Διαβάζω πάντοτε με πολύ ενδιαφέρον τα άρθρα του Δημήτρη Παπανικολάου. Η χωρίς περιστροφές επιχειρηματολογία και το ευθύ, ενίοτε πολεμικό ύφος του μου φαίνονται απολαυστικά – και απείρως προτιμότερα τόσο από τον δήθεν καθωσπρεπισμό, όσο και από τα υπονοούμενα για μυημένους, που συνήθως χαρακτηρίζουν την «πάλη των ιδεών» εν Ελλάδι.
Με το ίδιο ενδιαφέρον, αλλά πιο ανάμικτα αισθήματα, διάβασα το πρόσφατο άρθρο του «Καλά κέρδη: μια ιστορία από τον κόσμο της 'πανεπιστημιακής αυτοτέλειας'» (The Books’ Journal, Απρίλιος 2011). Η υπόθεση της χορηγίας Καντάφι στη London School of Economics, και των αντισταθμιστικών οφελών που αυτή φαίνεται να εξασφάλισε στο λιβυκό καθεστώς, είναι πράγματι διδακτική: δείχνει τους κινδύνους που απειλούν ένα πανεπιστήμιο που αναγκάζεται να αναζητά πόρους για την επιβίωση (ή επέκταση) του.
Όμως ο Δημήτρης Παπανικολάου φαίνεται να πιστεύει ότι το πραγματικό δίδαγμα της υπόθεσης Καντάφι-LSE για τον Έλληνα αναγνώστη είναι άλλο. Επειδή το «αγγλοσαξονικό μοντέλο ακολουθεί το πρότυπο που κάποιοι θέλουν να επιβάλουν και στην Ελλάδα», κάπου στα μισά του άρθρου ο αρθρογράφος αλλάζει στόχο: αφού πρώτα κατακεραυνώσει τον «νεο-εκσυγχρονιστικό λόγο», στη συνέχεια συνηγορεί υπέρ του «απροϋπόθετου πανεπιστημίου», και καταλήγει διαχωρίζοντας τη θέση του από την «προδιαγεγραμμένη πορεία» προς το «αυτόνομο πανεπιστήμιο» (εννοεί αυτό που άλλοι ονομάζουν «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο»), ευχόμενος στους υπόλοιπους «καλά και αυτόνομα κέρδη».
Ελπίζω ότι δεν αδικώ το άρθρο συνοψίζοντας το νοητικό σχήμα του ως εξής: «Ο κόσμος εκεί έξω είναι νεοφιλελεύθερος, δηλαδή σκληρός και επικίνδυνος. Για αυτό, όποια και να είναι η κατάσταση του ελληνικού πανεπιστημίου, αφήστε κατά μέρος τις ανοησίες περί μεταρρύθμισης. Δεν βλέπετε πού μπορεί να οδηγήσει; Καλύτερα απροϋπόθετο πανεπιστήμιο στη Ρούμελη με έδρα τη Λαμία, παρά LSE με χορηγία Καντάφι».
Προφανώς ο Δημήτρης Παπανικολάου θεωρεί αδιανόητο να ανησυχεί κανείς για τις ακραίες συνέπειες της πανεπιστημιακής επιχειρηματικότητας, και ταυτόχρονα να αναζητά μια διέξοδο από το σημερινό τέλμα του ελληνικού πανεπιστημίου.
Πιστεύω ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Κατά τη γνώμη μου, το μοναδικό άξιο λόγου ζήτημα για τα πανεπιστήμια (σήμερα, στην Ελλάδα) είναι το πώς: (α) θα ξεφύγουμε από την απερίγραπτη παρακμή του ελληνικού πανεπιστημίου, (β) μαθαίνοντας από την εμπειρία άλλων χωρών (και φυσικά αποφεύγοντας τα λάθη τους), (γ) σε συνθήκες μιας άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής στενότητας – και (δ) με την εκπαιδευτική πολιτική στον ασφυκτικό έλεγχο ενός ανθρώπου (του υφυπουργού κ. Πανάρετου) που συμβολίζει με το χειρότερο τρόπο τις τραγικές ανεπάρκειες της κυβέρνησης στην οποία ανήκει.
Παραδέχομαι ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο. Αντίθετα, είναι πολύ ευκολότερο να γράφει κανείς ιερεμιάδες για τα προβλήματα των ευρωπαϊκών ή αμερικανικών πανεπιστημίων. Ή να ξεμπερδεύει με τα αδιέξοδα του ελληνικού πανεπιστημίου, και συνάμα με τα διλήμματα της δημόσιας χρηματοδότησης της μαζικοποιημένης ανώτατης εκπαίδευσης τον καιρό της λιτότητας, με τον περισπούδαστο όρο «απροϋπόθετο πανεπιστήμιο».
Πολύ ευκολότερο – μα επίσης τόσο θλιβερά ανεπαρκές.