Παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Τσαμουργκέλη (2016) «Οι συνένοχοι: Ο ρόλος των τραπεζών και του ευρώ στην ευρωπαϊκή και ελληνική κρίση». Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούνιος 2016).
Το τέλος του
παραμυθιού
Η έξοδος και της Κύπρου από το Μνημόνιο στις αρχές
Μαρτίου άνοιξε άλλο ένα ρήγμα στο δακρύβρεχτο αφήγημα της «προδομένης Ελλάδας».
Όπως έχουν προ πολλού αντιληφθεί οι αναγνώστες του Books’
Journal, αυτό το αφήγημα, τόσο
προσοδοφόρο (για τους εμπνευστές του) και τόσο καταστροφικό (για όλους τους
υπόλοιπους), έχει δύο κυρίως σκέλη. Από τη μια, ότι μέχρι το 2010 ήταν όλα μια
χαρά, αλλά μετά ήρθαν οι κακοί ξένοι και οι ντόπιοι συνεργάτες τους (η «Τρόικα
Εσωτερικού» που λέει και μια διάσημη προσωπικότητα) και έκτοτε δεν μπορούμε να
δούμε άσπρη μέρα. Από την άλλη, ότι ενώ για αδιευκρίνιστους λόγους (μάλλον
επειδή είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου) η Ελλάδα έχει στοχοποιηθεί, δεν
είμαστε οι μοναδικοί στόχοι της
διεθνούς συνωμοσίας (βλ. παραπάνω) εναντίον «των λαών»: όλη η Ευρώπη είναι σε
κρίση, και ιδίως οι Νότιοι, μαζί με τους Ιρλανδούς (που από εμάς θεωρούνται, ερήμην
τους, αριστείνδην «Νότιοι»).
Δυστυχώς τα πράγματα είναι ελαφρώς διαφορετικά. Μόνο η Ελλάδα παραμένει σε ύφεση,
συνεχώς από το 2007 (με την εξαίρεση του 2014, οπότε πετύχαμε ανάπτυξη +0,7%).
Μόνο η Ελλάδα έχασε 27% του ΑΕΠ: Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Ιρλανδία
έχασαν 8% με 9% - και μετά βγήκαν από την κρίση. Και φυσικά μόνο η Ελλάδα είναι
ακόμη σε Μνημόνιο. Παρότι εδώ και ενάμιση χρόνο κυβερνάται από τον πιο
αντιμνημονιακό συνασπισμό της Ευρώπης.
Όπως είναι αναμενόμενο, αυτή η - ας την ονομάσουμε
ευγενικά - «ελληνική ιδιαιτερότητα» προβληματίζει. Τα υπαρξιακής έντασης ερωτήματα
(«γιατί τα πράγματα στην Ελλάδα πάνε τόσο στραβά;») φαντάζουν και είναι πραγματικά
αμείλικτα.
Όχι ότι αυτό εμποδίζει το πάλαι ποτέ αντιμνημονιακό
στρατόπεδο να σφυρίζει αδιάφορα, ή τους «οργανικούς» του διανοούμενους να σιωπούν
(ή να εγκαταλείπονται στις απολαύσεις της εξουσίας), ή την Κωνσταντοπούλου, το
Βαρουφάκη και άλλους να συνεχίζουν το βιολί της «προδοσίας», διερύνοντας την
κατηγορία των «προδοτών» ώστε να χωρά και τους μέχρι χθες συντρόφους τους.
Η σοβαρή πνευματική προσπάθεια (ακόμη ελλειπτική) γίνεται
σχεδόν αποκλειστικά από την άλλη πλευρά, ιδίως από ανθρώπους του – πολιτικά
αποδεκατισμένου αλλά πολιτισμικά ενεργού – κεντροαριστερού χώρου. Σε αυτή την
προσπάθεια εντάσσεται το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Τσαμουργκέλη. Τελευταίο με
την οριστική έννοια της λέξης δυστυχώς: ο συγγραφέας, επίκουρος καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο Αιγαίου τα τελευταία χρόνια, πρώτης γραμμής στέλεχος του
σοσιαλιστικού κινήματος από τη δεκαετία του ’80, άφησε την τελευταία του πνοή
στις 28 Μαΐου 2016. Μένει το βιβλίο του, καρπός κοπιαστικής δουλειάς σε δραματικά
αντίξοες συνθήκες, που προσθέτει μια κρίσιμη ψηφίδα στο παζλ της ελληνικής
κρίσης.
Οι τράπεζες ως
«συνένοχοι»
Το βιβλίο εστιάζει σε έναν παραγνωρισμένο, παρότι
πρωταγωνιστικό, παράγοντα της ελληνικής κρίσης: στις τράπεζες, και στη συμβολή
τους στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό προ κρίσης (και ιδίως στην καταστροφική
διετία 2007-2009), καθώς και στην επιδείνωση της ύφεσης μετά το 2010. Όχι
γενικώς και αορίστως, αλλά ειδικώς (και συγκεκριμένως) οι ελληνικές τράπεζες.
Η βασική θέση του βιβλίου συνοψίζεται στον τίτλο. Αντίθετα
με την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι απλά
θύματα της κρίσης – υγιείς επιχειρήσεις («θωρακισμένες» το 2009, όπως και η
υπόλοιπη οικονομία κατά Κώστα Καραμανλή), που από πατριωτισμό αγόρασαν κρατικά
ομόλογα το 2010-2011, δέχθηκαν βαρύ πλήγμα με το PSI του 2012, και έκτοτε παραπαίουν λόγω της αναιμικής
επίδοσης της οικονομίας. Είναι θύτες – ή, μάλλον: «συνένοχοι».
Από την απρονοησία
στην πιστωτική ασφυξία
Τα τεκμήρια στα οποία βασίζεται το κατηγορητήριο του
συγγραφέα είναι πειστικά. Η απροκάλυπτα «προκυκλική» πολιτική, την οποία οι
ελληνικές τράπεζες ακολούθησαν συστηματικά από τις αρχές της προηγούμενες
δεκαετίας, συνέβαλε αποφασιστικά στο να εκδηλωθεί η ελληνική κρίση και στη συνέχεια να
βαθύνει περισσότερο. Αρχικά, στην εποχή της αστακομακαρονάδας, οι τράπεζες εκμεταλλεύτηκαν
τα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ χορηγώντας «θαλασσοδάνεια» σε επιχειρήσεις και
«διακοποδάνεια» σε καταναλωτές, εντείνοντας έτσι μέχρι παροξυσμού τις
παθογένειες του μοντέλου ανάπτυξης.
«Το τραπεζικό σύστημα διοχέτευσε υπερβάλλουσα και ακριβή
ρευστότητα στην οικονομία κατά την περίοδο πριν την κρίση επεκτείνοντας τη
θετική υπερβολή του κύκλου. Με ευρεία χρήση των μηχανισμών διοχέτευσης της
ρευστότητας όπως τα repos (υπερβάλλοντας σε σχέση με το μέσο όρο της
ευρωζώνης), και τις τιτλοποιήσεις. Επιπλέον, το τραπεζικό σύστημα διοχέτευσε
ρευστότητα με την χαλάρωση των κριτηρίων χορηγήσεων και τη χρηματοδότηση
παραοικονομικών δραστηριοτήτων με τη συμβολή της ολιγοπωλιακής διάρθρωσής του
και την ανοχή της ΤτΕ.» (σελ. 269)
Στη συνέχεια, με την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, η προηγούμενη
αμεριμνησία και απρονοησία έδωσε τη θέση της σε απότομη αλλαγή πορείας,
οδηγώντας σε πιστωτική ασφυξία προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και, συνεπώς,
ακόμη βαθύτερη ύφεση.
«Ιδιαίτερη επιδείνωση στις συνθήκες ρευστότητας επήλθε
εξαιτίας των επιλογών του τραπεζικού συστήματος [...] α. να καταγράφει κέρδη
και να λαμβάνει ελάχιστες προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων παρά την
αντίθετη τάση στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης [...], β. να απορροφά
ρευστότητα από την ιδιωτική οικονομία αυξάνοντας τη χρηματοδότηση του δημόσιου
τομέα από το 2007 [...], ενώ προέβη σε σημαντική αύξηση των επενδύσεων σε
ελληνικά ομόλογα παρά την αβεβαιότητα περί των θεμελιωδών της οικονομίας και
την ένταξη της χώρας σε καθεστώς επιτήρησης από την ΕΕ [...] γ. να αυξάνει το
περιθώριο επιτοκίων καθιστώντας δυσχερέστερη τη χρηματοδότηση των φορέων της
πραγματικής οικονομίας και άρα τη δυνατότητα τους να υπερβούν την κρίση ακόμα
και σε σχέση με χώρες με ανάλογα οικονομικά προβλήματα.» (σελ. 268-269)
Μοίρασμα της αγοράς
μεταξύ των «μεγάλων παικτών»
Η (αρνητική) συμβολή των τραπεζών στην ελληνική κρίση και
στη συνεχιζόμενη ύφεση σχετίζεται επίσης με την ολιγοπωλιακή διάρθρωση του
κλάδου, η οποία επιτρέπει στις τράπεζες να χορηγούν ακριβότερα δάνεια στις
επιχειρήσεις και να πληρώνουν χαμηλότερα επιτόκια στους καταθέτες.
«[Η] υψηλή συγκέντρωση των εργασιών σε λίγες τράπεζες
συνδέεται με, όσο και αποτελεί τη βασική ερμηνευτική για, το υψηλό επιτοκιακό
περιθώριο ή ecart (τη διαφορά μεταξύ του σταθμισμένου μέσου επιτοκίου
χορηγήσεων με το σταθμισμένο μέσο επιτόκιο καταθέσεων), σε σχέση με το μέσο όρο
των χωρών της ευρωζώνης.» (σελ. 245)
(Αξίζει να προστεθεί εδώ ότι η ίδια ακριβώς ολιγοπωλιακή
δομή επέτρεψε επί δεκαετίες στις διοικήσεις τους να ικανοποιούν τις απαιτήσεις
της ΟΤΟΕ και των πρωτοβάθμιων συνδικάτων για υψηλότερους μισθούς και
ακριβότερες παροχές.)
Πώς προέκυψε αυτή η ολιγοπωλιακή δομή; Εν μέρει λόγω
εξελίξεων στην αγορά:
«[Το] πρώτο κύμα συγχωνεύσεων και εξαγορών στα τέλη του
1990 οδήγησαν στη δεκαετία του 2000 σε περιορισμό του ανταγωνισμού. Έτσι
επιδεικνύεται υψηλότερη «δύναμη αγοράς» (market power), που ενισχύει τα κέρδη
χωρίς να βελτιώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα ή να περιορίζει τα κόστη
λειτουργίας.» (σελ. 245)
Επίσης, όμως, λόγω επιλογών πολιτικής:
«[Η] ολιγοπωλιακή διάρθρωση [...] ενισχύθηκε σημαντικά
στην αναδιάρθρωση του κλάδου στην περίοδο 1996-1999 με την ιδεολογική κάλυψη
της θεωρίας των εθνικών πρωταθλητών.» (σελ. 245)
Με το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς οι τράπεζες αναζητούν
απεγνωσμένα τρόπους να καλύψουν τις απώλειες, το άνοιγμα μεταξύ επιτοκίου
χορηγήσεων και επιτοκίου καταθέσεων μεγαλώνει και άλλο.
«[Μ]ετά το 2007 που ο κλάδος εισέρχεται σταδιακά στην
περίοδο ύφεσης, ο ολιγοπωλιακός ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών καταλήγει σε
χρέωση υψηλότερου ecart. Σε αυτό συμβάλλει και η εκτίναξη των δανείων σε
καθυστέρηση που παράλληλα με τη μείωση των καταθέσεων καταλήγει σε ένα
συνδυασμό από υψηλά επιτόκια καταθέσεων αλλά ακόμα υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων
με σκοπό την αύξηση του ecart και περαιτέρω των κερδών που είναι αναγκαία για
το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων, όσο και για τη βελτίωση της επιχειρηματικής
εικόνας που είναι αναγκαία για την προσέλκυση καταθετών.» (σελ. 246)
Διοίκηση χαμηλής
ποιότητας
Όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, η διεθνή βιβλιογραφία
δείχνει ότι η κακή διοίκηση των τραπεζών (όπως προσεγγίζεται εμπειρικά από το
λόγο λειτουργικών δαπανών προς λειτουργικά έσοδα) συμβάλλει στην αύξηση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων. Μάλιστα, το πρόβλημα επιδεινώνεται όσο μεγαλώνει η
συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας της μετοχικής βάσης των τραπεζών. Ενδείξεις ότι
αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα παρέχει πρόσφατη μελέτη της ΤτΕ για τα
χαρακτηριστικά μεγάλων επιχειρηματικών δανείων σε καθυστέρηση[1] (σε δείγμα 16 χιλιάδων οφειλετών):
«Σε κλάδους με υψηλό δείκτη καθυστερήσεων, τα δάνεια σε
καθυστέρηση συγκεντρώνονται σε σχετικά μικρό αριθμό οφειλετών. [...] Αντίθετα,
σε κλάδους με χαμηλό δείκτη καθυστερήσεων, τα δάνεια σε καθυστέρηση φαίνεται να
είναι διασπαρμένα μεταξύ σχετικά μεγάλου αριθμού οφειλετών.» (σελ. 258)
Όπως προσθέτει κομψά ο συγγραφέας: «Το γεγονός αυτό
υποδηλώνει προτιμησιακές σχέσεις χρηματοδότησης».
Εκτροπή από τη
νομιμότητα
Οι προτιμησιακές σχέσεις χρηματοδότησης βασίζονται στο
παραδοσιακό κύκλωμα: από το κράτος (συχνά μέσω ΔΕΚΟ) στις τράπεζες, από εκεί
στους επιχειρηματικούς ομίλους, μετά στα κόμματα, και πίσω στο κράτος. Επί
πλέον, βοηθούντος και του μιμητισμού (στο πλαίσιο του ολιγοπωλιακού
ανταγωνισμού για μερίδιο αγοράς), άρχισαν σταδιακά να καθιερώνονται τραπεζικές πρακτικές
αμφίβολης νομιμότητας, ή εντελώς παράνομες.
«Παράδειγμα: η φοροδιαφεύγουσα χρηματοδότηση της διαφοράς
της εμπορικής με την αντικειμενική αξία του ακινήτου[2], ακόμα και από τράπεζες υπό διοικήσεις διοριζόμενες από
την εκάστοτε κυβέρνηση, ή η ανοικτή χρηματοδότηση επιταγών μελλοντικής λήξης
(προεξόφληση επιταγών συνδεδεμένες με ανοικτό υπόλοιπο), ή ακόμα και η ανανέωση
των ορίων ανοικτής χρηματοδότησης για κεφάλαια κίνησης, δίχως της καταβολή των
κεφαλαίων κατά τη λήξη της έγκρισης.» (σελ. 249)
Όμως, εκτός από τις ίδιες τις τράπεζες, ο συγγραφέας
επιρρίπτει σημαντικές ευθύνες και στο «ανεκτικό» ρυθμιστικό περιβάλλον:
«Η ανοχή των εποπτικών αρχών έναντι αυτών των πρακτικών
είναι αποδεικτική της σύμπραξης του κράτους σε παράτυπες πρακτικές, που ωστόσο
γίνονταν αποδεκτές στο πλαίσιο της αναγκαιότητας εξυπηρέτησης τόσο των τραπεζών
όσο και των χρηματοδοτούμενων αλλά και των εκάστοτε τελικών ληπτών των
κεφαλαίων (κατασκευαστές, εργολάβοι κ.λπ.). Ένα σύστημα οικοδομημένο
συγκυριακά, στην υπηρεσία της εξυπηρέτησης των τρεχουσών απαιτήσεων κοινωνικών
φορέων και ομάδων συμφερόντων υπό το ευρύ πλαίσιο λειτουργίας του πελατειακού
πολιτικού συστήματος, δίχως σεβασμό στους κανόνες δικαίου και την τραπεζική
δεοντολογία, και σε βάρος της υγιούς ανάπτυξης των θεσμών.» (σελ. 249-250)
Το «τρομακτικό» α’
εξάμηνο του 2015
Έχοντας ασκήσει αυστηρή κριτική στις επιπτικές αρχές
(Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ΤτΕ), καθώς και στις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (ιδιαίτερα
αλλά όχι αποκλειστικά στην περίοδο πριν την κρίση), ο συγγραφέας δεν χαρίζεται
στην αλλοπρόσαλλη πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με
αποκορύφωμα το εξάμηνο που μεσολάβησε από τις εκλογές του Ιανουαρίου έως την
υπογραφή του τρίτου Μνημονίου.
«Τα ντοκουμέντα που έρχονται σταδιακά στο φως της
δημοσιότητας αποδεικνύουν ότι το σχέδιο προς τον πρωθυπουργό κο Τσίπρα για την
έκδοση παράλληλου νομίσματος και εν τέλει της δραχμής, ήταν προμελετημένο.
Επιπλέον, η τοποθέτηση ακραίων υποστηρικτών της δραχμής και της ρήξης με την ΕΕ
σε θέσεις κλειδιά της κυβέρνησης, ενισχύουν τις υποψίες για ένα συνολικό
σχεδιασμό που θα έφερνε τη χώρα προ τετελεσμένων πτώχευσης και αναγκαστικής
καταφυγής σε εθνικό νόμισμα, που για άλλους αποτελούσε μέσο εκβίασης για την
επανάκαμψη στο ευρώ με καλύτερους όρους, και για άλλους ένα νέο μόνιμο καθεστώς
συνδεδεμένο με ενισχυμένο κρατικό έλεγχο στα μέσα παραγωγής και την οικονομία.»
(σελ. 282)
Αλλά δεν ήταν μόνο οι «σοφιστείες» Βαρουφάκη. Ήταν και το
άλλο παράλληλο πρόγραμμα, που
προέβλεπε την «εφαρμογή πολιτικών εμπνεόμενων από ιδεοληψίες που συνδυαζόμενες
με περιθωριακές σχολές της οικονομικής σκέψης οδηγούν σε κρατικίστικες
προσεγγίσεις παλαιοκομμουνιστικού τύπου»:
«[Η] ενίσχυση του κρατικού παρεμβατισμού με την κατάργηση
αρμοδιοτήτων των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών(π.χ. ενέργεια), το άνοιγμα
επιχειρήσεων με κρατική ενίσχυση (π.χ. Βιομηχανία Ζάχαρης), ή η αύξηση των
κρατικών επιδοτήσεων σε άλλες (π.χ. ΕΡΤ), διαμόρφωναν τους όρους μιας
καθεστωτικής αλλαγής. Περιορισμοί στην ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα,
έλεγχος αντί για ρύθμιση των αγορών, κρατικός έλεγχος της οικονομίας.» (σελ. 281)
Η απότομη προσγείωση της νέας εξουσίας μετά το
δημοψήφισμα, με τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα και των πιστών του, και με την
αποχώρηση του Βαρουφάκη, της Κωνσταντοπούλου και άλλων, απομάκρυνε τον κίνδυνο
άμεσης μετάβασης σε μια οικονομία τύπου Βενεζουέλας (η οποία, όπως εξηγεί
πρόσφατο άρθρο του περιοδικού Economist, σταδιακά μετατρέπεται σε οικονομία τύπου Ζιμπάμπουε).
Όμως, όπως δείχνει πλήθος παραδειγμάτων (ενδεικτικά: δίωξη Θάνου κατά
Τσακυράκη, απόπειρα πολιτικού ελέγχου του τηλεοπτικού τοπίου, διαγραφή
αντιφρονούντων από την ΕΣΗΕΑ), η καθεστωτική νοοτροπία παραμένει.
Τι να κάνουμε
Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας δεν φαίνεται να λύνεται πριν
από την απομάκρυνση της σημερινής κυβέρνησης (και δύσκολα ακόμη και μετά). Εν
τω μεταξύ, η οικονομία παραμένει βυθισμένη στην ύφεση. Σε αυτό το πλαίσιο, η πεποίθηση
του συγγραφέα ότι ο ριζικός ανασχεδιασμός του πιστωτικού συστήματος είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψη της
οικονομίας, η οποία διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο, παίρνει τη μορφή συγκεκριμένων
προτάσεων στο ένατο κεφάλαιο (με τον αρκετά μακροσκελή τίτλο: «Που πάμε… Η
εναρμόνιση με την ΕΕ, οι Αναπόφευκτες Μεταρρυθμίσεις και ο Στρατηγικός Ρόλος
του χρηματοπιστωτικού Συστήματος και των Τραπεζών»).
Τι ακριβώς προτείνει λοιπόν ο Γιάννης Τσαμουργκέλης; Κατ’
αρχάς, εναρμόνιση με την Ευρώπη – όχι μόνο με τους κανονισμούς, αλλά και με το
«αξιακό περιβάλλον που πρεσβεύει η ΕΕ». Η τραπεζική ενοποίηση και η ποσοτική
χαλάρωση διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες για την επανεκκίνηση της ελληνικής
οικονομίας. Φυσικά, για να αξιοποιηθεί αυτή η ευκαιρία θα πρέπει διασφαλιστεί η
παραμονή της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ, και να αποφευχθεί η χρηματοδοτική
ασφυξία που μοιραία θα συνόδευε την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Παρατηρήσεις
καθόλου περιττές, καθώς η σημερινή κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να
τροφοδοτήσει για μια ακόμη φορά τη διεθνή φιλολογία περί κινδύνου Grexit.
Από εκεί και πέρα, ο συγγραφέας προτείνει μεταρρυθμίσεις στο
χρηματοπιστωτικό σύστημα, περιορισμό του ρόλου των τραπεζών (με ανάπτυξη της
αγοράς εταιρικών ομολόγων για απευθείας χρηματοδότηση των επιχειρήσεων από τους
επενδυτές), ενίσχυση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αύξηση του τραπεζικού
ανταγωνισμού (πάντοτε σε ένα πλαίσιο ασφάλειας). Και ακόμη: «Πολλές τράπεζες,
ιδιωτικές περιφερειακές και τοπικές».
Το σημείο αυτό είναι κομβικό για τη συλλογιστική του
συγγραφέα, και απορρέει από την προηγούμενη κριτική του στην ολιγοπωλιακή δομή
της τραπεζικής αγοράς. Είναι όμως πειστικό;
Οπωσδήποτε ο συγγραφέας δεν παραγνωρίζει ούτε την
αρνητική εμπειρία του τρόπου λειτουργίας τους στο παρελθόν, ούτε τις ζοφερές
προοπτικές τους στο άμεσο μέλλον, μετά και την απορρόφηση της Πανελλήνιας
Τράπεζας από την Τράπεζα Πειραιώς (Απρίλιος 2015). Κάθε άλλο – αφιερώνει
άλλωστε αρκετές σελίδες ακριβώς σε αυτη την εμπειρία. Παρόλα αυτά εμμένει στην
πρόταση:
«[Η] ύπαρξη πολλών τραπεζών εξασφαλίζει όρους
ανταγωνιστικής λειτουργίας και άρα φθηνότερο και πιο εύκολα προσβάσιμο χρήμα.
Ιδιαίτερα όταν οι «πολλές» τράπεζες επικεντρώνουν το ενδιαφέρον και τις
δραστηριότητες τους σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, με υγιή επιχειρηματικά
κριτήρια μεγιστοποίησης των κερδών τους, δίχως πελατειακές πολιτικές
παρεμβάσεις και εξαρτήσεις – όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των συνεταιριστικών
τραπεζών.» (σελ. 318)
Μένει να αποδειχθεί εάν η αποκέντρωση θα εμποδίσει ή θα
διευκολύνει την αναπαραγωγή σε τοπικό επίπεδο νοσηρών φαινομένων που σήμερα
εκδηλώνονται σε επίπεδο επικράτειας. Η εμπειρία από την πρόσφατη ιστορία της
Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με τον πολλαπλασιασμό των κρουσμάτων κακοδιοίκησης,
ιδίως εκεί όπου οι θεσμοί ελέγχου και αντιστάθμισης είναι ασθενέστεροι, δεν
είναι πολύ ενθαρρυντική.
Ένα βιβλίο πολλαπλώς
χρήσιμο
Πέρα από αυτή την ένσταση (συν μια ακόμη, για την κάπως πλημμελή
επιμέλεια της ύλης, που επέτρεψε να παρεισφρύσουν ορθογραφικά και άλλα λάθη),
το βιβλίο του Γιάννη Τσαμουργκέλη δείχνει προορισμένο να αποδειχθεί πολλαπλώς
χρήσιμο. Ο φοιτητής θα ωφεληθεί ιδίως από την επισκόπηση της νομισματικής
πολιτικής στη θεωρία και στην πράξη, στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Ο ανήσυχος
πολίτης θα αποκτήσει μια καθαρότερη εικόνα για τον ρόλο των ελληνικών τραπεζών
στην κρίση (το βασικό θέμα του βιβλίου), καθώς και για τις προοπτικές που
ανοίγονται μετά τις πρόσφατες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενώ ο πολιτικός
της ηττημένης και διάσπαρτης κεντροαριστεράς θα κερδίσει σε αυτογνωσία για τα
λάθη που δεν πρέπει να επαναληφθούν, καθώς και σε φρέσκιες ιδέες για το
πολιτικό πρόγραμμα του χώρου στο (ας ελπίσουμε άμεσο) μέλλον. Να ποιος θα ήταν
ο ιδανικός τρόπος για να τιμήσει κανείς τη μνήμη του συγγραφέα του.
[1] Η θέση του συγγραφέα για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι αντίθετη με τον ανταρτοπόλεμο της σημερινής κυβέρνησης με σκοπό τη διαιώνιση της απόλυτης νομικής προστασίας των δανειοληπτών. Βλ. Γ. Τσαμουργκέλης «Πώληση των κόκκινων δανείων για το καλό της πραγματικής οικονομίας» (Ναυτεμπορική, 1 Απριλίου 2016). Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΤτΕ, σημαντικό ποσοστό των μη εξυπηρετουμένων δανείων αφορούν «στρατηγικούς κακοπληρωτές» οι οποίοι, παρότι διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για την εξυπηρέτηση του δανείου τους, δεν πληρώνουν οχυρωμένοι πίσω από τη νομική προστασία.
[2] Βλ.
σχετικά τα
εντυπωσιακά ευρήματα της πρόσφατης μελέτης του University of Chicago από τους
Artavanis, Morse & Tsoutsoura (ελληνική μετάφραση:
http://greekeconomistsforreform.com/EL/uncategorized/tax-evasion-across-industries-soft-credit-evidence-from-greece/). Οι ερευνητές εξασφάλισαν πρόσβαση σε
δυσπρόσιτα δεδομένα από τα αρχεία μιας μεγάλης τράπεζας για την περίοδο
2003-2010, όπου είχαν καταχωρηθεί όλες οι πληροφορίες που συνεκτιμήθηκαν
προκειμένου να αξιολογηθεί η πιστοληπτική ικανότητα των πελατών που υπέβαλαν
αίτηση για στεγαστικά και άλλα δάνεια. Όπως είναι γνωστό, οι περισσότερες
τράπεζες δεν χορηγούν δάνεια όταν το αναγκαίο ποσό για την εξυπηρέτησή τους
υπερβαίνει κάποιο ποσοστό του εισοδήματος των δανειοληπτών. Σύμφωνα όμως με τη
μελέτη, για ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες το ύψος της δόσης του δανείου
που εγκρίθηκε εμφανιζόταν υψηλότερο
από το μέσο μηνιαίο εισόδημα που δηλώθηκε στην Εφορία: π.χ. οι ιατροί είχαν κατά
μέσο όρο δόση δανείου €1.660 και δηλωθέν εισόδημα €1.628 το μήνα, οι νομικοί
μέση δόση €1.647 και μέσο εισόδημα (όπως δηλώθηκε στην Εφορία) €1.558 το μήνα
κ.ο.κ. Η λύση του αινίγματος βρίσκεται προφανώς στα αδήλωτα εισοδήματα της
παραοικονομίας: ο λόγος πραγματικού προς δηλωθέν εισόδημα ήταν 2,45 στην
περίπτωση των ιατρών, 2,24 σε εκείνη των νομικών, και 2,40 στην περίπτωση των
μηχανικών και συναφών επαγγελμάτων κτλ.