Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015).
Ήταν ιστορική η τηλεοπτική συνέντευξη του Π. Καμμένου την περασμένη Τρίτη (1 Σεπτεμβρίου 2015) στον «Alpha». Ούτε λίγο ούτε πολύ, επιβεβαίωσε όσα από καιρό είχαμε υποψιαστεί. Ότι δηλαδή, μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σχεδίαζε την έξοδο από το ευρώ. Μόνο το βράδυ του δημοψηφίσματος έγινε επιτέλους σαφές ακόμη και στα αφελέστερα μέλη του στενού πυρήνα γύρω από τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι η Ρωσία δεν είχε την παραμικρή διάθεση να χρηματοδοτήσει τη μετάβαση στη νέα δραχμή. Μόνο τότε κατάλαβε ο Α. Τσίπρας ότι οι ώμοι του δεν είναι επαρκώς στιβαροί ώστε να σηκώσουν το βάρος της εθνικής καταστροφής. Και τότε βέβαια δεν του έμενε άλλη επιλογή από την πλήρη και άνευ όρων συνθηκολόγησή του με τους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Με άλλα λόγια, το ρήγμα που οδήγησε στην υπογραφή του τρίτου Μνημονίου σε καμμία περίπτωση δεν φέρνει αντιμέτωπους «ρεαλιστές» φιλοευρωπαίους από τη μια και «ασυμβίβαστους» οπαδούς της δραχμής από την άλλη, όπως βιάστηκε να συμπεράνει μια οκνηρή δημοσιογραφία (εγχώρια και διεθνής). Ούτε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει καθόλου με εκκαθάριση χρεωκοπημένων τραπεζών, όπου ο Α. Τσίπρας κρατά το ενεργητικό του πρώην ενιαίου οργανισμού, και ο Π. Λαφαζάνης το παθητικό (εν είδει «bad ΣΥΡΙΖΑ»).
Αντίθετα, καθώς σιγά-σιγά συμπληρώνονται τα κομμάτια του παζλ, η απόσταση αυτής της βολικής ερμηνείας από την αλήθεια ολοένα μεγαλώνει. Με βάση όσα ξέραμε από την αρχή, καθώς και όσα μάθαμε τώρα τελευταία, είναι φανερό ότι οι πάντες στην κυβέρνηση υποστήριζαν την αλλοπρόσαλλη διαπραγματευτική τακτική που έφερε τα πράγματα στα άκρα (βλ. capital controls), αδιαφορώντας για το κόστος: νέα ύφεση, κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας. Οι πάντες στην κυβέρνηση υπολόγιζαν ότι η στήριξη του Πούτιν θα έκανε την ελληνική μπλόφα πιστευτή (ως ειλικρινή), ότι η προοπτική του GREXIT θα τρόμαζε τους Ευρωπαίους, και ότι θα τους ανάγκαζε να υποχωρήσουν, αποδεχόμενοι διαγραφή του χρέους. Οι πάντες στην κυβέρνηση φαίνεται να ήταν έτοιμοι για έξοδο από το ευρώ στο απίθανο ενδεχόμενο – «μία στο εκατομμύριο» - μη υποχώρησης των δανειστών, υπό τον όρο φυσικά της ρωσικής στήριξης.
Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να αναρωτήθηκε για τα ανταλλάγματα της στήριξης του Πούτιν, που θα έκαναν τους όρους του Μνημονίου να δείχνουν φιλικά επιεικείς. Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να πτοήθηκε από τις οικονομικές επιπτώσεις μιας απότομης υποτίμησης της νέας δραχμής, μπροστά στις οποίες οι εισοδηματικές απώλειες της τελευταίας πενταετίας θα ωχριούσαν. Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλήφθηκε τους γεωπολιτικούς κινδύνους στους οποίους θα μας άφηνε εκτεθειμένους η απομάκρυνση από την Ευρώπη, με το ISIS στα νοτιοανατολικά μας και τον ίδιο τον Πούτιν στα βορειοανατολικά.
Άλλη ήταν η πραγματική διαχωριστική γραμμή μεταξύ δήθεν ασυμβίβαστων και δήθεν ρεαλιστών. Οι μεν ήταν διατεθειμένοι να μας πάνε στη δραχμή ακόμη και χωρίς ρωσική χρηματοδότηση. Οι δε, όχι.
Λίγους μήνες αργότερα, κάποια από τα πρόσωπα του δράματος έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή. Ο Γ. Βαρουφάκης, έχοντας σώσει τη χώρα, φιλοδοξεί τώρα να σώσει την υφήλιο. Ο Π. Λαφαζάνης θα συνεχίσει τον αντιμνημονιακό αγώνα, μαζί με πολλά μέχρι πρότινος στελέχη και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπόλοιποι όμως εμπνευστές του εφιαλτικού (αλλά ευτυχώς αδέξιου) σχεδίου για έξοδο από το ευρώ με ρωσική βοήθεια παραμένουν στο κόμμα του Α. Τσίπρα. Στο καλά ενημερωμένο, όπως τελικά αποδείχθηκε, άρθρο του Π. Παπαδόπουλου στο «Βήμα» (19 Ιουλίου 2015) αναφέρονται τρεις από αυτούς: Ν. Κοτζιάς, Ν. Παππάς, Γ. Δραγασάκης. Υποθέτω ότι δεκάδες άλλοι, όχι εξ απορρήτων, συμμερίζονταν το ίδιο σενάριο. Ίσως να υπήρξαν και κάποιοι που το απεύχονταν – σε αυτή την περίπτωση, όμως, πρέπει να τους αναγνωρίσουμε ότι το έκρυψαν απίστευτα καλά, ενδεχομένως και από τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Όλοι αυτοί τώρα ζητούν ξανά την ψήφο των πολιτών στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου. Όχι για να εφαρμόσουν κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Τέτοιο πρόγραμμα απλώς δεν διαθέτουν, ούτε καν στις γενικές του γραμμές. Το απώτατο όριο των προβληματισμών τους για τις αναγκαίες αλλαγές που απαιτούνται ώστε να βγούμε από την πορεία παρακμής και να συντονίσουμε το βήμα μας με τις άλλες προηγμένες χώρες του πλανήτη ήταν το πανούργο σχέδιο «σκληρή διαπραγμάτευση για διαγραφή του χρέους ή έξοδο από το ευρώ» (με ρωσική βοήθεια). Και τώρα που αυτό τους τελείωσε, μας ζητούν να τους εμπιστευθούμε. Έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Επειδή είναι αυτοί που είναι.
Προτείνω να μην τους εμπιστευθούμε. Ακριβώς επειδή είναι αυτοί που είναι.
Ήταν ιστορική η τηλεοπτική συνέντευξη του Π. Καμμένου την περασμένη Τρίτη (1 Σεπτεμβρίου 2015) στον «Alpha». Ούτε λίγο ούτε πολύ, επιβεβαίωσε όσα από καιρό είχαμε υποψιαστεί. Ότι δηλαδή, μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σχεδίαζε την έξοδο από το ευρώ. Μόνο το βράδυ του δημοψηφίσματος έγινε επιτέλους σαφές ακόμη και στα αφελέστερα μέλη του στενού πυρήνα γύρω από τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι η Ρωσία δεν είχε την παραμικρή διάθεση να χρηματοδοτήσει τη μετάβαση στη νέα δραχμή. Μόνο τότε κατάλαβε ο Α. Τσίπρας ότι οι ώμοι του δεν είναι επαρκώς στιβαροί ώστε να σηκώσουν το βάρος της εθνικής καταστροφής. Και τότε βέβαια δεν του έμενε άλλη επιλογή από την πλήρη και άνευ όρων συνθηκολόγησή του με τους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Με άλλα λόγια, το ρήγμα που οδήγησε στην υπογραφή του τρίτου Μνημονίου σε καμμία περίπτωση δεν φέρνει αντιμέτωπους «ρεαλιστές» φιλοευρωπαίους από τη μια και «ασυμβίβαστους» οπαδούς της δραχμής από την άλλη, όπως βιάστηκε να συμπεράνει μια οκνηρή δημοσιογραφία (εγχώρια και διεθνής). Ούτε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει καθόλου με εκκαθάριση χρεωκοπημένων τραπεζών, όπου ο Α. Τσίπρας κρατά το ενεργητικό του πρώην ενιαίου οργανισμού, και ο Π. Λαφαζάνης το παθητικό (εν είδει «bad ΣΥΡΙΖΑ»).
Αντίθετα, καθώς σιγά-σιγά συμπληρώνονται τα κομμάτια του παζλ, η απόσταση αυτής της βολικής ερμηνείας από την αλήθεια ολοένα μεγαλώνει. Με βάση όσα ξέραμε από την αρχή, καθώς και όσα μάθαμε τώρα τελευταία, είναι φανερό ότι οι πάντες στην κυβέρνηση υποστήριζαν την αλλοπρόσαλλη διαπραγματευτική τακτική που έφερε τα πράγματα στα άκρα (βλ. capital controls), αδιαφορώντας για το κόστος: νέα ύφεση, κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας. Οι πάντες στην κυβέρνηση υπολόγιζαν ότι η στήριξη του Πούτιν θα έκανε την ελληνική μπλόφα πιστευτή (ως ειλικρινή), ότι η προοπτική του GREXIT θα τρόμαζε τους Ευρωπαίους, και ότι θα τους ανάγκαζε να υποχωρήσουν, αποδεχόμενοι διαγραφή του χρέους. Οι πάντες στην κυβέρνηση φαίνεται να ήταν έτοιμοι για έξοδο από το ευρώ στο απίθανο ενδεχόμενο – «μία στο εκατομμύριο» - μη υποχώρησης των δανειστών, υπό τον όρο φυσικά της ρωσικής στήριξης.
Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να αναρωτήθηκε για τα ανταλλάγματα της στήριξης του Πούτιν, που θα έκαναν τους όρους του Μνημονίου να δείχνουν φιλικά επιεικείς. Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να πτοήθηκε από τις οικονομικές επιπτώσεις μιας απότομης υποτίμησης της νέας δραχμής, μπροστά στις οποίες οι εισοδηματικές απώλειες της τελευταίας πενταετίας θα ωχριούσαν. Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλήφθηκε τους γεωπολιτικούς κινδύνους στους οποίους θα μας άφηνε εκτεθειμένους η απομάκρυνση από την Ευρώπη, με το ISIS στα νοτιοανατολικά μας και τον ίδιο τον Πούτιν στα βορειοανατολικά.
Άλλη ήταν η πραγματική διαχωριστική γραμμή μεταξύ δήθεν ασυμβίβαστων και δήθεν ρεαλιστών. Οι μεν ήταν διατεθειμένοι να μας πάνε στη δραχμή ακόμη και χωρίς ρωσική χρηματοδότηση. Οι δε, όχι.
Λίγους μήνες αργότερα, κάποια από τα πρόσωπα του δράματος έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή. Ο Γ. Βαρουφάκης, έχοντας σώσει τη χώρα, φιλοδοξεί τώρα να σώσει την υφήλιο. Ο Π. Λαφαζάνης θα συνεχίσει τον αντιμνημονιακό αγώνα, μαζί με πολλά μέχρι πρότινος στελέχη και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπόλοιποι όμως εμπνευστές του εφιαλτικού (αλλά ευτυχώς αδέξιου) σχεδίου για έξοδο από το ευρώ με ρωσική βοήθεια παραμένουν στο κόμμα του Α. Τσίπρα. Στο καλά ενημερωμένο, όπως τελικά αποδείχθηκε, άρθρο του Π. Παπαδόπουλου στο «Βήμα» (19 Ιουλίου 2015) αναφέρονται τρεις από αυτούς: Ν. Κοτζιάς, Ν. Παππάς, Γ. Δραγασάκης. Υποθέτω ότι δεκάδες άλλοι, όχι εξ απορρήτων, συμμερίζονταν το ίδιο σενάριο. Ίσως να υπήρξαν και κάποιοι που το απεύχονταν – σε αυτή την περίπτωση, όμως, πρέπει να τους αναγνωρίσουμε ότι το έκρυψαν απίστευτα καλά, ενδεχομένως και από τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Όλοι αυτοί τώρα ζητούν ξανά την ψήφο των πολιτών στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου. Όχι για να εφαρμόσουν κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Τέτοιο πρόγραμμα απλώς δεν διαθέτουν, ούτε καν στις γενικές του γραμμές. Το απώτατο όριο των προβληματισμών τους για τις αναγκαίες αλλαγές που απαιτούνται ώστε να βγούμε από την πορεία παρακμής και να συντονίσουμε το βήμα μας με τις άλλες προηγμένες χώρες του πλανήτη ήταν το πανούργο σχέδιο «σκληρή διαπραγμάτευση για διαγραφή του χρέους ή έξοδο από το ευρώ» (με ρωσική βοήθεια). Και τώρα που αυτό τους τελείωσε, μας ζητούν να τους εμπιστευθούμε. Έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Επειδή είναι αυτοί που είναι.
Προτείνω να μην τους εμπιστευθούμε. Ακριβώς επειδή είναι αυτοί που είναι.