25 Δεκεμβρίου 2015

Από τις μεθυστικές αυταπάτες στην αμείλικτη πραγματικότητα

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015).

Το 2015 θα μείνει στην ιστορία της Ελλάδας ως μια από εκείνες τις χρονολογίες που σημαδεύουν την πορεία μιας χώρας – όχι μόνο στην κρίση των ιστορικών του μέλλοντος, αλλά και στη συνείδηση των ανθρώπων της εποχής. Πέντε χρόνια τοξικής δημαγωγίας (ότι τα προβλήματά μας θα λυθούν εύκολα όταν επιτέλους φύγουν από τη μέση οι υποτελείς που μας κυβερνούσαν μέχρις χθες) πέτυχαν το στόχο τους, φέρνοντας στην εξουσία το όχι-και-τόσο ετερόκλητο συνονθύλευμα που μας κυβερνά σήμερα. Θρησκόληπτοι εθνικιστές, διαχρονικοί οπαδοί του «Ρωσικού Κόμματος» (με τον Μπρέζνιεφ πριν, με τον Πούτιν τώρα), συνομιλητές «ένοπλων αγωνιστών», μικρομεσαία στελέχη προηγούμενων κυβερνήσεων με τεχνογνωσία στη διαχείριση της εξουσίας, ιδεολόγοι της ρήξης με τον καπιταλισμό.

Όλοι αυτοί συνυπάρχουν σε μια κυβέρνηση χωρίς πρόγραμμα – κανένα απολύτως: ούτε αντίθετο με το Μνημόνιο όπως ορκίζονταν στα μπαλκόνια και στα κανάλια, ούτε «παράλληλο» όπως ψελλίζουν στις συνεδρίασεις του Eurogroup, ούτε τίποτε. Με μόνη συγκολλητική ουσία τον βαθύ επαρχιωτισμό, με καταγωγή αντιϊμπεριαλιστική ή εθνικοφροσύνης, και με κοινό παρονομαστή τον πρωτόγονο αντιδυτικισμό. Και επειδή κυβερνητικό πρόγραμμα δεν διαθέτουν, ούτε καν κάποια ασαφή ιδέα προς τα πού περίπου πρέπει να κινηθεί η χώρα, αναδιπλώνονται στις παραδοσιακές συμπεριφορές των χειρότερων μεταπολεμικών κυβερνήσεων: κατάληψη του κράτους, με πρόσχημα τον πολιτικό έλεγχο και με λάφυρο θέσεις, αξιώματα, επιχειρηματικές συμφωνίες. Αντί για αξιοκρατία, αθρόοι διορισμοί ημετέρων, ακόμη και στη θέση επιτυχημένων στελεχών. Και αντί για εφαρμογή καθαρών κανόνων, μυστικές διευκολύνσεις σε ειδικά συμφέροντα κάθε λογής.

Εν τω μεταξύ, γύρω μας σιγά-σιγά ξυπνάει από το μεθύσι του ο αντιμνημονιακός λαός, το 65% των συμπατριωτών μας που ψήφισαν «Όχι» στο δημοψήφισμα: ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ, της Χρυσής Αυγής, της Ένωσης Κεντρώων, αλλά και της Νέας Δημοκρατίας του Σαμαρά, του Φαήλου και του Μπαλτάκου. Ο περιούσιος λαός, που νομίζει ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε κληρονομικό δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο αντίστοιχα υψηλό με την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Ότι μπορούμε να έχουμε κατανάλωση επιπέδου Βόρειας Αμερικής ακόμη και όταν οι θεσμοί μας (πολιτικό σύστημα, δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση) είναι επιπέδου Μέσης Ανατολής, η παραγωγική δομή της οικονομίας επιπέδου Βαλκανίων. Ότι μπορούμε να συμβαδίζουμε με την υπόλοιπη Ευρώπη ακόμη και όταν τα σχολεία μας και τα πανεπιστήμια παραμένουν απολιθωμένα στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Δεν θέλησε να δεχθεί ο (πάλαι ποτέ) αντιμνημονιακός λαός ότι η προηγούμενη ευμάρεια ήταν πλαστή, προτίμησε να ψάχνει για προδότες. Και τώρα που έφυγαν οι προηγούμενοι και ήρθαν οι καινούργιοι, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο να γίνει μόνιμη η καθίζηση των τελευταίων χρόνων. Και απομένει να κυττά γύρω του ζαλισμένος, ανήμπορος να βγάλει νόημα, άβουλος και παραιτημένος.

Όπως μετά από όλα τα μεθύσια, γύρω μας παντού συντρίμμια. Και άλλες χώρες πέρασαν Μνημόνιο, μόνο σε εμάς ήταν τόσο αυτοκαταστροφική η αντίδραση σε αυτό. Πόσο χρόνο θα πάρει να κλείσουν οι πληγές; Να ανοίξουν νέες επιχειρήσεις στη θέση όσων έκλεισαν, και όσων ακόμη φυτοζωούν; Να βρουν δουλειά οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι; Κανείς δεν ξέρει. Όσο για την κυβέρνηση, δείχνει να μην έχει καν αντιληφθεί το πρόβλημα. Προκειμένου να συνεχίσουν οι πελάτες της να βγαίνουν στη σύνταξη στα 55 ή και νωρίτερα (1/4 όσων συνταξιοδοτήθηκαν φέτος), αυξάνει τις ασφαλιστικές εισφορές. Προκειμένου να συνεχίσουν τα λιγνιτωρυχεία μας να ρυπαίνουν ανενόχλητα, υπόσχεται επιδοτήσεις. Προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε στο Δημόσιο, αναβαθμίζει τη μετριότητα σε επίσημη πολιτική του κράτους. Εξαγγέλλει αυξήσεις, επιβάλλει νέους φόρους. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Κάπως έτσι μπαίνει η χώρα στο 2016. Σε τροχιά απόκλισης από την υπόλοιπη Ευρώπη. Απόκλιση οικονομική: η Ελλάδα είναι πλέον το μοναδικό κράτος-μέλος της Ευρωζώνης που βρίσκεται ακόμη σε ύφεση. Απόκλιση πολιτική: ενώ στην Πορτογαλία και στην Ισπανία η αριστερά διαπραγματεύεται ή συνεργάζεται ήδη με τη «μνημονιακή» κεντροαριστερά, εδώ ο Τσίπρας βγάζει selfies με τον Καμμένο και φλερτάρει με τον Λεβέντη.

Υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε την παρακμή; Μπορούμε να συντονίσουμε και πάλι το βήμα μας με τις υπόλοιπες χώρες; Πάντοτε υπάρχει τρόπος. Ξέρουμε ακόμη και ποιος είναι: εκσυγχρονισμός και μεταρρυθμίσεις, παντού. Για κράτος δικαίου, δυναμική οικονομία, και κοινωνία συνοχής. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι ποιες πολιτικές δυνάμεις θα υιοθετήσουν αυτό το ανορθωτικό πρόγραμμα, θα το ενστερνιστούν με ειλικρίνεια και αυτοπεποίθηση, θα αγωνιστούν για να εφαρμοστεί. Ούτε ξέρουμε ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα το αποδεχθούν, θα πειστούν για αυτό, θα το υποστηρίξουν ενεργά.

Το μόνο που μας μένει είναι να ευχηθούμε ότι το 2016 θα φέρει στο προσκήνιο τις ζωντανές δυνάμεις που συνεχίζουν να εργάζονται με ακεραιότητα και ευσυνειδησία, τις ήρεμες φωνές που κάλυψαν οι οργισμένες κραυγές της τελευταίας πενταετίας. Είναι η μόνη μας ελπίδα. Άλλη δεν έχουμε.

6 Δεκεμβρίου 2015

The Eurozone crisis and the future of Europe as viewed from Greece

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο «openDemocracy» (Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015).

Having spent the best part of the last six years talking and writing about the Greek crisis, I often find myself wondering what else one might add to that subject. Then I realise that so many misconceptions still abound, even about basic facts, that to keep talking and writing (preferably with each other, rather than in parallel monologues), is our best bet for coming to terms with the crisis and its aftermath. After all, no successful resolution of any crisis is ever possible without a shared understanding of what went wrong and why – and without a common effort to ensure that next time we will know better.

Clearly, nowhere is this task more urgent than in Greece herself. On the one hand, because the country was far more affected by the European crisis than any other: in 2008-2014 the size of her economy shrank by an almost unprecedented 26%, compared to 8% in Italy and Portugal, and 6% in Spain. On the other hand, because since most Greeks like to think of ourselves as direct heirs of Socrates, they ought to feel especially bound by his imperative to “know ourselves”. Yet, looking at the current level of public debate in the country, a casual observer might be forgiven for thinking of Greeks what Talleyrand allegedly thought of the Bourbons: “They learned nothing, and forgot nothing”.

In fact, Greek have not forgotten the misery and humiliation of the last five years – and how could they? But neither do they appear to have collectively grasped that no country can live in perpetuity with a twin (i.e. government budget as well as current account) deficit at 15% of GDP apiece without something unpleasant happening next. Which explains why, as shown in the January and September general elections and the July referendum (all in the space of this year), the battle over the causes and implications of the Greek crisis has been decisively won by those who have managed to present it as a vast international conspiracy against a proud and blameless nation. No wonder that, as the country’s new rulers (and their voters) gradually come to realize that austerity cannot be simply voted out of existence, just like prosperity cannot be voted into existence, the prevailing mood is that of bad hangover, disbelief and resignation.

Of course, the retreat into comforting myths in the face of inconvenient truths is hardly confined to Greece. The spectacle of crowds occupying Constitution Square to shout “Not our debt”, their gross immaturity given pseudo-intellectual patina by university professors who should have known better (and who were later rewarded for their efforts with cabinet posts), had struck me as frankly embarrassing. But shouldn’t this also be said of politicians in northern member states shrugging off the Eurozone crisis as if it were a simple story of lazy and corrupt southerners living beyond their means? As if it were possible to have, in Kenneth Dyson’s words, “feckless debtors” without “reckless creditors”.

Be that as it may: faced with the dilemma of whether to acknowledge, and explain to their voters, that the European rescue of Greece was also, if not primarily, the rescue of over-exposed French and German banks by European taxpayers, politicians in creditor countries who should have known better consciously chose to keep quiet about that, and take instead the path of least resistance, reverting to the same tired (but so effective) clichés.

Does any of this matter? I think it does. Words matter: when they are uttered by influential politicians and opinion makers, they shape public perceptions; and when these perceptions become entrenched, they act as powerful constraints on politicians’ room for manoeuvre.

Looking back in order to look ahead: recognising past failures is painful, but also essential – if, that is, the deeper causes of the current crisis are to be addressed, systemic imbalances tackled, the costs of adjustment more broadly and fairly allocated, in the event of another crisis – perhaps inevitable, but hopefully less devastating.

My fellow economists, as we all know, have not been of great help in predicting the Great Recession, nor in preventing the Eurozone crisis – to put it very mildly. With the benefit of hindsight, many in the profession now accept that mainstream economics underestimated the destructive tendencies of unregulated finance. Closer to home, much damage has been done by ordoliberalism in Germany and elsewhere, with its narrow focus on fiscal deficits, its unshakeable faith on the magical properties of austerity, and its fixation on ‘beggar-thy-neighbour’ competitiveness. The ordoliberal toolkit has brought benefits to certain national economies – this much is true. But it has at the same time undermined European recovery.

Yet, the response to ordoliberalism has often been equally misguided. Take for instance the celebrated cases of Nobel laureates Joseph Stiglitz and Paul Krugman urging last summer the Greek government to exit the Euro and default . As even Mr Tsipras eventually came to realize, their advice, if heeded, would have had disastrous consequences. Reflating the economy via counter-cyclical demand management (i.e. an expansionary fiscal and incomes policy) might be a good way to engineer recovery in Europe. But as a recipe for Greece, following Grexit, it would merely set in motion the deadly spiral of economic decline: i.e. devaluation leading to inflation leading to erosion of real wages leading to lower living standards for all. The kind of thing we thought we had left behind for good when joining the Euro.

And this is the best scenario; the worst being the effective end of Greece’s ambition to be a European country for the foreseeable future, with all the implications this would have for Greek democracy in a context of economic decline and geopolitical anxiety. The fact that, after five long and miserable years of extreme austerity, closely associated in people’s minds with EU policies, support for the Euro within Greece  remains at around 70%, is a strong hint that ordinary Greeks intuitively understand the costs of Grexit better than most.

By the way, the sudden popularity of Keynesianism in Greece has always looked suspect to me. Yes: counter-cyclical demand management, an essential ingredient of the Keynesian economic doctrine, requiring an expansionary fiscal stance (higher spending and/or lower taxes), is often the appropriate response to a temporary downturn. But, by the same token, a restrictive fiscal stance (higher taxes and/or lower spending) is what counter-cyclical policy would imply during a boom. Not a trace of that in Greece, pre-crisis: amidst the euphoria of credit-driven prosperity, latter-day Keynesians were conspicuous by their absence.

At any rate, recent contributions by economists have changed the intellectual climate, and may even prove instrumental in bringing about a shift in policy as well, which is why they deserve the attention of a broader audience. Some have come out over the last few days. On 17 November, a team of IMF economists  explained why internal devaluation, i.e. “a boost to competitiveness not through an (external) devaluation of the currency but by internal means, such as wage cuts or wage moderation […] can only work well if supported by accommodative monetary policies. In the absence of such policies, wage moderation does not deliver much of a boost to output in the countries that are undertaking it, and also ends up lowering output in the Euro area as a whole”. Given that it was the IMF itself that, as part of the Troika, had urged internal devaluation upon Greece (via measures such as the 22% cut in the nominal rate of minimum wages in February 2012), the statement had the flavour of an explicit departure from, if not disavowal of, an earlier position.

On 20 November, “a dozen leading economists from across the spectrum” published a consensus narrative report , explaining that the main imbalances in the Eurozone were not fiscal but macroeconomic: as a matter of fact, all five GIIPS ran (sometimes large) current account deficits pre-crisis, while budget deficits were an issue only in Greece (and, to a far lesser extent, Portugal).

As the authors pointed out, the underlying causes of the Eurozone crisis were: (i) “Policy failures that allowed [fiscal and, especially, macroeconomic] imbalances to get so large”; (ii) “Lack of institutions to absorb shocks at the EZ level; and (iii) “Failings in real-time crisis mismanagement”. On the latter:

“It is worth breaking down this failure into three parts: Conceptual failures made it hard for EZ leaders to understand the consequences of their actions and inaction. In many ways, EZ policymakers developed their instincts when they were running small open economies. The Eurozone, as a large closed economy, requires quite a different mind-set. […] Political ‘conflicts of interest’ hindered collective action. By 2007, banks in EZ core nations were heavily invested in the debt of periphery nations. This inhibited some natural solutions, such as the writing down of Greek government debt in the early days of the Crisis […] Ill-adapted decision-making procedures produced half-measures that tended to fix short-run problems at the cost of stoking contagion.”

On 22 November, two Greek economists  teaching at Yale and London respectively, wrote a piece shifting attention to export under-performance as a neglected cause of the duration and depth of the recession in Greece (exports actually declined over much of the period). They also suggested that the focus of structural reforms was, at the very least, one-sided: while “labour markets have adjusted to the new economic environment, product markets have not adjusted, hindering the recovery of competitiveness”.

Structural reforms that were wrongly timed, or outright wrong, feature large in a discussion paper  published last week by the Centre for Economic Performance at LSE. The paper’s authors, Tito Boeri and Juan Francisco Jimeno, long-standing advocates of policies to tackle labour market segmentation in Italy and Spain, are highly critical of the reforms actually imposed on peripheral countries by European institutions (including the ECB), on the grounds that:

“Reforms were implemented: Under a pro-cyclical fiscal policy due to an ill-designed EU policy coordination framework; Giving too much weight to measures that promote wage moderation, implement reductions in severance pay, and increase the retirement age in the midst of a major recession; Ignoring other, potentially productivity-enhancing reforms, such as those eliminating contractual dualism; Not encouraging adjustment along the intensive margin via short-term work, working time accounts, and plant-level agreements; Not using actuarial reductions to pensions as a sustainable way to reduce labour market slack.”

Rather than the kind of ‘negative conditionality’ pursued over the last few years, the authors recommend the EU pursue ‘reforms under positive conditionality’ A good example of that would be the introduction of a European Unemployment Insurance Programme.

True, social insurance is best introduced when times are good, when the ‘veil of ignorance’ of who might in future benefit from its provisions encourages all to contribute. Too late for that now: with the veil of ignorance partially removed as a result of the Eurozone crisis, an EU-funded European Unemployment Insurance programme looks suspiciously like a Trojan horse for permanent fiscal transfers to Greece or Spain. But this need not be so: having a fiscal stabilizer in place when a region or a sector of the European economy is hit by an asymmetric shock is a sound idea, irrespective of who benefits. And – who knows? When China starts importing fewer goods manufactured in Germany, it could be workers in the Ruhrgebiet who suddenly become beneficiaries from such a programme.

On a related topic, in an article  published on 30 November, Peter Bofinger, a dissenting voice among German economists, argued that flat wages in his country actually exacerbated the structural imbalances at the roots of the Eurozone crisis:
“While the ‘consensus narrative’ is correct, it is also incomplete. With its focus on the deficit countries, it neglects the role of Germany, by far the largest member state, and its contribution to the imbalances in the years preceding the Crisis. A narrative that does not account for the effects of the German wage moderation is incomplete.”

According to Bofinger, the zero growth of real wages in Germany (with unit labour costs in manufacturing declining by 9% in 1999-2008) exacerbated the macroeconomic imbalances of the Eurozone in a variety of ways: (i) it caused stagnation in German domestic demand, which had a negative impact on the German demand for goods and services from the rest of EZ; (ii) it improved the price competitiveness of Germany gradually which led to a deterioration of the bilateral current account of the rest of the EZ; (iii) it complicated ECB efforts pre-crisis to bring inflation across the Eurozone closer to the 2% target; and (iv) it caused higher profits in the corporate sector, which led to a higher saving rate of this sector (the household saving rate in Germany has been more or less constant since 1999.

Where does all that leave us? In my view, to a more nuanced view of what went wrong in the run-up to, and the handling of, the Eurozone crisis; to a better understanding of the complex interactions at work; and to a glimpse of what needs to be done.

Make no mistake. What is at stake is not the creation of a transfer union to compensate member states like Greece, deemed to be inherently incapable of being ‘competitive’: such a union would not only be unrealistic in view of political realities in core countries, but also utterly humiliating in recipient countries themselves. What is at stake is our capacity to build a European economy that is dynamic as well as sustainable, whose success rests on complementarities between national economies not mutually destructive competitiveness.

Viewed from this angle, the assertion that ‘Greece will never be competitive’, quite popular in Germany and elsewhere, calls for a different response than Grexit, or the dismantling of the Eurozone tout court. Granted, Greek firms are rather unlikely to duplicate, let alone outperform, the successes of the German (or, for that matter, French or Italian) motor car industry. The crucial question is what Greece’s comparative advantages might be, how the country’s productive capacities can be upgraded (as these ultimately determine any nation’s living standards), and what Europe can do to help. The answer to that goes far beyond the usual call to ‘relax austerity’: it includes policies to improve institutions, modernize public administration, reform welfare, and invest in education – with the aim of helping Greece stop being a drag on Europe’s common resources, and win its place as a small but integral component of a dynamic and sustainable European economy.

Helping Greece and other peripheral member states to upgrade their productive capacities is not part of the EU agenda, but would be perfectly in line with the structural changes many in Europe have for a long time identified as absolutely crucial for the completion of monetary union: closer co-ordination of economic policies across the Eurozone (putting, as it were, the ‘E’ back to ‘EMU’); a larger EU budget to allow for fiscal stabilization in the event of asymmetric shocks; a Fed-style mandate for the ECB (adding employment growth to price stability as its key objectives). Less than a full fiscal union, let alone a federal state, to be sure – but a significant improvement on current arrangements all the same.

No prizes, then, for guessing where I stand relative to recent calls, by Wolfgang Streeck  among others, to dismantle the monetary union. Even though he argues his case with the elegance and erudition for which he is rightly renowned, I am not terribly persuaded by his conclusion – nor am I much reassured by his belief that Europe is more than the common currency, and hence is bound to survive its demise. Even if, for the sake of argument, we accepted that creating the Euro was a mistake, there is such a thing as momentum: should the Eurozone unravel, Europe would not return to 1999, but go back a lot more. Perhaps not all the way to 1939, but certainly back enough to reverse decades of progress towards ever closer union, which was our founding fathers’ way to put an end to the European civil war 1914-1945.

As for Greeks, having lived the first three quarters of last century either at war or under an authoritarian government (or both), they may be forgiven for showing little enthusiasm for the attractions of Grexit. In spite of Mr Schäuble’s and Mr Varoufakis’s valiant efforts, and notwithstanding five years of harsh austerity, an overwhelming majority of Greeks continue to support the Euro. This hardly makes sense at all, except as a reflection of their longing to share in the European dream of peace, stability and prosperity for all.

It is high time others in Europe and beyond acknowledged this, and stopped wondering why their advice for Greece to commit suicide is not so gratefully received by those actually living in the country.

14 Νοεμβρίου 2015

Συζητάμε για ανοησίες

Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Free Sunday» (Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2015)

- Η προσφυγική κρίση τα αλλάζει όλα - εδώ και στην Ευρώπη. Μήπως πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν λύνεται;

Οπωσδήποτε πρόκειται για πρόβλημα που δεν λύνεται εύκολα. Ει μη τι άλλο, δείχνει πόσο μάταιο είναι για την Ευρώπη – και για την Ελλάδα ανάμεσά της – να θεωρεί ότι μπορεί να παραμένει νησίδα ευημερίας και ασφάλειας σε έναν κόσμο πολέμων και διώξεων, χωρίς αυτό να προκαλεί μεγάλης κλίμακας μετακινήσεις πληθυσμών.

Ο Umberto Eco πριν αρκετά χρόνια, όταν άρχισαν να αποβιβάζονται οι πρώτες λέμβοι στην Lampedusa, είχε καλέσει τους Ιταλούς να το φιλοσοφήσουν. Στο κάτω-κάτω, αυτό που στα σχολικά βιβλία τους (και στα δικά μας) αποκαλείται «βαρβαρικές εισβολές» γερμανικών κυρίως φυλών, που σήμαναν το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στα γερμανικά σχολικά βιβλία ονομάζεται απλώς «μετακινήσεις πληθυσμών».

Στη μακρά περίοδο, η πληθυσμιακή σύνθεση των κατοίκων κάθε σχεδόν χώρας (ή και ηπείρου) αλλάζει συνεχώς. Φυσικά, για τη γενιά που βιώνει τέτοιου είδους αλλαγές, η εμπειρία μπορεί να είναι αρκετά ανησυχητική, αν όχι εντελώς τραυματική.

- Εχει νόημα να πιστεύουμε σε μια ΕΕ που αφήνει να πνίγονται παιδιά στο Αιγαίο;

Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είναι ένοχες για τα παιδιά που πνίγονται – και η Ελλάδα ανάμεσα τους. Το τρομακτικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι είναι ότι η εγγύηση ασφαλούς διάβασης για τους εκατοντάδες χιλιάδες απελπισμένους ανθρώπους που συνωστίζονται στα παράλια της Τουρκίας (και της Λιβύης) θα διογκώσει και άλλο τις μεταναστευτικές ροές. Και αυτό η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη – και η ελληνική – δεν είναι έτοιμη να το δεχτεί.

Από την άλλη, η μεταχείριση των παράνομων μεταναστών είναι (συνολικά) απείρως πιο ανθρώπινη στην Ευρώπη – ειδικά στη Βόρεια Ευρώπη – από ό,τι οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, π.χ. στις ΗΠΑ. Το οποίο άλλωστε με τη σειρά του εξηγεί γιατί οι πρόσφυγες και οι υπόλοιποι μετανάστες θέλουν να φτάσουν με κάθε τρόπο σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Σουηδία.

- Στη χώρα μας, με το μεταναστευτικό ζήτημα να πέφτει πάνω στο οικονομικό, πάμε ολοταχώς σε αδιέξοδο. Ετσι δεν είναι;

Ναι και όχι.

Ο κρατικός μηχανισμός έδωσε για άλλη μια φορά εξετάσεις και απέτυχε: όπως με τις πυρκαγιές του 2007, έτσι και με τους πρόσφυγες το 2015, το Ελληνικό Κράτος απέδειξε ότι είναι τόσο διαβρωμένο που δεν είναι πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει έκτακτες καταστάσεις (ίσως μάλιστα ούτε καν μη έκτακτες).

Από την άλλη, εκατοντάδες πολίτες στη Λέσβο και αλλού έδειξαν εντυπωσιακή ψυχραιμία, και κάποτε απλόχερη γενναιοδωρία, μέσα σε συνθήκες που θα δοκίμαζαν τις αντοχές οποιασδήποτε κοινωνίας. (Φαίνεται ότι τα γνωστά κρούσματα αισχροκέρδειας και κουτοπονηριάς ήταν μάλλον εξαίρεση παρά κανόνας.)

- Οκτώ χρόνια ύφεσης είναι πραγματικά κατάσταση πολέμου. Παλεύεται;

Θα προτιμούσα να αφήσουμε κατά μέρος τις πολεμοχαρείς μεταφορές. Η τοξική δημαγωγία του τύπου «Μνημόνιο = γενοκτονία» θόλωσε τα πνεύματα και εμπόδισε να βρεθούν λύσεις στα προβλήματα. (Αν και βέβαια, απεδείχθη εκλογικό χρυσωρυχείο για τους εμπνευστές της.)

Θα έλεγα επιγραμματικά ότι η κατά το ένα τέταρτο υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου ευθυγράμμισε τις καταναλωτικές δυνατότητες με τις παραγωγικές επιδόσεις της χώρας. Από εδώ και πέρα, υπάρχουν δύο επιλογές, οι ίδιες που υπήρχαν εξ αρχής: μπορούμε είτε να αρκεστούμε στα λίγα, είτε να προσπαθήσουμε για κάτι παραπάνω. Εάν επιλέξουμε το δεύτερο, θα πρέπει να σοβαρευτούμε έστω και τώρα, να νοικοκυρευτούμε, και να στραφούμε προς την καινοτομία, την υγιή επιχειρηματικότητα, την εξυγίανση των θεσμών της οικονομίας (και όχι μόνο). Άλλος δρόμος φοβάμαι πως δεν υπάρχει.

- Με τέτοια κοινωνική κόπωση και φοροδοτική εξάντληση της πλειοψηφίας, με τον πληθυσμό να μικραίνει και να γερνάει, τι μέλλον έχουμε;

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Ο κίνδυνος είναι να μπει σε μια πορεία αργής αλλά σταθερής παρακμής. Άλλωστε, η οικονομική ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα χωρών που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές του περιβάλλοντος και έτσι μοιραία έχασαν έδαφος. Ας μην ξεχνάμε ότι η δεύτερη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ήταν ... η Αργεντινή! Όπως και σε αυτή την περίπτωση, συχνά αυτό που προκαλεί την αρχική υποχώρηση και στη συνέχεια εμποδίζει την ανάκαμψη είναι η αστάθεια και ακαταλληλότητα των πολιτικών θεσμών.

Όσον αφορά τη γήρανση του πληθυσμού, πρόκειται για οξύτατο πρόβλημα που αφορά ολόκληρη την Ευρώπη (και ιδίως τη Νότια Ευρώπη), όχι μόνο την Ελλάδα. Βραχυπρόθεσμα, η μόνη ρεαλιστική λύση είναι η – ενδεχομένως στοχευμένη – ενθάρρυνση της μετανάστευσης. Σκέφτομαι συχνά ότι η άφιξη στις ακτές μας δεκάδων χιλιάδων συχνά μορφωμένων ανθρώπων, διψασμένων για «δουλειά και προκοπή» όπως οι περισσότεροι μετανάστες, θα μπορούσε να είναι ευκαιρία για μια ισχυρή δημογραφική και ταυτόχρονα οικονομική τόνωση. Αλλά φαίνεται ότι θα παραμείνει χαμένη ευκαιρία.

- Εκτός από το μνημόνιο δεν υπάρχει  καμία άλλη πολιτική στη χώρα. Ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση έχουν πρόταση/σχέδιο/ιδέα για το τι να κάνουμε. Εχει καταργηθεί η σκέψη; Τι ακριβώς μας συμβαίνει;

Ίσως αυτό που μας συμβαίνει ότι για 5+ χρόνια αρνηθήκαμε να δεχθούμε την πραγματικότητα, πιστεύοντας ότι κάποια «έξυπνη» κίνηση ή θεαματικός χειρισμός θα μας ξαναφέρει εύκολα εκεί που ήμαστε πριν. Το γνωστό ρητό «δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο» θα μπορούσε να είναι το σύμβολο της εθνικής μας αυταπάτης. Καλώς ή κακώς, «θέλει κόπο», πολύ κόπο, και σκληρή δουλειά.

Όπως ανέφερα παραπάνω, μπορούμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο για «προδοσίες» και τα τοιαύτα, ή μπορούμε να σκεφτούμε πώς περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις θα παράγουν προϊόντα τέτοιας ποιότητας και τιμής που οι καταναλωτές στις διεθνείς αγορές να θέλουν να τα αγοράσουν. Και έτσι να μπορέσουν να μείνουν και να δημιουργήσουν στη χώρα οι χιλιάδες πιτσιρικάδες που μετανάστευσαν τα τελευταία χρόνια, και να δώσουν δουλειά σε εκατοντάδες χιλιάδες άλλους που σήμερα είναι άνεργοι. Η δημιουργία 100+ χιλιάδων θέσεων εργασίας για τα επόμενα 10+ χρόνια (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη φορολογική, ρυθμιστική, εκπαιδευτική κτλ. πολιτική) θα έπρεπε να είναι ο κοινός στόχος όλων των κομμάτων, και η κομματική αντιπαράθεση θα έπρεπε να εκδηλώνεται με προτάσεις για το πώς ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί. Αντ’ αυτού, συζητάμε για ανοησίες.

- Σερνόμαστε διαρκώς από τότε που ξέσπασε η κρίση. Πόσο ακόμη μπορεί να κρατήσει αυτό; Κάποια στιγμή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν θα επέλθει μια κάθαρση στην ελληνική τραγωδία;

Η κάθαρση δεν είναι αναπόφευκτη: δυστυχώς η ζωή δεν αντιγράφει πάντοτε την τέχνη.

- Αν ξεκινούσατε τώρα την ακαδημαϊκή σας σταδιοδρομία θα ψάχνατε τρόπο να φύγετε από τη χώρα;

Παρεμπιπτόντως, ξεκίνησα την ακαδημαϊκή μου σταδιοδρομία σε άλλη χώρα (στην Αγγλία), και επέλεξα να επιστρέψω απολύτως συνειδητά. (Εκ των υστέρων κρίνοντας, δεν πήγε και πολύ καλά αυτή η επιλογή μου, αλλά οι άνθρωποι δεν έχουμε τέτοιες πολυτέλειες: κρίνουμε μόνο εκ των προτέρων.)

Η μετανάστευση δεν με τρομάζει – ούτε θα πρέπει να τρομάζει κανέναν. Για τα ίδια τα άτομα που παίρνουν τη μεγάλη απόφαση, είναι πάντοτε μια διέξοδος, με το αντίστοιχο βέβαια κόστος. Για τη χώρα, μπορεί να είναι αιμορραγία, αλλά μπορεί να είναι και επένδυση, ιδίως εάν όσοι φεύγουν σήμερα επιστρέψουν σύντομα, με φρέσκιες ιδέες στις αποσκευές τους. Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο δεν αρκεί ο ήλιος, η θάλασσα, και η καλή νυχτερινή ζωή. Θα πρέπει η Ελλάδα να γίνει μια χώρα όπου νέοι άνθρωποι με όρεξη για δουλειά να μπορούν να προκόψουν χωρίς διασυνδέσεις. Απέχουμε πολύ από κάτι τέτοιο, και φοβάμαι μάλιστα ότι κινούμαστε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

- Τι είναι αριστερό/προοδευτικό σήμερα;

Αυτό που ήταν πάντα: Η επιδίωξη της ισότητας και της δικαιοσύνης.

Το παλιό δίλημμα ήταν πώς η επιδίωξη αυτή μπορεί να είναι συμβατή με το σεβασμό των ελευθεριών – αλλά η ιστορία π.χ. της βορειοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας του εικοστού αιώνα διέψευσε τις σχετικές ανησυχίες. Το νέο δίλημμα είναι πώς η (θεμιτότατη) φιλοδοξία της βελτίωσης της θέσης των φτωχών ανθρώπων μπορεί να είναι συμβατή με τα κίνητρα υγιούς επιχειρηματικότητας. Η απάντηση εδώ δεν μπορεί παρά να είναι επίσης «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου: η αναζήτηση λύσεων «θετικού αθροίσματος», όπου όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ωφελούνται.

Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Επειδή δεν μπορούμε να προσλάβουμε 1,4 εκατομμύρια άτομα στο Δημόσιο, η απορρόφηση των ανέργων ή θα συνδυαστεί με πρωτοφανή άνθιση της δημιουργικότητας, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, ή δεν θα είναι βιώσιμη. Η «αριστερή/προοδευτική» θέση δεν μπορεί να είναι η άρνηση αυτής της απλής αλήθειας. Θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων θα μεταφραστούν σε σταθερές θέσεις εργασίας, με ελκυστικούς μισθούς, καλές συνθήκες κτλ. Κάτι που φυσικά προϋποθέτει σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς.

23 Οκτωβρίου 2015

Γιατί βουλιάξαμε

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015).

Έχει κάτι σουρεαλιστικό το θέαμα του σημερινού υπουργού εργασίας όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί είναι αναγκαία μια μεταρρύθμιση των συντάξεων. Ο κ. Κατρούγκαλος δεν αγνοεί το θέμα. Ως πανεπιστημιακός έχει στο παρελθόν δημοσιεύσει αξιόλογα άρθρα για την κοινωνική πολιτική, ενώ ως «μαχόμενος δικηγόρος» έχει αναλάβει σχετικές υποθέσεις (μεταξύ άλλων και την περιβόητη υπόθεση του ΤΑΠΙΛΤΑΤ, του ταμείου της πρώην Ιονικής Τράπεζας, όπου το 35% των μελών έχει ήδη εισπράξει σε σύνταξη το 25πλάσιο όσων είχε πληρώσει σε εισφορές). Η επιτυχία του οφείλεται μεταξύ άλλων στη συνεπή υπεράσπιση της βασικής θέσης του ευρύτατου συνασπισμού που επί 20 σχεδόν χρόνια εμπόδισε οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια νοικοκυρέματος του συστήματος συντάξεων. Ότι δηλαδή το μόνο πρόβλημα με τις συντάξεις είναι ότι το κράτος δεν δίνει αρκετά χρήματα στα ταμεία. Και ας έφτασε η σωρευτική κρατική επιχορήγηση στα ταμεία από το 2000 μέχρι πέρυσι σε 200 δις. ευρώ (δηλ. στα 2/3 περίπου του συνολικού δημόσιου χρέους της χώρας). Και μάλιστα χωρίς σε αυτό το ποσό να συμπεριλαμβάνεται η δαπάνη για συντάξεις Δημοσίου. Άλλωστε, όπως δείχνει και το παράδειγμα του ΤΑΛΠΙΤΑΤ, η μεταρρύθμιση θα ήταν αναγκαία ακόμη και αν λεφτά υπήρχαν. Γιατί το ασφαλιστικό μας δεν είναι μόνο το πιο χρεωκοπημένο στην Ευρώπη: είναι επίσης και το πιο άδικο.

Αυτή την απλή (και πικρή) αλήθεια, η συντριπτική πλειοψηφία των διαμορφωτών της κοινής γνώμης την αρνήθηκε πεισματικά και λυσσαλέα, επί δεκαετίες. Τα συνδικάτα, οι επαγγελματικοί σύλλογοι, το διαχρονικό ΠΑΣΟΚ πλην μιας μικρής ομάδας γύρω από τον Κώστα Σημίτη, η επίσης διαχρονική ΝΔ των Έβερτ-Καραμανλή-Σαμαρά. Αλλά και η αξιοθρήνητη δημοσιογραφία των πρωινάδικων και των δελτίων των οκτώ. Και φυσικά το ΚΚΕ. Και φυσικά ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με την κινητοποίηση του κατά της έκθεσης Σπράου και των προτάσεων Γιαννίτση έβαλε παρακαταθήκη αγωνιστικότητας, που έφτασε στο ζενίθ (ή μάλλον στο ναδίρ) με την τοξική δημαγωγία της τελευταίας πενταετίας. Για να μην αναφερθούμε στους εθνικόφρονες κυβερνητικούς εταίρους, από τις τάξεις των οποίων προήλθε ο προηγούμενος υφυπουργός αρμόδιος για το ασφαλιστικό.

Αυτός ο αντιμεταρρυθμιστικός συνασπισμός, εμπόδιο σε κάθε απόπειρα εξυγίανσης του συστήματος συντάξεων, ποτέ δεν στερήθηκε προσβάσεων στα ανώτατα κλιμάκια της κυβέρνησης. Ιδίως σήμερα, που απολαμβάνει μια σχεδόν απόλυτη κυριαρχία. Ο δε σημερινός υπουργός εργασίας, λόγω και πολιτικής διαδρομής (από το ΚΚΕ στο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ και από εκεί, μαζί με τόσους άλλους, στον ΣΥΡΙΖΑ), συμβολίζει αυτόν τον αντιμεταρρυθμιστικό συνασπισμό όσο ελάχιστοι.

Μήπως τότε είναι παραδόξως ο κατάλληλος άνθρωπος; Οι μέχρι τώρα τοποθετήσεις του για το θέμα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η ενοποίηση των ταμείων που προτείνει η Επιτροπή Σοφών θα αφορά όλους «με μόνη εξαίρεση κάποια επαγγελματικά και τον ΟΓΑ» (δηλ. τους πλέον ευνοημένους του συστήματος). Η βασική/εθνική σύνταξη δεν θα δίνεται σε όλους με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας αλλά «σε όποιον έχει συμπληρώσει 15 χρόνια εργάσιμου βίου» (δηλ. θα πρόκειται για απλή μετονομασία του σημερινού συστήματος). Οι επικουρικές συντάξεις – το χαοτικότερο τμήμα ενός ήδη απίστευτα χαοτικού συστήματος, όπου με εισφορά 3%+3% κάποιοι παίρνουν σύνταξη ίση με το 45% των αποδοχών τους – δεν θα εξορθολογιστούν αλλά απλώς θα καταργηθούν, ή μάλλον «θα ενσωματωθούν στην κύρια σύνταξη», με κάποιον αδιευκρίνιστο προς το παρόν τρόπο.

Η εναγώνια αναζήτηση λύσεων της τελευταίας στιγμής είναι πάντοτε κακή ιδέα – ειδικά όταν γίνεται από ανθρώπους που επί δεκαετίες αρνήθηκαν ότι υπάρχει καν πρόβλημα. Θα συμβούλευα την ηγεσία του υπουργείου εργασίας, εάν όντως θέλει να διαφοροποιηθεί από τους προηγούμενους, να εφαρμόσει απλώς τους νόμους που οι προηγούμενοι ψήφιζαν αλλά δεν εφάρμοζαν. Όπως π.χ. τον  Ν4052/2012, ο οποίος προβλέπει την ίδρυση ενιαίου ταμείου επικουρικής ασφάλισης που θα παρέχει πραγματικά ανταποδοτικές επικουρικές συντάξεις, χωρίς κρατική επιχορήγηση, με το σύστημα της οιονεί κεφαλαιοποίησης (δηλ. εξισώνοντας τις διά βίου συνταξιοδοτικές παροχές με τις διά βίου εισφορές). Ή τους Ν3863 και 3865/2010, απαλείφοντας όμως πρώτα τις εξαιρέσεις και τα προνόμια των ευνοημένων κατηγοριών (νομικοί, ιατροί, μηχανικοί, δημοσιογράφοι, αγρότες, υπάλληλοι ΔΕΗ και Τράπεζας Ελλάδος) που εξακολουθούν να ασφαλίζονται χωριστά με ευνοϊκότερους όρους. Άλλωστε, κάθε νέα μεταρρύθμιση προτού εφαρμοστεί το σύστημα που προέβλεψε η προηγούμενη απλώς πολλαπλασιάζει τη σύγχυση και διαβρώνει και άλλο την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης για το πώς θα υπολογίζονται οι συντάξεις στο μέλλον (ή ακόμη αν θα υπάρχουν συντάξεις στο μέλλον).

Όπως όμως λέγαμε πριν, ακόμη και χωρίς Στρατούλη και Χαϊκάλη, ο αντιμεταρρυθμιστικός συνασπισμός έχει γερά ερείσματα στην κυβέρνηση (αλλά και στην αντιπολίτευση). Οπότε το πιθανότερο σενάριο παραμένει μια ακόμη δήθεν μεταρρύθμιση που θα εξαιρεί τους συνήθεις ύποπτους και θα φορτώνει κυνικά τα βάρη στους νέους.

22 Σεπτεμβρίου 2015

Μετά τον κατακλυσμό

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015)

Το αποτέλεσμα των εκλογών – ιδίως εάν κανείς ανήκει στους ηττημένους, όπως ο υποφαινόμενος – δεν προσφέρεται για βιαστικές αναλύσεις.
Μου φαίνεται προφανές ότι ο προοδευτικός μεταρρυθμιστικός φιλευρωπαϊκός χώρος, που βρίσκεται ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει χάσει την επαφή του με τους φόβους, τις αγωνίες και τις ελπίδες της μεγάλης μάζας των πολιτών: ειδικά όσων διατηρούν μια χαλαρή σχέση με την πολιτική, και ψηφίζουν διαισθητικά και ίσως συναισθηματικά.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πώς αποκαθίσταται μια τέτοια επαφή. Εκτός από τις γνωστές «υποκειμενικές» αδυναμίες (με οφθαλμοφανέστερη την αμοιβαία δυσπιστία που χωρίζει τα διάφορα κομμάτια του), ο χώρος αντιμετωπίζει επίσης «αντικειμενικές», αν όχι δομικές, δυσκολίες. Στις τελευταίες συγκαταλέγεται η αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης εξαιτίας της μαζικής ανεργίας, καθώς και του ότι η απώλεια θέσεων εργασίας έπληξε σχεδόν αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα.

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Ελλάδα είναι όλο και περισσότερο – και οπωσδήποτε περισσότερο παρά ποτέ – μια χώρα ανθρώπων που εξαρτώνται από το κράτος. Έχουμε 2.656.000 συνταξιούχους και 640 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους. Σε αυτούς θα έπρεπε να προστεθούν και οι 423 χιλιάδες αγρότες (πλην μισθωτών γεωργών, δηλ. «αγρεργατών»), οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν συνηθίσει να απευθύνονται στο κράτος σαν να είναι ο εργοδότης τους – και ίσως να είναι πράγματι, εάν λάβει κανείς υπόψη τις επιδοτήσεις, τις φορολογικές ελαφρύνσεις, τα ασφαλιστικά προνόμια κτλ.

[Εάν είχαμε ένα κοινωνικό κράτος δυτικού τύπου, ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και τους δικαιούχους κοινωνικών παροχών, ιδίως σε μακρόχρονη βάση. Αλλά δεν έχουμε.]

Έχουμε λοιπόν ένα στιβαρό κοινωνικό μπλοκ 3,7 εκατομμυρίων συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων και αγροτών, τους οποίους η αβέβαιη (παρότι μόνη ρεαλιστική) προοπτική της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου μέσω του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας τους φοβίζει, ή τουλάχιστον δεν τους συγκινεί – αν και τους αφορά, τους ίδιους και τα παιδιά τους.

Ως αντίβαρο σε αυτό το μπλοκ έχουμε μόλις 2,5 εκατομμύρια εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, εκ των οποίων τα δύο τρίτα είναι μισθωτοί και οι υπόλοιποι αυτοαπασχολούμενοι. Επί πλέον, η δυνατότητα προσαρμογής πολλών από αυτούς είναι επίσης περιορισμένη, αφού η μοίρα τους είναι συνδεδεμένη με οικονομικές δραστηριότητες που χωρίς βαθιές αλλαγές δεν έχουν μεγάλο μέλλον.

Δεν ισχυρίζομαι ότι η παραπάνω διάκριση συνιστά τον μοναδικό (ούτε ίσως τον κυριότερο) προσδιοριστικό παράγοντα της πολιτικής συμπεριφοράς. Υποψιάζομαι απλώς ότι συμβάλλει στην παγίωση ενός τοπίου περίκλειστου, φοβικού, χωρίς ελπίδα άλλη από την διάσωση των κεκτημένων, μικρών ή μεγάλων.

Βέβαια, οι μεγάλες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του εικοστού αιώνα έγιναν μεγάλες ακριβώς επειδή ήξεραν να συνταιριάζουν ένα δυναμικό εγχείρημα εθνικής εμβέλειας, με την προστασία των κοινωνικών στρωμάτων που δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τις (αναγκαίες) αλλαγές. Αλλά οι πιθανότητες επιτυχούς αναβίωσης μιας σοσιαλδημοκρατικού τύπου στρατηγικής – μικρές πλέον στη Βόρεια Ευρώπη – μου φαίνονται αμελητέες σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μετεξελιχθεί σε μια τέτοια μεγάλη μεταρρυθμιστική δύναμη; Νομίζω πως όχι. Το κόμμα αυτό απέδειξε ότι ξέρει να κάνει εκλογές, και να τις κερδίζει. Απέδειξε όμως επίσης ότι δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις. Μπορεί να αντισταθεί στις αλλαγές που προβλέπει η συμφωνία που υπέγραψε. Μπορεί ίσως να τις υπονομεύσει ελληνοπρεπώς. Αλλά δύσκολα θα μπορέσει να τις συνδιαμορφώσει – πολύ περισσότερο να αναλάβει δικές του μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Δεν είναι μόνο ότι στερείται της απαραίτητης κουλτούρας. Δεν διαθέτει καν τις αναγκαίες πνευματικές δυνάμεις για μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και αυτοκριτική, προϋπόθεση κάθε επιτυχούς αλλαγής προσανατολισμού. Μου φαίνεται πιθανότερο να μετεξελιχθεί σε ένα παραδοσιακό κυβερνητικό κόμμα, που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά εν τω μεταξύ απολαμβάνει τα όχι ευκαταφρόνητα οφέλη, νόμιμα ή όχι, που απορρέουν από τη νομή της εξουσίας.

Όσο για τον προοδευτικό μεταρρυθμιστικό φιλευρωπαϊκό χώρο, η ενίσχυσή του δεν φαίνεται να είναι ζήτημα τακτικών χειρισμών ή θεαματικών κινήσεων. Η παρτίδα θα είναι μακράς διάρκειας, για υπομονετικούς παίκτες, που θα εμπνεύσουν με το παράδειγμά τους όσους σήμερα είναι εκτός παιγνιδιού, κερδίζοντας τελικά την εμπιστοσύνη τους.

17 Σεπτεμβρίου 2015

Φλερτάροντας με την εκτροπή

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015)

Η πλήρης και άνευ όρων συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα στις απαιτήσεις των δανειστών ήταν νίκη για τη χώρα και ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Νίκη για τη χώρα, αφού αποφύγαμε – προσωρινά, έστω – την οριστική απομάκρυνσή μας από την Ευρώπη, και τον μόνιμο υποβιβασμό μας στην κατηγορία των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.

Ήττα για το ΣΥΡΙΖΑ αφού με την υπογραφή της συμφωνίας έσκασε η «φούσκα» που έφερε το κόμμα αυτό από το περιθώριο της πολιτικής ζωής στην εξουσία (μαζί με τους ακροδεξιούς συμμάχους του). Η πρόσφατη διάσπαση είναι το πρώτο σύμπτωμα αυτής της ήττας. Έπονται άλλα.

Οι δημαγωγικές ανοησίες που τόσο πολύ άρεσαν σε τόσο πολύ κόσμο – ότι το Μνημόνιο σκίζεται από έναν πρωθυπουργό (αρκεί να μην είναι «δοσίλογος»), ότι η λιτότητα καταργείται με έναν και μόνο νόμο, ότι ο Schäuble τρέμει μην τυχόν και φύγει η Ελλάδα από το ευρώ, ότι ο Πούτιν (και οι Κινέζοι, και οι διάδοχοι του Τσάβες) είναι έτοιμοι να μας χαρίσουν δισεκατομμύρια ή έστω να μας δανείσουν με καλύτερους όρους – αποδείχθηκαν αυτό που ήταν από την αρχή: παραμύθια.

Επικίνδυνα παραμύθια όμως. Ως πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας δεν ευθύνεται μόνο για τις καταστροφικές επιλογές προσώπων, τύπου Βαρουφάκη ή Κωνσταντοπούλου, που σήμερα έχουν αποχωρήσει (όπως λέει το νέο βολικό παραμύθι που προσπαθεί να πουλήσει).

Ευθύνεται επίσης γιατί έκανε Υπουργό Άμυνας τον Καμμένο, ο οποίος λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι «Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας διασφαλίζουν τη σταθερότητα στο εσωτερικό» χωρίς ο αριστερός μας πρωθυπουργός που στεκόταν δίπλα του να αισθανθεί την παραμικρή ενόχληση.

Ευθύνεται γιατί έκανε ΥΠΕΞ τον Κοτζιά, τον θεωρητικό της «πατριωτικής αριστεράς» και της δήθεν διεθνούς συνωμοσίας που δήθεν έκανε την χώρα μας «αποικία χρέους», που από υμνητής του Γιαρουζέλσκι και του Μπρέζνιεφ μεταλλάχθηκε σε υμνητή του Πούτιν, διατηρώντας ως κοινό παρονομαστή το μίσος για τις δυτικές δημοκρατίες.

Αλλά ο Τσίπρας ευθύνεται και για την περιφρόνησή του στους δημοκρατικούς κανόνες, με τα καθημερινά διαγγέλματά του και τις άλλες αλχημείες που έκαναν το Συμβούλιο της Ευρώπης 41 χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας να ξανασχοληθεί με τη δημοκρατία στην Ελλάδα.

Ευθύνεται, τέλος, για τον βαθύ αντιευρωπαϊσμό του, για τα δουλοπρεπή ανοίγματα στον Πούτιν, με αποκορύφωμα τη δήλωσή του «Είμαστε λαός της θάλασσας που δεν φοβάται να ανοιχτεί σε μεγάλα πελάγη, σε καινούργιες θάλασσες, προκειμένου να φτάσουμε σε νέα και πιο ασφαλή λιμάνια» στην Αγία Πετρούπολη λίγο προτού προκηρύξει το μοιραίο δημοψήφισμα.

Όλα αυτά οι δημοκρατικοί πολίτες δεν μπορούν να τα ξεχάσουν. Όπως δεν μπορούν να ξεχάσουν την εμπρηστική ρητορική της περιόδου 2010-2014, το κήρυγμα μίσους («δοσίλογοι», «προδότες», «γερμανοτσολιάδες»), το τοξικό δηλητήριο που χύθηκε με ψυχρό υπολογισμό και σε τεράστιες δόσεις από πάνω προς τα κάτω (από τα μπαλκόνια και από τα μικρόφωνα στις πλατείες και στους δρόμους). Το δηλητήριο αυτό εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να κυλά στις φλέβες της κοινωνίας και να την διχάζει.

Απλά «λάθη» είναι όλα αυτά; Ή μήπως ανοιχτά φλερτ με την εκτροπή, από το δημοκρατικό καθεστώς και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας – και μάλιστα φλερτ που παρά λίγο να ολοκληρωθούν; Φοβάμαι το δεύτερο. Πίσω από τον τρόπο που πολιτεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ένα ολόκληρο σύνολο αντιλήψεων και νοοτροπιών, οι οποίες συνιστούν τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγετικής του ομάδας. Με ή χωρίς Λαφαζάνη.

Λένε μερικοί: «Ας τα αφήσουμε αυτά. Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε».

Συμφωνώ. Η χώρα δεν πρόκειται να βγει από την κρίση εάν πρώτα δεν αλλάξει σελίδα. Εάν δεν αποκατασταθεί η ομαλότητα. Εάν δεν καταλαγιάσουν τα πολιτικά πάθη, εάν δεν απομονωθούν οι ακραίες φωνές.

Μόνο που για να γυρίσουμε σελίδα θα πρέπει να διδαχθούμε από όσα συνέβησαν τα τελευταία 5 χρόνια, όχι απλώς να τα ξεχάσουμε. Θα πρέπει όσοι ευθύνονται για τον διχασμό να αναγνωρίσουν την ευθύνη τους. Και μετά να προσπαθήσουν να πείσουν τους πολίτες ότι έχουν αλλάξει μυαλά. Με πράξεις, όχι με λόγια.

Διαφορετικά, η συνεργασία στην οποία θα στηρίζεται η επόμενη κυβέρνηση δεν θα είναι ειλικρινής. Και για αυτό δεν θα μπορέσει να μακροημερεύσει, ούτε φυσικά να πετύχει κάτι αξιόλογο.
Και τότε βέβαια θα ξαναμπούμε στη δίνη από την οποία σήμερα προσπαθούμε να βγούμε: πολιτική αστάθεια, οικονομική παράλυση, κοινωνική τελμάτωση, σενάρια GREXIT.

Για αυτό λοιπόν: Συμφιλίωση, ναι. Λήθη, όχι.

16 Σεπτεμβρίου 2015

Οι πολιτικές προϋποθέσεις της οικονομικής ανάκαμψης

Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο ενημέρωσης «Capital» (Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015)

Λίγες μέρες απομένουν για τις εκλογές, αλλά η δημόσια συζήτηση για το πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης, και τις προτάσεις των κομμάτων που διεκδικούν να ηγηθούν σε αυτή, είναι απελπιστικά φτωχή. Από τη μια, αυτό είναι αναμενόμενο: το τι πρέπει να γίνει για να επιστρέψει η οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης ώστε να δημιουργηθούν οι εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που έχουμε ανάγκη είναι μια συζήτηση που συνήθως προκαλεί αμηχανία σε πολιτικούς και δημοσιογράφους, αφού δεν ταιριάζει με τις φλύαρες και ανούσιες κουβέντες που μονοπωλούν την πολιτική αντιπαράθεση (και ενημέρωση) στην Ελλάδα. Από την άλλη, η φτώχεια της συζήτησης για την οικονομία είναι πραγματικά ανεπίτρεπτη σε μια χώρα που τα τελευταία χρόνια έχασε πάνω από 25% του ΑΕΠ, και σχεδόν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας.

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη; Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευτεί αξιόλογες μελέτες για το θέμα αυτό – από το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ, την McKinsey, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και άλλους οργανισμούς, καθώς και από μεμονωμένους οικονομολόγους. Ιδέες υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η στοιχειώδης πολιτική συνεννόηση γύρω από αυτές (ή ενδεχομένως άλλες, αντίστοιχης αξίας).

Τρεις κατά τη γνώμη μου είναι οι πολιτικές προϋποθέσεις της οικονομικής ανάκαμψης.

1. Πολιτική ομαλότητα

Η πολιτική αστάθεια των τελευταίων 16 μηνών (από τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014 έως τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, με αποκορύφωμα τους κυβερνητικούς χειρισμούς που οδήγησαν στα capital controls τον περασμένο Ιούνιο), έχει εξουθενώσει την οικονομία. Συνεπώς, η απόλυτη προτεραιότητα για την οικονομία είναι η αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας. Αυτό σημαίνει ότι μετά τις εκλογές τα κόμματα θα πρέπει να δώσουν κυβερνητική λύση με ευρεία συναίνεση, ορίζοντα τετραετίας, και έντιμη συνεννόηση το εσωτερικό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

2. Σταθεροί κανόνες

Η αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας και η προετοιμασία του αναπτυξιακού άλματος που απαιτείται ώστε να καλυφθεί η υποχώρηση της τελευταίας πενταετίας προϋποθέτουν ένα μονιμότερο και πιο φιλόδοξο πλαίσιο σταθερότητας. Ο νέος εθνικός στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία εκατό χιλιάδων θέσεων εργασίας, κάθε χρόνο, στα επόμενα δέκα και πλέον χρόνια. Η ελάχιστη προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η θεσμοθέτηση σταθερών κανόνων: στη φορολογία, στη ρύθμιση των αγορών, στην κοινωνική ασφάλιση, στο εργατικό δίκαιο κτλ. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς έναν ειλικρινή και αποτελεσματικό διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, και των εμπειρογνωμόνων που αυτές θα επιλέξουν, σε συνεννόηση και με διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας.

3. Εξαγωγικός προσανατολισμός

Η σοβαρή υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στο πρόσφατο παρελθόν ήταν μια από τις δύο σημαντικότερες αιτίες της σημερινής κρίσης – η άλλη ήταν ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός. Η ανάκτηση της δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να βασιστεί στα χαμηλά μεροκάματα. Η ελληνική οικονομία πρέπει να στραφεί προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, δυναμικό και εξωστρεφές, βασισμένο στην ποιότητα. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει μια συστηματική βελτίωση των δεξιοτήτων εργαζομένων και επιχειρήσεων. Οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο είναι: επένδυση στη γνώση, τεχνολογική ανανέωση, διαχειριστική αναβάθμιση και δικτύωση των επιχειρήσεων, εξαγωγικός προσανατολισμός.

6 Σεπτεμβρίου 2015

Ένα κόμμα έτσι, χωρίς πρόγραμμα

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015).

Ήταν ιστορική η τηλεοπτική συνέντευξη του Π. Καμμένου την περασμένη Τρίτη (1 Σεπτεμβρίου 2015) στον «Alpha». Ούτε λίγο ούτε πολύ, επιβεβαίωσε όσα από καιρό είχαμε υποψιαστεί. Ότι δηλαδή, μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σχεδίαζε την έξοδο από το ευρώ. Μόνο το βράδυ του δημοψηφίσματος έγινε επιτέλους σαφές ακόμη και στα αφελέστερα μέλη του στενού πυρήνα γύρω από τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι η Ρωσία δεν είχε την παραμικρή διάθεση να χρηματοδοτήσει τη μετάβαση στη νέα δραχμή. Μόνο τότε κατάλαβε ο Α. Τσίπρας ότι οι ώμοι του δεν είναι επαρκώς στιβαροί ώστε να σηκώσουν το βάρος της εθνικής καταστροφής. Και τότε βέβαια δεν του έμενε άλλη επιλογή από την πλήρη και άνευ όρων συνθηκολόγησή του με τους Ευρωπαίους εταίρους μας.

Με άλλα λόγια, το ρήγμα που οδήγησε στην υπογραφή του τρίτου Μνημονίου σε καμμία περίπτωση δεν φέρνει αντιμέτωπους «ρεαλιστές» φιλοευρωπαίους από τη μια και «ασυμβίβαστους» οπαδούς της δραχμής από την άλλη, όπως βιάστηκε να συμπεράνει μια οκνηρή δημοσιογραφία (εγχώρια και διεθνής). Ούτε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει καθόλου με εκκαθάριση χρεωκοπημένων τραπεζών, όπου ο Α. Τσίπρας κρατά το ενεργητικό του πρώην ενιαίου οργανισμού, και ο Π. Λαφαζάνης το παθητικό (εν είδει «bad ΣΥΡΙΖΑ»).

Αντίθετα, καθώς σιγά-σιγά συμπληρώνονται τα κομμάτια του παζλ, η απόσταση αυτής της βολικής ερμηνείας από την αλήθεια ολοένα μεγαλώνει. Με βάση όσα ξέραμε από την αρχή, καθώς και όσα μάθαμε τώρα τελευταία, είναι φανερό ότι οι πάντες στην κυβέρνηση υποστήριζαν την αλλοπρόσαλλη διαπραγματευτική τακτική που έφερε τα πράγματα στα άκρα (βλ. capital controls), αδιαφορώντας για το κόστος: νέα ύφεση, κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας. Οι πάντες στην κυβέρνηση υπολόγιζαν ότι η στήριξη του Πούτιν θα έκανε την ελληνική μπλόφα πιστευτή (ως ειλικρινή), ότι η προοπτική του GREXIT θα τρόμαζε τους Ευρωπαίους, και ότι θα τους ανάγκαζε να υποχωρήσουν, αποδεχόμενοι διαγραφή του χρέους. Οι πάντες στην κυβέρνηση φαίνεται να ήταν έτοιμοι για έξοδο από το ευρώ στο απίθανο ενδεχόμενο – «μία στο εκατομμύριο» - μη υποχώρησης των δανειστών, υπό τον όρο φυσικά της ρωσικής στήριξης.

Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να αναρωτήθηκε για τα ανταλλάγματα της στήριξης του Πούτιν, που θα έκαναν τους όρους του Μνημονίου να δείχνουν φιλικά επιεικείς. Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να πτοήθηκε από τις οικονομικές επιπτώσεις μιας απότομης υποτίμησης της νέας δραχμής, μπροστά στις οποίες οι εισοδηματικές απώλειες της τελευταίας πενταετίας θα ωχριούσαν. Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλήφθηκε τους γεωπολιτικούς κινδύνους στους οποίους θα μας άφηνε εκτεθειμένους η απομάκρυνση από την Ευρώπη, με το ISIS στα νοτιοανατολικά μας και τον ίδιο τον Πούτιν στα βορειοανατολικά.

Άλλη ήταν η πραγματική διαχωριστική γραμμή μεταξύ δήθεν ασυμβίβαστων και δήθεν ρεαλιστών. Οι μεν ήταν διατεθειμένοι να μας πάνε στη δραχμή ακόμη και χωρίς ρωσική χρηματοδότηση. Οι δε, όχι.

Λίγους μήνες αργότερα, κάποια από τα πρόσωπα του δράματος έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή. Ο Γ. Βαρουφάκης, έχοντας σώσει τη χώρα, φιλοδοξεί τώρα να σώσει την υφήλιο. Ο Π. Λαφαζάνης θα συνεχίσει τον αντιμνημονιακό αγώνα, μαζί με πολλά μέχρι πρότινος στελέχη και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπόλοιποι όμως εμπνευστές του εφιαλτικού (αλλά ευτυχώς αδέξιου) σχεδίου για έξοδο από το ευρώ με ρωσική βοήθεια παραμένουν στο κόμμα του Α. Τσίπρα. Στο καλά ενημερωμένο, όπως τελικά αποδείχθηκε, άρθρο του Π. Παπαδόπουλου στο «Βήμα» (19 Ιουλίου 2015) αναφέρονται τρεις από αυτούς: Ν. Κοτζιάς, Ν. Παππάς, Γ. Δραγασάκης. Υποθέτω ότι δεκάδες άλλοι, όχι εξ απορρήτων, συμμερίζονταν το ίδιο σενάριο. Ίσως να υπήρξαν και κάποιοι που το απεύχονταν – σε αυτή την περίπτωση, όμως, πρέπει να τους αναγνωρίσουμε ότι το έκρυψαν απίστευτα καλά, ενδεχομένως και από τους ίδιους τους εαυτούς τους.

Όλοι αυτοί τώρα ζητούν ξανά την ψήφο των πολιτών στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου. Όχι για να εφαρμόσουν κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Τέτοιο πρόγραμμα απλώς δεν διαθέτουν, ούτε καν στις γενικές του γραμμές. Το απώτατο όριο των προβληματισμών τους για τις αναγκαίες αλλαγές που απαιτούνται ώστε να βγούμε από την πορεία παρακμής και να συντονίσουμε το βήμα μας με τις άλλες προηγμένες χώρες του πλανήτη ήταν το πανούργο σχέδιο «σκληρή διαπραγμάτευση για διαγραφή του χρέους ή έξοδο από το ευρώ» (με ρωσική βοήθεια). Και τώρα που αυτό τους τελείωσε, μας ζητούν να τους εμπιστευθούμε. Έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Επειδή είναι αυτοί που είναι.

Προτείνω να μην τους εμπιστευθούμε. Ακριβώς επειδή είναι αυτοί που είναι.

3 Σεπτεμβρίου 2015

150 λέξεις για το ασφαλιστικό

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Έθνος» (Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015)

Το τωρινό σύστημα συντάξεων είναι άδικο και ελλειμματικό.

Είναι άδικο επειδή μοιράζει συνταξιοδοτικά δικαιώματα ανάλογα με την πολιτική επιρροή κάθε ομάδας, όχι ανάλογα με τη συνεισφορά κάθε ασφαλισμένου, ούτε ανάλογα με την ανάγκη για προστασία.

Είναι ελλειμματικό επειδή μαζεύει εισφορές από υπερβολικά λίγους, και παρέχει συντάξεις σε υπερβολικά πολλούς.

Και επειδή δεν είναι βιώσιμο είναι διπλά άδικο: σε βάρος των φτωχότερων ηλικιωμένων, και σε βάρος των νέων.

Χρειαζόμαστε ένα ενιαίο σύστημα που να εγγυάται την ανταποδοτικότητα και την αλληλεγγύη.

Προτείνουμε:

  • Πλήρη ενοποίηση του συστήματος με άμεση ένταξη όλων σε ένα ενιαίο ταμείο, με τους ίδιους όρους, χωρίς εξαιρέσεις.
  • Βασική σύνταξη με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό σε όλους τους πολίτες πάνω από την ενιαία ηλικία συνταξιοδότησης.
  • Αναλογική σύνταξη σε ανταποδοτική βάση, με χρηματοδότηση μόνο από ασφαλιστικές εισφορές (ασφαλισμένων και εργοδοτών), χωρίς κρατικές επιχορηγήσεις και χωρίς «κοινωνικούς πόρους».
  • Επικουρική σύνταξη πλήρως ανταποδοτική, με γρήγορη εφαρμογή του συστήματος της οιονεί κεφαλαιοποίησης.


13 Ιουλίου 2015

Leaving the Euro is likely to be a preamble to leaving the EU

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ανταλλαγής επιστημονικών δημοσιεύσεων «ResearchGate» (Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015) με τον τίτλο «Bailout deal comes as costly relief to citizens»

This morning European leaders came to an agreement that paves the way toward a third Greek bailout should the parliament in Athens approve.

We spoke with Greek economist Manos Matsaganis, whose paper on union structures and pension plans was trending on Research Gate last week. Matsaganis is associate professor at the Athens University of Economics and Business, and former visiting scholar at the Minda de Gunzburg Center for European Studies, Harvard University, and at the Center for Equitable Growth, UC Berkeley.

Q: What do you think of this morning’s agreement?

A: Paradoxical though this may sound, today's bailout deal comes as a relief to the vast majority of Greek citizens who (as every opinion poll has been telling us) are opposed to GREXIT “at any cost”. On the other hand, mostly as a result of the Greek government’s absurd negotiating tactics, that cost will be much higher than would have been otherwise.
The economic cost of the last five months is that Greece is again in recession, unemployment on the rise, and the primary fiscal surplus a fond memory. The political cost is the near total loss of any trust left between Greece and her European partners.
It is not hard to see why Europeans might be mistrustful. Only a few days ago, the Greek government rejected the creditors' proposals on the grounds that it had no mandate for more austerity, so it called a referendum. The sovereign Greek people returned a massive "No" verdict. Then the government discovered it had no mandate for GREXIT either. So it accepted an austerity plan that was harsher than the creditors' original proposals.
The charitable way of looking at this would be that the Greek government is a fast learner; the less-than-charitable way would be that the vitriolic rhetoric of the last five years, and the embarrassing antics of the last five months, having prevented a reasoned response to the crisis, have eventually caused more suffering than would otherwise have been the case.
As for the long-term damage to Greece's credibility and international standing, the less said the better.

Q: What do you think a third bailout and further austerity measures mean for the Greek welfare state?

A: The Greek welfare state was ineffective and unsustainable pre-crisis, and has become a little less unsustainable and arguably more ineffective because of the austerity. Greek domestic actors, but to a lesser extent also our European partners, will be judged by their capacity to create a leaner but more effective social safety net, and hence preserve the ‘European social model’ even in the adverse conditions of fiscal consolidation. Needless to say, the evidence so far is not very encouraging.

Q: Let us look at the background of this crisis. In your trending paper you wrote about a vicious circle that was fueled by raising pension contributions in Greece. What happened?  

A: There are three (and only three) ways for any government to contain pension spending: by lowering pension benefits, by raising the effective retirement age, and by raising pension contributions. My point was that raising contributions – which successive Greek governments saw as least painful socially and most feasible politically – was in fact pretty bad: it inhibited employment growth, and hence undermined the very foundation on which a healthy “pay as you go” pension system rests.

Q: In another paper you wrote that fiscal adjustment programs were far from successful and lead to more poverty.

A: I have also written that, given the colossal “twin deficits” Greece posted pre-crisis (budget deficit 15% of GDP in 2009, current account deficit 16% of GDP in 2008), it was difficult to see how (at least some) austerity could have been avoided. I also happen to believe that debt is a political rather than economic issue: its level is without doubt high, but the cost of servicing it is low.

Q: What role should fiscal adjustment programs play?

A: Fiscal adjustment programmes are never painless. But as the experience of other EU member states shows (from Latvia to Portugal), they can be less painful, more equitable, less protracted and more successful than the Greek case suggests.
One big lesson from the Greek experience is that, in order to be successful, fiscal adjustment programmes must meet a number of conditions. They must be ‘owned’ by the government, and at least passively accepted by the opposition. They must be seen by public opinion as legitimate, and compatible with democratic institutions. They must be equitable, in the sense that they protect the poor, the unemployed and vulnerable groups, and allocate the costs of adjustment fairly among social groups. And they must deal with the causes of fiscal imbalances – in the Greek case, perverse political incentives, deficient public institutions, and an uncompetitive ‘growth model’.
This is a tall order, granted. But anything less is bound to set in motion vicious circles from which it is difficult to escape.

Q: If there are more fiscal adjustment programs, will this mean even more poverty for the Greek people?

A: Not necessarily. Fiscal adjustment programmes can be equitable: as I just wrote above, they can protect the poor, the unemployed and vulnerable groups, and allocate the costs of adjustment fairly among social groups. To give a specific example: After five long years of harsh austerity, one quarter of all retirees in May 2015 (latest data available) were aged below 55. Among public sector retirees, the proportion was one third. Greece’s new government has pledged to preserve the right to retire at such tender age. The total cost of all pensions below the age of 55 is €1.5 billion (i.e. about 0.75% of GDP). In contrast, the total cost of the same government’s measures to deal with the country’s ‘humanitarian crisis’ is €200 million over the next two years (i.e. 0.05% of GDP per year). Readers can easily work out the fiscal feasibility (and the social desirability) of a shift in resources from ‘baby pensions’ to anti-poverty policies.

6 Ιουλίου 2015

Τα διλήμματα της επόμενης μέρας

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015)

Η νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα είναι ακόμη μια απόδειξη του πόσο βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία είναι η πεποίθηση ότι για τα προβλήματά μας φταίνε βασικά οι ξένοι (και βέβαια τα φερέφωνά τους). Το πρόβλημα για την αντιευρωπαϊκή παράταξη – ή όπως αλλιώς την ονομάσουμε – είναι ότι κάτι τέτοιο απλώς δεν ισχύει.

Είναι αλήθεια ότι τα προγράμματα διάσωσης των τελευταίων 5 ετών υπήρξαν βαθιά προβληματικά. Είναι επίσης αλήθεια ότι η διάσωση της Ελλάδας και των άλλων χωρών που δανείζονταν ανέμελα ήταν ταυτόχρονα διάσωση όσων εμπορικών τραπεζών τους δάνειζαν ανέμελα. Και είναι αλήθεια ότι μια ειλικρινέστερη και λιγότερο ηθικόλογη αποδοχή των ευθυνών εκ μέρους όλων θα έκανε λιγότερο τοξικό το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα), λιγότερο οδυνηρά τα προγράμματα διάσωσης, περισσότερο αποδεκτά τα διδάγματα της κρίσης, και επιτυχέστερο τον ανασχεδιασμό της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής.

Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν εμπόδισε όλες τις άλλες χώρες – από τη Λεττονία έως την Πορτογαλία – που μπήκαν σε πρόγραμμα διάσωσης να βγουν τελικά από αυτό. Αντίθετα, εμείς εξαρτώμαστε ακόμη από τη διεθνή οικονομική βοήθεια. Και εξακολουθούμε να υπάρχουμε ως συντεταγμένη χώρα μόνο επειδή ο Mario Draghi μέχρι τώρα εφαρμόζει με «δημιουργικό» τρόπο το καταστατικό της ΕΚΤ. Για πόσο ακόμη, μένει να αποδειχθεί.

Παρότι βαθιά προβληματικό, το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης ενσωμάτωνε «αποκλίσεις», (ακριβέστερα: παραβιάσεις), προς όφελος της Ελλάδας, των κοινών κανόνων που όλες οι χώρες – και η Ελλάδα – είχαν δεσμευθεί να τηρούν: βλ. «ρήτρα μη διάσωσης» το Μάιο 2010, αλλά και PSI ("κούρεμα" του χρέους σε χέρια ιδιωτών) τον Φεβρουάριο 2012.

Μπορούν οι δανειστές να αποδεχθούν μια τρίτη παραβίαση των κοινών κανόνων σήμερα, την επαύριο του δημοψηφίσματος; Ενδεχομένως. Παρότι το πιο χειροπιαστό μέχρι σήμερα αποτέλεσμα της διαπραγματευτικής στάσης της νέας κυβέρνησης είναι η συσπείρωση των περισσοτέρων κυβερνήσεων γύρω από τη σκληρή γραμμή του Wolfgang Schäuble, γεγονός που περιορίζει τα περιθώρια για έντιμο συμβιβασμό. Θα είναι αρκετό αυτό για να ικανοποιήσει τις φουσκωμένες προσδοκίες του 61,3% που ψήφισε ΟΧΙ, και συνεπώς για να επιτρέψει στον Αλέξη Τσίπρα να υπογράψει μια νέα συμφωνία χωρίς να χάσει το πολιτικό κεφάλαιο που μόλις κατάφερε  να συσσωρεύσει; Αμφιβάλλω.

Ειλικρινά δεν βλέπω τι μπορούν να μας προσφέρουν οι Ευρωπαίοι που να επαναφέρει την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά. Η εποχή της άφθονης χρηματοδότησης του είδους που απολαύσαμε – και κατασπαταλήσαμε – από την υιοθέτηση του ευρώ έως το 2009 έχει παρέλθει, και δεν πρόκειται να επιστρέψει στο ορατό μέλλον. Αναπτυξιακά προγράμματα, στοχευμένα και περιορισμένα, ήδη τρέχουν (με σχετικά χαμηλή απόδοση στην Ελλάδα). Το χρέος είναι όντως υψηλό, αλλά το κόστος εξυπηρέτησής του όχι, ενώ η απόφαση του Eurogroup το Νοέμβριο 2012 έχει ήδη αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο νέας αναδιάρθρωσης προς όφελος της Ελλάδας. Η απαίτηση για μεγάλα και συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα ήταν όντως εξωπραγματική, αλλά οι δανειστές είχαν ήδη υποχωρήσει από αυτήν πριν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιανουάριο. Και στα τρία αυτά ζητήματα, κάτι καλύτερο μπορεί να μας προσφερθεί. Αλλά τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να ικανοποιήσει το μέτωπο του ΟΧΙ. Τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να αντισταθμίσει το τρομακτικό και συνεχώς αυξανόμενο οικονομικό κόστος των εκλογών του Ιανουαρίου, της 5μηνης διαπραγμάτευσης και του χθεσινού δημοψηφίσματος. Και τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να φέρει μαγικά την ανάπτυξη.

Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και με μηδέν χρέος, πρόσβαση στις αγορές και χαμηλό κόστος δανεισμού, η "ανάκαμψη" της ελληνικής οικονομίας μέσω της τόνωσης της ζήτησης θα οδηγούσε σε αύξηση των εισαγωγών, δηλαδή σε εξωτερικό έλλειμμα, δηλαδή θα μας επανέφερε με μαθηματική ακρίβεια στο σημείο εκκίνησης του 2009. Κακά τα ψέματα: το χάσμα μεταξύ καταναλωτικών προσδοκιών και παραγωγικών δυνατοτήτων παραμένει μεγάλο. Η λιτότητα (δηλ. η μείωση της κατανάλωσης) δεν είναι παρά ένας σκληρός τρόπος γεφύρωσής του. Ο άλλος τρόπος είναι η αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων των ελληνικών επιχειρήσεων. Τρίτος τρόπος δεν υπάρχει.

Αλλά η αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων των επιχειρήσεων είναι αδιανόητη με εκδικητική φορολογική πολιτική, με δημόσια διοίκηση βολική για τους υπαλλήλους (και τους πολιτικούς προϊσταμένους τους) αλλά εχθρική στον πολίτη, με πανεπιστήμια που γυρίζουν πίσω ολοταχώς όταν στον υπόλοιπο κόσμο πηγαίνουν μπροστά, με κοινωνική πολιτική που συνταξιοδοτεί 50άρηδες αλλά αδιαφορεί για τους νέους, τους ανέργους και τους φτωχούς - κτλ. κτλ.

Αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να μας τα λύσουν οι Ευρωπαίοι. Θα μπορούσαν ίσως να μας βοηθήσουν να τα λύσουμε. Αλλά κάτι τέτοιο θα είχε ελπίδες να πετύχει μόνο σε μια χώρα (μια κυβέρνηση) που τα αναγνωρίζει ως προβλήματα, και ενδιαφέρεται πραγματικά να τα λύσει. Η Ελλάδα (οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, και ιδιαίτερα η σημερινή) δεν φαίνεται να είναι μια τέτοια χώρα.

Όλα αυτά θα τα βρούμε μπροστά μας: είτε με συμφωνία και ευρώ, είτε με ρήξη και δραχμή. Στην πρώτη περίπτωση θα απαιτηθεί  πολύ περισσότερη σοβαρότητα και όρεξη για σκληρή δουλειά από ό,τι δείχνει να διαθέτει η κυβέρνηση. Στη δεύτερη περίπτωση, τουλάχιστον για τη γενιά όσων βρίσκονται σήμερα σε εργάσιμη ηλικία, το παιγνίδι θα έχει χαθεί οριστικά.

3 Ιουλίου 2015

Να κρατήσουμε την Ελλάδα στην Ευρώπη

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015).

Η μικρή μας χώρα ιστορικά είχε μεγάλο μερίδιο στις εθνικές καταστροφές. Κάποιες από αυτές υπήρξαν αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών αποφάσεων και επιζήμιων επιλογών που πρόθυμα ο ελληνικός λαός στήριξε. Επιλογές που υποκινήθηκαν από καταστροφικές ιδεοληψίες και τυχοδιωκτικές ηγεσίες. Σε όλες τις περιστάσεις, κοινός παρονομαστής τους υπήρξε- όπως και τώρα- ο εθνολαϊκισμός.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μία στιγμή κρίσιμων αποφάσεων που θα καθορίσουν την πορεία της χώρας για τα πολλά επόμενα χρόνια. Είναι λοιπόν αναγκαίο να γνωρίζουμε επακριβώς τι θα ακολουθήσει. Η επισήμανση της κρισιμότητας των στιγμών δεν συνιστά κινδυνολογία αλλά αντίθετα, ηθικό καθήκον απέναντι στον αδικαιολόγητο εφησυχασμό και τον επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό.

Η οικονομία μας βρίσκεται οριακά πριν από την ολοκληρωτική καταστροφή. Η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων ήταν αναπόδραστη συνέπεια του τερματισμού των διαπραγματεύσεων και η προκήρυξη ενός πολιτικά εγκληματικού και εθνικά επιζήμιου δημοψηφίσματος. Η οριστική παύση ροής της χρηματοδότησης της οικονομίας που θα επιφέρει η ενδεχόμενη επικράτηση του ΟΧΙ αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην έξοδο μας από την ευρωζώνη και την επιστροφή σε ένα (δραματικά) υποτιμημένο εθνικό νόμισμα. Στη συνέχεια, η δυσκολία να εξασφαλιστεί εξωτερικός δανεισμός θα καταστήσει αναγκαία μία δραστική δημοσιονομική προσαρμογή – δηλ. ένα ακόμη οδυνηρότερο «Μνημόνιο». Ο υψηλός πληθωρισμός θα αποτελειώσει ότι απομείνει από το αναγκαστικό «κούρεμα» των καταθέσεων και τη μείωση των μισθών. Βασικές δημόσιες υποδομές θα καταρρεύσουν. Η πρόσφατη περιπέτεια της Αργεντινής θα φαντάζει αστειότητα μπροστά στην ελληνική τραγωδία καθώς εμείς δεν διαθέτουμε τα εμπορικά πλεονάσματα της αργεντίνικης οικονομίας την περίοδο της κρίσης. Τα πρώτα θύματα θα είναι οι ασθενέστεροι συμπολίτες μας (καθώς ο πληθωρισμός κατατρώει μισθούς και συντάξεις) και ιδιαίτερα όσοι εξαρτώνται από την κρατική αρωγή. Οι οικονομικές ανισότητες θα ενταθούν και η κοινωνική συνοχή θα διαρραγεί. Οι εθνικές απειλές θα πολλαπλασιαστούν, και θα αναγκαστούμε να τις αντιμετωπίσουμε χωρίς τα ευρωπαϊκά στηρίγματα.  

Σε τέτοιες έκτακτες συνθήκες κλονίζεται η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, αναπόφευκτα κυριαρχεί ο λαϊκισμός, ενισχύονται τα πολιτικά άκρα και απειλούνται οι δημοκρατικοί θεσμοί. Τα ατομικά δικαιώματα δοκιμάζονται και οι πολιτικές ελευθερίες περιστέλλονται. Ο κίνδυνος περιθωριοποίησης της χώρας και μετατροπής της σε κράτος-παρία είναι περισσότερο από υπαρκτός.

Είναι γεγονός πως οι πολίτες την τελευταία πενταετία παρακολούθησαν, βουβοί και ανήμποροι, τη συντριβή των προσδοκιών που καλλιέργησε η μεταπολιτευτική περίοδος. Η υπέρβαση όμως των προβλημάτων μας δεν πρόκειται να προέλθει από την επιβράβευση του τριτοκοσμικού επιθετικού λαϊκισμού που απειλεί να βυθίσει τη χώρα μας στα σκοτάδια μιας πολύχρονης παρακμής, βγαλμένης από τις πλέον ζοφερές σελίδες της ελληνικής ιστορίας.

Για μας δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στο δημοψήφισμα της Κυριακής πρέπει πρώτιστα να κρατήσουμε την Ελλάδα στην Ευρώπη. Για αυτό ψηφίζουμε ΝΑΙ. Και όλα τα άλλα θα τα φτιάξουμε.

La Grecia decide il proprio futuro

Δημοσιεύτηκε στον ιταλικό διαδικτυακό τόπο ανάλυσης της δημόσιας πολιτικής «lavoce.info» (Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015)

Come in ogni tragedia greca che si rispetti, c’è qualcosa di inevitabile negli eventi degli ultimi giorni. Un giovane presuntuoso e i suoi collaboratori, ubriachi dal trionfo, si comportano con arroganza in patria e all’estero, insistendo che tutti devono piegarsi alla loro volontà, perchè il loro mandato vale più di quello altrui.

Cinque mesi dopo, il nuovo governo greco si ritrova con le spalle al muro. Nel frattempo è riuscito ad alienare chi sperava che il suo arrivo in scena avrebbe allentanto i vincoli di austerità, facilitando un ripensamento della politica economica a livello europeo. Invece no: l’unico risultato sostanziale delle buffonate di Varoufakis e i suoi colleghi è stato quello di ricompattare la fragile unità europea, ma nel senso “sbagliato”: rafforzando la linea ordoliberale di chi come Schäuble vedrebbe di buon occhio un’ Europa senza la Grecia.

Per il resto, grande amicizia con la Russia di Putin (con tanto di inchino del ministro dell’energia greco al dirigente di Gazprom in diretta televisiva), continuità lineare con le peggiori tradizioni corrotte e clientelari (dalle ondate di assunzioni di cugini, nipoti, amici e amanti, ai primi grossolani conflitti d’interesse), e svolta autoritaria (con inasprimento della retorica forcaiola, e uso disinvolto delle istituzioni statali a fini strettamente di parte).

Per quanto riguarda la politica sociale, le tanto attese misure contro la “crisi umanitaria” si sono presto rivelate meno generose di quelle palesemente inadeguate dei governi precedenti. Sul fatto che solo 1 su 10 disoccupati percepisce qualsiasi prestazione sociale di sostegno al reddito (nel paese campione europeo della disoccupazione) regna il silenzio assoluto. Il reddito minimo, promosso dalla Commissione Europea, viene bollato dal ministro responsabile come “roba africana voluta dal Fmi”. Allo stesso tempo, secondo gli ultimi dati ufficiali, tra chi è andato in pensione a maggio 2015, 1 su 4 ha età inferiore a 55 anni (addirittura 1 su 3 nel settore pubblico). Ma “le pensioni non si toccano”, e visto che quelle basse non le vuole comunque toccare nessuno, vengono difese a spada tratta soppratutto quelle baby e d’oro.

Dopo 5 anni di austerità e 7 anni di depressione, l’economia greca era tornata a crescere nel 2014. Si trattava di una ripresa timida e pallida: +1%. Ma intanto la disoccupazione cominciava a scendere, seppure di poco. Ora non più: nei primi mesi del 2015 la Grecia è ancora una volta in recessione, e la disoccupazione sta di nuovo crescendo.

Alexis Tsipras è arrivato al potere promettendo agli elettori una medicina miracolosa e indolore: “Stracceremo gli accordi con la Troika, aboliremo l’austerità con un atto parlamentare”! A chi si chiedeva: “Se è così facile, come mai nessun governo l’aveva pensato prima?” rispondeva “Perchè chi era al governo prima era servo dei creditori. Al contrario di loro, noi nelle trattative saremo duri.” “E se i creditori non cedono?” “La probabilità che succeda qualcosa del genere è meno di 1 su 1.000.000” aveva dichiarato Tsipras in una ormai famosa intervista televisiva pochi giorni prima delle elezioni di gennaio scorso.

Adesso è successo quello che non sarebbe mai successo. Il governo che avrebbe messo fine all’austerità ha offerto ai creditori un programma di 8 miliardi di euro (cioè poco meno di quello proposto dai creditori stessi), ma molto meno credibile (composto al 93% di improbabili aumenti di tasse). A questo punto, invece di sporcarsi le mani con un nuovo accordo, Tsipras e Varoufakis hanno preferito passare la patata bollente agli elettori, anche a rischio di Grexit, lasciando scadere il programma attuale (a martedì 30 giugno), e dando la colpa all’Europa “lontana dalle radici democratiche” ecc. ecc.

Grazie alla decisione di Mario Draghi di non peggiorare la situazione, la Bce non ha staccato la spina al sistema bancario (come presumibilmente imporrebbe il suo statuto), ma non ha neanche aumentato l’inezione di liquidità (come un po’ incoerentemente chiedeva il governo greco). Risultato: capital controls, limite di prelevamento a 60 euro al giorno, code di pensionati e casalinghe. E sgomento, rabbia, paura.

La scomessa di Tsipras era che, con un richiamo da manuale al ferito orgoglio nazionale, la vittoria al referendum sarebbe assicurata. Puntualmente, lo schieramento a favore del “No”, oltre ai nazionalisti di Kammenos ministro alla difesa, si è allargato a comprendere i nazionalsocialisti di Alba Dorata. Cosa mai potrebbe andare storto per il governo?

Certo, il Consiglio di Europa, che non si occupava della Grecia dai tempi dei colonnelli, ha espresso il suo allarme per le (tante) irregolarità di questo referendum, e per la mancata imparzialità delle istituzioni dello Stato. Ma (come hanno subito spiegato gli opinionisti del regime) tanto si sapeva già che l’Europa non sopporta più il governo greco.

Quello invece che non ha potuto prevedere Tsipras e i suoi era il risveglio della Grecia europeista - quasi del tutto priva di rappresentanza politica, ma decisa lo stesso a difendere le conquiste più nobili degli ultimi 40 anni: democrazia avanzata, orientamento europeo, e (nonostante tutto) prosperità e coesione sociale. Le masse di cittadini che hanno riempito Piazza Costituzione, non per insultare il governo, né tantomeno per rompere vetrine o bruciare macchine, ma semplicemente per dichiarare pacatamente la loro appartenenza greca e europea (“Restiamo in Europa!”), complicano i calcoli del governo.

E fanno sperare che un’altra Grecia è possibile.

1 Ιουλίου 2015

Τι ψηφίζουμε στο δημοψήφισμα (και γιατί)


Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τρίτη 1 Ιουλίου 2015)

Όσοι αναρωτούνται με τι είδους χώρα θα μοιάζει η Ελλάδα μετά από μια ενδεχόμενη επικράτηση του «Όχι» στο δημοψήφισμα της Κυριακής δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες. Η περιφρόνηση όσων δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή συνταξιούχοι, δηλ. της πλειοψηφίας των εργαζομένων που απασχολούνται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις – και μαζί τους των φτωχών, των ανέργων, των νέων – αποκαλύπτει το αντιδραστικό «ταξικό πρόσημο» της κυβέρνησης. Η αλαζονεία και η κατασυκοφάντηση όσων σκέφτονται διαφορετικά καθιερώνονται ως το ήθος και το ύφος της νέας εξουσίας. Οι εμπρηστικές δηλώσεις των εκπροσώπων φανατίζουν τις μάζες, δηλητηριάζουν το μυαλό τους, τροφοδοτούν και καθοδηγούν το μίσος όσων είναι πάντα πρόθυμοι να περάσουν από τα λόγια στα έργα. Η ίδια η μεθόδευση του δημοψηφίσματος συνιστά συνταγματική εκτροπή. Πόσο απέχουν όλα αυτά από τη Βενεζουέλα του Τσάβες και του Μαδούρο, ή από τη Ρωσία του Πούτιν; Και εκεί γίνονται εκλογές (και δημοψηφίσματα). Αλλά οι «αντίθετες» εφημερίδες και τηλεοράσεις λειτουργούν υπό αυστηρή επιτήρηση (ή καθόλου). Και όσοι ενοχλούν την εξουσία συνήθως καταλήγουν σε κάποιο χαντάκι. Ο Λαφαζάνης, ο Καμμένος και ο Μιχαλολιάκος απεχθάνονται την Ευρώπη επειδή ονειρεύονται μια τέτοια εφιαλτική Ελλάδα. Εμείς οι υπόλοιποι ψηφίζουμε «ΝΑΙ» για να τους εμποδίσουμε. Τόσο απλά.

14 Ιουνίου 2015

Η κυβέρνηση δίνει μάχη (κατά των φτωχών, κατά των ανέργων, και κατά των νέων)

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Κυριακή 14 Ιουνίου 2015)

Μέρος Γ. Ποιον ωφελεί η απόφαση του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα των περικοπών;

Στο προηγούμενο άρθρο («Ποιον ωφελεί η ακύρωση των «αντιασφαλιστικών μνημονιακών νόμων») εξηγούσαμε γιατί το σύστημα που προέβλεπαν οι νόμοι 3863/2010 και 4052/2012, για τις κύριες και επικουρικές συντάξεις αντιστοίχως, το οποίο η ελληνική κυβέρνηση θέλει να καταργήσει, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα των φτωχών, των ανέργων και των νέων από το ασφαλιστικό που χάρη στο κατενάτσιο των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ισχύει ακόμη.
Η κυβέρνηση επικαλείται (ψευδώς, όπως θα δούμε) ανάλγητες περικοπές των χαμηλών συντάξεων για να διασώσει τις υψηλές συντάξεις των διαχρονικών πελατών του πολιτικού συστήματος. Οι υπερασπιστές των συντεχνιών, με μπροστάρη τον Στρατούλη, μάχονται για να διατηρήσουν εξωφρενικά προνόμια: συντάξεις που ξεπερνούν κατά πολύ τις εισφορές που πλήρωναν όταν δούλευαν, 10 και 15 χρόνια πριν από την υποτιθέμενη γενική ηλικία συνταξιοδότησης που ισχύει στην υπόλοιπη Ελλάδα (και στην υπόλοιπη Ευρώπη).
Τι λέει η κυβέρνηση; Βαρουφάκης στο Βερολίνο: «Δεν θα ψηφίσουμε περικοπές 40% σε συντάξεις των 350 ευρώ». Τσίπρας στην Corriere della Sera: «Σε πέντε χρόνια μειώσαμε τις συντάξεις 44%». (Κατά λέξη: «μειώσαμε». Με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στους δρόμους και την Αθήνα να καίγεται.)
Ποια είναι η πραγματικότητα; Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Υπουργείου Εργασίας, η σωρευτική μείωση τα τελευταία 5 χρόνια ήταν 14,3% για τις χαμηλές συντάξεις (600 ευρώ επί 14 μήνες το 2010). Η μόνη μείωση προήλθε από την περικοπή της 13ης και της 14ης σύνταξης. Δεν είναι λίγο το 14,3%, ειδικά για φτωχούς ανθρώπους. Αλλά απέχει πολύ από το 40% και 44% που διαδίδουν οι ηγέτες μας. Ίσως νομίζουν ότι οι κουτόφραγκοι δεν γνωρίζουν τι ακριβώς ισχύει με τις συντάξεις στην Ελλάδα. Εκ προσωπικής πείρας σας διαβεβαιώ ότι γνωρίζουν – καλύτερα από τους ίδιους.
Βέβαια, στα υψηλότερα κλιμάκια οι περικοπές ήταν μεγαλύτερες. Για παράδειγμα, όσοι το 2010 έπαιρναν σύνταξη 2.100 ευρώ (1.800 ευρώ κύρια συν 300 ευρώ επικουρική, επί 14 μήνες) υπέστησαν σωρευτική μείωση 34,9%. Πάνω από αυτά τα όρια βρίσκονται ελάχιστοι: μόνο 4,5% των κύριων συντάξεων σήμερα είναι πάνω από 1.500 ευρώ. Εκεί οι μειώσεις μπορεί όντως να φτάνουν τα ποσοστά που διαλαλούν οι Τσίπρας-Βαρουφάκης. Ίσως να μάχονται για αυτό το ανώτερο 4,5%. Σίγουρα ανήκουν σε αυτό.
Θα μου πείτε: «Πολλά είναι 1.500 ευρώ το μήνα;» Εξαρτάται. Σε σχέση με τους μισθούς που παίρνουν σήμερα όσοι εργάζονται, μάλλον αρκετά. Σε σχέση με τις εισφορές που πλήρωσαν οι ίδιοι οι συνταξιούχοι της κατηγορίας αυτής (και οι εργοδότες τους), εξωφρενικά πολλά.
Το πόσο ανταποδοτικές είναι οι συντάξεις ήταν ένα από τα ερωτήματα της διατριβής της Χρύσας Λεβέντη, τέως διδακτορικής φοιτήτριας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, νυν ερευνήτριας στο Πανεπιστήμιο του Essex στην Αγγλία. Το απάντησε με την εξής μεθοδολογία.
1.    Ανέλυσε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 4.800 ασφαλισμένων του ΙΚΑ που βγήκαν στη σύνταξη το 2008 (αντιστοιχεί στο 14,7% του συνόλου).
2.    Υπολόγισε το συνολικό ποσό που θα είχε συσσωρευθεί τη στιγμή της συνταξιοδότησης εάν οι εισφορές των ασφαλισμένων (και των εργοδοτών τους), αντί να καταβάλλονται στο ΙΚΑ, επενδύονταν με σταθερό ποσοστό απόδοσης 2% πάνω από τον πληθωρισμό (καλή απόδοση).
3.    Υπολόγισε το καθαρά ανταποδοτικό τμήμα της σύνταξης μετατρέποντας το συσσωρευμένο κεφάλαιο σε μηνιαία σύνταξη σύμφωνα με τους αναλογιστικούς κανόνες (δηλαδή ανάλογα με το προσδώκιμο επιβίωσης, εξισώνοντας τις διά βίου παροχές με τις διά βίου εισφορές).
4.    Σύγκρινε τη σύνταξη που πράγματι πήρε το 2008 κάθε συνταξιούχος με το καθαρά ανταποδοτικό τμήμα της.
5.    Εκτίμησε τη μεταβολή της αναλογίας του καθαρά ανταποδοτικού τμήματος στη συνολική σύνταξη λόγω των μνημονιακών περικοπών, για κάθε συνταξιούχο χωριστά.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν νομίζω ενδιαφέρον. Το καθαρά ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης το 2008 ήταν κατά μέσο όρο μόλις 50,7%. Το υπόλοιπο 49,3% ήταν κοινωνική μεταβίβαση, δηλαδή ένα είδος επιδότησης. Η συνολική αξία αυτής της επιδότησης: 114.543 ευρώ στη συνολική διάρκεια συνταξιοδότησης. Με τις μνημονιακές περικοπές, η αναλογία της επιδότησης έπεσε στο 35,8% (59.421 ευρώ στη συνολική διάρκεια).
Αυτά αφορούν το μέσο όρο. Πιο αναλυτικά, ανά κατηγορία συνταξιούχου, το ποσοστό επιδότησης ήταν ακόμη μεγαλύτερο για τους πρόωρα συνταξιοδοτούμενους (51,2% στις ηλικίες κάτω των 55 έναντι 30,5% για τους άνω των 65), για τις γυναίκες (46,5% έναντι 27,5% για τους άντρες), για τις μητέρες ανηλίκων (53,9%), καθώς και για όσους βγαίνουν στη σύνταξη με λιγότερα ένσημα (54,7% για 15 χρόνια εισφορών έναντι 26% για 35+ χρόνια).
Με άλλα λόγια, οι περικοπές της τελευταίας πενταετίας περιόρισαν κάπως το μέγεθος της επιδότησης που λαμβάνει κάθε συνταξιούχος από το κοινωνικό σύνολο (πάνω και πέρα από το ανταποδοτικό ποσό που κατέβαλε όσο εργαζόταν ο ίδιος και ο εργοδότης του), αλλά σε καμμία περίπτωση δεν το εξάλειψαν.
Να επαναλάβω ότι η έρευνα αφορούσε μόνο το ΙΚΑ και μόνο τις κύριες συντάξεις. Στα ειδικά ταμεία και στις επικουρικές συντάξεις (όπου για προφανείς λόγους τα στατιστικά στοιχεία φυλάσσονται με ζήλο ως κρατικό μυστικό), η αξία της επιδότησης είναι πολύ μεγαλύτερη.
Κάπου εδώ έρχεται η απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ που κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις μετά το 2012. Η απόφαση είναι αμετάκλητη, και δεν μεταβάλλεται με κάποιο ένδικο μέσο. Από τη δημοσίευσή της (9 Ιουνίου 2015), όλες οι συντάξεις, κύριες και επικουρικές, πρέπει να επανέλθουν στα επίπεδα του 2012. Για να περιοριστεί το δυσβάστακτο δημοσιονομικό κόστος που παράγεται από την απόφασή του, το ΣτΕ όρισε η αντισυνταγματικότητα των περικοπών στις συντάξεις να μην έχει αναδρομική ισχύ. (Πάλι καλά.)
Δεν θα σχολιάσω (ως αναρμόδιος) το εάν η νομοθετική εξουσία έχει ή όχι το δικαίωμα να τροποποιεί προηγούμενες ρυθμίσεις όταν αυτές αποδεικνύονται καταστροφικά ασύνετες (η περίπτωση των συντάξεων). Ούτε θα ζητήσω να μας πει το ΣτΕ που θα βρούμε τα χρήματα. Θα περιοριστώ σε ένα θέμα της δικής μου αρμοδιότητας. Με βάση τα στοιχεία που ανέφερα παραπάνω, το κύριο επιχείρημα του ΣτΕ ότι οι συντάξεις δεν πρέπει ποτέ να περικόπτονται επειδή οι ασφαλισμένοι τις πλήρωσαν με τις εισφορές τους είναι θεαματικά λανθασμένο.
Εάν υπήρχαν σοβαροί διανοούμενοι της αριστεράς με στοιχειώδη κατάρτιση (να κάνουν πράξεις δηλαδή) θα διαπίστωναν το προφανές «ταξικό πρόσημο» της απόφασης του ΣτΕ, καθώς και της κυβέρνησης που πανηγυρίζει για αυτήν. Δεν φαίνεται να υπάρχουν, οπότε αναγκάζομαι να το κάνω εγώ που είμαι μενσεβίκος. Η απόφαση του ΣτΕ συνιστά γιγαντιαία μεταφορά πόρων και δικαιωμάτων προς όφελος των ευπορότερων από τους σημερινούς συνταξιούχους, σε βάρος των φτωχών, των ανέργων και των νέων. Τα υπόλοιπα είναι θόρυβος.