Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας (Αθήνα 16 Δεκεμβρίου 2018). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιανουάριος 2019).
1.
Δέχτηκα την πρόσκληση να μιλήσω στο συνέδριο της ΝΔ, παρότι δεν ανήκω στο κόμμα αυτό, για δύο κυρίως λόγους.
Πρώτον, επειδή το μικρό ρεύμα της μεταρρυθμιστικής αριστεράς (από το οποίο προέρχομαι) και η μεγάλη φιλελεύθερη και συντηρητική παράταξη (που εκπροσωπείτε εσείς), παρά τις προφανείς διαφορές τους, σε κρίσιμες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας της χώρας βρέθηκαν στην ίδια πλευρά. Το Μάιο του 1979, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραφε στο Ζάππειο τη Συνθήκη Ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, δίπλα του στέκονταν ο Ηλίας Ηλιού και ο Λεωνίδας Κύρκος, ενώ τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ) διαδήλωναν στους δρόμους της Αθήνας καταγγέλλοντας τη «φιέστα» και φωνάζοντας «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Μια γενιά αργότερα, τον Ιούνιο του 2015, βρεθήκαμε ξανά μαζί ανάμεσα στις εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που πλημμύρισαν την Πλατεία Συντάγματος με σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη». Όσα μας ενώνουν είναι σημαντικά: αυτά καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να συζητάμε πολιτισμένα για όσα μας χωρίζουν.
Δεύτερον, επειδή σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η ΝΔ θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές και θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Το ότι η ηγετική ομάδα που ετοιμάζεται να πάρει τις τύχες της χώρας στα χέρια της ενδιαφέρεται να ακούσει τις απόψεις ανθρώπων διαφορετικών πεποιθήσεων, στα θέματα της ειδικότητάς τους, δεν είναι απλώς κολακευτικό για τους ίδιους - είναι επίσης καλό σημάδι για τη χώρα. Βγαίνουμε από μια σκοτεινή περίοδο, δηλητηριώδους ρητορικής και πρωτοφανούς έκπτωσης του δημόσιου λόγου. Θα κάνει καλό στη δημοκρατία μας (θα κάνει σε όλους μας καλό) να στρέψουμε την προσοχή μας στα ζητήματα καθημερινής πολιτικής. Πολλοί τα θεωρούν «βαρετά», όμως ο ρόλος της πολιτικής δεν είναι ούτε να διασκεδάζει ούτε να δραματοποιεί: είναι να λύνει προβλήματα, κάνοντας καλύτερη τη ζωή των πολιτών.
Οπότε χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία να σας μιλήσω σήμερα.
2.
Το θέμα μου είναι η φτώχεια και η κοινωνική συνοχή. Δεν θα μακρυγορήσω. Είναι γνωστό ότι την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Το βιοτικό επίπεδο υποβαθμίστηκε. Οι ανισότητες αυξήθηκαν – αλλά όχι πολύ, επειδή η κρίση έπληξε και την εύπορη μεσαία τάξη, αν και φυσικά ήταν πολύ πιο οδυνηρή για τους φτωχούς. Επίσης, σημειώθηκαν δραματικές ανακατατάξεις στην εισοδηματική πυραμίδα: βελτιώθηκε η σχετική θέση των ηλικιωμένων και των αγροτών, ενώ επιδεινώθηκε η θέση των ανέργων και των χαμηλομίσθων, ιδίως όσων ζουν στην Αθήνα.
Η κοινωνική πολιτική άργησε πολύ να ανταποκριθεί. Τα πρώτα χρόνια της κρίσης, το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας - που η δουλειά του ήταν να μετριάσει την κάθετη πτώση των φτωχών και των ανέργων - απεδείχθη διάτρητο. Δεν χρειάζεται να αναφέρω πόσο καταστροφική για την κοινωνική συνοχή ήταν αυτή η αποτυχία, και πόσο συνέβαλε στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας. Από το 2013 και μετά, υπό την πίεση των δανειστών, πραγματοποιήθηκαν αξιόλογα βήματα εκσυγχρονισμού της κοινωνικής πολιτικής, έστω και καθυστερημένα. Δεν έχουμε όμως ακόμη αυτό που χρειαζόμαστε: ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που να προάγει την κοινωνική συνοχή και ταυτόχρονα να είναι συμβατό με μια δυναμική οικονομία.
Πολύ περιληπτικά, θα έλεγα ότι για να το αποκτήσουμε θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να κινηθούμε περίπου ως εξής:
Να επενδύσουμε στους νέους και στις οικογένειες τους: θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, γεύματα στα σχολεία για τους μαθητές δημοτικού, επιδότηση ενοικίου ή στεγαστικού δανείου για τα νέα ζευγάρια.
Να στρέψουμε το κέντρο βάρους από τις συντάξεις στις υπηρεσίες: η δωρεάν περίθαλψη και προγράμματα όπως το «Βοήθεια στο Σπίτι» έχουν συχνά μεγαλύτερη αξία για τους ηλικιωμένους και κοστίζουν λιγότερο στο κράτος.
Να χτίσουμε σε όσα θετικά έχουν γίνει στην επιδοματική πολιτική (πολύ θετικό ότι ο Πρόεδρος της ΝΔ τάχθηκε υπέρ του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης), και να προχωρήσουμε σε όσα εκκρεμούν από καιρό (απαράδεκτο ότι μόνο 1 στους 8 ανέργους λαμβάνει επίδομα ανεργίας).
3.
Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ανταγωνιστική τη σχέση της οικονομικής ανάπτυξης με την κοινωνική συνοχή. Ότι δηλαδή για να «τρέξει» γρηγορότερα η οικονομία θα πρέπει να αποδεχθούμε – προσωρινά έστω – κάποια έξαρση των κοινωνικών προβλημάτων. Ιδίως όταν έχει προηγηθεί μια περίοδος κατά την οποία βρεθήκαμε στο αντίθετο άκρο. Για παράδειγμα, η αφαίμαξη της οικονομίας με σκοπό τη χρηματοδότηση προεκλογικών παροχών αμφίβολης σκοπιμότητας, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας, διαιωνίζοντας την υψηλή ανεργία και δημιουργώντας τελικά περισσότερα κοινωνικά προβλήματα από όσα λύνει.
Όμως, εάν έχω καταλάβει κάτι όλα αυτά τα χρόνια που ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα είναι ότι δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Μια καλοσχεδιασμένη κοινωνική πολιτική δεν είναι βάρος για την οικονομία, αντίθετα τη βοηθά να λειτουργεί καλύτερα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο πλούσιες – και οι πιο ευτυχισμένες - χώρες του κόσμου, από την Ισλανδία έως τον Καναδά, έχουν εξαιρετικά (δημόσια) νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια. Αντίστροφα, μια οικονομία αγχωμένων ανθρώπων, σε μια αρρωστημένη κοινωνία, δεν είναι σε θέση να σημειώνει υψηλές αποδόσεις.
«Τι σχέση έχουν όλα αυτά με μας;» θα μου πείτε. «Ισλανδία είμαστε εμείς ή Καναδάς;» Δεν είμαστε, και ούτε έχει νόημα να προσπαθούμε να γίνουμε. Οι λύσεις που θα βρούμε πρέπει να είναι στα μέτρα μας. Αλλά σίγουρα δεν θα ειναι φτηνές.
Η επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας επείγει. Αλλά για να επουλωθούν οι πληγές της κρίσης, δεν φτάνει μόνο αυτή. Θα πρέπει να δημιουργηθούν πολλές και βιώσιμες θέσεις εργασίας, να βελτιωθούν οι εργασιακές σχέσεις και οι συνθήκες εργασίας, να ανέβουν σταδιακά οι αποδοχές των εργαζομένων.
Για να σταθούμε με αξιώσεις στον σύγχρονο κόσμο θα πρέπει να επενδύσουμε στο κυριότερο περουσιακό στοιχείο που διαθέτουμε (εκτός από τον ήλιο και τη θάλασσα): στις γνώσεις και στις δεξιότητες των ανθρώπων που κατοικούν αυτό τον τόπο – στην προσαρμοστικότητα, στην επινοητικότητα, στη δημιουργικότητά τους.