Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017).
Η κυνική παραδοχή των επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ότι η φορολογική επιβάρυνση των (συνεπών) μεσαίων στρωμάτων αποτελεί συνειδητή επιλογή προκειμένου να ενισχυθούν οι περισσότερο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες αποκαλύπτει τις αντιφάσεις της οικονομικής πολιτικής στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Πρώτον, η υποχρέωση της επίτευξης των (μακροπρόθεσμα ανέφικτων) υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που η ελληνική κυβέρνηση πρόθυμα έσπευσε να συμφωνήσει με τους εταίρους της (Eurogroup 15.6.2017) λειτουργεί αντι-αναπτυξιακά. Το κοινωνικό μέρισμα πρέπει να προκύπτει ως πλεόνασμα μιας δυναμικής ανάπτυξης και όχι ως αφαίμαξη αναγκαίων πόρων από την πραγματική οικονομία. Οι υψηλές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων αποθαρρύνουν την ανάληψη επιχειρηματικών σχεδίων σε μια οικονομία που υποφέρει από την από-επένδυση. Οι αναιμικές αναπτυξιακές επιδόσεις της οικονομίας και τα υψηλά πλεονάσματα στερούν το αναγκαίο «δημοσιονομικό μαξιλάρι» που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και την ενίσχυση των ανεπαρκών κοινωνικών δαπανών. Το κοινωνικό κόστος της αδύναμης ανάπτυξης (επιχειρήσεις που δεν μεγάλωσαν, θέσεις εργασίας που δεν δημιουργήθηκαν, αμοιβές που δεν κερδήθηκαν) είναι απείρως μεγαλύτερο από το όποιο όφελος του «κοινωνικού πακέτου» της κυβέρνησης.
Δεύτερον, στα χρόνια της κρίσης αυξήθηκε κατακόρυφα η ανάγκη για κοινωνική προστασία καθιστώντας ολοφάνερη την αναποτελεσματικότητα του ακολουθούμενου μοντέλου κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν επέδειξε την παραμικρή πρόθεση να προωθήσει αλλαγές στο διαχρονικά στρεβλό σύστημα κοινωνικής προστασίας που προστάτευε (και συνεχίζει εν πολλοίς να προστατεύει) τους «εντός συστήματος» εργαζόμενους σε βάρος των υπολοίπων. Στην περίοδο της «αγανακτισμένης» και αντι-μνημονιακής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούσε σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης του αναποτελεσματικού κοινωνικού κράτους, σπεύδοντας να ταυτιστεί με κάθε συντεχνιακό αίτημα. Και σήμερα, τα βήματα εκσυγχρονισμού της κοινωνικής πολιτικής πραγματοποιούνται υπό την πίεση των διεθνών οργανισμών (Ε.Ε., ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα) και παρά την αρχική αντίθεση της κυβέρνησης (όπως έδειξε το κωμικό και παρατεταμένο κατενάτσιο της κ. Φωτίου και άλλων στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, προτού τελικά το αποδεχθούν και το διεκδικήσουν ως δική τους ιδέα).
Τρίτον, τα τελευταία χρόνια στο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον έχουν εμφανιστεί φαινόμενα που απαιτούν μεγάλη προσοχή, με σημαντικότερα την παιδική φτώχεια σε νοικοκυριά χωρίς κανένα εργαζόμενο, και την εργασιακή επισφάλεια του νέου «πρεκαριάτου». Για την αντιμετώπισή τους, το πολιτικό σύστημα έχει επιδείξει εγκληματική αδιαφορία: μόλις το 12,8% των ανέργων εισέπραξε κάποιο επίδομα ανεργίας το 2016. Αντίθετα, η κυβέρνηση μοιάζει μάλλον να καλοδέχεται την υπερ-απόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος, κάτι που της επιτρέπει να εντάσσει το «κοινωνικό μέρισμα» στους εκλογικούς σχεδιασμούς της, αλλά και να ενισχύσει εκείνες τις ομάδες που θεωρεί προνομιακούς συνομιλητές της. Σε αυτό η «γενναιοδωρία» της δεν διαφέρει από εκείνη των υπόλοιπων ανά τον κόσμο λαϊκιστών: των περονιστών στην Αργεντινή των Κίρχνερ, ή των θιασωτών της «ανελεύθερης δημοκρατίας» στην Πολωνία του Κασύνσκι και στην Ουγγαρία του Όρμπαν.
Τέταρτον, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ορθά την σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Με το «κοινωνικό ασανσέρ» να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, τα υποζύγια της μεσαίας τάξης έχουν προ πολλού εξαντλήσει την φοροδοτική τους ικανότητα (όπως άλλωστε καταδεικνύεται από τα διαρκώς μειούμενα φορολογικά έσοδα). Την ίδια στιγμή, οι επιδόσεις της κυβέρνησης στον περιορισμό της ξέφρενης φοροδιαφυγής είναι απογοητευτικές (ίσως ηθελημένα απογοητευτικές, ως αντίβαρο στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών). Αντίθετα, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα επιβάλλουν κοινωνικές συναινέσεις και δίκαιη κατανομή των βαρών της δημοσιονομικής προσαρμογής, χωρίς αναχρονιστικές «ταξικές» προσεγγίσεις.
Στην σημερινή εποχή των παγκοσμιοποιημένων αγορών, η φορολογική και η κοινωνική πολιτική πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται στο πλαίσιο μιας δυναμικής, ανταγωνιστικής και εξωστρεφούς οικονομίας που στηρίζει την απασχόληση και διανέμει με δίκαιο τρόπο το μέρισμα ευημερίας στα μέλη της κοινωνίας. Σε μια οικονομία που παραμένει καθηλωμένη σε παραλυτική στασιμότητα, τα μικροπολιτικά παιχνίδια και οι ιδεοληπτικοί σχεδιασμοί της κυβέρνησης κινούνται απελπιστικά χαμηλά – πολύ χαμηλότερα των ελάχιστων απαιτήσεων για βιώσιμη ανάκαμψη. Με τέτοιες πολιτικές θα αργήσουμε και άλλο να βγούμε από την κρίση.