6 Ιανουαρίου 2019

Ο τροβαδούρος της εθνικής συμφιλίωσης

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019).

Ο ανταποκριτής σας βρέθηκε αυτές τις μέρες στην Αθήνα, πήγε στη νέα μουσική παράσταση του Διονύση Σαββόπουλου στο αναγεννημένο «Άλσος» - και βγήκε με αναπτερωμένο ηθικό. Η παράσταση δεν είναι απλώς απολαυστική (που και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο). Είναι επίσης ένα πολιτιστικό γεγονός, προορισμένο να σφραγίσει την εποχή μας, όπως η θρυλική συναυλία του Μάνου Χατζηδάκη στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας τη δεκαετία του ’80 – όταν οι μισοί θεατές επικροτούσαν όσα έλεγε μεταξύ δύο τραγουδιών και θύμωναν με τα υπόλοιπα, ενώ οι άλλοι μισοί έκαναν ακριβώς το αντίθετο.

Θέμα της παράστασης στο «Άλσος» «Τα τραγούδια των άλλων». Από τον Αττίκ έως τον Τσιτσάνη, από τη Βέμπο έως τον Παπάζογλου, από τον Χατζηδάκη έως τον Ζαμπέτα, από τον Παπαιωάννου έως τον Μαχαιρίτσα, από τον Μάλαμα έως το Μπιθικώτση, από τον Λοΐζο έως τον Κραουνάκη, και από τον Θεοδωράκη έως τον Μαραβέγια, παρελαύνουν στη σκηνή τα πιο εμβληματικά ονόματα του ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων 100 χρόνων. Ανάμεσα σε δύο τραγούδια, ο Σαββόπουλος λέει ιστορίες με τον δικό του αμίμητο τρόπο, η μια πιο αστεία και πιο συγκινητική από την άλλη. Λέει και λίγα δικά του κομμάτια («Θαλασσογραφία», «Ζεϊμπέκικο», «Σαν τον Καραγκιόζη»), ίσα-ίσα για να θυμηθούμε τι απίστευτα τραγούδια έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος, από τότε – πάνε 53 χρόνια - που μπήκε στη ζωή μας, με φόρα από τη Θεσσαλονίκη, για να μην βγει ποτέ ξανά.

Κάθε τραγούδι κάποιου ομότεχνου προλογίζεται με ένα ανέκδοτο ή μια βινιέτα χαρακτηρισμού: ο Μάλαμας είναι «ο συνοφρυωμένος δερβίσης από τη Χαλκιδική», ο Κραουνάκης «το παχουλό παιδί από την Καλλιθέα», ο Χατζηδάκης «ο γενναιόδωρος βασιλιάς». Αλλά βέβαια αληθινά γενναιόδωρος είναι ο ίδιος ο Σαββόπουλος: μόνο καλές κουβέντες έχει να πει για όλους.

Το ίδιο και για το κοινό του. Είναι σαν να έχει συμπεράνει ότι δεν είναι καιρός τώρα για προκλήσεις που περιγελούν τις συμπεριφορές και αμφισβητούν τις πεποιθήσεις όσων έρχονται να τον ακούσουν. Αρκετές ταπεινώσεις έχουν (έχουμε) υποστεί τα τελευταία δέκα χρόνια οι «Κωλοέλληνες». Είναι ώρα για ανασύνταξη δυνάμεων. «Αν ξαναζωντανέψει το κέντρο, θα πάρει τα πάνω της η Αθήνα, και μετά όλη η Ελλάδα - εάν μάλιστα ξαναζωντανέψουμε εμείς οι ίδιοι, ε τότε δεν μας πιάνει κανείς ...»

Όμως για να γίνει αυτό – μοιάζει να λέει ο Σαββόπουλος – πρέπει να αφήσουμε πίσω μας το διχασμό και τα «Ή εμείς ή αυτοί». Οι περιστάσεις απαιτούν ειρήνευση και συμβιβαστικότητα. Αυτό φαίνεται να υπηρετούν οι χαμηλοί τόνοι και η τρυφερότητα των αφηγήσεων. Το ίδιο και ο εκλεκτικισμός του προγράμματος: από το «Καραπιπερίμ» έως το «Φίλα με ακόμα», και από το «Μπαξέ Τσιφλίκι» έως τους αυτοσχεδιασμούς του Γιώτη Κιουρτσόγλου και των υπόλοιπων καταπληκτικών μουσικών της ορχήστρας. Κουβαλάμε μέσα μας και τη Δύση και την Ανατολή, ποτέ δεν θα υπερισχύσει ολοσχερώς το ένα σε βάρος του άλλου, ας το πάρουμε απόφαση, ίσως αυτό να είναι τελικά το μεγάλο μας ατού. Κορυφαία στιγμή της βραδιάς, το χατζηδακικό «Κεμάλ», ιδιοφυές κράμα Ανατολής και Δύσης το ίδιο.

Όχι ότι δεν μπορούμε να έχουμε τις προτιμήσεις μας. Και εκείνος άλλωστε στα μεγάλα διλήμματα της εποχής του πήρε ξεκάθαρη θέση: «Με τους Beatles ή με τους Rolling Stones; Με τους Beatles! Με τον Χατζηδάκη ή με τον Θεοδωράκη; Με τον Χατζηδάκη! Με τον Μπιθικώτση ή με τον Καζαντζίδη; Με τον Μπιθικώτση!» Και ας μένουν άρρητα όλα τα υπόλοιπα διλήμματα («Με την Αριστερά ή με τη Δεξιά; Με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ή με το Μένουμε Ευρώπη;»). Είναι σαν να μας λέει: «Είναι φυσικό να έχουμε τις διαφορές μας. Αλλά για να πάρουμε τα πάνω μας πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε.»

Εάν κρίνει κανείς από τις αντιδράσεις του κοινού, ο τροβαδούρος της εθνικής συμφιλίωσης αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή. Με μουσική υπόκρουση το soundtrack της ζωής μας, ο Διονύσης Σαββόπουλος παραδίδει ένα μάθημα ηπιότητας και ανεκτικότητας. Ίσως θα κάναμε καλά να μην το αγνοήσουμε.

1 Ιανουαρίου 2019

Φτώχεια και κοινωνική συνοχή

Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας (Αθήνα 16 Δεκεμβρίου 2018). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιανουάριος 2019).

1.

Δέχτηκα την πρόσκληση να μιλήσω στο συνέδριο της ΝΔ, παρότι δεν ανήκω στο κόμμα αυτό, για δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον, επειδή το μικρό ρεύμα της μεταρρυθμιστικής αριστεράς (από το οποίο προέρχομαι) και η μεγάλη φιλελεύθερη και συντηρητική παράταξη (που εκπροσωπείτε εσείς), παρά τις προφανείς διαφορές τους, σε κρίσιμες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας της χώρας βρέθηκαν στην ίδια πλευρά. Το Μάιο του 1979, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραφε στο Ζάππειο τη Συνθήκη Ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, δίπλα του στέκονταν ο Ηλίας Ηλιού και ο Λεωνίδας Κύρκος, ενώ τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ) διαδήλωναν στους δρόμους της Αθήνας καταγγέλλοντας τη «φιέστα» και φωνάζοντας «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Μια γενιά αργότερα, τον Ιούνιο του 2015, βρεθήκαμε ξανά μαζί ανάμεσα στις εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που πλημμύρισαν την Πλατεία Συντάγματος με σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη». Όσα μας ενώνουν είναι σημαντικά: αυτά καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να συζητάμε πολιτισμένα για όσα μας χωρίζουν.

Δεύτερον, επειδή σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η ΝΔ θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές και θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Το ότι η ηγετική ομάδα που ετοιμάζεται να πάρει τις τύχες της χώρας στα χέρια της ενδιαφέρεται να ακούσει τις απόψεις ανθρώπων διαφορετικών πεποιθήσεων, στα θέματα της ειδικότητάς τους, δεν είναι απλώς κολακευτικό για τους ίδιους - είναι επίσης καλό σημάδι για τη χώρα. Βγαίνουμε από μια σκοτεινή περίοδο, δηλητηριώδους ρητορικής και πρωτοφανούς έκπτωσης του δημόσιου λόγου. Θα κάνει καλό στη δημοκρατία μας (θα κάνει σε όλους μας καλό) να στρέψουμε την προσοχή μας στα ζητήματα καθημερινής πολιτικής. Πολλοί τα θεωρούν «βαρετά», όμως ο ρόλος της πολιτικής δεν είναι ούτε να διασκεδάζει ούτε να δραματοποιεί: είναι να λύνει προβλήματα, κάνοντας καλύτερη τη ζωή των πολιτών.

Οπότε χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία να σας μιλήσω σήμερα.

2.

Το θέμα μου είναι η φτώχεια και η κοινωνική συνοχή. Δεν θα μακρυγορήσω. Είναι γνωστό ότι την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Το βιοτικό επίπεδο υποβαθμίστηκε. Οι ανισότητες αυξήθηκαν – αλλά όχι πολύ, επειδή η κρίση έπληξε και την εύπορη μεσαία τάξη, αν και φυσικά ήταν πολύ πιο οδυνηρή για τους φτωχούς. Επίσης, σημειώθηκαν δραματικές ανακατατάξεις στην εισοδηματική πυραμίδα: βελτιώθηκε η σχετική θέση των ηλικιωμένων και των αγροτών, ενώ επιδεινώθηκε η θέση των ανέργων και των χαμηλομίσθων, ιδίως όσων ζουν στην Αθήνα.

Η κοινωνική πολιτική άργησε πολύ να ανταποκριθεί. Τα πρώτα χρόνια της κρίσης, το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας - που η δουλειά του ήταν να μετριάσει την κάθετη πτώση των φτωχών και των ανέργων - απεδείχθη διάτρητο. Δεν χρειάζεται να αναφέρω πόσο καταστροφική για την κοινωνική συνοχή ήταν αυτή η αποτυχία, και πόσο συνέβαλε στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας. Από το 2013 και μετά, υπό την πίεση των δανειστών, πραγματοποιήθηκαν αξιόλογα βήματα εκσυγχρονισμού της κοινωνικής πολιτικής, έστω και καθυστερημένα. Δεν έχουμε όμως ακόμη αυτό που χρειαζόμαστε: ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που να προάγει την κοινωνική συνοχή και ταυτόχρονα να είναι συμβατό με μια δυναμική οικονομία.

Πολύ περιληπτικά, θα έλεγα ότι για να το αποκτήσουμε θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να κινηθούμε περίπου ως εξής:

Να επενδύσουμε στους νέους και στις οικογένειες τους: θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, γεύματα στα σχολεία για τους μαθητές δημοτικού, επιδότηση ενοικίου ή στεγαστικού δανείου για τα νέα ζευγάρια.

Να στρέψουμε το κέντρο βάρους από τις συντάξεις στις υπηρεσίες: η δωρεάν περίθαλψη και προγράμματα όπως το «Βοήθεια στο Σπίτι» έχουν συχνά μεγαλύτερη αξία για τους ηλικιωμένους και κοστίζουν λιγότερο στο κράτος.

Να χτίσουμε σε όσα θετικά έχουν γίνει στην επιδοματική πολιτική (πολύ θετικό ότι ο Πρόεδρος της ΝΔ τάχθηκε υπέρ του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης), και να προχωρήσουμε σε όσα εκκρεμούν από καιρό (απαράδεκτο ότι μόνο 1 στους 8 ανέργους λαμβάνει επίδομα ανεργίας).

3.

Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ανταγωνιστική τη σχέση της οικονομικής ανάπτυξης με την κοινωνική συνοχή. Ότι δηλαδή για να «τρέξει» γρηγορότερα η οικονομία θα πρέπει να αποδεχθούμε – προσωρινά έστω – κάποια έξαρση των κοινωνικών προβλημάτων. Ιδίως όταν έχει προηγηθεί μια περίοδος κατά την οποία βρεθήκαμε στο αντίθετο άκρο. Για παράδειγμα, η αφαίμαξη της οικονομίας με σκοπό τη χρηματοδότηση προεκλογικών παροχών αμφίβολης σκοπιμότητας, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας, διαιωνίζοντας την υψηλή ανεργία και δημιουργώντας τελικά περισσότερα κοινωνικά προβλήματα από όσα λύνει.

Όμως, εάν έχω καταλάβει κάτι όλα αυτά τα χρόνια που ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα είναι ότι δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Μια καλοσχεδιασμένη κοινωνική πολιτική δεν είναι βάρος για την οικονομία, αντίθετα τη βοηθά να λειτουργεί καλύτερα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο πλούσιες – και οι πιο ευτυχισμένες - χώρες του κόσμου, από την Ισλανδία έως τον Καναδά, έχουν εξαιρετικά (δημόσια) νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια. Αντίστροφα, μια οικονομία αγχωμένων ανθρώπων, σε μια αρρωστημένη κοινωνία, δεν είναι σε θέση να σημειώνει υψηλές αποδόσεις.

«Τι σχέση έχουν όλα αυτά με μας;» θα μου πείτε. «Ισλανδία είμαστε εμείς ή Καναδάς;» Δεν είμαστε, και ούτε έχει νόημα να προσπαθούμε να γίνουμε. Οι λύσεις που θα βρούμε πρέπει να είναι στα μέτρα μας. Αλλά σίγουρα δεν θα ειναι φτηνές.

Η επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας επείγει. Αλλά για να επουλωθούν οι πληγές της κρίσης, δεν φτάνει μόνο αυτή. Θα πρέπει να δημιουργηθούν πολλές και βιώσιμες θέσεις εργασίας, να βελτιωθούν οι εργασιακές σχέσεις και οι συνθήκες εργασίας, να ανέβουν σταδιακά οι αποδοχές των εργαζομένων.

Για να σταθούμε με αξιώσεις στον σύγχρονο κόσμο θα πρέπει να επενδύσουμε στο κυριότερο περουσιακό στοιχείο που διαθέτουμε (εκτός από τον ήλιο και τη θάλασσα): στις γνώσεις και στις δεξιότητες των ανθρώπων που κατοικούν αυτό τον τόπο – στην προσαρμοστικότητα, στην επινοητικότητα, στη δημιουργικότητά τους.