29 Ιανουαρίου 2008

Για μια αριστερή μεταρρύθμιση των συντάξεων ...

Oμιλία στην ημερίδα του ομίλου «Αριστερά Σήμερα» (ΑΡ.ΣΗ.) (Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008)

Πόσο επείγουσα είναι η μεταρρύθμιση των συντάξεων;

Εξαιρετικά επείγουσα. Ήδη η δαπάνη για συντάξεις στη χώρα μας είναι (ως ποσοστό του ΑΕΠ) υψηλότερη από εκείνη άλλων χωρών, και μάλιστα χωρών πλουσιότερων, κοινωνικά προηγμένων, και με γηραιότερο πληθυσμό. Επί πλέον, όπως μονότονα δείχνουν όλες οι αναλογιστικές μελέτες (και του ΙΝΕ ΓΣΕΕ), η δαπάνη αυτή σχεδόν θα διπλασιαστεί στα επόμενα 40-50 χρόνια. Ένα τέτοιο βάρος καμιά κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει. Ιδιαίτερα μια κοινωνία όπως η δική μας, με τεράστια υστέρηση στις πολιτικές για την καταπολέμηση της φτώχειας, στις πολιτικές για την προστασία των ανέργων και την προώθηση της απασχόλησης, στις πολιτικές για την υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, στις πολιτικές κατοικίας και ενίσχυσης της στεγαστικής αυτονομίας των νέων, στις πολιτικές κοινωνικής φροντίδας. Η δαπάνη για συντάξεις δεν μπορεί να αυξάνεται με τρόπο ανεξέλεγκτο. Η χρηματοδότηση ενός σύγχρονου συστήματος κοινωνικής προστασίας – αλλά και η χρηματοδότηση της έρευνας, της παιδείας κτλ. – αυτό απαιτεί.

Άρα θυσία της κοινωνικής αλληλεγγύης στο βωμό της μείωσης των ελλειμμάτων;

Κάθε άλλο. Κατ’ αρχήν, όπως δείχνουν τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα που κληροδοτεί στις επόμενες γενεές εργαζομένων, το υπάρχον σύστημα υποσκάπτει αντί να προάγει την αλληλεγγύη των γενεών. Επί πλέον, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι άδικο, πελατειακό και κατακερματισμένο: 155 ταμεία που δεν συνιστούν ένα ενιαίο αλλά πολλά συνταξιοδοτικά συστήματα, με διαφορετικούς ετερόκλητους κανόνες καθένα. Πάσχει από έντονες ανισορροπίες μεταξύ ασφαλισμένων και ταμείων, με αποτέλεσμα άτομα με ίδια κατά τα άλλα χαρακτηριστικά έχουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Είναι τεράστιες οι διαφορές ανάμεσα στο καθεστώς της μεγάλης πλειοψηφίας (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΤΕΒΕ, ΝΑΤ) και στο καθεστώς των «ευγενών ταμείων», είτε αυτά ασφαλίζουν ισχυρές κοινωνικές ομάδες (νομικοί, μηχανικοί, γιατροί, στρατιωτικοί) είτε τμήματα της μισθωτής εργασίας (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, τράπεζες). Δυσμενέστεροι, επίσης, είναι οι κανόνες για τους νεότερους και για τις περισσότερες γυναίκες. Όπως δείχνουν τα πολύ υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανισότητας μεταξύ των ηλικιωμένων, το υπάρχον σύστημα κάθε άλλο παρά υπηρετεί την κοινωνική αλληλεγγύη.

Τόσο σημαντικές είναι οι ανισότητες στο εσωτερικό του συστήματος;

Λίγα παραδείγματα για τους πιο δύσπιστους:

Οι ενισχύσεις των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης από το κράτος, με τη μορφή είτε επιχορηγήσεων είτε «κοινωνικών πόρων», ανέρχονται σε 4% του ΑΕΠ (ένα τρίτο της συνολικής δαπάνης για συντάξεις). Πώς κατανέμεται αυτό το ποσό; Σε απόλυτους όρους η μερίδα του λέοντος πηγαίνει στο ΙΚΑ, τον ΟΓΑ και το ΝΑΤ. Σε σχετικούς όρους (λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος κάθε ταμείου) ευνοούνται οι ασφαλισμένοι στα ταμεία των ΔΕΚΟ, του Τύπου, των ελευθερίων επαγγελμάτων (ΤΣΑΥ, Νομικών και ΤΣΜΕΔΕ – που εισπράττει 1% του προϋπολογισμού των δημοσίων έργων).

Η ηλικία συνταξιοδότησης στο Δημόσιο, στα ταμεία των ΔΕΚΟ και τραπεζών μπορεί να είναι κατά 10 (ακόμη και 15) έτη χαμηλότερη από ό,τι π.χ. στο ΙΚΑ, εκτός για όσους υπάγονται στα ΒΑΕ (βλ. παρακάτω). Οι γυναίκες με ανήλικα παιδιά (δηλ. 16 ή 17 ετών) μπορούν να συνταξιοδοτηθούν στα 50 ή ακόμη και νωρίτερα, δήθεν για την προστασία της μητρότητας.

Ακόμη και στο ΙΚΑ το 40% των ασφαλισμένων (σε μια χώρα χωρίς βαριά βιομηχανία) υπάγεται στο καθεστώς των ΒΑΕ, και έτσι συνταξιοδοτείται 5 έτη νωρίτερα με πλήρη σύνταξη. Η λίστα με τα σχετικά επαγγέλματα προκαλεί θυμηδία: συνοδοί εδάφους, παρουσιαστές τηλεόρασης, κομμωτές, σερβιτόροι κ.ά. Μάλιστα, με το νόμο Ρέππα το καθεστώς αυτό επεκτείνεται και στον δημόσιο τομέα (κτηνίατροι, δεσμοφύλακες, συντηρητές έργων τέχνης). Θυμίζω ότι τα ΒΑΕ είναι ένα είδος «αποζημίωσης» για το χαμηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης (π.χ. μεταλλωρύχοι). Αμφιβάλλω αν υπάρχει έστω και ένας κτηνίατρος ή κομμωτής που να φοβάται ότι θα ζήσει λιγότερο επειδή είναι κτηνίατρος ή κομμωτής. Εν τω μεταξύ, στις οικοδομές, στα δημόσια έργα και αλλού συνεχίζουν να πεθαίνουν κάθε χρόνο δεκάδες εργαζόμενοι, αλλά αυτοί είναι ξένοι και ανασφάλιστοι – άρα για αυτούς δεν μιλά κανείς.

Ο περίφημος ΛΑΦΚΑ θεσμοθετήθηκε το 1992 ως προσωρινό μέτρο «φορολόγησης» τών υψηλών συντάξεων προς όφελος των προβληματικών ταμείων. Ήταν σταγόνα στον ωκεανό, αλλά σταγόνα εξισωτικής αναδιανομής. Προτού ψηφιστεί από τη Βουλή εξαιρέθηκαν οι συνταξιούχοι του ταμείου νομικών. Τόσο απλά! Τελικά, ο ΛΑΦΚΑ πριν λίγα χρόνια καταργήθηκε – χωρίς να διαμαρτυρηθούν για αυτό τα συνδικάτα ή τα κόμματα της αριστεράς.

Για όλους αυτούς και πολλούς άλλους λόγους έχουμε όχι ένα αλλά πολλά συστήματα συντάξεων: άλλο καθεστώς (ευνοϊκό) για άνδρες, μεσήλικες, ασφαλισμένους ευγενών ταμείων, εργαζόμενους στο Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες – και άλλο καθεστώς (δυσμενέστερο) για τους νέους, τους εργαζόμενους στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, τους ασφαλισμένους στα «λαϊκά» ταμεία, καθώς και για τις περισσότερες γυναίκες. Όπως είχε πει πριν 5 χρόνια η τότε Ευρωπαία Επίτροπος Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων: «Στην εκλογική μου περιφέρεια υπάρχουν τα εργοστάσια της ΔΕΗ. Εκεί μπορεί να συναντήσετε τρεις εργάτες να δουλεύουν μαζί. Ο πρώτος είναι μόνιμος υπάλληλος της ΔΕΗ: θα συνταξιοδοτηθεί στα 50 και θα παίρνει σύνταξη 1.800 ευρώ το μήνα. Ο δεύτερος είναι υπάλληλος του υπεργολάβου: θα συνταξιοδοτηθεί στα 65 και θα παίρνει σύνταξη 375 ευρώ το μήνα. Ο τρίτος, και αυτός υπάλληλος του υπεργολάβου, είναι μετανάστης: κάποτε θα ‘συνταξιοδοτηθεί’, με την έννοια ότι θα σταματήσει να δουλεύει, όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα πάρει ποτέ σύνταξη.»

Αυτό το (κατ’ ευφημισμόν) σύστημα καλούμαστε να υπερασπιστούμε, και μάλιστα ως αριστεροί;

Συνεπώς;

Συνεπώς, για τους αριστερούς, το πρόβλημα δεν μπορεί να είναι μεταρρύθμιση ναι ή όχι, αλλά ποια μεταρρύθμιση, πότε, με ποιους όρους. Αντιστρόφως, όποιος αρνείται την ανάγκη μεταρρύθμισης και διαλόγου για το περιεχόμενό της, όποιος υπερασπίζεται το σημερινό άδικο και χρεωκοπημένο σύστημα συντάξεων, έστω και αν το κάνει βαστώντας τις σημαίες της αριστεράς, στην πραγματικότητα κάκιστες υπηρεσίες παρέχει στους εργαζόμενους, σημερινούς και αυριανούς.

Μα ούτε η κυβέρνηση Σημίτη δεν κατάφερε να περάσει τη μεταρρύθμιση – γιατί;

Επί Σημίτη/Γιαννίτση φτάσαμε πιο κοντά από ό,τι ποτέ σε μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού με κοινωνική δικαιοσύνη. Τελικά ήταν μια περίπτωση “so close and yet so far”. Πώς έγινε αυτό; Κυρίως επειδή επικρατεί η αντίληψη ότι (α) η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι κάτι που μας το ζητούν πιεστικά οι διεθνείς οργανισμοί και τα ντόπια φερέφωνά τους από ιδεολογική εχθρότητα στις κατακτήσεις του λαού μας, και ότι (β) κατά βάθος το μόνο που χρειάζεται η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα είναι περισσότερα χρήματα. Η αντίληψη αυτή διαπερνά το σύνολο του πολιτικού φάσματος: από την (νεο)κομμουνιστική αριστερά έως τη λαϊκή δεξιά, με μερικές μάλλον δακτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις.

Φυσικά η αντίληψη αυτή είναι βαθύτατα λαθεμένη. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού είναι επειγόντως αναγκαία, όχι μόνο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας αλλά και για την εξάλειψη των αδικιών του σημερινού συστήματος. Εξ άλλου, και η αποκατάσταση της βιωσιμότητας θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης είναι: έναντι της γενιάς των παιδιών μας ή των παιδιών των παιδιών μας. Η μεταρρύθμιση χρειάζεται για αυτό, όχι λόγω Μάαστριχτ ή ΟΝΕ ή Συμφώνου Σταθερότητας.

Εξ ου και η επιλογή της κυβέρνησης Σημίτη να δώσει τη μάχη για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους με τον άτολμο, σχεδόν «ένοχο» τρόπο που έγινε, εξ ου και η συνεχής επίκληση του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ – σαν από εκεί να απέρρεε η πολιτική νομιμοποίηση της μεταρρύθμισης, όχι από τις παταγώδεις αποτυχίες του σημερινού συστήματος. Αν κάτι απέδειξε η τύχη των προτάσεων Γιαννίτση είναι κυρίως αυτό: ότι οι μάχες που δεν δίνονται ανοιχτά, τελικά χάνονται πιο εύκολα και με μεγαλύτερο πολιτικό κόστος.

Φυσικά, οι προτάσεις Γιαννίτση προσέκρουσαν στον σκόπελο των συνδικάτων, παρότι η ΠΑΣΚΕ εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια ελέγχει και τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ.

Δηλαδή το πρόβλημα είναι τα συνδικάτα;

Γενικώς όχι – ει μη τι άλλο επειδή τα καλύτερα παραδείγματα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης τα τελευταία 10-15 χρόνια (Ιταλία και Σουηδία) διδάσκουν τι μπορεί να επιτευχθεί όταν τα συνδικάτα μιλούν για όλη την κοινωνία, και όχι μόνο για τα μέλη τους.

Άρα γενικώς όχι, τα συνδικάτα δεν αποτελούν υποχρεωτικά πρόβλημα – ειδικώς όμως ναι.

Το κύριο πρόβλημα με τα συνδικάτα της χώρας μας είναι η στρεβλή αντιπροσώπευση των εργαζομένων από αυτά. Η αναντιστοιχία έχει διάφορες διαστάσεις:

Μεταξύ κλάδων της οικονομίας: η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ ελέγχουν 28% των συνέδρων, 29 στα 45 μέλη ΔΕ της ΓΣΕΕ, 9 στα 15 μέλη ΕΓ και 6 στα 8 μέλη του προεδρείου (στοιχεία 2007), παρότι οι κλάδοι των τραπεζών και της κοινής ωφέλειας απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ). Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα είναι γύρω στο 10%.

Μεταξύ των δύο φύλων: 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η αναλογία τους στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη. Το 2001 υπήρχε μία μόνο γυναίκα (επί 45 μελών!) στη ΔΕ της ΓΣΕΕ, πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί η πρόβλεψη στις προτάσεις Γιαννίτση για 2 έτη πλασματικού χρόνου ασφάλισης (600 ένσημα) για κάθε παιδί, σημαντική ενίσχυση σε χιλιάδες εργαζόμενες που δεν κατορθώνουν να μαζέψουν τα ελάχιστα απαιτούμενα 4500 ένσημα, δεν εκτιμήθηκε (μέσα στη γενική οχλοβοή) όσο της άξιζε.

Μεταξύ ηλικιακών ομάδων: παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών.

Μεταξύ εθνικών ομάδων: με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν κατάφερε (ή δεν προσπάθησε;) να οργανώσει τους ξένους εργάτες, ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε ΔΣ ομοσπονδίας.

Τέλος, μεταξύ ασφαλιστικών ταμείων: παρότι ως γνωστόν το ΙΚΑ ασφαλίζει πάνω από 90% των μισθωτών εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, το ποσοστό των μελών της ΔΕ της ΓΣΕΕ που είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ δεν υπερβαίνει το 30%.

Όλα αυτά έχουν δύο κρίσιμες συνέπειες. Πρώτον, η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή όλο και λιγότερο μοιάζει με την εικόνα του μέσου μισθωτού. Δεύτερον, μια μεταρρυθμιστική πολιτική αριστερής έμπνευσης μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετεί τα ταξικά συμφέροντα των μισθωτών, χωρίς να αποσπά την έγκριση της ΓΣΕΕ.

Εν κατακλείδι, κάποια μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι αναπόφευκτη, όμως το περιεχόμενό της («ποια μεταρρύθμιση;») δεν είναι δεδομένο. Το σενάριο μιας γενικής, δραστικής περικοπής κοινωνικών δικαιωμάτων όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο ακόμη δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά κάποτε μπορεί να είναι. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το status quo δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ.

Πρόταση υπάρχει;

Είμαι πεισμένος ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μικρές ή μεγάλες προσαρμογές στο υπάρχον σύστημα, αλλά μια αλλαγή παραδείγματος, μια βαθμιαία μετατόπιση προς ένα εντελώς νέο σύστημα. Προφανώς δεν έχει νόημα να συζητάμε ένα λεπτομερές σχέδιο, το οποίο από τεχνική άποψη δεν θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Αντίθετα, θα προσπαθήσω να δώσω το περίγραμμα ενός τέτοιου σχεδίου ώστε να δούμε καλύτερα τις πολιτικές όψεις.

Το σημείο εκκίνησης θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι η συγκέντρωση σε ένα κρατικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα όλων των ενισχύσεων από το κράτος στα ταμεία (με τη μορφή είτε επιχορηγήσεων είτε «κοινωνικών πόρων»), ύψους ενός τρίτου της συνολικής δαπάνης για συντάξεις ή 4% του ΑΕΠ. Σήμερα, το ποσό αυτό κατανέμεται άδικα και ανορθολογικά. Σε ένα νέο σύστημα θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει μια Εθνική Σύνταξη / Σύνταξη του Πολίτη. Η σύνταξη αυτή θα μπορούσε να χορηγείται είτε σε συνταξιούχους με χαμηλό εισόδημα, είτε σε κάθε ηλικιωμένο με μόνη προϋπόθεση τη συμπλήρωση του (65ου; 60ου; 67ου;) έτους του/της. Προσωπικά προτιμώ τη δεύτερη λύση, αλλά παραδέχομαι ότι ούτε η πρώτη στερείται πλεονεκτημάτων.

Η χρηματοδότηση της σύνταξης του πολίτη με τους πόρους που σήμερα ενισχύουν τα ταμεία συνεπάγεται ότι τα τελευταία θα λειτουργούν αποκλειστικά με δικούς τους πόρους στο μέλλον (δηλ. μετά την ολοκλήρωση της περιόδου μετάβασης στο νέο σύστημα). Άρα, οι συντάξεις τους θα είναι χαμηλότερου ύψους από τις σημερινές, όμως θα προστίθενται (στα 65) στη σύνταξη του πολίτη. Υποθέτοντας ότι η σύνταξη των ταμείων θα είναι ανταποδοτική, δηλ. ανάλογη με τις συνολικές εισφορές και την ηλικία συνταξιοδότησης κάθε ατόμου, τότε το άθροισμα κρατικής σύνταξης του πολίτη και ανταποδοτικής σύνταξης των ταμείων θα διαμορφώνει υψηλότερες συντάξεις για πολλούς ηλικιωμένους που σήμερα αδικούνται, και φυσικά χαμηλότερες για τους λίγους που σήμερα απολαμβάνουν προνόμια.

Τα προτερήματα ενός τέτοιου συστήματος είναι, ελπίζω, φανερά: Πρώτον, είναι δικαιότερο: εξαλείφει τη φτώχεια των ηλικιωμένων, εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων, συνδυάζει την αναδιανομή με την ανταποδοτικότητα. Δεύτερον, θέτει τις βάσεις για τη σταθεροποίηση της κρατικής δαπάνης (στο 4% του ΑΕΠ ή σε όποιο ύψος επιλέγει κάθε φορά η κοινωνία). Τρίτον, περικλείει μια δυναμική βελτιωμένων κινήτρων – κατά της εισφοροδιαφυγής, της πρόωρης συνταξιοδότησης κτλ.

Προφανώς, μια σειρά ζητημάτων παραμένουν ανοιχτά: πώς θα υπολογίζεται η σύνταξη; σε ποια ηλικία θα δίνεται; πώς θα ρυθμίζονται τα ταμεία; Πρόκειται για θέματα σχεδιασμού ή/και επιλογής. Παραδείγματος χάριν, η σύνταξη του πολίτη θα μπορούσε να είναι ίση για όλους και να δίνεται στα 65+ χωρίς άλλες προϋποθέσεις, ενώ η ανταποδοτική σύνταξη θα μπορούσε να δίνεται στην ηλικία που επιλέγει κάθε άτομο (π.χ. από τα 50 έως τα 70 έτη), αρκεί οι συνέπειες της επιλογής αυτής να αναλαμβάνονται από το ίδιο το άτομο και όχι την κοινωνία. Υπάρχει ένα σύστημα που εξασφαλίζει κάτι τέτοιο, και μάλιστα το κάνει με τρόπο διαφανή: είναι το σύστημα της λεγόμενης «νοητής κεφαλαιοποίησης» (το οποίο μιμείται το μηχανισμό του κεφαλαιοποιητικού, παραμένοντας όμως στο πλαίσιο του διανεμητικού). Είναι αυτό που θεσμοθετήθηκε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας στη Σουηδία, στην Ιταλία, στην Πολωνία και αλλού.

Συμπέρασμα

Προφανώς, τα παραπάνω δεν είναι παρά ασκήσεις επί χάρτου. Δείχνουν, όμως, ότι παρά τις τεχνικές όψεις του, το ασφαλιστικό είναι κυρίως πολιτικό πρόβλημα. Λύσεις υπάρχουν, και μάλιστα ικανές να οδηγήσουν σε αλματώδεις προόδους τόσο στο μέτωπο της ισότητας όσο και σε εκείνο της βιωσιμότητας. Είναι λύσεις αριστερές: και επειδή αναδιανέμουν πόρους και δικαιώματα προς τη σωστή κατεύθυνση, και επειδή εκεί όπου υιοθετήθηκαν αυτό έγινε μετά από μια υπομονετική διαπραγμάτευση με τα συνδικάτα να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Εξίσου προφανώς, όσα είπαμε σήμερα είναι προορισμένα να παραμείνουν ασκήσεις επί χάρτου όσο εξακολουθεί να κυριαρχεί η διασταύρωση ακραίου κοινωνικού εγωισμού και καταγγελτικής ρητορείας που στη χώρα μας περνιέται για αριστερή πολιτική. Όμως, αυτό είναι μια άλλη ιστορία – εκτός και αν είναι η ίδια ιστορία …