομία, δεν προσέβαλαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, δεν ανέβασαν το θερμόμετρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επειδή, σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης (αρχικά ως Ρήγας Φεραίος και ΚΚΕ εσωτερικού, για λίγο καιρό ως ΕΑΡ, στη συνέχεια ως ασφυκτιούσα μειοψηφία στον Συνασπισμό ή ως ανένταχτοι στον αστερισμό της κεντροαριστεράς), πολιτεύθηκαν με χαμηλούς τόνους, εκφράζοντας φρέσκιες ιδέες και διατυπώνοντας μεταρρυθμιστικές προτάσεις.

Παρ' ότι όμως εμείς φταίμε λιγότερο από όλους για τη σημερινή κρίση, δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση να παίξουμε το ρόλο του δικαστή ή του δημίου. Επειδή ως παράταξη έχουμε συναίσθηση πού καταλήγουν οι τυφλές συγκρούσεις. Και επειδή εκείνοι που τελικά χάνουν σε τέτοιες συνθήκες είναι εκείνοι που μας ενδιαφέρουν περισσότερο (οι πιο αδύναμοι). Για αυτό είμαστε αποφασισμένοι να προασπίσουμε την Δημοκρατία, την νομιμότητα και την κοινή λογική.

Μας ρωτάνε: «Και τι θα κάνει η ΔΗΜ.ΑΡ. στη Βουλή, όταν ο εντολοδόχος πρωθυπουργός ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης»; Δεν θα ήταν εύκολο για οποιοδήποτε κόμμα να δεσμευτεί εκ των προτέρων για τη στάση του σε διάφορα ενδεχόμενα – ούτε θα ήταν συνετό να το κάνει. Είναι λογικό όμως η κοινή γνώμη να θέλει να ξέρει πώς θα πολιτευθεί κάθε κόμμα που ζητά την υποστηριξή της.

Εντελώς ειλικρινά, η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν μπορεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στα δύο μεγάλα κόμματα, επειδή απλούστατα δεν τα εμπιστεύεται. Δεν πιστεύει ότι πολιτικές δυνάμεις προσκολλημένες σε έναν «βαλκανικό» τρόπο άσκησης πολιτικής του 19ου αιώνα είναι σήμερα σε θέση να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα. Δεν μας έχουν πείσει, ούτε εμάς ούτε τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης.

Όμως η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι η Αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Είναι αποφασισμένη να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της στην πολιτική σταθερότητα και στην αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν ενδιαφέρεται για κυβερνητικά πόστα. Ενδιαφέρεται όμως – και μάλιστα πολύ - να δώσει φωνή σε όσους σήμερα δεν έχουν, ελπίδα σε όσους την έχουν χάσει: στους φτωχούς, στους άνεργους, στους νέους.

Η συζήτηση για την μετεκλογική στάση της ΔΗΜ.ΑΡ. θα αρχίσει μετά τις εκλογές, και η κατάληξή της θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από το μέγεθος (και τη σύνθεση) της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Έχω περιγράψει αλλού έναν τρόπο να πετύχουμε αυτό που θέλουμε (δηλ. να εκπροσωπήσουμε τους πιο αδύναμους) χωρίς να αναγκαστούμε να κάνουμε κάτι που ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε (δηλ. να εμπιστευθούμε τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ). Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς μπορούν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα στήριξης των ασθενεστέρων που έχουμε προτείνει. Και στη συνέχεια, εάν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής – όχι εμπιστοσύνης - στη νέα κυβέρνηση.

Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Και μετά τις εκλογές, η Δημοκρατική Αριστερά θα είναι παρούσα σε όλες τις κρίσιμες μάχες μέσα και έξω από τη Βουλή: για να στηρίξει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για να αντιταχθεί στις προσπάθειες αναβίωσης της πελατειακής πολιτικής, για να υπερασπιστεί τους φτωχούς και τους ανέργους, για να δώσει προοπτική στις υγιέστερες δυνάμεις του τόπου. Για να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα. Για αυτό ζητά την υποστήριξη όλων των πολιτών που αγωνιούν για το πώς η οικονομία θα βγεί από την ύφεση, πώς η κοινωνία θα επουλώσει τις πληγές της, πώς η χώρα μας θα παραμείνει ευρωπαϊκή.

1 Μαΐου 2012

Το νέο κοινωνικό ζήτημα, το Μνημόνιο, και ο ρόλος της Δημοκρατικής Αριστεράς

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Τρίτη 1 Μαΐου 2012).


1. Το κοινωνικό κράτος θύμα της κρίσης;
 

Ένας από τους δημοφιλέστερους μύθους που πλανώνται στη δημόσια συζήτηση παρουσιάζει το κοινωνικό κράτος ως απλό θύμα της κρίσης. Η πραγματικότητα – όπως συχνά συμβαίνει – είναι κάπως πιο μπερδεμένη.
 

Παρά τη φιλολογία για «συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους διεθνούς», στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κοινωνική δαπάνη αυξήθηκε εν μέσω κρίσης, από 27% του ΑΕΠ το 2008 σε 30% το 2010. Βλέπετε, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος μπορεί να έχει διάφορα προβλήματα, αλλά τη βασική δουλειά του την κάνει καλά. Λειτουργεί με αυτοματισμούς: καθώς λόγω ανεργίας ή μείωσης μισθών τα εισοδήματα των ατόμων και των οικογενειών πέφτουν, τα κοινωνικά επιδόματα τα συμπληρώνουν (ιδίως τα χαμηλότερα). Τίθεται δηλ. σε λειτουργία ένα «κοινωνικό αμορτισέρ» που απορροφά εν μέρει τους κραδασμούς – ή, αν προτιμάτε, ένα δίχτυ ασφαλείας που επιτρέπει στα θύματα της κρίσης να πέσουν στα μαλακά (σχετικά πάντοτε).
 
Στην Ελλάδα, όπως δείχνουν οι πρωτοφανείς εικόνες ανέχειας και στέρησης που βλέπουμε με τα μάτια μας καθημερινά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε μπορούσε να συμβεί. Το σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν έκανε για μια τέτοια δουλειά: ήταν ανέτοιμο και ακατάλληλο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης. Έκανε βέβαια (και κάνει) άλλες δουλειές. Μπορεί να μην προστάτευε τους φτωχούς και τους άνεργους, αλλά υποστήριζε τις συντάξεις και την περίθαλψη εύπορων ομάδων με καλές διασυνδέσεις. Αναδιένεμε πόρους και δικαιώματα, αλλά από την ανάποδη: από τα χαμηλά εισοδήματα στα υψηλότερα.
Θα πω σε λίγο ποιο κατά τη γνώμη μου είναι το πρόβλημα. Πρώτα, όμως, να πω ποιο δεν είναι το πρόβλημα. Η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα έχει πάρα πολλές αδυναμίες, κάτι όμως από το οποίο σίγουρα δεν πάσχει είναι η έλλειψη πόρων. Η κοινωνική δαπάνη την τελευταία δεκαετία συνέκλινε προς τον Ευρωπαϊκό μ.ό. Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το 2009 (δηλ. τις παραμονές της σημερινής κρίσης) έφτασε το 29% του ΑΕΠ, στέλνοντας την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας όσον αφορά τη δαπάνη. Συνεπώς, ο λόγος που το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας δείχνει ανήμπορο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης δεν είναι ότι είναι «φτωχό». Κάθε άλλο.

 
Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα όσον αφορά τη δαπάνη για συντάξεις. Όχι μόνο αυτή είχε ήδη φτάσει στο 14% του ΑΕΠ (περίπου 2% πάνω από τον Ευρωπαϊκό μ.ό.) το 2009, αλλά προβλεπόταν τις επόμενες δεκαετίες να ανεβεί σε εξωφρενικά επίπεδα, της τάξης του 25% του ΑΕΠ. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η αντίστοιχη δαπάνη επίσης υπολογιζόταν ότι θα αυξηθεί, πλησιάζοντας το 15% του ΑΕΠ (όχι 25%), επικρατούσε προβληματισμός: μια αύξηση έστω κατά 1-2% του ΑΕΠ δεν είναι παίξε-γέλασε, από κάπου πρέπει να βρεθούν οι πρόσθετοι πόροι. Εδώ σε εμάς, επικρατούσε ο απόλυτος εφησυχασμός: για τους περισσότερους η ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει για να αποκατασταθεί η ισονομία των πολιτών και για να μην καταρρεύσει το σύστημα, ήταν μια ακόμη παράλογη απαίτηση των ξένων που θέλουν το κακό μας. Αλλά ο λαός δεν μάσησε: κατέβηκε στους δρόμους για να ματαιώσει τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση, που προέβλεπε (αν είναι δυνατόν!) ότι όλες οι συντάξεις θα υπολογίζονται με τον τρόπο που χρησιμοποιεί το ΙΚΑ, και τα κατάφερε.
 

Υπήρχε ένα πρόβλημα όμως. Η επόμενη 40ετία, όταν η χώρα μας θα έπρεπε να βρει πόρους της τάξης του ¼ του εθνικού εισοδήματος μόνο και μόνο για να πληρώνει συντάξεις (πράγμα απολύτως ανέφικτο αλλά και ανεπιθύμητο), δεν είναι απλώς η εποχή που τα παιδιά μου, και τα παιδιά πολλών άλλων, θα βγουν στη σύνταξη. Είναι επίσης η εποχή που θα λήξουν πολλά από τα κρατικά ομόλογα που εκδώσαμε για να δανειστούμε, ώστε να διατηρήσουμε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο για τον εαυτό μας. Αυτό δεν φαινόταν να μας ανησυχεί ιδιαίτερα. Ανησύχησε όμως, και πολύ μάλιστα, όσους μας δάνειζαν, ευελπιστώντας ότι κάποτε θα πάρουν πίσω τα χρήματα που μας δάνεισαν. Αυτή τη μικρή λεπτομέρεια δεν την είχαμε υπολογίσει. Την υπολόγισαν όμως οι επάρατες αγορές. Με αυτή την έννοια, το κοινωνικό κράτος συνέβαλε στην κρίση: ήταν και θύτης, όχι μόνο θύμα.

2. Το Μνημόνιο ισοπεδώνει το κοινωνικό κράτος;
 

Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε στο Μνημόνιο. Ένα από τα πρώτα μέτρα που μας επέβαλε η τρόικα ήταν η ασφαλιστική μεταρρύθμιση – κάτι δηλ. που έπρεπε να είχαμε εφαρμόσει μόνοι μας εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Ώστε να έχουμε ένα σύστημα συντάξεων πιο δίκαιο και πιο βιώσιμο (που είναι τελικά το ίδιο πράγμα, αφού τα θηριώδη ελλείμματα παραβιάζουν το κοινωνικό συμβόλαιο σε βάρος της γενιάς που δεν εκπροσωπείται, δηλ. σε βάρος της γενιάς των παιδιών μας).
 
Όμως, στον ασφαλιστικό νόμο του Ιουλίου 2010 παίχτηκε η πρώτη πράξη μιας φαρσοκωμωδίας, η οποία έκτοτε επαναλαμβάνεται συστηματικά. Εμφανιζόμενη ως ηρωικά μαχόμενη υπέρ των εθνικών συμφερόντων, παίζοντας δηλ. σκληρό κατενάτσιο εναντίον της τρόικας, η τότε κυβέρνηση έδωσε (και δυστυχώς κέρδισε!) μια σειρά από μάχες – όλες υπέρ των συνήθων υπόπτων: μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί, εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, δημοσιογράφοι, υπάλληλοι της ΤτΕ, βουλευτές, κληρικοί, ένστολοι κτλ. κτλ. – όλες δηλ. οι «ευπαθείς» ομάδες - κατάφεραν τελικά να μείνουν εκτός νέου ασφαλιστικού.

 
Ακόμη δηλ. και τη στιγμή που γινόταν φανερό ότι το μεταπολιτευτικό μοντέλο (αυτό το μοντέλο της πολιτικής που παράγει ελλείμματα εξυπηρετώντας πελάτες) είχε πλέον φάει τα ψωμιά του, φέρνοντάς μας όλους στο χείλος του γκρεμού, η κυβέρνηση – αλλά εδώ που τα λέμε και η αντιπολίτευση, και τα συνδικάτα, και τα κανάλια κτλ. κτλ. – συνέχιζαν το ίδιο βιολί. Το μόνο, άλλωστε, βιολί που ξέρουν.

 
Σήμερα, δύο σχεδόν χρόνια μετά, που τα πράγματα έχουν χειροτερέψει και άλλο, βλέπουμε πού οδηγεί η προσκόλληση στο λαϊκισμό και στο πελατειακό σύστημα. Τα βάρη της κρίσης κατανέμονται άδικα. Η αναπόφευκτη λιτότητα πλήττει περισσότερο όσους έχουν λιγότερη ισχύ: τους φτωχούς, τους ανέργους, τους νέους.

 
Λιγότεροι από χίλιοι μακροχρόνια άνεργοι θα πάρουν το σχετικό επίδομα αξίας €200 επί 12 μήνες. Οι υπόλοιποι (560+ χιλιάδες) δεν έχουν να περιμένουν απολύτως τίποτε από το κράτος. Ένα στα 4 παιδιά ζει σε συνθήκες σχετικής φτώχειας. Τα μισά περίπου θα πάρουν ένα επίδομα €8 ή €25 το μήνα, τα άλλα μισά απολύτως τίποτε. Δεν έχουμε ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (23 χώρες της ΕΕ έχουν σε εθνικό επίπεδο, οι άλλες 2 σε τοπικό), και έτσι δεν υπάρχει τίποτε που να εμποδίζει τα θύματα της κρίσης όταν είναι πολύ άτυχα να πέσουν στην πιο απόλυτη φτώχεια.

 
Την ίδια στιγμή βέβαια βρίσκουμε €605 εκατομμύρια το χρόνο ώστε να συνεχίσουν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ να συνταξιοδοτούνται σε νεώτερη ηλικία από ό,τι π.χ. ένας 48χρονος πανεπιστημιακός (και με καλύτερη σύνταξη από ό,τι ο μισθός του). Ας είναι καλά ο κ. Βενιζέλος που φρόντισε το θέμα τους. Και ας είναι καλά ο κ. Λοβέρδος που τους άφησε εκτός ασφαλιστικού της τρόικας.

3. Πώς θα απαλλαγούμε από το Μνημόνιο;
 

Ήταν όλα αυτά αναπόφευκτα; Και: μπορεί να γίνει κάτι σήμερα;
 

Όχι, δεν ήταν αναπόφευκτα. Και ναι, μπορεί να γίνει κάτι σήμερα.
 

Δεν ήταν αναπόφευκτα, επειδή κανείς δεν μας εμπόδισε το Μάιο του 2010 (ούτε τώρα μας εμποδίζει) να εφαρμόσουμε αντί για το επάρατο Μνημόνιο ένα δικό μας πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, το οποίο να μειώνει τα ελλείμματα όσο και το Μνημόνιο, αλλά με δικαιότερο τρόπο. Δεν το κάναμε επειδή δεν μπορέσαμε, δηλ. επειδή δεν θελήσαμε. Ποιος, αλήθεια, μας εμπόδισε να μειώσουμε τη φοροδιαφυγή, αντί να βάζουμε νέους φόρους που βαθαίνουν την ύφεση; Ποιος μας εμπόδισε να περιορίσουμε τα έξοδα μισθοδοσίας στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ εφαρμόζοντας την εφεδρεία από τους αργόμισθους, από όσους αποδεδειγμένα εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς, από όσους καλύπτουν άχρηστες θέσεις, από όσους προσελήφθησαν εκτός ΑΣΕΠ κ.ο.κ.; Η τρόικα πάντως όχι.
 
Ο λόγος που οι περικοπές είναι οριζόντιες, και αγριότερες από όσο ήταν αναγκαίο, δεν είναι «η αναλγησία της τρόικας». Είναι η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να εξυγιάνει τη δημόσια διοίκηση, την οικονομία (και, φυσικά, την πολιτική), μέσω δραστικών και δίκαιων μεταρρυθμίσεων. Αυτό, άλλωστε, είναι και το πραγματικό δίλημμα των εκλογών της 6ης Μαΐου: όχι αντιμνημονιακοί εναντίον μνημονιακών, αλλά μεταρρυθμιστές εναντίον αντι-μεταρρυθμιστών.

 
Θα μου πείτε: «δηλ. καλό είναι το Μνημόνιο;». Όχι, καλό δεν είναι (όλο). Κρίσιμες πλευρές του διαπνέονται από μια υπερ-φιλελεύθερη αντίληψη που δύσκολα θα αποδώσει. Για παράδειγμα, η στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι μια εύλογη απάντηση στο πώς θα ανακτήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας επιλέγοντας να μην χρεωκοπήσουμε ατάκτως (και ευτυχώς), χωρίς δηλ. να επιστρέψουμε στη δραχμή. Η λογική της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι απλή. Εάν οι μισθοί πέσουν κατά χ%, και οι τιμές επίσης κατά χ%, τότε οι εργαζόμενοι δεν θα υποστούν (σημαντική) μείωση του εισοδήματός τους σε πραγματικούς όρους, τα ελληνικά προϊόντα θα συμφέρουν περισσότερο, οι εξαγωγές θα αυξηθούν, η ανεργία θα μειωθεί, η φορολογική βάση θα διευρυνθεί κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, και το έλλειμμα του προϋπολογισμού και το εξωτερικό έλλειμμα θα μειωθούν ταυτόχρονα. Υπό έναν κρίσιμο όρο όμως: ότι οι τιμές θα πέσουν όσο και οι μισθοί. Αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα, και μπορεί να μην συμβεί ποτέ. Ο λόγος είναι ότι πολλοί εργοδότες είναι μυωπικοί και προσκολλημένοι στο πατροπαράδοτο μοντέλο της «επιχειρηματικότητας της αρπαχτής». Σε τέτοιες συνθήκες, η «εσωτερική υποτίμηση» δεν αποδίδει. Η μόνη συνέπεια της μείωσης των μισθών είναι η μεταβολή του συσχετισμού ισχύος σε βάρος των εργαζομένων. Αυτό είναι κακό για τους ίδιους, είναι κακό για την κοινωνία (αφού οι ανισότητες υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή), ενώ είναι κακό και για την οικονομία (αφού με εξαθλιωμένους εργαζόμενους δεν υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη).

 
Επί πλέον, διαβάζουμε ότι το Μνημόνιο ΙΙ προβλέπει δραστική μείωση της δημόσιας δαπάνης σε 41% του ΑΕΠ (από 50%) προς το τέλος αυτής της δεκαετίας. Θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε τη στάθμη των δημοσίων υπηρεσιών παρά μια τέτοια μείωση; Ίσως ναι. Εάν όμως δεν τα καταφέρουμε, αυτό θα ήταν μια ήττα για όσους (όπως π.χ. ο γράφων) προτιμούν να ζουν σε μια χώρα με ισχυρό και αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας, με δημόσια νοσοκομεία και δημόσια σχολεία υψηλής ποιότητας, με δημόσιους σιδηροδρόμους (που όμως να μην χρειάζονται επιδότηση 1 εκατομμυρίου ευρώ την ημέρα) κ.ο.κ.

 
Όλα αυτά δεν φροντίσαμε να τα φτιάξουμε την εποχή των παχιών αγελάδων (τότε που δεν υπήρχε τρόικα). Και τώρα, την εποχή των ισχνών αγελάδων, κινδυνεύουμε να μην τα αποκτήσουμε ποτέ. Όχι όμως επειδή δεν θα μας αφήσει η τρόικα. Καμιά τρόικα δεν εμποδίζει π.χ. τη Δανία, που όλα αυτά τα έχει ήδη, να τα χρηματοδοτεί με 58% του ΑΕΠ. Και αυτό επειδή πριν την κρίση ο κρατικός προϋπολογισμός της είχε για αρκετά χρόνια πλεόνασμα από 3% έως 5% (όχι έλλειμμα 15%, όπως ο δικός μας). Και το δημόσιο χρέος της είναι τώρα 27% του ΑΕΠ (όχι 160% όπως το δικό μας).

 
Θέλω να πω ότι όσες ευρωπαϊκές χώρες καταφέρνουν να χρηματοδοτούν όλα αυτά τα ωραία πράγματα (σχολεία, νοσοκομεία, τραίνα κτλ.) από φόρους, και όχι με δανεισμό, δεν εκτίθενται στα καπρίτσια των αγορών και δεν έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους να τους λέει τι μέτρα πρέπει να πάρουν. Αντίθετα: οι διεθνείς οργανισμοί τους δίνουν εύσημα. Από την άλλη, εμείς κινδυνεύουμε να γίνουμε Μπανανία: μια χώρα το Κοινοβούλιο της οποίας απλώς εγκρίνει τα μέτρα που κάποιοι άλλοι αποφάσισαν κάπου αλλού.

 
Πώς όμως θα πάψουμε να είμαστε Μπανανία; Μήπως με τη θλιβερή επίδειξη πληγωμένου εθνικού εγωισμού, όπως κάνουν ο κ. Καμμένος με τον κ. Τσίπρα (και, εδώ που τα λέμε, έκαναν μέχρι πριν λίγους μήνες ο κ. Σαμαράς με τον κ. Βενιζέλο); Όχι βέβαια. Ο μοναδικός λόγος που σήμερα έχουμε χάσει ένα τμήμα της εθνικής μας ανεξαρτησίας είναι ότι βρεθήκαμε υπερχρεωμένοι και ελλειμματικοί. Άρα δεν πρόκειται να την επανακτήσουμε εάν πρώτα δεν μειώσουμε ριζικά τα ελλείμματα, με δραστικές και δίκαιες μεταρρυθμίσεις για την εξυγίανση του κράτους και της οικονομίας. Η μείωση των ελλειμμάτων είναι η μόνη αληθινά πατριωτική πολιτική σήμερα (και η μόνη αληθινά αριστερή επίσης).

4. Τι να κάνουμε;
 

Αυτό με φέρνει στο τελευταίο ερώτημα: τι μπορεί να γίνει σήμερα;
 

Πολλά μπορούν να γίνουν. Κάποια τα ανέφερα ήδη. Επιγραμματικά, θα έλεγα ότι οι προτεραιότητες είναι οι εξής.
 

Σε ό,τι αφορά την κοινωνική πολιτική:
·       Ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Επίδομα ανεργίας σε μη ανταποδοτική βάση για όλους τους ανέργους με αποδεδειγμένα χαμηλό εισόδημα. Ενιαίο επίδομα παιδιού για όλες τις οικογένειες με παιδιά, ιδίως τις φτωχότερες. Επίδομα κατοικίας για όλους τους ενοικιαστές χαμηλού εισοδήματος. Ενιαίο επίδομα αναπηρίας. Σχολικά γεύματα στα δημόσια σχολεία, ιδίως για τους φτωχότερους μαθητές. Προσεκτικός σχεδιασμός και πειραματική εφαρμογή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας.
·       Ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών. Αναδιοργάνωση του δικτύου βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών σε κάθε δήμο της χώρας, ώστε να είναι διαθέσιμοι σε όλες τις οικογένειες που τους χρειάζονται. Αναβάθμιση των δομών προστασίας ηλικιωμένων και ατόμων με αναπηρίες. Συστηματική υποστήριξη του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι».
·       Ολοκλήρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Πλήρης ενοποίηση του συστήματος συντάξεων μέσω της άμεσης ένταξης στο καθεστώς του Ν3863/2010 όλων των κατηγοριών ασφαλισμένων, με τους ίδιους ακριβώς όρους χωρίς καμμία εξαίρεση. Αναμόρφωση σε ανταποδοτική βάση των επικουρικών συντάξεων και του εφάπαξ. Το σύνολο της κρατικής χρηματοδότησης στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης (από το 2015). Σταδιακή κατάργηση μέχρι τότε όλων των ενισχύσεων (κρατικών επιχορηγήσεων και κοινωνικών πόρων) στα ταμεία.
 

Σε ό,τι αφορά την ευρύτερη δημόσια πολιτική:
·       Αποκατάσταση της νομιμότητας παντού – αρχίζοντας από την ασυδοσία των ισχυροτέρων.
·       Δίκαιη κατανομή των βαρών και προστασία των πιο αδύναμων από τα θύματα της κρίσης.
·       Μηδενική ανοχή στην φοροδιαφυγή και στη φοροκλοπή.
·       Δραστικός περιορισμός του κόστους της πολιτικής.
·       Αναμόρφωση των δημόσιων υπηρεσιών με διαφάνεια, λογοδοσία και αξιοκρατία.
·       Προετοιμασία της ανάπτυξης με σταθερούς και δίκαιους κανόνες.
·       Για μια οικονομία που ανταμείβει την υγιή επιχειρηματικότητα, επενδύει στους εργαζόμενους και σέβεται το περιβάλλον.
·       Σε μια κοινωνία αλληλεγγύης και ευθύνης, όπου οι κανόνες της κοινής συμβίωσης γίνονται σεβαστοί από όλους.
 

Είμαι πεισμένος ότι τα παραπάνω είναι στο χέρι μας. Αρκεί να πάψουμε να κυνηγάμε φαντάσματα. Αρκεί να το πάρουμε απόφαση ότι πρέπει να νοικοκυρέψουμε το σπίτι μας – όχι επειδή μας το λέει η τρόικα, αλλά για να μπορέσουν τα παιδιά μας να ζήσουν σε μια χώρα προκοπής και δημιουργίας, με περισσότερες ευκαιρίες και λιγότερες ανισότητες, μια χώρα όπου θα θέλουν να μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά.
 

Έχουμε αργήσει απελπιστικά πολύ. Αλλά ας κινηθούμε προς τα εκεί, έστω και τώρα. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια καλή αρχή.

19 Απριλίου 2012

Οι εκλογές της επόμενης μέρας

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 19 Απριλίου 2012).

Πόσοι αναγνώστες της Athens Voice παρακολουθούν την προεκλογική εκστρατεία με κομμένη την ανάσα; Φαντάζομαι ελάχιστοι. Ακόμη και εγώ (που σε αυτές τις εκλογές υποδύομαι τον υποψήφιο βουλευτή) ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να δείξω πολύ ενδιαφέρον για τις μανούβρες του Α ή του Β κόμματος, ή για τις δηλώσεις του Χ ή του Υ πολιτικού.
Δεν αμφιβάλλω ότι οι εκλογές της 6ης Μαΐου θα είναι κρίσιμες και το αποτέλεσμά τους καθοριστικό. Αυτό όμως που κυρίως με απασχολεί είναι τι θα γίνει στις 7 Μαΐου. Θα μπορέσει να μπει η χώρα μας σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;
Οι δημοσκοπήσεις είναι αντιφατικές μεταξύ τους (και, ίσως, αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας). Συμπίπτουν όμως όλες στο ότι κανένα κόμμα δεν πρόκειται να εξασφαλίσει – ούτε καν να πλησιάσει – την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Παρότι το εκλογικό σύστημα είναι φτιαγμένο για να μετατρέπει αδύναμες εκλογικές μειοψηφίες σε ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Συνεπώς, την επομένη των εκλογών όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα δίλημμα. Ή θα στηρίξουν μια κυβέρνηση συνεργασίας, ή θα οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογές.
Η πρώτη επιλογή φαίνεται ότι υποστηρίζεται από τα δύο τρίτα της κοινής γνώμης, αν και δεν έχει πολλούς (φανερούς) θιασώτες μεταξύ των πολιτικών. Η δεύτερη επιλογή είναι εκείνη που προτιμά η ΝΔ, ίσως και άλλοι.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσω – ή μήπως χρειάζεται; - γιατί η δεύτερη επιλογή θα ήταν καταστροφική. Παρά τη δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο ΙΙ, δεν έχουμε ακόμη αποφύγει τη χρεοκοπία. Η διεθνής βοήθεια μας προσφέρει χρήμα και χρόνο (έναντι φυσικά οδυνηρών ανταλλαγμάτων) για να νοικοκυρέψουμε το κράτος και την οικονομία. Εάν σπαταλήσουμε το χρόνο (και το χρήμα) προκειμένου να γίνει ο κ. Σαμαράς πρωθυπουργός, τότε εκείνος μεν θα βρεθεί να κυβερνά μια διαλυμένη χώρα, εμείς δε οι υπόλοιποι να ζούμε σε αυτή.
Συνεπώς, εάν δεχθούμε ότι η ακυβερνησία θα ήταν καταστροφική (και κανείς δεν έχει καν προσπαθήσει να μας πείσει για το αντίθετο), κάποια κυβέρνηση συνεργασίας είναι απαραίτητη. Το θέμα είναι ποια κυβέρνηση, με ποιον επικεφαλής, και κυρίως με ποιο πρόγραμμα.
Η απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αποτέλεσμα των εκλογών. Το πρόγραμμα όμως της επόμενης κυβέρνησης μπορεί να συζητείται από σήμερα. Ή μάλλον, θα έπρεπε να είναι το βασικό θέμα συζήτησης αυτής της προεκλογικής περιόδου.
Δεν είναι, επειδή οι πολιτικοί μας σκέφτονται ακόμη με τα μυαλά της προηγούμενης φάσης: «εκλογές = κενές υποσχέσεις + θεαματικές κινήσεις + απαξίωση του αντιπάλου». Όσο για τα πραγματικά προβλήματα των πραγματικών ανθρώπων: «ε, ας εκλεγούμε πρώτα ... μετά όλο και κάτι θα σκεφτούμε».
Τι σκέφτομαι εγώ; Η Δημοκρατική Αριστερά (το κόμμα στο οποίο ανήκω) είναι η αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Ούτε όμως μπορεί να παίζει το ρόλο του αφελούς συνυπεύθυνου για πολιτικές επιλογές άλλων. Ούτε επείγεται για κυβερνητικά πόστα: δεν είναι σαν κάποια κόμματα που λειτουργούν ως γραφεία ευρέσεως εργασίας για τα στελέχη τους.
Τι απομένει; Ένας μόνος δρόμος, νομίζω. Η Δημοκρατική Αριστερά έχει καταθέσει μια σειρά από «ισοδύναμα»: μέτρα που μειώνουν το έλλειμμα όσο και τα μέτρα της τρόικας, αλλά με κοινωνικά δικαιότερο τρόπο. Επίσης, έχει επεξεργαστεί συγκεκριμένες προτάσεις για την προστασία των πιο αδύναμων από τα θύματα της κρίσης, μέσω της ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς θα πρέπει λοιπόν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα αυτά. Και, εάν αυτό γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής στη νέα κυβέρνηση.

4 Μαρτίου 2012

Αριστεροί, ευρωπαϊστές, μεταρρυθμιστές: β' μέρος

Συνέχεια της συζήτησης που άνοιξε με το άρθρο του Σωτήρη Βαλντέν (βλ. παρακάτω). Όλα τα κείμενα συγκεντρώθηκαν σε αφιέρωμα με τίτλο «Οικονομική κρίση και αριστερά». Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Κυριακή 4 Μαρτίου 2012).

Είχα αποφασίσει να μην επανέλθω: αφενός το έχουμε κουράσει, αφετέρου ο Σωτήρης Βαλντέν που άνοιξε αυτή τη συζήτηση έχει το δικαίωμα να πει την τελευταία λέξη (προς το παρόν τουλάχιστον).

Μου έκανε όμως εντύπωση μια φράση του Δημήτρη Γιατζόγλου που «ερμηνεύει» τη δική μου άποψη (κάνοντάς την φυσικά αγνώριστη).

Λέει ο ΔΓ: "Αναγκαστικά λοιπόν οι «αριστεροί, ευρωπαϊστές, μεταρρυθμιστές» είναι υποχρεωμένοι να το αποδεχτούν [το Μνημόνιο] (και να το στηρίξουν;)"

Όχι αγαπητέ Δημήτρη: καθόλου υποχρεωμένοι δεν είναι οι «αριστεροί, ευρωπαϊστές, μεταρρυθμιστές» να στηρίξουν το Μνημόνιο.

Είναι όμως υποχρεωμένοι να μπουν στη συζήτηση για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Έτσι ώστε να μην χρειαζόμαστε Μνημόνιο. Ποτέ πια. Διαφορετικά τι σόι μεταρρυθμιστές είναι;

Δεν θέλουν να μπουν στη συζήτηση αυτή, προτιμώντας να περιμένουν να αλλάξουν οι συσχετισμοί στην Ευρώπη, να ωριμάσουν οι συνθήκες, να συμβεί πρώτα κάτι άλλο (και τι ακριβώς); ΟΚ αλλά ας το πουν ανοιχτά.

Εν τω μεταξύ, κάποιοι από εμάς αντιλαμβάνονται τον αριστερό μεταρρυθμισμό κάπως διαφορετικά. Για αυτό επιλέγουν να παρεμβαίνουν με συγκεκριμένες (αριστερές και μεταρρυθμιστικές) προτάσεις στα συγκεκριμένα προβλήματα που τίθενται. Τώρα, όχι όταν έρθει η Δευτέρα Παρουσία.

Εγώ π.χ. με τις λιγοστές μου δυνάμεις αυτό προσπαθώ να κάνω εδώ και αρκετά χρόνια στα θέματα της κοινωνικής πολιτικής - ανέκαθεν προνομιακό πεδίο του αριστερού ρεφορμισμού. Και θα προτιμούσα αντί κανείς να με αποκαλεί «πρόθυμο», να μου έκανε ανελέητη κριτική στις συγκεκριμένες προτάσεις που έχω κάνει για το ασφαλιστικό, για τον κατώτατο μισθό, για το δίχτυ προστασίας.

Σε τελευταία ανάλυση, ας κάνει ο καθένας μας αυτό που νομίζει σωστό. Χωρίς όμως σταλινικής έμπνευσης δίκη προθέσεων, και χωρίς φρασεολογία αντάξια ενός Τσίπρα και ενός Καμμένου. Δεν τιμά κανέναν.

3 Μαρτίου 2012

Αριστεροί, ευρωπαϊστές, μεταρρυθμιστές

Ένα σύντομο σχόλιο στο άρθρο του Σωτήρη Βαλντέν «Η άλλη Ευρώπη ενεργοποιείται» (ηλεκτρονικό περιοδικό «Μεταρρύθμιση»). Δημοσιεύτηκε στο ίδιο περιοδικό (Σάββατο 3 Μαρτίου 2012)

Ως γνωστόν, στο χώρο της δημοκρατικής αριστεράς έχουμε ακόμη απομείνει αρκετοί που και αριστεροί ευρωπαϊστές είμαστε και την αναγκαιότητα κάποιου είδους Μνημονίου αναγνωρίζουμε.

Επειδή θεωρούμε ότι μια οργανωμένη κοινωνία χρειάζεται ένα οργανωμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση. Και επειδή φοβόμαστε ότι, ελλείψει τέτοιου σχεδίου, τα πρώτα θύματα μιας άτακτης υποχώρησης είναι τα αδύναμα στρώματα που θέλουμε να εκπροσωπούμε. Πώς αλλιώς θα γίνει συντεταγμένα και δίκαια η μείωση των ελλειμμάτων, η αναδιοργάνωση του κράτους και η προετοιμασία μιας καλύτερης (υγιούς, ακριβής, βιώσιμης) ανάπτυξης;

Κάπως έτσι εννοούμε τον αριστερό μεταρρυθμισμό. Ίσως κάνουμε λάθος. Εάν υπάρχει εναλλακτικός ορισμός, θα χαρώ να τον ακούσω.

Τα συγκεκριμένα Μνημόνια (της τρόικας) δεν είναι του γούστου μας. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν έχουμε δει κανένα άλλο. Ούτε είδαμε μεγάλη ανταπόκριση των κομμάτων - συμπεριλαμβανομένης και της ΔΗΜΑΡ! - στην προτροπή (και στις συγκεκριμένες προτάσεις) μας να εκπονηθεί ένα τέτοιο άλλο Μνημόνιο από εμάς. Ώστε να βοηθήσουμε να παραμείνει η Ελλάδα μια ευρωπαϊκού τύπου κοινοβουλευτική δημοκρατία (δηλ. να μην γίνουμε μπανανία).

Βάσει των παραπάνω, θα ήθελα να διαβεβαιώσω τον αγαπητό Σωτήρη Βαλντέν ότι εμάς τους αριστερούς ευρωπαϊστές μεταρρυθμιστές μας ενθουσιάζει και μας παραενθουσιάζει το ότι αρκετοί στην Ευρώπη ενεργοποιούνται υπέρ μιας πιο αλληλέγγυας στάσης προς στην Ελλάδα. Ακριβώς για αυτό, αγωνιζόμαστε για να μην επιβεβαιώνονται τα ανθελληνικά στερεότυπα των αντιπάλων τους: ότι δηλ. στην Ελλάδα τα κόμματα δημαγωγούν, ότι δεν ενδιαφέρονται για το συμμάζεμα της χώρας τους, ότι ψάχνουν πώς θα βρουν και άλλα λεφτά για την "ανάπτυξη" (για να τα αξιοποιήσουν όπως ακριβώς αξιοποίησαν τα ΟΜΠ, Α ΚΠΣ, Β ΚΠΣ, Γ ΚΠΣ, ΕΣΠΑ κ.ο.κ.), έτσι ώστε να αναβάλλουν μια ακόμη φορά όλα αυτά που ακόμη και οι ίδιοι ξέρουν ότι πρέπει να γίνουν.

Για αυτό εξ άλλου έχουμε στρέψει την προσοχή μας στην αντιμετώπιση των εγχώριων παθογενειών. Όχι βέβαια επειδή παραγνωρίζουμε τη σημασία θετικών μεταβολών στην Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Αλλά επειδή νομίζουμε ότι έτσι είμαστε πιο χρήσιμοι στη χώρα.

Προφανώς μπορεί να κάνουμε λάθος - και ο Σωτήρης Βαλντέν δικαιούται απολύτως να το νομίζει. Αλλά σε τι ακριβώς συμβάλλει η ανάγκη του να εκφράζει τη διαφωνία του αυτή με χαρακτηρισμούς τύπου "συμμαχία των προθύμων";

Συμβάλλει στον διάλογο μεταξύ των αριστερών ευρωπαϊστών; Ειλικρινά δεν βλέπω πώς αυτός εξυπηρετείται με συκοφαντίες. Στο κάτω-κάτω τη γνώμη μας λέμε, δεν είμαστε πράκτορες της τρόικας. (Ενημερώνω όσους ψάχνουν για τον κατάλληλο τριτοδιεθνιστικό όρο ότι αυτός είναι "χρήσιμοι ηλίθιοι".)

Εάν αντίθετα σε κάτι φαίνεται να συμβάλλει η καταγγελία του αριστερού μεταρρυθμισμού (και των εκπροσώπων του ως "προθύμων μνημονιακών") – ανεξαρτήτως ελπίζω των προθέσεων του Σωτήρη Βαλντέν – είναι η επαναπροσέγγιση σε "αντιμνημονιακή" βάση μέρους της ΔΗΜΑΡ και μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί ίσως με κάποιους που στέκονται αναποφάσιστοι στον ενδιάμεσο χώρο.

Προσωπικά δεν έχω αντίρρηση: περί ορέξεως κολοκυθόπιττες. Ο προφανής κίνδυνος για όσους έχουν τέτοια όρεξη είναι ότι οποιαδήποτε συμμαχία σε "αντιμνημονιακή" βάση εύκολα "καπελώνεται" από τους αντιπάλους των μεταρρυθμίσεων – όλων των μεταρρυθμίσεων. Οι οποίοι δεν διστάζουν καθόλου να σταματήσουν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση δεν τους αρέσει (δηλ. όλες τις μεταρρυθμίσεις) με οποιοδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανομένης της βίας.

(Παρεμπιπτόντως: Κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύει η συλλογή υπογραφών κάτω από το κείμενο "Για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας", την ίδια στιγμοί που οι μισοί από τους υπογράφοντες εργάζονταν - ή απλώς επέχαιραν - για τη βίαιη ακύρωση των εκλογών συμβουλίων διοίκησης στα πανεπιστήμια; Αυτή βέβαια είναι μια άλλη συζήτηση - εκτός και αν είναι η ίδια συζήτηση.)

Για να ανακεφαλαιώσω. Στο χώρο της δημοκρατικής αριστεράς δεν υπάρχουν ούτε "πρόθυμοι" ούτε πράκτορες της τρόικας (σε έμμισθη ή εθελοντική βάση). Υπάρχουν μόνο αριστεροί ευρωπαϊστές μεταρρυθμιστές.

Μέχρι τώρα νόμιζα ότι ο μόνος τρόπος για να είναι κανείς αριστερός ευρωπαϊστής είναι να είναι ταυτόχρονα και μεταρρυθμιστής. Διαφωνεί ο αγαπητός Σωτήρης Βαλντέν; Εάν όχι, τότε ας πει κάτι μεταρρυθμιστικό - ή τουλάχιστον ας επιτρέψει σε εμάς να το κάνουμε. Εάν ναι, εάν δηλ. πιστεύει ότι η λυσσαλέα αντίδραση σε κάθε μεταρρύθμιση, στην ανάγκη και με τη βία, χωράει στον αριστερό ευρωπαϊσμό, τότε – με όλο τον σεβασμό - φοβάμαι ότι μιλάμε για εντελώς διαφορετικά πράγματα.

12 Φεβρουαρίου 2012

Η ευθύνη της "αριστεράς της ευθύνης"

Η Δημοκρατική Αριστερά στην αποψινή ψηφοφορία θα καταψηφίσει τη δανειακή σύμβαση, όπως καταψήφισε το μεσοπρόθεσμο και το μνημόνιο. Μάλιστα, με δήλωση του προέδρου της, ακόμη και εάν η έγκριση της δανειακής σύμβασης εξαρτηθεί από τις ψήφους των βουλευτών της ΔΗΜΑΡ, το κόμμα θα πάρει την ευθύνη της απόρριψής της. Όπως όλοι ξέρουμε, εάν όντως συμβεί κάτι τέτοιο, η χώρα μας δεν θα γυρίσει ακριβώς στη νεολιθική εποχή, αλλά θα έχει κάνει μια καλή αρχή.

Επειδή παραμένω μέλος της ΔΗΜΑΡ, νοιώθω την ανάγκη να πω τα εξής.

Εάν απόψε η δανειακή σύμβαση εγκριθεί, θα αισθανθώ ανακούφιση. Το νέο μνημόνιο δεν με ενθουσιάζει. Αλλά θα μας δώσει λίγο ακόμη χρόνο (και λίγο ακόμη χρήμα) μήπως πετύχουμε όλα όσα δεν καταφέραμε μέχρι τώρα. Να μάθουμε να ζούμε μέσα στο όριο των δυνατοτήτων μας (αφού έτσι κι αλλοιώς εκτός από την τρόικα δεν μας δανείζει κανείς). Μοιράζοντας τις αναπόφευκτες θυσίες δίκαια (αρχίζοντας από τους ευνοημένους της προηγούμενης περιόδου). Δίνοντας προοπτική στους νέους ανθρώπους. Προστατεύοντας τους φτωχούς και τους αδύναμους. Κάνοντας αυτό που μας αναλογεί για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα με λιγότερη διαφθορά, λιγότερη ασυδοσία, λιγότερη βία.

Προς τιμήν της η ΔΗΜΑΡ μίλησε εγκαίρως για "ισοδύναμα" - δηλ. για μέτρα που μειώνουν τα ελλείμματα όσο αυτά που προτείνει η τρόικα, αλλά δικαιότερα. Μόνο που έκτοτε δεν υιοθέτισε ούτε ένα από όσα τέτοια μέτρα πρότειναν πολλοί από εμάς. Εν τω μεταξύ, σήμερα πλέον για "ισοδύναμα" μιλούν όλοι, από τον Καρατζαφέρη και το Σαμαρά έως τον Βενιζέλο και τον Παπανδρέου.

Ωραία λοιπόν: ας μιλήσουμε για ισοδύναμα. Ποιος φταίει που ακόμη και τώρα, ένα βήμα πριν την καταστροφή, υπουργοί και βουλευτές διορίζουν ψηφοφόρους τους και εξυπηρετούν πελάτες τους; Ποιος φταίει που παρά τις περικοπές οι δαπάνες μισθοδοσίας του κράτους δεν μειώνονται; Ποιος φταίει που οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται, ή αν γίνονται δεν εφαρμόζονται; Ποιος φταίει που η φοροδιαφυγή οργιάζει; Ποιος φταίει που χρήματα για επιδόματα ανεργίας δεν βρίσκουμε, αλλά 605 εκατ. ετησίως για τη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ ναι. Ποιος φταίει που γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί και δημοσιογράφοι εξαιρούνται από το νέο ασφαλιστικό; Ποιος φταίει που τα επικουρικά ταμεία με 3%+3% εισφορά δίνουν σύνταξη 45% του μισθού (και μετά ζητάνε επιχορήγηση);

Όχι πάντως η τρόικα: όλα αυτά μας τα πρότεινε από την αρχή. Τα απορρίψαμε εμείς - δηλ. τα κόμματα που ψηφίζουμε, τα συνδικάτα που φτιάξαμε, οι συντεχνίες που ανεχθήκαμε, τα κανάλια που βλέπουμε. Και τώρα μας φταίνε πάλι οι ξένοι.

Τι θα γίνει εάν απόψε η δανειακή σύμβαση απορριφθεί; Κάποιοι θα τρίβουν τα χέρια τους. Θα αγοράσουν τη χώρα στις εκπτώσεις, με μαύρα χρήματα που πρόλαβαν να βγάλουν στο εξωτερικό. Θα κάνουν μπίζνες με το ίδιο πολιτικό προσωπικό, πάνω στα ερείπια. Κάποιοι άλλοι θα σηκώσουν τις σημαίες τους (κόκκινες ή μαύρες) και θα ξαναπροβάρουν τη φαντασίωση της εξέγερσης. Όλοι οι υπόλοιποι - και είμαστε πολύ περισσότεροι - θα δυστυχήσουμε.

Και σε αυτό η "αριστερά της ευθύνης" θα είναι συνυπεύθυνη.

Όχι στο όνομά μου.

16 Ιανουαρίου 2012

Τα διλήμματα της οικονομίας και της πολιτικής

Ομιλία σε εκδήλωση της οργάνωσης Νέου Κόσμου – Κουκακίου της Δημοκρατικής Αριστεράς (Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012)

Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες (κάτω από τις Άλπεις) έχουν προβλήματα (μερικές σοβαρά). Καμμιά χώρα όμως δεν έχει τα δικά μας προβλήματα: μεγάλο χρέος (το μεγαλύτερο στην ΕΕ), μεγάλα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού (10% του ΑΕΠ, μετά από οδυνηρή λιτότητα δύο ετών), και ταυτόχρονα μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών (εμπορικό + υπηρεσιών). Τα ελλείμματα αλληλοσυνδέονται: η πλαστή ευημερία (με δανεικά) δεν επιβάρυνε μόνο το δημόσιο έλλειμμα, διόγκωνε επίσης (τεχνητά) τη ζήτηση, αυξάνοντας τις εισαγωγές και αφαιρώντας από τις επιχειρήσεις το κίνητρο για εξαγωγές.

Μια χώρα που βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση δεν έχει παρά δύο (και μόνο δύο) επιλογές. Η μια είναι η κανονική υποτίμηση, ενδεχομένως με στάση πληρωμών, τύπου Αργεντινής το 2001 – αν και η Αργεντινή είχε εμπορικό πλεόνασμα (άρα είχε τρόφιμα και καύσιμα όσο διαρκούσε ο αποκλεισμός της από τις διεθνείς αγορές), καθώς και πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού (άρα μπορούσε να πληρώνει μισθούς ή συντάξεις και να εγγυάται τη λειτουργία του κράτους). Η άλλη είναι η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση»: λιτότητα αλλά και μείωση των τιμών, ώστε να προστατευθεί η αγοραστική δύναμη των (μειωμένων) μισθών και ταυτόχρονα να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Ο Daniel Gros σε παλαιότερη ομιλία του στην Αθήνα είχε υπολογίσει το μέγεθος της απαιτούμενης μείωσης (κατ’ αρχήν των μισθών) σε 25%. Μια εξαγωγική ώθηση θα μείωνε το μέγεθος αυτό, μια υστέρηση θα το αύξανε. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η μείωση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών την διετία 2009-2011 (σε πραγματικές τιμές) ήταν 12%, δηλ. το μισό περίπου της απαιτούμενης προσαρμογής (κατά Gros).

Η «εσωτερική υποτίμηση», για να αποδώσει, έχει ορισμένες (απαιτητικές) προϋποθέσεις. Πρώτον, δίκαιη κατανομή των βαρών της προσαρμογής + κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Δεύτερον, συμφωνία των κοινωνικών εταίρων, ώστε οι μειώσεις μισθών αφενός να μεταφραστούν σε μειώσεις τιμών και αφετέρου να είναι πρόσκαιρες (όσο διαρκεί η κρίση) και να αναπληρωθούν από ανάλογες αυξήσεις στο μέλλον (ώστε δηλ. να πιάσουν τόπο οι θυσίες των εργαζομένων). Τρίτον, εξυγίανση των θεσμών: καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, της κακοδιοίκησης, της στρέβλωσης της αγοράς – ώστε η επιχειρηματικότητα να πάψει να βασίζεται στη διαπλοκή με πολιτικούς, στη συμπίεση των μισθών, στην παραβίαση της (εργατικής, ασφαλιστικής, φορολογικής, περιβαλλοντικής, πολεοδομικής κ.ά.) νομοθεσίας.

Ήταν το Μνημόνιο μονόδρομος; Και ναι και όχι. Ναι – επειδή με δεδομένο τον αποκλεισμό μας από τις διεθνείς χρηματαγορές ήταν ο μοναδικός τρόπος εξασφάλισης των δανειακών αναγκών της χώρας. Όχι – επειδή ούτε οι αγορές, ούτε το ΔΝΤ, ούτε η ΕΕ, ούτε κάποιος άλλος νοιάζεται πολύ για το πώς μια χώρα τηρεί τις δανειακές υποχρεώσεις της, ούτε για το πώς μειώνει τα ελλείμματά της (για αυτό άλλωστε κανείς δεν εμποδίζει τη Δανία να έχει υψηλή φορολογία, υψηλή κοινωνική δαπάνη κτλ). Συνεπώς, παρότι κάποιο Μνημόνιο ήταν αναγκαίο, κανείς δεν μας εμπόδιζε να προτείνουμε ένα άλλο Μνημόνιο, όπως το θέλαμε εμείς, με τα δικά μας «ισοδύναμα μέτρα» μείωσης των ελλειμμάτων.

«Καλά όλα αυτά – το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα». Η δημόσια συζήτηση για την τακτική της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις για το PSI και τη δανειακή σύμβαση στα κανάλια και στα blogs μοιάζει λίγο με τη συζήτηση για την πορεία της Εθνικής ομάδας του μπάσκετ το 1987: ξαφνικά γίναμε όλοι ειδικοί για το εύρος του κουρέματος, για το επιτόκιο των ομολόγων ή για το βρετανικό δίκαιο, όπως τότε όλοι ανέλυαν σε βάθος (και με πάθος) τα σχετικά πλεονεκτήματα του συστήματος ζώνης έναντι του man-to-man. Και το Eurobasket και οι διαπραγματεύσεις για το PSI είναι παιγνίδια (το ένα πήγε υπέροχα, το άλλο θα δούμε) στα οποία είμαστε θεατές, δεν παίζουμε οι ίδιοι. Η ελληνική αντιπροσωπεία παίζει το ρόλο ενός κομπάρσου, που παραμένει μεν ικανός για κάποια αυτοκαταστροφική κίνηση (ιδίως όταν επικεφαλής είναι ο σημερινός υπουργός οικονομικών) αλλά δεν είναι σε θέση να καθορίσει θετικά την έκβαση των διαπραγματεύσεων. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για μας. Από τη μια, τα γεγονότα των τελευταίων ετών έχουν περιορίσει ασφυκτικά την αξιοπιστία (και, συνεπώς, τα περιθώρια) των δικών μας χειρισμών. Από την άλλη, τα όρια μεταξύ της «συντεταγμένης» χρεωκοπίας και της άτακτης είναι δυσδιάκριτα: κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή με μια στραβοτιμονιά να τα διασχίσουμε (ιδίως όταν βλ. παραπάνω).

Για αυτό η συζήτηση για το εύρος του κουρέματος, για το επιτόκιο των ομολόγων ή για το βρετανικό δίκαιο προσωπικά δεν με συγκινεί ιδιαίτερα: σε λίγες μέρες θα ξέρουμε αν χρεωκοπήσαμε και πώς ακριβώς. Εν τω μεταξύ, θα ήταν προτιμότερο να ξοδεύουμε λιγότερο χρόνο και ενέργεια για ζητήματα όπου είμαστε απλώς θεατές: ας κρατήσουμε τις δυνάμεις μας για όσα μπορούμε να επηρεάσουμε.

Αυτό μας φέρνει στο τελευταίο θέμα: το «διακύβευμα» της επόμενης περιόδου. Θα έλεγα ότι η κατάσταση έχει συνοπτικά ως εξής. Το βραχυπρόθεσμο διακύβευμα είναι να παραμείνουμε στην Α' Κατηγορία. Η άτακτη χρεωκοπία ή/και επιστροφή στη δραχμή δεν θα είναι το τέλος του κόσμου (η ζωή συνεχίζεται, πάντοτε). Θα σημάνει όμως τον υποβιβασμό μας: δηλ. την συντριπτική ήττα όσων ονειρεύτηκαν μια ευρωπαϊκή Ελλάδα, και την θριαμβευτική νίκη όσων (στα αριστερά και στα δεξιά του πολιτικού φάσματος) πάντα κατά βάθος προτιμούσαν μια Ελλάδα βαλκανική και μεσανατολική. Επίσης, θα θέσει σε κίνηση έναν πολύ επικίνδυνο μηχανισμό, όπου ο εθνικισμός (με ή χωρίς αντιιμπεριαλιστική προβιά) θα έχει πάρει το πάνω χέρι, και – σε συνδυασμό με τη γρήγορη διάψευση των φρούδων ελπίδων που ήδη καλλιεργεί η παράταξη της δραχμής – θα είναι έτοιμος να μας φέρει στα πρόθυρα μιας καταστροφικής πολεμικής εμπλοκής. Φοβάμαι ότι ο αρχηγός της ΝΔ είναι απόλυτα ικανός για κάτι τέτοιο.

Το μεσοπρόθεσμο διακύβευμα, όσον αφορά την οικονομία, είναι κατ’ αρχήν να μάθουμε να ζούμε χωρίς ελλείμματα, ώστε να περιορίσουμε την έκθεσή μας στις αγορές. Μέσα σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης και ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η δημοσιονομική σταθερότητα είναι ασφάλεια – και η κύρια προϋπόθεση για να μπορούμε να επιλέγουμε τις πολιτικές που προτιμάμε με όσο περισσότερη αυτονομία γίνεται. Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός: οι επάρατες αγορές δεν εμποδίζουν τη μικρή (πλην όμως πλεονασματική) Δανία να επιβάλλει – και να εισπράττει! – φόρους ίσους με το μισό περίπου ΑΕΠ της χώρας, ούτε να χρηματοδοτεί με αυτούς το ισχυρότερο ίσως σύστημα κοινωνικής προστασίας στον κόσμο.

Στη συνέχεια, το ζητούμενο είναι, ασφαλώς, η ανάπτυξη. Σήμερα έχουμε γίνει όλοι κεϋνσιανοί - και διαβάζουμε μανιωδώς τα άρθρα του Krugman, επικροτώντας με ενθουσιασμό την προειδοποίησή του ότι δεν είναι πολύ καλή ιδέα να προσπαθείς να μειώνεις τα ελλείμματα στη διάρκεια της ύφεσης. Σωστά: τα ελλείμματα πρέπει να τα μειώνεις στη διάρκεια της ανόδου της οικονομίας. Κρίμα που στην προ κρίσης περίοδο, όταν επί 10-12 χρόνια είχαμε από τους υψηλότερους ρυθμούς (όπως αποδείχθηκε, σαθρής) ανάπτυξης στην ΕΕ (+4% ετησίως), αντί να μειώσουμε τα ελλείμματα τα αφήσαμε να αυξάνονται ανεξέλεγκτα. (Τότε βέβαια οι σημερινοί κεϋνσιανοί απλώς σιωπούσαν, ή μάλλον επικροτούσαν ενθουσιωδώς τις πολιτικές που παρήγαγαν ελλείμματα και ζητούσαν ακόμη μεγαλύτερα.)

Σε κάθε περίπτωση, όπως έχω γράψει αλλού (Καθημερινή 7 Μαρτίου 2009), η κλασική κεϋνσιανή συνταγή της ώθησης της παραγωγής και της απασχόλησης μέσω της τόνωσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε μια χώρα με αναιμική παραγωγική βάση, όπως είναι πλέον η Ελλάδα. Όπως είδαμε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, τα πρόσθετα εισοδήματα αγοράζουν προϊόντα που εισάγουμε από αλλού. Αυτό μπορεί να είναι καλό για τους εργαζόμενους στην Κίνα και στη Ν. Κορέα (ή στη Γερμανία και τη Γαλλία) – πάντως ως στρατηγική για την ανάπτυξη με αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα δεν μου φαίνεται πειστική. Συνεπώς, φοβάμαι ότι ο νεοκεϋνσιανισμός à la grecque λίγα έχει να προσφέρει: δεν μένουν παρά οι διαρθρωτικές αλλαγές (στην πλευρά της προσφοράς).

Το μεσοπρόθεσμο διακύβευμα δεν αφορά μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική. Μια μεταρρυθμιστική δύναμη της αριστεράς, ιδίως εάν έχει (απολύτως θεμιτές) κυβερνητικές φιλοδοξίες, δεν διαθέτει την πολυτέλεια να επιτρέψει τη διάβρωση του κύρους των θεσμών από τους οποίους το πολιτικό της εγχείρημα εξαρτάται. Ο αριστερός ρεφορμισμός είναι απλώς αδιανόητος όσο εντείνεται η ανυποληψία των εργατικών συνδικάτων, ή της Βουλής, ή του δημόσιου τομέα.

Φυσικά, αυτό σε κάποιο βαθμό είναι πέρα από τον έλεγχο της μεταρρυθμιστικής αριστεράς. Δείχνει όμως το αναγκαίο περιεχόμενο της πολιτικής της παρέμβασης:
- Αναπροσανατολισμός του κέντρου βάρους της πολιτικής των συνδικάτων (και όχι μόνο) προς τα συμφέροντα των outsiders (των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, ιδίως όσων εργάζονται υπό επισφαλείς συνθήκες).
- Δραστική μείωση του κόστους της πολιτικής, με μείωση του αριθμού των βουλευτών και άλλα μέτρα «ταπείνωσης» (κατά Α. Μανιτάκη) του πολιτικού προσωπικού που μας οδήγησε – υπό τις επευφημίες, βέβαια, της κοινής γνώμης – στην χρεωκοπία.
- Αλλαγή παραδείγματος στο δημόσιο τομέα, με ενθάρρυνση και στήριξη όσων από τους γιατρούς, νοσοκόμους, δασκάλους, καθηγητές, πυροσβέστες, εφοριακούς κ.ά. είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν με εντιμότητα και αφοσίωση στο δημόσιο συμφέρον, (εξ)υπηρετώντας τους πολίτες-χρήστες των υπηρεσιών τους, την ώρα που τα πάντα γύρω τους καταρρέουν.

Το μακροπρόθεσμο διακύβευμα παραμένει αυτό που ήταν πάντοτε: να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα προκοπής και δημιουργίας, με περισσότερες ευκαιρίες και λιγότερες ανισότητες, ένας τόπος στον οποίο νέοι άνθρωποι θα θέλουν να ζουν και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.

Θα τα καταφέρουμε; Ειλικρινά δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι από αυτό θα κριθούμε όλοι.

...

Απαντήσεις σε ερωτήσεις

Ε: Είναι αναγκαία μέτρα η μείωση των κατώτατων αποδοχών και η περικοπή του 13ου / 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα;
Α: Δεν είμαι απόλυτα πεισμένος, παρότι οικονομολόγοι που τους εκτιμώ ισχυρίζονται πως ναι. Είναι αλήθεια ότι οι μισθοί (και το κόστος εργασίας) στην Ελλάδα τα τελευταία 10-12 χρόνια πριν την κρίση αυξήθηκαν περισσότερο από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι κατώτατες αποδοχές στη χώρα μας είναι υψηλότερες από ό,τι στην Ισπανία και στην Πορτογαλία (για να μην αναφέρω τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία – όπου όμως μεταφέρονται οι ελληνικές επιχειρήσεις). Από την άλλη, η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους μισθούς, ούτε η μείωση των μισθών εγγυάται τη μείωση των τιμών: μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί απλώς ευκαιρία αύξησης της κερδοφορίας με διατήρηση (και ενίσχυση) του σημερινού μοντέλου επιχειρηματικότητας (της «αρπαχτής»). Θα προτιμούσα η μείωση των μισθών να είναι συμφωνημένη, πρόσκαιρη, και με ανταλλάγματα (βραχυπρόθεσμα: μείωση των τιμών – μεσοπρόθεσμα: δέσμευση των εργοδοτικών οργανώσεων για προσλήψεις και μισθολογικές βελτιώσεις όταν περάσει η κρίση). Θα προτιμούσα επίσης η συναίνεση των συνδικάτων στη (λελογισμένη) μείωση των κατώτατων αποδοχών να συνδυαστεί με τη δέσμευση των εργοδοτικών οργανώσεων για πιστή εφαρμογή της νομοθεσίας για τις κατώτατες αποδοχές (και την ασφάλιση, και όσα άλλα σήμερα καταστρατηγούνται) από όλες τις επιχειρήσεις. (Οι προγραμματικές συμφωνίες δεν προϋποθέτουν μόνο υπεύθυνα συνδικάτα, αλλά και υπεύθυνη εργοδοσία.)

Ε: Με δεδομένο ότι η ανάπτυξη δύσκολα θα έρθει από αλλού, επιτρέπεται μια προοδευτική πολιτική να δαιμονοποιεί τις ξένες επενδύσεις;
Α: Προφανώς όχι. Από την άλλη, μια προοδευτική πολιτική δεν μπορεί να επικροτεί όλες τις ξένες επενδύσεις: κάποιες μπορεί να επιδεινώνουν τις εργασιακές σχέσεις, άλλες μπορεί να βλάπτουν το περιβάλλον – παρότι αυτά κατά κανόνα προβάλλονται ως προσχήματα από όσους φαντασιώνονται τον κρατικομονοπωλιακό σοσιαλισμό. Επί πλέον, η εμπειρία δείχνει ότι σε οικονομίες με υποδομές που υστερούν, εργατικό δυναμικό χαμηλών δεξιοτήτων, γραφειοκρατικά εμπόδια κτλ. οι ξένες επενδύσεις δεν είναι παραγωγικές αλλά συγκεντρώνονται σε τομείς τύπου real estate. Συνεπώς, θα έλεγα «ξένες επενδύσεις ναι, αλλά με προσοχή και χωρίς μεγάλες αυταπάτες».

Ε: Το ΕΣΠΑ θα δώσει λύση;
Α: Το ΕΣΠΑ είναι προφανώς μια ευκαιρία - αλλά αντίστοιχες ευκαιρίες στο παρελθόν τις χάσαμε. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο πολλαπλασιαστής (κατά Keynes) των δημόσιων επενδύσεων στην Ελλάδα που χρηματοδοτήθηκαν από τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα, τα πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ, τα απανωτά Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης κτλ. ήταν κοντά στο 1. Με άλλα λόγια, τα σχετικά κονδύλια «απορροφήθηκαν» αλλά δεν έδωσαν αναπτυξιακή ώθηση. Απλώς κάποιοι τα εισέπραξαν (και μετά έσπευσαν να αγοράσουν ακίνητα ή εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα), χωρίς να τεθεί σε κίνηση ο κύκλος της ανάπτυξης. Ακόμη χειρότερα, η απόδοσή τους ήταν απελπιστικά χαμηλή. Ένα παράδειγμα που γνωρίζω καλά: την περίοδο 2000-2008 υλοποιήθηκαν ευρωπαϊκά προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης συνολικού κόστους 1 δις. ευρώ – τα οποία όμως δεν φαίνεται να οδήγησαν στη δημιουργία ούτε 1 (μίας) θέσης εργασίας (λέω «δεν φαίνεται» επειδή τα ΚΕΚ αρνούνται να συμμορφωθούν με την υποχρέωση του follow up, δηλ. της παρακολούθησης της πορείας όσων επιμορφώνουν στην αγορά εργασίας). Συνεπώς, το ΕΣΠΑ μπορεί να προσφέρει, όμως η εμμονή (και του σημερινού υπουργού ανάπτυξης) στην «απορροφητικότητα» κινδυνεύει απλώς να αναπαράγει την παραοικονομία και τις άλλες γνωστές παθογένειες.

Ε: Γιατί επιμένουμε στα μεγάλα έργα και όχι στα μικρά (σε τοπική κλίμακα);
Α: Πολλοί οικονομολόγοι (και άνθρωποι της αγοράς) προτιμούν τα μεγάλα έργα επειδή εγγυώνται ταχύτερη απορροφητικότητα και μεγαλύτερη απόδοση. Δεν είμαι απόλυτα πεισμένος. Κάποια από τα μεγάλα έργα (π.χ. επέκταση του Μετρό) θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμα, άλλα απλώς γεμίζουν τη χώρα με περισσότερο τσιμέντο (απασχολώντας λίγους μηχανικούς και μελετητές και πολλούς μετανάστες με χαμηλά μεροκάματα και χωρίς ασφάλιση). Φυσικά, συχνά και τα μικρά έργα σε τοπική κλίμακα πάσχουν από τα ίδια ακριβώς προβλήματα. Αυτό μας φέρνει στην προηγούμενη συζήτηση περί τόνωσης της ζήτησης χωρίς αλλαγή παραγωγικού μοντέλου. Εάν η μηχανή έχει χαλάσει, δεν ωφελεί να της ρίχνεις καύσιμο: πρέπει να την επιδιορθώσεις!

Ε: Η ΑΟΖ θα ήταν λύση;
Α: Ίσως (ο γιος μου που παρακολουθεί το θέμα λέει ναι). Έχω, όμως, την εντύπωση ότι για τους περισσότερους η ΑΟΖ είναι το λαχείο που θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε να ζούμε όπως είχαμε μάθει όλα αυτά τα χρόνια. Ένα τέτοιο λαχείο θα προτιμούσα να μην το κερδίσουμε.

Ε: Οι εξοπλισμοί δεν μπορούν να μειωθούν;
Α: Έχουν μειωθεί, αλλά ελάχιστα. Η χώρα μας δαπανά για άμυνα περισσότερα από κάθε άλλη χώρα του ΝΑΤΟ (πλην ΗΠΑ). Φυσικά, η μείωση των εξοπλισμών πρέπει να συνοδεύεται από μια εξωτερική πολιτική που κλείνει ανοιχτά ζητήματα με τους γείτονες: ονομασία FYROM, Κυπριακό, Αιγαίο κτλ. Με Σαμαρά πρωθυπουργό κάτι τέτοιο θα ήταν λίγο δύσκολο.

Ε: Υπάρχουν άλλα «ισοδύναμα» μέτρα μείωσης των ελλειμμάτων;
Α. Φυσικά: αυτό εννοούσα όταν έλεγα προηγουμένως ότι χρειαζόμαστε ένα δικό μας Μνημόνιο. Εντελώς πρόχειρα, μερικά από τα κρίσιμα διλήμματα:
- Να καταργήσουμε την (εντελώς σκανδαλώδη) επιχορήγηση του ασφαλιστικού της ΔΕΗ ή να μειώσουμε τις συντάξεις;
- Να εξακολουθήσουμε να επιχορηγούμε τα χωριστά ασφαλιστικά ταμεία των άλλων εύπορων ομάδων (μηχανικών, νομικών, γιατρών, δημοσιογράφων, υπαλλήλων ΤτΕ) ή να ενισχύσουμε το εισόδημα των ανέργων και των φτωχών;
- Πώς να αυξήσουμε τα έσοδα, με αύξηση του ΦΠΑ που αποδίδει αμέσως αλλά είναι άδικος, ή με φόρο ακίνητης περιουσίας που είναι πολύ δικαιότερος και παραμένει χαμηλός στην Ελλάδα (παρά το «χαράτσι της ΔΕΗ» που θέλει φυσικά καλύτερο σχεδιασμό);
- Πώς μειώνουμε τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, με την προσυνταξιοδότηση έμπειρων (και ενίοτε πολύτιμων) στελεχών, ή ξεκινώντας την εφαρμογή της εφεδρείας από τους αργόμισθους και τους προσληφθέντες εκτός ΑΣΕΠ;
Και πολλά άλλα.

Μια δύναμη της μεταρρυθμιστικής αριστεράς θα πρέπει να μπορεί να απαντά σε τέτοια διλήμματα, και να θέτει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης συγκεκριμένες προτάσεις ισοδύναμων μέτρων. Αυτό μέχρι τώρα δεν έχει γίνει.