29 Δεκεμβρίου 2016

Συμβαίνουν και εις Παρισίους

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016).

Ο ανταποκριτής σας βρέθηκε στο Παρίσι για λίγες μέρες, όπου δεν παρέλειψε να επισκεφθεί την έκθεση της συλλογής Σούκιν στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος Λουί Βουιτόν στα περίχωρα της πόλης στο Νεϊγύ.

Ο Σεργκέι Ιβάνοβιτς Σούκιν (στα ρωσικά: Серге́й Ива́нович Щу́кин) ήταν ένας από τους πιο ενδιαφέροντες εκπροσώπους της φιλελεύθερης αστικής τάξης της Μόσχας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου – με άλλα λόγια, μιας κοινωνικής ομάδας ολιγάριθμης, αδύναμης πολιτικά, και όπως έμελλε να αποδειχθεί καταδικασμένης από την ιστορία. Ο πατέρας του, αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, φτάνει να διευθύνει ένα μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό όμιλο. Ο Σεργκέι αναλαμβάνει νωρίς τη διαχείριση της οικογενειακής επιχείρησης, παρότι δεν ήταν ο μεγαλύτερος γιος. Παράλληλα, όπως και δύο από τα αδέλφια του, αρχίζει να συλλέγει έργα τέχνης. Το 1898 ταξιδεύει στο Παρίσι και αγοράζει έναν πίνακα του Μονέ. Μέχρι το 1914 συγκεντρώνει την εντυπωσιακότερη συλλογή σύγχρονης τέχνης στον κόσμο: 275 έργα του Γκωγκέν, του Σεζάν, του Ντεραίν, του Ανρί Ρουσώ, του Μονέ, του Ρενουάρ, του Μανέ, του Βαν Γκογκ, του Πικάσσο, και ιδίως του Ματίς, ο οποίος θα ζωγραφίσει μετά από παραγγελία του Σούκιν το θρυλικό «Ο χορός» (1909) και θα επισκεφθεί τη Μόσχα για να ζωγραφίσει στο Μέγαρο Τρουμπετσκόυ που στεγάζει τη συλλογή. Ο θάνατος του γιου του (1905) και της συζύγου του (1907) μεταβάλλει τη σχέση του Σούκιν με την τέχνη: από κοσμικός συλλέκτης γίνεται παθιασμένος υποστηρικτής των μοντέρνων ζωγράφων. Το 1908 ανοίγει τη συλλογή του στο φιλότεχνο κοινό της Μόσχας. Ο Μάλεβιτς, ο Ροντσένκο, ο Λαριόνωφ, ο Τάτλιν και άλλοι εκπρόσωποι της ρωσικής πρωτοπορίας έρχονται σε επαφή με τα έργα των Γάλλων (κυρίως) ομότεχνών τους, που τους κάνουν μεγάλη εντύπωση και επηρεάζουν την εξέλιξή τους.

Εν τω μεταξύ, η μεγάλη Ιστορία παρεμβάλλεται στις ιστορίες των ανθρώπων και τις παρασέρνει, όπως η τρικυμία τα καρυδότσουφλα. Ο παγκόσμιος πόλεμος απομονώνει τον συλλέκτη από τους ζωγράφους του. Η επανάσταση επικηρύσσει την τάξη του, απαλλοτριώνει την περιουσία του, εθνικοποιεί τη συλλογή του (με διάταγμα που υπογράφει ο ίδιος ο Λένιν). Ο Σούκιν διαφεύγει στη Γαλλία, όπου ζει μια αποτραβηγμένη ζωή μέχρι το θάνατό του το 1936. Το 1948, με διάταγμα του Στάλιν, η συλλογή Σούκιν χαρακτηρίζεται «μπουρζουάδικη, κοσμοπολίτικη, και λάθος προσανατολισμένη», χωρίζεται στα δύο (ένα μέρος στο μουσείο Πούσκιν της Μόσχας, ένα άλλο στο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ), και παύει να εκτίθεται ή ακόμη και να αναφέρεται καν στους καταλόγους. Μετά το θάνατο του Στάλιν, ο Ιλία Έρενμπουργκ διοργανώνει την έκθεση «Πικάσσο» (1956). Με τη μεσολάβηση του ίδιου του ζωγράφου, η συλλογή Σούκιν ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Το 1970, η έκθεση για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ματίς στο Πούσκιν και στο Ερμιτάζ μεταφέρεται στο Γκραν Παλαί και δίνει την ευκαιρία στο κοινό του Παρισιού να δει τον «Χορό» για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια. Άλλες εκθέσεις, ιδίως η ρετροσπεκτίβα «Ανρί Ματίς, 1904-1917» στο Κέντρο Πομπιντού (1993), φέρνει και άλλους πίνακες στο Παρίσι. Όμως η τωρινή έκθεση στο Ίδρυμα Λουί Βουιτόν καλύπτει 130 από τα 275 έργα της συλλογής Σούκιν, συγκεντρώνοντάς τα κάτω από την ίδια στέγη για πρώτη φορά μετά από εκατό χρόνια. Πρόκειται για σπουδαίο και μοναδικό γεγονός, οπότε δικαιολογημένη η κοσμοσυρροή.

Λιγότερο δικαιολογημένη η συμπεριφορά του φιλοθεάμονος κοινού. Δίπλα στους αρκετούς ευγενικούς και διακριτικούς φιλότεχνους (που προσέχουν να μην εμποδίζουν τη θέα των γύρω τους, ζητούν συγγνώμη αν αναγκαστούν να περάσουν από μπροστά τους, και μένουν σε κάποια απόσταση από τα ίδια τα έργα), πολύ πιο πολυάριθμοι βιαστικοί και θορυβώδεις επισκέπτες δεν βλέπουν καν την έκθεση, αφού τους κρύβει τη θέα το smartphone με το οποίο φωτογραφίζουν ασταμάτητα. Ο εκνευρισμός μου κορυφώνεται όταν μια νεαρή από την Άπω Ανατολή στέκεται ανάμεσα σε μένα και τό εκπληκτικό «Κόκκινο δωμάτιο» του Ματίς για να γράψει μήνυμα στο κινητό της, μέχρι η επαφή της με το περιβάλλον να αποκατασταθεί στο άκουσμα του συνθηματικού ξερόβηχά μου, που στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει περισσότερο με βρυχηθμό.

Όπως με πληροφορεί η Α., η άρση της απαγόρευσης φωτογράφισης στα μουσεία έχει κάποια προϊστορία. Επί πλέον, όπως συμβαίνει συχνά στην Πατρίδα της Επανάστασης και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει υπάρξει αντικείμενο πολιτικής διαμάχης. Στο πλαίσιο εκστρατείας για την αύξηση της δημοτικότητας των μουσείων και τον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης στην τέχνη, το υπουργείο πολιτισμού ενθαρρύνει τους επισκέπτες να φωτογραφίζουν τα έργα τέχνης που τους αρέσουν, ακόμη και τον εαυτό τους σε selfie εάν το επιθυμούν, και στη συνέχεια να αναρτούν τις φωτογραφίες τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αρκεί να μην τις εκμεταλλεύονται εμπορικά. Το Musée d’Orsay, επικαλούμενο το δικαίωμα εκείνων που δεν ενδιαφέρονται για φωτογραφίσεις να απολαμβάνουν ανενόχλητοι την επίσκεψή τους, διατηρεί σε ισχύ την απαγόρευση. Το Μάρτιο του 2015 η υπουργός πολιτισμού Φλερ Πελρέν έρχεται στο Μουσείο συνοδεία ρεπόρτερ, φωτογραφίζει επιδεικτικά με το κινητό της δύο πίνακες του Μποννάρ, και μετά ποστάρει το κατόρθωμά της στο Instagram, αντιστεκόμενη «στη Γαλλία των προνομίων». Το Μουσείο, θέλοντας και μη, συμμορφώνεται με την άρση της απαγόρευσης – παρότι το επιχείρημα περί διεύρυνσης της πρόσβασης δεν το αφορά: οποιοσδήποτε επιθυμεί να ρίξει μια ματιά στη ψηφιακή μορφή της συλλογής του μπορεί ήδη να το κάνει στο επίσημο site του Μουσείου.

Υπάρχει σε όλη αυτή την ιστορία κάτι που με ενοχλεί βαθιά – και όχι μόνο επειδή ανήκω στην κατηγορία όσων στα μουσεία απλώς κυττάζουν τους πίνακες αντί να τους φωτογραφίζουν. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων, ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν και αυτοί τις συγκινήσεις που χαρίζει η υψηλή τέχνη, είναι ευγενής στόχος. Προϋποθέτει επίσης κοπιαστική δουλειά εκ μέρους της Πολιτείας, με μακρόπνοες πολιτικές και συστηματικές παρεμβάσεις: στις υποβαθμισμένες γειτονιές, στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, και οπουδήποτε αλλού οικοδομείται σταδιακά η κοινωνική και πολιτισμική μειονεξία των ανθρώπων ταπεινής προέλευσης.

Είναι τόσο κοπιαστική αυτή η δουλειά που φαντάζομαι ότι ο κ. Ολλάντ και η υπουργός πολιτισμού του θα σκέφτηκαν: «Πού να τρέχουμε τώρα; Δεν γυρίζουμε καλύτερα ένα σποτάκι με μια πεταχτή ξανθούλα να καλεί τους ψηφοφόρους να τρέξουν στα μουσεία με το κινητό τους;»

20 Οκτωβρίου 2016

«Μέρα χωρίς αυτοκίνητο; Όχι ευχαριστώ!»

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016).

Ο ανταποκριτής σας σχεδίαζε από καιρό να γράψει για την «ευρωπαϊκή εβδομάδα κινητικότητας» (ήταν στα μέσα του περασμένου μήνα: 16-22 Σεπτεμβρίου). Αλλά με το ένα και με το άλλο, καταλαβαίνετε.

Λοιπόν: Είχα βρεθεί στο Μιλάνο, μια Κυριακή πριν λίγα χρόνια, τη «Μέρα χωρίς αυτοκίνητο». Ο Δήμος είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία σε ένα μεγάλο δακτύλιο (όλο το ιστορικό κέντρο συν κάποιες συνοικίες). Όσοι κάτοικοι είχαν μεγάλη ανάγκη μετακίνησης - π.χ. για λόγους υγείας ή αναπηρίας – μπορούσαν να καλέσουν έναν τηλεφωνικό αριθμό και να έρθει να τους εξυπηρετήσει ένα ηλεκτρικό όχημα. Μια χαρά.

Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η πόλη άλλαξε όψη! Δεν ήταν μόνο οι χιλιάδες πεζοί και ποδηλάτες που κατέλαβαν τις λεωφόρους, τους δρόμους, τις πλατείες. Ήταν τα πατίνια, τα ρόλλερ, τα μονόκυκλα. Ήταν οι κλόουν, οι θεατρίνοι, οι πλανόδιοι μουσικοί. Ήταν οι αγώνες bocce (γαλλιστί: boules), βόλλεϋ, ποδοσφαίρου, αυτοσχέδιοι ή οργανωμένοι από τον Δήμο, οργανώσεις πολιτών, παρέες. Ήταν η αυθόρμητη έκρηξη χαράς χιλιάδων ανθρώπων που βόλταραν αμέριμνοι, με τη μεθυστική αίσθηση ότι είχαν μόλις επανακατακτήσει την πόλη τους.

Η ανακλαστική σκέψη του έλληνα επισκέπτη (που δεν εννοεί να το πάρει απόφαση να παραιτηθεί από το όνειρο ότι και η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα) ήταν προφανής: «Τι ωραία! Να το κάνουμε κι εμείς στην Αθήνα!»

Μετά θυμήθηκα ότι είχαμε ήδη δοκιμάσει να το κάνουμε κι εμείς. Και δεν είχε πάει πολύ καλά. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 (τότε που νομίζαμε – ή εγώ τουλάχιστον νόμιζα – ότι το να γίνουμε κανονική χώρα ήταν ρεαλιστικός στόχος) η κυβέρνηση και ο Δήμος έπαιζαν με την ιδέα της απαγόρευσης της κυκλοφορίας των ΙΧ από το κέντρο της Αθήνας. Όμως στο τέλος έκαναν πάντοτε πίσω, υπό το φόβο του «πολιτικού κόστους»: η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή μέρα χωρίς αυτοκίνητο περιοριζόταν στη δωρεάν μετακίνηση με τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας. Αργότερα (το 2012) ο δήμαρχος Καμίνης είχε αποπειραθεί να κλείσει το κέντρο στα ΙΧ για μια Κυριακή του Σεπτεμβρίου, με πενιχρά αποτελέσματα. Φέτος ο δήμαρχος Μπουτάρης έκλεισε τμήμα της Νίκης και της Τσιμισκή, για λίγες ώρες. Εν μέσω αγανακτισμένων διαμαρτυριών ΙΧήδων, ταξιτζήδων και μοτοσυκλετιστών, πάντοτε στο γνωστό στυλ: «θα μου πεις εμένα (ρε) ότι δεν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω»;

Το «πολιτικό κόστος» απορρέει φυσικά από την αυτόματη δυσπιστία των περισσότερων από εμάς προς οποιαδήποτε απόπειρα ρύθμισης κάποιου θέματος με τρόπο που συνεπάγεται μικρές ατομικές θυσίες (να μην κατεβούμε με το αυτοκίνητο στο κέντρο για μια μέρα, να μην οδηγούμε τη μοτοσυκλέτα μας στον πεζόδρομο, να βγαίνουμε έξω για να καπνίσουμε) έναντι κάποιου μεγαλύτερου συλλογικού οφέλους (να βολτάρουμε αμέριμνοι στο κέντρο και τους πεζόδρομους, να αναπνέουμε λιγότερο βρωμερό αέρα την ώρα που τρώμε και πίνουμε).

Απορρέει επίσης από τη δυσανεξία μας, από την απροθυμία μας να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα κάποιων μειονοτήτων (των παιδιών, των ηλικιωμένων, των πεζών, ακόμη και των αντιπαθητικών αντικαπνιστών) να απολαύσουν και εκείνοι με την ησυχία τους κάποιο δημόσιο αγαθό (τους πεζόδρομους, τον αέρα). Όλα αυτά φυσικά στο όνομα του αντιστασιακού και αδούλωτου πνεύματος που μας χαρακτηρίζει ανέκαθεν.

Ο αναρχοατομισμός αυτός ενώνει τους πάντες: από τα παιδιά των Εξαρχείων και τους μικρονοικοκυραίους των συνοικιών έως τους πάλαι ποτέ εύπορους αστούς των βορείων προαστείων. Πρόκειται για (άλλη μια) εθνική ιδιαιτερότητά μας, που εξηγεί γιατί η απαγόρευση του καπνίσματος πέτυχε π.χ. στην Τουρκία των θεριακλήδων και στη Σρι Λάνκα του εμφυλίου πολέμου, αλλά όχι στην Ελλάδα – της αστακομακαρονάδας ή των μνημονίων, αδιάφορο. Ούτε πρόκειται να πετύχει στο ορατό μέλλον. Τουλάχιστον όχι στην Ελλάδα του Πολλάκη, του Σπίρτζη και του Μαρινάκη.

Είναι άσχετα όλα αυτά με τα βάσανά μας, με την πολιτική μας αφασία, με την αδυναμία μας να συνέλθουμε από την οικονομική κρίση; Νομίζω πως όχι. Η κυρίαρχη συμπεριφορά ατόμων, κομμάτων, συνδικάτων και επαγγελματικών οργανώσεων τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε άνετα να συνοψιστεί ως «ο σώζων εαυτόν σωθείτω».

Μερικοί σώθηκαν πράγματι: άλλοι έγιναν υπουργοί, άλλοι διορίστηκαν στο Δημόσιο, άλλοι πήραν αυξήσεις και άλλοι κάνουν μπίζνες με τη νέα εξουσία. Πολύ περισσότεροι κυττάζουν γύρω τους και βλέπουν τα συντρίμια της ζωής τους και της χώρας.

«Και τώρα που μας τα θύμισες όλα αυτά τα θλιβερά, θα μας πεις κιόλας να μην καβαλάμε τη μοτοσυκλέτα μας στον πεζόδρομο και να μην ανάβουμε το τσιγάρο μας στο μπαρ;»

Ναι – εκεί ήθελα να καταλήξω. Με τα ίδια μυαλά δεν θα λύσουμε ποτέ τα προβλήματά μας. Και αν είναι να αλλάξουμε μυαλά, από κάπου πρέπει να κάνουμε μια αρχή. Τι θα λέγατε για «Μέρα χωρίς αυτοκίνητο»;

9 Οκτωβρίου 2016

Κινδυνεύουμε με μακρόχρονη παρακμή

Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Free Sunday» (Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016)

Σήμερα κι αν χρειαζόμαστε "Γράμματα από την Αμερική" μήπως και καταλάβουμε τι συμβαίνει εκεί. Εσείς έχετε καταλάβει;

Δεν έχω καταλάβει πολλά, είναι αλήθεια. Βλέπετε, οι άνθρωποι της γενιάς μου (γεννήθηκα το 1963) δυσκολεύονται όλο και πιο πολύ να βγάλουν νόημα από την πορεία των πραγμάτων. Η πολιτική τους κουλτούρα διαμορφώθηκε σε μια εποχή που υπήρχε ακόμη το Τείχος του Βερολίνου, προτού φθαρούν τόσο οι «μεγάλες αφηγήσεις» της Ιστορίας και τα  πολιτικά-φιλοσοφικά ρεύματα των πρώτων δύο αιώνων από τη Γαλλική Επανάσταση. Και δεν είναι μόνο η Αμερική που φαίνεται δυσερμήνευτη. Το ίδιο ισχύει και για το Brexit, ή για τη Γαλλία του Εθνικού Μετώπου, ή για το αντιμεταναστευτικό μέτωπο των αυταρχικών κυβερνήσεων της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Ή, εδώ που τα λέμε, για τον παρδαλό συνασπισμό (πρώην αριστεριστές, σε συμμαχία με νυν εθνικιστές, σε συμμαχία με πρώην σοσιαλιστές αλλά διαχρονικώς αρριβίστες) που κυβερνά τη χώρα μας.

Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται ο Τραμπ "αντισυστημικός";

Δυστυχώς φαίνεται ότι είναι. Η εξέγερση κατά των φιλελεύθερων και κοσμοπολίτικων ελίτ είναι νομίζω ο κρίκος που συνδέει το φαινόμενο Trump με την άνοδο του λαϊκισμού σε όλες του τις εκφάνσεις – από τη Le Pen και τον Farage μέχρι τους Podemos και τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι απολύτως θεμιτή η κραυγή αγωνίας των χαμένων της παγκοσμιοποίησης στην εύπορη Δύση (οι οποίοι δεν έχουν χάσει μόνο εισόδημα και θέσεις εργασίας, αλλά επίσης τις σταθερές της ζωής τους και «το πρόσωπο στην κοινωνία»). Και είναι ευθύνη των μη ακραίων πολιτικών δυνάμεων να πάρουν στα σοβαρά τη δυσαρέσκειά τους και να την αντιμετωπίσουν με δημιουργικό τρόπο. Είναι λιγότερο θεμιτή – αν και το ίδιο κατανοητή – η επιθυμία των πολιτών για απλές λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. Αλλά βέβαια, εάν περιμένουν συγκεκριμένες βελτιώσεις της καθημερινότητάς τους από τις αντισυστημικές δυνάμεις, θα περιμένουν μάταια. Όπως έχει εύστοχα γράψει ο Cas Mudde, «οι λαϊκιστές θίγουν τα σωστά ερωτήματα, και μετά δίνουν τις λάθος απαντήσεις». Εν τω μεταξύ, οι ψηφοφόροι τους ζούνε το μύθο τους – όπως π.χ. οι συμπατριώτες μας που χόρευαν πανευτυχείς στην Πλατεία Συντάγματος το βράδυ του δημοψηφίσματος, την ώρα που λίγο πιο πέρα ο θριαμβευτής πρωθυπουργός τους κάτωχρος αναλογιζόταν την ετυμηγορία της Ιστορίας (ή/και του Ειδικού Δικαστηρίου) και ετοίμαζε τη μεγαλοπρεπή του κωλοτούμπα.

Και στις ΗΠΑ και εδώ (πλέον) μεγάλη δυναμική έχει η αποχή, που κατά βάση αφορά πολίτες εκτός Δεξιάς. Παλεύεται αυτό;

Είναι αλήθεια ότι η Clinton, ενώ θα έπρεπε να κάνει περίπατο με αντίπαλο τον Trump, δυσκολεύεται να κινητοποιήσει τους εν δυνάμει ψηφοφόρους της. Όμως ο Obama το 2008 και το 2012 τα κατάφερε καλύτερα, φέρνοντας στις κάλπες εκατομμύρια Αμερικανούς που δεν είχαν ψηφίσει ποτέ επειδή «όλοι το ίδιο είναι». Μπορεί οι προσδοκίες τους να μην επαληθεύτηκαν απόλυτα, αλλά και πάλι το γεγονός ότι επί 8 χρόνια ο ένοικος του Λευκού Οίκου ήταν ένας πολιτισμένος άνθρωπος, με σώας τας φρένας, που απέφυγε τα τραγικά λάθη (που κοστίζουν συνήθως πολύ σε ανθρώπινες ζωές) δεν είναι και μικρό επίτευγμα. Γενικά, παρότι οι μη ακραίοι πολιτικοί δείχνουν γενικώς να τα έχουν χαμένα, αυτό δεν ισχύει πάντοτε και παντού – δεν βλέπω να υπάρχει κάποια νομοτέλεια εδώ. Ο πρωθυπουργός του Καναδά Justin Trudeau, για παράδειγμα, υποδέχεται Σύριους μετανάστες στο αεροδρόμιο, τάσσεται υπέρ της περαιτέρω απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, και υποστηρίζει τις επενδύσεις και την αριστεία στην έρευνα, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος.

Το βιβλίο σας καλύπτει μια περίοδο πολιτικά ενδιαφέρουσα, ό,τι προηγήθηκε της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Αλλαξαν πολλά από τότε;

Αυτό που κυρίως άλλαξε είναι ότι το αντιμνημονιακό μπλοκ εν τω μεταξύ ξεμέθυσε. Από όσους πέρυσι χόρευαν στις πλατείες, κάποιοι έχουν διοριστεί στο Δημόσιο, κάποιοι άλλοι κάνουν μπίζνες με τη νέα εξουσία, και οι περισσότεροι έχουν πάει στα σπίτια τους και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα όπως μπορούν. Το καλό είναι ότι ηρεμήσαμε όλοι μας. Η επαναστατική γυμναστική βλάπτει σοβαρά την ψυχική υγεία των αθλουμένων, αλλά και όσων τους υφίστανται. Το κακό είναι ότι αυτή η νεα φάση της απομάγευσης ενέχει κινδύνους. Οι πρώην εξεγερμένοι, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η φιλοδοξία τους να αλλάξουν την Ευρώπη ήταν μάλλον πάνω από τα κυβικά τους, έχουν στρέψει τις όποιες ικανότητές τους σε πιο ρεαλιστικούς στόχους: στον πολιτικό έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και της δικαιοσύνης – δηλ. δύο από τα αντίβαρα που εμποδίζουν τον εκφυλισμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε τυραννία μιας αυταρχικής ελίτ με λαϊκό έρεισμα, όπως συνέβη π.χ. στη Ρωσία του Πούτιν ή στη Βενεζουέλα των Τσάβες-Μαδούρο.

Οταν βλέπει κανείς από το εξωτερικό την κατάσταση στη χώρα μας είναι διαφορετικά απ ό,τι όταν τη βλέπει από μέσα;

Ναι και όχι. Ναι, επειδή οι Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό δεν παλεύουν για τα αυτονόητα και δεν επηρεάζονται το ίδιο από το κλίμα γενικευμένης κατάπτωσης που επικρατεί στη χώρα, συνεπώς είναι σε θέση να δουν πιο ψύχραιμα και από κάποια απόσταση τα ελληνικά πράγματα. Όχι, επειδή ακόμη και όταν βρίσκονται στο εξωτερικό, ακόμη και όταν νιώθουν δικό τους τον ξένο τόπο, η απογοήτευση για την κατάπτωση και η έγνοια για το πώς μπορεί να αντιστραφεί συνεχίζει να τριβελλίζει το μυαλό τους. Αυτό ισχύει οπωσδήποτε στην περίπτωσή μου, αλλά ισχύει ακόμη περισσότερο για τους δεκάδες εξαιρετικούς ανθρώπους που γνώρισα, κυρίως στη Βοστώνη, επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, αρκετοί από τους οποίους πλαισίωσαν χωρίς αυταπάτες αλλά με ελπίδα το θεσμό των Συμβουλίων των Πανεπιστημίων, χωρίς κανένα άλλο κίνητρο από την ανιδιοτελή προσφορά, για να παραιτηθούν στη συνέχεια λόγω της συνεχούς υπονόμευσης του θεσμού από τους υπουργούς της προηγούμενης και ιδίως της σημερινής κυβέρνησης.

Βλέπετε κάποια διέξοδο; Θέλω να πως αρκεί μια εναλλαγή συστημάτων στην εξουσία για να πάμε καλύτερα;

Ελπίζω να μην έχουμε «εναλλαγή συστημάτων» στην εξουσία. Το σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας μπορεί να έχει μύρια ελαττώματα, τα οποία έχουμε ευθύνη να αντιμετωπίσουμε – αλλά τα εναλλακτικά συστήματα οδήγησαν είτε σε εκατόμβες, είτε στην εξαθλίωση, είτε (το συνηθέστερο) και στα δύο μαζί. Οπότε, θα έλεγα να μην τα δοκιμάσουμε.

Αλλά υποθέτω εννοείτε «εναλλαγή κομμάτων». Κατ’ αρχάς να θυμηθούμε ότι η εναλλαγή είναι καλό πράγμα: θέτει όρια στην αλαζονεία των κυβερνώντων και αναζωογονεί τις πολιτικές ελίτ. Όπου αυτή δεν ήταν εφικτή, όπως π.χ. στην Ιταλία και στην Ιαπωνία των πρώτων 4 μεταπολεμικών δεκαετιών, το αποτέλεσμα ήταν η πτώση του επιπέδου της δημόσιας ζωής και η εκτεταμένη διαφθορά.

Σε αυτή την περίπτωση η απάντηση είναι εύκολη: όχι φυσικά, δεν αρκεί η εναλλαγή. Ιδίως εάν δεχθούμε ότι το πρόβλημα δεν είναι να φύγουν οι Α για να έρθουν οι Β, αλλά το πώς η χώρα θα πάει μπροστά γυρίζοντας την πλάτη στο μείγμα αντιλήψεων και συμπεριφορών που μας οδήγησε στην χρεωκοπία. Δεν με καθησυχάζει το γεγονός ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ίσως κερδίσει τις επόμενες εκλογές, έχει δώσει βήμα και αρμοδιότητες σε υπουργούς της κυβέρνησης Καραμανλή που συνέβαλαν καθοριστικά στη χρεωκοπία, στη συνέχεια βρήκαν αμοιβαίως επωφελείς τρόπους συνύπαρξης με την κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, και τώρα ετοιμάζονται για την επιστροφή τους στην εξουσία (και στις απολαύσεις της).

Ας μην γελιόμαστε, το διακύβευμα είναι σοβαρό. Με τα σημερινά δεδομένα, το μέλλον μας είναι η μακρόχρονη παρακμή: ο υποβιβασμός μας από την Α’ (όπου ακόμη βρισκόμαστε) στη Β’ και μετά στη Γ’ κατηγορία, και η παραμονή μας εκεί όσες μεταγραφές παικτών και αλλαγές προπονητών και αν μεσολαβήσουν. Η εναλλαγή που έχει ανάγκη η χώρα προϋποθέτει τη συστηματική απαξίωση του συνασπισμού της χρεωκοπίας, καθώς και την πολιτική απομόνωση των εκφραστών του σε όλα τα κόμματα. Και κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται ακόμη στον ορίζοντα.

31 Ιουλίου 2016

Η Ε.Ε. μπορεί να ισχυροποιηθεί μετά το Brexit

Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Free Sunday» (Κυριακή 31 Ιουλίου 2016)

Ποιος να μας το έλεγε ότι θα ζούσαμε σε μια τέτοια εποχή... Με τον τζιχαντιστικό κίνδυνο εφιαλτικά παρόντα, την ακροδεξιά να καλπάζει στην ήπειρό μας και την απόφαση του βρετανικού λαού για έξοδο από την ΕΕ... Θα κλείσει σύντομα αυτός ο φοβερός κύκλος ή ζούμε την παρακμή της Ευρώπης και ακόμη είμαστε στην αρχή;

Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα στην Ευρώπη έχουν πάρει απόβλεπτη τροπή. Είχαμε συνηθίσει να θεωρούμε τις μεγαλουπόλεις μας (το Παρίσι, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο, τη Μαδρίτη) αν όχι ακριβώς «ασφαλείς» –  οι μεγαλουπόλεις δεν μπορούν ποτέ να είναι απόλυτα ασφαλείς – τουλάχιστον απρόσβλητες από αιματοχυσίες τύπου Bataclan. Όμως, και μετά τη σφαγή, στο Παρίσι ο κόσμος εξακολουθεί να κάθεται στα υπαίθρια καφέ, τα ζευγάρια εξακολουθούν να φωτογραφίζονται στις γέφυρες του Σηκουάνα, οι επισκέπτες εξακολουθούν να συρρέουν σε αυτή τη μαγική πόλη. Παρά τη βαρβαρότητα, η ζωή συνεχίζεται. Οι τρομοκράτες σε αυτό απέτυχαν.

Το Brexit μου φαίνεται πριν από κάθε τι άλλο σαν ένα μνημειώδες αυτογκόλ – και νομίζω ότι οι σκεπτόμενοι ψηφοφόροι του Leave αυτό το έχουν ήδη συνειδητοποιήσει.

Όσο για την παρακμή της Ευρώπης, αυτή έχει αρχίσει εδώ και καιρό – τουλάχιστον από το 1914. Εάν είμαστε τυχεροί, θα είναι μόνο σχετική. Οι οικονομίες άλλων ηπείρων, της Ασίας και ας ελπίσουμε της Αφρικής, θα αναπτύσσονται ταχύτερα από την ευρωπαϊκή, κλείνοντας το χάσμα που τις χωρίζει σήμερα, και βγάζοντας από τη φτώχεια και την καθυστέρηση εκατομμύρια ανθρώπους – κάτι που μου φαίνεται μάλλον θετικό. Εν τω μεταξύ (ας επαναλάβω: εάν είμαστε τυχεροί), η Ευρώπη θα συνεχίζει να ξεχωρίζει όχι επειδή είναι η πλουσιότερη περιοχή του πλανήτη, αλλά επειδή είναι η ευτυχέστερη: με υψηλότερη ποιότητα ζωής, περισσότερα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, καθαρότερο περιβάλλον, λιγότερες ανισότητες, χαμηλότερη εγκληματικότητα κτλ. Και ομορφότερες πόλεις, με χαμογελαστούς ανθρώπους που βολτάρουν βγάζοντας selfie.

Εν τω μεταξύ, η ευρωπαϊκή ενοποίηση, ακόμη και με τη Βρετανία σε ειδική σχέση, εξακολουθεί να αποτελεί ανεκτίμητο ιστορικό επίτευγμα, που προηγούμενες γενιές Ευρωπαίων δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν, και που οι νεώτερες γενιές που δεν γνώρισαν τον καταστροφικό ευρωπαϊκό εμφύλιο (1914-1945) οφείλουμε να υπερασπιστούμε με πολύ περισσότερη αποφασιστικότητα από όσο μέχρι σήμερα.

Μπορεί να αποτραπεί η διάλυση του ευρωπαϊκού πολιτικού σχεδίου;

Δεν βλέπω να διαλύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ει μη τι άλλο, μπορεί να βγει ισχυρότερη από το Brexit. Όσο για το ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο, αυτό οπωσδήποτε θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί, αφού προηγουμένως συζητηθεί ανοιχτά – πράγμα που δεν συνέβαινε μέχρι πρόσφατα.

Γιατί κερδίζουν διαρκώς έδαφος ο εθνικισμός, η ξενοφοβία, ο λαϊκισμός;

Για διαφορετικούς λόγους σε κάθε χώρα: στη Γερμανία επειδή οι νεώτερες γενιές δεν βλέπουν γιατί πρέπει να ντρέπονται που γεννήθηκαν Γερμανοί, στην Αυστρία επειδή θεωρήθηκε «θύμα του ναζισμού» και έτσι έλειψε η συστηματική ενδοσκόπηση και καταγγελία των εγκλημάτων του, στην Ανατολική Ευρώπη επειδή ο εθνικισμός υπήρξε πιο αποδεκτός από τον υπαρκτό σοσιαλισμό που τον καταπολεμούσε, στην Ελλάδα (και αλλού) επειδή υπεραναπληρώνουμε την αδυναμία μας να παρακολουθήσουμε έναν κόσμο που αλλάζει προβάλλοντας ένα κομπλεξικό αίσθημα ανωτερότητας και καταφεύγοντας στη νοσταλγία για ένα αγνότερο παρελθόν που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Το ίδιο νομίζω ότι ισχύει για τη ξενοφοβία. Όσο για τον λαϊκισμό, κερδίζει έδαφος επειδή προτείνει εύκολες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. Όμως, ας μην υπερβάλλουμε για την επέλασή του: η αποτυχία των Podemos στις ισπανικές εκλογές του περασμένου μήνα δείχνει ότι οι ώριμες κοινωνίες αναπτύσσουν αντισώματα, δυσπιστούν στις μαγικές συνταγές, απορρίπτουν τους δημαγωγούς κάθε χρώματος.

Μήπως η δυναμική του αντισυστημισμού και της ριζοσπαστικοποίησης είναι αναπόφευκτη με τόση κοινωνική αδικία και τόσες οικονομικές ανισότητες;

Θα ήθελα ειλικρινά να μου εξηγήσει κάποιος πού ακριβώς στον πλανήτη υπάρχει λιγότερη αδικία και μικρότερες ανισότητες από ό,τι στην Ευρώπη. Ότι οι ανισότητες αυξάνονται είναι αλήθεια, όπως και ότι δίχως άλλο η αύξηση τους ασκεί διαβρωτική επίδραση στην κοινωνική ευημερία. Όμως πιθανότατα η δυναμική του αντισυστημισμού και της ριζοσπαστικοποίησης οφείλεται σε κάτι διαφορετικό. Αφενός, στην απαισιοδοξία για το μέλλον των χαμένων της παγκοσμιοποίησης (που στην Ευρώπη συχνά είναι λαϊκά στρώματα γηγενών με εργατική καταγωγή και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο). Αφετέρου, στην αδυναμία των ορθολογικών πολιτικών ρευμάτων, των σοσιαλιστικών ή φιλελεύθερων μεγάλων αφηγήσεων για την πρόοδο, να προτείνουν ένα μέλλον που να περιλαμβάνει τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, δίνοντας τους όχι απλώς επιδόματα και παροχές (αυτό συνήθως συμβαίνει ήδη), αλλά προοπτική και ελπίδα και νόημα στη ζωή τους. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, ιδίως εάν αναλογιστεί κανείς ότι σπανίως αναγνωρίζεται ως πρόβλημα. Εν τω μεταξύ, το κενό που ανοίγεται καταλαμβάνεται από τσαρλατάνους κάθε είδους (βλ. παραπάνω).

Ξέρουμε τι φταίει για τη σημερινή εικόνα της Ευρώπης;

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι φταίει: η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μακρόχρονη απώλεια αίγλης και υπεροχής, και βραχυπρόθεσμα από δυσεπίλυτα προβλήματα. Σε κάποια από τα τελευταία συνέβαλε η πολιτική διαίρεσή της (κρίση του Ευρώ), άλλα απλώς προέκυψαν λόγω της γειτνίασής της με δυστυχισμένες περιοχές του πλανήτη (προσφυγικό, τρομοκρατία). Το δύσκολο είναι να καταλάβουμε πώς αυτή η εικόνα μπορεί να αντιστραφεί. Μπορεί η πολιτική ενοποίηση να δέχθηκε ισχυρό πλήγμα με το Brexit, μπορεί η συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών να πρέπει να προχωρήσει με συνετότερα και βραδύτερα βήματα – αλλά η αξία της συνεργασίας αυτής καθ’εαυτής δεν μου φαίνεται να αμφισβητείται στα σοβαρά, ίσως μάλιστα μετά τα τελευταία γεγονότα να αναγνωρίζεται καθαρότερα.

Είναι σωστή η κριτική ότι μέσα σ’ όλα έχουμε και μικρές ηγεσίες, πολιτικούς που δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε τόσο μεγάλα διακυβεύματα;

Εν μέρει ναι. Βέβαια, οι μεγάλοι πολιτικοί δύσκολα αναδεικνύονται από κοινωνίες που βρίσκονται σε κατάσταση αφασίας – για αυτό εξ άλλου οι Έλληνες, έχοντας μόλις εκλέξει τις «μικρότερες» ηγεσίες της Ευρώπης, είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να κουνάνε επιτιμητικά το δάχτυλο στους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Αλλά έτσι κι αλλιώς, οι μεγάλοι ηγέτες συνήθως αναγνωρίζονται εκ των υστέρων: ίσως σε λίγα χρόνια να νοσταλγήσουμε την Angela Merkel.

Μέσα σε μια τόσο βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση σε τι μπορεί να ελπίζει η τόσο ευάλωτη και εκτεθειμένη χώρα μας;

Αυτό στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι να περάσει η καταιγίδα χωρίς πολλές άλλες απώλειες.

Πολλοί από τους συμπατριώτες μας στην Ελλάδα του 2016 μοιάζουν με μια παρέα πιτσιρικάδων που μόλις ξύπνησαν από ένα άγριο μεθύσι. Πλάκα είχε όσο κράτησε, και πιθανότατα θα διηγούνται τα κατορθώματά τους στα εγγόνια τους (που θα χασμουριούνται ακούγοντας τα ίδια και τα ίδια). Αλλά τώρα κάποιος πρέπει να ανοίξει τα παράθυρα, να μαζέψει τα σπασμένα, να καθαρίσει το σπίτι. Εν τω μεταξύ, τα προβλήματα δεν λύθηκαν μόνα τους όσο διαρκούσε το μεθύσι. Κάθε άλλο: η εξεταστική πλησιάζει, το χαρτζηλίκι δεν θα κρατήσει αιώνια, ίσως είναι καιρός να σοβαρευτούν λίγο και να δουν τι θα κάνουν με τη ζωή τους.

(Ίσως και όχι: ο κόσμος είναι γεμάτος από θλιβερούς losers που πιστεύουν ότι ήταν φτιαγμένοι για μεγάλη ζωή, αλλά τους έκλεψαν τα όνειρα κτλ.)

Για να είναι λιγότερο αυτοκαταστροφική και πιο δημιουργική η ζωή μας, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς αυταπάτες.

Σίγουρα αυτό δεν φτάνει από μόνο του. Θα ήταν όμως μια λαμπρή αρχή.

30 Ιουνίου 2016

Οι ισπανικές εκλογές και η ελληνική εξαίρεση

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016).

Τα αποτελέσματα των ισπανικών εκλογών υπογραμμίζουν για μια ακόμη φορά την ελληνική εξαίρεση. Οι Podemos θέλησαν να πετύχουν αυτό που πέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουνίου 2012. Με άλλα λόγια, να εκμεταλλευτεί την αποτυχία των υπολοίπων να σχηματίσουν κυβέρνηση (και να την υποδαυλίσει, καταγγέλοντας τα άλλα κόμματα ως "διεφθαρμένα" κτλ.) ώστε να αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση και αμέσως μετά να στοχεύσει στην εξουσία.

Η στρατηγική αυτή απέτυχε. Οι Unidos Podemos έμειναν τρίτοι, πίσω από τους σοσιαλιστές, έχοντας χάσει πάνω από 1 εκατομμύριο ψήφους και 3,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του Δεκεμβρίου 2015.Φαίνεται ότι οι Ισπανοί ψηφοφόροι τιμώρησαν την οξύτητα της ρητορικής και την ασυναρτησία των θέσεων αυτού του πολιτικού σχηματισμού, που τη μια μέρα εμφανίζονταν ως ριζοσπάστες θαυμαστές του Τσάβες ενώ την άλλη ως παραδοσιακοί σοσιαλδημοκράτες, και που στη Μαδρίτη ήταν υπέρ της ενότητας του Ισπανικού κράτους αλλά στη Βαρκελώνη υπέρ του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία. (Αντίθετα με τους Έλληνες ψηφοφόρους, που έδειξαν ότι κάτι τέτοιες λογικές ακροβασίες δεν τους πτοούν.)

Τιμώρησαν επίσης την επιμονή των Podemos μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου 2015 να σύρουν τη χώρα ξανά στις κάλπες, τορπιλλίζοντας τη συμφωνία PSOE-Ciudadanos να εργαστούν για μια κυβερνητική πλειοψηφία χωρίς το PPE του Mariano Rajoy (ο οποίος είναι ο μεγάλος νικητής των χθεσινών εκλογών).
Η στάση αυτή ακύρωσε μια "πορτογαλική λύση" για την Ισπανία, δηλ. μιας συνεργασίας της αριστεράς με την κεντροαριστερά με στόχο τη συναινετική και σταδιακή έξοδο από τη λιτότητα, προσδοκώντας να την επαναπροτείνει υπό την ηγεμονία των Podemos. Όμως αυτό που ήταν εφικτό τον Δεκέμβριο 2015, δεν είναι πλέον εφικτό τον Ιούνιο 2016.

Τόσο στην Ισπανία όσο και στην Πορτογαλία, οι σοσιαλιστές – παρά τη συνεχιζόμενη παρακμή τους – απέφυγαν τη μοίρα των Ελλήνων συντρόφων τους, η οποία μοίρα έχει καταγραφεί στην πολιτική επιστήμη ως "pasokificación" (δηλ. "Πασοκοποίηση" με την έννοια του απότομου αποδεκατισμού), και παραμένουν ηγεμονική δύναμη στον ακόμη εκτεταμένο χώρο που βρίσκεται αριστερά του κέντρου.

Όσο για την "ελληνική λύση", της επιχείρησης ανασύνταξης του πολιτικού σκηνικού γύρω από μια διαίρεση (Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο) που τέμνει εγκαρσίως την παραδοσιακή διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς, δεν φαίνεται να βρίσκει πολλούς μιμητές - εκτός ίσως από τη Βρετανία του Brexit.

Όπως στην Ευρώπη του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1940, όταν οι κομμουνιστές ηγέτες (με πρώτο-πρώτο τον Palmiro Togliatti) επέβαλλαν στους πιο θερμοκέφαλους από τους οπαδούς τους την επιλογή της δημουργικής συμμετοχής στην οικοδόμηση των δημοκρατικών θεσμών, δείχνοντάς τους τα καταστροφικά αποτελέσματα της αντίθετης επιλογής στην Ελλάδα του Εμφυλίου, έτσι και σήμερα η χώρα μας παραμένει αυτό που τόσες φορές υπήρξε στην ιστορία της: παράδειγμα προς αποφυγή.

26 Ιουνίου 2016

Μετά το Brexit

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 26 Ιουνίου 2016).

Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος είναι πιθανό να αποδειχθεί σημείο καμπής στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης που ξεκίνησε στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και κορυφώθηκε με τη θεσμοθέτηση του ευρώ στις αρχές του νέου αιώνα. Οι επιπτώσεις, όσο δύσκολο και αν είναι να τις προβλέψουμε με ακρίβεια, δεν πρόκειται να είναι θετικές για την Ευρώπη. Ακόμη λιγότερο για τη Βρετανία που όταν συνέλθει από την συναλλαγματική αστάθεια και την πολιτική αναταραχή θα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρότερες προκλήσεις, όπως είναι η αναμενόμενη απώλεια επιρροής του Σίτυ ως χρηματιστηριακού κέντρου ή ο υπαρξιακός κίνδυνος διαίρεσης του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η πλειοψηφία των Βρετανών ψηφοφόρων επέλεξαν να κλείσουν τα αυτιά τους στους «ειδικούς», και να γυρίσουν την πλάτη τους στις ελίτ κάθε είδους, σε μια απόπειρα να ξαναπάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της κατάστασης. Όμως, η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος έχει γίνει τόσο περίπλοκος (και αλληλένδετος), η οικονομία τόσο παγκοσμιοποιημένη, και η πολιτική διακυβέρνησή της τόσο ανεπαρκής, που η ανάκτηση ελέγχου μπορεί να αποδειχθεί χίμαιρα. Για παράδειγμα, η Βρετανία θα πρέπει να διαπραγματευθεί νέες εμπορικές συμφωνίες από ασθενέστερη διαπραγματευτική θέση (το οποίο συνιστά απώλεια ελέγχου). Αλλά αυτό θα γίνει σταδιακά κατανοητό. Εν τω μεταξύ, όπως και στην Ελλάδα του περυσινού καλοκαιριού, τα δημοψηφίσματα εξελίσσονται σε γιορτή δημαγωγών κάθε λογής.

Από τα 17,4 εκατομμύρια ψηφοφόρων υπέρ του Brexit αρκετοί ανήκουν στη λεγόμενη «λευκή εργατική τάξη». Αυτό επιβεβαιώνει μια παλαιότερη τάση, που έκανε την εμφάνισή της τη δεκαετία του ‘80 με τη μεταστροφή των κατοίκων της μέχρι τότε «κόκκινης ζώνης» στην περιφέρεια του Παρισιού από το ΚΚΓ στο Εθνικό Μέτωπο, και σήμερα στέλνει στα ύψη τη δημοτικότητα του Trump μεταξύ των εργατών του Mid-West. Το ότι στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης στρέφονται προς ξενόφοβους λαϊκιστές δείχνει την αποτυχία των κυβερνήσεων και του κράτους πρόνοιας να προστατεύσουν τους πιο αβοήθητους από τους πολίτες τους. Δείχνει επίσης την αποτυχία των μεγάλων αφηγήσεων του Διαφωτισμού (της σοσιαλιστικής αλλά και της φιλελεύθερης) να πείσουν, πόσω μάλλον να εμπνεύσουν.

Η έξοδος της Βρετανίας διαψεύδει μια από τις θεμελιώδεις αρχές που στήριξαν το οικοδόμημα της ΕΕ, ότι δηλ. η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι αναντίστρεπτη. Ας θυμηθούμε ότι μια παραλλαγή αυτής της αρχής, ότι η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ είναι αναντίστρεπτη, ενίσχυσε το επιχείρημα όσων από τους εταίρους μας έδιναν μάχη για να παραμείνουμε στην Ευρώπη. Τώρα που η αρχή αυτή διαψεύδεται με τον δραματικότερο τρόπο, το συγκεκριμένο επιχείρημα πλέον δεν στέκει. Το Brexit κινδυνεύει να αναζωπυρώσει τη συζήτηση περί Grexit.

19 Ιουνίου 2016

Μικρές απολαύσεις

Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του ραδιοφωνικού σταθμού «Amagi» (Κυριακή 19 Ιουνίου 2016).

Κάποιος κάποτε είχε παρατηρήσει ότι το βαθύτερο νόημα του να μεγαλώνεις είναι ότι στενεύουν τα περιθώρια των επιλογών. Αυτό αρχίζει να συμβαίνει αμέσως. Τη στιγμή που ένα βρέφος έρχεται στο φώς, μαθαίνει ότι δεν θα γίνει ποτέ Βασιλιάς (ή Βασίλισσα) της Αγγλίας – εκτός φυσικά εάν ανήκει στη γραμμή διαδοχής για το θρόνο, ή σε κάποια από τις οικογένειες που τον σφετερίζονται, εάν υπάρχουν ακόμη τέτοιες.

Μια ρηχότερη εκδοχή αυτής της παρατήρησης είναι ότι καθώς μεγαλώνεις συνειδητοποιείς ότι πράγματα που κάποτε σε ενθουσίαζαν έχουν στο μεταξύ χάσει την αίγλη τους. Το ποδόσφαιρο, για παράδειγμα. Στη δική μου περίπτωση, εν μέρει επειδή η ζωή έχει επιφυλάξει δυσάρεστες εκπλήξεις σε έναν οπαδό της ΑΕΚ. (Αν και υπάρχουν και χειρότερα: π.χ. ο Ε., ο οποίος φέρει το γενετικό υλικό της ποδοσφαιρικής ένταξης που κληρονόμησε από τον μπαμπά του, και κυρίως τον παππού του, δεν έχει ακόμη δει την ομάδα του να παίρνει πρωτάθλημα: η τελευταία φορά ήταν λίγες μέρες προτού γεννηθεί.)

Ίσως για αυτό να βιώνουμε τις – αραιές, και έμμεσες – ποδοσφαιρικές επιτυχίες, όπως το Ευρωπαϊκό του 2004, ή τη νίκη της Inter στον τελικό του Champions League το 2010, ως κάτι όχι απλώς απελευθερωτικά ηδονικό (το foreplay του «γκολ που ψήνεται», η οργασμική κορύφωση της μπάλας που «κάνει το πλεχτό να σπαρταρά»), αλλά και ως επιστροφή στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας – στην εποχή δηλ. που για πολλούς από εμάς η βασική έγνοια του απογεύματος της Κυριακής ήταν εάν η νίκη ή η ήττα της ομάδας μας στο πρωτάθλημα θα μας επέτρεπε να βαδίσουμε με το κεφάλι ψηλά ή όχι την Δευτέρα στο σχολείο.

Όμως όταν άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο δεν σκεφτόμουν το ποδόσφαιρο, ούτε το sex. (Εντάξει, όχι πολύ.) Αυτό που κυρίως είχα στο μυαλό μου ήταν οι εφημερίδες – ιδίως οι κυριακάτικες. Για μια μεγάλη περίοδο της ζωής μου, η προοπτική του να περάσω ένα κυριακάτικο πρωινό χωρίς την εφημερίδα στο ένα χέρι, το φλυτζάνι του καφέ στο άλλο, και τα υπόλοιπα φύλλα και ένθετα πάνω στο τραπέζι δίπλα στο πιάτο με τα βουτήματα, μου φαινόταν απλώς αδιανόητη ή, ακόμη χειρότερα, κενή νοήματος.

Αυτή η συνήθεια είχε ξεκινήσει από το σχολείο κιόλας, αλλά ανέβασε ταχύτητα στο πανεπιστήμιο. Με θυμάμαι (όχι χωρίς λίγη αναδρομική ντροπή) να μένω μέχρι το μεσημέρι στο κρεβάτι, δίπλα μου το Βήμα, η Αυγή, η Ελευθεροτυπία, η Καθημερινή, το μελάνι τους πάνω στα σκεπάσματα, τη μητέρα μου να μπαίνει στο δωμάτιο και να με κυττάζει με καχυποψία, εκείνη συχνά ακόμη εξαντλημένη μετά από μια νυχτερινή βάρδια στη δουλειά, εγώ με το ύφος του μεγάλου διανοούμενου και κομματικού στελέχους (Γραμματέας της Ο.Β. ΑΣΟΕΕ – λίγο είναι;) που, όχι, δεν τεμπελιάζει: εργάζεται σκληρά πάνω στα μεγάλα προβλήματα της ειρήνης και του σοσιαλισμού. (Συγγνώμη μαμά!)

Στο Λονδίνο, αργότερα, χάρη στον Observer και στον βραχύβιο Independent on Sunday, η φάση αυτή – ως καθαρή απόλαυση, όχι πλέον ως προτετοιμασία ενός καλύτερου κόσμου – έφτασε στο υψηλότερο (ή μήπως χαμηλότερο;) σημείο της. Προειδοποιούσα τους φίλους που φιλοξενούσα να με αφήσουν στην ησυχία μου για λίγες ώρες, μετά θα είμαι στη διάθεσή τους. Υποψιάζομαι ότι η Μ. το θεωρούσε πολύ ανάγωγο εκ μέρους μου (ο F. πάλι, όχι).

Όταν όμως επέστρεψα στην Ελλάδα, παρότι από κεκτημένη συνήθεια συνέχισα να αγοράζω εφημερίδες, δεν ήταν πια το ίδιο. Στο στρατόπεδο του Ρεθύμνου (όπου, χάρη στη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις πρόσφατες τότε εκλογές του 1993, είχε επιτραπεί και πάλι η ανάγνωση εφημερίδων), δεν πίστευα στα μάτια μου καθώς διάβαζα το βασικό άρθρο γνώμης της Ελευθεροτυπίας. Κάποιος καθηγητής πανεπιστημίου της Β. Ελλάδας (νομίζω) εξηγούσε γιατί η Πολεμική Αεροπορία θα πρέπει να βομβαρδίσει όσα κτιρία του «κράτους των Σκοπίων» ανέμιζαν τη σημαία με τον Ήλιο της Βεργίνας. Και η δήθεν προοδευτική, ανεξάρτητη εφημερίδα το δημοσίευε – τι λέω; το μόστραρε, με υπερηφάνεια. Καλώς ήρθατε στα Βαλκάνια, του μίσους και του αίματος. Ήταν η τελευταία φορά που πήρα στα χέρια μου το συγκεκριμένο έντυπο, και δεν το μετάνιωσα καθόλου.

Πολύ αργότερα ήρθε η σειρά της Αυγής. Καθυστέρησε κυρίως επειδή, παρά την προϊούσα μετάλλαξη της εφημερίδας αυτής, από το ύφος και το ήθος του Μανόλη Αναγνωστάκη σε εκείνο του Λάκη Λαζόπουλου, σε τελευταία ανάλυση εξακολουθούσα για χρόνια να δημοσιεύω άρθρα εκεί. Τακτικά, στα «Ενθέματα» επί Γιάννη Βούλγαρη μέχρι το 2000, πολύ αραιότερα μέχρι το 2010 οπότε εμφανίστηκε στον «Δαίμονα της Οικολογίας» του Κίμωνα Χατζημπίρου το τελευταίο άρθρο μου στην Αυγή – ένα κείμενο για το οποίο, παρεμπιπτόντως, εξακολουθώ να είμαι περήφανος. Ήδη όμως από πολύ καιρό, εκτός από τα άρθρα της Ελίζας Παπαδάκη ή του Κώστα Κάρη, είχα πάψει να βρίσκω κάτι ενδιαφέρον, ή έστω απλώς καλογραμμένο.

Το τελευταίο κρούσμα απομάγευσης από μια εφημερίδα που προηγουμένως διάβαζα επί χρόνια μου συνέβη το περσινό καλοκαίρι. Στη διάρκεια ενός περιπετειώδους ταξιδιού, από το νησί του Αρχιπελάγους της Τοσκάνης στην Αθήνα του δημοψηφίσματος, με λεωφορείο, πλοίο, bla-bla-car (θα εξηγήσω άλλη φορά) και τέλος αεροπλάνο (παραλείπω το μετρό), διάβασα με έκπληξη και θυμό την πολυσέλιδη ανταπόκριση της Repubblica. Θα μπορούσε να την είχε γράψει μόνος του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος: η Αριστερά με το «Όχι», η Δεξιά με το «Ναι», ο Σαμαράς κεντρικός ομιλητής στην τελευταία συγκέντρωση του «Μένουμε Ευρώπη» κτλ. Ήταν η τελευταία φορά που πήρα στα χέρια μου την ιστορική εφημερίδα που ίδρυσε ο Eugenio Scalfari, του οποίου τα editorials ομολογώ ότι μου λείπουν. Κάπως έτσι δεν λειτουργεί η απομάγευση;

Σκέφτομαι καμιά φορά ότι άνθρωποι σαν κι εμάς, αριστεροί-φιλελεύθεροι-σοσιαλδημοκράτες Έλληνες φρικαρισμένοι με τον ΣΥΡΙΖΑ και την ανεκδιήγητη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, μοιάζουμε λίγο (τηρουμένων των αναλογιών) με τους πρώιμους Ανατολικοευρωπαίους refusenik, π.χ. της «Χάρτας ’77», τους οποίους οι Δυτικοί συνομιλητές κατήγγειλαν ότι έπαιζαν «αντικειμενικά» το παιγνίδι του ΝΑΤΟ, ή στην καλύτερη περίπτωση προέτρεπαν να δουν την «ευρύτερη εικόνα». (Ήδη με την «Αλληλεγγύη», 4 χρόνια αργότερα, τα πράγματα είχαν βελτιωθεί: πολλοί αριστεροί σε όλη την Ευρώπη, μαζί τους και τα παιδιά της Ο.Β. ΑΣΟΕΕ που λέγαμε παραπάνω, υποστήριξαν με πάθος το πολωνικό εργατικό συνδικάτο.)

Διαβάζω ακόμη εφημερίδες. Ο υπολογιστής μου ανοίγει στο site της Καθημερινής. Ύστερα κάνω έναν γρήγορο γύρο του κόσμου: NY Times, Guardian, Corriere, El País, Βήμα, Athens Voice. Όμως, σπανίως πια κάθομαι να διαβάσω το χάρτινο φύλλο. Εκτός βέβαια εάν βρεθώ για πρωινό σε κάποιο μπαρ της πόλης, όπου μπορεί κανείς να πιει espresso και να φάει κρουασάν πληρώνοντας δύο ευρώ, περιτριγυρισμένος από βιβλία, ακούγοντας μουσική (στο Bistrò del tempo ritrovato: jazz), και διαβάζοντας – πάντοτε σε συνεννόηση με τους άλλους θαμώνες – τα ωραία ένθετα των εφημερίδων της Β. Ιταλίας, κυρίως την κυριακάτικη La lettura της Corriere della sera, ή το σαββατιάτικο Tuttolibri της Stampa.

Αλλά είπαμε: αυτό συμβαίνει σπάνια. Η απόλαυση της ανάγνωσης έχει μετατοπιστεί στα περιοδικά. Θα ήθελα να έχω στη διάθεσή μου όλο τον χρόνο του κόσμου ώστε να μπορώ να διαβάσω κάθε δεκαπενθήμερο το υπέροχο London Review of Books, το (για μένα, λιγότερο συναρπαστικό) New York Review of Books, και κάθε βδομάδα το απίθανο New Yorker, το οποίο σε μια έκλαμψη ασυνήθιστης έμπνευσης είχα πρόσφατα περιγράψει ως διασταύρωση ανάμεσα στο «Αθηνόραμα» και στην «Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική» (θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΕ εσωτ). Εν τω μεταξύ, διαβάζω κάθε μήνα το Books Journal, που συχνά με διασκεδάζει και με αναστατώνει (ο γιατρός μου έχει απαγορεύσει να παρακολουθώ πολύ στενά την ελληνική επικαιρότητα), το Athens Review of Books – και οπωσδήποτε τον Economist, που πάντοτε ανοίγει νέους ορίζοντες.

Η τελευταία μικρή απόλαυση που μου έρχεται στο μυαλό (και την οποία μπορώ να μοιραστώ με το κοινό του Amagi) είναι το ραδιόφωνο. Στο γραφείο – εκτός από Amagi – ακούω Pepper 96 6, στο σπίτι Rai Radio 2 (η μουσική μέτρια, οι εκπομπές λόγου καλές), και τις Κυριακές BBC Radio 4. Αγαπημένη εκπομπή: Desert Island Disks. Ο καλεσμένος («ναυαγός») μιλά στην παρουσιάστρια (τα τελευταία χρόνια είναι η υπέροχη Kirsty Young) για τη ζωή του, διαλέγοντας τις μουσικές που θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημονήσι, στη συνέχεια ένα βιβλίο (εκτός από την Βίβλο και τα Άπαντα του Shakespeare, που τον περιμένουν ήδη εκεί), και τέλος μια πολυτέλεια. Ακούστε την εκπομπή των αρχών του περασμένου Μαΐου, με ναυαγό τον Tom Hanks.

Έχω ήδη έτοιμη τη λίστα με τις αγαπημένες μου μουσικές, και βιβλία, και «πολυτέλειες». Δεν θα ήθελα να με βρει απροετοίμαστο το ενδεχόμενο να γίνω κάποτε κι εγώ διάσημος. Θα άξιζε, μόνο και μόνο για αυτό.

1 Ιουνίου 2016

Οι τράπεζες, η κρίση και η διέξοδος

Παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Τσαμουργκέλη (2016) «Οι συνένοχοι: Ο ρόλος των τραπεζών και του ευρώ στην ευρωπαϊκή και ελληνική κρίση». Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούνιος 2016).


Το τέλος του παραμυθιού

Η έξοδος και της Κύπρου από το Μνημόνιο στις αρχές Μαρτίου άνοιξε άλλο ένα ρήγμα στο δακρύβρεχτο αφήγημα της «προδομένης Ελλάδας».

Όπως έχουν προ πολλού αντιληφθεί οι αναγνώστες του Books’ Journal, αυτό το αφήγημα, τόσο προσοδοφόρο (για τους εμπνευστές του) και τόσο καταστροφικό (για όλους τους υπόλοιπους), έχει δύο κυρίως σκέλη. Από τη μια, ότι μέχρι το 2010 ήταν όλα μια χαρά, αλλά μετά ήρθαν οι κακοί ξένοι και οι ντόπιοι συνεργάτες τους (η «Τρόικα Εσωτερικού» που λέει και μια διάσημη προσωπικότητα) και έκτοτε δεν μπορούμε να δούμε άσπρη μέρα. Από την άλλη, ότι ενώ για αδιευκρίνιστους λόγους (μάλλον επειδή είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου) η Ελλάδα έχει στοχοποιηθεί, δεν είμαστε οι μοναδικοί στόχοι της διεθνούς συνωμοσίας (βλ. παραπάνω) εναντίον «των λαών»: όλη η Ευρώπη είναι σε κρίση, και ιδίως οι Νότιοι, μαζί με τους Ιρλανδούς (που από εμάς θεωρούνται, ερήμην τους, αριστείνδην «Νότιοι»).

Δυστυχώς τα πράγματα είναι ελαφρώς διαφορετικά. Μόνο η Ελλάδα παραμένει σε ύφεση, συνεχώς από το 2007 (με την εξαίρεση του 2014, οπότε πετύχαμε ανάπτυξη +0,7%). Μόνο η Ελλάδα έχασε 27% του ΑΕΠ: Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Ιρλανδία έχασαν 8% με 9% - και μετά βγήκαν από την κρίση. Και φυσικά μόνο η Ελλάδα είναι ακόμη σε Μνημόνιο. Παρότι εδώ και ενάμιση χρόνο κυβερνάται από τον πιο αντιμνημονιακό συνασπισμό της Ευρώπης.

Όπως είναι αναμενόμενο, αυτή η - ας την ονομάσουμε ευγενικά - «ελληνική ιδιαιτερότητα» προβληματίζει. Τα υπαρξιακής έντασης ερωτήματα («γιατί τα πράγματα στην Ελλάδα πάνε τόσο στραβά;») φαντάζουν και είναι πραγματικά αμείλικτα.

Όχι ότι αυτό εμποδίζει το πάλαι ποτέ αντιμνημονιακό στρατόπεδο να σφυρίζει αδιάφορα, ή τους «οργανικούς» του διανοούμενους να σιωπούν (ή να εγκαταλείπονται στις απολαύσεις της εξουσίας), ή την Κωνσταντοπούλου, το Βαρουφάκη και άλλους να συνεχίζουν το βιολί της «προδοσίας», διερύνοντας την κατηγορία των «προδοτών» ώστε να χωρά και τους μέχρι χθες συντρόφους τους.

Η σοβαρή πνευματική προσπάθεια (ακόμη ελλειπτική) γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από την άλλη πλευρά, ιδίως από ανθρώπους του – πολιτικά αποδεκατισμένου αλλά πολιτισμικά ενεργού – κεντροαριστερού χώρου. Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσεται το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Τσαμουργκέλη. Τελευταίο με την οριστική έννοια της λέξης δυστυχώς: ο συγγραφέας, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου τα τελευταία χρόνια, πρώτης γραμμής στέλεχος του σοσιαλιστικού κινήματος από τη δεκαετία του ’80, άφησε την τελευταία του πνοή στις 28 Μαΐου 2016. Μένει το βιβλίο του, καρπός κοπιαστικής δουλειάς σε δραματικά αντίξοες συνθήκες, που προσθέτει μια κρίσιμη ψηφίδα στο παζλ της ελληνικής κρίσης.

 

Οι τράπεζες ως «συνένοχοι»

Το βιβλίο εστιάζει σε έναν παραγνωρισμένο, παρότι πρωταγωνιστικό, παράγοντα της ελληνικής κρίσης: στις τράπεζες, και στη συμβολή τους στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό προ κρίσης (και ιδίως στην καταστροφική διετία 2007-2009), καθώς και στην επιδείνωση της ύφεσης μετά το 2010. Όχι γενικώς και αορίστως, αλλά ειδικώς (και συγκεκριμένως) οι ελληνικές τράπεζες.

Η βασική θέση του βιβλίου συνοψίζεται στον τίτλο. Αντίθετα με την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι απλά θύματα της κρίσης – υγιείς επιχειρήσεις («θωρακισμένες» το 2009, όπως και η υπόλοιπη οικονομία κατά Κώστα Καραμανλή), που από πατριωτισμό αγόρασαν κρατικά ομόλογα το 2010-2011, δέχθηκαν βαρύ πλήγμα με το PSI του 2012, και έκτοτε παραπαίουν λόγω της αναιμικής επίδοσης της οικονομίας. Είναι θύτες – ή, μάλλον: «συνένοχοι».

 

Από την απρονοησία στην πιστωτική ασφυξία

Τα τεκμήρια στα οποία βασίζεται το κατηγορητήριο του συγγραφέα είναι πειστικά. Η απροκάλυπτα «προκυκλική» πολιτική, την οποία οι ελληνικές τράπεζες ακολούθησαν συστηματικά από τις αρχές της προηγούμενες δεκαετίας, συνέβαλε αποφασιστικά στο να εκδηλωθεί η ελληνική κρίση και στη συνέχεια να βαθύνει περισσότερο. Αρχικά, στην εποχή της αστακομακαρονάδας, οι τράπεζες εκμεταλλεύτηκαν τα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ χορηγώντας «θαλασσοδάνεια» σε επιχειρήσεις και «διακοποδάνεια» σε καταναλωτές, εντείνοντας έτσι μέχρι παροξυσμού τις παθογένειες του μοντέλου ανάπτυξης.

«Το τραπεζικό σύστημα διοχέτευσε υπερβάλλουσα και ακριβή ρευστότητα στην οικονομία κατά την περίοδο πριν την κρίση επεκτείνοντας τη θετική υπερβολή του κύκλου. Με ευρεία χρήση των μηχανισμών διοχέτευσης της ρευστότητας όπως τα repos (υπερβάλλοντας σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης), και τις τιτλοποιήσεις. Επιπλέον, το τραπεζικό σύστημα διοχέτευσε ρευστότητα με την χαλάρωση των κριτηρίων χορηγήσεων και τη χρηματοδότηση παραοικονομικών δραστηριοτήτων με τη συμβολή της ολιγοπωλιακής διάρθρωσής του και την ανοχή της ΤτΕ.» (σελ. 269)

Στη συνέχεια, με την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, η προηγούμενη αμεριμνησία και απρονοησία έδωσε τη θέση της σε απότομη αλλαγή πορείας, οδηγώντας σε πιστωτική ασφυξία προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και, συνεπώς, ακόμη βαθύτερη ύφεση.

«Ιδιαίτερη επιδείνωση στις συνθήκες ρευστότητας επήλθε εξαιτίας των επιλογών του τραπεζικού συστήματος [...] α. να καταγράφει κέρδη και να λαμβάνει ελάχιστες προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων παρά την αντίθετη τάση στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης [...], β. να απορροφά ρευστότητα από την ιδιωτική οικονομία αυξάνοντας τη χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα από το 2007 [...], ενώ προέβη σε σημαντική αύξηση των επενδύσεων σε ελληνικά ομόλογα παρά την αβεβαιότητα περί των θεμελιωδών της οικονομίας και την ένταξη της χώρας σε καθεστώς επιτήρησης από την ΕΕ [...] γ. να αυξάνει το περιθώριο επιτοκίων καθιστώντας δυσχερέστερη τη χρηματοδότηση των φορέων της πραγματικής οικονομίας και άρα τη δυνατότητα τους να υπερβούν την κρίση ακόμα και σε σχέση με χώρες με ανάλογα οικονομικά προβλήματα.» (σελ. 268-269)

 

Μοίρασμα της αγοράς μεταξύ των «μεγάλων παικτών»

Η (αρνητική) συμβολή των τραπεζών στην ελληνική κρίση και στη συνεχιζόμενη ύφεση σχετίζεται επίσης με την ολιγοπωλιακή διάρθρωση του κλάδου, η οποία επιτρέπει στις τράπεζες να χορηγούν ακριβότερα δάνεια στις επιχειρήσεις και να πληρώνουν χαμηλότερα επιτόκια στους καταθέτες.

«[Η] υψηλή συγκέντρωση των εργασιών σε λίγες τράπεζες συνδέεται με, όσο και αποτελεί τη βασική ερμηνευτική για, το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο ή ecart (τη διαφορά μεταξύ του σταθμισμένου μέσου επιτοκίου χορηγήσεων με το σταθμισμένο μέσο επιτόκιο καταθέσεων), σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης.» (σελ. 245)

(Αξίζει να προστεθεί εδώ ότι η ίδια ακριβώς ολιγοπωλιακή δομή επέτρεψε επί δεκαετίες στις διοικήσεις τους να ικανοποιούν τις απαιτήσεις της ΟΤΟΕ και των πρωτοβάθμιων συνδικάτων για υψηλότερους μισθούς και ακριβότερες παροχές.)

Πώς προέκυψε αυτή η ολιγοπωλιακή δομή; Εν μέρει λόγω εξελίξεων στην αγορά:

«[Το] πρώτο κύμα συγχωνεύσεων και εξαγορών στα τέλη του 1990 οδήγησαν στη δεκαετία του 2000 σε περιορισμό του ανταγωνισμού. Έτσι επιδεικνύεται υψηλότερη «δύναμη αγοράς» (market power), που ενισχύει τα κέρδη χωρίς να βελτιώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα ή να περιορίζει τα κόστη λειτουργίας.» (σελ. 245)

Επίσης, όμως, λόγω επιλογών πολιτικής:

«[Η] ολιγοπωλιακή διάρθρωση [...] ενισχύθηκε σημαντικά στην αναδιάρθρωση του κλάδου στην περίοδο 1996-1999 με την ιδεολογική κάλυψη της θεωρίας των εθνικών πρωταθλητών.» (σελ. 245)

Με το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς οι τράπεζες αναζητούν απεγνωσμένα τρόπους να καλύψουν τις απώλειες, το άνοιγμα μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και επιτοκίου καταθέσεων μεγαλώνει και άλλο.

«[Μ]ετά το 2007 που ο κλάδος εισέρχεται σταδιακά στην περίοδο ύφεσης, ο ολιγοπωλιακός ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών καταλήγει σε χρέωση υψηλότερου ecart. Σε αυτό συμβάλλει και η εκτίναξη των δανείων σε καθυστέρηση που παράλληλα με τη μείωση των καταθέσεων καταλήγει σε ένα συνδυασμό από υψηλά επιτόκια καταθέσεων αλλά ακόμα υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων με σκοπό την αύξηση του ecart και περαιτέρω των κερδών που είναι αναγκαία για το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων, όσο και για τη βελτίωση της επιχειρηματικής εικόνας που είναι αναγκαία για την προσέλκυση καταθετών.» (σελ. 246)

 

Διοίκηση χαμηλής ποιότητας

Όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, η διεθνή βιβλιογραφία δείχνει ότι η κακή διοίκηση των τραπεζών (όπως προσεγγίζεται εμπειρικά από το λόγο λειτουργικών δαπανών προς λειτουργικά έσοδα) συμβάλλει στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μάλιστα, το πρόβλημα επιδεινώνεται όσο μεγαλώνει η συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας της μετοχικής βάσης των τραπεζών. Ενδείξεις ότι αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα παρέχει πρόσφατη μελέτη της ΤτΕ για τα χαρακτηριστικά μεγάλων επιχειρηματικών δανείων σε καθυστέρηση[1] (σε δείγμα 16 χιλιάδων οφειλετών):

«Σε κλάδους με υψηλό δείκτη καθυστερήσεων, τα δάνεια σε καθυστέρηση συγκεντρώνονται σε σχετικά μικρό αριθμό οφειλετών. [...] Αντίθετα, σε κλάδους με χαμηλό δείκτη καθυστερήσεων, τα δάνεια σε καθυστέρηση φαίνεται να είναι διασπαρμένα μεταξύ σχετικά μεγάλου αριθμού οφειλετών.» (σελ. 258)

Όπως προσθέτει κομψά ο συγγραφέας: «Το γεγονός αυτό υποδηλώνει προτιμησιακές σχέσεις χρηματοδότησης».

 

Εκτροπή από τη νομιμότητα

Οι προτιμησιακές σχέσεις χρηματοδότησης βασίζονται στο παραδοσιακό κύκλωμα: από το κράτος (συχνά μέσω ΔΕΚΟ) στις τράπεζες, από εκεί στους επιχειρηματικούς ομίλους, μετά στα κόμματα, και πίσω στο κράτος. Επί πλέον, βοηθούντος και του μιμητισμού (στο πλαίσιο του ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού για μερίδιο αγοράς), άρχισαν σταδιακά να καθιερώνονται τραπεζικές πρακτικές αμφίβολης νομιμότητας, ή εντελώς παράνομες.

«Παράδειγμα: η φοροδιαφεύγουσα χρηματοδότηση της διαφοράς της εμπορικής με την αντικειμενική αξία του ακινήτου[2], ακόμα και από τράπεζες υπό διοικήσεις διοριζόμενες από την εκάστοτε κυβέρνηση, ή η ανοικτή χρηματοδότηση επιταγών μελλοντικής λήξης (προεξόφληση επιταγών συνδεδεμένες με ανοικτό υπόλοιπο), ή ακόμα και η ανανέωση των ορίων ανοικτής χρηματοδότησης για κεφάλαια κίνησης, δίχως της καταβολή των κεφαλαίων κατά τη λήξη της έγκρισης.» (σελ. 249)

Όμως, εκτός από τις ίδιες τις τράπεζες, ο συγγραφέας επιρρίπτει σημαντικές ευθύνες και στο «ανεκτικό» ρυθμιστικό περιβάλλον:

«Η ανοχή των εποπτικών αρχών έναντι αυτών των πρακτικών είναι αποδεικτική της σύμπραξης του κράτους σε παράτυπες πρακτικές, που ωστόσο γίνονταν αποδεκτές στο πλαίσιο της αναγκαιότητας εξυπηρέτησης τόσο των τραπεζών όσο και των χρηματοδοτούμενων αλλά και των εκάστοτε τελικών ληπτών των κεφαλαίων (κατασκευαστές, εργολάβοι κ.λπ.). Ένα σύστημα οικοδομημένο συγκυριακά, στην υπηρεσία της εξυπηρέτησης των τρεχουσών απαιτήσεων κοινωνικών φορέων και ομάδων συμφερόντων υπό το ευρύ πλαίσιο λειτουργίας του πελατειακού πολιτικού συστήματος, δίχως σεβασμό στους κανόνες δικαίου και την τραπεζική δεοντολογία, και σε βάρος της υγιούς ανάπτυξης των θεσμών.» (σελ. 249-250)

 

Το «τρομακτικό» α’ εξάμηνο του 2015

Έχοντας ασκήσει αυστηρή κριτική στις επιπτικές αρχές (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ΤτΕ), καθώς και στις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (ιδιαίτερα αλλά όχι αποκλειστικά στην περίοδο πριν την κρίση), ο συγγραφέας δεν χαρίζεται στην αλλοπρόσαλλη πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με αποκορύφωμα το εξάμηνο που μεσολάβησε από τις εκλογές του Ιανουαρίου έως την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου.

«Τα ντοκουμέντα που έρχονται σταδιακά στο φως της δημοσιότητας αποδεικνύουν ότι το σχέδιο προς τον πρωθυπουργό κο Τσίπρα για την έκδοση παράλληλου νομίσματος και εν τέλει της δραχμής, ήταν προμελετημένο. Επιπλέον, η τοποθέτηση ακραίων υποστηρικτών της δραχμής και της ρήξης με την ΕΕ σε θέσεις κλειδιά της κυβέρνησης, ενισχύουν τις υποψίες για ένα συνολικό σχεδιασμό που θα έφερνε τη χώρα προ τετελεσμένων πτώχευσης και αναγκαστικής καταφυγής σε εθνικό νόμισμα, που για άλλους αποτελούσε μέσο εκβίασης για την επανάκαμψη στο ευρώ με καλύτερους όρους, και για άλλους ένα νέο μόνιμο καθεστώς συνδεδεμένο με ενισχυμένο κρατικό έλεγχο στα μέσα παραγωγής και την οικονομία.» (σελ. 282)

Αλλά δεν ήταν μόνο οι «σοφιστείες» Βαρουφάκη. Ήταν και το άλλο παράλληλο πρόγραμμα, που προέβλεπε την «εφαρμογή πολιτικών εμπνεόμενων από ιδεοληψίες που συνδυαζόμενες με περιθωριακές σχολές της οικονομικής σκέψης οδηγούν σε κρατικίστικες προσεγγίσεις παλαιοκομμουνιστικού τύπου»:

«[Η] ενίσχυση του κρατικού παρεμβατισμού με την κατάργηση αρμοδιοτήτων των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών(π.χ. ενέργεια), το άνοιγμα επιχειρήσεων με κρατική ενίσχυση (π.χ. Βιομηχανία Ζάχαρης), ή η αύξηση των κρατικών επιδοτήσεων σε άλλες (π.χ. ΕΡΤ), διαμόρφωναν τους όρους μιας καθεστωτικής αλλαγής. Περιορισμοί στην ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα, έλεγχος αντί για ρύθμιση των αγορών, κρατικός έλεγχος της οικονομίας.» (σελ. 281)

Η απότομη προσγείωση της νέας εξουσίας μετά το δημοψήφισμα, με τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα και των πιστών του, και με την αποχώρηση του Βαρουφάκη, της Κωνσταντοπούλου και άλλων, απομάκρυνε τον κίνδυνο άμεσης μετάβασης σε μια οικονομία τύπου Βενεζουέλας (η οποία, όπως εξηγεί πρόσφατο άρθρο του περιοδικού Economist, σταδιακά μετατρέπεται σε οικονομία τύπου Ζιμπάμπουε). Όμως, όπως δείχνει πλήθος παραδειγμάτων (ενδεικτικά: δίωξη Θάνου κατά Τσακυράκη, απόπειρα πολιτικού ελέγχου του τηλεοπτικού τοπίου, διαγραφή αντιφρονούντων από την ΕΣΗΕΑ), η καθεστωτική νοοτροπία παραμένει.

 

Τι να κάνουμε

Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας δεν φαίνεται να λύνεται πριν από την απομάκρυνση της σημερινής κυβέρνησης (και δύσκολα ακόμη και μετά). Εν τω μεταξύ, η οικονομία παραμένει βυθισμένη στην ύφεση. Σε αυτό το πλαίσιο, η πεποίθηση του συγγραφέα ότι ο ριζικός ανασχεδιασμός του πιστωτικού συστήματος είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας, η οποία διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο, παίρνει τη μορφή συγκεκριμένων προτάσεων στο ένατο κεφάλαιο (με τον αρκετά μακροσκελή τίτλο: «Που πάμε… Η εναρμόνιση με την ΕΕ, οι Αναπόφευκτες Μεταρρυθμίσεις και ο Στρατηγικός Ρόλος του χρηματοπιστωτικού Συστήματος και των Τραπεζών»).

Τι ακριβώς προτείνει λοιπόν ο Γιάννης Τσαμουργκέλης; Κατ’ αρχάς, εναρμόνιση με την Ευρώπη – όχι μόνο με τους κανονισμούς, αλλά και με το «αξιακό περιβάλλον που πρεσβεύει η ΕΕ». Η τραπεζική ενοποίηση και η ποσοτική χαλάρωση διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Φυσικά, για να αξιοποιηθεί αυτή η ευκαιρία θα πρέπει διασφαλιστεί η παραμονή της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ, και να αποφευχθεί η χρηματοδοτική ασφυξία που μοιραία θα συνόδευε την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Παρατηρήσεις καθόλου περιττές, καθώς η σημερινή κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να τροφοδοτήσει για μια ακόμη φορά τη διεθνή φιλολογία περί κινδύνου Grexit.

Από εκεί και πέρα, ο συγγραφέας προτείνει μεταρρυθμίσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, περιορισμό του ρόλου των τραπεζών (με ανάπτυξη της αγοράς εταιρικών ομολόγων για απευθείας χρηματοδότηση των επιχειρήσεων από τους επενδυτές), ενίσχυση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αύξηση του τραπεζικού ανταγωνισμού (πάντοτε σε ένα πλαίσιο ασφάλειας). Και ακόμη: «Πολλές τράπεζες, ιδιωτικές περιφερειακές και τοπικές».

Το σημείο αυτό είναι κομβικό για τη συλλογιστική του συγγραφέα, και απορρέει από την προηγούμενη κριτική του στην ολιγοπωλιακή δομή της τραπεζικής αγοράς. Είναι όμως πειστικό;

Οπωσδήποτε ο συγγραφέας δεν παραγνωρίζει ούτε την αρνητική εμπειρία του τρόπου λειτουργίας τους στο παρελθόν, ούτε τις ζοφερές προοπτικές τους στο άμεσο μέλλον, μετά και την απορρόφηση της Πανελλήνιας Τράπεζας από την Τράπεζα Πειραιώς (Απρίλιος 2015). Κάθε άλλο – αφιερώνει άλλωστε αρκετές σελίδες ακριβώς σε αυτη την εμπειρία. Παρόλα αυτά εμμένει στην πρόταση:

«[Η] ύπαρξη πολλών τραπεζών εξασφαλίζει όρους ανταγωνιστικής λειτουργίας και άρα φθηνότερο και πιο εύκολα προσβάσιμο χρήμα. Ιδιαίτερα όταν οι «πολλές» τράπεζες επικεντρώνουν το ενδιαφέρον και τις δραστηριότητες τους σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, με υγιή επιχειρηματικά κριτήρια μεγιστοποίησης των κερδών τους, δίχως πελατειακές πολιτικές παρεμβάσεις και εξαρτήσεις – όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των συνεταιριστικών τραπεζών.» (σελ. 318)

Μένει να αποδειχθεί εάν η αποκέντρωση θα εμποδίσει ή θα διευκολύνει την αναπαραγωγή σε τοπικό επίπεδο νοσηρών φαινομένων που σήμερα εκδηλώνονται σε επίπεδο επικράτειας. Η εμπειρία από την πρόσφατη ιστορία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με τον πολλαπλασιασμό των κρουσμάτων κακοδιοίκησης, ιδίως εκεί όπου οι θεσμοί ελέγχου και αντιστάθμισης είναι ασθενέστεροι, δεν είναι πολύ ενθαρρυντική.

 

Ένα βιβλίο πολλαπλώς χρήσιμο

Πέρα από αυτή την ένσταση (συν μια ακόμη, για την κάπως πλημμελή επιμέλεια της ύλης, που επέτρεψε να παρεισφρύσουν ορθογραφικά και άλλα λάθη), το βιβλίο του Γιάννη Τσαμουργκέλη δείχνει προορισμένο να αποδειχθεί πολλαπλώς χρήσιμο. Ο φοιτητής θα ωφεληθεί ιδίως από την επισκόπηση της νομισματικής πολιτικής στη θεωρία και στην πράξη, στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Ο ανήσυχος πολίτης θα αποκτήσει μια καθαρότερη εικόνα για τον ρόλο των ελληνικών τραπεζών στην κρίση (το βασικό θέμα του βιβλίου), καθώς και για τις προοπτικές που ανοίγονται μετά τις πρόσφατες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενώ ο πολιτικός της ηττημένης και διάσπαρτης κεντροαριστεράς θα κερδίσει σε αυτογνωσία για τα λάθη που δεν πρέπει να επαναληφθούν, καθώς και σε φρέσκιες ιδέες για το πολιτικό πρόγραμμα του χώρου στο (ας ελπίσουμε άμεσο) μέλλον. Να ποιος θα ήταν ο ιδανικός τρόπος για να τιμήσει κανείς τη μνήμη του συγγραφέα του.

 



Σημειώσεις

[1] Η θέση του συγγραφέα για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι αντίθετη με τον ανταρτοπόλεμο της σημερινής κυβέρνησης με σκοπό τη διαιώνιση της απόλυτης νομικής προστασίας των δανειοληπτών. Βλ. Γ. Τσαμουργκέλης «Πώληση των κόκκινων δανείων για το καλό της πραγματικής οικονομίας» (Ναυτεμπορική, 1 Απριλίου 2016). Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΤτΕ, σημαντικό ποσοστό των μη εξυπηρετουμένων δανείων αφορούν «στρατηγικούς κακοπληρωτές» οι οποίοι, παρότι διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για την εξυπηρέτηση του δανείου τους, δεν πληρώνουν οχυρωμένοι πίσω από τη νομική προστασία.

[2] Βλ. σχετικά τα εντυπωσιακά ευρήματα της πρόσφατης μελέτης του University of Chicago από τους Artavanis, Morse & Tsoutsoura (ελληνική μετάφραση: http://greekeconomistsforreform.com/EL/uncategorized/tax-evasion-across-industries-soft-credit-evidence-from-greece/). Οι ερευνητές εξασφάλισαν πρόσβαση σε δυσπρόσιτα δεδομένα από τα αρχεία μιας μεγάλης τράπεζας για την περίοδο 2003-2010, όπου είχαν καταχωρηθεί όλες οι πληροφορίες που συνεκτιμήθηκαν προκειμένου να αξιολογηθεί η πιστοληπτική ικανότητα των πελατών που υπέβαλαν αίτηση για στεγαστικά και άλλα δάνεια. Όπως είναι γνωστό, οι περισσότερες τράπεζες δεν χορηγούν δάνεια όταν το αναγκαίο ποσό για την εξυπηρέτησή τους υπερβαίνει κάποιο ποσοστό του εισοδήματος των δανειοληπτών. Σύμφωνα όμως με τη μελέτη, για ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες το ύψος της δόσης του δανείου που εγκρίθηκε εμφανιζόταν υψηλότερο από το μέσο μηνιαίο εισόδημα που δηλώθηκε στην Εφορία: π.χ. οι ιατροί είχαν κατά μέσο όρο δόση δανείου €1.660 και δηλωθέν εισόδημα €1.628 το μήνα, οι νομικοί μέση δόση €1.647 και μέσο εισόδημα (όπως δηλώθηκε στην Εφορία) €1.558 το μήνα κ.ο.κ. Η λύση του αινίγματος βρίσκεται προφανώς στα αδήλωτα εισοδήματα της παραοικονομίας: ο λόγος πραγματικού προς δηλωθέν εισόδημα ήταν 2,45 στην περίπτωση των ιατρών, 2,24 σε εκείνη των νομικών, και 2,40 στην περίπτωση των μηχανικών και συναφών επαγγελμάτων κτλ.

15 Μαΐου 2016

Συμφωνία επιστροφής στην ομαλότητα;

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 15 Μαΐου 2016).

Η διαφαινόμενη συμφωνία Ελλάδας-ΕΕ στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup (Τρίτη 24 Μαΐου), εάν τελικά επιτευχθεί, μπορεί να αποδειχθεί σημείο καμπής για τη χώρα. Οι όροι της, στο βαθμό που τα δημοσιεύματα των διεθνών και ελληνικών μέσων ενημέρωσης επιβεβαιωθούν τελικά, φαίνεται να λύνουν δύο εκκρεμμότητες που έκαναν τεράστια ζημιά στην ελληνική οικονομία (και όχι μόνο).

Η πρώτη εκκρεμμότητα ήταν διεθνής. Αφορά όσους από τους Ευρωπαίους εταίρους μας υιοθέτησαν την άποψη ότι η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη είναι ίσως η προτιμότερη λύση για όλους. Η αμφιβολία για το εάν η Ελλάδα μπορεί (και θέλει) να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης άρχισε να αιωρείται στις αρχές του 2010, φτάνοντας στο απόγειό της τον Ιούλιο 2015 με την δημόσια κατάθεση της πρότασης Schäuble για προσωρινή έξοδο της χώρας από το ευρώ. Είχε προηγηθεί η ασυνάρτητη διαπραγμάτευση της πρώτης κυβέρνησης του κ. Τσίπρα, η οποία πύκνωσε τις γραμμές και ενίσχυσε την αποφασιστικότητα των υποστηρικτών του Grexit. Η συνθηκολόγηση της ελληνικής κυβέρνησης αμέσως μετά απέτρεψε τα χειρότερα. Αλλά το φάσμα της εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ συνέχισε να αιωρείται.

Η συγκατάθεση του Γερμανού υπουργού οικονομικών (Δευτέρα 9 Μαΐου) στη ρύθμιση του ελληνικού χρέους μπορεί κάλλιστα να είναι απρόθυμη, ή να οφείλεται σε γεωπολιτικούς υπολογισμούς (δημοψήφισμα στη Βρετανία, προσφυγικό). Επίσης, η ρύθμιση που θα επιλεγεί πιθανότατα θα συγκεκριμενοποιεί απλώς την υπόσχεση του Eurogroup προς τον κ. Στουρνάρα (27 Νοεμβρίου 2012), δηλ. θα αντιστοιχεί σε βελτίωση των όρων εξόφλησης του χρέους (μείωση επιτοκίων, επέκταση διάρκειας), και όχι σε «κούρεμα» της αξίας του κεφαλαίου όπως διεκδικούσε το αντιμνημονιακό μπλοκ από το 2010 μέχρι αυτή την εβδομάδα. Τέλος, η όποια ελάφρυνση προκύψει θα εξαρτάται από την αυστηρή τήρηση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Και πάλι όμως, η συμφωνία για το χρέος θα έχει μια κρίσιμη υλική συνέπεια: θα κλείσει – ή τουλάχιστον θα παγώσει – για το επόμενο διάστημα τη συζήτηση περί Grexit, γεγονός που στη συνέχεια θα αποκαταστήσει εξωτερικές συνθήκες στοιχειώδους σταθερότητας (χωρίς την οποία δεν νοείται ανάκαμψη).

Η δεύτερη εκκρεμμότητα ήταν εσωτερική. Αφορά όσους από τους συμπολίτες μας πίστεψαν ότι υπάρχει άλλος, καλύτερος δρόμος για την Ελλάδα από τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη (και από την τήρηση των κανόνων που απορρέουν από αυτή τη συμμετοχή). Η πεποίθησή τους αυτή ήταν εξ αρχής αβάσιμη. Στηρίχθηκε στην πεισματική άρνηση της πραγματικότητας ότι ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, ότι μια χώρα που νοικιάζει ξαπλώστρες και εισάγει αυτοκίνητα κάποια στιγμή θα έχει πρόβλημα, ότι εάν δεν μπορεί να παράγει καλύτερα και περισσότερα θα αναγκαστεί τελικά να καταναλώνει λιγότερα. Αυτή η αυταπάτη εμπόδισε τη ψύχραιμη και συγκροτημένη αντιμετώπιση της κρίσης. Δεν προέκυψε αυθόρμητα: πάτησε στην «ευγενή μας τύφλωση», που κάνει πολλούς από εμάς να νομίζουν ότι είμαστε ο εκλεκτός λαός.

Αλλά καλλιεργήθηκε συστηματικά και αδίστακτα από μέχρι τότε περιθωριακές πολιτικές δυνάμεις που είδαν την ευκαιρία να αναρριχηθούν στην εξουσία. Η αποδοχή από τις ίδιες αυτές δυνάμεις, και από κυβερνητικές θέσεις πλέον, της μόνιμης διεθνούς επιτήρησης της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες συνιστά την πληρέστερη ομολογία ότι η αναζήτηση κάποιου φανταστικού «άλλου δρόμου» έχει εγκαταληφθεί από τους εμπνευστές της – αφού βέβαια προηγουμένως έσπειρε χάος. Λίγη σημασία έχει ότι κάποιοι, όπως έδειξαν οι κινητοποιήσεις της περασμένης Κυριακής, εξακολουθούν να πιστεύουν στο «σκίσιμο των Μνημονίων με ένα νόμο και ένα άρθρο». Η ικανοποίηση του κ. Τσακαλώτου για τη θεσμοθέτηση αυτόματου μηχανισμού περικοπής δαπανών ή αύξησης φόρων κάθε φορά που το πρωτογενές πλεόνασμα πέφτει κατά 0,25% του ΑΕΠ (!) από το στόχο συμβολίζει το οριστικό και αμετάκλητο τέλος της αντιμνημονιακής (αυτ)απάτης.

Επιστροφή στην ομαλότητα λοιπόν; Όχι ακριβώς. Σίγουρα όχι ακόμη. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την έντιμη αναγνώριση εκ μέρους των πρώην αντιμνημονιακών ότι η στρατηγική που τους οδήγησε στην εξουσία (αφού προηγουμένως διέλυσε την οικονομία και δίχασε την κοινωνία) στηρίχθηκε σε ένα χονδροειδές ψέμα, για το οποίο μας οφείλουν ταπεινά συγγνώμη. Γνωρίζοντας τους ανθρώπους που μας κυβερνούν, θα ήταν αφελές να περιμένει κανείς κάτι εντιμότερο από τις υποκριτικές και μέχρι ναυτίας γλυκερές δηλώσεις τύπου «αγγίξαμε το όνειρο, μας ψαλίδισαν τα φτερά» κτλ. Το αντίθετο είναι πιθανότερο: π.χ. μια τεχνητή όξυνση που θα επιχειρήσει να συγκαλύψει επικοινωνιακά την έμπρακτη προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στη «μνημονιακή» κανονικότητα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πιο ανενδοίαστοι από τους προπαγανδιστές της σημερινής κυβέρνησης θα δοκιμάσουν κάθε τέχνασμα για να αναζωπυρώσουν το διχασμό των τελευταίων ετών: ήδη αυτό κάνουν. Όμως ο χρόνος κυλά αντίστροφα. Στην επόμενη περίοδο, ανεπαίσθητα αλλά αναντίστρεπτα, η πολιτική διαμάχη θα αλλάζει θεματολογία. Η τοξική δημαγωγία για το ποιος είναι περισσότερο «πατριώτης» (στην οποία οι πρώην αντιμνημονιακοί διέπρεψαν) δύσκολα θα συνεχίσει να συγκινεί τα πλήθη. Στις πιο υπεύθυνες από τις πολιτικές δυνάμεις δίνεται η ευκαιρία να επιβάλλουν στη θέση της μια άλλη, λιγότερο άγονη διαμάχη: π.χ. για το πώς θα βρουν δουλειά ένα εκατομμύριο άνεργοι, ανάμεσά τους εκατοντάδες χιλιάδες νέοι.

Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ίσως δικαιούμαστε να ελπίζουμε.

6 Μαρτίου 2016

Τα αδιέξοδα του ασφαλιστικού

Μια συντομευμένη εκδοχή δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 6 Μαρτίου 2016).

Η διαμάχη για το ασφαλιστικό επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά το γνωστό ρητό: «Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες». Η σημερινή κυβέρνηση είχε ως αντιπολίτευση καθοριστική συμβολή, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην παραλυτική αδυναμία της χώρας να συζητήσει ήρεμα (πόσω μάλλον να επιλύσει) ένα από τα προβλήματα που από τότε υπέσκαπταν την ευημερία της και την κοινωνική συνοχή της. Με την έννοια αυτή, ότι στην πολυθρόνα του αρμόδιου υπουργού κάθεται ο θεωρητικός της υστερικής αντίδρασης σε οποιαδήποτε αλλαγή, και βεβαίως της «κοινωνικής βίας» εναντίον όσων δεν συμφωνούν μαζί του, συνιστά πειρασμό για κάθε προοδευτικό και φιλελεύθερο πολίτη: «ας βγάλουν τώρα μόνοι τους τα κάστανα από τη φωτιά».

Και όμως: μια αντιπολίτευση που νοιάζεται να πάει μπροστά ο τόπος, όχι απλώς «να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη», θα πρέπει να αντισταθεί σε αυτόν τον (δικαιολογημένο) πειρασμό. Για τρεις τουλάχιστον λόγους.

Πρώτα-πρώτα, επειδή οι ευθύνες για το πώς φτάσαμε να έχουμε το χειρότερο σύστημα συντάξεων της Ευρώπης (το πιο χρεωκοπημένο, και ταυτόχρονα το πιο άδικο) δεν βαραίνουν μόνο τον αριστερό λαϊκισμό και τον συντεχνιακό συνδικαλισμό, αλλά και τις προηγούμενες κυβερνήσεις – με τη μερική εξαίρεση των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Σημίτη που τουλάχιστον αναγνώρισαν το πρόβλημα, και έκαναν κάτι για αυτό (ιδίως η πρώτη). Συνεπώς, λίγη αυτοκριτική εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ θα ήταν χρήσιμη.

Επίσης, επειδή η ψηφοθηρική υποστήριξη όσων σήμερα αντιδρούν στην πρόταση της κυβέρνησης (π.χ. των αγροτών που κλείνουν τους δρόμους με τα τρακτέρ με αίτημα οι ίδιοι να μην πληρώνουν φόρους και οι υπόλοιποι να πληρώνουν τις συντάξεις τους) θα ήταν άλλη μια απόδειξη ότι ορισμένοι από τους πολιτικούς μας δεν έχουν καταλάβει απολύτως τίποτε από την περιπέτεια στην οποία έχει βρεθεί η χώρα την τελευταία εξαετία.

Τέλος, επειδή ο τρόπος με τον οποίο θα κλείσει το ασφαλιστικό τώρα θα διαμορφώσει το προφίλ της χώρας (ή αρκετές όψεις του) τις επόμενες δεκαετίες. Εάν θα παραμείνει χώρα δημοσίων υπαλλήλων, συνταξιούχων και αγροτών, καταδικασμένη στη μακρόχρονη παρακμή. Ή αντίθετα, εάν θα κάνει ένα μικρό έστω βήμα προς μια πορεία που δίνει ζωτικό χώρο στις παραγωγικές ομάδες και στους νέους.

Συνεπώς, αν αφεθεί ο Τσίπρας με τον Καμμένο (και οι επιλογές τους: Στρατούλης, μετά Χαϊκάλης, και τώρα Κατρούγκαλος) να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά», ο κίνδυνος είναι τα σπασμένα, ή μάλλον τα καμμένα, να τα πληρώσουμε όλοι οι υπόλοιποι.

Δεν είμαι σε θέση να συμβουλεύσω τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης σε θέματα τακτικής. Εξ άλλου, όπως έγραφε πρόσφατα ο Ανδρέας Πετρουλάκης, οι άνθρωποι που μας κυβερνούν «[δ]εν μπορούν να ξεφύγουν από την εχθροπάθεια, τη διχαστική ρητορική, την αχρείαστη πολεμική, την παρόξυνση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακόμα και όταν σε καλούν σε συναίνεση, σε βρίζουν ταυτοχρόνως»  («Τα διακόσια μαθήματα», Protagon 29 Φεβρουαρίου 2016).

Μπορώ όμως να υποδείξω τα σημεία της κυβερνητικής πρότασης για το ασφαλιστικό που – κατά την ταπεινή μου γνώμη – η αντιπολίτευση θα πρέπει να απορρίψει, και όσα θα πρέπει να στηρίξει.

Η επιμονή της κυβέρνησης να φορτώσει όλα τα βάρη σε όσους δεν πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη έως τον περασμένο Αύγουστο, και φυσικά σε όσους συνταξιοδοτηθούν στο μέλλον, ώστε να μπορεί να πει «τηρήσαμε τις υποσχέσεις μας» στους ήδη συνταξιούχους, θα πρέπει να απορριφθεί. Όχι από εκδικητικότητα προς μια κατηγορία που έχει ήδη υποστεί περικοπές, και που έχει μικρά περιθώρια προσαρμογής. Αλλά επειδή το αντίθετο θα υπονόμευε τόσο την κοινωνική δικαιοσύνη όσο και την οικονομική ανάκαμψη (από την οποία άλλωστε εξαρτάται η βιωσιμότητα όλων των συντάξεων).

Η πικρή αλήθεια είναι ότι, παρά τις περικοπές των τελευταίων ετών, η συντριπτική πλειονότητα των σημερινών συνταξιούχων εισπράττει σημαντικά παραπάνω από όσο έχει συνεισφέρει στο σύστημα, συνυπολογίζοντας τις εργοδοτικές εισφορές: κάτι που πολλοί υποψιάζονταν εδώ και καιρό, και που αποδεικνύει πρόσφατη μελέτη μας (Chrysa Leventi & Manos Matsaganis «Disentangling annuities and transfers: redistribution in Greek retirement benefits»), περίληψη της οποίας πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

Συνεπώς, μια λελογισμένη εισφορά στις σημερινές συντάξεις, μηδενική για όσους λαμβάνουν κάτω από ένα ποσό (π.χ. 700 ευρώ το μήνα), και για όσους αποδεδειγμένα βγήκαν στη σύνταξη σε μεγάλη ηλικία (π.χ. στα 65 ή αργότερα), και με συντελεστή που να αυξάνεται προοδευτικά, θα επέτρεπε να μην αυξηθούν οι εισφορές, ή να μην μειωθούν τόσο οι συντάξεις των επομένων, ή και τα δύο.
Η επιμονή της κυβέρνησης να επιτρέψει να καταβάλλεται η Εθνική Σύνταξη από οποιαδήποτε ηλικία μπορεί κάποιος να βγει στη σύνταξη (π.χ. από τα 56 έτη, όπως πολλοί έχουν ακόμη δικαίωμα) θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. Η κρατική ενίσχυση, στην οποία αντιστοιχεί η Εθνική Σύνταξη (και την οποία θα πρέπει να εξαντλεί), δεν μπορεί να κατανέμεται σε κάποιους επί 11 έτη παραπάνω από ό,τι σε άλλους.

Το πλαφόν σύνταξης είναι άστοχο και αντιπαραγωγικό. Η ανταποδοτικότητα επιβάλλει υψηλότερες συντάξεις σε όσους έχουν πληρώσει υψηλότερες εισφορές. Η κυβερνητική πρόταση είναι πρόσκληση για εισφοροδιαφυγή. Και αυτό το σημείο θα πρέπει να απορριφθεί.

Αντίθετα, νομίζω ότι η ευρωπαϊκή αντιπολίτευση θα πρέπει να στηρίξει δύο σημεία της κυβερνητικής πρότασης. Το πρώτο είναι η άμεση ενοποίηση του συστήματος, με άμεση ένταξη όλων των φορέων κύριας ασφάλισης στο ΙΚΑ. Στη μακρά διάρκεια του ελληνικού κράτους (τουλάχιστον εδώ και έναν αιώνα), τα χωριστά ταμεία λειτούργησαν ως ένας απίστευτα αποδοτικός μηχανισμός ιδιοποίησης του δημοσίου χρήματος. Εάν επιτραπεί στους αγρότες – ή στο «κίνημα της γραβάτας» - να κρατήσουν το δικό τους ταμείο, επικαλούμενοι τις γνωστές, απόλυτα ιδιοτελείς «ιδιαιτερότητες», τον λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι επόμενες γενιές (και οι επόμενες κυβερνήσεις).

Για τον ίδιο λόγο, όλοι οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να πληρώνουν το ίδιο ενιαίο ποσοστό εισφοράς για ανταποδοτική σύνταξη: οι μισθωτοί μαζί με τους εργοδότες τους, οι αυταπασχολούμενοι μόνοι τους. Για πολλούς λόγους, το ποσοστό αυτό θα πρέπει πάση θυσία να χαμηλώσει – κάτι που αναγκαστικά συνεπάγεται υψηλότερα όρια ηλικίας και μεγαλύτερη συνεισφορά των ήδη συνταξιούχων. Αλλά θα πρέπει να είναι το ίδιο για όλους, χωρίς εξαιρέσεις.

Εδώ που έχουμε φτάσει, μόνο μια αυστηρή αλλά δίκαιη, και κυρίως λογικά συνεκτική μεταρρύθμιση μπορεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του συστήματος, δηλαδή την εμπιστοσύνη ότι θα υπάρχουν συντάξεις και για τους σημερινούς 30ρηδες. Αντίθετα, οι μικρές αλλαγές σε δόσεις πριονίζουν την αξιοπιστία και υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη.