18 Ιουνίου 2000

Παραλλαγές σε ένα θέμα

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 18 Ιουνίου 2000) - το τελευταίο άρθρο μου μετά από λίγο-πολύ τακτική συνεργασία δύο δεκαετιών

Παρά τις προσπάθειές μου να συλλάβω κάτι μεγάλο, “ενοποιητικό”, αντάξιο της περίστασης, το μόνο που κατάφερα είναι δυο-τρία σχόλια στην πολιτική (και μη) επικαιρότητα (και μη). Ο επιεικής αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει μια κόκκινη κλωστή (μπορεί και όχι). Για τον μη επιεική, υπάρχει πάντοτε η παρηγοριά ότι τελικά το “πράγμα” δεν κράτησε όσο φοβόταν.

Ραντεβού με τους βαρβάρους

Η ιδέα της παγκοσμιοποίησης ως παντοδύναμου ρυθμιστή της μοίρας της ανθρωπότητας μου έδινε πάντοτε την εντύπωση μιας θεωρίας οκνηρής και βολικής. Οκνηρής επειδή απαλλάσσει εκείνους που την υιοθετούν από τον κόπο να ασχοληθούν κάπως περισσότερο συγκεκριμένα με την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Βολικής επειδή προσφέρει έναν καθησυχαστικό τρόπο ερμηνείας της ιστορίας (του μέλλοντος). Στους θιασώτες των απορυθμισμένων αγορών τη βεβαιότητα ότι η εξέλιξη θα σαρώσει τους “αναχρονιστικούς” θεσμούς που οι Ευρωπαϊκές και άλλες κοινωνίες οικοδόμησαν για να αυτοπροστατευθούν από έναν καπιταλισμό με “αίμα στα νύχια και στα δόντια”. Στους ιρρασιοναλιστές κάθε απόχρωσης (ξενόφοβους ρατσιστές, “αντισυστημικούς” αριστερούς, εθνικιστές ελληνορθόδοξους, μα και μερικούς συνδυασμούς των προηγουμένων) ιδεολογικό άλλοθι για μια στάση άρνησης, αναχωρητισμού, καταγγελίας, ακόμη και βίαιης αντιπαράθεσης, ανάλογα με την περίπτωση και την ιδιοσυγκρασία.

Με αυτό τον τρόπο, η παγκοσμιοποίηση γίνεται κλειδί ανάγνωσης των πάντων (ή κλειδί για όλες τις πόρτες), δηλ. ό,τι ήταν ο ιμπεριαλισμός για μερικούς “συντρόφους της άλλης όχθης” μέχρι πρόσφατα: όποια και να είναι η ερώτηση, η παγκοσμιοποίηση είναι η απάντηση. Ποιο είναι, για παράδειγμα, το ζήτημα με το κοινωνικό κράτος; Ότι η παγκοσμιοποιημένη αγορά δεν ανέχεται κοινωνικά “βαρίδια” και για το λόγο αυτό το κοινωνικό κράτος κατεδαφίζεται / αποδομείται / ιδιωτικοποιείται κ.ά. Καλώς για τους μεν, κακώς για τους δε, αλλά ως προς το (υποτιθέμενο) γεγονός αυτό καθ’ εαυτό υπάρχει συμφωνία και των δύο πλευρών.

Όπως πάντοτε, το καλύτερο αντίδοτο στις απλουστευτικές μέχρι ισοπέδωσης θεωρίες είναι να δείξει κανείς ότι απλώς δεν ταιριάζουν με αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα. Πράγμα που ακριβώς κάνει μια Έκθεση με τίτλο “Το μέλλον της Κοινωνικής Ευρώπης” που γράφτηκε για λογαριασμό της Πορτογαλικής Προεδρίας της Ε.Ε. Η Έκθεση, από την πρώτη σελίδα της, αμφισβητεί “το επιχείρημα ότι τα κοινωνικά κράτη καταρρέουν υπό το βάρος εξωτερικών και εσωτερικών πιέσεων. Αν και υποτίθεται ‘σε κρίση’, τα κοινωνικά κράτη έχουν αλλάξει λίγο τα τελευταία χρόνια. […] Οι πιο σημαντικές αλλαγές είναι η έμφαση σε σύγχρονες μορφές διαχείρισης (σύμφωνα με τη νέα ορθοδοξία της οργάνωσης του δημοσίου), η προσπάθεια να γίνουν ορισμένα επιδόματα (συνήθως ανεργίας) πιο ‘συμβατά με τα κίνητρα’, ένας οριακός βαθμός ιδιωτικοποίησης (κυρίως στην υγεία και κυρίως στη Βρετανία), κάποια αποκέντρωση και η (αρκετά επιτυχημένη) προσπάθεια ελέγχου της αύξησης των δαπανών. Αυτά μετά βίας συνιστούν ‘νεοφιλελεύθερη’ ευθυγράμμιση”.

Η Έκθεση, στη δεύτερη σελίδα της, προχωρά στην κατάρριψη του επόμενου μύθου, δηλ. ότι “τα εθνικά κράτη είναι όλο και περισσότερο ανήμπορα να αντιδράσουν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Η ικανότητα πλοήγησης που διαθέτουν πράγματι περιορίζεται από εξελίξεις πέρα από τα σύνορά τους. Όμως αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ούτε απώλεια ελέγχου ούτε ‘νεοφιλελεύθερη’ ευθυγράμμιση, είτε αυτό αφορά θεσμικές αλλαγές είτε στόχους πολιτικής”.

Συμπέρασμα: καιρός να τελειώνουμε με την παγκοσμιοποίηση ως άλλοθι και να θυμηθούμε ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να φτιάχνουν την ιστορία τους – μέσα, φυσικά, στις συνθήκες που κληρονόμησαν. Ελπίζω οι “Κακοήθεις” να εκτιμήσουν το τσιτάτο.

Μια κοινωνία μπλοκαρισμένη

Όπως μετέδωσε τις προάλλες το ραδιόφωνο (μάλλον και οι εφημερίδες, αλλά δεν το βρήκα), πρόσφατη μελέτη διεθνούς οργανισμού ανέδειξε την Ελλάδα πρωταθλήτρια όχι των τροχαίων (αυτό δεν είναι είδηση) αλλά των “μαμόθρεφτων”: η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων νέων, ιδίως αγοριών, ηλικίας 18 έως 30 ετών ζουν ακόμη με τους γονείς τους, περισσότεροι από ό,τι σε κάθε άλλη χώρα. Μάλιστα το σχετικό ποσοστό αυξήθηκε στην τελευταία δεκαετία κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Τι λένε για αυτό η κυβέρνηση, τα κόμματα, τα συνδικάτα και οι υπόλοιποι; Τίποτε. Το θέμα αντιμετωπίζεται σαν να ήταν άλλη μια από εκείνες τις οριακά ενδιαφέρουσες στατιστικές που δείχνουν τις διαφορές μεταξύ των Ευρωπαίων, όπως ότι το 95% των Ελλήνων οδηγών πατούν το κλάξον όταν ανάβει πράσινο, αλλά μόνο το 5% των Φινλανδών. Και όμως, πρόκειται κατά τη γνώμη μου για ένα πολιτικό ζήτημα πρώτου μεγέθους, επειδή ούτε λίγο ούτε πολύ αφορά τις μορφές οργάνωσης της κοινωνίας μας.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: εμείς οι εκσυγχρονιστές αριστεροί (!) υποστηρίζουμε εδώ και καιρό ότι η αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους προκύπτει όχι τόσο από την υπαρκτή ανάγκη μείωσης των ελλειμμάτων, όσο από το αίτημα της ισονομίας μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών πολιτών και της δικαιοσύνης μεταξύ διαφορετικών γενεών. Τα “κεκτημένα” των προστατευμένων κατηγοριών, οι οποίες απολαμβάνουν παροχές υψηλού (κοινωνικού) κόστους και “οικογενειακούς” μισθούς, συμβάλλουν ώστε η αγορά εργασίας να καθίσταται δυσπρόσιτη προς όλους τους άλλους. Τα θύματα της υπόθεσης δεν είναι μόνο οι φτωχοί μετανάστες και οι άλλοι συνήθεις ύποπτοι αποκλεισμών κάθε μορφής: είναι τα ίδια τα παιδιά και οι σύζυγοι (γένους θηλυκού) των προστατευμένων εργαζομένων.

Η μια όψη αυτού του φαινομένου είναι ότι η πολύ υψηλή ανεργία στην Ελλάδα δεν πλήττει κυρίως αρχηγούς νοικοκυριών αλλά τα λεγόμενα “εξαρτημένα μέλη” κατά την αποκαλυπτική ορολογία, άρα κατά κανόνα δεν συνεπάγεται την εξαθλίωση ολόκληρων οικογενειών. Η άλλη όψη είναι ότι ο συνδυασμός υψηλής ανεργίας των νέων και πολύ χαμηλής συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας (άλλη υπερήφανη ελληνική πρωτιά) φιλοτεχνεί το πορτραίτο μιας κοινωνίας μπλοκαρισμένης, με θεσμούς που στέκονται εμπόδιο στην χειραφέτηση των νέων και στη ανεξαρτησία των γυναικών, μιας οικογενειακής δομής που ευνοεί συμπεριφορές συντηρητικές, ανώριμες, παθητικές, ανεύθυνες.

“Και τι προτείνεις;” δικαιούται να αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Με μια φράση (κάποιου άλλου, στην περίπτωση αυτή) προτείνω “Λιγότερα στον πατέρα, περισσότερα στο γιο” – βεβαίως και στην κόρη, η μετάφραση αδικεί τις προθέσεις του συγγραφέα της φράσης. Με άλλα λόγια: Μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας στην κατεύθυνση της ευελιξίας με προστασία για όλους. Μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους στην κατεύθυνση της επαναδιαπραγμάτευσης του κοινωνικού συμβολαίου και της αναδιατύπωσης των όρων της αλληλεγγύης των γενεών. “Εύκολο να το λες και δύσκολο να το κάνεις”. Το ξέρω – όπως επίσης ξέρω ότι είναι αδύνατο να το κάνεις εκτός και αν το επιδιώξεις.

Εκσυγχρονισμός χωρίς μεταρρυθμίσεις;

Η πρόσφατη κάθοδος της Εκκλησίας στον πολιτικό στίβο με κορύφωση το συλλαλητήριο της περασμένης Τετάρτης προσφέρει πολύ υλικό για πολιτική ανάλυση. Ο αυτοεξευτελισμός μιας ορισμένης αριστεράς που επειδή αντιστέκεται στην παγκοσμιοποίηση καταλήγει να συμμαχεί με τα πιο εθνικιστικά και αντιδραστικά στοιχεία που διαθέτει ο τόπος έχει αναλυθεί διεξοδικά από άλλους. Μια άλλη πλευρά του ζητήματος είναι το ότι αυτή η αντιδημοκρατική εκτροπή της ηγεσίας της Εκκλησίας έδειξε επίσης τα όρια μιας σύλληψης του εκσυγχρονισμού ως μιας διαδικασίας εξελικτικής, γραμμικής, ήσυχης, χωρίς ρήξεις και συγκρούσεις. Η έγνοια για τον περιορισμό των ανοιχτών μετώπων αποτελεί, ασφαλώς, στοιχειώδη επιλογή αυτοσυντήρησης. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η παρατεταμένη συμβίωση του νέου με το παλιό, οι διορθώσεις πορείας χωρίς κριτική αποτίμηση της προηγούμενης που οδήγησε σε αδιέξοδο, η ηθελημένη ασάφεια ως προς τα επόμενα βήματα – όλα αυτά επιτείνουν τη σύγχυση, πολλαπλασιάζουν τα εμπόδια, περιορίζουν την εμβέλεια και των πιο ριζοσπαστικών αλλαγών.

Εν πολλοίς, πρόκειται για κλασσικό πρόβλημα “πολιτικού υποκειμένου”. Ο εκσυγχρονισμός ως εγχείρημα υποστηρίζεται από ένα φάσμα δυνάμεων στο οποίο συχνά απουσιάζει το κόμμα που κυβερνά ενώ αντίθετα συμμετέχει σε ρόλο συχνά πρωταγωνιστικό τμήμα της κατ’ όνομα αντιπολίτευσης (Φιλελεύθεροι και η εκσυγχρονιστική αριστερά, εντός ή εκτός Συνασπισμού). Το ότι το ίδιο το εγχείρημα παρά τις δυσκολίες προχωρά πιστοποιεί το δυναμισμό του, καθώς και το συντονισμό του με βαθύτερες προσδοκίες ζωντανών τμημάτων της κοινωνίας.

Αρκετοί αριστεροί υποστήριξαν αυτή την υπόθεση από την αρχή, ορισμένοι συμμετείχαν σε αυτή, άλλοι με περισσότερες και άλλοι με λιγότερες επιφυλάξεις, ελπίζω (για τους γνωστούς μου είμαι βέβαιος) με ανιδιοτέλεια και με ζωντανές τις ευαισθησίες τις οποίες υποδηλώνει η κοινή ιστορική διαδρομή τους. Για όλους εμάς, η επιτάχυνση της εκσυγχρονιστικής πορείας και η μετεξέλιξή της σε ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό κύμα μακράς πνοής είναι πέρα από όλα τα άλλα ένα μεγάλο προσωπικό στοίχημα. Είναι γνωστό ότι ο αυθεντικός ρεφορμισμός για να είναι νικηφόρος απαιτεί επαναστατικό ζήλο και ριζοσπαστική προοπτική – και αυθεντικότερο ρεφορμισμό από αυτόν που εξέφρασε το ιστορικό ρεύμα της ανανεωτικής αριστεράς μάλλον δύσκολα θα βρει κανείς στην Ελλάδα. Συνεπώς, δεν απομένει παρά η έκβαση του εν λόγω στοιχήματος. Εάν το χάσουμε το μόνο ελαφρυντικό που θα μπορούμε να επικαλεστούμε είναι ότι τουλάχιστον προσπαθήσαμε.

15 Απριλίου 2000

A view from the South

Ομιλία στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Πορτογαλικής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Η κοινωνική προστασία ως παραγωγικός συντελεστής» (Porto, Απρίλιος 2000)

In the interests of complementarity, I will concentrate on a small number of issues, examined from the vantage point of southern Europe.

Ιn the past, social welfare in southern Europe was widely held to “lag behind” compared to the rest of Europe: to use a terminology characteristic of that school of thought, it was considered to be “rudimentary”. For a long time, for most northern European researchers and social policy analysts south Europe (with the partial exception of Italy) was terra incognita. My own country, Greece, was rarely included in comparative work, but was believed to fit perfectly the “rudimentary” label, presumably by virtue of being the least prosperous among European Union members and the most “southern” of south European countries.

More recent research showed this to be the product of a misreading of southern welfare’s distinct nature. It has now been clearly established that certain “core” welfare programmes (e.g. pensions), far from being “rudimentary”, stand out in terms of generosity in the entire continent. In fact, the problem with welfare arrangements in southern Europe is not that they are in some sense “behind” as a whole, but that they are seriously out of balance, uneasily combining substantial coverage gaps with “islands of overprotection”, in a mix that is at once politically explosive and socially unhappy.

A close examination of social policy developments in the last 20 or so years confirms this latter, much subtler interpretation. As a matter of fact, social protection systems in southern Europe have converged to a remarkable degree with the rest of Europe in quantitative terms, though they still retain various “southern” peculiarities. As it happens, it is precisely these peculiarities that give rise to the inefficiencies and inequalities which, in my view, make the need for reform so urgent.

The specific traits of the “southern model of welfare” have been made sufficiently clear in the last four or five years to make it unnecessary to go through all of them again in much detail. It is sufficient to state here that the southern model can be identified by reference to a few “imbalances” or sharp contrasts:

- between cash benefits (on which heavy emphasis is placed) and social services (which are still mostly privately rather than collectively provided, either by informal carers within the family or, less commonly, by volunteers);

- between contributory, social insurance benefits (above all pensions) and the non-insurable social risks such as poverty and long-term or youth unemployment, that are covered either inadequately or not at all;

- within the income maintenance system, between the generous pensions and other benefits enjoyed by the “protected categories”, and the very modest ones provided to the growing ranks of labour market “outsiders”;

- and lastly in health care, between the fiction of a universal national health service, and the fact of a mixed market including a thriving private sector with whom the public service coexists and with whom it sometimes develops improper relationships.

Alongside these rather structural imbalances, the welfare states of southern Europe have to cope with a number of challenges that are the result of the rapid economic and social changes of recent decades. It has been customary to refer to adverse demographic trends, to the crisis of the traditional family, to the societal “turbulances” associated with immigration, and to the instability of the labour market, of which high unemployment is but one symptom, though certainly the most acute.

The list sounds familiar, but in each of the above items there is a twist that is peculiarly southern. For instance, unemployment has not (perhaps, not yet) undermined the still prevalent pattern of the male breadwinner, but it disproportionally affects women and the young, limiting their autonomy and reinforcing their dependance on the aforementioned male breadwinner. Partly as a result of that, family formation is delayed and birth rates remain low and falling, further aggravating the demographic complications deriving from the otherwise welcome increase in life expectancy. Moreover, while immigration has become a permanent feature in the European social landscape, nowhere else has the transition from emigration to immigration been completed at such speed as in the countries of southern Europe. The social tensions arising from the massive population movements witnessed in the last 10 or so years have made progress towards integration slower and more uneven than might have been.

This is a formidable set of problems, at a time when the room of manoeuvre in terms of fiscal and monetary policy at the disposal of national governments is clearly limited. Governments intent to breath new life to the “European model” by reforming it have to face unpleasant dilemmas. This is not to say that paralysis is inevitable. Quite the contrary: after all, the last years have seen interesting, even exciting, developments in social policy in all south European countries. What is more, a reform agenda seems to be taking shape which, if carried out in full, promises radically to renew the institutional architecture of the welfare state, bringing it in line with the vibrant societies and the dynamic economies that have emerged in this southern belt of the continent.

Once again, it would be impossible to do full justice to this policy agenda here, but three issues seem to be standing out in terms of their significance.

Developing social services, as distinct from merely handing out cash benefits, is the first such issue. This is an area that has long been neglected, presumably under the influence of a rather conservative conception of “subsidiarity”, in this context of the respective roles of state and family in child care and care for the elderly. This has always been a bargain that put the burden on women, obliging them to look after both children and elderly relatives, making it impossible for many of them to pursue more fulfilling careers in the labour market. What is more, the changes in family structure at which I hinted earlier make the option of relying on an unpaid army of informal carers no longer viable. In this sense, the recent growth in social services in southern Europe, often supported by the European Union, is an encouraging sign.

New initiatives, e.g. the “Home Help” in Greece project targeted to those elderly with partial loss of autonomy, or the concerted effort in the same country to increase the availability of good-quality, affordable child care, may look modest at first. However, on closer inspection, they have the advantage of setting in motion a virtuous circle: on the one hand, by providing much needed services to the respective “client groups”; on the other, by enabling the women of the families concerned to reconcile work and family responsibilities; at the same time, by opening employment opportunities in the provision of these services, creating a predominantly female labour force and thereby boosting female employment rates. This rather happy tale has a further twist, which is the sometimes unsuspected vitality of civil society, as it manifests itself in the varied activities of the plethora of voluntary organisations that have sprung up in recent years.

The second item on the reform agenda that is beginning to appear in southern Europe consists of attempts to enhance the overall distributional impact of social transfers. In some countries, this impact remains low in terms of poverty reduction, despite the often spectacular growth in social spending. On surface, this is hardly new: notions of targeting and selectivity have been fashionable for at least two decades. What is new is the coupling of income support with the provision of “social integration” services. This combination, especially evident in minimum income schemes like the Portuguese RMG, seems capable of achieving multiple objectives at once. On the one hand, it genuinely offers beneficiaries skills that can help them plot an escape route from poverty; on the other hand, it acts as a screening device to complement traditional means-testing in a context of limited administrative capabilities and unreliable tax records. Such an approach substantially reduces the inter-related risks of poverty traps, perverse equity outcomes and “welfare backlash” often associated with traditional targeting, especially of the negative variety. On the contrary, it holds the prospect of extending social protection, to include groups that until recently remained beyond the reach of conventional social insurance, membership of which has long been reserved to the protected categories of “core labour markets”.

Last, and obviously anything but least, there is the hottest of all hot potatoes: pension reform. Again, though the relevant issues are well rehearsed to the point of saturation, there are additional dimensions to this subject when observed from a south European point of view. Chief among these is the growing realisation that pension reform is not only, perhaps not even primarily, a question of balancing budgets, but a question of equalising social rights: to the benefit both of social groups discriminated against by current arrangements (i.e. workers with non-standard employment records), as well as of the proverbial future generations who certainly cannot be made to carry an excessively heavy burden. There is an ongoing debate on the merits and demerits of alternative scheme designs, which deserves separate treatment elsewhere. In any case, full portability of entitlements and a much stronger link of benefits to contributions (stopping short of full proportionality in the interests of social justice) could facilitate both labour mobility as well as the fight against contribution evasion, on which the attempt to boost the revenue base of pension schemes must by necessity rely.

It would be naïve to deny that these issues constitute a politically contested territory on which distinct ideas, values and projects clash. The contest is wide open and, as a result, its outcome remains uncertain. Reform may well be inescepable, but it can go either way. For example:

- the growth of personal social services may be limited to profitable segments of the market, or, alternatively, it may lead to better services to those who need them most, whether they can afford to pay for them or not;

- the shift towards greater selectivity may be narrowly implemented as an assault on universal benefits, intended to reduce overall expenditure but bound to create perverse incentives at the micro level, or, alternatively, it may inspire concerted efforts to reduce poverty and increase equality;

- pension reform may be presented as a fiscal inevitability, or, alternatively, it may be recognised as a great opportunity to redress the balance of social protection between programmes, between population groups, between generations.

I personally hope that the latter view prevails, but this is a personal preference, not a matter of wider interest. The relevant point here is that most south Europeans who hold dear the values underpinning the European social model have little to lose and rather a lot to gain from welfare reform, if it is interpreted as a unique opportunity to introduce social citizenship where none yet exists.

From a historical perspective, the welfare state has been a very succesful institution, largely because although it originally came to life to achieve social objectives, it has been able to further economic ones as well, i.e. to correct market failures and to foster economic growth. If the welfare state is to play a similar role in the vastly changed conditions of the early 21st century, it must find new ways to perform the same trick. The reforms sketched before may or may not be an example of policies which promote economic efficiency and improve equity at the same time, but the search for such policies must continue.

The view of social protection as a productive factor promoted at this conference, an excellent idea of the Portuguese Presidency, is a powerful, timely, reminder that, if anything, European economies cannot afford not to have a welfare state. The same ought to be said about the favourable economic effects of social protection as a “shock absorber” and a social stabiliser. In fact, there is much more to social protection as a productive factor than merely a vehicle for investment in human capital. If that were all there is to it, then Ancient Sparta would offer an optimal social protection model.

The Spartan model for improving human capital, as you no doubt recall, chiefly consisted in pushing disabled babies off the cliff, and forcing the old and the sick to take their own lives as they began to be a liability and a net claim on society’s resources. Rather fortunately, Europe has always felt greater cultural affinity to Ancient Athens instead, whose inhabitants tended (and, arguably, still tend) to take a more relaxed view of whether or not we can afford to look after those less fortunate than themselves.

25 Μαρτίου 2000

Το Μετρό, η δουλειά της Αριστεράς, και άλλα ανεπίκαιρα (;)

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 25 Μαρτίου 2000)

Η προεκλογική περίοδος ελάχιστα ενδείκνυται για τη συζήτηση ζητημάτων προγραμματικής πολιτικής, καθώς η προσοχή όλων είναι στραμμένη σε πιο τρέχοντα και πιο επείγοντα θέματα – ή αντίθετα, σε θέματα ταυτότητας, υπαρξιακά, άρα εκ φύσεως διαχρονικά. Βέβαια, για τους σύγχρονους, ανανεωτικούς και τα τοιαύτα αριστερούς, το πρόγραμμα είναι σοβαρή υπόθεση: είναι θεμέλιο όχι απλώς της εκλογικής συναίνεσης, αλλά επίσης της πολιτικής στράτευσης. Είναι τυχαίο ότι τα απανταχού κόμματα της αριστεράς (από τους Νέους Εργατικούς μέχρι και την Κομμουνιστική Επανίδρυση) είναι κόμματα προγραμματικής, όχι ιδεολογικής, ενότητας; Νομίζω όχι. Η παραγνώριση της σημασίας του προγράμματος είναι μια πολυτέλεια την οποία μπορούν να απολαμβάνουν αμέριμνα μόνο οι οπαδοί της (συνειδητά) εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ή όσοι έχουν πάρει οριστικά διαζύγιο από την πολιτική (όπως το σημερινό ΚΚΕ).

Οι άλλοι, εκείνοι δηλαδή που δεν ορίζονται στο ελαφρώς χιλιαστικό δίπολο “καταγγελία της πραγματικότητας – προσδοκία ενός καλύτερου κόσμου”, είναι υποχρεωμένοι να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων – με άλλα λόγια, είναι υποχρεωμένοι να λερώνουν τα χέρια τους. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν συμβαίνει τα προβλήματα αυτά να αφορούν όψεις της πραγματικότητας επί των οποίων αναμετρούνται και δοκιμάζονται – ούτε λίγο ούτε πολύ – διαφορετικές αντιλήψεις οργάνωσης της κοινωνίας.

Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις, καθώς και για αυτές που ακολουθούν παρακάτω, υπήρξε μια φράση από το πρόσφατο άρθρο του Ά. Ελεφάντη “ΠΑΣΟΚ-ΝΔ: ιστορικός συμβιβασμός” (Ενθέματα 12 Μαρτίου 2000). Η φράση, χαμένη κάπου προς το τέλος του άρθρου και μάλλον συμπτωματική ως προς το κύριο επιχείρημα του, ήταν: “Δουλειά της Αριστεράς δεν είναι μια τεχνικιστική ενασχόληση, να προτείνει πέντε χιλιόμετρα Μετρό αριστερότερα ή δεξιότερα”. Πιστεύω, αντίθετα, ότι “δουλειά της Αριστεράς” είναι αυτό ακριβώς – όμως δεν κάθισα να γράψω το άρθρο αυτό για να αντιδικήσω με έναν άνθρωπο ο οποίος μόνο δέος μου εμπνέει, αλλά απλώς για να αναπτύξω τις σκέψεις μου πάνω σε ένα θέμα που μου φαίνεται σημαντικό.

Λοιπόν, κατά τη γνώμη μου η ενασχόληση των αριστερών με το Μετρό είναι κάθε άλλο παρά “τεχνικιστική”, είναι βαθύτατα πολιτική. Η ανάπτυξη ενός πλήρους συγκοινωνιακού δικτύου μέσων μαζικής μεταφοράς είναι κρίσιμη προϋπόθεση για την επιβίωση της Αθήνας ως πόλης που στοιχειωδώς λειτουργεί. Γι αυτό, οι δημόσιες συγκοινωνίες είναι ένα από τα προνομιακά πεδία παρέμβασης για την αριστερά, αφού της δίνει την ευκαιρία να αντιπαραθέσει στο “χάος της κυκλοφορίας” τις δικές της ιδέες συλλογικών μορφών οργάνωσης της κοινής ζωής όλων.

Πράγματι, το χάος της κυκλοφορίας θα μπορούσε να είναι μια παραβολή για τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η ορθολογική επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος από τα άτομα-οδηγούς σε μια κοινωνία-πόλη όπου η δημόσια παρέμβαση απουσιάζει ή απλώς περιορίζεται στη ρύθμιση των φωτεινών σηματοδοτών: όχι ακριβώς κράτος-νυχτοφύλακας αλλά κράτος-τροχονόμος. Η απόφαση κάθε οδηγού να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητό του είναι ορθολογική, επειδή χωρίς αξιόπιστα μέσα μαζικής μεταφοράς οι εναλλακτικές επιλογές δεν είναι ελκυστικές. Αντίθετα, η παροχή ενός πλήρους συγκοινωνιακού δικτύου (από το κράτος, ποιον άλλο;), μαζί με μέτρα αποθάρρυνσης της κυκλοφορίας των Ι.Χ., αυξάνει την ταχύτητα των διαδρομών στην πόλη, βελτιώνει την ασφάλειά τους, ενώ μειώνει και τη ρύπανση. Εάν υπήρχαν αριστερές ιστορίες για παιδιά, εννοώ παραμύθια που μυούν τους αναγνώστες στις αξίες της συνεργασίας και της αλληλεγγύης αντί για τις “αξίες” του ανταγωνισμού και της δυσανεξίας, κάπως έτσι δεν θα έπρεπε να είναι; (Παρένθεση: τέτοιες ιστορίες υπάρχουν στα αλήθεια, όπως τα παραμύθια του Gianni Rodari, σε μετάφραση Άλκης Ζέη. Τα συνιστώ ανεπιφύλακτα).

Θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει, προσθέτοντας ότι η οδήγηση προάγει την επιθετικότητα του ανθρώπου ενώ το Μετρό, το τραμ (που δεν έχουμε πια, ή δεν έχουμε ακόμη;), το τρόλλεϋ και το λεωφορείο σου επιτρέπουν να διαβάσεις μια εφημερίδα ή ένα βιβλίο, να χαζέψεις τους γύρω σου, να συζητήσεις ήρεμα – με άλλα λόγια, ευνοούν την πολιτισμένη συμβίωση όλων.
Το ίδιο ισχύει και για τις υπεραστικές συγκοινωνίες: όπως επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία (πολύ σωστά) ο Μ. Παπαγιαννάκης, η προτεραιότητα του σιδηροδρόμου έναντι των οδικών μεταφορών αποτελεί κεφαλαιώδες ζήτημα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι το τραίνο υψηλής ταχύτητας AVE καλύπτει την απόσταση Μαδρίτη-Σεβίλλη σε δύο ώρες και κάτι. Η απόσταση είναι 480 χιλιόμετρα, όσο δηλαδή και η απόσταση Αθήνα-Θεσσαλονίκη (η οποία, παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, καλύπτεται από το Intercity του ΟΣΕ σε έξη ώρες: ιδού πεδίον προγραμματικής αντιπολίτευσης λαμπρόν, για όποιον ενδιαφέρεται).

Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά άλλων ζητημάτων καθημερινής πολιτικής (υγεία, κοινωνική πολιτική, εκπαίδευση). Εάν δει κανείς την ιστορία του κοινωνικού κράτους, θα παρατηρήσει ότι η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας αριστερά συνήθως τηρούσε μια στάση δυσπιστίας κατά τη θεσμοθέτηση των κοινωνικών προγραμμάτων τονίζοντας τους κινδύνους “ενσωμάτωσης”, ενώ ανακάλυπτε τη σπουδαιότητά τους αργότερα, όταν αυτά απειλούνταν από τη Νέα Δεξιά. Ο κίνδυνος της απώλειας αξιοπιστίας λόγω ασυναρτησίας είναι μεγάλος – και δεν βλέπω πώς αλλιώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αν όχι με την αποκατάσταση της έννοιας του προγράμματος στον πολιτικό λόγο της αριστεράς.

Μπορεί αυτά να είναι ασήμαντα, και να έχει μόνο σημασία η “μεγάλη σοσιαλιστική αριστερά που εκφράζει και πυροδοτεί τη δυναμική του κοινωνικού μετασχηματισμού”. Μπορεί, αλλά αμφιβάλλω. Εάν το κήρυγμα για έναν καλύτερο κόσμο σε ένα απροσδιόριστο μέλλον κάνει την αριστερά να μοιάζει με θρησκευτική σέχτα, η σύμπλευση με κάθε δυσαρεστημένο (χθες οι αγρότες, σήμερα οι “μικροεπενδυτές”, αύριο ποιος ξέρει) την τοποθετεί ανάμεσα στη Ν.Δ. και το ΚΚΕ μ-λ, διασταύρωση πολιτικάντικης δημαγωγίας και “επαναστατικής” αγκιτάτσιας.
Ούτως ή άλλως, η ακριβής δοσολογία οράματος-προγράμματος δεν θα πάψει ποτέ να διχάζει τους αριστερούς, εκλογές ή όχι. Εν τω μεταξύ, ας θυμηθούμε ότι η “αριστερή στάση ζωής” κρύβεται (όπως ο διάβολος) στις λεπτομέρειες. Και όπως λέει ένα παλιό ιταλικό τραγουδάκι: “το να κάνεις ντους είναι αριστερό, το να κάνεις μπάνιο σε μπανιέρα είναι δεξιό”. Μα μέχρι αυτού του σημείου; Ίσως όχι ακριβώς, αλλά δεν μου φαίνεται να απέχει και πολύ.

23 Ιανουαρίου 2000

Ένα «ιδεατό σχέδιο αλλαγής» για το κοινωνικό κράτος σε μια εντελώς καινούρια χώρα

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2000)

Η περίοδος των εορτών ευτυχώς τελείωσε, αν και η φλυαρία για τη νέα χιλιετία δυστυχώς δεν δείχνει σημεία εξάντλησης ακόμη. Παραφράζοντας μια γνωστή αγγλοσαξωνική έκφραση (εγκώμιο κάθε οπορτουνισμού ή ύμνο στην προσαρμοστικοτήτα του ανθρώπου, διαλέγετε και παίρνετε), όποιος δεν μπορεί να αντιταχθεί στο ρεύμα καλά θα κάνει να κολυμπήσει με αυτό. Με αυτόν τον ελάχιστα επιδέξιο τρόπο ξεμπερδεύω με τις ανάγκες της εισαγωγής και μπαίνω απότομα στο θέμα.

Το ζήτημα της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους, μετά από τις αλλεπάλληλες αναβολές που φαίνεται να εξυπηρετούν τους πάντες, κυβέρνηση, αντιπολίτευση και συνδικάτα (εκτός, εννοείται, από εκείνους που ελάχιστα έχουν να περιμένουν από το σημερινό σύστημα), δεν μπορεί παρά να επανέλθει στο προσκήνιο σύντομα. Πόσο σύντομα; άγνωστο, αν και δεν είναι πολύ δύσκολο να κάνει κανείς υποθέσεις: μετά τις εκλογές, όποτε και αν γίνουν, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμά τους.

Επί της ουσίας του ζητήματος, οι απόψεις του υπογράφοντος είναι γνωστές έως κορεσμού σε κάθε συνεπή (!) αναγνώστη των “Ενθεμάτων”. Προς όφελος των υπολοίπων, επαναλαμβάνω επί τροχάδην τα βασικά σημεία (οι συνεπείς μπορούν κάλλιστα να τα προσπεράσουν):

1. Το σημερινό σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι σε μεγάλο βαθμό ένα άναρχο σύνολο ρυθμίσεων, κληρονομιά του παρελθόντος που φέρνει τη σφραγίδα ενός πατερναλιστικού και πελατειακού κράτους. Πάρα πολλές από αυτές τις ρυθμίσεις εξυπηρετούν επιμέρους συμφέροντα μα αντιτίθενται στο “δημόσιο συμφέρον”, όπως και αν το εννοεί κανείς.

2. Όσοι ωφελούνται από το σύστημα αυτό, κατά κανόνα σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, υπερ-αντιπροσωπεύονται στα κόμματα, στις επαγγελματικές οργανώσεις και στα εργατικά συνδικάτα. Αντίθετα, εκείνοι που αδικούνται είναι πολιτικά αδύναμοι, εκτός των θεσμών αντιπροσώπευσης, ή δεν έχουν γεννηθεί ακόμη (οι περίφημες “επερχόμενες γενεές”). Εξ ου και η “ομερτά” για την επ’ αόριστον, ει δυνατόν, αναβολή των αλλαγών.

3. Το σύστημα δεν είναι βιώσιμο οικονομικά ούτε δίκαιο κοινωνικά. Άρα η αναμόρφωσή του είναι αναπόφευκτη – και ταυτόχρονα μια ευκαιρία για την οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους άξιου του ονόματός του. Προσοχή: απλώς μια ευκαιρία, τίποτε δεν αποκλείει τη μετάβαση σε ένα σύστημα περισσότερο βιώσιμο, μα όχι λιγότερο άδικο.

4. Η έκβαση της μεταρρύθμισης είναι αβέβαιη. Μάλιστα, η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης σε συλλογικές λύσεις που θεμελιώνονται στην αρχή της ισότητας (αναγκαία προϋπόθεση για ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας) βρίσκεται στο ιστορικό ελάχιστο. Η μάχη των ιδεών για την τελική επικράτηση τέτοιων λύσεων δεν θα είναι εύκολη – και ούτε πρόκειται να κερδηθεί εάν προηγουμένως δεν δοθεί!

5. Η αριστερά που επιθυμεί ακόμη να αυτοαποκαλείται “ανανεωτική” δεν έχει πολύ χρόνο. Η απεμπλοκή της από την υπεράσπιση του σημερινού καθεστώτος επείγει. Όσοι σήμερα αδικούνται, μαζί με όσους αναγνωρίζουν το άδικο του πράγματος ανεξάρτητα από στενά προσωπικά συμφέροντα, αναζητούν εκπροσώπηση.

Αυτά σε επίπεδο γενικών αρχών. Όμως με τι θα έμοιαζε το νέο κοινωνικό κράτος εάν ήταν στο χέρι μας (;) να το οικοδομήσουμε (παραβλέποντας προς στιγμήν ότι καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αγνοήσει το ήδη υπάρχον, αλλά δοκιμάζεται στην αναμέτρηση της με αυτό); Πώς θα ήταν το σύστημα κοινωνικής προστασίας που θα ξεπηδούσε από το μαγικό ραβδάκι ενός παντοδύναμου, καλοπροαίρετου δικτάτορα, ο οποίος επί πλέον θα ανήκε στη σύγχρονη, ανανεωτική κτλ. αριστερά;

Το μόνο που μπορώ να πω με (σχετική) βεβαιότητα είναι πώς θα ήταν αυτό το νέο κοινωνικό κράτος εάν ο εν λόγω απόλυτος άρχων ήμουν εγώ! Όχι, δεν είμαι ακόμη υπό την επήρεια των καταχρήσεων των εορτών, απλώς επωφελούμαι από τη μελλοντολογία των ημερών (if you can’t beat it, join it που έλεγα στην αρχή) για να καταθέσω τη δική μου (ταπεινή) συμβολή…

Λοιπόν, έχουμε και λέμε.

- Το κοινωνικό κράτος στο οποίο (νομίζω ότι θα έπρεπε να) στοχεύουμε θεμελιώνεται στην έννοια της “κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη”. Τα βασικά κοινωνικά δικαιώματα είναι ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα του δικαιούχου, την ασφάλιση σε κάποιο ταμείο και τη συμπλήρωση του αναγκαίου αριθμού ενσήμων. Τα δικαιώματα αυτά συμπεριλαμβάνουν την επιδότηση ή επαγγελματική κατάρτιση κάθε ανέργου, τη στεγαστική ενίσχυση κάθε νέου ζευγαριού ανάλογα με τις ανάγκες, την εξασφάλιση θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για τα παιδιά κάθε γυναίκας που εργάζεται ή θα ήθελε να εργαστεί, βασική σύνταξη για κάθε ηλικιωμένο. Συμπεριλαμβάνουν, επίσης, τη θεσμοθέτηση και στη χώρα μας ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όσους δεν μπορούν να εργαστούν λόγω ανεργίας ή αναπηρίας και δεν διαθέτουν πόρους που εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης.

- Όσον αφορά τη χρηματοδότηση θεσμοθετείται ο διαχωρισμός ασφαλιστικών παροχών (που χρηματοδοτούνται από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών) και προνοιακών ή καθολικών παροχών (που χρηματοδοτούνται από τη γενική φορολογία). Η κοινωνική αλληλεγγύη εκδηλώνεται στη χρηματοδότηση προνοιακών και καθολικών παροχών, ενώ η αλληλεγγύη της ομάδας και η ατομική αποταμίευση “προικίζει” ασφαλιστικές παροχές (στις οποίες δεν συμμετέχει, ούτε αναμειγνύεται, το κράτος).

- Αναλυτικά, ξεκινώντας από την πιο καυτή από όλες τις πατάτες της μεταρρύθμισης, το σύστημα συντάξεων. Κάθε πολίτης, άνδρας ή γυναίκα, ανεξαρτήτως εισοδήματος ή εισφορών, δικαιούται με τη συμπλήρωση των 65 ετών μια “βασική σύνταξη” που χρηματοδοτείται πλήρως από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το ύψος της δεν είναι υψηλό, συμπληρώνεται όμως από μια “συμπληρωματική σύνταξη” που είναι αυστηρά ανάλογη με τις εισφορές που έχει πληρώσει ο εργαζόμενος (και κάθε εργοδότης του) μέχρι τη στιγμή της συνταξιοδότησης. Οι εισφορές κατατίθενται σε έναν ατομικό λογαριασμό, επενδύονται όπως επιλέγει ο δικαιούχος και μετατρέπονται σε συμπληρωματική σύνταξη όποτε αυτός θέλει. Όπως είναι αυτονόητο, νωρίτερη συνταξιοδότηση συνεπάγεται χαμηλότερη σύνταξη και το αντίστροφο.

- Στο άλλο άκρο της δημογραφικής πυραμίδας, χορηγούνται οικογενειακά επιδόματα σε αναγνώριση της υποχρέωσης συμμετοχής του κοινωνικού συνόλου στη φροντίδα των παιδιών. Συνεπώς, δίνονται από το πρώτο παιδί και φθίνουν σε αξία καθώς ο αριθμός των παιδιών αυξάνεται (αφού τα επόμενα παιδιά φορούν τα ρούχα των προηγουμένων και παίζουν με τα παιγνίδια τους). Το δικαίωμα στα οικογενειακά επιδόματα απορρέει από την ιδιότητα του πολίτη, είναι συνεπώς ανεξάρτητο από την επαγγελματική ομάδα στην οποία ανήκουν οι γονείς (για να μην αναφερθούμε στην εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα).

- Τα προσωρινά επιδόματα (μητρότητας, ασθενείας κ.ά.) χορηγούνται σε ένα ορισμένο ποσό, σταθερό για όλους τους δικαιούχους, και χρηματοδοτούνται από το κράτος. Με τον τρόπο αυτό γενικεύεται η προστασία που μέχρι σήμερα παρέχεται αποκλειστικά στους εργαζόμενους του “προστατευμένου τομέα”. Επίσης, η ανάληψη του κόστους από το κοινωνικό σύνολο και όχι το μεμονωμένο εργοδότη αποτρέπει διακρίσεις στην αγορά εργασίας εναντίον νέων γυναικών (καθότι ύποπτες για σχέδια τεκνοποίησης).

- Τα επιδόματα ανεργίας χωρίζονται σε δύο μέρη: “ασφάλιση ανέργων” (που χορηγείται σε ευθεία αναλογία με τις καταβληθείσες εισφορές) και “κοινωνική πρόνοια ανέργων” (που χορηγείται όταν εξαντληθεί το δικαίωμα στο ασφαλιστικό επίδομα). Για νέους ανέργους που ζουν ακόμη με τους γονείς τους προβλέπονται “ενεργητικές” πολιτικές απασχόλησης και άλλα μέτρα απεξάρτησης από την οικογένεια.

- Τα επιδόματα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες χωρίζονται και αυτά σε δύο μέρη: ένα “επίδομα διαβίωσης” (αντιστρόφως ανάλογο με το εισόδημα του δικαιούχου, σταθερό για κάθε είδος αναπηρίας) και ένα “πρόσθετο επίδομα” (αντίστοιχο με τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε αναπηρίας, σταθερό για όλα τα άτομα που πλήττονται από αυτή).

- Η βασική σύνταξη, τα οικογενειακά επιδόματα, τα καθολικά επιδόματα ασθενείας και μητρότητας, το προνοιακό επίδομα ανεργίας και τα επιδόματα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες αποτελούν ένα συνεκτικό δίχτυ ασφαλείας. Για τα νοικοκυριά τα οποία παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να απειλούνται με εξαθλίωση, θεσμοθετείται το “ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα”. Αυτό καλύπτει τη διαφορά μεταξύ των πόρων που διαθέτει το νοικοκυριό και του ελαχίστου ορίου διαβίωσης που ανακοινώνει κάθε χρόνο το νέο “υπουργείο κοινωνικών υποθέσεων” μετά από εισήγηση της αρμόδιας “επιτροπής για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού” (λέμε τώρα).

- Τα προηγούμενα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τα επιδόματα σε χρήμα – και δικαίως, λόγω του μεγάλου ειδικού τους βάρους. Όμως, στο νέο κοινωνικό κράτος γίνεται μια αποφασιστική στροφή προς τις κοινωνικές υπηρεσίες: “βοήθεια στο σπίτι” για τους ηλικιωμένους, επαγγελματική κατάρτιση για ανέργους, συμπληρωματική εκπαίδευση για όσους στερούνται στοιχειωδών δεξιοτήτων που θα τους επέτρεπαν να ψάξουν για δουλειά (π.χ. καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας), ειδικές φροντίδες για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς είπαμε. Οι κοινωνικές υπηρεσίες παρέχονται από δημόσιους φορείς του κράτους ή της αυτοδιοίκησης, καθώς και από εθελοντικές και άλλες οργανώσεις του μη κερδοσκοπικού τομέα. Οι ίδιες οι υπηρεσίες δίνουν διεξόδους απασχόλησης σε χιλιάδες ανέργους, κυρίως γυναίκες και νέους.

Αυτά για ορεκτικό. Όπως είναι αυτονόητο, τα προηγούμενα δεν είναι παρά μια άσκηση αυτού που συνήθως υποτιμητικά ονομάζεται “κοινωνική μηχανική” (αγγλιστί “social engineering”). Οι πιθανότητες υλοποίησής τους ως έχουν στο προσεχές μέλλον είναι απειροελάχιστες. “Και τότε γιατί μας ταλαιπωρείς;”, θα αντιτείνει ο πρώην καλοπροαίρετος αναγνώστης του οποίου η υπομονή εξαντλήθηκε προ πολλού. Μα γιατί μπορεί μεν ο στόχος να μην είναι τίποτε και το κίνημα το παν (όπως έλεγε και ο Bernstein που τον θυμήθηκε ο Semprùn), αλλά εάν δεν ξέρεις πού θέλεις να φτάσεις, δεν έχει σημασία όποιον δρόμο και να πάρεις (όπως είπε η Γάτα του Cheshire στην Αλίκη της Χώρας των Θαυμάτων).

Ή για να χρησιμοποιήσω την απείρως κομψότερη διατύπωση του καθηγητή Ferrera (από το βιβλίο του για τον “κοινωνικό μεταρρυθμισμό στον 21ο αιώνα”): “Με δεδομένα τα εμπόδια κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα, ο μόνος βατός δρόμος είναι αυτός του κριτικού διαλόγου, της διανοητικής πρόκλησης, της πειστικής επιχειρηματολογίας. Καμιά μεταρρύθμιση δεν περνά χωρίς την υποστήριξη κοινωνικών συνασπισμών με συμφέρον να την προωθήσουν, και πολιτικών παρατάξεων ικανών να την επιβάλλουν. Ωστόσο, η πρώτη ύλη κάθε μεταρρύθμισης είναι πάντοτε ένα ορισμένο ιδεατό σχέδιο αλλαγής. Με τον καιρό, μια σοβαρή στράτευση στο πεδίο του σχεδιασμού μπορεί να συμβάλει στη μετακίνηση ακόμη και των πιο ανθεκτικών εμποδίων”.

Αμήν.