13 Ιουλίου 1997

Να μοιράσουμε τη φτώχεια ;

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 13 Ιουλίου 1997)

Η συζήτηση για τα θέματα του κοινωνικού διαλόγου αποδεικνύεται αποκαλυπτική. Βέβαια, είναι ακόμη πρόωρο να κρίνουμε το καλοπροαίρετο ή όχι της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων και τη σοβαρότητα ή όχι των προτάσεων τους - αν και οι πρώτες ενδείξεις δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Αυτό που διαφαίνεται με σχετική σαφήνεια είναι η ‘στάση’ των συνομιλητών, παραδείγματος χάριν η τοποθέτηση μιας ορισμένης αριστεράς απέναντι στα προβλήματα της κοινωνικής προστασίας και των εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας.

Τα δεδομένα του προβλήματος έχουν εκτεθεί σε προηγούμενα άρθρα στα ‘Ενθέματα’. Εν συντομία, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έναν ‘δυϊσμό’: δίπλα στο προστατευμένο τμήμα της (εργαζόμενοι με μονιμότητα, συγκριτικά ικανοποιητικές αμοιβές και υψηλές κοινωνικές παροχές), είναι όσοι εργάζονται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, στην καλύτερη περίπτωση με όρους απλώς προσβλητικούς (π.χ. γυναίκες υπάλληλοι ιδιωτικών εταιρειών υποχρεώνονται να υπογράψουν ρήτρα παραίτησης από τα νόμιμα δικαιώματα τους σε περίπτωση εγκυμοσύνης), στη χειρότερη σε συνθήκες πραγματικού ‘εργασιακού μεσαίωνα’ (π.χ. ξένοι εργάτες στη μαύρη οικονομία).

Το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας δεν αίρει αλλά αναπαράγει αυτή τη διάκριση: όχι μόνο δεν είναι προσανατολισμένο προς τις ανάγκες των ‘απροστάτευτων’ της αγοράς εργασίας, παρέχοντας τους προστασία και διευκολύνοντας την κοινωνική τους ενσωμάτωση, αλλά συχνά μοιάζει (και είναι) ειδικά σχεδιασμένο ώστε να εντείνει την κοινωνική διαίρεση, προσφέροντας γενναιόδωρες παροχές και ιδιαίτερα προνόμια στους ήδη προστατευμένους. Το ότι π.χ. οι υπάλληλοι του Δημοσίου, των ΔΕΚΟ και των Τραπεζών συνταξιοδοτούνται από τα ευγενή τους Ταμεία νωρίτερα και με ευνοϊκότερους όρους από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και άλλων λαϊκών Ταμείων δεν είναι παρά ένα ανάμεσα στα πολλά τεκμήρια του παραπάνω συλλογισμού, αν και από πολλές απόψεις ίσως το πιο χαρακτηριστικό.

Το δεύτερο τμήμα της αγοράς εργασίας είναι απροστάτευτο και με την πολιτική έννοια: το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργατών σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλό (κάτω από 26%), ενώ εκεί όπου ο συνδικαλισμός γίνεται εκ του ασφαλούς είναι υψηλό (82% στις ΔΕΚΟ). Το ότι αυτό παραμορφώνει τη σύνθεση των αντιπροσωπευτικών οργάνων των εργαζομένων είναι προφανές: η ΓΣΕΕ π.χ. δεν εκπροσωπεί ακριβώς την εργατική τάξη της χώρας, αλλά κυρίως το ευνοημένο τμήμα της. Επίσης προφανές είναι ότι ως ένα βαθμό αυτό είναι αναπόφευκτο και όχι κατ’ ανάγκην αρνητικό - υπό μια κρίσιμη, όμως, προϋπόθεση: ότι οι συνδικαλιστές με τη δράση τους και συμπεριφορά τους εκπροσωπούν τα συμφέροντα του συνόλου των εργαζομένων, όχι των ευνοημένων ομάδων από τις οποίες προέρχονται.

Τι από τα δύο συμβαίνει; Όπως λέγαμε προηγουμένως είναι ακόμη νωρίς, εξάλλου η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Όμως, για να επανέλθουμε στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε, η στάση μιας ορισμένης αριστεράς δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία. Απέναντι σε κάθε πρόταση αναδιανομής (δικαιωμάτων, εγγυήσεων, παροχών, εισοδήματος) μεταξύ των δύο τμημάτων της αγοράς εργασίας σε όφελος του ασθενέστερου, η απάντηση των εκφραστών της είναι στερεότυπα αρνητική: ‘μα θα μοιράσουμε τη φτώχεια;’

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς κοινωνιοψυχολόγος για να διαβλέψει το σχήμα ερμηνείας του κόσμου που κρύβεται πίσω από αυτή τη στάση. Απλουστεύοντας, όχι πολύ όμως, είναι περίπου το εξής: ‘ναι, να επεκταθεί η κοινωνική προστασία, γιατί όχι, αρκεί να πληρώσει ο Λάτσης, τα μονοπώλια, οι 200 οικογένειες, οι τσιφλικάδες, κάποιος άλλος τέλος πάντων, όχι οι εργαζόμενοι, ο λαός, οι μη προνομιούχοι’ κτλ.

Κατ’ αρχήν να διευκρινήσουμε ότι η συνταξιοδότηση π.χ. των εργαζομένων του ΟΤΕ και της ΔΕΗ στην ηλικία των 65 (όπως δηλ. ισχύει στο ΙΚΑ) αντί σε αυτή των 55 κάθε άλλο παρά μοίρασμα της φτώχειας είναι: η επανένταξη στο εργατικό δυναμικό ενισχύει την οικονομία γενικώς και το συνταξιοδοτικό σύστημα ειδικώς - πέραν, βέβαια, του ότι η βαθμιαία σύγκλιση και τελική εξίσωση των ορίων ηλικίας αποκαθιστά μια στοιχειώδη δικαιοσύνη στο σύστημα κοινωνικής προστασίας.

Ωστόσο, η ρητορική απόρριψη του ‘μοιράσματος της φτώχειας’ προδίδει κάτι βαθύτερο: μια αντίθεση σε κάθε αναδιανεμητική πολιτική που βαρύνει όχι απλώς ‘τα μονοπώλια’ αλλά π.χ. και τους υψηλόμισθους υπαλλήλους. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι, καλώς ή κακώς, η Ελλάδα του 1990 δεν είναι Λατινική Αμερική του 1930: δεν υπάρχει πόλωση μεταξύ μιας χούφτας εκμεταλλευτών και του εξαθλιωμένου λαού, το εθνικό εισόδημα διανέμεται άνισα μεν, αλλά με την ‘ευρωπαϊκή’ έννοια του όρου. Συνεπώς, η καταπολέμηση της φτώχειας π.χ. δεν μπορεί παρά να στηριχτεί και στη συμβολή των μεσαίων και υψηλών στρωμάτων.

Η πεισματική άρνηση της απλής αυτής αλήθειας, όσο κι αν επενδύεται με μια ‘αγωνιστική’ περί ‘κεκτημένων’ φρασεολογία, φανερώνει έναν κοινωνικό εγωισμό μάλλον ακατάλληλο για αριστερούς. Εκτός από το ‘είσαι ό,τι δηλώσεις’, υπάρχει και το ‘κρίνε για να κριθείς’.