16 Δεκεμβρίου 2013

Η επόμενη μέρα για τη ΔΗΜΑΡ

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013).

Με το τέλος του 2ου συνεδρίου της ΔΗΜΑΡ ολοκληρώνεται η μετάλλαξη του κόμματος αυτού από πάλαι ποτέ ελπίδα του τόπου σε ένα από τα πιο αρτηριοσκληρωτικά πολιτικά σχήματα της πρόσφατης ιστορίας του. Πώς θα επηρεάσει αυτό τις πολιτικές εξελίξεις, και ειδικά στο χώρο της κεντροαριστεράς;

Κατ’ αρχήν μια απαραίτητη διευκρίνιση: Παρότι οργανωτικά παραμένω ακόμη μέλος της ΔΗΜΑΡ, συναισθηματικά έχω αποχωρήσει προ πολλού. Όχι επειδή κάποια στιγμή βρέθηκα στη μειοψηφία – αυτό όντως συνέβη, αλλά κάτι τέτοια ποτέ δεν με ενόχλησαν. Άλλος ήταν ο κύριος λόγος: ότι το κόμμα αυτό έπαψε να συζητά, να σκέφτεται συλλογικά, ακόμη και να διαφωνεί, όπως είναι φυσικό να διαφωνούν άνθρωποι που πονούν μια κοινή υπόθεση.

Πράγματι, οι πιο σημαντικές αποφάσεις στη σύντομη ιστορία της ΔΗΜΑΡ ξεπήδησαν έτοιμες από το κεφάλι του προέδρου της, χωρίς την παραμικρή συζήτηση στα αρμόδια (υποτίθεται) όργανα. Η επιμονή σε μια soft αντιμνημονιακή τοποθέτηση. Η μη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Η εκλογική συνεργασία με όσους από τους πρώην εθνολαϊκιστές (ενίοτε αυριανιστές) δεν χώρεσαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση Σαμαρά. Η φαεινή ιδέα του συστήματος 4-2-1, δηλ. της απλής αναλογικής στους κομματικούς διορισμούς σε κρατικές θέσεις. Οι «κόκκινες γραμμές» για το επίδομα γάμου. Οι πλάγιες εξυπηρετήσεις στους δικαστές και τους δικηγόρους. Η αποχώρηση από την κυβέρνηση Σαμαρά. Η απόρριψη της πρωτοβουλίας των 58. Η «αριστερή στροφή». Όλα αυτά με πρωτοβουλία μιας στενής ομάδας, που επιζητούσε εκ των υστέρων την έγκριση των κομματικών οργάνων – και την έπαιρνε! Όπως στις χειρότερες παραδόσεις των κομμουνιστικών κομμάτων ή του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.

Στο πανεπιστήμιο (όπου εργάζομαι), δυο-τρία ηγετικά στελέχη της ΔΗΜΑΡ κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να σπαταλήσουν το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρευθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Όταν χιλιάδες πανεπιστημιακοί επέλεξαν να ασχοληθούν για πρώτη φορά ή μετά από πολύ καιρό με τα κοινά για να ανατρέψουν μια ακροαριστερή συνδικαλιστική ηγεσία που φλέρταρε ανοιχτά με τη βία και την ανομία, εκλέγοντας μια μετριοπαθή προοδευτική και μεταρρυθμιστική πλειοψηφία. Ε λοιπόν, σήμερα η κατάσταση είναι αγνώριστη: οι συνδικαλιστές της ΔΗΜΑΡ ανέτρεψαν την κεντροαριστερή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ (ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών) στην οποία συμμετείχαν, δεν ενδιαφέρονται πια για τη μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων, και γενικώς κανείς δεν γνωρίζει ποιον και τι ακριβώς εκπροσωπούν. Μεγάλο επίτευγμα, και όχι εύκολο: χρειάστηκε πρώτα να διαλυθεί η πολυπληθέστερη και δυναμικότερη οργάνωση της ΔΗΜΑΡ, ο τομέας παιδείας. Τα πιο ζωντανά μέλη της οργάνωσης, με την πιο πρωτότυπη σκέψη, έχουν πλέον αποχωρήσει ή περιθωριοποιηθεί. Αλλά η ηγεσία είναι πολύ ευχαριστημένη που έχει αποκαταστήσει την τάξη.

Επαναλαμβάνω, το να ανήκεις σε ένα κόμμα που απορρίπτει τη μια ή την άλλη πρότασή σου πάει κι έρχεται. Το να ανήκεις σε ένα κόμμα που δεν σε ακούει καν, δεν λαμβάνει καν υπόψη τη γνώμη σου, δεν έχει κανένα νόημα – εκτός και αν προσβλέπεις σε αδιευκρίνιστα οφέλη, συνήθως όχι ιδιαίτερα ανιδιοτελή. Κάτι τέτοια απομάκρυναν τους εκατοντάδες ανθρώπους «των γραμμάτων και τεχνών» που είχαν υπογράψει το καλοκαίρι του 2010 τη διακήρυξη που χαιρέτιζε με ελπίδα την ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς. Η παρακμιακή ατμόσφαιρα του 2ου συνεδρίου δικαίωσε την επιλογή τους να απομακρυνθούν.

Και τώρα τι; Η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη της στην πρωτοβουλία των 58. Ο υπολογισμός είναι ότι τώρα η πρωτοβουλία αυτή ή θα ξεφουσκώσει ή θα βρεθεί υποτελής σε ένα χώρο που κυριαρχείται από το ΠΑΣΟΚ και τον αγώνα του για επιβίωση.

Πρόκειται για υπολογισμό μυωπικό. Αυτό που θα παιχτεί στην επόμενη φάση δεν είναι η επιβίωση της μιας ή της άλλης κομματικής ηγεσίας: αυτό αφορά ελάχιστους εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Το διακύβευμα της επόμενης φάσης είναι η ανασυγκρότηση του χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σε μια μεγάλη προοδευτική παράταξη που εκτείνεται από το φιλελεύθερο κέντρο έως τη δημοκρατική αριστερά. Μια παράταξη που απορρίπτει τόσο την παλινόρθωση του παλαιοκομματισμού όσο και το μισαλλόδοξο εθνολαϊκισμό. Και που θέλει να εργαστεί για την αποκατάσταση της νομιμότητας παντού, για την ανανέωση των θεσμών, για μια δυναμική οικονομία σε μια κοινωνία συνοχής και αλληλεγγύης. Τίποτε λιγότερο από αυτό.

Δεν ξέρω αν η προσπάθεια των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς θα πετύχει. Ξέρω όμως πώς αποκλείεται να πετύχει: με τη μέθοδο των συνεννοήσεων με τις κομματικές ηγεσίες πίσω από κλειστές πόρτες. Σέβεται τα σημερινά κόμματα, αλλά πηγαίνει πέρα από αυτά. Για αυτό απευθύνεται σε όλους τους πολίτες που δηλώνουν «κεντροαριστεροί», είτε ανήκουν στα σημερινά κόμματα είτε (όπως είναι συνηθέστερο) όχι. Στους πολίτες αυτούς – όχι στα κομματικά επιτελεία – θα πρέπει να δοθεί ο πρώτος λόγος για όλες τις κρίσιμες αποφάσεις: επιλογή συμβόλων και ονόματος, επεξεργασία του προγράμματος, επιλογή υποψηφίων στις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου. Με προκριματικές εκλογές και εσωτερικά δημοψηφίσματα, όπου δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν όλοι όσοι θέλουν να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση του χώρου.

Σε αυτή την προσπάθεια οι πόρτες είναι ανοιχτές σε όλους. Οπωσδήποτε στα εκατοντάδες μέλη της ΔΗΜΑΡ που αγωνίστηκαν να πείσουν την ηγεσία να αγκαλιάσει την πρωτοβουλία – και απέτυχαν. Αλλά ασφαλώς και στα υπόλοιπα μέλη, σε όσους δεν έχουν πειστεί ακόμη.

Στα 3+ χρόνια που βρέθηκα στο κόμμα αυτό γνώρισα περισσότερους επαγγελματίες της πολιτικής και αδίστακτους «τεχνικούς της εξουσίας» από όσους περίμενα. Αλλά γνώρισα επίσης χιλιάδες καθαρούς ανθρώπους που ενθουσιάζονται, παθιάζονται, απογοητεύονται, ηττώνται, και είναι έτοιμοι να αρχίσουν πάλι από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι, δημοκράτες και αριστεροί, προοδευτικοί στις ιδέες και φιλελεύθεροι στη συμπεριφορά, είναι πολύτιμη πρώτη ύλη της αυριανής Ελλάδας. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει να χαθούμε.

15 Δεκεμβρίου 2013

Η κεντροαριστερά και το «ηθικό ζήτημα»

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013).

Πόσο πετυχημένη ήταν η εκδήλωση της «Πρωτοβουλίας των 58» στο Ακροπόλ την περασμένη Δευτέρα;
Όχι παρά πολύ – εάν την κρίνουμε με το απαιτητικό μέτρο της ανασύστασης μιας μεγάλης προοδευτικής παράταξης που εκτείνεται από το φιλελεύθερο κέντρο έως τη δημοκρατική αριστερά.
Μάλλον αρκετά – εάν την κρίνουμε με γνώμονα τις θυμωμένες αντιδράσεις όσων πίστεψαν ότι το μέλλον της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας είναι ο μικρός διπολισμός, η άγονη σύγκρουση μεταξύ του παλαιοκομματισμού της ΝΔ και του εθνολαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι αυτό το μέλλον μας, ή μάλλον δεν χρειάζεται να είναι. Αρκεί η κεντροαριστερά να ξαναγίνει υπολογίσιμος αντίπαλος.
Πάντως, είναι αλήθεια ότι ένα μέρος της κοινής γνώμης αντιδρά στην προοπτική ανασύστασης της κεντροαριστεράς κυρίως επειδή αισθάνεται απέχθεια προς μερικά από τα προβεβλημένα στελέχη του ΠΑΣΟΚ (ή και όλα) που ήταν παρόντα στην εκδήλωση. Και απαιτεί να μάθει τι σκέφτονται για αυτό οι «58».
Δεν ξέρω τι σκέφτονται οι άλλοι «57» (αν και μπορώ να φανταστώ). Ευχαρίστως όμως να σας πω τι σκέφτομαι εγώ.
Κατ’ αρχήν, νομίζω ότι το θέμα δεν επιδέχεται υπεκφυγές. Η κεντροαριστερά δεν έχει πολύ μέλλον εάν πρώτα δεν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν. Αυτό σημαίνει να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν για τη χρεωκοπία της χώρας. Όχι για να γυρίσουμε πίσω. Αλλά επειδή η χρεωκοπία έφερε το Μνημόνιο, επειδή το Μνημόνιο έφερε την βαθιά ύφεση που βιώνουμε τώρα, και επειδή με τις συνέπειες της ύφεσης θα ζούμε αρκετά χρόνια. Δεν θα βγούμε από την κρίση χωρίς να απορρίψουμε την πολιτική κουλτούρα που μας έφερε σε αυτήν.
Πρέπει λοιπόν να παραδεχθούμε ότι παρότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του 2008-2009 υπήρξε έργο των κυβερνήσεων Καραμανλή, στην πραγματικότητα ήταν οι παθογένειες της υπερεικοσαετούς κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ που επέτρεψαν στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό να πραγματοποιηθεί, έχοντας προηγουμένως διαβρώσει τις θεσμικές και άλλες αντιστάσεις.
Στη δημόσια συζήτηση αυτές οι παθογένειες ταυτίζονται με το μαύρο χρήμα και τη διαφθορά των πολιτικών. Αυτές είναι δίχως άλλο σημαντικές, επειδή δίνουν τον τόνο του τι επιτρέπεται και τι όχι σε μια πολιτεία. Στην πραγματικότητα όμως οι παθογένειες πάνε πολύ μακρύτερα. Αυτό που έφερε τη χώρα στην χρεωκοπία (και την κρατά ακόμη βυθισμένη στην ύφεση) είναι η άλωση του κράτους από ιδιωτικά συμφέροντα, δηλ. η ιδιοποίηση δημόσιου χρήματος από ομάδες συμφερόντων για ιδιοτελείς σκοπούς.
Κάπου εδώ η συζήτηση γίνεται άβολη, επειδή το θέμα παύει να προσφέρεται για εύκολη δημαγωγία. Το ΠΑΣΟΚ όντως επιδόθηκε σε πελατειακούς διορισμούς, εξέθρεψε συντεχνίες, σπατάλησε δημόσιο χρήμα σε αγορές του αιώνα, πολιτιστικές πρωτεύουσες, ολυμπιακούς αγώνες, φαραωνικά έργα, κοινοτικά προγράμματα. Αλλά ούτε η συντηρητική παράταξη (ακόμη και η σημερινή, του success story) φαίνεται να έχει διδαχθεί τίποτε. Ποιος ξεχνά ότι η ΝΔ είναι πρωταθλήτρια των πελατειακών διορισμών, ποιος δεν βλέπει ότι προστατεύει τις δικές της συντεχνίες, ποιος δεν ανησυχεί ότι οι ιδιωτικοποιήσεις προσφέρουν ευκαιρίες σπατάλης δημοσίου χρήματος και πολιτικής διαφθοράς;
Άλλωστε, όταν οι κυβερνήσεις Σημίτη προσπάθησαν να συμμαζέψουν το κράτος, καταφέρνοντας να μηδενίσουν το έλλειμμα και να σταθεροποιήσουν το χρέος, ποιους βρήκαν απέναντί τους; Μα αυτούς που φωνάζουν σήμερα – και βέβαια ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Ας θυμηθούμε την ετήσια τελετουργία της καταψήφισης του προϋπολογισμού ως «αντιλαϊκού και αντιαναπτυξιακού» επειδή δεν είχε περισσότερες δαπάνες και λιγότερους φόρους (δηλ. περισσότερα ελλείμματα). Ας θυμηθούμε τη λυσσαλέα αντίδραση κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση και υπέρ των συντεχνιακών προνομίων την άνοιξη του 2001, ή τη μάχη κατά του ΣΔΟΕ και υπέρ των φοροφυγάδων της Ύδρας το καλοκαίρι του 2012. Για να μην μιλήσουμε για τον ενθουσιασμό με τον οποίο έχει αγκαλιάσει απεχθείς εκπροσώπους του προηγούμενου καθεστώτος ή του διεφθαρμένου συνδικαλισμού, κατ’ εξαίρεση παραβλέποντας ότι προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ (αρκεί να είχαν πρώτα αναβαπτισθεί στην αντιμνημονιακή κολυμβήθρα του Σιλωάμ).
Δεν θα αναφερθώ καθόλου στους Ανεξάρτητους Έλληνες ή στη Χρυσή Αυγή, επειδή θεωρώ ότι είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να μιλάνε για διαφθορά. Αλλά δεν μπορώ να μην σημειώσω ότι ούτε η ΔΗΜΑΡ απέκλινε από την πεπατημένη στους λίγους μήνες που συμμετείχε στην τρικομματική κυβέρνηση. Ο διαβόητος κανόνας του «4-2-1» (δικής της έμπνευσης, όπως πληροφορηθήκαμε) αντί να σταματήσει τους πελατειακούς διορισμούς τους νομιμοποίησε εφαρμόζοντας σύστημα απλής αναλογικής, οικοπεδοποιώντας το κράτος αντί να το εξυγιάνει. Ο υπουργός δικαιοσύνης (επίσης δικής της υπόδειξης) πολιτεύθηκε ως υπουργός δικαστών και δικηγόρων. Για να μην μιλήσουμε για τους χειρότερους εκπροσώπους του αυριανού λαϊκισμού τους οποίους φιλοξένησε στα ψηφοδέλτιά της.
Όλοι ένοχοι = κανένας ένοχος; Κάθε άλλο. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η διαφθορά, η πελατειακή πολιτική και η υπόθαλψη ομάδων συμφερόντων δεν περιορίζονται στο ΠΑΣΟΚ και δεν θα εξαλειφθούν εάν αυτό κάποτε εκλείψει. Θα εξαλειφθούν όταν το πολιτικό σύστημα αποφασίσει να εργαστεί για περισσότερη διαφάνεια, θεσμική εξυγίανση, αποκατάσταση της νομιμότητας.
Στο κρίσιμο αυτό πεδίο πρέπει να διακριθεί η κεντροαριστερά. Όχι απλώς γυρίζοντας την πλάτη στους πιο εκτεθειμένους από τους πολιτικούς της προηγούμενης εποχής. Αλλά εξασφαλίζοντας ότι ποτέ πια στο μέλλον δεν θα αναλάβουν το τιμόνι της χώρας τέτοιοι πολιτικοί, από οποιαδήποτε παράταξη.

1 Δεκεμβρίου 2013

«Οικονομικά της εργασίας: ανάλυση ατελών αγορών»

Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου των Tito Boeri και Jan van Ours «Οικονομικά της εργασίας: ανάλυση ατελών αγορών» (εκδόσεις «Κριτική», Δεκέμβριος 2013).

Ο αναγνώστης που θα ρίξει μια απλή ματιά στον πίνακα περιεχομένων του βιβλίου των καθηγητών Tito Boeri (Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου) και Jan van Ours (Πανεπιστήμιο Tilburg στην Ολλανδία) θα συνειδητοποιήσει αμέσως πως αφορά μερικά από τα πιο καυτά ζητήματα πολιτικής της εποχής μας – με την έννοια τόσο της δημόσιας πολιτικής όσο και της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Το ύψος του κατώτατου μισθού, οι νομοθετικοί περιορισμοί στον αριθμό των απολύσεων, ο ρόλος των συνδικάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και η διάρκεια των επιδομάτων ανεργίας, τα χαρακτηριστικά των προγραμμάτων κατάρτισης, οι κανόνες του συστήματος συντάξεων – όλα αυτά είναι προβλήματα που απασχολούν τις κυβερνήσεις, τις πολιτικές δυνάμεις, τις κοινωνικές οργανώσεις και την κοινή γνώμη σε όλη την Ευρώπη και πέρα από αυτήν.

Όμως, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που προσπαθεί να συνέλθει από μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση (μια οδυνηρή κρίση που όχι μόνο χαμήλωσε το βιοτικό επίπεδο αλλά επίσης κλόνισε την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, της πολιτικής και της οικονομίας), τα ερωτήματα αυτά αποκτούν έναν ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το πώς θα είναι η χώρα στην οποία θα ζούμε και θα εργαζόμαστε τις επόμενες δεκαετίες εξαρτάται και από τις συλλογικές απαντήσεις που θα δώσουμε σε αυτά.

Η ρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα, συνεπώς δεν αφορά μόνο τους οικονομολόγους (και τους φοιτητές οικονομικών τμημάτων).

Γι’ αυτό, το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο στους «ειδικούς», αλλά και σε όσους ασχολούνται με τέτοια ζητήματα συστηματικά ή απλώς ενδιαφέρονται να είναι ενημερωμένοι για αυτά. Πράγματι, οι ιδανικοί αναγνώστες του βιβλίου βρίσκονται στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα, αλλά και στη δημόσια διοίκηση, στις συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις, στα επιτελεία των κομμάτων, στα μέσα ενημέρωσης.

Κατά κανόνα τα θέματα της αγοράς εργασίας προσεγγίζονται με βάση προκατασκευασμένες απόψεις, είτε αυτές ανάγονται σε ιδεολογικές τοποθετήσεις είτε σε υλικά συμφέροντα (είτε, όπως συνήθως, και στα δύο). Αυτό είναι σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτο: είναι τέτοια η πολιτική σημασία τους, και η επίδρασή τους στην καθημερινότητα όλων μας, που θα ήταν δύσκολο να είναι αλλιώς.

Για παράδειγμα, το εάν θα πρέπει ο κατώτατος μισθός, μετά τη μείωσή του κατά 22% τον Φεβρουάριο 2012, να αυξηθεί και πάλι στο μέλλον –και κατά πόσο– δεν είναι «ακαδημαϊκό» ζήτημα αλλά έχει ζωτική σημασία για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους (και εργοδότες). Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης και αντικείμενο δημόσιας συζήτησης είναι απολύτως φυσιολογικό.

Άλλωστε, αυτή είναι η πρωτοτυπία του βιβλίου σε σύγκριση με άλλα εγχειρίδια οικονομικής της εργασίας. Ενώ τα τελευταία (ακόμη και τα καλύτερα από αυτά) αναλύουν τους θεσμούς της αγοράς εργασίας ως λίγο πολύ ατυχείς παρεκκλίσεις από τον «κανόνα» της ελεύθερης αγοράς, το βιβλίο αυτό τους αντιμετωπίζει αντίθετα ως δεδομένους και ξεκινά από εκεί.

Συγκεκριμένα, η προσέγγιση των συγγραφέων θεωρεί τους θεσμούς της αγοράς εργασίας ιστορικές απαντήσεις (λιγότερο ή περισσότερο επιτυχείς) στα πραγματικά προβλήματα που προκαλεί η απουσία ρυθμίσεων. Αυτό που τους απασχολεί δεν είναι, π.χ., η κατάργηση των κατώτατων μισθών, αλλά ο καλός σχεδιασμός τους ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.

Η οικονομική ανάλυση των εγγενών «ατελειών» της αγοράς εργασίας και ο επιτυχής σχεδιασμός της δημόσιας παρέμβασης είναι η συνεισφορά του βιβλίου στη συζήτηση γύρω από τα καυτά ζητήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Για παράδειγμα, το ερώτημα για το «σωστό» ύψος του κατώτατου μισθού δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί με πολιτικά και μόνο κριτήρια. Εάν ο κατώτατος μισθός προσδιοριστεί σε υπερβολικά χαμηλό επίπεδο, μπορεί να έχει αρνητικές παρενέργειες στην αποδοτικότητα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Αντίθετα, εάν οριστεί σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο, μπορεί να έχει αρνητικές παρενέργειες στην απασχόληση. Παρόμοια διλήμματα πολιτικής σχετίζονται με τη νομοθετική προστασία της απασχόλησης, τη διάρκεια των επιδομάτων ανεργίας και τα άλλα ζητήματα ρύθμισης της αγοράς εργασίας τα οποία αναλύει το βιβλίο.

Ο ρόλος του βιβλίου δεν είναι να πάρει θέση σε αυτή τη διαμάχη, ρίχνοντας το βάρος του υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Είναι να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της οικονομικής επιστήμης ώστε να πληροφορήσει όλες τις πλευρές για τα υπέρ και τα κατά της μιας ή της άλλης επιλογής.

Δεν είναι τυχαίο ότι από τη μελέτη του βιβλίου προκύπτει αβίαστα η συναίσθηση των ορίων, η επίγνωση των παρενεργειών της ωμής ισχύος, καθώς και η κατανόηση των θεμιτών ανησυχιών κάθε πλευράς. Η καλύτερη γνώση της αγοράς εργασίας είναι προϋπόθεση της επιτυχημένης ρύθμισής της. Με τη σειρά της, η καλή ρύθμιση της αγοράς εργασίας ευνοεί την ανάπτυξη βιώσιμων επιχειρήσεων προστατεύοντας ταυτόχρονα τα ζωτικά δικαιώματα των εργαζομένων, συμβιβάζοντας έτσι αντιτιθέμενα συμφέροντα με τρόπο προωθητικό.

Η μελέτη του βιβλίου δεν θα συμβάλει ασφαλώς στην εξάλειψη της πολιτικής αντιπαράθεσης πάνω στα ζητήματα της ρύθμισης της αγοράς εργασίας, ούτε στην υποκατάστασή της από «τεχνικές» λύσεις. Μπορεί όμως να συμβάλει στην άνοδο του επιπέδου της.

Η ικανότητα ψύχραιμης και τεκμηριωμένης ανάλυσης πολιτικά φορτισμένων θεμάτων είναι το όφελος που θα αποκομίσουν οι αναγνώστες – είτε αυτοί είναι φοιτητές, είτε ερευνητές, είτε στελέχη της δημόσιας διοίκησης και της κυβέρνησης, είτε των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών οργανώσεων, είτε δημοσιογράφοι, είτε απλοί πολίτες που θέλουν να είναι μέλη μιας καλά ενημερωμένης κοινής γνώμης.

Σε όλους αυτούς ευχόμαστε καλό διάβασμα!