13 Οκτωβρίου 2001

Πληρέστερη απασχόληση με ευελιξία στην εργασία και κοινωνική προστασία για όλους

Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» (Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2001)

1. “Αγορά εργασίας” δεν υπάρχει – αγορές εργασίες ναι. Η ίδια η λέξη “εργασία” έχει διαφορετικό νόημα για έναν υπάλληλο της ΔΕΗ, διαφορετικό για μια μοδίστρα που δουλεύει φασόν. Οι γενικεύσεις παραπλανούν. Αντιστρόφως, το υποχρεωτικό σημείο εκκίνησης κάθε σοβαρής ανάλυσης είναι η αναγνώριση της πόλωσης, του “δυϊσμού” της αγοράς εργασίας.

2. Στη μια όχθη βρίσκεται ο υπάλληλος της ΔΕΗ (ή της Εθνικής Τράπεζας, ή του Υπουργείου κ.ο.κ.): έχει σταθερή απασχόληση (αν όχι μονιμότητα), η αμοιβή που διεκδικεί (και συχνά κατακτά) είναι επιπέδου “οικογενειακού” μισθού, απολαμβάνει ικανοποιητικές κοινωνικές παροχές, συνταξιοδοτείται νωρίτερα και με καλύτερη σύνταξη από τους άλλους, συνήθως είναι συνδικαλισμένος. Στην άλλη όχθη βρίσκεται η μοδίστρα με φασόν (ή ο πιτσαδόρος, ή ο ωρομίσθιος κ.ο.κ.): δουλεύει κατά παραγγελία, αμείβεται με μισθούς πείνας, τα ένσημα πότε γράφονται και πότε όχι, για άδειες τοκετού ή ασθενείας ούτε λόγος, ο συνδικαλισμός είναι άγνωστος. Πρόκειται για δύο κόσμους, μεταξύ των οποίων υπάρχει χάσμα.

3. Στην “επίσημη” αγορά εργασίας συχνά βασιλεύει η πλήρης ακαμψία. Το ωράριο τηρείται με ευλάβεια (εάν δεν παραβιάζεται υπέρ του εργαζομένου), οι μισθοί καθορίζονται ανεξαρτήτως παραγωγικότητας με πολιτικά κριτήρια, τα καθήκοντα όλων περιγράφονται λεπτομερώς, οι απολύσεις είναι σπάνιες ή τελείως αδύνατες. Η εικόνα του υπαλλήλου που αρνείται να παραλάβει τον ασθενή που χαροπαλεύει αφού “εγώ δεν είμαι τραυματιοφορέας, εγώ είμαι νοσοκόμος” προέρχεται από ιταλική ταινία και τοποθετείται στη Νάπολι – θα μπορούσε κάλλιστα, όμως, να περιγράφει μια πραγματική σκηνή σε κάποιο νοσοκομείο του ΕΣΥ.

4. Αντίθετα, η “απορυθμισμένη” αγορά εργασίας είναι ελαστική όσο στα βιβλία οικονομικής θεωρίας πρώτου έτους (στα επόμενα έτη κάπως βελτιώνεται η κατάσταση). Προσλήψεις και απολύσεις κατά βούληση (του εργοδότη), μισθός με το κομμάτι, κατά συρροή παραβιάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Για κινηματογραφικές εικόνες υπομονή μέχρι να προβληθεί η ταινία του Ken Loach που συμμετείχε στο φεστιβάλ της Βενετίας.

5. Οι δύο αυτοί κόσμοι είναι ξένοι: δεν συναντώνται στους χώρους δουλειάς, δεν συναντώνται ούτε στα συνδικάτα. Η εκπροσώπηση των εργαζομένων από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι ασυνήθιστα ετεροβαρής στη χώρα μας: τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ και των τραπεζών κυριαρχούν στη ΓΣΕΕ, ενώ ισχυρή είναι και η ΑΔΕΔΥ (το συνδικάτο των υπαλλήλων του Δημοσίου). Η εκπροσώπηση όσων εργάζονται στις χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλή ή ανύπαρκτη. Αυτό είναι σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτο. Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική των συνδικάτων συχνά αντιπροσωπεύει όχι τόσο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά μόνο των (σχετικά ευνοημένων) τμημάτων της από όπου προέρχεται η πλειοψηφία των μελών τους.

6. Παραδόξως, οι δύο κόσμοι μπορεί να συναντώνται στο … σπίτι. Η ανεργία μεταξύ “αρχηγών νοικοκυριών” (ανδρών 30-55) είναι σχεδόν αμελητέα, ενώ πλήττει δυσανάλογα τους νέους και τις γυναίκες (ιδίως τις νέες γυναίκες). Με άλλα λόγια, η ακαμψία της επίσημης αγοράς εργασίας προστατεύει τις αμοιβές και τη θέση εργασίας του πατέρα. Δικαίως, θα μπορούσε να πει κανείς. Το πρόβλημα είναι η άλλη όψη του νομίσματος: η ακαμψία ανεβάζει τόσο πολύ το κόστος εργασίας (και μειώνει την παραγωγικότητα), ώστε τελικά ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες κανονικής απασχόλησης της μητέρας και των παιδιών τους.

Ακριβές θέσεις εργασίας + χαμηλή παραγωγικότητα = έλλειψη νέων θέσεων, δηλ. ανεργία.

7. Υπό το πρίσμα αυτό, το ζήτημα του 35ωρου αποκτά μια διαφορετική διάσταση. Από τη μια, η μείωση του χρόνου εργασίας είναι μια μακρόχρονη τάση που ξεκίνησε την επαύριο της βιομηχανικής επανάστασης και μάλλον θα συνεχιστεί ακόμη για πολύ καιρό. Συνεπώς, η κινδυνολογία για τις καταστροφικές συνέπειες του μέτρου είναι υπερβολική. Αλλού είναι το θέμα: ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες, τυχόν εφαρμογή του 35ωρου θα επηρεάσει μόνο τις ΔΕΚΟ, το Δημόσιο, και τις τράπεζες. Ούτε οι μοδίστρες φασόν, ούτε οι πιτσαδόροι, ούτε και οι ωρομίσθιοι δεν πρόκειται να καταλάβουν καμία διαφορά: για αυτούς δεν ισχύει ο νόμος του κράτους (ισχύει μόνο ο νόμος της εργατικής δύναμης ως εμπόρευμα). Το 35ωρο απλώς θα επέτεινε τη διαίρεση μεταξύ προνομιούχων εργαζομένων και μη, ενώ θα δυσκόλευε και άλλο την αναγκαία επέκταση της απασχόλησης στην επίσημη οικονομία.

8. Για την εκσυγχρονιστική αριστερά η διέξοδος βρίσκεται στην ταυτόχρονη μεταρρύθμιση τόσο της αγοράς εργασίας όσο και του κοινωνικού κράτους: μερική (και ελεγχόμενη) ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και αναπροσανατολισμός των θεσμών κοινωνικής προστασίας, με στόχο υψηλά επίπεδα απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλειας στις νέες συνθήκες. Πρόκειται για μια στρατηγική επίπονη και γεμάτη κινδύνους: υπόσχεται, όμως, ταυτόχρονες βελτιώσεις στα πεδία της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

9. Αυτή, άλλωστε, είναι η στρατηγική της σύγχρονης ευρωπαϊκής αριστεράς: στη Γαλλία (όπου το 35ωρο συνδυάστηκε με μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας), στη Γερμανία (όπου η Volkswagen και IG Metal συμφώνησαν για 5.000 προσλήψεις με αντάλλαγμα τον υπολογισμό του 35ωρου σε ετήσια βάση, από 28 έως 42 ώρες τη βδομάδα), στην Ολλανδία και στη Δανία (όπου τα συνδικάτα συμφώνησαν στη χαλάρωση της προστασίας κατά των απολύσεων που απολάμβαναν οι εργαζόμενοι του “προστατευμένου” τομέα, με αντάλλαγμα την επέκταση της εργασιακής και κοινωνικής προστασίας σε όλους τους εργαζομένους).

10. Η επιτυχία της στρατηγικής της ευελιξίας με ισότητα και προστασία σε τελευταία ανάλυση εξαρτάται από τη σοφία των εντεύθεν της κεντροδεξιάς πολιτικών ελίτ. Για μια κυβέρνηση που θέλει να είναι και εκσυγχρονιστική και σοσιαλιστική, ο συνδυασμός μεταρρυθμιστικής τόλμης και εμμονής στη συναίνεση δια της πειθούς είναι υποχρεωτική. Από την πλευρά της, η συνδικαλιστική ηγεσία πρέπει να αποδείξει ότι εκπροσωπεί τους εργάτες της χώρας, όλους: εργαζομένους και άνεργους, με μονιμότητα ή χωρίς, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, ασφαλισμένους και ανασφάλιστους, νόμιμους και παράνομους.