21 Ιανουαρίου 2021

Η Ιταλική Δημοκρατία οφείλει πολλά στο Κομμουνιστικό Κόμμα


Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021).

Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (1921-1991) συνίδρυσε την Ιταλική Δημοκρατία και αναδείχθηκε σε έναν από τους κυριότερους στυλοβάτες της. Μερικοί σταθμοί σε αυτή την πορεία:

Σεπτέμβριος 1943 – Απρίλιος 1945: Έχει προηγηθεί η απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία, και  η ανατροπή του Μουσσολίνι. Ο γερμανικός στρατός υποχωρεί πίσω από τη Γραμμή Ζίγκφριντ που χωρίζει την Ιταλία στα δύο. Στο Βορρά, όπου οι φασίστες ιδρύουν την «Κοινωνική Δημοκρατία» του Σαλό, ξεσπά ο εμφύλιος. Οι κομμουνιστές συνεργάζονται έντιμα με τις άλλες αντιφασιστικές οργανώσεις και με πρώην αξιωματικούς του Στρατού στις Επιτροπές Εθνικής Απελευθέρωσης.

Απρίλιος 1944: «Στροφή του Σαλέρνο». Ο Παλμίρο Τολιάττι, Γραμματέας του Κόμματος, επιστρέφει από την εξορία και δηλώνει ότι το ΙΚΚ είναι έτοιμο να συνεργαστεί με το Παλάτι και την κυβέρνηση Μπαντόλιο για την απελευθέρωση της χώρας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο Τολιάττι θα ορκιστεί αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, και αργότερα υπουργός δικαιοσύνης. Με αυτή την ιδιότητα, θα εργαστεί για την εθνική συμφιλίωση, αμνηστεύοντας τους συνεργάτες του φασισμού (εκτός από όσους βαρύνονταν με εγκλήματα).

Ιούνιος 1946: Στο δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος επικρατεί το «όχι» στη μοναρχία. Στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση το ΙΚΚ εκλέγει 104 (στα 556) μέλη. Ο κομμουνιστής Ουμπέρτο Τερρατσίνι γίνεται αντιπρόεδρος, αργότερα πρόεδρος, της Συντακτικής Συνέλευσης. Οι κομμουνιστές, μαζί με τα άλλα αντιφασιστικά κόμματα, γράφουν το Σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Σεπτέμβριος 1946: Στην Εμίλια-Ρομάνια, μετέπειτα κομμουνιστικό προπύργιο, όπου η φασιστική βία και η εμφύλια αναμέτρηση είχαν υπάρξει ιδιαίτερα αιματηρές, συνεχίζεται το ξεκαθάρισμα λογαριασμών: 770 νεκροί στην περιοχή της Μπολώνια, 890 στη Μόντενα, στο Ρέτζιο 560. Ο Τολιάττι εξαναγκάζει την τοπική ηγεσία του Κόμματος σε παραίτηση και απαιτεί την άμεση παύση των εχθροπραξιών. Ο πόλεμος τελείωσε.

Ιούλιος 1948: Ο Τολιάττι πέφτει θύμα δολοφονικής επίθεσης, και μεταφέρεται σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο. Στο χειρουργείο θα του αφαιρεθούν τρεις σφαίρες, από την πλάτη και το σβέρκο. Σε όλη τη χώρα ξεσπούν αυθόρμητες διαμαρτυρίες, που εξελίσσονται σε βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία. Από το κρεβάτι του νοσοκομείου ο Τολιάττι παραγγέλνει στους ηγέτες του Κόμματος: «Μην κάνετε τρέλλες».

Αύγουστος 1968: Το ΙΚΚ, που είχε υποστηρίξει την καταστολή της Ουγγρικής εξέγερσης από τους Σοβιετικούς 12 χρόνια νωρίτερα, αυτή τη φορά καταδικάζει κατηγορηματικά την εισβολή των τανκς στην Τσεχοσλοβακία που βάζει τέλος στην «Άνοιξη της Πράγας». Η ρήξη με το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης και τους συμμάχους του ολοκληρώνεται 13 χρόνια αργότερα, μετά την κήρυξη στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία.

Ιούνιος 1976: Το ΙΚΚ, μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης, φτάνει το 34,4% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές. Ο Πιέτρο Ινγκράο γίνεται Πρόεδρος της Βουλής.

Μάιος 1978: Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δολοφονούν τον Άλντο Μόρο, πρώην πρωθυπουργό, ηγετική μορφή της ιταλικής χριστιανοδημοκρατίας, οπαδό του «ιστορικού συμβιβασμού» με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δύο χρόνια αργότερα, μια νεοφασιστική οργάνωση θα τοποθετήσει βόμβα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολώνια – η έκρηξη θα σκοτώσει 85 ανθρώπους. Η Ιταλική Δημοκρατία κλυδωνίζεται. Το ΙΚΚ τάσσεται κατηγορηματικά κατά της εκτροπής, υπέρ της δημοκρατικής νομιμότητας. Τον Ιανουάριο 1979 ο Γκουίντο Ρόσσα, κομμουνιστής εργάτης και συνδικαλιστής, πέφτει νεκρός από τις σφαίρες των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη Γένοβα.

Ιούνιος 1984: Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Γραμματέας του Κόμματος, παθαίνει εγκεφαλικό στη διάρκεια προεκλογικής ομιλίας στην Πάντοβα, και ξεψυχά τέσσερις μέρες αργότερα. Πενήντα σκηνοθέτες, ανάμεσά τους ο Μπερτολούτσι, ο Σκόλα, ο Ποντεκόρβο και άλλοι, συνεργάζονται στο γύρισμα του ντοκυμανταίρ του αποχαιρετισμού του κομμουνιστή ηγέτη. Ένας άλλος σκηνοθέτης, ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που νωρίτερα είχε χρησιμοποιήσει σκηνές από την κηδεία του Παλμίρο Τολιάττι σε μια από τις ταινίες του, το 1974 παρομοίασε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα με «χώρα»: «χώρα καθαρή σε χώρα βρώμικη, χώρα έντιμη σε χώρα ανέντιμη, χώρα ευφυή σε χώρα ανόητη, χώρα καλλιεργημένη σε χώρα αμόρφωτη». Υπερέβαλλε, αλλά όχι πολύ.

8 Ιανουαρίου 2021

Πρέπει να μειωθεί η προοδευτικότητα της φορολογικής κλίμακας;

Το κείμενο της απάντησής μου στην ερώτηση του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών σχετικά με την προοδευτικότητα της φορολογικής κλίμακας (Δεκέμβριος 2020). Το φιλμάκι δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Καθημερινής (8 Ιανουαρίου 2020).

Δεν πιστεύω ότι ο σημερινός βαθμός προοδευτικότητας της φορολογικής κλίμακας και των εισφορών λειτουργεί ως αντικίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και της μισθωτής εργασίας, και ότι γι’ αυτό είναι επιθυμητό να μειωθεί. Εν συντομία οι λόγοι είναι οι εξής:

1. Οι φορολογικοί συντελεστές ήταν πολύ υψηλότεροι (και η κλίμακα πολύ πιο προοδευτική) στη διάρκεια της Χρυσής Τριακονταετίας (1945-1975), χωρίς προφανώς αυτό να εμποδίσει τις χώρες της Δύσης να πετύχουν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της ιστορίας.

2. Στις ΗΠΑ ο ανώτατος συντελεστής του ΦΕΦΠ μέχρι το 1981 ήταν 70%. Το 1988 είχε πέσει στο 28%. (Στη συνέχεια αυξήθηκε και πάλι. Σήμερα είναι 37%, συν 3,8% εισφορές υγείας Obamacare.) Είναι αμφισβητήσιμο ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών έφερε ταχύτερη ανάπτυξη. Αντίθετα, δεν είναι καθόλου αμφισβητήσιμο ότι έφερε μεγαλύτερη ανισότητα. Ας έχουμε υπόψη ότι - όπως δείχνουν πολλές έρευνες, και του ΔΝΤ - η ανισότητα βλάπτει σοβαρά την ανάπτυξη.

3. Εάν συγκρίνει κανείς τη Βόρεια Ευρώπη με π.χ. τα Βαλκάνια εύκολα θα διαπιστώσει το προφανές, ότι δηλ. η φορολογία συσχετίζεται θετικά με το βιοτικό επίπεδο: οι πλουσιότερες χώρες έχουν υψηλή φορολογία, οι φτωχότερες χαμηλή φορολογία.

4. Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι οι υψηλοί συντελεστές αλλά η σταθερότητα των φορολογικών κανόνων, και φυσικά η αξιοποίηση των φορολογικών εσόδων για τη χρηματοδότηση ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών που επιταχύνουν την ανάπτυξη. Μια δυναμική οικονομία προϋποθέτει υψηλού επιπέδου δημόσιο σύστημα υγείας, δημόσια εκπαίδευση από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς έως το πανεπιστήμιο, δημόσια επαγγελματική κατάρτιση, δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας κ.ο.κ. Όλα αυτά κοστίζουν.

5. Ειδικά στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν είναι τόσο η υψηλή επιβάρυνση των μισθωτών όσο η χαμηλή επιβάρυνση των αυτοαπασχολουμένων. Με το Ν4670/2020, ένας μεγαλογιατρός μπορεί να πληρώνει νομίμως χαμηλότερες εισφορές σύνταξης και υγείας από ό,τι μια καθαρίστρια ή ένας οικοδόμος (σε ευρώ, όχι μόνο ως ποσοστό του εισοδήματος). Αυτό πέραν του ότι είναι άδικο, είναι επίσης αντιαναπτυξιακό.

6. Πολύ σωστά η Επιτροπή Πισσαρίδη εντοπίζει το πρόβλημα του μικρού μεγέθους επιχειρήσεων ως τροχοπέδη για την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Η κυβέρνηση ως γνωστόν είναι υπέρ της Έκθεσης Πισσαρίδη. Εάν λοιπόν θέλει πραγματικά να απαλείψει τα κίνητρα υπέρ των ατομικών μικροεπιχειρήσεων και κατά της πρόσληψης μισθωτών, δεν έχει παρά να επαναφέρει το καθεστώς των μνημονιακών νόμων που εξομοίωναν τις εισφορές μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων. Τότε θα έχει νόημα η συζήτηση για (λελογισμένη) μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης όλων των εργαζομένων, όχι τώρα.

1 Ιανουαρίου 2021

Οι τελευταίοι και οι προτελευταίοι

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Παρασκευή 1 Ιανουαρίου  2021).

Λίγα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου στο Μιλάνο, στη Viale Toscana, πίσω από το πανεπιστήμιο Bocconi, είναι οι εγκαταστάσεις του Pane Quotidiano («Άρτος Επιούσιος»). Κάθε πρωί η εθελοντική οργάνωση μοιράζει ένα πακέτο τρόφιμα σε όποιον τα ζητήσει – χωρίς να χρειάζεται προηγουμένως να αφήσει τα στοιχεία του ή να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση.

Οι ουρές των ανθρώπων που περιμένουν να εξυπηρετηθούν έχουν αλλάξει όψη τον τελευταίο καιρό. Κατ’αρχάς έχουν μακρύνει σε σχέση με πέρυσι. Έπειτα έχει μεταβληθεί η σύνθεσή τους. Όχι μόνο σιωπηλές γυναίκες που φοράνε μαντήλα, ή νεαροί μετανάστες κολλημένοι στο κινητό τους, ή ανατολικοευρωπαίες που μιλάνε φωναχτά με τις φίλες τους. Αλλά και Ιταλίδες μητέρες με το μωρό στο καροτσάκι, και ηλικιωμένοι άνδρες με φαρμακωμένο ύφος, και γυναίκες μέσης ηλικίας με πρόσωπο σκληρό και αποφασιστικό σαν κομπάρσοι σε ταινία του Ντε Σίκα από τη δεκαετία του ’50. Οι «τελευταίοι» και οι «προτελευταίοι», ορκισμένοι αντίπαλοι στη φαντασία και στη ρητορική μιας λαϊκιστικής δεξιάς που τις τελευταίες δεκαετίες έχει κάνει την τύχη της, συναντιούνται στην ουρά για τη δωρεάν διανομή τροφίμων, και ανακαλύπτουν ότι έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους από ό,τι νόμιζαν.

Πίσω από το γκισέ τους εξυπηρετούν χαμογελαστοί εθελοντές με πορτοκαλί πανωφόρι και μάσκα. Δεν είναι πιστοί της ενορίας, το Pane Quotidiano δεν είναι καθολική οργάνωση. Οι εθελοντές του ανήκουν στη μιλανέζικη καλή κοινωνία, ή στη «στοχαστική μεσαία τάξη» κατά Πωλ Γκίνσμποργκ: είναι συνταξιούχοι, μάνατζερ, νοικοκυρές, δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και πολλοί φοιτητές, ακόμη και μαθητές, που βάλθηκαν να διαψεύσουν το στερεότυπο των κακομαθημένων «μιλένιαλς» που δεν νοιάζονται παρά μόνο για την καλοπέρασή τους, και πλήττουν βλέποντας όλη μέρα Νέτφλιξ.

Στις εγκαταστάσεις του Pane Quotidiano δεν έρχονται άστεγοι ή ναρκομανείς: τα τρόφιμα θέλουν μαγείρεμα. Όσοι κοιμούνται στο δρόμο μπορούν να απευθυνθούν στους αδελφούς Καπουτσίνους της Opera San Francisco. Η μεγαλύτερη καθολική οργάνωση, η Caritas (εδώ «Ambrosiana»), με πρωτοβουλία του τότε Αρχιεπισκόπου της πόλης, έχει από το 2008 ιδρύσει «Ταμείο Οικογένειας και Εργασίας», με ρητό σκοπό την φροντίδα όσων γλυστράνε μέσα από τα κενά του επίσημου αλλά διάτρητου διχτυού ασφαλείας του ιταλικού κράτους. Ο διαχειριστής του Ταμείου, σε ρεπορτάζ της Corriere della sera, δεν διστάζει να δηλώσει την ικανοποίησή του για την πρόσφατη αναγέννηση ενός «εθελοντισμού της αριστεράς», που του είναι ευπρόσδεκτος επειδή συμπληρώνει τις προσπάθειες των καθολικών. Σύμβολο αυτής της αναγέννησης η αλματώδης ανάπτυξη του «Emergency», της οργάνωσης που ίδρυσε ο χειρουργός Gino Strada, και που ενεργοποιείται σε 18 χώρες από την Ρουάντα έως το Αφγανιστάν.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που κάνουν ουρά στο πεζοδρόμιο της Viale Toscana μέχρι πρόσφατα δούλευαν: ήταν οικιακοί βοηθοί, ελαιοχρωματιστές, σερβιτόροι, πωλήτριες, ηθοποιοί, μουσικοί. Τις καλές χρονιές, η ακμάζουσα οικονομία της αστραφτερής πόλης τους εξασφάλιζε ένα μέτριο αλλά αξιοπρεπές εισόδημα, επιτρέποντάς τους να ονειρεύονται όνειρα κοινωνικής ανόδου. Η δουλειά δεν ήταν σταθερή, αλλά τα λεφτά πληρώνονταν στο χέρι, χωρίς φόρους και εισφορές, ή με τις ελάχιστες μόνο κρατήσεις που προβλέπει η εργατική νομοθεσία. Όμως από τις αρχές του περασμένου Μαρτίου η οικονομία της πόλης έχει παγώσει: ακυρώθηκαν οι εκθέσεις (μόδας, επίπλου, design), έκλεισε η Σκάλα, το ίδιο και τα θέατρα, έπαψαν να έρχονται οι ξένοι επισκέπτες, οι φοιτητές γύρισαν στην πατρίδα τους, τα μπαρ, τα ρεστωράν και τα άλλα μαγαζιά έβαλαν λουκέτο – προσωρινά ή μόνιμα θα δούμε.

Αυτό το τοπικό μοντέλο ανάπτυξης υπήρξε ιδιοφυές και δυναμικό (ιδίως αν το συγκρίνει κανείς με την 25ετή στασιμότητα της εθνικής οικονομίας), αλλά τελικά αποδείχθηκε σαθρό. Επικεφαλής του είναι μια κοινωνική τάξη που μοιάζει όλο και λιγότερο με τους εργασιομανείς και ασκητικούς βιομήχανους που δημιούργησαν το «οικονομικό θαύμα» των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, παράγοντας στα εργοστάσιά τους κομψά και λειτουργικά αυτοκίνητα ή ψυγεία ή πολυθρόνες «για όλα τα βαλάντια». Τέτοιοι επιχειρηματίες υπάρχουν ακόμη (συνήθως μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας). Αλλά δείχνουν όλο και πιο παράταιροι δίπλα στους μονίμως μαυρισμένους πενηντάρηδες ή εξηντάρηδες, που παρκάρουν τις Λαμποργκίνι τους στις γραμμές του τραμ, οργανώνουν πάρτυ με κοκαΐνη και «έσκορτ», και φωτογραφίζονται περήφανοι στο πλευρό κάποιας καλλονής με χυμώδεις αν και αδιευκρίνιστης προέλευσης καμπύλες.

Τα επόμενα Χριστούγεννα ο εμβολιασμός θα έχει προχωρήσει, η οικονομία θα έχει ξεπαγώσει, και λογικά οι ουρές για τρόφιμα θα έχουν αραιώσει. Όσοι όμως βρέθηκαν σε αυτές για πρώτη φορά θα θυμούνται σε όλη τους τη ζωή αυτή την ξαφνική γνωριμία τους με τη σκοτεινή πλευρά του «Θαύματος στο Μιλάνο».

Σε έναν καλύτερο κόσμο, αυτό το εκκωφαντικό καμπανάκι κινδύνου θα αρκούσε για να ξυπνήσει τις εφησυχασμένες συνειδήσεις των εύπορων στρωμάτων, και για να θυμίσει στις μετριοπαθείς και προοδευτικές πολιτικές ελίτ αυτό που δεν θα έπρεπε να είχαν ξεχάσει ποτέ: ότι εκτός από τη χαμηλή πολιτική των αξιωμάτων και της εξουσίας υπάρχει και η υψηλή πολιτική των κοινωνικών συμβολαίων και των σχεδίων ανάπτυξης που δίνουν μερίδιο και κρατάνε θέση σε όλους.