Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013).
Καλή η ανακοίνωση της ΔΗΜΑΡ για την δολοφονία του μετανάστη στα Πετράλωνα, αλλά φοβάμαι ότι δεν αρκεί: με ένα τέτοιο θέμα δεν ξεμπερδεύει κανείς τόσο εύκολα.
Η καταδίκη της βίας «από όπου και αν προέρχεται» δεν είναι απλό σύνθημα. Το ότι η ρατσιστική βία έχει φτάσει σήμερα σε σημείο παροξυσμού δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην οικονομική κρίση ούτε μόνο στην ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Είναι προϊόν μιας γενικής εξαγρίωσης, η οποία δεν έχει πέσει από τον ουρανό. Συνέβαλαν πολιτικά κόμματα, μεμονωμένοι πολιτικοί, τηλεοπτικοί αστέρες, σχολιαστές στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και πολλοί άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Για αυτό, η αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας απαιτεί πολιτικές πρωτοβουλίες μακράς πνοής, με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Η απόρριψη της βίας και η επιδίωξη της ειρηνικής συμβίωσης όλων με όλους είναι αδύνατη όσο μια κουλτούρα απέχθειας ή και μίσους για τους ξένους κυριαρχεί στην οικογένεια και στα σχολεία. Η δίωξη του εγκλήματος - και του ρατσιστικού - είναι αδύνατη όσο τα σώματα ασφαλείας παραμένουν διαβρωμένα από παρακρατικούς μηχανισμούς «απονομής δικαιοσύνης» (μαφιόζικου τύπου). Η εμμονή στην αποκατάσταση της νομιμότητας είναι αδύνατη όσο η δικαιοσύνη παραμένει περιδεής ή αδιάφορη.
Ο συμψηφισμός της μιας μορφής βίας με την άλλη έχει γίνει πολύ της μόδας. Στα αριστερά μας ακούμε επιχειρήματα τύπου: «η Βίλλα Αμαλίας / η επίθεση στα γραφεία της ΝΔ τους ενόχλησε - δεν κυττάνε τη Χρυσή Αυγή που δρα ανεξέλεγκτη στις γειτονιές». Στα δεξιά μας επιχειρήματα δεν πολυακούγονται, αλλά η προπαγανδιστική γραμμή είναι έτσι κι αλλιώς γνωστή: «δεν ασχολούνται με τους κουκουλοφόρους / τους τρομοκράτες - ασχολούνται με εμάς που καθαρίζουμε τον τόπο».
Η επικράτηση της λογικής του συμψηφισμού είναι ο συντομότερος δρόμος προς την καταβύθιση των πόλεων σε εφιαλτικά πεδία σύγκρουσης αντίπαλων ένοπλων ομάδων. Για αυτό, η πρόσφατη επίδειξη πυγμής της αστυνομίας δεν μπορεί να παίρνει το χαρακτήρα βεντέτας με τους αντιεξουσιαστές. Η αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας απαιτεί οπωσδήποτε αποφασιστικότητα. Απαιτεί όμως επίσης αυτοσυγκράτηση στη χρήση νόμιμης βίας εκ μέρους των σωμάτων ασφαλείας, αποσόβηση και όχι υποδαυλισμό των περιττών εντάσεων – και, κυρίως, εξίσου καλά ανακλαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις, «από όπου και αν προέρχεται» η βία και η παρανομία.
Και ένα τελευταίο. Όταν ένα κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση μοιράζεται την ευθύνη για ο,τιδήποτε κάνει – ή δεν κάνει – οποιοσδήποτε υπουργός (και οποιοδήποτε άλλο πολιτικό στέλεχος της κρατικής μηχανής). Το κράτος δεν είναι χωρισμένο σε οικόπεδα για να το εκμεταλλεύεται το κόμμα ή ο συνασπισμός που κυβερνά (κατά 100%, ή με το σύστημα 4-2-1, αδιάφορο). Για την διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην αστυνομία θα δώσει λόγο και η ΔΗΜΑΡ, παρότι φυσικά κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να αποδώσει στο κόμμα αυτό επιχειρησιακή ή άλλη άμεση ευθύνη.
Όμως η πολιτική ευθύνη παραμένει ενιαία. Για αυτό, η γενική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής - και στο θέμα αυτό - απαιτεί συνεννόηση μεταξύ των εταίρων. Η προγραμματική συμφωνία του Ιουνίου γράφτηκε σαν να μην υπήρχε Μνημόνιο, και έτσι μετατράπηκε αμέσως σε κομμάτι χαρτί χωρίς αξία. Στη θέση της χρειαζόμαστε μιαν άλλη προγραμματική συμφωνία, ρεαλιστικότερη και ταυτόχρονα αποφασιστικότερη. Η ειρήνευση της χώρας είναι ευθύνη όλων, και πρώτα-πρώτα της κυβέρνησης.
Η καταδίκη της βίας «από όπου και αν προέρχεται» δεν είναι απλό σύνθημα. Το ότι η ρατσιστική βία έχει φτάσει σήμερα σε σημείο παροξυσμού δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην οικονομική κρίση ούτε μόνο στην ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Είναι προϊόν μιας γενικής εξαγρίωσης, η οποία δεν έχει πέσει από τον ουρανό. Συνέβαλαν πολιτικά κόμματα, μεμονωμένοι πολιτικοί, τηλεοπτικοί αστέρες, σχολιαστές στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και πολλοί άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Για αυτό, η αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας απαιτεί πολιτικές πρωτοβουλίες μακράς πνοής, με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Η απόρριψη της βίας και η επιδίωξη της ειρηνικής συμβίωσης όλων με όλους είναι αδύνατη όσο μια κουλτούρα απέχθειας ή και μίσους για τους ξένους κυριαρχεί στην οικογένεια και στα σχολεία. Η δίωξη του εγκλήματος - και του ρατσιστικού - είναι αδύνατη όσο τα σώματα ασφαλείας παραμένουν διαβρωμένα από παρακρατικούς μηχανισμούς «απονομής δικαιοσύνης» (μαφιόζικου τύπου). Η εμμονή στην αποκατάσταση της νομιμότητας είναι αδύνατη όσο η δικαιοσύνη παραμένει περιδεής ή αδιάφορη.
Ο συμψηφισμός της μιας μορφής βίας με την άλλη έχει γίνει πολύ της μόδας. Στα αριστερά μας ακούμε επιχειρήματα τύπου: «η Βίλλα Αμαλίας / η επίθεση στα γραφεία της ΝΔ τους ενόχλησε - δεν κυττάνε τη Χρυσή Αυγή που δρα ανεξέλεγκτη στις γειτονιές». Στα δεξιά μας επιχειρήματα δεν πολυακούγονται, αλλά η προπαγανδιστική γραμμή είναι έτσι κι αλλιώς γνωστή: «δεν ασχολούνται με τους κουκουλοφόρους / τους τρομοκράτες - ασχολούνται με εμάς που καθαρίζουμε τον τόπο».
Η επικράτηση της λογικής του συμψηφισμού είναι ο συντομότερος δρόμος προς την καταβύθιση των πόλεων σε εφιαλτικά πεδία σύγκρουσης αντίπαλων ένοπλων ομάδων. Για αυτό, η πρόσφατη επίδειξη πυγμής της αστυνομίας δεν μπορεί να παίρνει το χαρακτήρα βεντέτας με τους αντιεξουσιαστές. Η αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας απαιτεί οπωσδήποτε αποφασιστικότητα. Απαιτεί όμως επίσης αυτοσυγκράτηση στη χρήση νόμιμης βίας εκ μέρους των σωμάτων ασφαλείας, αποσόβηση και όχι υποδαυλισμό των περιττών εντάσεων – και, κυρίως, εξίσου καλά ανακλαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις, «από όπου και αν προέρχεται» η βία και η παρανομία.
Και ένα τελευταίο. Όταν ένα κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση μοιράζεται την ευθύνη για ο,τιδήποτε κάνει – ή δεν κάνει – οποιοσδήποτε υπουργός (και οποιοδήποτε άλλο πολιτικό στέλεχος της κρατικής μηχανής). Το κράτος δεν είναι χωρισμένο σε οικόπεδα για να το εκμεταλλεύεται το κόμμα ή ο συνασπισμός που κυβερνά (κατά 100%, ή με το σύστημα 4-2-1, αδιάφορο). Για την διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην αστυνομία θα δώσει λόγο και η ΔΗΜΑΡ, παρότι φυσικά κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να αποδώσει στο κόμμα αυτό επιχειρησιακή ή άλλη άμεση ευθύνη.
Όμως η πολιτική ευθύνη παραμένει ενιαία. Για αυτό, η γενική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής - και στο θέμα αυτό - απαιτεί συνεννόηση μεταξύ των εταίρων. Η προγραμματική συμφωνία του Ιουνίου γράφτηκε σαν να μην υπήρχε Μνημόνιο, και έτσι μετατράπηκε αμέσως σε κομμάτι χαρτί χωρίς αξία. Στη θέση της χρειαζόμαστε μιαν άλλη προγραμματική συμφωνία, ρεαλιστικότερη και ταυτόχρονα αποφασιστικότερη. Η ειρήνευση της χώρας είναι ευθύνη όλων, και πρώτα-πρώτα της κυβέρνησης.