Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «dimart». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «dimart». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Μαΐου 2021

Παραλία με πετραδάκια


Απόσπασμα από το βιβλίο Trieste sottosopra («Τεργέστη άνω-κάτω»), του Mauro Covacich (σελίδα 88). Αναρτήθηκε στον ιστότοπο για τον πολιτισμό «dimart» (Τρίτη 25 Μαΐου 2021).


Ανάμεσα στην όγδοη και στην ένατη δημοτική πλαζ –μετρώντας πάντα όπως ερχόμαστε από το Miramare–, υπάρχει μια παραλία με πετραδάκια, γεμάτη από μυξιάρικα με κουβαδάκι και φτυάρι. Αυτό το σημείο της ακτής μαζεύει νεαρά ζευγάρια με παιδιά, και πρόσφατα προτιμάται από όλο και περισσότερους Σέρβους, ίσως επειδή τα ρηχά νερά ταιριάζουν με την όχι πολύ μεγάλη εξοικείωση αυτού του λαού με τη θάλασσα και με το κολύμπι γενικά. Η κοινότητά τους παγιώθηκε στην πόλη κυρίως τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν όλες οι οικοδομικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν Σέρβους εργάτες. Κατά τις έξι ή επτά το απόγευμα καταφθάνουν με τα λιγοστά τους πράγματα. Οι γυναίκες κρατούν τα παιδιά από το χέρι. Οι άνδρες έχουν ακόμη υπολείμματα σοβάδων στα μαλλιά, περπατάνε φουσκώνοντας μπρατσάκια για τα πιο μικρά. Εδώ, ανάμεσα στην τονωτική ομορφιά των νεαρών μαμάδων της Τεργέστης, έχουν φτιάξει μια ωραία παρέα τακτικών θαμώνων. Κάθονται κοντά ο ένας στον άλλον, γελάνε, αστειεύονται, δείχνουν την ίδια χαρά που πρέπει να δείχναμε εμείς οι Ιταλοί στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ένας από αυτούς έχει ξεχάσει το μαγιώ, και ανάμεσα στα γέλια των φίλων του πέφτει στο νερό με τα εσώρουχα, με την έκφραση του αόρατου ανθρώπου. Ένας άλλος πληρώθηκε τα αναδρομικά και κερνάει μπύρες από το περίπτερο. Είναι περίπου τριάντα χρονών, αλλά είναι τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτεροι από τους δικούς μας τριαντάρηδες. Αδύνατον να μην ζηλέψεις τα χαλασμένα τους δόντια, την ευτυχία τους.

29 Απριλίου 2018

Οι ήττες πονάνε

Αναρτήθηκε στον ιστότοπο για τον πολιτισμό «dimart» (Κυριακή 29 Απριλίου 2018).

Είναι το πρωί της επόμενης μέρας. Έχω κλειδώσει το ποδήλατο, έχω αγοράσει την Corriere με τη Lettura, το κυριακάτικο ένθετο για τις τέχνες και τα γράμματα, και διαβάζω τα αθλητικά όρθιος στη μπάρα του αστικού καφέ, τρώγοντας κρουασάν και πίνοντας καπουτσίνο. Πίσω μου περιμένουν να σερβιριστούν δύο κυρίες μεγάλης ηλικίας, καλοντυμένες και περιποιημένες. «Τελικά έχασε η Ίντερ; Μα έπαιζε τόσο ωραία!» Γυρίζω χαμογελώντας πικρά. «Ναι κυρία μου, έχασε – και ναι, πράγματι έπαιζε ωραία. Οι ήττες πονάνε.» (Κατά κυριολεξία, στη γλώσσα του τόπου: «Οι ήττες καίνε».)

Η τελευταία ήττα που πόνεσε ήταν φυσικά το 2-3 με την αντιπαθητική Γιουβέντους, την αιώνια ευνοημένη των διαιτητών, το προηγούμενο βράδυ. Το Σαν Σίρο κατάμεστο: 78.328 εισιτήρια (5,3 εκατομμύρια ευρώ εισπράξεις). Οι οπαδοί της φιλοξενούμενης στο πέταλο, αλλά και σκόρπιοι ανάμεσα στους υπόλοιπους θεατές: φοράνε φανέλες της ομάδας τους, και δεν φοβούνται να πανηγυρίσουν τα γκολ, υπό τα θλιμμένα αλλά όχι απειλητικά βλέμματα των υποστηρικτών της Ίντερ.

Το πρώτο ημίχρονο είναι τραγικό για την Ίντερ. Δέχεται νωρίς γκολ, μένει με έναν παίκτη λιγότερο, δέχεται δεύτερο γκολ που ευτυχώς ακυρώνεται λόγω (καθαρού) οφσάιντ. Το στάδιο δεν διαμαρτύρεται τόσο για την (αυστηρή) αποβολή του Βεσίνο, όσο για την διπλή άρνηση του διαιτητή να εφαρμόσει τα ίδια μέτρα και σταθμά, σε δύο διαφορετικές φάσεις, δίνοντας δεύτερη κίτρινη στον Πιάνιτς σε ισάριθμα σκληρά φάουλ στον Ραφίνια. Οι οπαδοί της Ίντερ αντιδρούν ξεσπώντας σε ειρωνικά χειροκροτήματα, στραμμένοι προς το πέταλο των οπαδών της Γιουβέντους.

Στο δεύτερο ημίχρονο βλέπουμε μια Ίντερ μεταμορφωμένη: «Με δέκα παίκτες, παίζει με κουράγιο, δύναμη, σφρίγος και ενθουσιασμό» όπως γράφει η σοβαρή εφημερίδα. Είναι μια Ίντερ «garibaldina». Ανατρέπει το σκορ μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, με ένα γκολ του Ικάρντι και άλλο ένα αυτογκόλ του αμυντικού της Γιουβέντους, ενδεικτικό της πίεσης, αγωνιστικής και ψυχολογικής, που ασκεί η Ίντερ. Διατηρεί το προβάδισμα, χωρίς μεγάλη δυσκολία αλλά και χωρίς άλλες δυνάμεις, μέχρι τρία λεπτά πριν από το τέλος. Τότε η Γιουβέντους, ψυχρή και κυνική, πετυχαίνει δύο γκολ σε ενάμιση λεπτό, «αρπάζοντας τη νίκη από τα σαγόνια της ήττας», όπως λένε οι Εγγλέζοι.

Στο δρόμο του γυρισμού με τον Έ. είμαστε σε θυμόσοφο mood. Του μιλάω για κάποιες άλλες ήττες που είχαν πονέσει. Από το 4-4 με τον Ολυμπιακό (14-15 στα πέναλτυ) το 2009, έως το 1-0 στην Τούμπα το 1976. Ακόμη θυμάμαι το μακρύ ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα, με τον πατέρα μου μάταια να προσπαθεί να με παρηγορήσει, οδηγώντας στην Εθνική Οδό μέσα στη νύχτα. Ο Έ. χαμογελάει πικρά. Είναι σαν να βλέπω το αόρατο νήμα, πάνω από τη θάλασσα και πάνω από τον χρόνο, που τον συνδέει με τον λατρεμένο του παππού (και ίσως, γιατί όχι, και με τον μπαμπά του), με την άλλη μια από τις δύο πατρίδες του, με την άλλη μια από τις δυο ομάδες της καρδιάς του.

Δεν του μιλάω για τις διαφορετικές ήττες μας, που και εκείνες είχαν πονέσει τόσο πολύ. Για τις εκλογές του 1977 και του 1981. Για την αποτυχία της ΕΑΡ. Για τον εκφυλισμό του Συνασπισμού. Για την ταχεία μετάλλαξη της ΔΗΜΑΡ από ελπίδα της δημοκρατίας σε φαρσοκωμωδία της δεκάρας. Για την επικράτηση της χειρότερης Ελλάδας: ενός αμόρφωτου πρωθυπουργού και του χυδαίου φίλου του με τις στολές παραλλαγής, των τσαρλατάνων υπουργών τους, των ανίκανων ή/και θρησκόληπτων ανόητων σε θέσεις ευθύνης, των στελεχών που περιμένουν τη σειρά τους για να διοριστούν κι αυτοί σε κάποια θεσούλα, των απλών οπαδών που παρηγορούνται με τη σκέψη ότι «και οι άλλοι ίδιοι ήταν», σε ένα απέραντο τοπίο παρακμής, σε μια χώρα φοβισμένων και μνησίκακων ανθρώπων.

Πώς να του μιλήσω για όλα αυτά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρει όλα.

Τελειώνω τον καφέ, μαζεύω την εφημερίδα (και τα γυαλιά πρεσβυωπίας), χαιρετάω τις δύο κυρίες. «Καλή Κυριακή παιδί μου. Και ας ελπίσουμε ότι την άλλη φορά η Ίντερ θα κερδίσει, όπως άλλωστε της αξίζει.»

13 Ιανουαρίου 2013

Τι διάβασα στις γιορτές

Αναρτήθηκε στον ιστότοπο για τον πολιτισμό «dimart» (Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013).

Το ξέρω ότι οι εκθέσεις ιδεών τύπου «τι έκανα στις διακοπές μου» είναι από αδιάφορες έως εντελώς εκνευριστικές. Αλλά επειδή ποτέ δεν κατάφερα να γίνω μέλος μιας λέσχης ανάγνωσης μου έχει μείνει το απωθημένο.
Λοιπόν, έχουμε και λέμε (κατά χρονική σειρά):

* Massimo Carlotto «Respiro corto» (Einaudi, 2012)
Συναρπαστικό noir μυθιστόρημα από τον δημιουργό του «Αλιγάτορα» (ιδιωτικού ντετέκτιβ στη βορειοανατολική Ιταλία, πολέμιου της νέας εγκληματικότητας των αδίστακτων μαφιόζικων οργανώσεων, με τη συνεργασία τέως αριστεριστών νυν άσσων της πληροφορικής αλλά και gentlemen του υποκόσμου), αρκετές ιστορίες του οποίου έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. Το Respiro corto φαίνεται να εγκαινιάζει νέο κύκλο, με άλλους πρωταγωνιστές, σε άλλο τόπο: στη Μασσαλία - σταυροδρόμι μεταναστευτικών ροών, κέντρο του διεθνούς εμπορίου ναρκωτικών, πόλη των εκρηκτικών κοινωνικών προβλημάτων και πρωτεύουσα της πολιτικής διαφθοράς.

* Tony Judt «Ill fares the land» (Penguin, 2010)
Παθιασμένη κριτική των αποτυχιών του νεοφιλελευθερισμού και συνηγορία υπέρ της κεϋνσιανής-σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης της «χρυσής τριακονταετίας» 1945-1975. Το τελευταίο βιβλίο του μεγάλου Βρετανού ιστορικού (καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης), εάν εξαιρέσει κανείς το εντυπωσιακό αυτοβιογραφικό «The Memory Chalet». Πρόκειται για μια εκτεταμένη ανάλυση των θεμάτων που ο Judt είχε θίξει για πρώτη φορά στο θρυλικό άρθρο του «What is living and what is dead in social democracy?» στο περιοδικό The New York Review of Books τον Δεκέμβριο 2009, και το οποίο είχε δημοσιευθεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη σοσιαλδημοκρατία;» στο περιοδικό The Books' Journal (Δεκέμβριος 2010). Κυκλοφορεί και στα ελληνικά (αλλά κοστίζει αρκετά περισσότερο).

* Πέτρος Μάρκαρης «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» (Γαβριηλίδης, 2012)
Στο τελευταίο - και καλύτερο - μέρος της «τριλογίας της κρίσης», ο Μάρκαρης μας μεταφέρει σε μια δυστοπική Ελλάδα του 2014: η χώρα έχει επιστρέψει στη δραχμή, οι συνεχείς υποτιμήσεις μειώνουν και άλλο το βιοτικό επίπεδο, επικρατεί πολιτική αστάθεια, ενώ στους δρόμους κάνουν κουμάντο οι συμμορίες της άκρας δεξιάς. Με υπόβαθρο το γενικευμένο χάος, κάποιος ή κάποιοι φαίνεται να έχουν βαλθεί να εξοντώσουν εμβληματικές φυσιογνωμίες της «γενιάς του Πολυτεχνείου»: έναν επιχειρηματία, έναν πανεπιστημιακό και έναν συνδικαλιστή, έντονα διαπλεκόμενοι και βαθειά διεφθαρμένοι και οι τρεις τους. Εν τω μεταξύ, παράλληλα τόσο με τη βασική αφηγηματική γραμμή όσο και με τη «μεγάλη ιστορία» της κρίσης, οι ήρωες του Μάρκαρη, μερικοί γνώριμοι (ο Χαρίτος, η Αδριανή, η Κατερίνα, ο Ζήσης) και μερικοί καινούριοι (τα παιδιά του Ασύλου και του internet radio της Ελπίδας), αποδεικνύουν ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες μπορεί κανείς να επιβιώνει με αξιοπρέπεια.

* Heinrich A. Winkler «Βαϊμάρη: η ανάπηρη δημοκρατία» (Πόλις, 2011)
Διάβασα καθυστερημένα - και σχεδόν απνευστί - το εξαιρετικό αυτό βιβλίο (δείτε την παρουσίαση της Μαρίας Τοπάλη, από την οποία το δανείστηκα). Οι ανακλαστικές μεταφορές στην Ελλάδα του Μνημονίου δεν έχουν πολύ νόημα. Όμως, η εμπειρία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-1933), όπως άλλωστε και εκείνη της Β' Ισπανικής Δημοκρατίας (1931-1939), δείχνουν τι μπορεί να συμβεί - και τι συνήθως συμβαίνει - όταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η συνταγματική νομιμότητα διαθέτουν ασθενή υποστήριξη και αμφισβητούνται διαρκώς, όταν η υπονόμευση τους αποτελεί προγραμματικό - και ανοιχτά διακηρυγμένο στόχο - υπολογίσιμων πολιτικών δυνάμεων, και όταν η κοινή γνώμη σιγά-σιγά εξοικειώνεται με το συνδυασμό «νόμιμων» και βίαιων πρακτικών που απαιτείται για μια τέτοια υπονόμευση. Και οι δύο Δημοκρατίες του μεσοπολέμου κατέρρευσαν υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης που όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις, της πολιτικής αστάθειας που δυσφήμησε τον κοινοβουλευτισμό, της προθυμίας των γαιοκτημόνων και (κάποιων) βιομηχάνων να «χρησιμοποιήσουν» τις συμμορίες της άκρας δεξιάς, αλλά και της ιδιοποίησης παραδοσιακών αντιλήψεων περί «εθνικής αποστολής» εκ μέρους των νέων εθνοσωτήρων. Κατέρρευσαν όμως επίσης υπό το βάρος της αδυναμίας των αστών φιλελεύθερων, καθώς και εξ αιτίας της διάσπασης της αριστεράς σε ένα επαναστατικό κομμάτι (που περιφρονούσε τη Δημοκρατία και δούλευε για την ανατροπή της) και ένα μετριοπαθέστερο (αλλά επιρρεπές στον τακτικισμό και ενίοτε υπερβολικά έτοιμο να προσφύγει στην κρατική βία κατά των αντιπάλων της νομιμότητας).

* Peter Bofinger «Επιστροφή στο μάρκο; Η Γερμανία χρειάζεται το ευρώ» (Πόλις, 2012)
Το τελευταίο βιβλίο του Γερμανού οικονομολόγου, καθηγητή στο Würzburg και μέλους του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας, απευθύνεται στο ευρύ κοινό: είναι γραμμένο απλά, αν και χωρίς καμμία έκπτωση επιστημονικότητας. Χάρη στη μετάφραση της Ελίζας Παπαδάκη, διαβάζεται και στα ελληνικά με μεγάλη ευκολία. Ο Bofinger βρίσκεται στον αντίποδα της οικονομικής ορθοδοξίας στη χώρα του (και στον υπόλοιπο κόσμο). Ως καλός κεϋνσιανός ασκεί σφοδρή κριτική στα προγράμματα λιτότητας, θυμίζοντας στους συμπατριώτες του ότι η εμμονή του καγκελαρίου Brüning (1931-1932) στη μείωση των κρατικών δαπανών αμέσως μετά το Κραχ του '29 οδήγησε σε απότομη αύξηση της ανεργίας και υπερπληθωρισμό. Ως καλός Ευρωπαίος, εξηγεί στους αναγνώστες γιατί η επιβίωση του ευρώ είναι προς το συμφέρον και της Γερμανίας, και γιατί αυτή μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με οικονομική ενοποίηση, όχι μόνο νομισματική: δηλ. με στενότερη συνεργασία και στη δημοσιονομική πολιτική. Η τελευταία – σημειωτέον – θα σημαίνει και αυστηρή (όχι όμως εκδικητική) επιτήρηση των χωρών που παραβιάζουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει. Μάλιστα, το σχετικό κεφάλαιο για την Ελλάδα κάνει εντύπωση για την «ακριβοδικία» του: ούτε ανέχεται τα στερεότυπα και τις υπερβολές που χαρακτηρίζουν τη δημόσια συζήτηση (και) στη Γερμανία, ούτε όμως χαρίζεται στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό από τις εγχώριες πολιτικές ελίτ (της Ελλάδας). Το βιβλίο καταλήγει με μια πειστική συνηγορία για μια καλύτερη αρχιτεκτονική της ζώνης του ευρώ, και περισσότερη αλληλεγγύη στην Ευρώπη.

Είναι ικανές οι πολιτικές δυνάμεις (και ιδίως εκείνες της αριστεράς) στην Ελλάδα να συστρατευθούν για την ενίσχυση του κύρους και της αξιοπιστίας των δημοκρατικών θεσμών, ακόμη και όταν συγκρούονται σφοδρά μεταξύ τους για το περιεχόμενο της πολιτικής που ακολουθείται;
Είναι ικανές οι πολιτικές δυνάμεις (και ιδίως εκείνες της αριστεράς) στην Ευρώπη να εργαστούν για να αλλάξει η agenda της δημόσιας πολιτικής, να αναχαιτιστεί η ύφεση και να αντιστραφεί η αυξανόμενη δυσπιστία και η αναζωπύρωση των στερεοτύπων μεταξύ των λαών της Ευρώπης;
Αυτά είναι τα κρίσιμα ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουμε καταφατικά ώστε να αποφύγουμε τόσο την κατάληξη του δοκιμίου του Winkler όσο και τη δυστοπία του μυθιστορήματος του Μάρκαρη.