1 Απριλίου 2010

Μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού: το πόρισμα της επιτροπής ειδικών

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Απρίλιος 2010)

Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν έχει ακόμη κατατεθεί. Πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες αναφέρουν διχογνωμίες μεταξύ των υπουργών εργασίας και οικονομικών, αλλά και στο εσωτερικό του υπουργείου εργασίας, τόσο για το περιεχόμενό του όσο και για τον χρόνο κατάθεσής του. Προς το παρόν, υπάρχει μόνο το πόρισμα της επιτροπής ειδικών (με πρόεδρο τον Άγγελο Στεργίου, καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ), το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα στα μέσα Μαρτίου. Το σύντομο αυτό σημείωμα σχολιάζει το πόρισμα αυτό – θα επανέλθουμε στο θέμα μετά τη δημοσίευση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου.

Κατ’ αρχήν, να σημειώσουμε ότι η επιτροπή ειδικών εργάστηκε (και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;) μέσα στη μάλλον καταθλιπτική περιρρέουσα ατμόσφαιρα του πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου στη χώρα μας.

Πρώτο πρόβλημα, η απίστευτα ανεπαρκής προετοιμασία των πιθανών λύσεων εκ μέρους των πολιτικών. Τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος θα πρέπει να είχαν κάπου ακούσει ότι το ασφαλιστικό έχει πρόβλημα, αφού η αντιμετώπισή του είναι συνεχώς (αν και με διαλείψεις) στα ψηλά της πολιτικής ατζέντας και στις πολιτικές προτεραιότητες κάθε κυβέρνησης από το 1990 τουλάχιστον. Παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα η συμβολή των περισσοτέρων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στη σχετική συζήτηση συνοψίζεται στη φράση «απελθέτω απ’εμού το ποτήριον τούτο». Όπως έδειξαν τα προηγούμενα χρόνια, παρόμοια στάση τηρούν τα στελέχη της ΝΔ, και φυσικά το σύνολο σχεδόν των στελεχών των κομμάτων της αριστεράς και (χωρίς σχεδόν) των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ας αφήσουμε τους αναγνώστες να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα σχετικά με την ωριμότητα του πολιτικού μας συστήματος, καθώς και με την ικανότητά του να λύνει τα προβλήματα που το ίδιο δημιούργησε.

Δεύτερο πρόβλημα, η γενική έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Με το τετριμμένο επιχείρημα «προσχηματικός διάλογος, προειλημμένες αποφάσεις», η ΓΣΕΕ μετά από τις πρώτες συνεδριάσεις αποχώρησε, ενώ η πιο ασυμβίβαστη ΑΔΕΔΥ δεν συμμετείχε καθόλου από την αρχή – όπως άλλωστε δεν συμμετείχαν ούτε και τα κόμματα της αριστεράς. Φαίνεται ότι έχουμε εισέλθει (οριστικά;) σε μια νέα φάση, όπου κοινοβουλευτικά κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν μπαίνουν καν στον κόπο να σκεφτούν πώς θα λυθούν τα σοβαρά προβλήματα της χώρας, και προτιμούν να κατέβουν στους δρόμους ώστε να ξυλοκοπηθούν μεταξύ τους και με την αστυνομία. Το πρόβλημα είναι σοβαρό: η ελληνική αριστερά αποκλίνει από την ευρωπαϊκή αριστερά σαφώς ταχύτερα από ό,τι η Ελλάδα αποκλίνει γενικώς από την Ευρώπη. Με αυτό το ρυθμό, σε σύγκριση με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΜΕ, η νέα ηγεσία της Χαμάς θα φαντάζει σε λίγο καιρό υπόδειγμα υπεύθυνης και εποικοδομητικής στάσης.

Τρίτο πρόβλημα, ο χαμηλός βαθμός αντιπροσωπευτικότητας του κοινωνικού διαλόγου. Είναι γνωστό ότι πέρα από τις Τράπεζες, τις ΔΕΚΟ και το Δημόσιο, η διείσδυση των συνδικάτων είναι αμελητέα εκεί όπου απασχολείται η συντριπτική πλειονοτήτα των εργαζομένων. Και πάλι το πρόβλημα είναι μεγάλο. Αφενός τα συνδικάτα απουσιάζουν από τους κλάδους και τις επιχειρήσεις όπου η ανάγκη προστασίας από την εργοδοτική αυθαιρεσία είναι μεγαλύτερη. Αφετέρου οι προτεραιότητες των συνδικάτων κυριαρχούνται από τις εμμονές για διατήρηση των κεκτημένων της προνομιούχου «εργατικής αριστοκρατίας» από την οποία προέρχονται τα στελέχη τους. Η θλιβερή αυτή εξέλιξη συμβάλλει στην καταστροφική μείωση του κύρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Όσον αφορά τον κοινωνικό διάλογο, με τέτοια δεδομένα λίγα πράγματα μπορεί να κάνει μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση – εκτός από δύο. Από τη μια, να θυμάται ότι οι συνδικαλιστές θα την καταγγέλλουν ακόμη και όταν οι αποφάσεις της εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ιδίως τα μακροπρόθεσμα. Από την άλλη, να βρει συνομιλητές από τις τάξεις όσων δεν έχουν να χάσουν τίποτε (και έχουν να κερδίσουν πολλά) από μια εξισωτική μεταρρύθμιση των συντάξεων: γενιά των 700 ευρώ, γυναικείες κινήσεις, οργανώσεις μεταναστών κτλ. Λίγη φαντασία ποτέ δεν έβλαψε κανέναν (ούτε την εξουσία).

Τέταρτο πρόβλημα, η βλακώδης αντιμετώπιση του ασφαλιστικού (όπως και των υπόλοιπων σοβαρών προβλημάτων) από έναν πολύ μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων, στα έντυπα αλλά και στα ηλεκτρονικά μέσα. Αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν το πρόβλημα (το οποίο έχει μεν τεχνικές πλευρές, αλλά δεν είναι δα και πυρηνική φυσική), ώστε να παρουσιάσουν μετά στην κοινή γνώμη τα διλήμματα και τις επιλογές που αντιμετωπίζουμε, καταφεύγουν στον πιο φτηνό εντυπωσιασμό. «Τσουνάμι μέτρων», «Προτάσεις-σοκ», «Τσεκούρι στις συντάξεις» και άλλα τέτοια γλαφυρά, που χαϊδεύουν την άγνοια του αναγνωστικού (και φιλοθεάμονος) κοινού, και προδίδουν την χαμηλή πολιτισμική στάθμη των συντακτών τους – αλλά και την γενική ακαταλληλότητα και ανεπάρκεια του προσωπικού της 4ης εξουσίας, ακόμη και σε σύγκριση με τις άλλες τρεις. Εξαιρέσεις προφανώς υπάρχουν (ευτυχώς!), αλλά παραμένουν εξαιρέσεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιτροπή ειδικών κατάφερε να συγκεντρώσει έναν εντυπωσιακό όγκο υλικών, και να παραδώσει ένα σύνολο αναλύσεων και προτάσεων που οπωσδήποτε αξίζει να προσεχτεί περισσότερο, τόσο από τους πολιτικούς όσο και από την κοινή γνώμη. Σε μια κανονική συγκυρία, το πόρισμα της επιτροπής θα ήταν πολύτιμο. Το πρόβλημα είναι ότι η τρέχουσα συγκυρία δεν είναι κανονική: την ώρα που η κυβέρνηση προσπαθεί να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα από 12,7% σε 3% του ΑΕΠ μέσα σε τρία χρόνια, το έλλειμμα μόνο των συντάξεων προβλέπεται να εκτιναχθεί σε 7,7% του ΑΕΠ το 2030, 13,1% το 2040 και 15,7% το 2050.

Η χρεωκοπία, ουσιαστικά, του ασφαλιστικού δυναμιτίζει τις προσπάθειες για διάσωση της οικονομίας και αυξάνει (δικαιολογημένα) τη δυσπιστία των αγορών για τις μελλοντικές της προοπτικές. Παρεμπιπτόντως, αυξάνει και τα spreads. Η σημερινή κατάσταση είναι ζοφερή, αλλά αποτελεί επίσης και μια ευκαιρία, ίσως την τελευταία, για να μπορέσουμε να πάρουμε τις αποφάσεις εκείνες που προτιμήσαμε να αναβάλλουμε παρότι ξέραμε ότι ήταν αναγκαίες. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού είναι μια από τις σημαντικότερες τέτοιες αποφάσεις.

Με το μέτρο αυτό, το πόρισμα της επιτροπής δεν μπορεί παρά να κριθεί ως κατώτερο των περιστάσεων. Από τις 12 προτάσεις του πορίσματος, οι 3 (έλεγχος των ιατρικών δαπανών, εντατικοποίηση του ελέγχου των φαρμακευτικών δαπανών, δημιουργία ενιαίου ταμείου ασφάλισης υγείας) δεν αφορούν καθόλου τις συντάξεις, οι 5 (ανάγκη διαρκούς αναλογιστικής επιτήρησης του συστήματος, καθιέρωση πάγιου τρόπου ρύθμισης των οφειλών προς τους ασφαλιστικούς φορείς, αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων, εκλογίκευση του συστήματος απονομής των αναπηρικών συντάξεων, βελτίωση της νομοθεσίας για τη διαδοχική ασφάλιση) δεν αποτελούν θέματα κοινωνικού διαλόγου αλλά αποτελεσματικής διοίκησης, ενώ άλλες 3 προτάσεις (περιορισμός της εισφοροδιαφυγής, ανεύρεση πρόσθετων πόρων για τη διασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησης του συστήματος, ενοποίηση των ταμείων) ανοίγουν μεν σοβαρά ζητήματα της πολιτικής για τις συντάξεις, τα οποία όμως δεν μπορούν να συζητηθούν παρά μόνο αφού καταλήξει η συζήτηση για τη νέα αρχιτεκτονική του συστήματος.

Στο κεντρικό αυτό ζήτημα, το πόρισμα αφιερώνει την πρόταση υπ. αρ. 9, με τίτλο «Μια νέα αρχιτεκτονική του συνταξιοδοτικού συστήματος: η αποσαφήνιση των ρόλων της ασφάλισης και της αλληλεγγύης». Στο σημείο αυτό, το πόρισμα εξηγεί ότι ενώ η επιτροπή συμφώνησε επί της αρχής για το χωρισμό του προνοιακού τμήματος από το «ανταποδοτικό», δεν κατέληξε σε ένα συγκεκριμένο σχήμα του δίπτυχου «βασική και αναλογική σύνταξη». Μια τέτοια κατάληξη σε ένα τέτοιο ζήτημα είναι απογοητευτική, όσο και αν ήταν αναμενόμενη.

Οι διαφορετικές απόψεις των μελών της επιτροπής παρουσιάζονται συνοπτικά στο πόρισμα και εκτενέστερα στο παράρτημα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η συμβολή του Πάνου Τσακλόγλου (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), η οποία συμπίπτει σχεδόν με την παλαιότερη πρόταση της ΑΕΚΑ – που, υποθέτω, εξακολουθεί να υποστηρίζεται από τη «Μεταρρύθμιση». Η εθνική σύνταξη θα χορηγείται μετά την ηλικία των 65 ετών, ώστε να μη δημιουργούνται κίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση. Πάνω από αυτή την ηλικία, δικαιούχοι θα είναι όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας και υπήκοοι κρατών-μελών της Ε.Ε. ή υπήκοοι άλλων χωρών με μακρόχρονη διαμονή στη χώρα. Το ηλικιακό όριο μπορεί αργότερα να αναπροσαρμοστεί, ανάλογα και με το «προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης» του πληθυσμού. Το ύψος της (καθολικής) εθνικής σύνταξης θα είναι χαμηλό, επαρκές για την αποτροπή φαινομένων ακραίας ένδειας, πιθανότατα ίσο με αυτό της σημερινής σύνταξης ανασφαλίστων που παρέχει ο ΟΓΑ, ενώ θα προσαρμόζεται καθώς μεταβάλλεται το ΑΕΠ. Σε μια εναλλακτική εκδοχή, η εθνική σύνταξη θα μπορούσε να είναι ενιαία μόνο για όσους έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας και ταυτόχρονα διαθέτουν τις απαιτούμενες ασφαλιστικές εισφορές, ενώ στους υπόλοιπους ηλικιωμένους θα χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια.

Όσον αφορά την ανταποδοτική σύνταξη, ο Τσακλόγλου προτείνει το λεγόμενο «οιονεί κεφαλαιοποιητικό» σύστημα. Στο σύστημα αυτό – παρόμοιο με εκείνο της Σουηδίας και της Ιταλίας – κάθε ασφαλισμένος έχει ένα (εικονικό) ατομικό ασφαλιστικό λογαριασμό όπου καταγράφονται οι ασφαλιστικές εισφορές του, τοκίζονται με ένα προσυμφωνημένο επιτόκιο και σχηματίζουν το ασφαλιστικό κεφάλαιό του. Το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης προσδιορίζεται τη στιγμή της συνταξιοδότησης ώστε να την καθιστά «αναλογιστικά δίκαιη», με βάση το κεφάλαιο που έχουν σχηματίσει οι συσσωρευμένες ασφαλιστικές εισφορές κάθε ασφαλισμένου.

Μια διαφορετική, επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση κατατέθηκε από την Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου (Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών). Η πρόταση αυτή μοιάζει αρκετά με την προηγούμενη σε δύο κρίσιμα σημεία: στο χαρακτήρα της ανταποδοτικής σύνταξης, και στη χορήγηση χωριστής προνοιακής σύνταξης μετά από κάποια ηλικία (π.χ. 65 έτη). Διαφέρει στον τρόπο υπολογισμού της προνοιακής σύνταξης, το ύψος της οποίας θα διαφοροποιείται ανάλογα με τις εισφορές που έχουν καταβληθεί. Πιο συγκεκριμένα, η Παπαρρηγοπούλου προτείνει να μην χορηγείται καθόλου προνοιακή σύνταξη εάν η ανταποδοτική υπερβαίνει κάποιο καθορισμένο όριο, πέραν του οποίου παύει η κρατική συνεισφορά. Κάτω από αυτό, η προνοιακή σύνταξη είναι ίση με το γινόμενο του «συντελεστή αλληλεγγύης» επί το έλλειμμα της ανταποδοτικής σύνταξης από το καθορισμένο όριο.

Αριθμητικό παράδειγμα: με όριο τα 800 ευρώ το μήνα και συντελεστή 0,6 (60%), ένας ασφαλισμένος με εισφορές που αντιστοιχούν σε ανταποδοτική σύνταξη 200 ευρώ θα εισπράττει προνοιακή σύνταξη 360 ευρώ (σύνολο 560 ευρώ), ενώ με ανταποδοτική σύνταξη 600 ευρώ η προνοιακή σύνταξη θα είναι 120 ευρώ (σύνολο 720 ευρώ). Όσο υψηλότερος είναι ο συντελεστής και όσο υψηλότερο είναι το καθορισμένο όριο, τόσο υψηλότερες θα είναι οι συντάξεις – και κατ’επέκταση και η συνταξιοδοτική δαπάνη, η οποία όμως μάλλον θα διαμορφώνεται σε χαμηλότερο επίπεδο από ό,τι στην προηγούμενη πρόταση.

Η πρόταση που κατατέθηκε από τον πρόεδρο της επιτροπής κινείται ως προς τη γενική δομή σε παρόμοια κατεύθυνση. Ο Στεργίου απορρίπτει αποφασιστικά την ιδέα της καθολικότητας: «Θα αποτελούσε ασυγχώρητη σπατάλη η χορήγηση της βασικής [σύνταξης] σε όλους, χωρίς εισοδηματικές προϋποθέσεις». Η βασική σύνταξη θα πρέπει να μειώνεται προοδευτικά, όχι μόνο όταν αυξάνει η αναλογική σύνταξη, αλλά και όταν αυξάνει το εισόδημα του δικαιούχου. Πάντως, ενώ ο πρόεδρος της επιτροπής δέχεται ότι η βασική σύνταξη θα χρηματοδοτείται από τη φορολογία και η αναλογική από εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, δείχνει να δυσκολεύεται να αποδεχθεί τη λογική συνεπαγωγή αυτής της δομής: ότι δηλ. η κρατική χρηματοδότηση θα περιορίζεται στη βασική σύνταξη, αντί να επιδοτεί και τις συντάξεις των ταμείων όπως σήμερα. Για αυτό προτείνει επέκταση (όχι κατάργηση) του θεσμού των κατώτατων ορίων των συντάξεων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και αναλογική (όχι πλήρως ανταποδοτική) σύνταξη. Τέλος, συναρτά («άρρηκτα») τη διαμόρφωση σχήματος βασικής και αναλογικής σύνταξης με την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για τη χρηματοδότηση του συστήματος, καθώς και με «μια επαναδιαπραγμάτευση του συντονισμού των δύο μερών της σύνταξης για το πώς τελικά θα επιτευχθεί με καλύτερο τρόπο η αναδιανομή».

Όπως έχω προσπαθήσει να εξηγήσω αλλού («Βιώσιµες και δίκαιες συντάξεις σε µια ανοιχτή κοινωνία», Athens Review of Books, Φεβρουάριος 2010), η εμμονή στην ανεύρεση πρόσθετων πόρων μπορεί να ακούγεται «προοδευτική» (και να ικανοποιεί όσους μάχονται για να μην αλλάξει τίποτε), προσκρούει όμως στο γεγονός ότι πρόσθετοι πόροι της τάξης του 15% του ΑΕΠ απλώς δεν υπάρχουν. Η θεσμοθέτηση ειδικού φόρου για τις συντάξεις (κατά το πρότυπο του γαλλικού CSG) που εισηγείται ο Στεργίου έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο της επιλογής για κρατική επιδότηση των συντάξεων κοινωνικής ασφάλισης, όπως δηλ. στη Γαλλία ή (πολύ πιο άναρχα) στο σύστημα που ισχύει στην Ελλάδα. Το πρόβλημα είναι ότι η επιλογή αυτή δεν συνιστά καθόλου «νέα αρχιτεκτονική», αλλά αναπαλαίωση της σημερινής. Ο πραγματικός διαχωρισμός αλληλεγγύης και ασφάλισης είναι ασύμβατος με τη διαιώνιση τέτοιου είδους επιδοτήσεων, ενώ επιβάλλει τη συγκέντρωση της κρατικής χρηματοδότησης στη βασική σύνταξη. Παρεμπιπτόντως, μια τέτοια ορθολογική δομή καθιστά περιττή την επιβολή ειδικού φόρου: 4% του ΑΕΠ – όσο περίπου το σύνολο της (άναρχα κατανεμημένης) κρατικής δαπάνης για συντάξεις σήμερα – είναι μάλλον επαρκές για τη χρηματοδότηση ακόμη και μιας καθολικής βασικής σύνταξης («ασυγχώρητη σπατάλη» κατά τον πρόεδρο της επιτροπής).

Τέλος, το παράρτημα περιγράφει άλλη μια πρόταση για την αρχιτεκτονική του συστήματος, από τον εκπρόσωπο της ΕΣΕΕ Δημήτρη Μπούρλο. Και εδώ παρατηρείται μια εμμονή στην πάση θυσία διατήρηση της σημερινής δομής. Η ΕΣΕΕ αποδέχεται μεν τον προτεινόμενο διαχωρισμό προνοιακών και ασφαλιστικών παροχών, αλλά «στο βαθμό που δεν περιορίζει και εξαντλεί τις υποχρεώσεις του Κράτους στην εξασφάλιση μόνο των πρώτων». Για αυτό, προτείνει η βασική σύνταξη να αποτελεί τη βάση υπολογισμού της σύνταξης, όχι προνοιακή προσθήκη σε αυτή, δηλ. να χορηγείται μόνο με τη χορήγηση αναλογικής σύνταξης και ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων. Μια (άλλη) προνοιακή σύνταξη θα χορηγείται στους ανασφάλιστους. Επί πλέον, η ΕΣΕΕ ζητά το αναλογικό τμήμα της σύνταξης να καταβάλλεται ακόμη και όταν δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης (σήμερα 15 έτη). Και πάλι, αυτό είναι μεν λογικό, αλλά μόνο εάν δεχθούμε την κατάργηση των κατώτατων ορίων, άρα την υπέρβαση του συστήματος, και τη συγκέντρωση της κρατικής συμμετοχής σε μια χωριστή βασική σύνταξη. Διαφορετικά, δεν πρόκειται παρά για έκκληση για βελτιωμένες συντάξεις των ταμείων, με διατήρηση (δηλ. αύξηση) της επιχορήγησης των τελευταίων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Προφανώς, κάτι τέτοιο θα ακύρωνε πλήρως τον διαχωρισμό προνοιακών και ασφαλιστικών παροχών, ενώ θα ανακύκλωνε τις αδικίες και τα ελλείμματα του σημερινού συστήματος.

Συμπερασματικά, τα δύο κείμενα (πόρισμα + παράρτημα) που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την επιτροπή ειδικών, παρότι εμπλουτίζουν σημαντικά τις διαθέσιμες επεξεργασίες για τη μεταρρύθμιση των συντάξεων, απέχουν αρκετά από το να υποστηρίζουν τις αναγκαίες λύσεις με την απαιτούμενη ένταση και σαφήνεια. Η συμβολή του προέδρου της επιτροπής, με όλο το βάρος της θέσης του, παρότι πολύτιμη σε πολλά σημεία, πάσχει σε κρίσιμα σημεία από αμφισημίες που αντί να διευκολύνουν τις πολιτικές επιλογές επιτείνουν τη γενική σύγχυση.

Αντίθετα, οι προτάσεις Τσακλόγλου και Παπαρρηγοπούλου αποτελούν άρτιες επεξεργασίες της «σύνταξης του πολίτη» και της «ελάχιστης εγγυημένης σύνταξης» αντιστοίχως, με όλα τα υπέρ και τα κατά του καθενός από τους δύο αυτούς τύπους βασικής σύνταξης. Η υιοθέτηση οποιασδήποτε από τις δύο επιλογές, σε συνδυασμό με την ανταποδοτική σύνταξη που και οι δύο προτείνουν, θα συνιστούσε θεαματική βελτίωση σε σχέση με το υπάρχον σύστημα, τόσο με όρους οικονομίας όσο και με όρους δικαιοσύνης.

Η σκυτάλη τώρα περνά στην κυβέρνηση. Η συνέχεια σε επόμενο τεύχος.

La crisi greca – e quella europea

Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Απρίλιος 2010)

La trattativa del governo greco con gli altri governi di “Eurolandia” (cioè degli stati membri della zona euro) nel vertice del 25 marzo si è ormai conclusa. Le decisioni prese dall’asse Berlino-Parigi, sottoscritte poi dagli altri governi, hanno consequenze importanti per il futuro dell’Europa, oltre a quello della Grecia. Vediamo un po’ perchè.

Il problema di fondo è ovviamente il deficit e il debito massicci della Grecia. La posizione ufficiale del governo greco dall’inizio della trattativa è stata che il paese non chiede aiuti diretti – e non è difficile immaginare come questa posizione fu influenzata dalla certezza che tali aiuti erano comunque poco probabili. Invece, la Grecia ha chiesto l’intervento dell’Europa affinchè essa possa rifinanziare il suo debito a tassi d’interesse meno proibitivi di quelli attuali.

Certo, se i mercati non sono disposti ad investire su titoli di stato greci se non al 6% (rispetto al 3% dei titoli tedeschi e al 4% di quelli italiani), questo è legato non tanto a una sorta di anti-ellenismo dei mercati finanziari, ma piuttosto alle prospettive non proprio brillanti dell’economia greca. Dall’altra parte, il governo greco ha già varato misure restrittive molto pesanti: deve essere la prima volta nella sua storia che lo stato greco taglia gli stipendi pubblici. Queste misure rischiano di rivelarsi inutili se il relativo risparmio viene usato non per ridurre il disavanzo dello stato e per promuovere il rilancio dell’economia, ma semplicimente per pagare gli interessi altissimi che stanno richiedendo i mercati per continuare a finanziare il debito greco.

Per evitare questo circolo vizioso, il governo greco ha agitato lo spauracchio di un ricorso al Fondo monetario internazionale, sperando che questa prospettiva – certamente imbarazzante per l’Europa – avrebbe accelererato la ricerca di un accordo sul piano europeo di assistenza alla Grecia. Il problema è che i principali destinatari di questo bluff, cioè i tedeschi, non hanno abboccato: “se la Grecia vuol chiedere l’intervento dell’Fmi, forse questa è la soluzione più idonea”, era la mossa d’apertura del governo tedesco alla vigilia del consiglio europeo del 25 marzo.

Come al solito, la posizione tedesca è stata letta in Grecia in chiave anti-ellenico. Ma dal punto di vista tedesco, come ha spiegato Guido Westerwelle (vicecancelliere, ministro degli affari esteri e capo del partito liberal-democratico), gli aiuti facili alla Grecia avrebbero semplicemente indotto all’abbandono delle riforme necessari da parte del governo greco – e, aggiungerei io, all’allegro rimesso in moto di tutti i circoli viziosi greci. Come dargli torto?

Dall’altra parte, la crisi greca assume un significato che va ben oltre il destino della Grecia. Di per se, questo destino ha un’importanza relativamente marginale (tranne ovviamente per noi greci). Al 4% del prodotto interno lordo europeo, l’economia greca non conta molto all’interno di quella europea – anche se il debito greco, a quasi 300 miliardi, è sufficientemente grosso da scatenare una crisi finanziaria. Ma il problema maggiore è un altro: la crisi greca non solo ha svelato le debolezze dell’intero sistema produttivo del paese; allo stesso tempo, ha messo in evidenza anche i limiti della stessa architettura dell’euro, e dell’Unione economica e monetaria.

La stabilità di questa unione – più monetaria che economica – viene minacciata non solo dai deficit cronici dei monelli (oggi la Grecia, domani la Spagna, dopodomani forse l’Italia), ma anche dai surplus cronici dei primi di classe (la Germania in testa). Sia gli uni che gli altri sono le due facce della medaglia: come farà la Francia a ridurre il suo deficit (previsto di arrivare al 9% del Pil nel 2010), se il governo tedesco insiste sulla sua strategia di moderazione salariale sul fronte interno? Contenere i salari tedeschi giova senz’altro alla competitività tedesca, e contribuisce al surplus del suo bilancio esterno – ma allo stesso momento comprime la domanda domestica della Germania e contribuisce ai deficit dei suoi partner europei.

In altre parole, la strategia tedesca dei costi bassi rende più arduo il tentativo degli altri di far ripartire le loro economie tramite l’export al mercato tedesco. L’unica via possibile è la svalutazione competitiva – non della loro moneta (questo non è più consentito all’interno della zona euro) – ma dei salari. Si tratterebbe di un ritorno al nazionalismo economico degli anni trenta, e sappiamo tutti come è andata a finire allora. Come minimo, l’adozione da tutti della strategia di svalutazione competitiva (strategia beggar thy neighbour, come dicono gli anglosassoni) porterebbe inevitabilmente alla fine della stessa Uem e della moneta comune.

Visto così, un piano europeo di assistenza alla Grecia era necessario per evitare questa prospettiva, e “per non esporre l’euro al rischio di reazioni a catena, che ne pregiudicherebbero la sopravvivenza”. Ma, come sottolineano gli economisti italiani Baglioni e Bordignon, da solo non basta: “Una revisione del Patto di stabilità e un maggiore coordinamento delle politiche economiche, dalle politiche salariali a quelle macroeconomiche e fiscali, è condizione indispensabile perchè l’Unione sopravviva.”

Alla fine, dalla partita che si è svolta negli ultimi giorni a Bruxelles e le altre capitali europei sono emerse due novità. La prima è che adesso esiste uno strumento per poter gestire le crisi finanziarie di un paese membro: il meccanismo dei prestiti governativi e bilaterali, con la partecipazione del Fmi. Questo strumento interessa direttamente la Grecia, almeno come una “rete di sicurezza”.

L’accordo su questo nuovo strumento era preceduto dalla decisione di Jean-Claude Trichet, presidente della Banca centrale europea, di accettare i titoli di stato greci come garanzie per i finanziamenti della Bce al sistema bancario greco – a prescindere dalle valutazioni delle agenzie di rating. Si spera che questo avrà un effetto calmante sulle pressioni dei mercati sui bond greci.

La seconda novità è la decisione del consiglio europeo di rafforzare il “governance” economico della Ue e l’approfondimento dell’unione monetaria. Come ha spiegato lo stesso Trichet, dell’acronimo “Uem” (Unione economica e monetaria) è il momento di renderne visibile anche la lettera “e”, cioè l’unione economica. Ovviamente, siamo ancora (molto) lontani da un vero e proprio governo economico europeo. Ma l’Europa ha dato una prova (anche se, come al solito, abbastanza sofferta) della sua volontà di aprirsi al nuovo tema del tanto auspicato coordinamento delle politiche economiche, almeno all’interno della zona euro.