19 Δεκεμβρίου 2011

Η κεντροαριστερά: χθες, σήμερα και αύριο (;)

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Δεκέμβριος 2011)

Μου φαίνεται αδύνατο να συζητήσουμε παραγωγικά την κεντροαριστερά χωρίς να έχουμε προηγουμένως αποτιμήσει την εμπειρία της κεντροαριστεράς στην εξουσία: τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των κυβερνήσεων Σημίτη. Φοβάμαι ότι αυτή η αποτίμηση εκκρεμμεί. Στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, πρωταγωνιστή της κεντροαριστεράς, λόγω κυβερνητικής ιστορίας και θέσης στο πολιτικό φάσμα, η διακυβέρνηση Σημίτη στην πραγματικότητα δεν ενσωματώθηκε ποτέ στην κουλτούρα και στην ταυτότητα του κόμματος. Στο χώρο της δημοκρατικής αριστεράς, στον οποίο η σχετική συζήτηση φαίνεται (όπως άλλωστε φαινόταν και τότε) να απευθύνεται, επικρατούν το ίδιο αντιφατικές θεωρήσεις: από το «η καλύτερη κυβέρνηση που είχαμε ποτέ» έως «Σημίτης = αρχιερέας της διαπλοκής».

Σε ό,τι με αφορά, η 8ετία Σημίτη μου προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Διευκρινίζω (ή υπενθυμίζω) ότι έζησα το μισό της περιόδου αυτής, 1997-2001, από τη θέση του «Ειδικού Συμβούλου του Πρωθυπουργού». Ας μην φανταστεί κανείς ότι είχα αποφασιστική επιρροή στην κυβερνητική πολιτική. Η κύρια συμβολή μου (η επεξεργασία μιας σχετικά ολοκληρωμένης πρότασης για ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα) πετάχτηκε στην κάλαθο των αχρήστων μετά πολλών επαίνων, και μερικών ψόγων. Η απογοήτευσή μου για τον τρόπο που χειρίστηκε η κυβέρνηση τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, από την Έκθεση Σπράου έως τις προτάσεις Γιαννίτση, στέρησε την παρουσία μου από κάθε περιεχόμενο και έκανε εύκολη την επανενεργοποίηση του αρχικού σχεδίου (επιστροφή στο πανεπιστήμιο). Από την άλλη, αισθάνομαι πολύ τυχερός που συνδέθηκα με ένα φιλόδοξο και συναρπαστικό κυβερνητικό εγχείρημα (την απόπειρα προοδευτικού εκσυγχρονισμού της χώρας), καθώς και που εργάστηκα για ανθρώπους με έντονη συνείδηση του δημοσίου (εθνικού) συμφέροντος, για την ακεραιότητα των οποίων δεν αμφέβαλα ποτέ – και δεν αμφιβάλλω ούτε τώρα: τον διευθυντή του Γραφείου Σχεδιασμού Στρατηγικής Νίκο Θέμελη, και φυσικά τον ίδιο τον Κώστα Σημίτη.

Δεν είναι ανάγκη να υπενθυμίσω στους αναγνώστες της Μεταρρύθμισης τα επιτεύγματα της 8ετίας Σημίτη – εκτός ίσως για να παρατηρήσω ότι, παρότι ιστορικά, τα επιτεύγματα αυτά ήταν λιγότερο αναντίστρεπτα από όσο νομίζαμε τότε. Η οικονομική μεγέθυνση (με σημαντική αύξηση των πραγματικών μισθών) κάλυψε τις βαθειές αδυναμίες της παραγωγικής δομής, χωρίς να τις αντιμετωπίσει. Η δημοσιονομική σταθερότητα ανατράπηκε εύκολα. Η δραστήρια ευρωπαϊκή πολιτική έδωσε πάλι τη θέση της στον επαρχιωτισμό, καθώς και στην παραδοσιακή αντιμετώπιση της Ευρώπης ως αγελάδας για άρμεγμα. Η «πολιτική» βία επανήλθε μετά την εξάρθρωση της 17Ν. Η ίδρυση των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών συνόδευσε την εντεινόμενη παρακμή της δημόσιας διοίκησης, δεν τη σταμάτησε. Η διαφθορά στις ΔΟΥ, στις Πολεοδομίες, στα κρατικά νοσοκομεία και σχολεία, στη δικαιοσύνη, στις συναλλαγές με τις επιχειρήσεις που προμηθεύουν το κράτος με αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και φυσικά στην ίδια την πολιτική, παραμένει μόνιμο χαρακτηριστικό του πολιτικού τοπίου. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε δεκάδες άλλες αποτυχίες, μικρές ή μεγάλες: στο Κτηματολόγιο, στο Χρηματιστήριο κ.ο.κ.

Ο βαθμός κατά τον οποίο οι παραπάνω αποτυχίες ήταν αντικειμενικές («ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν») ή αντίθετα υποκειμενικές («δεν ήθελαν, για αυτό δεν μπορούσαν») είναι ερώτημα κλειδί. Φοβάμαι, όμως, ότι είναι δύσκολο να απαντηθεί, πολύ περισσότερο που οι πρωταγωνιστές του «κατά Σημίτη εκσυγχρονισμού» έχουν μέχρι σήμερα αποφύγει να αναμετρηθούν ουσιαστικά με την κρίσιμη εμπειρία της κεντροαριστεράς στην εξουσία.

Σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτό οφείλεται στο ότι η διακυβέρνηση Σημίτη είναι εξαιρετικά «κακοχωνεμένη» από το ίδιο το πολιτικό υποκείμενο από το οποίο προήλθε. Δεν θα αναφερθώ στο πασιφανές ότι ο τότε πρωθυπουργός ανήκε στη μειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, ότι στην πρώτη ψηφοφορία του Ιανουαρίου 1996 πήρε μόλις το ένα τρίτο των ψήφων της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, ή ότι στο συνέδριο του Ιουλίου του ίδιου έτους χρειάστηκε να εκβιάσει τα στελέχη του για να πάρει μια εντελώς απρόθυμη συγκατάθεση. (Άλλωστε, και η δική μου παρουσία εκεί οφείλεται στο ότι το 1996 δεν υπήρχαν αρκετά μέλη του ΠΑΣΟΚ με τα απαιτούμενα προσόντα, και μια στοιχειωδώς ευμενή στάση για το εγχείρημα, ώστε να στελεχώσουν το Γραφείο Πρωθυπουργού). Αυτό που είναι λιγότερο πασιφανές είναι το πώς στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ το λεγόμενο «εκσυγχρονιστικό μπλοκ» διασπάστηκε, φυλλορόησε και εν τέλει μεταλλάχθηκε σε (συχνά) κάθε άλλο παρά εκσυγχρονιστικές θέσεις αμέσως μετά την αποχώρηση του Κ. Σημίτη από την πρωθυπουργία.

Όπως το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Κράξι πριν από 20 χρόνια, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται σήμερα να πνέει τα λοίσθια, υπό το βάρος μιας κρίσης που (όπως και τότε) αφορά όλο το πολιτικό σύστημα, και που επί πλέον είναι όχι μόνο ηθική αλλά και οικονομική – και μάλιστα κυριολεκτικά συγκλονιστικών διαστάσεων. Παρότι δεν ανήκα ποτέ σε αυτό το κόμμα, ενώ θεωρούσα πάντοτε (και θεωρώ ακόμη) ορισμένες διαστάσεις του «φαινομένου ΠΑΣΟΚ» καταστροφικές για τη χώρα, ελπίζω ειλικρινά η κατάρρευσή του να μην παρασύρει ανθρώπους και ιδέες που άξιζαν καλύτερη τύχη, και κυρίως να μην οδηγήσει σε μια ερήμωση του αχανούς χώρου που εκτείνεται από την αριστερά έως την κεντροδεξιά, που το κόμμα αυτό μέχρι πρότινος κάλυπτε.

Εάν τα παραπάνω έχουν κάποιο νόημα, τότε η συζήτηση περί κεντροαριστεράς (όπως αυτή που διεξάγεται από τις στήλες της Μεταρρύθμισης, των Νέων, της Αυγής και αλλού) είναι απελπιστικά καθυστερημένη και ταυτόχρονα υπερβολικά πρόωρη. Το πολιτικό διακύβευμα της «συγκυρίας» είναι διαφορετικό: η παραμονή της Ελλάδας στην Α’ Κατηγορία, έστω και στις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας, δηλαδή η επιβίωσή της ως Ευρωπαϊκής χώρας – και, αντιστρόφως, η αποφυγή του υποβιβασμού της στην κατηγορία της Μέσης Ανατολής ή των Βαλκανίων.

Αντιμέτωποι με το φάσμα ενός τέτοιου υποβιβασμού, όσοι τον απεύχονται δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια της περιχαράκωσης, ακόμη και σε ευρύτερες ομαδοποιήσεις όπως είναι αυτή της κεντροαριστεράς. Σε μια ευρωπαϊκή Ελλάδα, η δημοκρατική αριστερά, η ανασυνταγμένη σοσιαλδημοκρατία και η φιλελεύθερη κεντροδεξιά θα έχουν την ευκαιρία να αντιπαρατίθενται με την ησυχία τους για το ύψος της φορολογίας ή για το επίπεδο της δημόσιας δαπάνης. Μέχρι τότε, καλά θα έκαναν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, ώστε να αποφύγουμε την καταστροφή. Εν τω μεταξύ, ένα πράγμα είναι βέβαιο: σε μια μεσανατολική ή βαλκανική Ελλάδα, τα περιθώρια για μια εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά θα είναι απείρως ασφυκτικότερα από ό,τι ήταν το 1974, το 1996 ή το 2010.

11 Νοεμβρίου 2011

Επιστολή παραίτησης από την Κεντρική Επιτροπή της Δημοκρατικής Αριστεράς

Με τη χθεσινή απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής της (με ψήφους 40 έναντι 24, και 4 λευκών), η Δημοκρατική Αριστερά αποφάσισε τελικά να μην δώσει ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Παπαδήμου, ενώνοντας έτσι αντικειμενικά τις δυνάμεις της με τους υπονομευτές της δημοκρατικής ομαλότητας και τους εχθρούς του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.

Με τον τρόπο αυτό, η Δημοκρατική Αριστερά έχασε μια ακόμη ευκαιρία να τιμήσει τις ιδρυτικές της υποσχέσεις περί «Αριστεράς της ευθύνης» και να δικαιώσει τις προσδοκίες όσων πίστεψαν σε αυτές. Όπως προσπάθησα να εξηγήσω στην χθεσινή ομιλία μου, εκτιμώ ότι η ευκαιρία αυτή ήταν μάλλον η τελευταία.

Η Δημοκρατική Αριστερά έχει πλέον μπει σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο. Η αντίληψη της πολιτικής δράσης ως μιας σειράς τακτικών ελιγμών (τα περίφημα «σλάλομ») με μοναδικό στόχο τη διεύρυνση της εκλογικής επιρροής. Η άρνηση ή αδυναμία ανάληψης οποιασδήποτε πρωτοβουλίας που να παρεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις. Ο αυτοπεριορισμός σε έναν ρόλο απόμακρου σχολιαστή των εξελίξεων αυτών. Η αναπαραγωγή (με ηπιότερο ύφος) όλων των λαϊκιστικών στερεοτύπων που οδήγησαν την αριστερά στην ανυποληψία και τη χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Όλα αυτά είναι φυσικό να προσελκύουν έναν τύπο ανθρώπου, και να απομακρύνουν έναν άλλον.

Δεν αμφιβάλλω ότι η πορεία που επελέγη μπορεί να αποφέρει εκλογικά οφέλη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Όμως, δεν συμμετείχα στην ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς για να ανήκω σε ένα κόμμα που διαθέτει μερικούς βουλευτές παραπάνω στο κοινοβούλιο μιας διαλυμένης χώρας.

Θυμίζω σε όλους ότι η αρχική ιδέα ήταν διαφορετική: η συγκρότηση ενός υπεύθυνου κόμματος της αριστεράς, έτοιμου να συμβάλει με τις δυνάμεις του στην αποτροπή της διάλυσης της χώρας. Η Δημοκρατική Αριστερά έχει μέχρι τώρα επιλέξει να μην είναι ένα τέτοιο κόμμα. Θα μπορούσε βέβαια να γίνει στο μέλλον, αλλά ειλικρινά δεν βλέπω πώς - και ίσως να είναι ούτως ή άλλως αργά.

Εξ αιτίας των παραπάνω, η συμμετοχή μου στην Κεντρική Επιτροπή της Δημοκρατικής Αριστεράς δεν έχει πια νόημα. Υποβάλλω λοιπόν την παραίτησή μου, και εύχομαι στους υπόλοιπους καλή τύχη.

10 Νοεμβρίου 2011

Η κυβέρνηση Παπαδήμου και η Δημοκρατική Αριστερά

Ομιλία στην Κεντρική Επιτροπή της Δημοκρατικής Αριστεράς (10 Νοεμβρίου 2011)

Την ώρα που μιλάμε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδας αμφισβητείται, από τα αριστερά και από τα δεξιά - για πρώτη φορά τόσο έντονα από τη συμφωνία σύνδεσης του 1962. Και αυτό την ώρα που η πιθανότητα αποκοπής της χώρας από το «ευρωπαϊκό γίγνεσθαι» είναι πλέον μεγάλη. Αυτό και μόνο είναι το πολιτικό διακύβευμα της συγκυρίας.

Μέχρι νεωτέρας, η ΔΗΜΑΡ είναι υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ελλάδας. Ας μην αρχίσουμε τώρα να συζητάμε για το εάν η Ευρώπη είναι νεοφιλελεύθερη ή όχι. Στην ΕΕ όντως κυριαρχούν οι συντηρητικές κυβερνήσεις – αλλά αυτό αν δεν κάνω λάθος ήταν γνωστό και πέρυσι που απεχώρησε από τον ΣΥΝ η Ανανεωτική Πτέρυγα. Και ας μην ξανακάνουμε τη συζήτηση που έκανε το ΚΚΕ εσωτ. (στο οποίο τότε ανήκα, μαζί με πολλούς άλλους – όχι όλους - από τους παρόντες) με το φιλοσοβιετικό ΚΚΕ και το τριτοκοσμικό ΠΑΣΟΚ.

Θυμίζω την κεντρική ιδέα για όσους την έχουν ξεχάσει (ή δεν την γνώρισαν ποτέ): «Η Ευρώπη δεν είναι ούτε Γη της Επαγγελίας ούτε λάκκος των λεόντων: είναι ένα ευνοϊκότερο πεδίο πάλης για τους εργαζόμενους». Αυτό ίσχυε τότε, ισχύει και σήμερα. Εάν υπάρχει κάποιος σε αυτήν την αίθουσα που να πιστεύει ότι οι εργαζόμενοι της χώρας, τους οποίους θέλουμε να εκπροσωπούμε, θα έχουν περισσότερα δικαιώματα και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο σε μια τριτοκοσμική Ελλάδα, ας πάρει βαθιά αναπνοή και ας το δηλώσει.

Μέχρι τότε, το τι οφείλει να κάνει η ΔΗΜΑΡ θα έπρεπε να είναι σε όλους μας αυτονόητο: όλες οι πολιτικές δυνάμεις που υιοθετούν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας οφείλουν να συνεννοηθούν σε μια ύστατη προσπάθεια επαναφοράς της Ελλάδας στην τροχιά της ενωμένης Ευρώπης.

Η επαναφορά της Ελλάδας στην τροχιά της ενωμένης Ευρώπης δεν εξασφαλίζεται με τη βιαστική και επιφανειακή υπογραφή της δανειακής σύμβασης αναδιάρθρωσης του χρέους (παρότι την προϋποθέτει). Μια τέτοια δέσμευση θα εξασφαλίσει την 6η δόση, αλλά δεν θα μας βγάλει από το αδιέξοδο. Το μεγάλο ζήτημα παραμένει η δημοσιονομική εξυγίανση. Στο πεδίο αυτό απέτυχε η κυβέρνηση Παπανδρέου, και θα αποτύχει με μαθηματική ακρίβεια μια κυβέρνηση Σαμαρά. Γιατί τα ελλείμματα είναι προϊόν του πελατειακού κράτους και της διαπλοκής του με ιδιωτικά συμφέροντα, δηλ. αποτέλεσμα ενός ηθικά χρεωκοπημένου τρόπου άσκησης της πολιτικής, που είναι ο μοναδικός τρόπος άσκησης της πολιτικής που γνωρίζουν τα δύο μεγάλα κόμματα (αλλά, δυστυχώς, όχι μόνο αυτά).

Το πρόβλημα για αυτούς – αλλά και για εμάς – είναι ότι κάποια μορφή δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι αναπόφευκτη, αφού κανείς πια δεν μας δανείζει (εκτός από την τρόικα). Υπάρχουν όμως δύο δρόμοι προς τη δημοσιονομική εξυγίανση. Εκτός ευρώ, με αγριότητα. Και εντός ευρώ, με μεγαλύτερη άνεση χρόνου. Η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι η τελευταία ευκαιρία που έχουμε για να παραμείνουμε εντός ευρώ, και η τελευταία ευκαιρία που έχουμε για να αξιοποιηθεί η άνεση χρόνου ώστε η δημοσιονομική εξυγίανση να γίνει με δικαιοσύνη, με σχέδιο, και πολιτικές υποστήριξης των ασθενέστερων στρωμάτων.

Αυτό εξαρτάται και από εμάς. Εάν ο Γεωργιάδης ή ο Βορίδης όντως τελικά αναλάβουν κάποιο υπουργείο, θα οφείλεται και στην απροθυμία της ΔΗΜΑΡ να «λερώσει τα χέρια» της συμμετέχοντας στην προσπάθεια εξεύρεσης μιας θετικής λύσης (ακόμη και με τον ανεπίσημο τρόπο που το έκανε η ΔΗΣΥ).

Η συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση προσφέρει και σε εμάς μια τελευταία ευκαιρία να αναλάβουμε κάποια πολιτική πρωτοβουλία. (Τα πολιτικά κόμματα, τουλάχιστον τα σοβαρά, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, δεν παριστάνουν τους παρατηρητές, ούτε αναλώνονται σε βυζαντινισμούς για το κρυφό νόημα του δικού μας «όχι» σε σχέση με το «όχι» των εχθρών της δημοκρατικής ομαλότητας και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.)

Προτείνω να δηλώσουμε εγκαίρως ότι η στάση της ΔΗΜΑΡ στη συζήτηση για ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή θα εξαρτηθεί από έναν – και μόνο έναν – όρο που το κόμμα μας θέτει δημοσίως: την άμεση λήψη μέτρων ανακούφισης των ανέργων, των οικογενειών χαμηλού εισοδήματος και όσων πλήττονται από την κρίση. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει βέβαια να είναι συμβατά με την προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης, και μπορούν να κινούνται στο πνεύμα της επερώτησης των βουλευτών της ΔΗΜΑΡ (τέλη Ιουλίου 2011).

21 Οκτωβρίου 2011

Τελική αναμέτρηση (;)

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011)

Φαίνεται ότι η στήλη του Paul Krugman στους New York Times διαβάζεται ευρύτατα στη χώρα μας. Επιλεκτικά βέβαια: ο νομπελίστας οικονομολόγος, προοδευτική συνείδηση της φιλελεύθερης Αμερικής, είναι δημοφιλής στην Ελλάδα βασικά επειδή επιμένει ότι η – υπερβολική και μονομερής - έμφαση στη λιτότητα κινδυνεύει να βυθίσει την παγκόσμια οικονομία στην ύφεση. (Έχει δίκιο φυσικά: άλλωστε, στο σημείο αυτό φαίνεται ότι συμφωνεί πλέον και το ΔΝΤ!)

Όμως ο Krugman έχει πει και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα – κάποια μάλιστα μας αφορούν ευθέως. Για παράδειγμα, την ημέρα της διαδήλωσης κατά του Μνημονίου, στη διάρκεια της οποίας έχασαν τη ζωή τους τρεις εργαζόμενοι, ο Αμερικανός οικονομολόγος δημοσίευε ένα post με τον εύγλωττο τίτλο «Greek end game» (5 Μαΐου 2010). Αντιγράφω ένα ενδεικτικό απόσπασμα:

«Ακόμη και με αναδιάρθρωση του χρέους, η Ελλάδα θα έχει μεγάλο πρόβλημα, αναγκασμένη να εφαρμόσει έντονη λιτότητα – προκαλώντας βαθειά ύφεση – μόνο και μόνο για να μειώσει το πρωτογενές έλλειμμα, χωρίς τους τόκους. Το μοναδικό πράγμα που θα περιόριζε την ανάγκη για λιτότητα θα ήταν κάτι που να βοηθά την οικονομία να επεκταθεί, ή να μην συρρικνωθεί τόσο πολύ. Κάτι τέτοιο θα μείωνε την οικονομική δυσπραγία, ενώ θα αύξανε τα φορολογικά έσοδα, ελαττώνοντας την απαραίτητη δόση δημοσιονομικής λιτότητας. Όμως, ο μόνος δρόμος για την ανάπτυξη είναι περισσότερες εξαγωγές, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν στην Ελλάδα πέσουν δραματικά τα κόστη και οι τιμές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Εάν η Ελλάδα ήταν μια εξαιρετικά συνεκτική κοινωνία, με συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, ένα είδος Αυστρίας του Αιγαίου, ίσως να ήταν εφικτό να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μέσω της συλλογικά συμφωνημένης οριζόντιας μείωσης των μισθών – δηλ. μέσω μιας 'εσωτερικής υποτίμησης'. Αλλά, όπως δείχνουν τα σημερινά αποτρόπαια γεγονότα, δεν είναι.»

Ότι η Ελλάδα δεν ήταν Αυστρία του Αιγαίου ασφαλώς το γνωρίζαμε. Όμως, όσα μεσολάβησαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έδειξαν πόσο πολύ απέχουμε από τις πιο συνεκτικές κοινωνίες της Ευρώπης. Αντί για οριζόντια μείωση των μισθών, και ενώ οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις δέχονταν μεγάλες μειώσεις των αποδοχών τους προκειμένου να κρατήσουν τη δουλειά τους, στις ΔΕΚΟ είχαμε απεργίες για να μην περάσει το πλαφόν των 4.000 ευρώ το μήνα. Αντί για μείωση των τιμών, είχαμε άνοδο του πληθωρισμού, πέρα και πάνω από την επίδραση της αύξησης του ΦΠΑ και της τιμής του πετρελαίου, καθώς οι επιχειρήσεις μείωναν τους μισθούς αλλά όχι τις τιμές των προϊόντων τους. Ενώ στον ιδιωτικό τομέα χάνονταν μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας, οι υπάλληλοι του Μετρό απεργούσαν για να μην εφαρμοστεί η εργασιακή εφεδρεία – παρότι σύμφωνα με το πόρισμα του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, οι παράνομες προσλήψεις από το 2004 έως το 2009 είχαν διογκώσει τον αριθμό των εργαζομένων εκεί κατά 50%. Με δυο λόγια: αντί για κοινωνική συνοχή (και παρά τη ρητορική επίκλησή της, αριστερά και δεξιά), ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Το παράξενο δεν είναι ότι οι θιγόμενοι αντιδρούν: είναι ότι οι αντιδράσεις τους είναι εντελώς δυσανάλογες. Η φορολόγηση του πτητικού επιδόματος (στην κλίμακα και όχι αυτοτελώς) «νομιμοποιεί» τους πιλότους της Πολεμικής Αεροπορίας να αφήνουν τα αεροσκάφη στο έδαφος – και μάλιστα τις μέρες που υπογραφόταν το Μνημόνιο, και μάλιστα παρά τις διαβεβαιώσεις του τότε υπουργού άμυνας, τώρα υπουργού οικονομίας, ότι θα αποκαταστήσει την εισοδηματική απώλεια. Η ψήφιση της εργασιακής εφεδρείας «νομιμοποιεί» τους δημοσίους υπαλλήλους να καταλάβουν τα υπουργεία τους. Η προοπτική της απελευθέρωσης των ταξί «νομιμοποιεί» τον πρόεδρο του συνδικάτου ιδιοκτητών να απειλεί ότι «θα χυθεί αίμα». Η πώληση δημόσιας περιουσίας δεν είναι λανθασμένη πολιτική: είναι «έσχατη προδοσία».

Καθώς οι τόνοι ανεβαίνουν, η έλλειψη μέτρου γενικεύεται. Στις διαδηλώσεις οι συζητήσεις έχουν ξεφύγει: η «κατοχική κυβέρνηση» θα φύγει «με ελικόπτερο» και μετά θα στηθούν «κρεμάλες στο Σύνταγμα»: ένα κρεσέντο αμετροέπειας και λεκτικής βίας.

Η λεκτική βία διευκολύνει τη φυσική βία. Σε μια απολύτως προβλέψιμη – καθότι συνεχώς επαναλαμβανόμενη – χορογραφία μίσους και καταστροφής, κάθε ειρηνική (κατ’ αρχήν) διαδήλωση καταλήγει σε συγκρούσεις με ζημιές και (ενίοτε) θύματα. «Παράπλευρες απώλειες» για τους οργανωτές, που δεν δείχνουν να ανησυχούν ιδιαίτερα και ετοιμάζουν την επόμενη «ειρηνική διαδήλωση» (οι κουκουλοφόροι τη σημειώνουν στην ατζέντα τους).

Ίσως αυτό που ζούμε τον τελευταίο καιρό να είναι ένα αρχαίο δράμα: όχι μόνο με την έννοια ότι τα γεγονότα είναι δραματικά, αλλά με την έννοια ότι τα πρόσωπα του δράματος έχουν θέσει σε κίνηση έναν μηχανισμό που δεν ξέρουν ή δεν μπορούν να σταματήσουν, παρότι είναι φανερό ότι οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή.

Και όμως: από τα τέλη του 2009 καταλάβαμε (;) ότι δεν μπορούμε πια να ζούμε πάνω από τις δυνάμεις μας: αναγκαστικά, αφού απλούστατα κανείς δεν ήταν πια διατεθειμένος να μας δανείζει χωρίς να ζητά ιλιγγιώδη επιτόκια σε αντάλλαγμα. Η διεθνής οικονομική βοήθεια κάλυψε τις δανειακές ανάγκες μας μέχρι το 2013 (και έπειτα), δηλ. μας έδωσε χρόνο: είτε για να μάθουμε να παράγουμε αγαθά που να στέκονται διεθνώς, είτε για να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι θα ζούμε πιο λιτά από όσο είχαμε συνηθίσει.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απέτυχε όχι επειδή επιχείρησε να μειώσει τα ελλείμματα, αλλά επειδή δεν κατάφερε – ή δεν προσπάθησε – να αναζωογονήσει την οικονομία με σταθερούς κανόνες και προγραμματικές συμφωνίες, και παράλληλα να επουλώσει τις κοινωνικές εντάσεις επιβάλλοντας μια δίκαιη λιτότητα. Η αποτυχία της να εκσυγχρονίσει τη δημόσια διοίκηση, να αξιοποιήσει τη δημόσια περιουσία, να περιορίσει τη φοροδιαφυγή και να ενθαρρύνει την υγιή επιχειρηματικότητα, οδήγησε την κυβέρνηση στο σημερινό αδιέξοδο της «φοροκαταιγίδας» και των αδιάκριτων περικοπών.

Και τώρα τι κάνουμε; Όπως έγραφε στο ίδιο post ο Krugman, εάν αποτύχει η εσωτερική υποτίμηση, δεν απομένει παρά μια και μόνο μια εναλλακτική λύση: η κανονική υποτίμηση, «που σημαίνει έξοδο από το ευρώ». Με άλλα λόγια, εάν αποτύχει η σταδιακή προσαρμογή (ναι, αυτή: του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου), δεν θα μας απομένει παρά η απότομη προσαρμογή στο βιοτικό επίπεδο της γενιάς των γονιών μας (αλλά με τις δικές μας «ανάγκες», και σε ένα λιγότερο αθώο περιβάλλον). Αυτό θέλουμε;

Παρά τις ονειροφαντασίες των διαφόρων επαγγελματιών της επανάστασης, η επόμενη μέρα δεν πρόκειται να σημάνει ριζοσπαστικοποίηση των μαζών «προς τα αριστερά», αλλά συντηρητική αναδίπλωση της κοινωνίας και αμφισβήτηση «από τα δεξιά» των θεσμών της μεταπολίτευσης: πολιτικών (κοινοβούλιο, κόμματα, συνδικάτα) και οικονομικών (δημόσιος τομέας, φορολογία).

Φυσικά, το κυβερνών κόμμα δείχνει να πνέει τα λοίσθια, μη διαθέτοντας εφεδρείες, και έχοντας χάσει τη μάχη με τον εαυτό του. Όμως, η παρακμή του ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να ανοίξει το δρόμο ούτε στο ΚΚΕ ούτε στο ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου (όπως λένε οι αθλητικοί συντάκτες), η τελευταία πράξη του δράματος προβλέπεται να είναι μια κυβέρνηση Α. Σαμαρά (και Φ. Κρανιδιώτη ... και Χ. Λαζαρίδη). Κυβέρνηση θνησιγενής, αλλά ικανή να παρασύρει την διαλυμένη πλέον χώρα σε κάποια ακόμη τυχοδιωκτική περιπέτεια.

Λιγότερα από 4 χρόνια πέρασαν από το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη έως τον πόλεμο του 1897. Καμμιά φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται: πρώτα ως τραγωδία, ύστερα ως τραγωδία.

1 Σεπτεμβρίου 2011

«Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς»

Εισαγωγή στο βιβλίο μου «Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς: οικονομική κρίση, δημοσιονομική λιτότητα και κοινωνική προστασία» (εκδόσεις Κριτική, Σεπτέμβριος 2011).


Η κεντρική ιδέα του βιβλίου συνοψίζεται εύκολα σε μερικές φράσεις. Παρά τη ρητορεία του συρμού, το κοινωνικό κράτος δεν είναι ένα απλό θύμα της οικονομικής κρίσης: η σχέση μεταξύ των δύο είναι πολύ πιο αμφίσημη. Κατ' αρχήν, η κατακόρυφη άνοδος της δαπάνης για κοινωνική προστασία μέχρι το 2009 συνέβαλε και αυτή στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας. Ακόμη χειρότερα, η διόγκωση της κοινωνικής δαπάνης (που πλέον προσεγγίζει ή και υπερβαίνει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) δεν συνοδεύτηκε από τον «εξευρωπαϊσμό» των κοινωνικών πολιτικών (που συνέχισαν να χαρακτηρίζονται από ένα «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων» και τις υπόλοιπες παθογένειες ενός «κράτους πελατειακών παροχών»).

Στη συνέχεια, από το 2010, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός έδωσε τη θέση του στη λιτότητα για τη μείωση των ελλειμμάτων. Αυτό ήταν αναπόφευκτο – όπως ήταν επίσης αναπόφευκτο να οδηγήσει σε περικοπές δαπανών και σε μεταρρυθμίσεις προγραμμάτων. Δεν ήταν όμως καθόλου αναπόφευκτο οι περικοπές και οι μεταρρυθμίσεις να πάρουν τη μορφή που τελικά πήραν. Μεταξύ των περικοπών που διορθώνουν υπερβολές, εκλογικεύοντας την παραγωγή κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, και των «περικοπών» που παραλύουν την παραγωγή αυτή, στερώντας ζωτικούς πόρους από τα άτομα και τις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, υπάρχει τεράστια απόσταση - όπως άλλωστε υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που ανεβάζουν τον δείκτη κοινωνικής προστασίας, εξοικονομώντας ταυτόχρονα πόρους που σήμερα σπαταλώνται, και των «μεταρρυθμίσεων» που σχεδιάζονται με κύριο στόχο να περισώσουν στις νέες συνθήκες όσο δυνατόν περισσότερα από τα παλαιά προνόμια.

Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε σε ένα μεγάλο παράδοξο. Από τη μια, η οξύτατη οικονομική κρίση κλείνει επιχειρήσεις, καταστρέφει θέσεις εργασίας, μειώνει μισθούς και εισοδήματα. Η απότομη άνοδος της ανεργίας και η υποχώρηση των οικογενειακών εισοδημάτων απειλεί εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά με το φάσμα της φτώχειας. Με άλλα λόγια, ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας δεν είχαμε τόση ανάγκη για κοινωνική προστασία. Από την άλλη, ευνοώντας αποσπασματικές λύσεις, θέτοντας το μερικό συμφέρον (της ομάδας) πάνω από το γενικό (της κοινωνίας), εμποδίζοντας τις ώριμες μεταρρυθμίσεις, φροντίσαμε να έχουμε σήμερα ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ισχυρών ομάδων, αλλά εντελώς ακατάλληλο και ανέτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης (που είναι και το βασικό αντικείμενο του κοινωνικού κράτους). Η ζήτηση και η προσφορά κοινωνικής προστασίας είναι επικίνδυνα «εκτός συγχρονισμού».

Το παράδοξο αυτό δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί από την κυβέρνηση, ούτε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ούτε από τα συνδικάτα, ούτε από τον Τύπο και επομένως ούτε από την κοινή γνώμη – εκτός βέβαια από εκείνους τους συμπολίτες μας που πέφτουν οι ίδιοι θύματά του. Είναι επείγουσα ανάγκη το παράδοξο αυτό να τεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης – όχι τόσο για να επιμεριστούν ευθύνες, όσο κυρίως για να βρεθούν λύσεις.

Με την έννοια αυτή, η agenda εξισωτικής μεταρρύθμισης που ενδεικτικά σκιαγραφείται στο τέλος αυτού του βιβλίου δεν προτείνεται ως το κλειδί για όλες τις πόρτες και δεν πρόκειται να λύσει τα δεκάδες προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα της κρίσης: είναι όμως μια συμβολή στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής πολιτικής – που με τη σειρά της είναι ένα από τα συστατικά της (όχι και τόσο μυστικής) συνταγής που μπορεί να επιτρέψει σε μια χώρα να βγει από την οικονομική κρίση με την κοινωνία όρθια.

Οι επόμενες σελίδες αναπτύσσουν τα παραπάνω σημεία με εκτενέστερο τρόπο.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, με δύο κεφάλαια στο καθένα. Το πρώτο μέρος (Η κρίση και το κοινωνικό κράτος) ξεκινά με ένα σύντομο κεφάλαιο (Το κοινωνικό κράτος ως υποκείμενο της κρίσης) που εξηγεί γιατί το κοινωνικό κράτος ευθύνεται και αυτό για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό. Το Κεφάλαιο 2 (Το κοινωνικό κράτος ως αντικείμενο της κρίσης) δείχνει πώς το «ασφαλιστικό», ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα, πέρασε μέσα σε λίγες εβδομάδες, από την άνοιξη έως το καλοκαίρι του 2010, από την εποχή της ακινησίας στην εποχή της καταιγιστικής μεταρρύθμισης.

Το δεύτερο μέρος (Η ζήτηση για κοινωνική προστασία) παρουσιάζει τις συνέπειες της κρίσης αφενός στην απασχόληση και στους μισθούς, και αφετέρου στην ανισότητα και στη φτώχεια. Το Κεφάλαιο 3 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην αγορά εργασίας) ενσωματώνει στην ανάλυση τα πιο πρόσφατα δεδομένα των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού. Για λόγους που είναι γνωστοί στους ειδικούς, αντίστοιχα δεδομένα για τις εξελίξεις στην κατανομή του εισοδήματος είναι διαθέσιμα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Στη θέση τους, το Κεφάλαιο 4 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην κατανομή του εισοδήματος) παρουσιάζει τις εκτιμήσεις πρόσφατης έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με βάση τη λεγόμενη μέθοδο «μικροπροσομοίωσης», εφαρμόζοντας το υπόδειγμα φορολογίας και κοινωνικών παροχών EUROMOD. Όταν δημοσιευτούν τα στοιχεία της Ελ.Στατ. και της Eurostat, οι εκτιμήσεις μας μπορεί ενδεχομένως να αποδειχθούν ανακριβείς. Όμως, τέτοιες αποκλίσεις υπήρξαν μέχρι τώρα στατιστικά μη σημαντικές. Εν τω μεταξύ, η εφαρμογή της «μικροπροσομοίωσης» επιτρέπει αφενός την έγκαιρη αποτίμηση των διανεμητικών επιδράσεων της ύφεσης και των μέτρων λιτότητας, αφετέρου τον διαχωρισμό των επιδράσεων που ανάγονται ευθέως στην πολιτική της κυβέρνησης από εκείνες που απορρέουν κυρίως από ευρύτερες εξελίξεις στην οικονομία ή στην αγορά εργασίας.

Το τρίτο μέρος (Η προσφορά κοινωνικής προστασίας) εξετάζει πώς το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα ανταποκρίνεται στον ιστορικό ρόλο του – για να χρησιμοποιήσουμε μια μάλλον βαρύγδουπη αλλά ακριβή φράση. Το Κεφάλαιο 5 (Το κοινωνικό κράτος αντιμέτωπο με την κρίση) θέτει το ερώτημα εάν τις παραμονές της τρέχουσας κρίσης το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειές της – και απαντά με τη διαπίστωση ότι το δίχτυ ασφαλείας που είχαμε το 2009 ήταν ακατάλληλο για κάτι τέτοιο. Το Κεφάλαιο 6 (Το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σε δύσκολους καιρούς), με το οποίο κλείνει το βιβλίο αυτό, επιχειρεί να απαντήσει σε μερικά ακόμη κρίσιμα ερωτήματα: Εάν το 2009 το δίχτυ ασφαλείας ήταν διάτρητο και αναποτελεσματικό, πώς αυτό επηρέασε την κοινωνική πολιτική που εφαρμόστηκε τα δύο τελευταία χρόνια; Εάν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «λίγο» ή «καθόλου», τι πρέπει (και, κυρίως, τι μπορεί) να γίνει τώρα; Και εάν η ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι αναγκαία, πόσο εφικτή είναι σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας;

Όπως θα διαπιστώσει οποιοσδήποτε κάνει τον κόπο να ξεφυλλίσει έστω βιαστικά τις σελίδες που ακολουθούν, το βιβλίο δεν απευθύνεται σε ειδικούς. Φυσικά αυτό δεν συνεπάγεται ότι η ανάπτυξη των διαφόρων θεμάτων γίνεται με «εκπτώσεις» επιστημονικότητας. Πάντως, για να μην διακόπτεται η ροή του κειμένου, οι βιβλιογραφικές αναφορές, πηγές και οδηγίες προς όσους θα ήθελαν να εμβαθύνουν στη μελέτη των σχετικών θεμάτων βρίσκονται στις σημειώσεις (οι οποίες είναι αρκετά εκτεταμένες, ιδίως σε μερικά κεφάλαια). Οι πίνακες και τα διαγράμματα υπηρετούν το κείμενο, ενώ αντιστρόφως διαβάζονται χωρίς η αναδρομή σε αυτό να είναι απαραίτητη για την κατανόηση του νόηματός τους. Σε δύο περιπτώσεις, πρόσθετα στοιχεία παρατίθενται σε ένα παράρτημα στο τέλος των αντίστοιχων κεφαλαίων.

Κατά τα άλλα, το βιβλίο γράφτηκε από έναν οικονομολόγο, αλλά για να διαβάζεται – ελπίζω όχι μόνο από υποχρέωση – από φοιτητές όλων των κοινωνικών (και άλλων) επιστημών, από συναδέλφους ερευνητές στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής με επιστημονικό υπόβαθρο κοινωνιολόγου ή πολιτικού επιστήμονα, από εργαζόμενους που ασχολούνται με τη χάραξη και την εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών στα αρμόδια υπουργεία ή στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας, από δημοσιογράφους, καθώς και από όσους πολίτες ενδιαφέρονται για τα προβλήματα της δημόσιας πολιτικής και θέλουν να είναι ενημερωμένοι για αυτά. Εύχομαι σε όλους καλό διάβασμα!

7 Ιουνίου 2011

Τι να κάνουμε; Η κρίση και η «φτηνή ανάπτυξη»



Ομιλία στην εκδήλωση του Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» με τίτλο «Τι να κάνουμε; Ελλάδα 2011: Διλήμματα και Προοπτικές» (Τρίτη 7 Ιουνίου 2011). Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» (τεύχος 113, Απρίλιος-Ιούνιος 2011) σε άρθρο των Χ. Κανελλόπουλου, Κ. Λαμπρινού, Σ. Λιακάκη και Γ. Μπαλαμπανίδη με τίτλο «Μια συζήτηση για την κρίση στο Κέντρο Πολιτικού Προβληματισμού Μιχάλης Παπαγιαννάκης»

Ευχαριστώ και εγώ τους εκλεκτούς προσκεκλημένους μας για τις πολύ ενδιαφέρουσες ομιλίες τους, καθώς και τους υπεύθυνους του Κέντρου «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» που με προσκάλεσαν να τις σχολιάσω.

Πολλά ζητήματα, λίγος χρόνος - μπαίνω κατ' ευθείαν στο θέμα.

Ο Γιάννης Βαρουφάκης επέλεξε, όπως είπε συνειδητά, να μην μιλήσει για το θέμα της σημερινής συνάντησης (το οποίο σας θυμίζω ότι είναι «τι να κάνουμε»). Ας μου επιτρέψει να τον ενθαρρύνω να το κάνει τουλάχιστον στην δευτερομιλία του. Για αυτό θα σχολιάσω όσα έχει γράψει σε δεκάδες άρθρα μεγάλης απήχησης – μόλις προχθές στο protagon.gr.

Όσον αφορά το «τι να κάνουμε», η πρόταση Βαρουφάκη περιληπτικά είναι να απειλήσουμε τους Ευρωπαίους με στάση πληρωμών, έτσι ώστε να τους αναγκάσουμε να αναλάβουν μεγάλο τμήμα του Ελληνικού χρέους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόταση έχει αρετές. Είναι «λυτρωτική», αφού καθιστά εντελώς περιττή όλη αυτή την καταθλιπτική συζήτηση για το πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα – δηλ. πώς θα μάθουμε να ζούμε χωρίς σπατάλες, χωρίς διαφθορά, χωρίς επιχειρηματικότητα της αρπαχτής, χωρίς συντεχνίες, χωρίς πελατειακό κράτος της συμφοράς. Μοιάζει σαν εμείς οι Έλληνες να μην χρειάζεται να κάνουμε παρά μόνο ένα πράγμα για να σωθούμε: να βρούμε έναν πρωθυπουργό πιο κιμπάρη και πιο τζογαδόρο από τον σημερινό - κάποιον π.χ. σαν τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού.

Έχω λοιπόν την εξής απορία: Εάν κάνουμε ό,τι προτείνει ο Βαρουφάκης, δεν θα ήταν σαν να ζητούσαμε από τους Ευρωπαίους μια λευκή επιταγή; Και εάν την υπέγραφαν, δεν θα ήταν σαν να έκλειναν το μάτι σε κάθε άλλη χώρα να πέσει και αυτή έξω (έτσι κι αλλοιώς πληρώνουν οι Γερμανοί). Γιατί λοιπόν να την υπογράψουν; Μήπως επειδή, εάν τολμήσουν να αρνηθούν, θα τους παρασύρουμε στην καταστροφή, ανακράζοντας ομαδικώς «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων»;

Μήπως τέτοιου είδους προτάσεις αναβιώνουν απλώς το στερεότυπο του Έλληνα ως μοχθηρού Βαλκάνιου και ως πονηρού Ανατολίτη; Μήπως για αυτό πείθουν περισσότερο όσους αναγνωρίζονται σε αυτό το στερεότυπο;

Ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου θεωρεί το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ευκαιρία εκσυγχρονισμού. Για να μην την σπαταλήσουμε, θα πρέπει οπωσδήποτε να αναδιοργανώσουμε την κρατική μηχανή (αυτή την «ανελέητη μηχανή παραγωγής δαπανών με ελάχιστο κοινωνικό αντίκρισμα για ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού»). Πρόκειται για μια προϋπόθεση περίπου «προ-πολιτική», αφού η μηχανή έχει πάψει να είναι λειτουργική, τόσο για τα συμφέροντα της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Η αναδιοργάνωσή της «από τα θεμέλια» δεν θα σημάνει ασφαλώς το τέλος της πολιτικής: μια καλύτερη αριστερά θα συνεχίσει να συγκρούεται με μια καλύτερη δεξιά - αλλά με τρόπο πολύ πιο προωθητικό για το δημόσιο συμφέρον, όπως το ορίζει η κάθε μια.

Παραδέχομαι ότι η ανάλυση αυτή μου είναι συμπαθής. Η ανησυχία μου – και, φαντάζομαι, η ένσταση πολλών ακροατών – είναι η εξής. Πόσο πολιτικά ουδέτερη θα είναι η φιλελεύθερη αναδιοργάνωση του κράτους (και ολόκληρης της οικονομίας) που μας προτείνουν οι δανειστές μας; Και έστω ότι είναι απαραίτητη ή αναπόφευκτη: Μήπως η νέα Ελλάδα που θα αναδυθεί από τις στάχτες της παλαιάς θα έχει στο γενετικό της κώδικα την οριστική ήττα των αξιών της αριστεράς; Και όχι μόνο του αυταρχισμού και της αυθαιρεσίας (της κακής αριστεράς), αλλά επίσης της ισότητας και της δικαιοσύνης (της καλής αριστεράς);

Μπορούν οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς και της δημοκρατικής αριστεράς να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη – και πώς; Πώς μπορούν να εγγυηθούν ότι στη νέα Ελλάδα οι μισθοί θα είναι υψηλότεροι, η απασχόληση περισσότερη και καλύτερη, ότι τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων θα γίνονται σεβαστά περισσότερο από ό,τι σήμερα; Και αν δεν μπορούμε να τα εγγυηθούμε όλα αυτά, τι απαντάμε σε όσους μας λένε ότι είναι προτιμότερο να μείνουμε σε αυτά που ξέρουμε;

Ο Αρίστος Δοξιάδης προτείνει τη μετακίνηση 500 χιλιάδων εργαζομένων («10% με 15% του εργατικού δυναμικού») από ενδοστρεφείς, μη εμπορεύσιμους κλάδους (βασικά δημόσιες υπηρεσίες) προς εξωστρεφείς δραστηριότητες του εξαγωγικού τομέα. Δεν αμφισβητώ ότι κάτι τέτοιο είναι πράγματι αναγκαίο, εάν θέλουμε να αποφύγουμε μια σταδιακή ή απότομη καθίζηση του βιοτικού μας επιπέδου. Εάν αμφιβάλλω για κάτι, είναι τα εξής δύο πράγματα.

Πρώτον, πόσο συμβατός με την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή θα ήταν ένας τόσο ριζικός αναπρογραμματισμός ανθρώπων στο σχετικά μικρό χρονικό διάστημα που απαιτείται; Μήπως μιλάμε για κάτι σαν την κολλεκτιβοποίηση των κουλάκων στην ΕΣΣΔ του 1930, τηρουμένων των αναλογιών; Μήπως η προτεινόμενη στροφή απειλήσει την ομαλότητα, εάν επιχειρηθεί βιαστικά – ενώ, εάν επιτευχθεί «οργανικά» και αβίαστα, απλώς αργήσει να φέρει καρπούς;

Δεύτερον, όπως έχει γράψει πολύ ωραία ο Αρίστος Δοξιάδης: «Αυτές οι νέες εξωστρεφείς μικροεπιχειρήσεις [...] θα είναι αυτοσχέδιες, και θα φαίνονται πρόχειρες, μυστήριες, βαλκανικές [...] Ας μην τις υποτιμάμε οι υπόλοιποι. Γιατί αυτές θα μας ξελασπώσουν.»

Σύμφωνοι: δεν τις υποτιμάμε. Μήπως όμως αυτές οι «νέες εξωστρεφείς μικροεπιχειρήσεις» θα είναι βιώσιμες μόνο στο βαθμό που παραβιάζουν την εργατική, ασφαλιστική, πολεοδομική, περιβαλλοντική κτλ. νομοθεσία; Μήπως δηλ. απλώς θα αναπαράγουν το σημερινό (θα έλεγα: χρεωκοπημένο) παραγωγικό μοντέλο «φτηνής ανάπτυξης», στο οποίο μας έμαθε να δυσπιστούμε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης;

Η απορία μου αυτή με φέρνει στο τελευταίο σχόλιό μου. Η άρνηση του Γιώργου Σταθάκη να θίξει τη σπατάλη και τη χαμηλή αποδοτικότητα της δημόσιας δαπάνης (η οποία όντως αθροιστικά δεν είναι υπερβολικά υψηλή) δεν μπορεί να με βρει σύμφωνο. Αντίθετα, συμμερίζομαι απολύτως την επιμονή του στην ανάγκη καταπολέμησης της φοροδιαφυγής – η οποία του θυμίζω ότι αποτελεί μόνιμη επωδό και της τρόικας.

Η ένστασή μου είναι ότι η ανάλυσή του υπερτονίζει το «ταξικό» στοιχείο. Η φοροδιαφυγή των ευκατάστατων στρωμάτων είναι πράγματι εκτεταμένη, και μου είναι απολύτως απεχθής. Όμως, είναι διάχυτη και μεταξύ λιγότερο εύπορων στρωμάτων: αγρότες, καταστηματάρχες, μικροϊδιοκτήτες, μικροεπαγγελματίες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι κτλ. Δεν είναι επίσης καθόλου άγνωστη ούτε στους μισθωτούς: ο υπάλληλος της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ που κάνει ελεύθερο επάγγελμα το απόγευμα δεν κόβει ασφαλώς αποδείξεις, ούτε ο καθηγητής που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα – για να μην αναφερθώ στον υπάλληλο της Πολεοδομίας ή της Εφορίας που χρηματίζεται.

Επί πλέον, η φοροδιαφυγή δεν στρεβλώνει απλώς την αναδιανεμητική λειτουργία του φορολογικού συστήματος, και κατ' επέκταση τη διανομή του εισοδήματος. Στρεβλώνει επίσης την κατανομή των πόρων, επιδοτώντας οικονομικές δραστηριότητες αντιπαραγωγικές αλλά ελκυστικές, επειδή υπόσχονται φορολογική ασυλία. Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό μας φέρνει στο σημείο εκκίνησης: στο χρεωκοπημένο μοντέλο της «φτηνής ανάπτυξης».

Δεν εννοώ βέβαια ότι πρέπει να ξεχάσουμε την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Ακριβώς το αντίθετο εννοώ: ότι θα πρέπει να την κάνουμε «σημαία» μας. Έχοντας όμως πλήρη συναίσθηση ότι ο αγώνας κατά της φοροδιαφυγής είναι αγώνας κατά της «φτηνής ανάπτυξης» - και για αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μακρύς και δύσκολος.

4 Ιουνίου 2011

Η κρίση χωρίς ψευδαισθήσεις

Γράφτηκε από κοινού με τον Σταύρο Λιβαδά και τον Γιώργο Προκοπάκη. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Σάββατο 4 Ιουνίου 2011).

Κρίση και παθογένειες

Η χώρα περνά μια από τις χειρότερες κρίσεις της ιστορίας της. Για αυτή την κατάσταση ευθύνονται πολλοί, κυρίως όμως όσοι κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο τις τελευταίες δεκαετίες. Ευθύνες έχουν και όσοι συνέβαλαν με τη στάση τους στην επικράτηση του σημερινού μοντέλου πολιτικής. Ενός μοντέλου βασισμένου στις πελατειακές σχέσεις, στη διαφθορά, στην ιδιοποίηση δημόσιου πλούτου, στην αδιαφανή διαχείριση των δημοσίων πόρων, της δημόσιας διοίκησης, των κοινωνικών υπηρεσιών, του περιβάλλοντος.

Αναμφίβολα η κρίση της οικονομίας επιβαρύνεται από την παγκόσμια χρηματοοικονομική αστάθεια. Κυρίως όμως είναι επακόλουθο της εγχώριας πολιτικής κρίσης. Πίσω από κάθε πτυχή της ελληνικής οικονομικής κρίσης κρύβεται κάποια από τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος:

  • Η εμπέδωση της αντίληψης ότι η κερδοφορία μιας επιχείρησης εξαρτάται από τις κατάλληλες διασυνδέσεις, και όχι την ανταγωνιστικότητά της.

  • Η συστηματική παραβίαση της εργατικής, ασφαλιστικής, φορολογικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

  • Η ανάδειξη του κράτους σε «μεγαλοεργοδότη», με κύριο μέλημα την «εξόφληση» κάθε μορφής και είδους «πελατειακών» οφειλών.

  • Η εύνοια προς μια κρατικοδίαιτη μεγάλη επιχειρηματικότητα, εις βάρος τόσο της υγιούς ανταγωνιστικότητας, όσο και του κοινωνικού συμφέροντος.

  • Η δημιουργία ενός συμπαγούς δικτύου σχέσεων, βασισμένου στη συναλλαγή, τη διαπλοκή και τη διαφθορά, ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό, την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και τον ιδιοτελή συνδικαλισμό.

  • Η ανεύθυνη συσσώρευση ελλειμμάτων, που η μια κυβέρνηση κληροδοτούσε στην άλλη και όλες μαζί στις νεώτερες γενιές.


  • Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις

    Όποια και αν είναι η κατάληξη της σημερινής κρίσης, η χώρα θα βρεθεί υποχρεωτικά με πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό και με μειωμένο δημόσιο χρέος. Το πραγματικό δίλημμα είναι εάν στην επόμενη μέρα θα οδηγηθούμε με τρόπο βίαιο και καταστροφικό, ή εάν θα προχωρήσουμε συντεταγμένα.

    Για την έξοδο από την κρίση δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Κάποιου είδους διακανονισμός του δημόσιου χρέους με τους πιστωτές μας, ιδιώτες και μηχανισμούς στήριξης, φαίνεται αναπόφευκτος. Θετική προοπτική για την Ελλάδα μπορεί να υπάρξει μόνον εάν προχωρήσουμε στο διακανονισμό με τα ελλείμματα υπό έλεγχο.

    Σε κάθε περίπτωση, μόνος ο λογιστικός διακανονισμός του χρέους δεν λύνει το πρόβλημα. Το «κούρεμα» των πιστωτών, παρά τη λογιστική μείωση του χρέους, μετατρέπει τις διευκολύνσεις της ΕΚΤ και τις εγγυήσεις του δημοσίου σε χρέος. Επί πλέον, κάνει απαγορευτική για μεγάλο χρονικό διάστημα την προσπέλαση στις αγορές και τη διαχείριση των δημοσιονομικών, στο πλαίσιο ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής. Οι ήπιες λύσεις, με τη συναίνεση των πιστωτών, είναι ευπρόσδεκτες. Όμως, μικρή μόνο βελτίωση μπορούν να επιφέρουν.

    Υποχρεωτικά, η έξοδος από την κρίση περνάει μέσα από την δημοσιονομική εξυγίανση, και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με κάθε πρόσφορο τρόπο.


    Μεταρρύθμιση τώρα

    Η ραγδαία και ριζική αλλαγή του πλαισίου άσκησης των δραστηριοτήτων του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας είναι σήμερα πιο επείγουσα παρά ποτέ. Αφενός για την άμεση δρομολόγηση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, με ελαχιστοποίηση των κραδασμών για την κοινωνία και τη διατήρηση των ωφελημάτων μετά την κρίση προσφέροντας επαρκές πλεόνασμα για την υποστήριξη της ανάπτυξης. Αφετέρου για την απελευθέρωση των κοινωνικών δυνάμεων που ασφυκτιούν, κάτω από το βάρος του πελατειακού κράτους.

    Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι προσανατολισμένες προς την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, ώστε το κράτος να είναι λιγότερο εργοδότης και διαχειριστής του πλούτου και περισσότερο εγγυητής της νομιμότητας και της ισονομίας, καταλύτης της ανάπτυξης, ρυθμιστής της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης.

    Είναι απαραίτητη η διάλυση όλων των ειδών πελατειακών σχέσεων, η πάταξη της διαπλοκής και της διαφθοράς. Δεν μπορεί να αφορούν μόνον την οικονομία: πρέπει να καλύπτουν τη δημόσια διοίκηση, την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική προστασία, τη δικαιοσύνη, την πλήρη εξυγίανση της πολιτικής ζωής. Με κύριους στόχους ένα υγιέστερο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, ένα μικρότερο αλλά αποδοτικότερο κράτος, την ενίσχυση του κύρους των πολιτικών θεσμών, την αποκατάσταση του κράτους δικαίου, καθώς και ένα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο σύστημα φορολογίας και κοινωνικής προστασίας. Είναι ο μόνος δρόμος για την επαναπροσέγγιση και σύμπλευση με τα κράτη και τους λαούς της Ευρώπης, έξω από το πλαίσιο της οποίας δεν υπάρχει καμιά προοπτική για τη χώρα.

    Είναι βέβαιο ότι όσοι κέρδισαν, όσοι βολεύτηκαν και όσοι απλώς συμβιβάστηκαν με όσα μας έφεραν στη σημερινή κρίση θα αντισταθούν στις μεταρρυθμίσεις μέχρι τέλους.Το κάνουν ήδη, καθώς η χώρα βρίσκεται σε μια παρατεταμένη κατάσταση ακυβερνησίας.

    Ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την κυβέρνηση με τη μήτρα του παλαιοπασοκικού λαϊκισμού δεν αποκόπηκε ποτέ. Ήδη μετατρέπεται σε βρόχο, που κινδυνεύει να την πνίξει – μαζί και την κοινωνία. Σε παρόμοια θηλειά έχει εμπλακεί και το πολιτικό σύστημα της χώρας, παιδί του ίδιου πελατειακού κράτους, από το οποίο έχει μάθει να ζεί και από το οποίο δεν επιθυμεί να αποκοπεί. Η κοινωνία, κατακερματισμένη και αυτονομημένη, βρίσκεται σε κατάσταση αμηχανίας. Το πελατειακό σύστημα που μέχρι χθες παρήγαγε κοινωνική συναίνεση, αδυνατεί πλέον να εγγυηθεί κοινωνική συνοχή. Το σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον, η μαζική διάψευση των ελπίδων, όσων πίστεψαν αλλά δεν έφταιγαν, παράγει αποστροφή, οργή, αγανάκτηση. Αντιδράσεις δικαιολογημένες, αλλά αδιέξοδες.

    Η εποχή της πλαστής ευδαιμονίας παρήλθε ανεπιστρεπτί. Μας μένει να διαχειριστούμε τις οδυνηρές συνέπειες της. Μπροστά μας δεν υπάρχει άλλη οδός, παρά αυτή των μεταρρυθμίσεων. Είναι καιρός να ενεργοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση όλες οι ζωντανές δυνάμεις της χώρας: όσοι αντιλάμβάνονται πως η ατομική πρόοδος ταυτίζεται με το συλλογικό αγώνα για το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική αλληλεγγύη.

    16 Μαΐου 2011

    Το έλλειμμα και το χρέος της δημοκρατικής αριστεράς


    Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 26 Μαΐου 2011). Η γελοιογραφία του Kipper Williams δημοσιεύτηκε στην Βρετανική εφημερίδα «The Guardian» (Τρίτη 4 Μαΐου 2010)

    Βρισκόμαστε σε διαδικασία μετάβασης: από μια εποχή πλαστής ευδαιμονίας με δανεικά σε μια νέα εποχή κατά την οποία θα πρέπει είτε να καταναλώνουμε λιγότερο είτε να παράγουμε περισσότερο (είτε κάποιον συνδυασμό των δύο).

    Αυτό ισχύει είτε μείνουμε στο ευρώ (οπότε θα περάσουμε στην επόμενη φάση με συντεταγμένο τρόπο) είτε βγούμε από το ευρώ (οπότε αυτό θα γίνει με χαοτικό τρόπο).

    Η νέα εποχή θέτει επί τάπητος μια σειρά θεμάτων (μια νέα agenda) που προκαλεί αμηχανία στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Αντίθετα, πάνω στην agenda αυτή έχει πολλά να πει η δημοκρατική αριστερά: από τη ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη έως τους αρκετούς δημοκράτες αριστερούς πολίτες που βρίσκονται σήμερα διάσπαρτοι σε διάφορα άλλα κόμματα - ή σε κανένα.

    «Καταναλώνουμε λιγότερο» σημαίνει λιτότητα – αλλά πώς θα είναι αυτή; δίκαιη ή άδικη;

    «Παράγουμε περισσότερο» - αλλά πώς: μέσω μιας νέας παραγωγικής συμφωνίας που θα προστατεύει τους μισθούς, τις θέσεις εργασίας και το περιβάλλον; ή με περαιτέρω επιδείνωση του συσχετισμού ισχύος σε βάρος των εργαζομένων στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα;

    Το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα δεν θέλει να συζητά για αυτά. Είναι απασχολημένο με το να πασχίζει να περισώσει όσες περισσότερες μπορεί από τις «σταθερές» της προηγούμενες εποχής: ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές.

    Με δυο λόγια, το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα πασχίζει να περισώσει το «νόμισμα» της αναπαραγωγής του την εποχή της πλαστής ευδαιμονίας: τις πάσης φύσεως προσόδους προς όσους διέθεταν (και διαθέτουν ακόμη) προσβάσεις σε αυτό.

    Για αυτό, οι περισσότεροι πολιτικοί (αλλά και άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης) προτιμούν να συζητούν για πράγματα που δεν είναι στο χέρι τους. Όλοι έχουν κάτι να πουν για την περιβόητη αναδιάρθρωση του χρέους (ιδίως εκείνοι που καλά θα έκαναν να σιωπούν). Όμως αυτή - εάν ή όταν γίνει - θα είναι με τους όρους των δανειστών μας.

    Η Ελλάδα έχει ένα και μόνο ένα «διαπραγματευτικό χαρτί», και αυτό είναι η μείωση των ελλειμμάτων. Αυτό είναι στο χέρι μας, αλλά βέβαια οι περισσότεροι από όσους θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για αυτό προτιμούν να μιλάνε για άλλα αντ’ άλλων: για το «επαχθές» χρέος, για το Μνημόνιο που «δεν βγαίνει» κ.ά.

    Με αυτά και με αυτά, είναι διάχυτη η αίσθηση ότι «δεν θα τα καταφέρουμε», αυξάνεται η πιθανότητα να μην πάρουμε κάποια επόμενη δόση του δανείου, πληθαίνουν οι αστοχίες και οι ανεπάρκειες των κυβερνητικών χειρισμών, οι (λίγοι) υπουργοί που προσπαθούν δείχνουν φανερά σημεία κόπωσης, ενώ η αντιπολίτευση βυθίζεται και αυτή στην αφασία, στη σύγχυση και στην έξαρση του λαϊκισμού.

    Μέσα στη γενική κακοφωνία, είναι καιρός να δοθεί ο λόγος σε αυτούς που έχουν κάτι να πουν: στις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας, στην πολιτική και στην κοινωνία.

    Η δημοκρατική αριστερά πρέπει και αυτή να συμβάλει στη σωτηρία και στην ανόρθωση της χώρας. Αρκεί να το πάρει απόφαση ότι εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Ότι η αναδιάρθρωση του χρέους δεν είναι το κόλπο που θα μας επιτρέψει να βγούμε από τη δυσκολία χωρίς κόπο. Ότι τέτοια κόλπα απλώς δεν υφίστανται.

    Η πολυπόθητη «διεθνοποίηση» (δηλ. ο εξευρωπαϊσμός) του «ελληνικού ζητήματος» συμβαίνει ήδη: ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι πριν λίγο η Ευρώπη επέμενε στη «ρήτρα μη διάσωσης», την οποία άλλωστε είχε μόλις θεσμοθετήσει. Ο «αριστερός ευρωπαϊσμός» είναι μια καλή ιδέα, αλλά δεν μπορεί να μεταφράζεται στο «να πληρώσουν οι άλλοι τα δικά μας σπασμένα». Ο μεγαλύτερος οικονομικός συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. είναι επίσης καλή ιδέα – αλλά θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η θεσμοθέτησή του θα συνεπάγεται ακόμη αυστηρότερη επιτήρηση των δημοσίων οικονομικών της χώρας μας.

    Ό,τι και αν συμβεί με την αναδιάρθρωση του χρέους, μας περιμένουν πολλά χρόνια (ίσως 20+) σκληρότερης λιτότητας ή και σκληρότερης δουλειάς: όσο σκληρότερης δουλειάς τόσο λιγότερο σκληρής λιτότητας – και φυσικά αντιστρόφως.

    Για αυτό, η δημοκρατική αριστερά θα πρέπει να εγκαταλείψει τις τελευταίες αγκυλώσεις της. Κάθε νοικοκυριό που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, όταν φτάσει με την πλάτη στον τοίχο θα πουλήσει και τα ασημικά του, όσο καλύτερα μπορεί. Ας αφήσουμε τα εύκολα «όχι». Το δίλημμα «αξιοποίηση ή εκποίηση της δημόσιας περιουσίας» δεν έχει νόημα. Τα μόνα άξια λόγου ερωτήματα είναι ποια, πόσο, πότε. Όμως αυτά είναι τεχνικά ζητήματα, για τα οποία υπάρχουν ειδικοί. Δουλειά των πολιτικών είναι να ξεκαθαρίσουν το τοπίο από τις αγκυλώσεις.

    Θα πρέπει να εργαζόμαστε από σήμερα για την ανόρθωση της οικονομίας μας, αλλά αυτή - ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση - δεν πρόκειται να έρθει από τη μια μέρα στην άλλη. Εν τω μεταξύ, η κρίση δοκιμάζει τη συνοχή της κοινωνίας μας. Οι δυνάμεις της δημοκρατικής αριστεράς θα πρέπει να αναλάβουν μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία για τη δικαιότερη κατανομή των βαρών και για την ενδυνάμωση της κοινωνικής προστασίας. Για την υπεράσπιση των εργαζομένων που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με έναν χαμηλό μισθό που μειώνεται, και με το φόβο της ανεργίας. Για την ενίσχυση όσων τους εκπροσωπούν (που δεν είναι η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ).

    Σήμερα η Αθήνα και οι άλλες πόλεις βυθίζονται σε έναν αυτοκαταστροφικό κύκλο βίας και μισαλλοδοξίας. Είναι καιρός η δημοκρατική αριστερά και όλες οι δημιουργικές δυνάμεις της χώρας να στείλουν ένα καθαρό μήνυμα. Οι άνθρωποι - έστω και δύσκολα - μπορούν να ζουν και με λιγότερα χρήματα, αρκεί να έχουν περισσότερη αλληλεγγύη. Αυτό που δηλητηριάζει τη ζωή τους είναι η ανασφάλεια και ο φόβος για τη βία, κοινωνική ή «πολιτική».

    1 Μαΐου 2011

    Απροϋπόθετο πανεπιστήμιο στη Ρούμελη με έδρα τη Λαμία;

    Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Μάιος 2011). 
    Διαβάζω πάντοτε με πολύ ενδιαφέρον τα άρθρα του Δημήτρη Παπανικολάου. Η χωρίς περιστροφές επιχειρηματολογία και το ευθύ, ενίοτε πολεμικό ύφος του μου φαίνονται απολαυστικά – και απείρως προτιμότερα τόσο από τον δήθεν καθωσπρεπισμό, όσο και από τα υπονοούμενα για μυημένους, που συνήθως χαρακτηρίζουν την «πάλη των ιδεών» εν Ελλάδι. Με το ίδιο ενδιαφέρον, αλλά πιο ανάμικτα αισθήματα, διάβασα το πρόσφατο άρθρο του «Καλά κέρδη: μια ιστορία από τον κόσμο της 'πανεπιστημιακής αυτοτέλειας'» (The Books’ Journal, Απρίλιος 2011). Η υπόθεση της χορηγίας Καντάφι στη London School of Economics, και των αντισταθμιστικών οφελών που αυτή φαίνεται να εξασφάλισε στο λιβυκό καθεστώς, είναι πράγματι διδακτική: δείχνει τους κινδύνους που απειλούν ένα πανεπιστήμιο που αναγκάζεται να αναζητά πόρους για την επιβίωση (ή επέκταση) του. Όμως ο Δημήτρης Παπανικολάου φαίνεται να πιστεύει ότι το πραγματικό δίδαγμα της υπόθεσης Καντάφι-LSE για τον Έλληνα αναγνώστη είναι άλλο. Επειδή το «αγγλοσαξονικό μοντέλο ακολουθεί το πρότυπο που κάποιοι θέλουν να επιβάλουν και στην Ελλάδα», κάπου στα μισά του άρθρου ο αρθρογράφος αλλάζει στόχο: αφού πρώτα κατακεραυνώσει τον «νεο-εκσυγχρονιστικό λόγο», στη συνέχεια συνηγορεί υπέρ του «απροϋπόθετου πανεπιστημίου», και καταλήγει διαχωρίζοντας τη θέση του από την «προδιαγεγραμμένη πορεία» προς το «αυτόνομο πανεπιστήμιο» (εννοεί αυτό που άλλοι ονομάζουν «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο»), ευχόμενος στους υπόλοιπους «καλά και αυτόνομα κέρδη». Ελπίζω ότι δεν αδικώ το άρθρο συνοψίζοντας το νοητικό σχήμα του ως εξής: «Ο κόσμος εκεί έξω είναι νεοφιλελεύθερος, δηλαδή σκληρός και επικίνδυνος. Για αυτό, όποια και να είναι η κατάσταση του ελληνικού πανεπιστημίου, αφήστε κατά μέρος τις ανοησίες περί μεταρρύθμισης. Δεν βλέπετε πού μπορεί να οδηγήσει; Καλύτερα απροϋπόθετο πανεπιστήμιο στη Ρούμελη με έδρα τη Λαμία, παρά LSE με χορηγία Καντάφι». Προφανώς ο Δημήτρης Παπανικολάου θεωρεί αδιανόητο να ανησυχεί κανείς για τις ακραίες συνέπειες της πανεπιστημιακής επιχειρηματικότητας, και ταυτόχρονα να αναζητά μια διέξοδο από το σημερινό τέλμα του ελληνικού πανεπιστημίου. Πιστεύω ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Κατά τη γνώμη μου, το μοναδικό άξιο λόγου ζήτημα για τα πανεπιστήμια (σήμερα, στην Ελλάδα) είναι το πώς: (α) θα ξεφύγουμε από την απερίγραπτη παρακμή του ελληνικού πανεπιστημίου, (β) μαθαίνοντας από την εμπειρία άλλων χωρών (και φυσικά αποφεύγοντας τα λάθη τους), (γ) σε συνθήκες μιας άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής στενότητας – και (δ) με την εκπαιδευτική πολιτική στον ασφυκτικό έλεγχο ενός ανθρώπου (του υφυπουργού κ. Πανάρετου) που συμβολίζει με το χειρότερο τρόπο τις τραγικές ανεπάρκειες της κυβέρνησης στην οποία ανήκει. Παραδέχομαι ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο. Αντίθετα, είναι πολύ ευκολότερο να γράφει κανείς ιερεμιάδες για τα προβλήματα των ευρωπαϊκών ή αμερικανικών πανεπιστημίων. Ή να ξεμπερδεύει με τα αδιέξοδα του ελληνικού πανεπιστημίου, και συνάμα με τα διλήμματα της δημόσιας χρηματοδότησης της μαζικοποιημένης ανώτατης εκπαίδευσης τον καιρό της λιτότητας, με τον περισπούδαστο όρο «απροϋπόθετο πανεπιστήμιο». Πολύ ευκολότερο – μα επίσης τόσο θλιβερά ανεπαρκές.

    21 Απριλίου 2011

    10 πράγματα που θα άλλαζα στη χώρα

    Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Πέμπτη 21 Απριλίου 2011)

    1. Αναγέννηση του δημόσιου χώρου

    Πώς είναι η Ελλάδα που ονειρεύομαι; Με δάση χωρίς καμμένα και χωρίς αυθαίρετα. Εξοχές χωρίς σκουπίδια. Παιδικές χαρές χωρίς βανδαλισμένα παγκάκια και grafitti. Πλατείες χωρίς τραπεζοκαθίσματα. Εστιατόρια και μπαρ με λιγότερο τσιγάρο (είναι θέμα σεβασμού). Γειτονιές με λιγότερο θόρυβο (είναι θέμα σεβασμού). Πεζοδρόμια - και πεζόδρομους - χωρίς παρκαρισμένα και χωρίς μοτοσυκλέτες (είναι θέμα σεβασμού). Πόλεις με λιγότερα αυτοκίνητα, κέντρο της πόλης χωρίς αυτοκίνητα. Κοντινές μετακινήσεις με το μετρό, με το ποδήλατο - και με τα πόδια. Πιο μακρινά ταξίδια με το τραίνο. Επειδή: «Αν χάσουμε το σιδηρόδρομο δεν θα χάσουμε μόνο ένα πολύτιμο περουσιακό στοιχείο, που θα μας κοστίσει πολύ ακριβότερα να αντικαταστήσουμε ή να αποκαταστήσουμε. Θα είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι έχουμε ξεχάσει πώς να ζούμε συλλογικά.» (Tony Judt)


    2. Εξυγίανση του κράτους

    Οι «δημόσιοι λειτουργοί» που αξίζουν να ονομάζονται έτσι είναι αστυνόμοι που ενδιαφέρονται για τη δίωξη του εγκλήματος και την προστασία των φιλήσυχων πολιτών (δηλ. δεν πουλάνε εκ του ασφαλούς νταηλίκι σε πιτσιρικάδες, δεν συναλλάσσονται με τα κυκλώματα της νύχτας, δεν βαριούνται γενικώς να ασχοληθούν). Υπάλληλοι υπηρεσιών που εξυπηρετούν με ευσυνειδησία. Γιατροί, νοσηλευτές, δάσκαλοι και καθηγητές που κάνουν τη δουλειά τους με εντιμότητα, και όσο καλύτερα μπορούν. Γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι η ανταμοιβή τους δεν θα είναι παρά ένας καλός μισθός, η εκτίμηση των συναδέλφων τους, και η ευγνωμοσύνη όσων πέρασαν από τα χέρια τους. (Κάποιοι από αυτούς υπάρχουν ήδη: τους έχουμε γνωρίσει. Πρέπει επειγόντως να πληθύνουν.) Επίσης: προϊστάμενοι και διευθυντές που με τη στάση τους δίνουν ένα παράδειγμα επαγγελματισμού και ακεραιότητας. Και φυσικά: πολιτικοί που συνδέουν τη φιλοδοξία τους (θεμιτό: αν δεν ήταν φιλόδοξοι θα έκαναν άλλη δουλειά) με το δημόσιο συμφέρον (όπως το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι).


    3. Ανασύσταση των δημόσιων αγαθών

    Η Ελλάδα (παρά τον βλακώδη αντιαμερικανισμό) είναι η πιο Αμερικανική χώρα της Ευρώπης. Πουθενά αλλού δεν θεωρείται τόσο φυσιολογικό τόσοι πολλοί να τρέχουν σε ιδιώτες γιατρούς, να γεννούν σε ιδιωτικά μαιευτήρια, να στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο, να αθλούνται σε ιδιωτικά γυμναστήρια κτλ. κτλ. Θα πρέπει τα δημόσια αγαθά – το είδος, η ποιότητα και η διαθεσιμότητά τους - να ξαναβρεθούν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Όχι ως πρόσχημα για τα σκανδαλώδη προνόμια των λίγων που ζουν από αυτά. Αλλά ως περιεχόμενο της καθημερινότητας όλων μας, ως πολιτών ενός κράτους που θέλει να λέγεται προηγμένο. Ακόμη και όσοι ανήκουν στις εύπορες μεσαίες τάξεις καλά θα έκαναν να ενδιαφερθούν ξανά για τα δημόσια αγαθά: μπορεί κάποτε να τα χρειαστούν.


    4. Αποκατάσταση της φορολογίας

    Μέχρι τώρα δεν έχει επινοηθεί κάποιο ικανοποιητικό υποκατάστατο ενός κράτους που λειτουργεί σωστά. Όσο και αν έχουν βαλθεί να μας πείσουν για το αντίθετο οι οπαδοί του ελαχίστου κράτους – με τη βοήθεια των συντεχνιών του Δημοσίου. Δεν εννοώ ότι η φορολογία είναι αναγκαίο κακό. Εννοώ ότι είναι αναγκαίο καλό: βρίσκεται στον πυρήνα της δημοκρατίας. Οι πολίτες – εφόσον φυσικά πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους - έχουν δικαίωμα (ή μάλλον υποχρέωση) να απαιτούν δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, διαφάνεια στις δημόσιες δαπάνες, καταπολέμηση της σπατάλης στα δημόσια έργα. Εξ άλλου: «Οι φόροι, σε τελευταία ανάλυση, είναι τα τέλη που πληρώνουμε για να είμαστε μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας.» (Franklin D. Roosevelt)


    5. Απαξίωση της φοροδιαφυγής

    Χρειαζόμαστε ένα θεσμικό περιβάλλον (δηλ. αξίες και συμπεριφορές, όχι μόνο νόμους) που να απαξιώνει την φοροδιαφυγή. Όχι απλώς να την απαγορεύει και να την τιμωρεί. Θα πρέπει όσοι επιδίδονται σε αυτήν να ντρέπονται να κυττάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, να φοβούνται μήπως το μάθουν τα παιδιά τους και οι φίλοι τους, να τρέμουν την αποδοκιμασία των συναδέλφων τους. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουν ότι εάν συλληφθούν δεν θα μπορούν να υπολογίζουν στη συνενοχή των υπαλλήλων της Εφορίας, ούτε στη μεσολάβηση κάποιου πολιτικού, ούτε στην επιείκεια των δικαστηρίων.


    6. Υγιής επιχειρηματικότητα

    Η αθλιότητα του δημόσιου τομέα συχνά βρίσκει το ταίρι της σε εκείνη του ιδιωτικού. Υπάρχουν εξαιρέσεις – το γνωρίζω, αλλά δεν αξίζει να αντιδικούμε για το εάν αυτές είναι περισσότερες και λαμπρότερες εδώ ή εκεί. Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι πάρα πολλές επιχειρήσεις καταφέρνουν να είναι βιώσιμες μόνο στο βαθμό που παραβιάζουν κατά συρροήν τη νομοθεσία: φορολογική, περιβαλλοντική, ασφαλιστική, εργατική - και ποιος ξέρει ποια άλλη. Κακά τα ψέμματα: μέχρι πρόσφατα, ο ταχύτερος τρόπος για να βγάλει ένας επιχειρηματίας χρήματα στην Ελλάδα ήταν να αξιοποιήσει κάποια καλή γνωριμία ώστε να εξασφαλίσει κάποια επιδότηση ή κάποιο καλό συμβόλαιο με το Δημόσιο. Η «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής» ως νόρμα. Τώρα που το Δημόσιο δεν διαθέτει πια χρήματα για μοίρασμα, θα χρειαστούμε μιαν άλλου τύπου επιχειρηματικότητα. Και για να την αποκτήσουμε δεν αρκεί η απλοποίηση της νομοθεσίας, ούτε η σταθεροποίηση του φορολογικού περιβάλλοντος, ούτε η εξυγίανση της φορολογικής διοίκησης. Θα πρέπει επίσης να επικρατήσει μια υγιέστερη κουλτούρα μεταξύ των επιχειρηματιών, καθώς και ανάμεσα σε όσους τους δίνουν τον τόνο για το τι είναι νόμιμο, τι ηθικό – και τι σε τελευταία ανάλυση μεσοπρόθεσμα αποδοτικό. Οι δικαιολογίες τελείωσαν, για όλους.


    7. Ενιαία αγορά εργασίας

    Μια επιτυχής ρύθμιση της αγοράς εργασίας θα πρέπει να επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αντιδρούν δυναμικά στις εξωτερικές συνθήκες (π.χ. στον όγκο των παραγγελιών για τα προϊόντα που παράγουν) όταν αυτές μεταβάλλονται. Θα πρέπει όμως επίσης να επιτρέπει στους εργαζόμενους να ζουν κανονικές και αξιοπρεπείς ζωές. Η ευελιξία και η ασφάλεια είναι τα κύρια συστατικά όλων των αγορών εργασίας. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι στο ένα κομμάτι της αγοράς εργασίας (σε Δημόσιο και ΔΕΚΟ) είναι συγκεντρωμένη όλη η ασφάλεια χωρίς καθόλου ευελιξία – ενώ στο άλλο (στις μυριάδες επιχειρήσεις όπου εργάζεται η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών) είναι συγκεντρωμένη όλη η ευελιξία χωρίς καθόλου ασφάλεια. Για να γίνει η αγορά εργασίας ενιαία και χωρίς στεγανά, θα πρέπει να την ξαναρυθμίσουμε. Χρειαζόμαστε περισσότερη ευελιξία, εκεί όπου σήμερα δεν υπάρχει. Και κυρίως, χρειαζόμαστε περισσότερη ασφάλεια (νομική, κοινωνική, συνδικαλιστική), εκεί όπου αυτή απουσιάζει. Αυτό δεν γίνεται μόνο με νόμους: χρειάζεται να αλλάξει η ατζέντα της πολιτικής απασχόλησης του κράτους, των εργοδοτικών οργανώσεων, των συνδικάτων.


    8. Συνδικάτα «νέου τύπου»

    Τα τελευταία χρόνια τα συνδικάτα μας αντιστάθηκαν πεισματικά σε κάθε απαραίτητη μεταρρύθμιση. Υπερασπίστηκαν τα πιο σκανδαλώδη προνόμια. Αδιαφόρησαν για το δημόσιο συμφέρον. Με δυο λόγια, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να χρεωκοπήσουμε. Ό,τι και αν συμβεί από εδώ και στο εξής, για αυτή τους την αφροσύνη είναι καταδικασμένα να πληρώσουν βαρύ τίμημα. Η ιδέα του συνδικαλισμού έχει πλέον απαξιωθεί: μεταξύ των απλών πολιτών, και ανάμεσα στους ίδιους τους εργαζόμενους. Οι οποίοι δεν αισθάνονται ότι τους αφορά η λυσσαλέα μάχη για να μην περικοπεί το επίδομα έγκαιρης προσέλευσης, ο 18ος μισθός στα ΕΛΠΕ, η σύνταξη στα 48 στη ΔΕΗ. Και όμως: για μια πολιτισμένη χώρα η υπεράσπιση των εργαζομένων από την εργοδοτική αυθαιρεσία εξακολουθεί να είναι ζωτικό θέμα - υπερβολικά ζωτικό για να το αφήσουμε σε αυτά τα συνδικάτα. Πώς βγαίνουμε από ένα τέτοιο αδιέξοδο; Δύσκολα. Εκτός εάν τα ίδια τα συνδικάτα αποφασίσουν να αλλάξουν. Εκτός εάν ενδιαφερθούν για τα προβλήματα όσων δουλεύουν με μπλοκάκι, όσων πληρώνονται κάτω από τον κατώτατο μισθό, όσων υπογράφουν για 4 ώρες αλλά δουλεύουν 8. Με άλλα λόγια: εκτός εάν τα συνδικάτα μας αποφασίσουν να ενδιαφερθούν για όλους εκείνους που τα έχουν περισσότερη ανάγκη. Εάν το κάνουν, θα ωφελήσουν πρώτα από όλα τον ίδιο τους τον εαυτό. Και ταυτόχρονα θα προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες σε όσους από εμάς θέλουν να ζουν σε μια λιγότερο άδικη και λιγότερο άνιση κοινωνία.


    9. Ανοιχτή κοινωνία

    Είναι λίγο παράξενο να είναι κανείς νέος στην Ελλάδα του σήμερα. Οι σπουδές ενδιαφέρουν κυρίως ως «χαρτί». Τα καλύτερα παιδιά πάνε για μεταπτυχιακά «έξω», και μένουν εκεί. Δουλειές καλές δεν πολυ-υπάρχουν. Οι ουρές στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ ατελείωτες. Μέχρι να έλθει η πολυπόθητη «επαγγελματική αποκατάσταση», καφέ και μπαρ γεμάτα: ας είναι καλά ο μπαμπάς και το χαρτζηλίκι του. Το ξέραμε ότι οι νέοι μας μένουν στο πατρικό τους περισσότερο από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν φαίνεται όμως να έχουμε συνειδητοποιήσει ότι τα τελευταία 20-30 χρόνια το φαινόμενο αυτό αντί να περιορίζεται συνεχώς διογκώνεται. Η Ελλάδα έχει γίνει μια μπλοκαρισμένη κοινωνία. Αυτό - εάν θέλουμε να έχουμε μέλλον ως χώρα - θα πρέπει να αλλάξει. Και φυσικά δεν θα αλλάξει με 60χρονους πολιτικούς που μιμούνται τους 16χρονους, ή τους αποθεώνουν όταν σπάζουν βιτρίνες. Χρειάζεται να σκεφτούμε από την αρχή την οργάνωση της κοινωνίας μας: την παιδεία, την κοινωνική προστασία, την αγορά εργασίας. Όχι για να χαϊδέψουμε τους νέους μας (αυτό το έχουν κάνει ήδη οι μαμάδες τους). Αλλά για να τους δώσουμε ευκαιρίες ώστε να αναλάβουν οι ίδιοι πρωτοβουλίες για τη δική τους ζωή.


    10. Ανανεωμένη πολιτική

    Ποτέ έως τώρα δεν ήταν τόσο βαθειά η κρίση της πολιτικής, και τόσο χαμηλό το κύρος των πολιτικών. Εν πολλοίς δικαίως. Εν μέρει όμως αδίκως: σε μια δημοκρατία έχουμε τους πολιτικούς που αξίζουμε – και εμάς μας άξιζαν αυτοί. Σήμερα καταφέρονται εναντίον των πολιτικών ακόμη και όσοι μέχρι χθες πίεζαν για διορισμούς, χαριστικές διατάξεις, νομιμοποίηση αυθαιρέτων, ρυθμίσεις χρεών. Ή όσοι ακόμη και σήμερα, καθημερινά, στις δικές τους δουλειές, κλέβουν την Εφορία, απαιτούν φακελλάκι, πληρώνουν για να αγοράσουν τα θέματα του International Baccalaureate: ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας μας μέχρι ενός. Ότι οι πολιτικοί μας αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων είναι προφανές. Όμως, έξω από αυτό το πολιτικό σύστημα σωτηρία δεν υπάρχει (τουλάχιστον για όσους από εμάς δεν ονειρεύονται εθνοσωτήρες). Κάποιοι πολιτικοί θα αποσυρθούν – και δεν θα τους νοσταλγήσουμε. Κάποιοι άλλοι θα τους διαδεχθούν. Ας ελπίσουμε ότι θα είναι πιο έντιμοι, με πιο φρέσκιες ιδέες, με μεγαλύτερη όρεξη για δουλειά. Ας φροντίσουμε όλοι για αυτό – στην ανάγκη, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι πολιτικές πρωτοβουλίες ή ακόμη και ευθύνες. Το έχω δοκιμάσει προσωπικά: ακόμη και όταν δεν έχει μεγάλο αποτέλεσμα (συνήθως δεν έχει), είναι πάντοτε ψυχοθεραπευτικό. Σας το συνιστώ.

    2 Απριλίου 2011

    Η Δημοκρατική Αριστερά και το «απαράδεκτο Μνημόνιο»

    Ομιλία στο συνέδριο της Δημοκρατικής Αριστεράς (31 Μαρτίου - 3 Απριλίου 2011)

    1. Η Δημοκρατική Αριστερά είναι παιδί της κρίσης. Δεν ξέρω αν η Ανανεωτική Πτέρυγα θα είχε ούτως ή άλλως αποχωρήσει από τον ΣΥΝ. Αυτό που ξέρω είναι ότι όσοι έσπευσαν να πλαισιώσουν τη ΔΗΜΑΡ, έχοντας μείνει πολλά χρόνια εκτός ενεργού πολιτικής δράσης, δεν θα το είχαν κάνει εάν δεν είχε μεσολαβήσει το σοκ της κρίσης και του Μνημονίου. Θα είχαν μείνει στο σπίτι τους.

    2. Ο καταλύτης λοιπόν ήταν το Μνημόνιο. Το «απαράδεκτο Μνημόνιο» όπως λέει ο Φ. Κουβέλης – το οποίο, απαράδεκτο ή όχι, είναι οπωσδήποτε ταπεινωτικό. Είναι η ταπεινωτική επιβεβαίωση της παταγώδους αποτυχίας μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς της Μεταπολίτευσης, στην πολιτική και στην κοινωνία: της ίδιας (ως ανθρώπινου υλικού – με λαμπρές, φυσικά, εξαιρέσεις), και κυρίως των στερεοτύπων της.

    3. Αυτά, μερικές φορές, με κάποιο τρόπο, τα λέμε. Μιλάμε π.χ. για κρίση του μεταπολιτευτικού προτύπου κτλ. Καταλαβαίνουμε όμως πού οδηγούν; Συνειδητοποιούμε ότι το πρόγραμμα της μεταπολιτευτικής αριστεράς (όλης: από το ΠΑΣΟΚ μέχρι το Μ-Λ ΚΚΕ) έχει αποτύχει (όλο: αγροτικοί συνεταιρισμοί, δημόσιες επιχειρήσεις, τοπική αυτοδιοίκηση, σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια); Δεν είμαι τόσο σίγουρος.

    4. Το Μνημόνιο είναι το μεγάλο ταμπού: δεν μιλάμε για αυτό. Παρότι είναι το υπ’αριθμόν 1 θέμα για το οποίο μιλάνε όλοι οι άλλοι. Οι βουλευτές της ΔΗΜΑΡ ψήφισαν κατά του Μνημονίου στη Βουλή – εκ του ασφαλούς, έχω την εντύπωση (επειδή υπολόγιζαν ότι θα ψηφιζόταν έτσι κι αλλοιώς). Σε σχετικό μου ερώτημα στη συνέλευση του τομέα παιδείας και έρευνας, μου δόθηκε η διαβεβαίωση ότι εάν από την ψήφο τους κρινόταν το αν θα χρεωκοπούσαμε εδώ και τώρα (εκεί και τότε) ή όχι, τότε οι βουλευτές μας θα ψήφιζαν υπέρ. Τότε γιατί δεν το έκαναν; Εμένα αυτό δεν μου αρέσει: αποπνέει δειλία, έλλειψη αυτοπεποίθησης, σε τελευταία ανάλυση ανειλικρίνεια. Προδίδει επίσης μια αυτοαναφορική αντίληψη για την πολιτική: μιλάμε σαν να απευθυνόμαστε στο τάδε δυσαρεστημένο στέλεχος (ή καθόλου δυσαρεστημένο, ή πρώην στέλεχος) του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΝ, ή στον δείνα πολιτικό συντάκτη ή τηλεοπτικό αστέρα.

    5. Τι πρέπει λοιπόν να λέμε για το Μνημόνιο; Διάφορες σκέψεις, δικές μου και άλλων, υπάρχουν σε διάφορα κείμενα. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει (δεν μας αρέσει), το Μνημόνιο είναι το μόνο σχέδιο ανόρθωσης της οικονομίας και της χώρας. Άλλο προς το παρόν δεν υπάρχει. Ας φτιάξουμε εμείς ένα δικό μας – αλλά μέχρι τότε το μοναδικό σχέδιο είναι το Μνημόνιο. Θα αρκεστώ στη φράση ενός φίλου: «Ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από το Μνημόνιο, είναι να το εφαρμόσουμε».

    6. Θα ήθελα να τελειώσω με δυο λόγια για το άλλο ερώτημα: Σε ποιον πρέπει να απευθυνόμαστε; Σήμερα στην κοινωνία περισσεύει ο θυμός. Αυτοί που κλείνουν τη Λεωφόρο Λαυρίου, αυτοί που δεν ακυρώνουν εισιτήριο, αυτοί που γιουχάρουν τους πολιτικούς, αυτοί που σπάζουν βιτρίνες – είναι όλοι θυμωμένοι. Συχνά είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Πολλοί από αυτούς μέχρι χθες πίεζαν τους πολιτικούς για διορισμούς, χτίζαν αυθαίρετα, κλέβαν την Εφορία (ή θα το κάνουν όταν μεγαλώσουν). Αυτοί ακούνε τον Σαμαρά, το Λαφαζάνη, την Παπαρρήγα, τον Μ. Θεοδωράκη, κάποιοι ίσως τον Μιχαλολιάκο – εμάς όχι: ό,τι και να πούμε δεν μας ακούνε, ούτε πρόκειται ποτέ.

    7. Υπάρχει όμως και ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας, λιγότερο θορυβώδες. Είναι σαφώς μειοψηφικό, αλλά όλο και πιο πολυάριθμο. Είναι αυτοί που έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η προηγούμενη περίοδος δεν είναι ο χαμένος παράδεισος στον οποίο πρέπει να γυρίσουμε το συντομότερο δυνατόν. Συνειδητοποιούν ότι στην ψεύτικη ευδαιμονία της υπήρχε κάτι βαθιά σάπιο. Οι πολίτες αυτοί είναι πιο πολύ προβληματισμένοι παρά θυμωμένοι. Ακούνε όσους απορρίπτουν την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης: από τον Αλέκο Παπαδόπουλο έως τον Στέφανο Μάνο.

    8. Εάν επικρατήσουν οι πρώτοι, χαθήκαμε. Δεν εννοώ ως ΔΗΜΑΡ, εννοώ ως χώρα. Εάν επικρατήσουν οι δεύτεροι, μπορεί και να γλυτώσουμε. Και τότε ποιος θα είναι εκεί, για να σώσει τη χαμένη τιμή της αριστεράς, εάν όχι η Δημοκρατική Αριστερά;

    1 Απριλίου 2011

    Από τη χρεοκοπία στην αυτογνωσία


    Γράφτηκε από τον Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο και συνυπογράφεται από τους Ορέστη Καλογήρου, Γιώργο Καρρά, Βάσω Κιντή, Ελίζα Παπαδάκη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Απρίλιος 2011).

    Υπάρχουν ζητήµατα που βρίσκονται εκτός δηµοκρατικών διαδικασιών, που δεν µπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία. ∆εν µπορούµε για παράδειγµα να ψηφίσουµε για το αν ισχύουν, ή όχι, οι νόµοι του  Νεύτωνα -  είναι άλλες οι  διαδικασίες µέσω των οποίων θα  αποφανθούµε για  την εγκυρότητα ή µη των νόµων αυτών. Αν εµείς, παρόλα αυτά, θελήσουµε να θέσουµε τους νόµους του Νεύτωνα σε ψηφοφορία, το πραγµατικό νόηµα της ψηφοφορίας αυτής δεν θα είναι η εγκυρότητα των νόµων, αλλά το κατά πόσον εµείς θέλουµε να τους λαµβάνουµε υπόψη ή θέλουµε να τους αγνοούµε (και ενδεχοµένως να φάµε το κεφάλι µας). Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόµοι υπάρχουν έξω από µας, Σε µας το µόνο που µένει είναι να συγχρονίσουµε τη σκέψη µας µε αυτούς, να τους καταστήσουµε (και µαζί να καταστήσουµε και τους εαυτούς µας) έλλογους, ή να µην το κάνουµε: τούτο το τελευταίο µεταφερόµενο στο επίπεδο της κοινωνίας είναι υπό την ευρεία έννοια ο λαϊκισµός.

    Οι  κοινωνικοί  και  οικονοµικοί  νόµοι  δεν  είναι  ακριβώς  σαν  τους  νόµους  της  φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόµοι. Με αυτή (και µόνο µε αυτή) την έννοια όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόµους του, ισχύουν, τηρουµένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονοµικό κλπ) εντός των οποίων βρισκόµαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δηµοκρατίας. Θα οφείλαµε ανά πάσα στιγµή να γνωρίζουµε το περιβάλλον αυτό και -στο βαθµό  που  δεν  µπορούµε έτσι  απλά  δια  προεδρικού  διατάγµατος  να  το  αλλάξουµε-  να  το λαµβάνουµε υπόψη µας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα µας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισµού, εντός του οποίου όλοι, µα κυριολεκτικά όλοι, είµαστε βουτηγµένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσµιοποίησης µια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόµων και κανόνων, µια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόµορφου ελληνικού βολονταρισµού.  Αυτή  την  άγνοια  περιβάλλοντος  η  αριστερά  την  ονοµάζει  αντίσταση  και ανυπακοή, σε πείσµα της δικής µας παιδείας, που δεν τη θεωρούµε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων,  σύµφωνα µε την  οποία  αντίσταση σηµαίνει να  αντιπαλεύεις κάτι  προκειµένου να  το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.

    Ένα µόνο παράδειγµα άγνοιας αντικειµενικών συνθηκών θα φέρουµε από το παρελθόν, γιατί σκοπός µας εδώ δεν είναι να κάνουµε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 80 και ενώ η Ελλάδα έχει  µόλις εισέλθει  στην  “Κοινή Αγορά”,  στην  ελεύθερη  αγορά  της  Ευρώπης  και  εποµένως βρίσκεται µέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονοµικό µοντέλο,  το  οποίο  θα  µπορούσαµε να  το  κωδικοποιήσουµε ως  εξής:  παράγουµε καπιταλιστικά,  αµειβόµαστε σοσιαλιστικά,  καταναλώνουµε  ελεύθερα  και  παγκοσµιοποιηµένα. Μέσα σε λίγα χρόνια ένα µεγάλο µέρος της µη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κοµµάτι κατέληγε στο δηµόσιο υπό τη µορφή των προβληµατικών επιχειρήσεων. Στο  εξής ένας ολοένα συρρικνούµενος και ασθενικός ιδιωτικός τοµέας είχε να θρέψει ένα διογκωµένο και   διογκούµενο δηµόσιο τοµέα, µε συνέπεια η σοσιαλιστική αµοιβή (σύµφωνα µε τις ανάγκες µας) και η ελεύθερη παγκοσµιοποιηµένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται µε δανεισµό.

    Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόµισµα δηλαδή έπαψε να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δηµοκρατίας, ουδείς προβληµατίστηκε για τη νέα αντικειµενική συνθήκη που δηµιουργείτο και τον τρόπο προσαρµογής προς αυτήν. Κάπως έτσι φτάσαµε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, µε µεγάλη ένταση λίγους µήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών µας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειµµάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος µας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν, που η αποδοχή τους και µόνο εκ µέρους µας ήταν συνώνυµη της χρεωκοπίας.

    Αποτέλεσµα αυτής της κατάστασης, µιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισµού της  βρίσκεται  έξω  από  µας,  εκτός  ορίων  της  ελληνικής  δηµοκρατίας, στις  αγορές,  ήταν  το
    µνηµόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισµοί έχουν ακουστεί, όπως “το απαράδεκτο µνηµόνιο”, “το µνηµόνιο δεν είναι µονόδροµος”, τάσσοµαι κατά του µνηµονίου”, να κάνουµε δηµοψήφισµα, “να ψηφίσουµε αν είµαστε υπέρ ή κατά του µνηµονίου”. Στην πραγµατικότητα σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του µνηµονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισµού, ή µιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του µνηµονίου, για να αξιολογηθούν, θα πρέπει να συγκριθούν µε τις συνέπειες του µη µνηµονίου: το µνηµόνιο µας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήµατα µε σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειµένου αφενός να εξυπηρετήσουµε το ληξιπρόθεσµο χρέος µας, αφετέρου να καλύψουµε τα καινούργια ελλείµµατα που θα δηµιουργήσουµε σ' αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγµα αναλαµβάνουµε την υποχρέωση να µειώνουµε σταδιακά αυτά τα ελλείµµατα, µέχρι να τα φέρουµε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγµα το 2009 το δηµόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δις (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δις, άρα το έλλειµµα ήταν πάνω από 35 δις. Το µνηµόνιο µας επέβαλε να µειώσουµε το 2010 το έλλειµµα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δις. Αυτό την ίδια στιγµή σηµαίνει ότι µας επέτρεπε (και µας χρηµατοδοτούσε) να έχουµε ένα έλλειµµα 20 δις (35-15=20). Με αυτά τα 20 δις πληρώσαµε µισθούς (µειωµένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.

    Χωρίς  τα  χρήµατα του  µνηµονίου η  χώρα  θα  χρεωκοπούσε. Χρεωκοπία  σηµαίνει βέβαια αδυναµία  πληρωµής  χρεωλυσίων,  ενδεχοµένως  και  τόκων,  σηµαίνει  όµως  ταυτόχρονα  και αδυναµία δανεισµού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού δηµοσίου µε τον έξω κόσµο. Αδυναµία καινούργιου δανεισµού σηµαίνει αδυναµία χρηµατοδότησης του καινούργιου (έστω µειωµένου) ελλείµµατος που “παράγουµε” σα χώρα το 2010, το 2011 κλπ. Σηµαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότοµη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε µια κατάσταση µηδενικού ελλείµµατος σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούµε να φθάσουµε σταδιακά µέσω µνηµονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότοµη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουµε, είναι 36 δις µείον οι τόκοι που ενδεχοµένως χρεωκοπώντας δεν θα πληρώναµε) η χώρα δεν θα µπορούσε κοινωνικά να την αντέξει -εδώ δεν καταφέρνει να  αντέξει την  πολύ µικρότερη προσγείωση του µνηµονίου. Αν καταλαβαίνουµε καλά τα όσα περιγράφουµε, σηµαίνουν στην πραγµατικότητα µια κατάσταση τόσο διογκωµένου ελλείµµατος, ώστε η χώρα να µην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεωκοπήσει.

    Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, µε τη βοήθεια και του µνηµονίου, φθάσουµε σε  πρωτογενή πλεονάσµατα και εποµένως δεν έχουµε ανάγκη καινούργιου δανεισµού για να χρηµατοδοτήσουµε ελλείµµατα, τότε και µόνον τότε θα πάµε σε µια µορφή λελογισµένης χρεωκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε µε κούρεµα, είτε µε επιµήκυνση, είτε µε αναδιαπραγµάτευση επιτοκίου, ή µε έναν συνδυασµό όλων αυτών, ώστε να µειώσουµε το ύψος των τοκοχρεωλυσίων που µας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δις. Λένε πολλοί ότι το µνηµόνιο αποτυγχάνει, γιατί ακόµα και στο βαθµό που πετυχαίνουµε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και εποµένως δεν θα µπορέσουµε να βγούµε για δανεισµό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν µειώνονται, επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαµε παραπάνω -και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εµείς δεν έχουµε παρά να εκπληρώσουµε τον στόχο των πρωτογενών πλεονασµάτων (το µνηµόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουµε τη δυνατότητα επιλογής, να “αποφασίσουµε” δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουµε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουµε να το τιµήσουµε -οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ. Τα εισαγωγικά στο “αποφασίσουµε” έχουν την έννοια, ότι η χρεωκοπία µιας χώρας δεν µπορεί να είναι µια πράξη συµφέροντος, αλλά µια πράξη εξαναγκασµένη, µια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της µορφής η χρεωκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεωκοπία, κοινώς το φέσωµα (που ορισµένοι αριστεροί προτείνουν κάπου µεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν, ότι την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του µνηµονίου, εµείς είχαµε τη δυνατότητα να επιλέξουµε τη χρεωκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες βδοµάδες δεν θα διαθέταµε συνάλλαγµα να αγοράσουµε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά µας.

    Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το µνηµόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κοµπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα µας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δις δανεικά στην οικονοµία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούµενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (µνηµόνιο), είτε απότοµα (µη µνηµόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισµού είναι η συρρίκνωση. Ας µας πει κάποιος πως θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονοµία, χωρίς να έχουµε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουµε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωµετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση ανάπτυξη µπορεί καταρχάς να έρθει µόνο απέξω.

    Στη θάλασσα της αγοράς

    Να προβλέψουµε σήµερα την τύχη του µνηµονίου, κατά πόσον δηλαδή θα µας οδηγήσει σε  µια δυνατότητα εξόδου στις αγορές ή σε χρεωκοπία, είναι αδύνατο, γιατί η απάντηση εξαρτάται κυρίως από κάποιας µορφής ρύθµιση του χρέους, ρύθµιση που πάλι δεν εξαρτάται από µας, αλλά από αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης. ∆εν µπορούµε να µπούµε εδώ σε αυτή τη µεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αυτό που εξαρτάται από µας είναι να µηδενίσουµε το έλλειµµά µας για να είµαστε έτοιµοι και για τη µία και για την άλλη περίπτωση. Αντιθέτως, αυτό που µπορούµε να προβλέψουµε µε ασφάλεια είναι το τοπίο εντός του οποίου θα κινηθούµε ως χώρα στο προβλεπτό µέλλον (ας πούµε τις επόµενες µια-δυο δεκαετίες), είτε “πετύχει” είτε “αποτύχει” το µνηµόνιο. Σε αυτό το προβλεπτό µέλλον λοιπόν και µετά την “επανάσταση” των δανειστών µας το 2009, κανείς δεν πρόκειται να µας δανείσει για να χρηµατοδοτήσει καινούργια ελλείµµατα. Εποµένως ο πλούτος της χώρας, τα χρήµατα που θα έχουµε για να ζήσουµε, για να χρηµατοδοτήσουµε τα σχολεία µας, τα νοσοκοµεία µας, τις συντάξεις µας και για να πληρώνουµε πίσω τα κουρεµένα ή ακούρευτα τοκοχρεωλύσιά µας, θα είναι αυστηρά ό,τι παράγουµε και ό,τι µπορούµε να πουλήσουµε, στους εαυτούς µας και στους άλλους. Αν αυτά είναι πολλά, έχει καλώς, αν είναι λίγα, τόσο το χειρότερο για µας. Και είναι επίσης σίγουρο ότι σήµερα ξεκινάµε από τα λίγα, ή µάλλον από τα πολύ λίγα.

    Μεταβαίνουµε εποµένως (έχουµε ήδη εισέλθει) από µιαν εποχή του απόλυτου σε µια εποχή του οικονοµικά σχετικού. Από µιαν εποχή, όπου πολλοί άνθρωποι στο δηµόσιο τοµέα, στενό και ευρύτερο, αλλά και συνταξιούχοι, µέχρι και αγρότες που στήναν µπλόκα στα Μάλγαρα, αµείβονταν σύµφωνα µε τις ανάγκες τους (έστω τις ελάχιστες ανάγκες για µερικούς από αυτούς) και τις διεκδικήσεις τους, το δε κράτος δανειζόταν για να καλύψει αυτές τις ανάγκες, περνάµε σε µιαν εποχή που οι ανάγκες θα πρέπει να προσαρµοστούν στο τι παράγουµε και τι είµαστε σε θέση να πουλήσουµε (ανταλλάξουµε). Σε αυτή την καινούργια εποχή του σχετικού δεν υπάρχουν απόλυτες και κατοχυρωµένες κοινωνικές κατακτήσεις κι ας τις έχουν γράψει στο παρελθόν µε ανεξίτηλη
    µελάνη επιφανείς νοµικοί στα βιβλία του κράτους. ∆εν υπάρχουν απόλυτα εγγυηµένα χρήµατα ούτε καν ονοµαστικά, όπως θα υπήρχαν, αν π.χ. το κράτος ήλεγχε ακόµα (νόµιζε, όπως λέει και η λέξη, δηλαδή θέσπιζε) το νόµισµα. Αν ακόµα είχαµε το νόµισµα (δραχµή) ως κράτος στα χέρια µας, θα µπορούσαµε να  κοροϊδευόµαστε (όπως  κάναµε  πολλάκις  στο  παρελθόν)  ότι  κατοχυρώνουµε ονοµαστικά  σταθερές  αξίες  (και  να  καµωνόµαστε  ότι  αγνούµε  πως  οι  πραγµατικές  αξίες
    µειώνονταν ακολουθώντας τους νόµους της οικονοµίας). Τώρα µε το ευρώ δεν µας δίνεται ούτε καν αυτή η δυνατότητα: το νόµισµα δεν εξαρτάται από µας και από κανέναν µεµονωµένο εταίρο, έχει (µε γερµανική συµβολή) καταστεί απόλυτη αξία κάτι σαν τα χρυσά νοµίσµατα του παρελθόντος. Αλλά κι αυτά οι παλιοί µας πρόγονοι τα νόθευαν (πληθώριζαν), όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν  (νάτες  πάλι  οι  αναθεµατισµένες οι  ανάγκες,  πετιούνται). Άραγε  θα  επιτρέψει  η γερµανική ορθοδοξία, για µία µόνο φορά, να κάνει και η Ευρώπη το ίδιο, να µετατραπούν δηλαδή κρατικά χρέη σε πληθωρισµό; Ίδωµεν, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό είναι στο χέρι µας. Και το πρόβληµα, αν καταφέρουν και το περιορίσουν σε Ελλάδα και Ιρλανδία, δεν θα είναι και δικό τους (των άλλων Ευρωπαίων), αλλά µόνο δικό µας.

    Σε αυτό το νέο τοπίο στο οποίο ήδη βρισκόµαστε, η ανακατάκτηση των κατακτήσεων που χάθηκαν δεν θα γίνει µε τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Θέλουµε δε θέλουµε, κατακτήσεις από δω και πέρα θα είναι τα µερίδια αγοράς, εγχώριας και ξένης, τα οποία κατακτούµε. Αυτού του τύπου οι κατακτήσεις δεν είναι µόνιµες, δεν είναι ποτέ κατοχυρωµένες, απαιτούν διαρκή προσπάθεια για να διατηρηθούν ή και να διευρυνθούν. Είναι όµως από αυτές τις κατακτήσεις, από την παρουσία µας δηλαδή στην αγορά, που θα προκύψει η όποια πίτα κληθούµε να µοιραστούµε µε δεξιό ή αριστερό τρόπο. Κι αν όµως νοµίζουµε ότι τουλάχιστον ως προς αυτό, το αν δηλαδή θα µοιράσουµε την πίτα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, είµαστε επιτέλους ελεύθεροι να επιλέξουµε δηµοκρατικά τον τρόπο διανοµής της αρεσκείας µας, είµαστε και πάλι γελασµένοι. Γιατί η αγορά έχει νόµους κι όποιος δεν τους ακολουθήσει, η αγορά τον ξεβράζει. Με άλλα λόγια ο τρόπος που θα επιλέξουµε να διανείµουµε την πίτα θα επηρεάσει το µέγεθος της ίδιας της πίτας.

    Οι αριστεροί, για να κάνουµε τη ζωή µας εύκολη και λάιτ, θεωρήσαµε το νεοφιλελευθερισµό ως ένα φαινόµενο που εντοπίζεται αποκλειστικά και µόνο στο χώρο της ιδεολογίας. Ως εκ τούτου πιστέψαµε ότι αν αντιπαλέψουµε ιδεολογικά το νεοφιλελευθερισµό, τον ξεριζώσουµε δηλαδή από τα  µυαλά των  ανθρώπων (άλλωστε  από  “ζύµωση” πάντα  καλά  τα  πηγαίναµε), µπορούµε να αλλάξουµε  τα  πράγµατα. Αλλά  ο  νεοφιλελευθερισµός δεν  είναι  ιδεολογία,  είναι  κατάσταση πραγµάτων. Για να είµαστε πιό ακριβείς ο νεοφιλελευθερισµός είναι η ιδεολογία που απορρέει από την κατάσταση της δικτατορίας της αγοράς παγκοσµίως. Και η κατάσταση αυτή, όσο κι αν δεν µας αρέσει και όσο αποτελεσµατικά κι αν την αποκρούσουµε ιδεολογικά, είναι εκεί, πεισµατικά, και υπαγορεύει τους κανόνες και τους νόµους της σε όποιον θέλει να υπάρξει εντός της οικονοµίας, σε όλους δηλαδή, χωρίς να µας ρωτάει αν αυτοί µας αρέσουν ή δεν µας αρέσουν. Για να κάνουµε δε τα πράγµατα ακόµα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα, να συµπληρώσουµε ότι την κατάσταση αυτή, την αγορά, τη συναποτελούµε και τη συνδιαµορφώνουµε όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, όλοι µε πανοµοιότυπο τρόπο. Οι αριστεροί δηλαδή, ενώ διατεινόµαστε ότι έχουµε να προτείνουµε έναν “αριστερό τρόπο παραγωγής”, δεν έχουµε και βεβαίως δεν ακολουθούµε έναν αντίστοιχο αριστερό τρόπο κατανάλωσης. Αλλ' έτσι υπαγορεύουµε κι εµείς τους νόµους της αγοράς τη κυριαρχία των οποίων κατά τα άλλα αντιµαχόµαστε.

    Η Αριστερά στη µεταπολίτευση

    Ποιά µπορεί λοιπόν να είναι, ή, πιο σωστά, υπάρχουν περιθώρια να εκφραστεί, µια αριστερή πολιτική πρόταση για την πορεία της χώρας µας σε αυτό το νέο τοπίο, γι' αυτό που παραπλανητικά (νοµίζοντας ότι θα επανέλθουµε στα παλιά) ονοµάζουµε έξοδο από την κρίση; Αν θέλουµε να είµαστε συνεπείς σε όσα αναφέραµε κι αν δεν θέλουµε, σαν τους καλόγερους του Μεσαίωνα, να βαφτίζουµε διάφορες προτάσεις ως αριστερές για να τις καταναλώνουµε, θα πρέπει να παραδεχθούµε ότι  τους  βασικούς  οικονοµικούς  κανόνες  για  την  έξοδο  από  την  κρίση  τους υπαγορεύει η αγορά. Με άλλα λόγια και για να µην κοροϊδευόµαστε δεν υφίσταται αυτό που λέµε αριστερή έξοδος από την κρίση. Σηµαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει καν ρόλος για την αριστερά στο νέο τοπίο; Για να απαντήσουµε σε αυτό το ερώτηµα, θα πρέπει πρώτα να δούµε ποιός ήταν ο ρόλος της Αριστεράς στην προηγούµενη κατάσταση.

    Από τη µεταπολίτευση και µετά, µε την καθοριστική αλλά όχι αποκλειστική συµβολή του ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά υπέστη µία µετάλλαξη. Από την Αριστερά της θυσίας, της ατοµικής θυσίας, για χάρη των µεγάλων πολιτικών και συλλογικών προταγµάτων, είτε αυτά ήταν ο σοσιαλισµός, είτε η δηµοκρατία, προταγµάτων που κάθε αριστερός ήταν διατεθειµένος να καταβάλει ατοµικό κόστος για να τα διεκδικήσει, περάσαµε, µε την εδραίωση της δηµοκρατίας, σε µια άλλου τύπου Αριστερά του εν τη παλάµη και ούτω βοήσωµεν. Μια αριστερά που, ίσως και λόγω της στέρησης και της κακουχίας του παρελθόντος, αισθάνεται ότι τώρα ήρθε πια η ώρα να διεκδικήσουµε τη ζωή, ο καθένας για τον εαυτό του, ή τον κλάδο του (αλλά και πάλι µε την έννοια του εαυτού του).

    Περάσαµε δηλαδή από µια πολιτική Αριστερά σε µιαν οικονοµιστική Αριστερά, από µιαν Αριστερά που διεκδικεί το συνολικό, δηλαδή το όλον, σε µιαν Αριστερά που εντός του συστήµατος διεκδικεί το ατοµικό, το µερικό, µια πιο εγωϊστική Αριστερά. Ας το πούµε κυνικά: αυτή η Αριστερά είναι ακίνδυνη για το σύστηµα, αλλά ζητάει “οικονοµικό αντάλλαγµα” ώστε να είναι ακίνδυνη για το σύστηµα. Λέµε όλοι ότι οι πρώτες δεκαετίες της µεταπολίτευσης είναι περίοδος ηγεµονίας των αριστερών ιδεών. Αλλά αυτές οι ιδέες πλήρωσαν ένα τίµηµα ώστε να µπορούν να ηγεµονεύουν
    µέσα σε µιαν αδιαλείπτως καπιταλιστική κοινωνία.

    Τούτη η ιδεολογική διεργασία (στην οποία οφείλεται η µεγάλη πολιτική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ) συνοδεύτηκε και από µιαν αντίστοιχη οικονοµική διεργασία, την οποία έχουµε ήδη υπαινιχθεί προηγουµένως: το δηµόσιο, προκειµένου να εξασφαλίσει το “αντάλλαγµα”, αρχίζει να τυπώνει χρήµα αλλά και να δανείζεται χρήµα (ειρήσθω εν παρόδω: το τύπωµα, δηλαδή ο πληθωρισµός οδηγεί σε µαζική φυγή εγχωρίων κεφαλαίων στο εξωτερικό προς εξασφάλιση της αξίας τους κι αυτό πέραν του ότι στερεί πόρους για την ανάπτυξη, δηµιουργεί ανάγκη περαιτέρω εξωτερικού δανεισµού οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο). Αυτή η συνεχιζόµενη κατάσταση του δανεισµού από το  κράτος  προς  εξυπηρέτηση  ατοµικών αναγκών  δηµιουργεί στους  Έλληνες  µιαν  αντίστοιχη ιδεολογία. Την ιδεολογία ότι το κράτος ορίζει το χρήµα σε τέτοιο βαθµό, ώστε να θεωρείται µια απέραντη πηγή  πλούτου από την οποία µπορεί να διεκδικήσει κανείς το µερτικό που αναλογεί στις ανάγκες του. “∆εν θα κερδίσεις αν δεν διεκδικήσεις” έγραφε ένα πανό των περσινών (και τελευταίων) αγροτικών  κινητοποιήσεων εκφράζοντας µε  τον  πιο  λακωνικό  τρόπο  τη  διάχυτη ιδεολογία που στο µεταξύ είχε εδραιωθεί όχι µόνο στους εργαζοµένους στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα αλλά στο σύνολο σχεδόν του πληθυσµού, ότι δηλαδή δεν κερδίζουµε (ή δεν κερδίζουµε µόνο) πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες µας στην αγορά, αλλά διεκδικώντας µαχητικά µερίδια από τον απέραντο δηµόσιο κορβανά. Υπερβάλλοντας κάπως µπορούµε να πούµε ότι στην Ελλάδα δηµιουργήσαµε έναν δεύτερο, παράλληλο προς τον καπιταλιστικό, τρόπο παραγωγής που συνίσταται στην ατοµική (ή και κλαδική) ιδιοποίηση δηµόσιου χώρου, µε τη έννοια όχι µόνο του δηµοσίου χρήµατος ή της δηµόσιας γης, αλλά της δηµόσιας σφαίρας γενικότερα. Γιατί αυτό που ξεκίνησε ως οικονοµική συνδροµή του κράτους σε έναν ταλαιπωρηµένο πληθυσµό, πολύ σύντοµα κατέληξε σε ένα γενικευµένο πλιάτσικο των ατόµων εναντίον της δηµόσιας σφαίρας, σε ατοµική εδώ και τώρα κατανάλωση της δηµόσιας σφαίρας.

    Το φαινόµενο, όπως είπαµε, υπερέβη το δηµόσιο χρήµα και επεκτάθηκε σε όλες τις εκφάνσεις αυτού που αποκαλούµε δηµόσιο χώρο. Ας θυµηθούµε για παράδειγµα ότι στο σκάνδαλο Βατοπεδίου και µε αφορµή δηµόσιες εκτάσεις γύρω από τη Θεσσαλονίκη που περιήλθαν µέσω ανταλλαγών στη Μονή, η οποία και τις πούλησε, αυτοί που αντέδρασαν δεν ήταν τίποτε αγανακτισµένοι πολίτες, αλλά οι δικηγόροι µιας οµάδας γονέων, οι οποίοι προόριζαν (ή το κράτος τους είχε υποσχεθεί) τις ίδιες αυτές δηµόσιες εκτάσεις για να προικίσουν τις κόρες τους, για µιαν άλλη ιδιοποίηση δηλαδή. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική γιατί δείχνει µια διαµάχη όλων εναντίον όλων  µε λάφυρο το  δηµόσιο χώρο,  µια µάχη του  ατόµου εναντίον κάθε  µορφής κοινωνικής συγκρότησης. Αλλά δεν ήταν µόνον  οι υλικές εκφάνσεις του δηµοσίου χώρου (γη, χρήµα) που διεκδικήθηκαν προς ιδιωτικοποίηση, τα ίδια έπαθαν και οι έννοιες, το περιεχόµενο των οποίων και αυτό στρεβλώθηκε. Η έννοια της γνώσης, για παράδειγµα, ως δηµοσίου αγαθού, ως αγαθού δηλαδή από το οποίο ωφελείται όλη η κοινωνία, στρεβλώθηκε, αποστερήθηκε του κοινωνικού της περιεχοµένου, ιδιωτικοποιήθηκε, κατάντησε ένα κενό γνωστικού περιεχοµένου αποδεικτικό χαρτί προς ιδιωτική επαγγελµατική εξαργύρωση (και εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς τι ρόλο έπαιξαν τα δανεικά χρήµατα, δηλαδή τα ψεύτικα χρήµατα, στη δηµιουργία ψεύτικων επαγγελµατιών). Η ίδια η έννοια της κοινωνίας, ο τρόπος που καταλαβαίνουµε την κοινωνία και τις συλλογικότητες γενικότερα, στρεβλώθηκε κι αυτή. Συλλογικότητα κατέληξε να θεωρείται το άθροισµα χιλιάδων ή εκατοµµυρίων επιµέρους ατοµικοτήτων και κοινωνικό συµφέρον το άθροισµα όλων αυτών των ατοµικών συµφερόντων. Αλλά όσες ατοµικότητες και αν προσθέσει κανείς, τίποτε συλλογικό δεν προκύπτει ως άθροισµα, αν δεν προηγηθεί ένας µετασχηµατισµός του ατοµικού, µετασχηµατισµός που αυτός και µόνον αυτός δηµιουργεί µια νέα διάσταση, τη διάσταση του συλλογικού, ένα νέο χώρο, τον δηµόσιο χώρο. Όταν λοιπόν λέµε ότι ο δηµόσιος χώρος λεηλατήθηκε, κατακλύσθηκε από το ατοµικό, δεν περιγράφουµε µόνον µιαν υλική λεηλασία, αλλά µια διαδικασία έκλειψης της ίδιας της έννοιας του δηµόσιου χώρου. Η οικονοµική χρεωκοπία του δηµοσίου που ζούµε εδώ και έναν χρόνο δεν είναι παρά η ποσοτική έκφανση του συνολικότερου αυτού φαινοµένου. Η ανοµία -γιατί οι νόµοι δεν είναι κι αυτοί παρά µια συνθήκη συνοχής του δηµόσιου χώρου- είναι µιά άλλη έκφανση αυτής της καταστροφής.

    Αν, όπως είπαµε, το δηµόσιο είµαστε όλοι εµείς αλλά µετασχηµατισµένοι (σαν από έναν καθρέφτη µέσω του οποίου βλέπουµε ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσµα της κοινωνίας), ο κατακλυσµός  και  η  καταστροφή  του  δηµόσιου  χώρου  από  την  έκρηξη  της  ατοµικότητας περιγράφει  απλούστατα  µία κατάσταση  όπου  το  άτοµο, ο  κλάδος  και  γενικότερα  το  µερικό, στρέφεται εναντίον του γενικού και µέσω αυτού εναντίον όλων ηµών των άλλων µεµονωµένα. Η ιδιοποίηση του δηµόσιου χώρου σηµαίνει λοιπόν γενικευµένο πόλεµο του καθενός εναντίον του διπλανού του, του ενός κλάδου εναντίον του άλλου κλάδου, του σηµερινού συνταξιούχου εναντίον του αυριανού συνταξιούχου, της σηµερινής γενιάς εναντίον των εποµένων, µια ζωή αφόρητη έξω από τα ιδιωτικά µας καταφύγια εκεί όπου αρχίζει η κοινωνική ζούγκλα, σηµαίνει τελικά την καταστροφή της πολιτικής και του πολιτισµού.

    Η ιδεολογική αλλά και “αγωνιστική” συµβολή της µεταπολιτευτικής Αριστεράς (όσο κι αν δεν κυβέρνησε ποτέ) σε αυτή την έξαρση του ατοµικισµού και την καταστροφή του δηµόσιου χώρου ήταν και είναι καθοριστική. Η Αριστερά προσχώρησε ασµένως στη λαϊκιστική στρέβλωση δικών της ιδεών κατά τη δεκαετία του 80 και έχει καταλήξει σήµερα να είναι προνοµιακός -αλλ' όχι µοναδικός- υπερασπιστής του ανδρεοπαπανδρεϊσµού της δεκαετίας αυτής. Η ρεαλιστική δυνατότητα, η ρεαλιστική διέξοδος, δηµιουργίας χρήµατος (και δια του δανεισµού) από το κράτος, γρήγορα έστρεψε την ταξική πάλη από το κεφάλαιο προς το κράτος, από τον ιδιωτικό τοµέα στο δηµόσιο χώρο. Η Αριστερά κατανόησε τον εαυτό της ως προνοµιακό φορέα αυτής της διεκδίκησης δηµοσίου χώρου, αλλά µε τον δικό της τρόπο: όχι τον κυβερνητικό-αναδιανεµητικό, αλλά τον αγωνιστικό. Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά ταυτίζοντας το κράτος µε το κεφάλαιο, έστρεψε τη διεκδίκηση   εναντίον   του   κράτους,   εναντίον   της   θεσµισµένης  υπαρκτής   συλλογικότητας. Ταυτίστηκε µε επιµέρους κοινωνικά στρώµατα, κλάδους ή άτοµα (του δηµοσίου τοµέα αλλ' όχι µόνο), συµµάχησε µε το µερικό εναντίον του γενικού, συµµάχησε µε το άτοµο εναντίον του κράτους. Για αυτή την Αριστερά που έχει υιοθετήσει τη σκοπιά του ατόµου, το κράτος, ακόµα και εν καιρώ δηµοκρατίας, δεν είµαστε όλοι εµείς, δεν είναι καν “δικό τους και δικό µας”, είναι ξένο, ανήκει στον αντίπαλο, είναι ο πολιτικός φορέας του καπιταλισµού που πρέπει να καταστραφεί. Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατοµικού και του µερικού φτάνει σε τέτοιο σηµείο ώστε, έστω και η απόπειρα να σκεφτεί κάποιος από τη σκοπιά του γενικού, να καταγγέλλεται ως κυβερνητισµός. Ακόµα και τα ασφαλιστικά ταµεία δεν είναι για αυτή την Αριστερά δικά µας, δεν ανήκουν στους εργαζόµενους, αλλά αντιµετωπίζονται σα να είναι ξένα, ένας θεσµός κατάλληλος, από τη σκοπιά του ατόµου και του ατοµικισµού, µόνο για άρµεγµα. Η ταξική πάλη από πάλη των εργαζοµένων εναντίον του κεφαλαίου, µετασχηµατίστηκε σε πάλη του ατόµου ενάντια στο κράτος (ως εκ τούτου η Αριστερά αυτή συµπορεύεται φυσιολογικά και εκ των πραγµάτων µε τον αντιεξουσιαστικό χώρο γυρίζοντας το ρολόϊ της ιστορίας της διακόσια χρόνια πίσω). Η Παπαρήγα έκανε µια πολύ ωραία και πολύ αριστερή οµιλία-ανάλυση στη συζήτηση για το µνηµόνιο στη Βουλή, µόνο που συνέχεε διαρκώς το κεφάλαιο µε το κράτος. Την ίδια βδοµάδα, έξω από τη Βουλή, δήλωνε στους δηµοσιογράφους: “κι έτσι κι αλλοιώς θα µας τα πάρουν”. Ποιοί είναι αυτοί; Το δηµόσιο. Ποιοί είµαστε εµείς; Τα άτοµα. Τι θα µας πάρουν; Φόρους. Αλλά για την Παπαρήγα “αυτοί” ήταν το κεφάλαιο και “εµείς” οι εργαζόµενοι.

    Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατοµικισµού, ήταν η αιτία της επιτυχίας και της επιβίωσης της Αριστεράς στην Ελλάδα σε µια περίοδο που, µετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισµού και µαζί του συλλογικού οράµατος της Αριστεράς, σε άλλες χώρες της Ευρώπης η Αριστερά µπήκε στο περιθώριο. Αλλ' η διαπίστωση αυτή είναι ταυτόσηµη µε την απόφανση ότι αυτός, η παρόξυνση του ατοµικισµού, υπήρξε ταυτόχρονα και ο ιστορικός της ρόλος την τελευταία τριακονταετία στην Ελλάδα και µε αυτή την έννοια η Αριστερά συνέβαλε το µερτικό της στη σηµερινή χρεωκοπία του συνόλου και στα δεινά των ατόµων που αυτή συνεπάγεται. ∆εν ήταν βέβαια αυτές οι προθέσεις της, όταν ξεκινούσε τη µεταπολιτευτική της πορεία. Για άλλο ταξίδι είχαν ξεκινήσει τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όταν µαζεύονταν τότε στα στάδια για να τραγουδήσουν Θεοδωράκη. Ακόµα και σήµερα, που τα πράγµατα έχουν ξεκαθαρίσει, δεν µπορούµε να πούµε ότι η πολιτική Αριστερά ασκεί συνειδητά αυτό τον ιστορικό ρόλο. Άλλοι φαντάζονται καλλιεργώντας τον ατοµικισµό, ότι ασκούν πολιτική ζύµωσης για να καταδείξουν στο άτοµο ότι το σύστηµα δεν µπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους. Άλλοι απολαµβάνουν την αγωνιστική διεκδίκηση ατοµικιστικών αιτηµάτων ως προοίµιο ευρύτερων επαναστατικών αγώνων. Σίγουρα όλοι βρίσκουν ένα ρόλο, µια θέση, σε όλη αυτή την ιστορία, ρόλο που τους επιτρέπει να υπάρχουν ως αριστεροί στην αγορά της Αριστεράς (για να µην πούµε τίποτα χειρότερο). Σε πείσµα όµως όλων, η ιστορία δεν γράφεται από τις υποκειµενικές προθέσεις µας, αλλά από τις πράξεις µας και τα αποτελέσµατά τους, τον τρόπο δηλαδή µε τον οποίο αυτές αλληλεπιδρούν µε το περιβάλλον. Ξαναγυρίζουµε έτσι στη γνώση του περιβάλλοντος από την οποία ξεκινήσαµε.

    Στο νέο τοπίο

    Μπορούµε τώρα να επανέλθουµε στο ερώτηµα που έχουµε θέσει σχετικά µε το ρόλο της Αριστεράς στο νέο τοπίο. Από όσα είπαµε, ένα πράγµα προκύπτει: ότι ο ρόλος αυτός δεν µπορεί παρά να είναι ρόλος αντιστροφής, ιστορικής αντιστροφής, των όσων µε συνευθύνη της Αριστεράς διαπράχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Οφείλουµε, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, να ξαναχτίσουµε όσα χρεωκοπήσαµε, αν θέλετε γιατί είναι (και) δικά µας δηµιουργήµατα, είτε µιλάµε για το κράτος και το κράτος πρόνοιας, είτε µιλάµε για τα ταµεία, για τους θεσµούς, την παιδεία, την αλληλεγγύη και πάνω από όλα την ιδιότητα του πολίτη. Όλα αυτά µας πήρε δύο αιώνες για να τα στήσουµε στα πόδια τους, µα µόλις δυο δεκαετίες για να τα γκρεµίσουµε. Το οφείλουµε όµως όχι µόνο στην ιστορία µας, αλλά και στο λαό, στους πιο αδύναµους, γιατί αυτοί είναι που έχουν πάντα περισσότερη ανάγκη από το κράτος και τους θεσµούς. Ο λαός έχει και θα έχει ανάγκη το κράτος του, µόνο που, σήµερα που µιλάµε, έχει ακόµα περισσότερο το κράτος ανάγκη το λαό του. Κι αν αυτό το τελευταίο σηµαίνει ότι τα βάρη της ανασυγκρότησης θα πέσουν, όσες δόσεις κοινωνικής δικαιοσύνης κι αν προσθέσουµε, τελικά στις πλάτες του λαού, η απάντηση είναι µοιρολατρικά µία: γιατί, πότε άραγε στην ιστορία ήταν αλλοιώς;

    Τι σηµαίνουν όλα αυτά; Σηµαίνουν ότι πρέπει να επανανακαλύψουµε και να προτάξουµε το γενικό έναντι του µερικού, το δηµόσιο έναντι του ατοµικού. Να επανανακαλύψουµε τον κυβερνητισµό, όχι για να κυβερνήσουµε, µα για να γνωρίσουµε και να διαδώσουµε την ιδεολογία του συνολικού, τη σκοπιά του δηµοσίου συµφέροντος, σε τελευταία ανάλυση την ιδιότητα του πολίτη. Να µην υποµένουµε απλώς στωϊκά (δηλαδή από τη σκοπιά του ατοµικισµού) τις κακουχίες που έρχονται, µα να τις συναντήσουµε µε πνεύµα προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης. Να δεχτούµε και µειώσεις µισθού, όχι µόνο γιατί αυτό επιτάσσει επι ποινή καταστροφής η αγορά, αλλά για να µπορέσουν και κάποιοι άλλοι να κρατήσουν τη δουλειά τους -και για τον εαυτό τους µα και για να συµβάλουν κι αυτοί µε την παραγωγή τους στην ανασυγκρότηση. Να στήσουµε µέσα από τα µειωµένα έσοδά µας ένα δίχτυ προστασίας για τους απολυµένους, τους πολλούς που αναπόφευκτα θα χάσουν τη δουλειά τους καθώς ολόκληρες περιοχές της οικονοµίας θα καταστρέφονται ή θα συρρικνώνονται. Και επειδή άλλοι οικονοµικοί τοµείς θα πρέπει µελλοντικά να αντικαταστήσουν αυτούς που καταστράφηκαν, θα πρέπει να ανασυγκροτήσουµε την παιδεία ως παραγωγική δύναµη (µε την ευρύτερη δυνατή έννοια), να ασχοληθούµε και µε την παραγωγή της πίτας, να επανανακαλύψουµε τον παραγωγισµό, τον οποίο εγκαταλείψαµε εδώ και πενήντα χρόνια κάπου εκεί στον Μπάτση. Να εναντιωθούµε σε κάθε είδους σπατάλη και ιδιοποίηση δηµοσίου χρήµατος µε επίγνωση ότι στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όχι απλώς οι “κλέφτες”, αλλά και πολλοί υψηλόµισθοι και υψηλοσυνταξιούχοι των ∆ΕΚΟ, όπως επίσης στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι κάθε λογής φοροφυγάδες, οι οποίοι όχι µόνο ιδιοποιούνται δηµόσιο χρήµα, αλλά και µε την ψευδή εικόνα που παρουσιάζουν, καθιστούν ανεφάρµοστο κάθε στοιχειώδες µέτρο κοινωνικής αλληλεγγύης  και   δικαιοσύνης.  Να   συµβάλουµε  στην   ανάδειξη   συνδικαλιστών  που   είναι ταυτόχρονα  και  πολίτες,  δηλαδή  να  πολιτικοποιήσουµε  τον  συνδικαλισµό,  πράγµα  που  θα οδηγούσε  σε  ένα  νέο  είδος  ανθρώπου-συνδικαλιστή,  το  οποίο  διαλέγεται  (άρα  είναι  και σκεπτόµενο) αντί να συµπεριφέρεται ως στρατιωτική φάλαγγα στην οδό Σταδίου.

    Πόσο αριστερή είναι άραγε αυτή η Αριστερά, πόσο αλλάζει την κοινωνία; Θα µπορούσαµε υπεκφεύγοντας να απαντήσουµε: “πάντως όχι λιγότερο από την υπαρκτή”. Οφείλουµε ωστόσο και
    µιαν απάντηση επί της ουσίας.  Επί της ουσίας λοιπόν και έχοντας ήδη δεχθεί ότι το δρόµο εξόδου από την κρίση τον υπαγορεύουν κατά βάση οι αγορές, η προτεινόµενη αναγκαστική συµπόρευση
    µε την δεδοµένη αυτή  κατάσταση, δεν αλλάζει βέβαια τον κόσµο, ούτε καν ριζικά την ελληνική κοινωνία -απλώς την επαναφέρει σε ένα επίπεδο κυριαρχίας το οποίο είχε, ή νόµιζε ότι έχει κατακτήσει και το απώλεσε. Συντηρεί δηλαδή, ή µάλλον δηµιουργεί, ένα κράτος µε όση φωνή αλλά και προστατευτική ισχύ αυτό µπορεί να έχει σε καιρό παγκοσµιοποίησης. Όσο για την αλλαγή της κοινωνίας είπαµε ότι οι οικονοµικοί και κοινωνικοί νόµοι, σε αντίθεση µε τους νόµους της φύσης, δεν είναι αιώνιοι και αναλλοίωτοι, µεταβάλλονται ή και αλλάζουν ριζικά. Κι όσο κι αν χωράει πολλή  συζήτηση  αν  είναι  τελικά  οι  άνθρωποι  που  αλλάζουν  τις  συνθήκες,  ή  οι  αλλαγµένοι άνθρωποι είναι προϊόντα αλλαγµένων συνθηκών και ο καθένας µπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα µε το βαθµό αισιοδοξίας ή κοινωνικού ντετερµινισµού που τον διακρίνει, είναι σίγουρο ότι ακόµα κι αν ισχύει το δεύτερο, πραγµατοποιείται µέσω του πρώτου. Οι άνθρωποι καθηµερινά δρουν µέσα στα πράγµατα και τα επηρεάζουν ή και τα αλλάζουν µε τη δράση τους -αλλά για να επηρεάσεις και να αλλάξεις κάτι πρέπει να παρέµβεις πολιτικά στο πεδίο ορισµού του. Και είναι ακριβώς αυτό το πεδίο ορισµού που στον καιρό της παγκοσµιοποίησης είναι πολιτικά ασχηµάτιστο και διαφεύγει από την εµβέλεια της παρέµβασής µας. Στο σχηµατισµό, στην πολιτική σχηµατοποίηση, αυτού του παγκόσµιου πεδίου είναι που υπάρχουν όχι απλώς τα περιθώρια, αλλά και το καθήκον αριστερής πολιτικής παρέµβασης µε την κυριολεξία του όρου, δηλαδή παρέµβαση που δηµιουργεί πράγµατα και αλλάζει πράγµατα. Αλλά ακόµα κι αυτή η παρέµβαση προϋποθέτει κράτος, κράτος µε φωνή και παρουσία, κατά το δυνατόν ισχυρό κράτος. Γυρίζουµε έτσι και πάλι στο ζήτηµα της ανασυγκρότησής του.