23 Ιανουαρίου 2000

Ένα «ιδεατό σχέδιο αλλαγής» για το κοινωνικό κράτος σε μια εντελώς καινούρια χώρα

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2000)

Η περίοδος των εορτών ευτυχώς τελείωσε, αν και η φλυαρία για τη νέα χιλιετία δυστυχώς δεν δείχνει σημεία εξάντλησης ακόμη. Παραφράζοντας μια γνωστή αγγλοσαξωνική έκφραση (εγκώμιο κάθε οπορτουνισμού ή ύμνο στην προσαρμοστικοτήτα του ανθρώπου, διαλέγετε και παίρνετε), όποιος δεν μπορεί να αντιταχθεί στο ρεύμα καλά θα κάνει να κολυμπήσει με αυτό. Με αυτόν τον ελάχιστα επιδέξιο τρόπο ξεμπερδεύω με τις ανάγκες της εισαγωγής και μπαίνω απότομα στο θέμα.

Το ζήτημα της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους, μετά από τις αλλεπάλληλες αναβολές που φαίνεται να εξυπηρετούν τους πάντες, κυβέρνηση, αντιπολίτευση και συνδικάτα (εκτός, εννοείται, από εκείνους που ελάχιστα έχουν να περιμένουν από το σημερινό σύστημα), δεν μπορεί παρά να επανέλθει στο προσκήνιο σύντομα. Πόσο σύντομα; άγνωστο, αν και δεν είναι πολύ δύσκολο να κάνει κανείς υποθέσεις: μετά τις εκλογές, όποτε και αν γίνουν, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμά τους.

Επί της ουσίας του ζητήματος, οι απόψεις του υπογράφοντος είναι γνωστές έως κορεσμού σε κάθε συνεπή (!) αναγνώστη των “Ενθεμάτων”. Προς όφελος των υπολοίπων, επαναλαμβάνω επί τροχάδην τα βασικά σημεία (οι συνεπείς μπορούν κάλλιστα να τα προσπεράσουν):

1. Το σημερινό σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι σε μεγάλο βαθμό ένα άναρχο σύνολο ρυθμίσεων, κληρονομιά του παρελθόντος που φέρνει τη σφραγίδα ενός πατερναλιστικού και πελατειακού κράτους. Πάρα πολλές από αυτές τις ρυθμίσεις εξυπηρετούν επιμέρους συμφέροντα μα αντιτίθενται στο “δημόσιο συμφέρον”, όπως και αν το εννοεί κανείς.

2. Όσοι ωφελούνται από το σύστημα αυτό, κατά κανόνα σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, υπερ-αντιπροσωπεύονται στα κόμματα, στις επαγγελματικές οργανώσεις και στα εργατικά συνδικάτα. Αντίθετα, εκείνοι που αδικούνται είναι πολιτικά αδύναμοι, εκτός των θεσμών αντιπροσώπευσης, ή δεν έχουν γεννηθεί ακόμη (οι περίφημες “επερχόμενες γενεές”). Εξ ου και η “ομερτά” για την επ’ αόριστον, ει δυνατόν, αναβολή των αλλαγών.

3. Το σύστημα δεν είναι βιώσιμο οικονομικά ούτε δίκαιο κοινωνικά. Άρα η αναμόρφωσή του είναι αναπόφευκτη – και ταυτόχρονα μια ευκαιρία για την οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους άξιου του ονόματός του. Προσοχή: απλώς μια ευκαιρία, τίποτε δεν αποκλείει τη μετάβαση σε ένα σύστημα περισσότερο βιώσιμο, μα όχι λιγότερο άδικο.

4. Η έκβαση της μεταρρύθμισης είναι αβέβαιη. Μάλιστα, η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης σε συλλογικές λύσεις που θεμελιώνονται στην αρχή της ισότητας (αναγκαία προϋπόθεση για ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας) βρίσκεται στο ιστορικό ελάχιστο. Η μάχη των ιδεών για την τελική επικράτηση τέτοιων λύσεων δεν θα είναι εύκολη – και ούτε πρόκειται να κερδηθεί εάν προηγουμένως δεν δοθεί!

5. Η αριστερά που επιθυμεί ακόμη να αυτοαποκαλείται “ανανεωτική” δεν έχει πολύ χρόνο. Η απεμπλοκή της από την υπεράσπιση του σημερινού καθεστώτος επείγει. Όσοι σήμερα αδικούνται, μαζί με όσους αναγνωρίζουν το άδικο του πράγματος ανεξάρτητα από στενά προσωπικά συμφέροντα, αναζητούν εκπροσώπηση.

Αυτά σε επίπεδο γενικών αρχών. Όμως με τι θα έμοιαζε το νέο κοινωνικό κράτος εάν ήταν στο χέρι μας (;) να το οικοδομήσουμε (παραβλέποντας προς στιγμήν ότι καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αγνοήσει το ήδη υπάρχον, αλλά δοκιμάζεται στην αναμέτρηση της με αυτό); Πώς θα ήταν το σύστημα κοινωνικής προστασίας που θα ξεπηδούσε από το μαγικό ραβδάκι ενός παντοδύναμου, καλοπροαίρετου δικτάτορα, ο οποίος επί πλέον θα ανήκε στη σύγχρονη, ανανεωτική κτλ. αριστερά;

Το μόνο που μπορώ να πω με (σχετική) βεβαιότητα είναι πώς θα ήταν αυτό το νέο κοινωνικό κράτος εάν ο εν λόγω απόλυτος άρχων ήμουν εγώ! Όχι, δεν είμαι ακόμη υπό την επήρεια των καταχρήσεων των εορτών, απλώς επωφελούμαι από τη μελλοντολογία των ημερών (if you can’t beat it, join it που έλεγα στην αρχή) για να καταθέσω τη δική μου (ταπεινή) συμβολή…

Λοιπόν, έχουμε και λέμε.

- Το κοινωνικό κράτος στο οποίο (νομίζω ότι θα έπρεπε να) στοχεύουμε θεμελιώνεται στην έννοια της “κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη”. Τα βασικά κοινωνικά δικαιώματα είναι ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα του δικαιούχου, την ασφάλιση σε κάποιο ταμείο και τη συμπλήρωση του αναγκαίου αριθμού ενσήμων. Τα δικαιώματα αυτά συμπεριλαμβάνουν την επιδότηση ή επαγγελματική κατάρτιση κάθε ανέργου, τη στεγαστική ενίσχυση κάθε νέου ζευγαριού ανάλογα με τις ανάγκες, την εξασφάλιση θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για τα παιδιά κάθε γυναίκας που εργάζεται ή θα ήθελε να εργαστεί, βασική σύνταξη για κάθε ηλικιωμένο. Συμπεριλαμβάνουν, επίσης, τη θεσμοθέτηση και στη χώρα μας ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όσους δεν μπορούν να εργαστούν λόγω ανεργίας ή αναπηρίας και δεν διαθέτουν πόρους που εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης.

- Όσον αφορά τη χρηματοδότηση θεσμοθετείται ο διαχωρισμός ασφαλιστικών παροχών (που χρηματοδοτούνται από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών) και προνοιακών ή καθολικών παροχών (που χρηματοδοτούνται από τη γενική φορολογία). Η κοινωνική αλληλεγγύη εκδηλώνεται στη χρηματοδότηση προνοιακών και καθολικών παροχών, ενώ η αλληλεγγύη της ομάδας και η ατομική αποταμίευση “προικίζει” ασφαλιστικές παροχές (στις οποίες δεν συμμετέχει, ούτε αναμειγνύεται, το κράτος).

- Αναλυτικά, ξεκινώντας από την πιο καυτή από όλες τις πατάτες της μεταρρύθμισης, το σύστημα συντάξεων. Κάθε πολίτης, άνδρας ή γυναίκα, ανεξαρτήτως εισοδήματος ή εισφορών, δικαιούται με τη συμπλήρωση των 65 ετών μια “βασική σύνταξη” που χρηματοδοτείται πλήρως από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το ύψος της δεν είναι υψηλό, συμπληρώνεται όμως από μια “συμπληρωματική σύνταξη” που είναι αυστηρά ανάλογη με τις εισφορές που έχει πληρώσει ο εργαζόμενος (και κάθε εργοδότης του) μέχρι τη στιγμή της συνταξιοδότησης. Οι εισφορές κατατίθενται σε έναν ατομικό λογαριασμό, επενδύονται όπως επιλέγει ο δικαιούχος και μετατρέπονται σε συμπληρωματική σύνταξη όποτε αυτός θέλει. Όπως είναι αυτονόητο, νωρίτερη συνταξιοδότηση συνεπάγεται χαμηλότερη σύνταξη και το αντίστροφο.

- Στο άλλο άκρο της δημογραφικής πυραμίδας, χορηγούνται οικογενειακά επιδόματα σε αναγνώριση της υποχρέωσης συμμετοχής του κοινωνικού συνόλου στη φροντίδα των παιδιών. Συνεπώς, δίνονται από το πρώτο παιδί και φθίνουν σε αξία καθώς ο αριθμός των παιδιών αυξάνεται (αφού τα επόμενα παιδιά φορούν τα ρούχα των προηγουμένων και παίζουν με τα παιγνίδια τους). Το δικαίωμα στα οικογενειακά επιδόματα απορρέει από την ιδιότητα του πολίτη, είναι συνεπώς ανεξάρτητο από την επαγγελματική ομάδα στην οποία ανήκουν οι γονείς (για να μην αναφερθούμε στην εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα).

- Τα προσωρινά επιδόματα (μητρότητας, ασθενείας κ.ά.) χορηγούνται σε ένα ορισμένο ποσό, σταθερό για όλους τους δικαιούχους, και χρηματοδοτούνται από το κράτος. Με τον τρόπο αυτό γενικεύεται η προστασία που μέχρι σήμερα παρέχεται αποκλειστικά στους εργαζόμενους του “προστατευμένου τομέα”. Επίσης, η ανάληψη του κόστους από το κοινωνικό σύνολο και όχι το μεμονωμένο εργοδότη αποτρέπει διακρίσεις στην αγορά εργασίας εναντίον νέων γυναικών (καθότι ύποπτες για σχέδια τεκνοποίησης).

- Τα επιδόματα ανεργίας χωρίζονται σε δύο μέρη: “ασφάλιση ανέργων” (που χορηγείται σε ευθεία αναλογία με τις καταβληθείσες εισφορές) και “κοινωνική πρόνοια ανέργων” (που χορηγείται όταν εξαντληθεί το δικαίωμα στο ασφαλιστικό επίδομα). Για νέους ανέργους που ζουν ακόμη με τους γονείς τους προβλέπονται “ενεργητικές” πολιτικές απασχόλησης και άλλα μέτρα απεξάρτησης από την οικογένεια.

- Τα επιδόματα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες χωρίζονται και αυτά σε δύο μέρη: ένα “επίδομα διαβίωσης” (αντιστρόφως ανάλογο με το εισόδημα του δικαιούχου, σταθερό για κάθε είδος αναπηρίας) και ένα “πρόσθετο επίδομα” (αντίστοιχο με τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε αναπηρίας, σταθερό για όλα τα άτομα που πλήττονται από αυτή).

- Η βασική σύνταξη, τα οικογενειακά επιδόματα, τα καθολικά επιδόματα ασθενείας και μητρότητας, το προνοιακό επίδομα ανεργίας και τα επιδόματα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες αποτελούν ένα συνεκτικό δίχτυ ασφαλείας. Για τα νοικοκυριά τα οποία παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να απειλούνται με εξαθλίωση, θεσμοθετείται το “ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα”. Αυτό καλύπτει τη διαφορά μεταξύ των πόρων που διαθέτει το νοικοκυριό και του ελαχίστου ορίου διαβίωσης που ανακοινώνει κάθε χρόνο το νέο “υπουργείο κοινωνικών υποθέσεων” μετά από εισήγηση της αρμόδιας “επιτροπής για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού” (λέμε τώρα).

- Τα προηγούμενα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τα επιδόματα σε χρήμα – και δικαίως, λόγω του μεγάλου ειδικού τους βάρους. Όμως, στο νέο κοινωνικό κράτος γίνεται μια αποφασιστική στροφή προς τις κοινωνικές υπηρεσίες: “βοήθεια στο σπίτι” για τους ηλικιωμένους, επαγγελματική κατάρτιση για ανέργους, συμπληρωματική εκπαίδευση για όσους στερούνται στοιχειωδών δεξιοτήτων που θα τους επέτρεπαν να ψάξουν για δουλειά (π.χ. καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας), ειδικές φροντίδες για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς είπαμε. Οι κοινωνικές υπηρεσίες παρέχονται από δημόσιους φορείς του κράτους ή της αυτοδιοίκησης, καθώς και από εθελοντικές και άλλες οργανώσεις του μη κερδοσκοπικού τομέα. Οι ίδιες οι υπηρεσίες δίνουν διεξόδους απασχόλησης σε χιλιάδες ανέργους, κυρίως γυναίκες και νέους.

Αυτά για ορεκτικό. Όπως είναι αυτονόητο, τα προηγούμενα δεν είναι παρά μια άσκηση αυτού που συνήθως υποτιμητικά ονομάζεται “κοινωνική μηχανική” (αγγλιστί “social engineering”). Οι πιθανότητες υλοποίησής τους ως έχουν στο προσεχές μέλλον είναι απειροελάχιστες. “Και τότε γιατί μας ταλαιπωρείς;”, θα αντιτείνει ο πρώην καλοπροαίρετος αναγνώστης του οποίου η υπομονή εξαντλήθηκε προ πολλού. Μα γιατί μπορεί μεν ο στόχος να μην είναι τίποτε και το κίνημα το παν (όπως έλεγε και ο Bernstein που τον θυμήθηκε ο Semprùn), αλλά εάν δεν ξέρεις πού θέλεις να φτάσεις, δεν έχει σημασία όποιον δρόμο και να πάρεις (όπως είπε η Γάτα του Cheshire στην Αλίκη της Χώρας των Θαυμάτων).

Ή για να χρησιμοποιήσω την απείρως κομψότερη διατύπωση του καθηγητή Ferrera (από το βιβλίο του για τον “κοινωνικό μεταρρυθμισμό στον 21ο αιώνα”): “Με δεδομένα τα εμπόδια κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα, ο μόνος βατός δρόμος είναι αυτός του κριτικού διαλόγου, της διανοητικής πρόκλησης, της πειστικής επιχειρηματολογίας. Καμιά μεταρρύθμιση δεν περνά χωρίς την υποστήριξη κοινωνικών συνασπισμών με συμφέρον να την προωθήσουν, και πολιτικών παρατάξεων ικανών να την επιβάλλουν. Ωστόσο, η πρώτη ύλη κάθε μεταρρύθμισης είναι πάντοτε ένα ορισμένο ιδεατό σχέδιο αλλαγής. Με τον καιρό, μια σοβαρή στράτευση στο πεδίο του σχεδιασμού μπορεί να συμβάλει στη μετακίνηση ακόμη και των πιο ανθεκτικών εμποδίων”.

Αμήν.