26 Φεβρουαρίου 2012

Μετά τη δανειακή σύμβαση

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012).

Χωρίς ρύθμιση για το «κούρεμα» του χρέους και χωρίς δανειακή σύμβαση η Ελλάδα θα είχε οδηγηθεί στη χρεωκοπία, στην έξοδο από το ευρώ, και μετά στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση (πιθανότατα με κάποια ειδική συμφωνία σύνδεσης όπως αυτή που είχαμε από το 1962 έως το 1981).

Θα ήμαστε αναγκασμένοι να προσαρμοστούμε απότομα σε μια «αυτάρκη οικονομία», με ελλείψεις βασικών αγαθών και άγριες περικοπές, ώστε να βρεθούμε με μηδενικά ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών αμέσως.

Το «κούρεμα» και η δανειακή σύμβαση παρέχουν χρήματα και χρόνο ώστε η αναγκαία προσαρμογή να είναι ομαλότερη. Διαλέγοντας εμείς πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα. Περισσότερο ή λιγότερο δίκαια (και αποτελεσματικά).

Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα της πολιτικής και της οικονομίας. Όσο επιμένουμε να μην ασχολούμαστε με αυτό, τις αναγκαίες επιλογές θα τις κάνουν για λογαριασμό μας οι δανειστές.

Τότε όμως η Ελληνική Δημοκρατία θα έχει γίνει κανονική Μπανανία – και θα φταίμε εμείς.

22 Φεβρουαρίου 2012

Εγκληματικότητα, μετανάστευση και αριστερά

Αναρτήθηκε στη σελίδα μου στο facebook (Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012), ενώ στη συνέχεια ενσωματώθηκε σε άρθρο της Κικής Τριανταφύλλη με τίτλο «Για την υποβαθμισμένη Αθήνα» στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012).

Αυτοί που στρέφονται στη Χρυσή Αυγή δεν είναι ρατσιστές τύπου Ku Klux Klan, αλλά απλοί άνθρωποι, υπερβολικά φτωχοί για να μετακομίσουν από υποβαθμισμένες γειτονιές τύπου Άγιου Παντελεήμονα, οι οποίοι ζουν καθημερινά στον τρόμο (ή είναι οι ίδιοι θύματα) μιας άγριας εγκληματικότητας. Μιλάω με αριστερούς φίλους, πολυπολιτισμικούς φοιτητές και γενικώς με άτομα υπεράνω υποψίας (για ρατσισμό), που μένουν εκεί οι ίδιοι ή οι γονείς τους, και οι οποίοι έχουν φρικάρει εντελώς με όσα τους συμβαίνουν.

Η Χρυσή Αυγή προφανώς δεν είναι λύση. Είναι μέρος του προβλήματος. Με τη σειρά της τρομοκρατεί μετανάστες - και συχνά εγκληματεί σε βάρος τους. Σημειωτέον ότι συνήθως πρόκειται για μετανάστες που κατοικούν ή έχουν μαγαζιά στις γειτονιές αυτές (συνεπώς είναι απίθανο να κινδυνεύουν από αυτούς οι υπόλοιποι κάτοικοι). Όμως η Χρυσή Αυγή ταυτόχρονα περιπολεί στους δρόμους, κατά κάποιον τρόπο πουλάει προστασία, και γενικώς έχει ιδιοποιηθεί λειτουργίες του κράτους. Φυσικά σε στυλ vigilante αντί για κανονική αστυνομία.

Τι μπορούμε να κάνουμε; Λίγα πράγματα.

Πρώτον, να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα όπως αυτό υφίσταται πραγματικά. Η υπεροπτική καταγγελία στο όνομα ενός ρηχού "αντιρατσισμού" - ιδίως όταν προέρχεται από εμάς που μένουμε σε καλύτερες γειτονιές - είναι ηθικά απαράδεκτος και πρακτικά αντιπαραγωγικός.

Δεύτερον, να το δούμε ως ακραία εκδοχή της διάχυτης ανομίας και της ακαταλληλότητας της αστυνομίας όπως αυτή λειτουργεί σήμερα. Εάν δεν φτιάξουμε ένα αποτελεσματικότερο κράτος δικαίου, εάν δεν βάλουμε στόχο να αποκαταστήσουμε τη νομιμότητα παντού (από τα πανεπιστήμια μέχρι τις συνοικίες γκέτο), δεν κάνουμε τίποτε.

Τρίτον, να δεχθούμε ότι παρότι μακροπρόθεσμα η λύση ενδεχομένως είναι η ανάπτυξη, εν τω μεταξύ θα χρειαστούμε καλύτερη αστυνόμευση, καλύτερη φύλαξη των συνόρων, καλύτερη μεταναστευτική πολιτική. Μια πολιτική που να συνδυάζει τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών με την ειλικρινέστερη προσπάθεια ένταξης όσων επιλέγουν (και επιλέγουμε και εμείς) να ενταχθούν στην κοινωνία μας.

12 Φεβρουαρίου 2012

Η ευθύνη της "αριστεράς της ευθύνης"

Η Δημοκρατική Αριστερά στην αποψινή ψηφοφορία θα καταψηφίσει τη δανειακή σύμβαση, όπως καταψήφισε το μεσοπρόθεσμο και το μνημόνιο. Μάλιστα, με δήλωση του προέδρου της, ακόμη και εάν η έγκριση της δανειακής σύμβασης εξαρτηθεί από τις ψήφους των βουλευτών της ΔΗΜΑΡ, το κόμμα θα πάρει την ευθύνη της απόρριψής της. Όπως όλοι ξέρουμε, εάν όντως συμβεί κάτι τέτοιο, η χώρα μας δεν θα γυρίσει ακριβώς στη νεολιθική εποχή, αλλά θα έχει κάνει μια καλή αρχή.

Επειδή παραμένω μέλος της ΔΗΜΑΡ, νοιώθω την ανάγκη να πω τα εξής.

Εάν απόψε η δανειακή σύμβαση εγκριθεί, θα αισθανθώ ανακούφιση. Το νέο μνημόνιο δεν με ενθουσιάζει. Αλλά θα μας δώσει λίγο ακόμη χρόνο (και λίγο ακόμη χρήμα) μήπως πετύχουμε όλα όσα δεν καταφέραμε μέχρι τώρα. Να μάθουμε να ζούμε μέσα στο όριο των δυνατοτήτων μας (αφού έτσι κι αλλοιώς εκτός από την τρόικα δεν μας δανείζει κανείς). Μοιράζοντας τις αναπόφευκτες θυσίες δίκαια (αρχίζοντας από τους ευνοημένους της προηγούμενης περιόδου). Δίνοντας προοπτική στους νέους ανθρώπους. Προστατεύοντας τους φτωχούς και τους αδύναμους. Κάνοντας αυτό που μας αναλογεί για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα με λιγότερη διαφθορά, λιγότερη ασυδοσία, λιγότερη βία.

Προς τιμήν της η ΔΗΜΑΡ μίλησε εγκαίρως για "ισοδύναμα" - δηλ. για μέτρα που μειώνουν τα ελλείμματα όσο αυτά που προτείνει η τρόικα, αλλά δικαιότερα. Μόνο που έκτοτε δεν υιοθέτισε ούτε ένα από όσα τέτοια μέτρα πρότειναν πολλοί από εμάς. Εν τω μεταξύ, σήμερα πλέον για "ισοδύναμα" μιλούν όλοι, από τον Καρατζαφέρη και το Σαμαρά έως τον Βενιζέλο και τον Παπανδρέου.

Ωραία λοιπόν: ας μιλήσουμε για ισοδύναμα. Ποιος φταίει που ακόμη και τώρα, ένα βήμα πριν την καταστροφή, υπουργοί και βουλευτές διορίζουν ψηφοφόρους τους και εξυπηρετούν πελάτες τους; Ποιος φταίει που παρά τις περικοπές οι δαπάνες μισθοδοσίας του κράτους δεν μειώνονται; Ποιος φταίει που οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται, ή αν γίνονται δεν εφαρμόζονται; Ποιος φταίει που η φοροδιαφυγή οργιάζει; Ποιος φταίει που χρήματα για επιδόματα ανεργίας δεν βρίσκουμε, αλλά 605 εκατ. ετησίως για τη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ ναι. Ποιος φταίει που γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί και δημοσιογράφοι εξαιρούνται από το νέο ασφαλιστικό; Ποιος φταίει που τα επικουρικά ταμεία με 3%+3% εισφορά δίνουν σύνταξη 45% του μισθού (και μετά ζητάνε επιχορήγηση);

Όχι πάντως η τρόικα: όλα αυτά μας τα πρότεινε από την αρχή. Τα απορρίψαμε εμείς - δηλ. τα κόμματα που ψηφίζουμε, τα συνδικάτα που φτιάξαμε, οι συντεχνίες που ανεχθήκαμε, τα κανάλια που βλέπουμε. Και τώρα μας φταίνε πάλι οι ξένοι.

Τι θα γίνει εάν απόψε η δανειακή σύμβαση απορριφθεί; Κάποιοι θα τρίβουν τα χέρια τους. Θα αγοράσουν τη χώρα στις εκπτώσεις, με μαύρα χρήματα που πρόλαβαν να βγάλουν στο εξωτερικό. Θα κάνουν μπίζνες με το ίδιο πολιτικό προσωπικό, πάνω στα ερείπια. Κάποιοι άλλοι θα σηκώσουν τις σημαίες τους (κόκκινες ή μαύρες) και θα ξαναπροβάρουν τη φαντασίωση της εξέγερσης. Όλοι οι υπόλοιποι - και είμαστε πολύ περισσότεροι - θα δυστυχήσουμε.

Και σε αυτό η "αριστερά της ευθύνης" θα είναι συνυπεύθυνη.

Όχι στο όνομά μου.

10 Φεβρουαρίου 2012

Il salario minimo nella Grecia in crisi

Δημοσιεύτηκε στον ιταλικό διαδικτυακό τόπο ανάλυσης της δημόσιας πολιτικής «lavoce.info» (Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012)

La saga della crisi greca va avanti ormai da due anni. Ultima puntata: senza mezzi termini la ‘troika’ di creditori (Fmi-Ce-Bce) pone come condizione, per sbloccare il pacchetto di aiuti internazionali, l’attuazione da parte del governo greco di nuove misure strutturali e di austerità. Fra esse spicca la proposta/pretesa di ridurre del 22% i salari minimi, per dare uno slancio alla competitività dei prodotti greci.

Le parti sociali (datori di lavoro inclusi) hanno bocciato la ‘ricetta neoliberale’ della svalutazione competitiva del costo del lavoro. I sindacati in particolare sono scesi sul sentiero di guerra. Il partito trasversale del ritorno alla dracma (destra nazionalista e sinistra radicale, con il sostegno sentito di intestatari di conti bancari svizzeri, imprenditori offshore, evasori fiscali e speculatori vari) ha gridato all’ennessima offesa all’orgoglio nazionale, parzialmente ripulita con la bruciatura rituale di una bandiera tedesca in Piazza della Costituzione (immagine che ovviamente ha fatto subito il giro dei media internazionali). Il governo invece pare disposto ad accettare, pur con una dose notevole di mal di pancia. Prossima puntata: la coalizione di governo avrà i numeri in parlamento? La Grecia si salverà? Restate con noi.

Cerchiamo di andare per ordine. Che l’economia greca fosse poco competitiva si sapeva già. Alla vigilia della crisi, in piena campagna elettorale per le politiche di ottobre 2009, ha fatto clamore la notizia che – secondo il rapporto annuale del World Economic Forum – la Grecia era scivolata al novantessimo posto della classifica mondiale di competitività, ultima in Europa, dietro al Botswana. Al di là della solita retorica, la reazione della classe politica e delle parti sociali è stata (come al solito) ai limiti dell’indifferenza – comunque, non all’altezza di questa emergenza.

Ha ragione dunque la ‘troika’ a voler ridurre i salari minimi? Si e no.

Si, perchè nonostante i tagli ai salari subiti negli ultimi due anni, il costo del lavoro rimane troppo alto. Secondo i dati della Banca di Grecia, il costo unitario del lavoro nel periodo 2004-2011 è cresciuto del 26% (+34% tra il 2004 ed il 2009, -6% dal 2009 al 2011); quasi il doppio rispetto alla media della zona euro (+14% negli anni 2004-2011).

E si ancora, perchè il salario minimo stabilito dalla legge (€877 mensili su base annuale) è nel 2012 più alto che in Spagna (+17%), molto più alto che in Portogallo (+55%) e sei volte più alto che in Bulgaria (dove si sono trasferiti molte imprese greche negli ultimi anni).

No, perchè in un mercato del lavoro come quello greco, tagliare i salari non garantisce che i prezzi calino. Come ha notato un ex-ministro dell’ economia in tempi migliori (attualmente mio collega), per molti datori di lavoro (sopratutto nelle imprese meno esposte alla concorrenza internazionale) affrontare la crisi non significa ridurre i prezzi per difendere le quote di mercato, ma mantenerli per difendere i margini di profitto. Senz’altro un’attitudine mentale di corte vedute, ma perfettamente coerente con il modello imprenditoriale diffuso nel paese.

No, anche perchè, visto che molti imprenditori hanno adottato una visione piuttosto disinibita della legalità, molti lavoratori precari ricevono già salari sotto il minimo (e senza contributi). Ancora no perchè puntare sui costi bassi, come strategia per la ripresa, mi sembra poco lungimirante: come hanno imparato gli albergatori della Calcidica a loro spese, assumere impiegati bulgari o polacchi e pagarli una miseria non fa altro che incoraggiare i tour operators a offrire contratti a prezzi stracciati: un vero e proprio circolo vizioso.

E no, infine, perchè nonostante una spesa sociale complessivamente vicina alla media europea, lo stato sociale greco si distingue per la mancanza quasi totale di ammortizzatori sociali, adesso che se ne ha più bisogno che mai.

Cosa si può fare? Pretendere che il governo riduca i salari minimi per decreto quando le parti sociali hanno appena deciso il contrario (di non aumentarli) è sicuramente da repubblica delle banane. Dall’altra parte, in questa battaglia c’è molta ipocrisia. Per la confindustria greca non ha senso sprecarsi per ridurre i costi del lavoro quando si può tranquillamente ignorare la legge. Per i sindacati, assenti dalle imprese potenzialmente interessate, si tratta di un gesto meramente simbolico e ad alto contenuto ideologico. In questo contesto, trovare una soluzione non è semplice.

La mia proposta, per quanto possa valere, rivolta ai sindacati e ai partiti del centrosinistra, è di accettare una riduzione del salario minimo, ma inferiore al 22% attualmente in discussione, e di pretendere in cambio da governo e imprenditori il loro impegno su quattro punti: (1) ammortizzatori sociali per le famiglie di disoccupati e di lavoratori poveri; (2) ripristino della legalità dappertutto: nessun lavoratore in nero; (3) riduzione subito dei prezzi da parte delle imprese coinvolte; (4) aumento graduale del salario minimo nel futuro prossimo, man mano che l’economia cresce.

Attendiamo qualche risposta. Ma senza trattenere il fiato.

8 Φεβρουαρίου 2012

Οι κατώτατοι μισθοί στην Ελλάδα της κρίσης

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012)

Όπως θα θυμούνται οι αναγνώστες του protagon, η δημοσιοποίηση το φθινόπωρο του 2009 της ετήσιας έκθεσης του Παγκόσμιου Oικονομικού Φόρουμ – σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είχε υποχωρήσει στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας πίσω από την συμπαθή Μποτσουάνα – αντιμετωπίστηκε με το συνηθισμένο τρόπο με τον οποίο συζητώνται όλα τα σοβαρά προβλήματα στη χώρα μας: η είδηση σχολιάστηκε για λίγες μέρες, με απαξιωτικά (και δικαίως) σχόλια για τις επιδόσεις της κυβέρνησης Καραμανλή που παρέδιδε τότε την εξουσία, και μετά ξεχάστηκε.

«Ξεχάστηκε» τρόπος του λέγειν βέβαια. Από τότε μεσολάβησε η κρίση δανεισμού, η υπογραφή του Μνημονίου, η ύφεση της οικονομίας. Χιλιάδες ιδιωτικές επιχειρήσεις έκλεισαν, πολλές άλλες μετέφεραν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες εκτός συνόρων. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους, πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) από τους υπόλοιπους είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται.

Πόσο άσχετα μεταξύ τους είναι αυτά τα δύο; Καθόλου. Όσο και αν μερικοί ονειρεύονται «άλλες πολιτικές» και «διαφορετικά μείγματα» (κάποιο κόλπο τέλος πάντων που θα μας επιτρέψει να πορευόμαστε όπως είχαμε μάθει τόσα χρόνια), η απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι η βαθύτερη αιτία της ύφεσης. Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών συνδέονται και τροφοδοτούν το ένα το άλλο. Τώρα που η εποχή της υπερκατανάλωσης με δανεικά έχει τελειώσει, το συνολικό εισόδημα αναγκαστικά θα διαμορφώνεται στο ύψος λίγο-πολύ της αξίας των αγαθών και υπηρεσιών που πουλάμε (ο ένας στον άλλον, και κυρίως σε αγοραστές από άλλες χώρες). Μπορούμε να το μοιράσουμε μεταξύ μας όσο δίκαια θέλουμε, και μπορούμε να το αυξήσουμε φτιάχνοντας ελκυστικά προϊόντα σε καλές τιμές. Και, φυσικά, «να φτιάξουμε ελκυστικά προϊόντα σε καλές τιμές» είναι αυτό που σκέφτεται ένας οικονομολόγος όταν λέει «να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας».

Τώρα, λίγο μετά τη συμφωνία των πολιτικών αρχηγών για τα νέα μέτρα της κυβέρνησης, και λίγο πριν από τη συνεδρίαση της Βουλής για την έγκριση των μέτρων αυτών, το ενδιαφέρον φαίνεται να επιστρέφει στο θέμα της ανταγωνιστικότητας. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι καθαρά χαραγμένες. Από τη μια, οι εκπρόσωποι των δανειστών ζητούν νέες θυσίες. Από την άλλη, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, οι κοινωνικοί εταίροι, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η Εκκλησία, χαράζουν «κόκκινες γραμμές». Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται η μείωση των μισθών (ιδίως των κατώτατων). Πόσο δίκιο έχει η ελληνική πλευρά; Και τι μπορεί να γίνει τώρα;

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (πίνακας ΙΙΙ.8, σελίδα 90), οι μέσες αποδοχές αρχικά (το 2004-2009) βελτιώθηκαν κατά 16% σε πραγματικές τιμές, ενώ στη συνέχεια (το 2009-2011) υποχώρησαν κατά 15%. Με άλλα λόγια, η μείωσή τους στη διετία της κρίσης υπερακόντισε την αύξησή τους στην πενταετία της μεταολυμπιακής ευφορίας (και της καραμανλικής διακυβέρνησης). Συνεπώς, ακόμη και εάν δεχθεί κανείς ότι η βασική αιτία για την απώλεια ανταγωνιστικότητας ήταν οι υπερβολικές μισθολογικές αυξήσεις στην προηγούμενη περίοδο (μεγάλο «εάν»), θα μπορούσε και πάλι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διόρθωση της τελευταίας διετίας έχει εξαλείψει το πρόβλημα.

Είναι έτσι; Όχι ακριβώς. Για να δει κανείς αν όντως η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε θα πρέπει να λάβει υπόψη το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (μέγεθος που ενσωματώνει την παραγωγικότητα). Σύμφωνα και πάλι με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στο σύνολο της οικονομίας την τελευταία διετία μειώθηκε κατά 6%, ενώ την προηγούμενη πενταετία είχε αυξηθεί κατά 34%. Συνολικά, η μεταβολή του από το 2004 έως σήμερα ήταν +26% στην Ελλάδα έναντι +14% στη ζώνη του Ευρώ. Ας σημειωθεί ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος υπολογίζεται σε ονομαστικές τιμές, δηλ. περιέχει και τον πληθωρισμό (ο οποίος, σε τελευταία ανάλυση, διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα). Με άλλα λόγια, η μείωση των μισθών τη διετία της κρίσης δεν εξάλειψε την απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Θα λυθεί το πρόβλημα με νέα μείωση των μισθών, και ιδίως των κατώτατων; Το επιχείρημα υπέρ μιας τέτοιας μείωσης βασίζεται στα παραπάνω στοιχεία συν ένα ακόμη. Ενώ η μείωση των μέσων αποδοχών την τελευταία διετία ήταν όση σχεδόν και η αύξησή τους την προηγούμενη πενταετία (σε πραγματικές τιμές πάντοτε), οι κατώτατες αποδοχές μειώθηκαν λιγότερο: -5% το 2009-2011 έναντι +16% το 2004-2009. Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (διάγραμμα 86, σελίδα 217), ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα το 2011 παρέμενε σαφώς υψηλότερος από ό,τι στην Ισπανία (+15%) και στην Πορτογαλία (+52%), ενώ ήταν 7πλάσιος από ό,τι στη γειτονική Βουλγαρία (όπου έχουν μεταφερθεί πολλές ελληνικές επιχειρήσεις). Συνεπώς, θα πρέπει να παραδεχθεί κανείς ότι η εμμονή της τρόικας με τους κατώτατους μισθούς δεν στερείται λογικής βάσης.

Τι αντιπαραθέτει σε αυτό η ΓΣΕΕ – αλλά και ο ΣΕΒ, ο αρχηγός της ΝΔ, ο αρχιεπίσκοπος, τα κανάλια; Τη συνηθισμένη ρητορεία περί κοινωνικής συνοχής. Εάν, όμως, το πρόβλημα με την πρόταση της τρόικας ήταν ότι είναι άδικη κοινωνικά, παρότι αποδοτική οικονομικά, η λύση θα ήταν απλή: μέτρα για την εισοδηματική στήριξη των ανέργων και των φτωχών. Αυτά θα είχαν βέβαια κάποιο κόστος, αλλά το όφελος από την αναπτυξιακή ώθηση και τη μείωση της ανεργίας (λόγω μείωσης των κατώτατων αποδοχών) θα ήταν πολύ υψηλότερο.

Πού σκοντάφτει η πρόταση της τρόικας; Κατ’ αρχήν, στο ότι ένα τέτοιο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σήμερα απλώς δεν υφίσταται. Ούτε η δημιουργία του συμπεριλαμβάνεται στις προτεραιότητες των οπαδών των «κόκκινων γραμμών» και της «εθνικής υπερηφάνειας». Όπως έχω προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσω αλλού, η προστασία όσων σήμερα πλήττονται από την κρίση απαιτεί ριζικό αναπροσανατολισμό της κοινωνικής πολιτικής, με δραστική αναδιανομή των σχετικών πόρων. Ακόμη και στην Ελλάδα της κρίσης, και παρά την δεδηλωμένη «ψυχοπονιά» των αστέρων της πολιτικής, του συνδικαλισμού και της δημοσιογραφίας, ο αναπροσανατολισμός αυτός δεν διαθέτει πολλούς υπερασπιστές.

Πέρα από την έλλειψη κοινωνικών προγραμμάτων που να παίζουν ρόλο αμορτισέρ, απορροφώντας τους κραδασμούς από τη μείωση των κατώτατων μισθών, η πρόταση της τρόικας προσκρούει σε άλλα δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η μείωση του κόστους εργασίας δεν εγγυάται τη μείωση των τιμών. Σε συνθήκες μεγάλης ανεργίας και σχεδόν ολοκληρωτικής απουσίας των συνδικάτων από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (ιδίως τις μικρότερες), τίποτε δεν εμποδίζει κάποιον εργοδότη να καρπωθεί τη μείωση του κόστους διατηρώντας τις τιμές στο ίδιο ύψος και αυξάνοντας το περιθώριο κέρδους. Μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν ασφαλώς μυωπική, αλλά απολύτως συνεπής με το μοντέλο επιχειρηματικότητας (της «αρπαχτής») που δείχνει να έχει επικρατήσει.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους μισθούς. Σύμφωνα με τη ρητορική του συρμού, ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» μας, όπου διαθέτουμε αναμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα (που μας κληρονόμησε η γεωγραφία, η γεωλογία, και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι). Ακόμη και εκεί, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις διαθέτουν στους επισκέπτες «φτηνές» υπηρεσίες, θέτοντας σε κίνηση έναν αυτοκαταστροφικό φαύλο κύκλο: η αδιαφορία για το ανθρώπινο δυναμικό ρίχνει την ποιότητα, η χαμηλή ποιότητα ρίχνει τις τιμές, τα πακέτα των tour operators ρίχνουν τα περιθώρια κέρδους, η αναζήτηση κερδοφορίας ρίχνει και άλλο τους μισθούς – αν χρειαστεί μεταμφιέζοντας τους εργαζόμενους σε «μαθητευόμενους» ή προσλαμβάνοντας μετανάστες με μεροκάματα κάτω από τα κατώτατα. Σε μια τέτοια νοοτροπία «φτηνής ανάπτυξης» και εκτεταμένης παραβατικότητας, η μείωση των κατώτατων μισθών δεν μπορεί να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, οι «κόκκινες γραμμές» βοηθάνε τον ΣΕΒ, τη ΝΔ, την Εκκλησία της Ελλάδος και κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης να κάνουν δωρεάν επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας, αλλά δεν προσφέρουν καμμιά απολύτως υπηρεσία στους εργαζόμενους που απειλούνται από την ανεργία ή υφίστανται την εργοδοτική αυθαιρεσία (ή και τα δύο).

Φοβάμαι πως κάτι παρόμοιο ισχύει και για τη ΓΣΕΕ. Η περιχαράκωση των συνδικάτων στα τελευταία φρούρια των προνομίων και της μονιμότητας (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, όλο και λιγότερο Τράπεζες), και η ταυτόχρονη αποξένωσή τους από τις επιχειρήσεις όπου εργάζεται η συντριπτική πλειονότητα της εργατικής τάξης, τα καταδικάζει στην αργή παρακμή.

Εάν τα συνδικάτα μας θέλουν να προσφέρουν στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα ελπίδα και προοπτική, ας αναλάβουν μια γενναία πρωτοβουλία (με όλο το ρίσκο που της αναλογεί): ας προτείνουν στην τρόικα, στην κυβέρνηση και στον ΣΕΒ μια μικρότερη μείωση του κατώτατου μισθού, με αντάλλαγμα τη δέσμευση των εργοδοτικών οργανώσεων για (α) αυστηρή εφαρμογή της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας σε όλες τις επιχειρήσεις, (β) σταδιακή βελτίωση του κατώτατου μισθού καθώς ανακάμπτει η οικονομία, και (γ) ανάλογη μείωση των τιμών από σήμερα.