23 Νοεμβρίου 2017

Η οικονομική πολιτική στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017).

Η κυνική παραδοχή των επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ότι η φορολογική επιβάρυνση των (συνεπών) μεσαίων στρωμάτων αποτελεί συνειδητή επιλογή προκειμένου να ενισχυθούν οι περισσότερο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες αποκαλύπτει τις αντιφάσεις της οικονομικής πολιτικής στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Πρώτον, η υποχρέωση της επίτευξης των (μακροπρόθεσμα ανέφικτων) υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που η ελληνική κυβέρνηση πρόθυμα έσπευσε να συμφωνήσει με τους εταίρους της (Eurogroup 15.6.2017) λειτουργεί αντι-αναπτυξιακά. Το κοινωνικό μέρισμα πρέπει να προκύπτει ως πλεόνασμα μιας δυναμικής ανάπτυξης και όχι ως αφαίμαξη αναγκαίων πόρων από την πραγματική οικονομία. Οι υψηλές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων αποθαρρύνουν την ανάληψη επιχειρηματικών σχεδίων σε μια οικονομία που υποφέρει από την από-επένδυση. Οι αναιμικές αναπτυξιακές επιδόσεις της οικονομίας και τα υψηλά πλεονάσματα στερούν το αναγκαίο «δημοσιονομικό μαξιλάρι» που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και την ενίσχυση των ανεπαρκών κοινωνικών δαπανών. Το κοινωνικό κόστος της αδύναμης ανάπτυξης (επιχειρήσεις που δεν μεγάλωσαν, θέσεις εργασίας που δεν δημιουργήθηκαν, αμοιβές που δεν κερδήθηκαν) είναι απείρως μεγαλύτερο από το όποιο όφελος του «κοινωνικού πακέτου» της κυβέρνησης.

Δεύτερον, στα χρόνια της κρίσης αυξήθηκε κατακόρυφα η ανάγκη για κοινωνική προστασία καθιστώντας ολοφάνερη την αναποτελεσματικότητα του ακολουθούμενου μοντέλου κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν επέδειξε την παραμικρή πρόθεση να προωθήσει αλλαγές στο διαχρονικά στρεβλό σύστημα κοινωνικής προστασίας που προστάτευε (και συνεχίζει εν πολλοίς να προστατεύει) τους «εντός συστήματος» εργαζόμενους σε βάρος των υπολοίπων. Στην περίοδο της «αγανακτισμένης» και αντι-μνημονιακής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούσε σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης του αναποτελεσματικού κοινωνικού κράτους, σπεύδοντας να ταυτιστεί με κάθε συντεχνιακό αίτημα. Και σήμερα, τα βήματα εκσυγχρονισμού της κοινωνικής πολιτικής πραγματοποιούνται υπό την πίεση των διεθνών οργανισμών (Ε.Ε., ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα) και παρά την αρχική αντίθεση της κυβέρνησης (όπως έδειξε το κωμικό και παρατεταμένο κατενάτσιο της κ. Φωτίου και άλλων στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, προτού τελικά το αποδεχθούν και το διεκδικήσουν ως δική τους ιδέα).

Τρίτον, τα τελευταία χρόνια στο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον έχουν εμφανιστεί φαινόμενα που απαιτούν μεγάλη προσοχή, με σημαντικότερα την παιδική φτώχεια σε νοικοκυριά χωρίς κανένα εργαζόμενο, και την εργασιακή επισφάλεια του νέου «πρεκαριάτου». Για την αντιμετώπισή τους, το πολιτικό σύστημα έχει επιδείξει εγκληματική αδιαφορία: μόλις το 12,8% των ανέργων εισέπραξε κάποιο επίδομα ανεργίας το 2016. Αντίθετα, η κυβέρνηση μοιάζει μάλλον να καλοδέχεται την υπερ-απόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος, κάτι που της επιτρέπει να εντάσσει το «κοινωνικό μέρισμα» στους εκλογικούς σχεδιασμούς της, αλλά και να ενισχύσει εκείνες τις ομάδες που θεωρεί προνομιακούς συνομιλητές της. Σε αυτό η «γενναιοδωρία» της δεν διαφέρει από εκείνη των υπόλοιπων ανά τον κόσμο λαϊκιστών: των περονιστών στην Αργεντινή των Κίρχνερ, ή των θιασωτών της «ανελεύθερης δημοκρατίας» στην Πολωνία του Κασύνσκι και στην Ουγγαρία του Όρμπαν.

Τέταρτον, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ορθά την σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Με το «κοινωνικό ασανσέρ» να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, τα υποζύγια της μεσαίας τάξης έχουν προ πολλού εξαντλήσει την φοροδοτική τους ικανότητα (όπως άλλωστε καταδεικνύεται από τα διαρκώς μειούμενα φορολογικά έσοδα). Την ίδια στιγμή, οι επιδόσεις της κυβέρνησης στον περιορισμό της ξέφρενης φοροδιαφυγής είναι απογοητευτικές (ίσως ηθελημένα απογοητευτικές, ως αντίβαρο στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών). Αντίθετα, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα επιβάλλουν κοινωνικές συναινέσεις και δίκαιη κατανομή των βαρών της δημοσιονομικής προσαρμογής, χωρίς αναχρονιστικές «ταξικές» προσεγγίσεις.

Στην σημερινή εποχή των παγκοσμιοποιημένων αγορών, η φορολογική και η κοινωνική πολιτική πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται στο πλαίσιο μιας δυναμικής, ανταγωνιστικής και εξωστρεφούς οικονομίας που στηρίζει την απασχόληση και  διανέμει με δίκαιο τρόπο το μέρισμα ευημερίας στα μέλη της κοινωνίας. Σε μια οικονομία που παραμένει καθηλωμένη σε παραλυτική στασιμότητα, τα μικροπολιτικά παιχνίδια και οι ιδεοληπτικοί σχεδιασμοί της κυβέρνησης κινούνται απελπιστικά χαμηλά – πολύ χαμηλότερα των ελάχιστων απαιτήσεων για βιώσιμη ανάκαμψη. Με τέτοιες πολιτικές θα αργήσουμε και άλλο να βγούμε από την κρίση.

13 Νοεμβρίου 2017

6 σκέψεις για τις εκλογές στην Κεντροαριστερά

Αναρτήθηκε στη σελίδα μου στο facebook (Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017), ενώ στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017).

Δεν θέλω να παραστήσω τον βαθυστόχαστο σχολιαστή των κεντροαριστερών πραγμάτων (ιδίως από εδώ που βρίσκομαι*).

Αλλά 2-3 πράγματα μου φαίνονται αυτονόητα:

1. Η εκσυγχρονιστική / φιλελεύθερη / ευρωπαϊκή κεντροαριστερά που ονειρεύονται κάτι τύποι σαν και μένα αφενός δεν τα πηγαίνει πολύ καλά ούτε στην Ευρώπη, αφετέρου παραμένει απελπιστικά μειοψηφική υπόθεση στην Ελλάδα.

2. Το πρόβλημα εντοπίζεται τόσο στην πλευρά της "προσφοράς" (αριθμός και ικανότητα των στελεχών του χώρου, ετοιμότητά τους να ασχοληθούν με την πολιτική στα σοβαρά και όχι περιστασιακά), όσο και στην πλευρά της "ζήτησης" (αναιμικό ειδικό βάρος των εργαζομένων στους δυναμικούς τομείς της οικονομίας, τα συμφέροντα των οποίων θα έπρεπε να προάγουν οι εξωστρεφείς πολιτικές μιας εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς).

3. Με δεδομένα τα παραπάνω, η αυτόνομη εκπροσώπηση αυτού του χώρου δεν έχει αποδώσει μέχρι τώρα και δεν βλέπω πώς θα αποδώσει στο εγγύς μέλλον (σε αυτό που είμαστε όλοι ακόμη ζωντανοί, με λίγη τύχη).

4. Κατά συνέπεια, δύο επιλογές ανοίγονται για το χώρο αυτό στην επόμενη περίοδο: Είτε η ιδιώτευση / παραίτηση / τήρηση χαμηλού προφίλ από τους ανθρώπους που αναγνωρίζονται σε αυτόν, που στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών μπορεί να εκφραστεί με υποστήριξη της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη (εάν δεν τους εκνευρίσει η βαθιά δεξιά). Είτε η αποδοχή της σκληρής πραγματικότητας ότι η οργανωμένη κεντροαριστερά στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό σημαίνει αυτό που έχει μείνει από το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ, που (στο βαθμό που θέλει κανείς να παραμένει κεντροαριστερός) λογικά συνεπάγεται προσχώρηση στο νέο φορέα και συνδιαμόρφωση των πολιτικών του, έστω και από θέσεις μειοψηφίας.

5. Όσοι από τους μη-ΠΑΣΟΚ ηττημένους της χθεσινής ψηφοφορίας βρουν το κουράγιο να κάνουν τη δεύτερη επιλογή, θα επανασυνδεθούν με μια ευγενή ιστορική παράδοση που υπαγορεύει στους φορείς των πιο προωθημένων ρευμάτων της παράταξης όχι απλώς μια "λαϊκότητα" αλλά και τη συστηματική εκπροσώπηση των συμφερόντων υπολογίσιμων κοινωνικών ομάδων. Η σοσιαλδημοκρατία του Πάλμε και του Μπραντ, ο ευρωκομμουνισμός του Μπερλινγκουέρ, ακόμη και ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη, υπήρξαν μαζικά φαινόμενα - όχι ναρκισιστικές παρέες σνομπ διανοουμένων που νομίζουν ότι έχουν πάντα δίκιο.

6. Σε κάθε περίπτωση, όσοι από εμάς προερχόμαστε από την εκτός ΠΑΣΟΚ κεντροαριστερά, και υποστηρίξαμε έναν από τους ηττημένους της χθεσινής ψηφοφορίας, οφείλουμε απέραντο και ειλικρινή σεβασμό στους 210 χιλ. ανθρώπους που στήθηκαν ώρες στην ουρά για να ψηφίσουν. Αυτός είναι ο λαός της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, σήμερα - όχι σε κάποια άλλη χώρα και άλλη εποχή. Και αν αυτός ο λαός μέχρι τώρα δεν δείχνει να μας έχει εμπιστευθεί πολύ, μάλλον κάτι θα πρέπει να κάνουμε αν θέλουμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του.

(6 πράγματα έγραψα τελικά. Αλλά ποιος μετράει ...)


* Αυτό το κείμενο γράφτηκε στις ΗΠΑ: την περίοδο εκείνη ήμουν επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.

12 Νοεμβρίου 2017

Σε τι χρησιμεύει η κεντροαριστερά;

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017).

Φαίνεται τελευταία να πληθαίνουν όσοι ισχυρίζονται ότι η κεντροαριστερά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Σε δύο κατηγορίες ανήκουν οι περισσότεροι. Οι μεν θεωρούν ότι η «μετριοπαθής» και «ευρωπαϊκή» στροφή του ΣΥΡΙΖΑ θα καλύψει το χώρο αυτό. Οι δε ανησυχούν ότι η ανάκαμψη της κεντροαριστεράς θα καθυστερούσε ή θα δυσκόλευε το μείζονα στόχο της απαλλαγής από τη σημερινή κυβέρνηση.

Νομίζω ότι και οι μεν και οι δε κάνουν λάθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο τριτοκοσμικού τύπου κεντροαριστερά μπορεί να γίνει, και για να συμβεί αυτό πρέπει η χώρα να συνεχίσει να απομακρύνεται από τις δυτικοευρωπαϊκές νόρμες, μοιάζοντας όλο και περισσότερο με τις «ανελεύθερες δημοκρατίες» τύπου Ουγγαρίας ή Τουρκίας. Όσο για τη ΝΔ, το ερώτημα δεν είναι εάν μπορεί να μας απαλλάξει από τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά από τις παθογένειες που την έφεραν στην εξουσία.

Και όμως, δεν αποκλείεται οι εξελίξεις να τους δικαιώσουν. Εάν από τις κάλπες για την εκλογή ηγέτη του νέου φορέα προκύψει η απλή αναπαραγωγή ή αναπαλαίωση ενός «μικρού ΠΑΣΟΚ» που μνησικακεί για τη συρρίκνωσή του χωρίς να έχει διδαχθεί πολλά από αυτήν, η οριστική έκλειψή του θα είναι θέμα χρόνου.

Όλα αυτά λίγο θα ενδιέφεραν όσους πολίτες δεν εμπλέκονται οι ίδιοι στην πολιτική, εάν δεν ήταν τόσο στενά συνυφασμένα με τα πιο κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της χώρας. Πώς θα είναι τα σχολεία και οι σχολές όπου σπουδάζουν τα παιδιά μας. Εάν θα βρουν δουλειά όταν τελειώσουν, σε τι είδους επιχειρήσεις, με τι αμοιβές. Πόσο αξιοπρεπή θα είναι τα νοσοκομεία, πόσο αξιόπιστες οι συγκοινωνίες, πόσο εξυπηρετικές οι δημόσιες υπηρεσίες. Πόσο ήρεμη και ασφαλής θα είναι η καθημερινότητά μας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών η πολιτική τάξη της χώρας θα πρέπει να δώσει απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα. Με έργα, όχι με λόγια – αν και η αρχή των έργων είναι πάντοτε τα λόγια, αρκεί να είναι πειστικά.

Εάν σε κάτι συμφωνούν οι οικονομολόγοι είναι ότι ούτε οι φυσικοί πόροι, ούτε η ένδοξη ιστορία, ούτε οι διεθνείς συμμαχίες αρκούν για να εγγυηθούν την ευημερία μιας χώρας. Μεσοπρόθεσμα, το βιοτικό επίπεδο εξαρτάται αποκλειστικά από την παραγωγικότητα της οικονομίας.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Κατ’ αρχάς, ότι η επάνοδος στη μοντέλο της φτηνής ανάπτυξης δεν είναι λύση. Τόσο επειδή ο παροξυσμός του (ιδίως την περίοδο 2004-2009) μας οδήγησε στην κρίση. Όσο και επειδή η επανεμφάνισή του τα τελευταία χρόνια εξηγεί γιατί η ανάκαμψη της παραγωγής είναι τόσο αναιμική, η πτώση της ανεργίας τόσο αργή, οι νέες θέσεις εργασίες τόσο κακοπληρωμένες. Η ελληνική οικονομία φαίνεται να επιστρέφει σε ένα παραγωγικό πρότυπο χαμηλής τεχνολογίας, χαμηλής ειδίκευσης, και κατά συνέπεια χαμηλών αμοιβών. (Όχι χωρίς επιτυχίες: η ποιότητα π.χ. των εστιατορίων έχει βελτιωθεί πολύ σε όλη τη χώρα. Και όχι χωρίς εξαιρέσεις – αν και ο διωγμός καινοτόμων επιχειρήσεων όπως π.χ. η Beat επιβεβαιώνει τον κανόνα που θέλει το κράτος να συντάσσεται με τους εκπροσώπους των πιο παρωχημένων επιχειρηματικών συμφερόντων - σε αυτή την περίπτωση, των ταξιτζήδων – αρκεί να φέρνουν ψήφους.)

Ούτε αρκεί η μείωση των μισθών για να γίνει ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία. Όχι μόνο επειδή εξακολουθεί να είναι πανάκριβο το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών, του δανεισμού, της ενέργειας. Αλλά επειδή το πόσο ελκυστικό για τον καταναλωτή είναι ένα προϊόν εξαρτάται από τη σχέση τιμής-ποιότητας. Συνεπώς, για να εξάγουν περισσότερο οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν αρκεί να πουλάνε φτηνά (εξ άλλου πάντοτε θα υπάρχει κάποιος που πουλά φτηνότερα): θα πρέπει να πουλάνε προϊόντα υψηλής ποιότητας, σε σχέση πάντοτε με το κόστος. Και εάν αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις δεν καταφέρουν να εξάγουν αρκετά, το μέλλον όλων μας είναι προδιαγεγραμμένο: θα ζούμε σε μια χώρα αποκομμένη από τις «αλυσίδες αξίας», στο περιθώριο της διεθνούς οικονομίας, ολοένα φτωχότερη.

Κάπου εδώ η μάλλον ανιαρή για πολλούς συζήτηση περί παραγωγικότητας συνδέεται με το θέμα μας, που είναι η χρησιμότητα (ή μη) της κεντροαριστεράς. Η ζωτικής σημασίας αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας απαιτεί σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές και ιδίως στο ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλ. στις δεξιότητες των μελλοντικών εργαζομένων (και επιχειρηματιών). Απαιτεί αλλαγή παραδείγματος στην παιδεία – από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς μέχρι τα ερευνητικά κέντρα, περνώντας από την τεχνική εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση. Απαιτεί κοινωνικές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και προσβάσιμες από όλους, επειδή αυτό υπαγορεύει όχι μόνο μια πολιτισμένη κοινωνία αλλά και μια δυναμική οικονομία. Απαιτεί κρατικούς θεσμούς που να διευκολύνουν την υγιή επιχειρηματικότητα αντί να την δυσκολεύουν. Απαιτεί συνδικάτα που να προστατεύουν τους εργαζόμενους χωρίς να υποσκάπτουν τις προοπτικές των επιχειρήσεων που τους απασχολούν.

Τίποτε από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί «αυθόρμητα». Δεν θα τα φέρουν μόνες τους οι δυνάμεις της αγοράς. Ούτε η μείωση του φορολογικού βάρους (όσο αναγκαία και εάν είναι μια διόρθωση). Η ανάκαμψη της οικονομίας περνά από τον εκσυγχρονισμό του κράτους.

Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος της κεντροαριστεράς. Πάντοτε ήταν. Καμμιά άλλη πολιτική παράταξη δεν μπορεί να την υποκαταστήσει σε αυτό. Μπορεί βέβαια να αποτύχει η ίδια. Σύντομα θα ξέρουμε.

2 Νοεμβρίου 2017

Μια όχι και τόσο ξεχωριστή μέρα στο Μιλάνο

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017).

Στο μυθιστόρημα του Πρίμο Λέβι «Αν όχι τώρα, πότε;», ο ωρολογοποιός Μέντελ, ο απρόθυμος πολεμιστής, που μαζί με τους συντρόφους του Εβραίους παρτιζάνους πολεμά συνεχώς σε μια άνιση μάχη εναντίον των ναζιστικών στρατευμάτων στις στέππες της ανατολικής Ευρώπης, θυμάται ότι πίσω στη Ρωσία, τον καιρό της ειρήνης, συχνά του συνέβαινε να τον σταματούν άγνωστοι στο δρόμο και να τον ρωτάνε πώς θα βρουν την τάδε οδό ή πλατεία. Φαίνεται ότι το πρόσωπό του ενέπνεε εμπιστοσύνη.

Ο ανταποκριτής σας δεν είναι ωρολογοποιός, ούτε - ακόμη λιγότερο - πολεμιστής (απρόθυμος ή μη), και δεν έχει ιδέα αν το πρόσωπό του εμπνέει εμπιστοσύνη. Αλλά και εμένα μου τυχαίνει συχνά να με σταματούν στον δρόμο και να μου ζητούν πληροφορίες. Ζώντας σε ξένη πόλη, χωρίς καλή αίσθηση προσανατολισμού, συχνά οι κατευθύνσεις που δίνω αποδεικνύονται εκ των υστέρων εσφαλμένες. Όχι όμως σήμερα το πρωί. Αυτό που με ρώτησε η καλοντυμένη κυρία μέσης ηλικίας, σταματώντας με ενώ ετοιμαζόμουν να μπω στο σταθμό του μετρό, με τον χαρακτηριστικά διστακτικό τρόπο του ξένου, ήταν πώς θα βρει την Λεωφόρο Χριστόφορου Κολόμβου. Δεδομένου ότι εκεί τυχαίνει να κατοικώ, αυτή τη φορά οι πληροφορίες μου ήταν πιο αξιόπιστες από ό,τι συνήθως.

Εάν αντίθετα η άγνωστη Ισπανίδα (όπως αποδείχθηκε) κυρία με ρωτούσε να της εξηγήσω το δημοψήφισμα για την αυτονομία του Βένετο και της Λομβαρδίας της περασμένης Κυριακής, και πόση σχέση είχε με το αντίστοιχο δημοψήφισμα-οπερέττα της Καταλωνίας, θα είχα λιγότερα να της πω. Ίσως το πιο ενδιαφέρον δεδομένο ήταν η πολύ μικρότερη συμμετοχή στις πόλεις (26% στο Μιλάνο) σε σχέση με την ύπαιθρο (63% στην επαρχία της Βιτσέντσα), ενώ η πιο ενδιαφέρουσα δήλωση, μέσα στον ορυμαγδό δηλώσεων, ήταν σίγουρα εκείνη του Ολιβιέρο Τοσκάνι (φωτογράφου μόδας, γνωστού από τις διαφημιστικές καμπάνιες της Benetton): «Στο Μιλάνο οι άνθρωποι είναι κοσμοπολίτες, δεν ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα. Ενώ οι χωρικοί με τους περιορισμένους ορίζοντες τι θέλετε να ψηφίσουν;» Κατά τα άλλα, η απαίτηση των πιο πλούσιων περιοχών της Ιταλίας για «περισσότερο έλεγχο» (δηλ. λιγότερη αλληλεγγύη με τις φτωχότερες περιφέρειες της χώρας) μου φαίνεται κυνική, όπως άλλωστε και η αντίστοιχη των Καταλανών. Απλώς οι τελευταίοι έχουν (μέχρι στιγμής) καταφέρει να προσδώσουν μια πατίνα μοντερνισμού ή προοδευτικότητας στον παρωχημένο επαρχιωτισμό τους.

Στο βαγόνι του μετρό, όπως σχεδόν κάθε μέρα, μπήκαν να παίξουν μουσικοί, τσιγγάνοι μάλλον. Ξεκίνησαν κανονικά, με μια από τις δακρύβρεχτες μελωδίες του γνωστού ρεπερτορίου. Η συνέχεια ήταν απρόσμενη: «Παραλλαγές και φούγκα σε ένα θέμα του Purcell» του Μπέντζαμιν Μπρίττεν, στο περίπου, σε σόλο βιολί. Πώς τους ήρθε; Πριν λίγες μέρες, ένας κιθαρίστας με φάτσα μαχαιροβγάλτη (του έλειπαν μερικά δόντια), για τον οποίον όμως θα ήταν περήφανος ο Django Reinhardt, άρχισε ξαφνικά να παίζει γελώντας σατανικά τη μελωδία από το «Cheap thrills», με συνοδεία ακορντεόν. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με αυτό ενός άλλου επιβάτη, με μαλλί κοτσίδα και γενειάδα hipster (σωσία του φίλου μου του Δ.): αρχίσαμε και οι δύο να γελάμε, προτού αφήσουμε μερικά κέρματα ο καθένας στο πουγγί του ακορντεονίστα.

Στην έξοδο από το μετρό, στο σταθμό του πανεπιστημίου, ευγενικοί και καλοντυμένοι νεαροί πούλαγαν την εφημερίδα «Lotta comunista». «Θα αγοράσετε κύριε;» «Όχι παιδιά, ευχαριστώ.» Πριν λίγες δεκαετίες, οι σύντροφοί τους τραμπούκιζαν τους καθηγητές (ειδικά τους μετριοπαθείς αριστερούς), ενώ κάποιοι από αυτούς – υπερβολικά πολλοί – είχαν πάρει το δρόμο της «ένοπλης πάλης». Αρκετά χρόνια, πολλές βαριές καταδίκες των ενόχων, και πολύ χυμένο αίμα (των θυμάτων) αργότερα, τα πράγματα έχουν ηρεμήσει. Αν και ο τελευταίος νεκρός καθηγητής, ο Marco Biagi, εργατολόγος διεθνούς κύρους, δολοφονήθηκε μόλις το 2002, στη φιλήσυχη Modena, καθώς επέστρεφε στο σπίτι, με το ποδήλατό του. Αλλά αυτή είναι μια άλλη (φριχτή) ιστορία.