Αναρτήθηκε στον ιστότοπο για τον πολιτισμό «dimart» (Κυριακή 29 Απριλίου 2018).
Είναι το πρωί της επόμενης μέρας. Έχω κλειδώσει το ποδήλατο, έχω αγοράσει την Corriere με τη Lettura, το κυριακάτικο ένθετο για τις τέχνες και τα γράμματα, και διαβάζω τα αθλητικά όρθιος στη μπάρα του αστικού καφέ, τρώγοντας κρουασάν και πίνοντας καπουτσίνο. Πίσω μου περιμένουν να σερβιριστούν δύο κυρίες μεγάλης ηλικίας, καλοντυμένες και περιποιημένες. «Τελικά έχασε η Ίντερ; Μα έπαιζε τόσο ωραία!» Γυρίζω χαμογελώντας πικρά. «Ναι κυρία μου, έχασε – και ναι, πράγματι έπαιζε ωραία. Οι ήττες πονάνε.» (Κατά κυριολεξία, στη γλώσσα του τόπου: «Οι ήττες καίνε».)
Η τελευταία ήττα που πόνεσε ήταν φυσικά το 2-3 με την αντιπαθητική Γιουβέντους, την αιώνια ευνοημένη των διαιτητών, το προηγούμενο βράδυ. Το Σαν Σίρο κατάμεστο: 78.328 εισιτήρια (5,3 εκατομμύρια ευρώ εισπράξεις). Οι οπαδοί της φιλοξενούμενης στο πέταλο, αλλά και σκόρπιοι ανάμεσα στους υπόλοιπους θεατές: φοράνε φανέλες της ομάδας τους, και δεν φοβούνται να πανηγυρίσουν τα γκολ, υπό τα θλιμμένα αλλά όχι απειλητικά βλέμματα των υποστηρικτών της Ίντερ.
Το πρώτο ημίχρονο είναι τραγικό για την Ίντερ. Δέχεται νωρίς γκολ, μένει με έναν παίκτη λιγότερο, δέχεται δεύτερο γκολ που ευτυχώς ακυρώνεται λόγω (καθαρού) οφσάιντ. Το στάδιο δεν διαμαρτύρεται τόσο για την (αυστηρή) αποβολή του Βεσίνο, όσο για την διπλή άρνηση του διαιτητή να εφαρμόσει τα ίδια μέτρα και σταθμά, σε δύο διαφορετικές φάσεις, δίνοντας δεύτερη κίτρινη στον Πιάνιτς σε ισάριθμα σκληρά φάουλ στον Ραφίνια. Οι οπαδοί της Ίντερ αντιδρούν ξεσπώντας σε ειρωνικά χειροκροτήματα, στραμμένοι προς το πέταλο των οπαδών της Γιουβέντους.
Στο δεύτερο ημίχρονο βλέπουμε μια Ίντερ μεταμορφωμένη: «Με δέκα παίκτες, παίζει με κουράγιο, δύναμη, σφρίγος και ενθουσιασμό» όπως γράφει η σοβαρή εφημερίδα. Είναι μια Ίντερ «garibaldina». Ανατρέπει το σκορ μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, με ένα γκολ του Ικάρντι και άλλο ένα αυτογκόλ του αμυντικού της Γιουβέντους, ενδεικτικό της πίεσης, αγωνιστικής και ψυχολογικής, που ασκεί η Ίντερ. Διατηρεί το προβάδισμα, χωρίς μεγάλη δυσκολία αλλά και χωρίς άλλες δυνάμεις, μέχρι τρία λεπτά πριν από το τέλος. Τότε η Γιουβέντους, ψυχρή και κυνική, πετυχαίνει δύο γκολ σε ενάμιση λεπτό, «αρπάζοντας τη νίκη από τα σαγόνια της ήττας», όπως λένε οι Εγγλέζοι.
Στο δρόμο του γυρισμού με τον Έ. είμαστε σε θυμόσοφο mood. Του μιλάω για κάποιες άλλες ήττες που είχαν πονέσει. Από το 4-4 με τον Ολυμπιακό (14-15 στα πέναλτυ) το 2009, έως το 1-0 στην Τούμπα το 1976. Ακόμη θυμάμαι το μακρύ ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα, με τον πατέρα μου μάταια να προσπαθεί να με παρηγορήσει, οδηγώντας στην Εθνική Οδό μέσα στη νύχτα. Ο Έ. χαμογελάει πικρά. Είναι σαν να βλέπω το αόρατο νήμα, πάνω από τη θάλασσα και πάνω από τον χρόνο, που τον συνδέει με τον λατρεμένο του παππού (και ίσως, γιατί όχι, και με τον μπαμπά του), με την άλλη μια από τις δύο πατρίδες του, με την άλλη μια από τις δυο ομάδες της καρδιάς του.
Δεν του μιλάω για τις διαφορετικές ήττες μας, που και εκείνες είχαν πονέσει τόσο πολύ. Για τις εκλογές του 1977 και του 1981. Για την αποτυχία της ΕΑΡ. Για τον εκφυλισμό του Συνασπισμού. Για την ταχεία μετάλλαξη της ΔΗΜΑΡ από ελπίδα της δημοκρατίας σε φαρσοκωμωδία της δεκάρας. Για την επικράτηση της χειρότερης Ελλάδας: ενός αμόρφωτου πρωθυπουργού και του χυδαίου φίλου του με τις στολές παραλλαγής, των τσαρλατάνων υπουργών τους, των ανίκανων ή/και θρησκόληπτων ανόητων σε θέσεις ευθύνης, των στελεχών που περιμένουν τη σειρά τους για να διοριστούν κι αυτοί σε κάποια θεσούλα, των απλών οπαδών που παρηγορούνται με τη σκέψη ότι «και οι άλλοι ίδιοι ήταν», σε ένα απέραντο τοπίο παρακμής, σε μια χώρα φοβισμένων και μνησίκακων ανθρώπων.
Πώς να του μιλήσω για όλα αυτά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρει όλα.
Τελειώνω τον καφέ, μαζεύω την εφημερίδα (και τα γυαλιά πρεσβυωπίας), χαιρετάω τις δύο κυρίες. «Καλή Κυριακή παιδί μου. Και ας ελπίσουμε ότι την άλλη φορά η Ίντερ θα κερδίσει, όπως άλλωστε της αξίζει.»