29 Δεκεμβρίου 2014

Κρίση, ανάκαμψη, και Άγιος Βασίλης

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014)

Η χρονιά που πέρασε ίσως αποδειχθεί σημαδιακή. Το εθνικό εισόδημα, μετά από μια πτώση της τάξης του 24% (χωρίς ιστορικό προηγούμενο με εξαίρεση τη Μεγάλη Ύφεση του 1929-1932 στις ΗΠΑ), σταμάτησε να μειώνεται και μπορεί φέτος να σημειώσει ελαφρά άνοδο. Η ανεργία, αφού έφτασε το 28% το φθινόπωρο του 2013, φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί γύρω στο 26%. Ίσως λοιπόν τα χειρότερα να είναι πίσω μας. Εξ άλλου, όλες οι κρίσεις κάποτε τελειώνουν, μερικές φορές από καθαρή εξάντληση.

Ίσως όμως και όχι. Οι εισοδηματικές ανισότητες έχουν επιδεινωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Αυτό δεν συνέβη επειδή οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι (για τα περισσότερα μέλη των εύπορων στρωμάτων ισχύει το αντίθετο), αλλά επειδή οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι. Για τα χαμηλά εισοδήματα, το σύστημα κοινωνικής προστασίας απέτυχε να μετριάσει τις συνέπειες της ανεργίας, των περικοπών των αποδοχών (ή της μείωσης των εσόδων για τους ελεύθερους επαγγελματίες). Πράγματι, το ελληνικό κράτος πρόνοιας, πανάκριβο και αναποτελεσματικό πριν την κρίση, έχει γίνει στο μεταξύ λιγότερο ακριβό και – παρά κάποιες βελτιώσεις – περισσότερο αναποτελεσματικό. Στο μεταξύ, ένα «νέο κοινωνικό ζήτημα» έχει κάνει την εμφάνισή του. Ένας μεγάλος αριθμός ανέργων, συχνά με οικογένεια και παιδιά, έχει πλέον μείνει χωρίς κανένα επίδομα, και χωρίς βιβλιάριο ασθένειας.

Σαν να μην ήταν αρκούντως ανησυχητικά όλα αυτά, φαίνεται ότι θα δυσκολευτούμε να απαλλαγούμε από τη βαριά κληρονομιά που αφήνει πίσω της η κρίση. Οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις κάνουν λόγο για αργή ανάκαμψη, με την ανεργία να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα για τα επόμενα χρόνια. Με αυτά τα δεδομένα, κινδυνεύουμε να μπούμε σε έναν οδυνηρό φαύλο κύκλο, όπου οι κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης υπονομεύουν την πολιτική σταθερότητα, η πολιτική αστάθεια απειλεί τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης, η αναιμική ανάπτυξη – ή, ακόμη χειρότερα, μια νέα βουτιά της οικονομίας – παράγει και άλλη ανεργία και φτώχεια, συνεπώς μια νέα φάση πολιτικής αναταραχής κ.ο.κ.

Το ερώτημα είναι: μπορούμε να βγούμε από έναν τέτοιο φαύλο κύκλο; και αν ναι, πώς;

Ομολογώ ότι δεν πιστεύω στο «Θεό της Ελλάδας», ούτε μου φαίνεται τόσο καλή ιδέα να εμπιστευόμαστε το μέλλον μας σε αυτόν. Ίσως είναι προτιμότερο να ζητήσουμε ένα δώρο από τον Άγιο Βασίλη – αν και, μετά, θα πρέπει και εμείς να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πιάσει τόπο.

Το δώρο που θα ζητούσα λοιπόν από τον Άγιο Βασίλη για λογαριασμό της χώρας μου είναι να βάλει το χέρι του να δημιουργηθούν κάθε χρόνο (επί 10+ χρόνια) 100.000 θέσεις εργασίας. Και μάλιστα όχι οποιεσδήποτε: καλές δουλειές, με αξιοπρεπείς μισθούς, σε ένα περιβάλλον συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού – για ανθρώπους που έχουν όρεξη να δουλέψουν, όχι να οχυρωθούν πίσω από την ασφάλεια μιας σύμβασης.

Πώς θα γίνει αυτό; Μπορώ να σας πω πώς δεν θα γίνει. Η ανεργία δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να αντιμετωπιστεί με μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο. Όχι ότι δεν υπάρχουν ανάγκες και εκεί. Υπάρχουν – αλλά μπορούν και πρέπει να καλυφθούν από εσωτερικές μετακινήσεις, με τη μεταφορά θέσεων εργασίας από οργανισμούς χωρίς αντικείμενο σε επιλεγμένους τομείς του Δημοσίου (όπως είναι η φροντίδα ηλικιωμένων ή οι παιδικοί σταθμοί). Η δημιουργία άχρηστων θέσεων εργασίας (που αναπόφευκτα θα καλυφθούν κυρίως από όσους έχουν τις καλύτερες διασυνδέσεις με την όποια εξουσία) δεν είναι η λύση που θα μας βγάλει από την κρίση, είναι ένα από τα προβλήματα που μας οδήγησαν σε αυτήν.

Ούτε πρόκειται να βελτιωθούν οι αποδοχές των εργαζομένων επειδή απλώς κάποια κυβέρνηση θα αποφασίσει να ανακοινώσει αυξήσεις. (Εάν ήταν έτσι, θα το είχαν σκεφτεί όλες οι άλλες κυβερνήσεις.) Για να αυξηθούν οι μισθοί ταυτόχρονα με την απασχόληση θα πρέπει προηγουμένως να συμβούν δύο πράγματα. Πρώτον, θα πρέπει να βελτιωθούν οι εργασιακές σχέσεις στον επιχειρηματικό τομέα – δηλ. να αποκατασταθεί ένα κλίμα διαλόγου και εμπιστοσύνης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας. Και δεύτερον, θα πρέπει η οικονομία να μπει σε μια σταθερή διαδρομή διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Για αυτό, η μόνη μας ελπίδα είναι να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν σε χιλιάδες επιχειρήσεις να ανθίσουν, να είναι κερδοφόρες, να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες που οι καταναλωτές (ει δυνατόν στις διεθνείς αγορές) να θέλουν να αγοράσουν, να δημιουργούν θέσεις εργασίας, να σέβονται τους εργαζόμενους, να πληρώνουν καλούς μισθούς.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα θα το λύσει μόνη της η αγορά. Αντίθετα, η ανάδειξη ενός ισχυρού επιχειρηματικού τομέα, με εξαγωγικό προσανατολισμό, όπου η αύξηση της κερδοφορίας δεν θα είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο για τη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων καλών θέσεων εργασίας τα επόμενα χρόνια, προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις παντού. Για τη σύνδεση της έρευνας και της εκπαίδευσης με την παραγωγή. Για την εξάλειψη των μονοπωλίων στις αγορές προϊόντων. Για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Για τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Για την τραπεζική πίστη. Για τη φορολογία. Για τη δημόσια διοίκηση. Καθώς και για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής, που δεν προσβάλλουν απλώς την απαίτηση για ισονομία, αλλά καθηλώνουν επίσης την οικονομία σε χαμηλές επιδόσεις.

Όλα αυτά δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη – και, φυσικά, δεν γίνονται καθόλου εάν κινούμαστε σε λάθος κατεύθυνση. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει κάπως να αντιμετωπίσουμε το «νέο κοινωνικό ζήτημα» στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Αυτό είναι το δεύτερο δώρο που θα ζητούσα από τον Άγιο Βασίλη. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, με στόχο τη δημόσια εγγύηση μιας ελάχιστης δέσμης εισοδηματικών ενισχύσεων και κοινωνικών υπηρεσιών. Με ουσιώδη περίθαλψη, παιδική φροντίδα, σχολικά γεύματα, βασικές συντάξεις, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, στήριξη εισοδήματος των ανέργων. Πράγμα που απαιτεί αλλαγή προτεραιοτήτων. Όχι στην πρόωρη συνταξιοδότηση των μητέρων ανηλίκων. Ναι σε θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλα τα μικρά παιδιά. Λιγότερες συντάξεις (με καλύτερη περίθαλψη), περισσότερη βοήθεια στις οικογένειες με παιδιά, στις εργαζόμενες μητέρες, στους νέους άνεργους.

Δεν θέλω να καταχραστώ την καλοσύνη του Άγιου Βασίλη, για αυτό δεν θα του ζητήσω το μεγαλύτερο δώρο που έχουμε ανάγκη. Να αφήσουμε στην άκρη τα μίζερα πράγματα για τα οποία συνήθως μιλάμε όλοι μας – οι πολιτικοί, τα μέσα ενημέρωσης, η κοινή γνώμη. Και να αρχίσουμε να συζητάμε για το πιο σημαντικό από όλα: το πώς δηλ. θα γίνει η Ελλάδα ένας τόπος προκοπής και δημιουργίας, όπου νέοι άνθρωποι με ιδέες και όρεξη για σκληρή δουλειά να μπορούν να πάνε μπροστά, ακόμη και όταν δεν έχουν οικογενειακή περιουσία ή «τις κατάλληλες γνωριμίες». Και ταυτόχρονα, πώς θα γίνει μια γαλήνια χώρα, όπου πολίτες με αντίθετες ιδέες να μπορούν να συμβιώνουν ειρηνικά, παρά τις διαφορές τους.

1 Αυγούστου 2014

Η μισαλλοδοξία των άλλων – και εκείνη «των δικών μας»

Δημοσιεύτηκε στο blog του «Περιοδικού των Βιβλίων / The Books' Journal» (1 Αυγούστου 2014)

Με το άρθρο του Θάνου Τζήμερου «Πολυπολιτισμικότητα και άλλα παραμύθια» (Protagon, 30 Ιουλίου 2014) συνεχίζεται μια συζήτηση που είχε πρόσφατα τροφοδοτήσει το άρθρο της Σώτη Τριανταφύλλου «Η πλάνη της πολυπολιτισμικότητας» (Athens Voice, 18 Ιουνίου 2014), αλλά που είχε ανοίξει – στην Ελλάδα τουλάχιστον – παλαιότερο άρθρο του Μιχάλη Παπαγιαννάκη «Για μία πολυπολιτισμική σύγχρονη κοινωνία» (Καθημερινή, 31 Δεκεμβρίου 2006). Αναφέρω τις ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις στα social media της Βάσως Κιντή, του Ευθύμη Δημόπουλου, του Λεωνίδα Καστανά και άλλων.

Οι ομοιότητες των τριών άρθρων είναι προφανείς. Και τα τρία θέτουν ένα υπαρκτό πρόβλημα. Πράγματι στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών κινούνται ομάδες που εχθρεύονται όχι απλώς τον τρόπο ζωής της κοινωνίας που τις φιλοξενεί αλλά και τις αξίες, τα δικαιώματα, τις ελευθερίες της. Εάν επιδιώξουν να επιβάλλουν με τη βία τις πεποιθήσεις τους σε άλλα μέλη της κοινότητας στην οποία ανήκουν, η στάση των ομάδων αυτών γίνεται επικίνδυνη – πρώτα πρώτα για τα θύματά τους στο εσωτερικό της κοινότητας, αλλά επίσης για τα  δικαιώματα και τις ελευθερίες της κοινωνίας που τις φιλοξενεί. Η σύνδεση της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας με κάποια εθνοτική ή θρησκευτική ταυτότητα (π.χ. μουσουλμάνοι  Άραβες) ενισχύει την επιθετικότητά της, και για αυτό είναι διπλά επικίνδυνη. Συνεπώς, η ανοχή σε βάρβαρες πρακτικές (π.χ. κλειτοριδεκτομή) στο όνομα της «πολυπολιτισμικότητας» είναι απαράδεκτη – και μπορεί να αποδειχθεί μοιραία για τα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ίδιων των δυτικών κοινωνιών. Σε τελευταία ανάλυση, η υποστήριξη του «δικαιώματος» κάποιων να παραβιάζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υπολοίπων δεν έχει τίποτε το προοδευτικό.

Όλα αυτά είναι σωστά, και είναι χρήσιμο να γράφονται.

Οι διαφορές των τριών άρθρων μεταξύ τους είναι επίσης προφανείς. Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης δεν απορρίπτει εκ προοιμίου την πολυπολιτισμικότητα: «μπορεί να είναι στόχος προς επίτευξη και γιατί ανταποκρίνεται γενικώς στις πραγματικές εξελίξεις και γιατί είναι συμβατή με τις πιο ελπιδοφόρες αντιλήψεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του ανθρώπου και του πολίτη και γιατί μπορεί να αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανανέωσης και εμπλουτισμού των κοινωνιών και των πολιτισμών μας». Επί πλέον, θεωρεί «αυτονόητη» την «υποχρέωση μιας σύγχρονης κοινωνίας να παράσχει στους ‘ξένους’ της (πολλοί δεν είναι πια, πήραν και σωστά την υπηκοότητά της) τη δυνατότητα να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να μαθαίνουν τη γλώσσα τους στα παιδιά τους, να τραγουδούν τα τραγούδια τους ή να γιορτάζουν τις γιορτές τους και να τις απολαμβάνουμε κι... εμείς».

Προειδοποιεί όμως ότι η επίκληση της πολυπολιτισμικότητα δεν αρκεί. («Διακηρύσσουμε τον σεβασμό στη διαφορετικότητα του ‘άλλου’. Σωστά. [...] Να παραπέμπεται [όμως] για βαριά σωματική βλάβη ο γονιός που υπέβαλε την κόρη του σε κλειτοριδεκτομή ή και εδώ απαιτείται σεβασμός σε κάποια ιδιαιτερότητα;»)  Και για αυτό καταλήγει με μια τοποθέτηση χαρακτηριστικής ακριβοδικίας: «οφείλουμε με κάθε τρόπο να πείσουμε τους πάντες να σέβονται τους όρους συνύπαρξης, για το ίδιο τους το καλό, χωρίς αλαζονεία αλλά και χωρίς εκπτώσεις που θέτουν σε τεράστιο κίνδυνο και εμάς και εκείνους.»

Η Σώτη Τριανταφύλλου φαίνεται να απορρίπτει όχι μόνο το σεβασμό «πολιτισμικών» πρακτικών που παραβιάζουν δικαιώματα και ελευθερίες, αλλά την πολυπολιτισμικότητα συνολικά, «μια τερατωδία [που] ενθαρρύνει τις εθνοτικές ομάδες να προσκολλώνται σε συνήθειες, πρακτικές και γλώσσες της παλιάς πατρίδας».

Δεν είμαι ειδικός, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι είναι καλή ιδέα – ή συμβατή με τον δυτικό πολιτισμό τον οποίο υπερασπίζεσαι – να υποχρεώνεις τους πάντες να συμμορφώνονται με ένα γενικό πρότυπο συμπεριφοράς, εγκαταλείποντας κάθε ιδιαιτερότητα ακόμη και όταν αυτή είναι εντελώς άκακη. Επίσης, ακόμη και αν π.χ. η κυρίαρχη κουλτούρα των Ελλήνων Gastarbeiter της Γερμανίας του ’60 (Καζαντζίδης και μουσακάς) δεν είναι του γούστου σου (όπως σίγουρα δεν είναι του δικού μου γούστου, παρότι σε αυτή την κοινότητα γεννήθηκα), θα ήταν μάλλον παράλογο να υποστηρίζεις την εγκατάλειψη της κουλτούρας αυτής και την αφομοίωσή της σε αυτήν της κοινωνίας που την φιλοξενεί (James Last και Sauerkraut?) Θα μου έκανε κατάπληξη αν αυτό εννοούσε η Σώτη Τριανταφύλλου. 

Το πρόβλημα με το άρθρο του Θάνου Τζήμερου δεν είναι τόσο ότι είναι ρατσιστικό: είναι ότι είναι απλουστευτικό. Ανακατεύει αλήθειες (ο ισλαμικός ολοκληρωτισμός είναι όντως επικίνδυνος) μαζί με υπερβολές (η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων δεν είναι οπαδοί της τζιχάντ) και ιστορικές και άλλες ανακρίβειες (επί αιώνες οι τέχνες και οι επιστήμες άνθιζαν στο ανεκτικό ισλάμ, όχι στην σκοταδιστική Δύση). Οι δε προτάσεις πολιτικής στις οποίες καταλήγει ανήκουν στην παράδοση όχι του φιλελευθερισμού αλλά του ολοκληρωτισμού:  «Θες να ζήσεις μαζί μας; Όχι μόνο θα σεβαστείς τις αξίες μας, αλλά θα τις υιοθετήσεις!» Να μια ιδέα που οι ταλιμπάν του Αφγανιστάν ή οι μαχητές του Χαλιφάτου νομίζω ότι θα έβρισκαν απολύτως άψογη. 

Ενώ η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που ανήκει στις φιλελεύθερες κοινωνίες της Δύσης, υιοθετεί τις αξίες τους και ανησυχεί για το μέλλον τους (δηλ. από μια σκοπιά κοσμοπολιτική), ο Θάνος Τζήμερος γράφει από μια σκοπιά αμιγώς ελληνική. Για αυτό, παραβλέπει ότι τα τεστ ανεκτικότητας στα οποία θα ήθελε να υποβάλλει τους δυστυχείς που χτυπούν την πόρτα μας θα άφηναν μετεξεταστέους τους περισσότερους από τους γηγενείς συμπολίτες μας που αντίθετα σκέφτονται και δρουν στον αστερισμό της μισαλλοδοξίας (βλ. σχετικά το άρθρο ενός πραγματικού φιλελεύθερου, του Αριστείδη Χατζή «Οι ζωές των ανθρώπων» Books’ Journal, Νοέμβριος 2011). Μου φαίνεται κάπως ανακόλουθο να εξεγείρεσαι για τις αξίες των μεταναστών αλλά όχι για το ότι η χώρα σου διακρίνεται στην Ευρώπη επειδή εμποδίζει τους μουσουλμάνους να προσεύχονται σε τζαμί, τους ομοφυλόφιλους να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης, και διάφορα άλλα το ίδιο τριτοκοσμικά – και όλα αυτά σε μια αποπνικτική, μηντιακή και διακομματική συναίνεση με ελάχιστες εξαιρέσεις (οι οποίες οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνουν τον σημερινό αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και ηγέτη του μεγαλύτερου κόμματος της κεντροαριστεράς).

Μια τελευταία παρατήρηση. Ρωτά ο Θάνος Τζήμερος: «Θα ήταν υπερβολικό αν οι χώρες προέλευσης των Ευρωπαίων τζιχαντιστών απαγόρευαν την επιστροφή τους στην ‘πατρίδα’»;

Κατά τη γνώμη μου όχι, δεν θα ήταν υπερβολικό. Όμως, πριν από 20 σχεδόν χρόνια, μια άλλη ομάδα Ευρωπαίων τζιχαντιστών επέστρεψαν θριαμβευτικά από έναν άλλον ξένο πόλεμο, όπου το σπουδαιότερο ανδραγάθημά τους ήταν η συμβολή τους στη σφαγή 7.400 αμάχων, κυρίως ηλικιωμένων ανδρών και ανήλικων αγοριών (βλ. σχετικά «Τι γίνεται με τους έλληνες παραστρατιωτικούς της Σρεμπρένιτσα;» The Books’ Journal, 16 Ιουλίου 2014).

Έκτοτε οι εγκληματίες αυτοί (ανάμεσά τους και μέλη της περιθωριακής τότε οργάνωσης «Χρυσή Αυγή») απολαμβάνουν καθεστώς πολιτικής και δικαστικής προστασίας, σε μια άλλη αποπνικτική συναίνεση, μηντιακή και διακομματική. Τότε, η συναίνεση αυτή συμπεριλάμβανε το ΠΑΣΟΚ (στο συνέδριο του οποίου στη Ρόδο, το καλοκαίρι του 1994, ο Ράντοβαν Κάρατζιτς έγινε δεκτός με επευφημίες, ενώ ο δήμαρχος του χάρισε το κλειδί της πόλης) έως τον νυν πρωθυπουργό (εκ των εμπνευστών της ανεκδιήγητης στρατηγικής του «ορθόδοξου τόξου»), καθώς και πολλούς «αριστερούς».

Δέκα χρόνια μετά τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, μερικές δεκάδες πολίτες υπέγραψαν μια διακήρυξη που ζητούσε από την Πολιτεία «να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη από τις οικογένειες των 8.000 σφαγιασθέντων και να απαιτήσει να λογοδοτήσουν όσοι έλληνες ‘εθελοντές’ συνέπραξαν στο μεγάλο έγκλημα και οι γνωστοί-άγνωστοι που τους ενέπλεξαν» (βλ. σχετικά «Ένα ανεξόφλητο χρέος στη Σρεμπρένιτσα;» The Books’ Journal, 11 Ιουλίου 2014).

Τη διακήρυξη του Ιουλίου 2005 υπέγραφαν καθηγητές, δημοσιογράφοι, πολίτες και μόνο έξι δρώντες εκείνη την εποχή πολιτικοί: ο Aνδρέας Aνδριανόπουλος, η Άννα Καραμάνου, ο Πέτρος Κουναλάκης, ο Στέφανος Μάνος, ο Νίκος Μπίστης – και ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης.

Η ανησυχία για τη μισαλλοδοξία των άλλων είναι οπωσδήποτε θεμιτή. Όμως, αυτό που έχει δηλητηριάσει την Ελληνική Δημοκρατία είναι η μισαλλοδοξία «των δικών μας». Και για αυτή την τελευταία, δεν μιλούν παρά ελάχιστοι.

23 Μαΐου 2014

Pardon and promise

Σύντομη παρέμβαση μετά από την ομιλία του καθηγητή Maurizio Ferrera στην εκδήλωση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου προς τιμήν του (Κόρινθος 23 Μαΐου 2014)

Maurizio Ferrera’s use of Hanna Arendt’s principle of “pardon and promise” to draw an analogy between the current impasse and postwar Europe is certainly intriguing. Ferrera suggests that just as young Germans coming of age after the war were allowed to make a new start free from the guilt of their parents’ generation, so must young Greeks (and young Spaniards, and young Portuguese and so on) be allowed to live their lives unburdened by the crippling debt accumulated as a result of the previous generation’s imprudence: pardon and promise.

Well, yes and no. Even though denazification was less than complete, young Germans growing up in the 1950s were unrelentingly drilled about German guilt – not just Hitler’s guilt, or that of his closest associates, but the guilt of millions of Germans who cheered him when in opposition, brought him to power with their vote, sustained his rule with their enthusiasm or indifference to his brutality, actively participating or turning a blind eye to his war crimes.

We shouldn't stretch the analogy too much: after all, those responsible for the Greek crisis didn’t actually kill anybody – they just squandered a few billions. But, to pursue it further, I believe that in order to deserve pardon and promise young Greeks ought to go just as deep: denounce not just ‘corrupt politicians’ (that’s easy), or German politicians (that’s even easier), but the false promises on which their own prosperity rested – and draw the appropriate conclusions.

If young Greeks fail to do so, if they choose to spend their energy on a state of permanent indignation, eschewing reflection, ready to follow the next demagogue who flatters their narcissism, then they will resemble a postwar generation of young Germans all right – but not the one of the 1950s: they will resemble the bitter and vengeful generation of the 1920s.

And we all know how that played out.

Maurizio Ferrera

Προσφώνηση στην εκδήλωση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου προς τιμήν του καθηγητή Maurizio Ferrera (Κόρινθος 23 Μαΐου 2014)

Dear friends, dear students, dear colleagues

It was with great pleasure that I accepted your University’s invitation to say a few words before the keynote speech by Maurizio Ferrera, our guest of honour today.

On such occasions, one tends to exaggerate the achievements of one’s guest. But I assure you, this is not what I am about to do. All I will do is briefly explain why I believe our guest today is a leading light in political science, and in welfare state research; then explain why he and his work matter to me personally.

The theme which has marked Professor Ferrera’s distinguished career is the analysis of the way two historic processes (in his words: ‘two precious legacies of the twentieth century’) interact with each other. On the one hand, welfare state building in Europe’s nation states; on the other hand, European integration. The pressures and opportunities presented to European welfare states, in the context of the long and winding road the EU has taken over the last half century, have been the subject of numerous works of his.

I will only mention a few: his 1996 article in Journal of European Social Policy on the Southern Model of welfare; his 2000 report (with Anton Hemerijck and Martin Rhodes) for the Portuguese Presidency of the EU on the future of Social Europe; his 2004 Amsterdam UP book (with Elisabetta Gualmini) on the European rescue of the Italian welfare state; his 2005 Oxford UP book on the boundaries of welfare; his 2008 paper in West European Politics on the ‘golden achievements and silver prospects’ of the European welfare state; his 2009 paper in the Journal of Common Market Studies on the potential for ‘virtuous nesting’ of the two historic processes I mentioned earlier, the development of national welfare states and European integration.

These works, and numerous others, have made us all wiser and more knowledgeable, and also (deservedly) made Maurizio Ferrera’s name in the profession – but also beyond it. This is easily seen in the invitations to deliver keynote speeches at conferences and university seminars throughout the world, to be part of high-level expert committees, at the national and European Union level, to address national assemblies (most recently, the Danish Parliament), or to receive honours (such as the one bestowed on him by the President of the Italian Republic in 2012). And although it is rare for university professors to become household names (the current case of Thomas Piketty being the exception confirming the rule), Maurizio Ferrera comes close, among else through his frequent press articles and his column in the Corriere della Sera daily.

Before I give the floor to our guest of honour, let me add a personal touch. I met Maurizio Ferrera in the mid-1990s, shortly after my return from London. At the time, I was growing disillusioned with my then area of specialization – health economics. My previous work in health econometrics and cost-benefit analysis had left me dissatisfied. I dreaded the prospect of a lifetime crunching numbers, while all around me, in Greek health care, raged a rather undignified battle for scarce resources, amidst pervasive inefficiency, unprofessional practices, and outright corruption – all fascinating, albeit dispiriting stuff. It was then that a Greek friend, who had taken out a subscription to Rivista Italiana di Scienza Politica, passed me a photocopy of an article by someone called Maurizio Ferrera: ‘Il modello sud-europeo di welfare state’ (Exhibit A).

It would only be a slight exaggeration for me to say that that was my personal Road to Damascus. In any case, the article’s impact on me was huge: here was someone writing with style, and with scientific rigour we arrogant economists hardly suspected in our fellow social scientists, on issues that mattered greatly to me (the welfare state, Europe, Greece compared to Italy and Spain and Portugal), in a piece of work that bursted with ideas, including a number of puzzles for others to explore, if they so wished.

On my next visit to Milan, my second hometown, I wrote him a letter (we wrote letters those days). He replied, he kindly agreed to meet me (he must have been curious), we had a lengthy discussion, and he greeted me farewell with a gift of the English version of his article (Exhibit B, then forthcoming in JESP, cited in almost 2,000 academic works since then). To my amazement, we kept in touch ever since.

I would hate to imply that what happened next was his fault. But it is certainly true that meeting Maurizio Ferrera, and reading his work, was central to my decision to make the analysis of social policy my main concern. It was for me a happy decision, and I stuck to it for almost twenty years. I very much doubt he realizes how much I owe this to him – to his work, and to his person.

Dear Maurizio, the floor is yours.

1 Απριλίου 2014

Sinistra italiana e populismo greco

Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Απρίλιος 2014)

Come è ormai noto, una parte della sinistra italiana si sta mobilitando a favore della candidatura di Alexis Tsipras, leader del partito di sinistra radicale greca, alla guida della Commissione europea alle elezioni europee di 25 maggio 2014. L’iniziativa è partita da un gruppo ristretto di intellettuali: la scrittrice Barbara Spinelli, il direttore di «MicroMega» Paolo Flores d’Arcais, lo scrittore Andrea Camilleri, i sociologi Luciano Gallino e Marco Revelli, l’economista Guido Viale. Al loro appello, lanciato online, hanno aderito migliaia di persone (circa diecimila solo nei primi sei giorni). Alla campagna elettorale ha ultimamente deciso di aggregarsi anche «Sinistra-ecologia-libertà», il partito guidato da Nichi Vendola, con una mozione votata al suo ultimo congresso.

Le ragioni principali di questa scelta sono interne alla politica italiana. Come spiega Flores d’Arcais: «In Italia per una larga fetta della societa civile c’è una specie di tenaglia: o Renzi o Grillo. A questa tenaglia molte persone, aderendo al nostro appello, dicono di volersi sottrarre, cercano un’ altra strada.»

Da cittadino greco che segue con interesse la politica italiana senza parteciparvi, non mi posso permettere di entrare nel merito di queste affermazioni. Quello che invece vorrei commentare è la risposta del direttore di «MicroMega» alla domanda piuttosto ovvia: e perchè proprio Tsipras?

Flores d’Arcais (sul Corriere della Sera, il 27 gennaio 2014) offre due motivazioni. La prima: «Innanzitutto, proprio perchè Tsipras è greco. Scegliersi un riferimento ad Atene, e non a Berlino, ha già una forza simbolica.»

Mi limito ad osservare che, nonostante le buone intenzioni dei promotori di questo riferimento, si tratta della stessa forza simbolica che anima lo schieramento transversale nazional-populista, che accommuna i neonazisti di «Alba Dorata» ai terroristi rivoluzionari di «17 novembre» che inveiscono in coro contro il «Quarto Reich» della cancelliera tedesca Angela Merkel.

Mi concentro invece sulla seconda motivazione: «E poi rappresenta il Paese che soffre di più per le politiche di austerity e tuttavia ha saputo dare allo scontento uno sbocco democratico, senza che la rabbia diventasse populismo.»

Tsipras l’antipopulista? Vediamo un po’. Ma prima un breve riassunto della crisi greca, che è senz’altro gravissima. Negli ultimi 5 anni di aiuti finanziari internazionali legati a una politica di austerità da «cura da cavallo», il reddito nazionale si è ridotto di un inedito 24% (paragonabile solo al 30% del Pil statunitense perso durante la Grande Depressione del 1929-1932). Le radici di questa crisi vanno certamente cercate nell’instabilità dei mercati finanziari internazionali. Ma si collocano anche (e, a mio avviso, soppratutto) nelle caratteristiche del «sistema paese» greco.

Basta ricordare che nel 2009 il disavanzo del bilancio pubblico (spese governative meno entrate fiscali) si è rivelato pari al 15,6% del Pil, contro il 3% previsto dai trattati solennemente firmati da tutti i governi, inclusi quelli greci. E che il disavanzo del bilancio esterno (importazioni meno esportazioni) era arrivato nel 2008 al 14,9% del Pil, segno della scarsa competitività dell’economia greca. Si potrebbe riassumere lo stato delle cose alla vigilia della crisi dicendo un po’ brutalmente che la Grecia ambiva a un tenore di vita nordamericano con una cultura imprenditoriale balcanica, tradizioni lavorative medio orientali, e «una amministrazione pubblica di rara inefficienza, sprezzante verso il cittadino, oscillante tra spreco e corruzione» .

Che cosa ne pensa Tsipras? Non si capisce bene. La bancarotta morale prima che economica del paese che ha portato alla crisi, non lo riguarda. Forse perchè la sinistra radicale greca non è mai stata al governo, e dunque non se ne sente affatto responsabile. Ma questa scusa è poco convincente. É vero che la colpa principale per le sorti di un paese è sempre di chi governa, ma in una democrazia anche l’opposizione ha la sua responsabilità. Soppratutto se, come quella greca, ha fatto di tutto per bloccare ogni tentativo di modernizzazione, ogni proposta di riforma, dalle pensioni all’amministrazione pubblica, gridando allo scandalo, e schierandosi sistematicamente in difesa di posizioni di rendita e di interessi parziali.

La retorica di Tsipras è dominata da altri temi: dalla denuncia rituale del neoliberismo, dei poteri stranieri che hanno scelto la Grecia (chissà perchè) come terreno privilegiato dei loro esperimenti disumani, e ovviamente dei loro servitori greci. Per uscire dalla crisi basta liberarsi dal neoliberismo, degli stranieri cattivi, e dei traditori al governo. Poi, a elezioni vinte, basta una proposta di legge per cancellare le politiche dell’austerità e tornare come prima. Facile, no?

Nel frattempo, gli esponenti massimi del partito di sinistra radicale hanno cercato di articolare la loro visione alternativa. Ipotizzando improbabili aiuti alternativi (i rubli di Putin, mai materializzati). Simpatizzando col modello argentino (traduzione: denunciamo il debito, usciamo dall’euro, svalutiamo la dracma, e facciamo come prima). Proponendo di pagare gli stipendi dei funzionari statali e i vincitori di appalti pubblici con titoli di credito «a scopo speciale» (proposta subito archiviata quando è stato fatto notare che questi titoli farebbero da moneta parallela, il cui valore sarebbe subito sceso nel mercato nero). Suggerendo tasse punitive ai risparmi (puntualmente seguiti da una fuga di capitali all’estero). E infine chiedendo all’Unione europea di mostrare la sua solidarietà erogando alla Grecia fondi «di natura non rimborsabile» (traduzione: dateci i soldi che ci mancano per vivere come prima).

Infatti, non c’è protesta che non venga subito sposata dal partito di Tsipras: dai giovani saccheggiatori di Atene dopo l’uccisione di un ragazzo dalla polizia nel dicembre del 2008, agli estremisti entrati nelle università occupate per distruggere aule e laboratori, ai gestori dei locali turistici insorti contro gli ispettori fiscali sull’isola di Hydra nell’estate del 2012, agli indignati di Piazza Costituzione all’attacco del governo e/o della democrazia parlamentare, a seconda dei gusti.

Non a caso, è stata proprio quella protesta, dell’estate del 2011, a rivelare l’entroterra comune del nazional-populismo che unisce la destra nazionalista e la sinistra «rivoluzionaria». Lo spettacolo degli indignati era davvero singolare: la piazza alta occupata da gente che sventolava bandiere greche, quella bassa dal popolo delle bandiere rosse. In coabitazione pacifica, e in perfetto accordo sulla necessità di «fare pulizia», perfino in chiave forcaiola.

Una sintonia negata furiosamente da entrambi le parti, ma confermata dai sondaggi. Come quello post-elettorale di Vprc (luglio 2012), che ha rivelato che fra gli elettori del partito di Tsipras il tasso di gradimento di Michaloliakos leader dei neonazisti di «Alba Dorata» era un rispettabile 16%, e quello di Kammenos leader dei nazionalisti isterici di «Greci indipendenti» arrivava addirittura al 52%. Nello stesso sondaggio si legge che la simpatia fra nazionalisti di destra e radicali di sinistra è ricambiata: il tasso di gradimento di Tsipras da parte degli elettori di «Alba Dorata» a un non trascurabile 14%, mentre fra quelli di «Greci indipendenti» a un robusto 38%.

E confermata anche dai fatti. Come nel caso di Karypidis, candidato alla guida della regione Macedonia occidentale alle elezioni del prossimo maggio, che si è subito rivelato antisemita convinto, provocando le proteste delle organizzazioni ebraiche. Il partito di Tsipras lo ha in seguito sconfessato, criticando allo stesso tempo anche le organizzazioni ebraiche, mentre la direzione regionale del partito ha invece confermato il suo sostegno al candidato antisemita. Affinità elettive.

Andare avanti con altri esempi sarebbe forse noioso. Ma è importante capire come la scarsa cultura democratica di Tsipras e del suo partito, la delegittimazione dell’avversario, la propensione all’intolleranza, trovano sbocco nell’ambiguità delle loro posizioni sul ruolo della violenza nella politica. Anni luce lontani dalla «non violenza» di Fausto Bertinotti, il partito di Tsipras si guarda bene dal non alienare i «compagni che sbagliano»: dai ragazzi che lanciano cocktail Molotov (a volte letali, come quelli che hanno provocato la morte di tre impiegati di banca nella grande manifestazione contro il salvataggio europeo di maggio 2010), agli assassini di «17 novembre» e i loro imitatori. E quando lo scrittore Tatsopoulos, deputato di sinistra radicale, ha osato notare che una parte dell’elettorato di sinistra sembra ammirare i terroristi, è stato subito espulso dal partito. Come ha spiegato il dirigente Voutsis, con tipico linguaggio militare, «siamo in guerra, e esigiamo dai nostri deputati coesione e solidarietà» (cioè disciplina).

Resistenza contro il governo dei Quisling (dal nome del primo ministro norvegese ai tempi dell’occupazione nazista), e governo di unità nazionale (si presume con i nazionalisti soft di Kammenos, contro tutti i moderati): in questo si riassume il programma politico della nostra sinistra radicale. Per il resto, demagogia sfrenata, idee povere, proposte improponibili, progetti confusi. Un non programma, che ha il merito di promettere soluzioni facili e indolori, e dunque elettoralmente molto promettenti. Ecco il segreto del successo strepitoso del partito di Tsipras, passato dal 4,6% del 2009 al 26,9% del giugno 2012.

Da qui la disperazione di una larga fetta della società civile, europeista liberale e progressista, stretta da una specie di tenaglia: da una parte il governo attuale di coalizione conservatore-socialista, che promette di garantire la posizione della Grecia in Europa pur mostrandosi incapace di rompere con la vecchia politica clientelare e corrotta; dall’altra parte, l’opposizione arcobaleno (con tanto di nero), di nazionalisti di destra e radicali di sinistra, che fa capo a Tsipras, l’antipopulista immaginato da Flores d’Arcais.

5 Μαρτίου 2014

Το στοίχημα των 58

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 5 Μαρτίου 2014).

Όπως ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα, η «πρωτοβουλία των 58» αποφάσισε να κάνει ένα βήμα πίσω. Θα πάρει μέρος στη συνδιάσκεψη όπου θα μιλήσει ο Martin Schulz, υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όμως, δεν θα εκπροσωπηθεί ως συλλογικότητα στο ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ και των άλλων κινήσεων. Όσο για μετά τις Ευρωεκλογές, η πρωτοβουλία δηλώνει παρούσα στις εξελίξεις.


Αυτά είναι τα γεγονότα. Πολλοί τα σχολίασαν – άλλοι με έκπληξη, άλλοι με θλίψη, άλλοι με μια ορισμένη χαιρεκακία. Όσα ακολουθούν είναι ένας δικός μου απολογισμός.


Κάναμε λάθος όσοι υπογράψαμε την διακήρυξη που οδήγησε στην πρωτοβουλία των 58; Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Η διακήρυξη περιέγραφε τα αδιέξοδα του «μικρού διπολισμού». Από τη μια η ΝΔ, ένα κόμμα μίζερα συντηρητικό, με ιδεολογικό υπόβαθρο μια παρωχημένη εθνικοφροσύνη, με στελέχη απελπιστικά ανεπαρκή, που ενώ υπόσχεται ότι μας κρατά στην Ευρώπη κάθε μέρα επιβεβαιώνει ότι δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να ξεφύγει από την παράδοση της πελατείας και της συνδιαλλαγής. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που μεγάλωσε απότομα παίζοντας το χαρτί του εθνολαϊκισμού, που δεν έχει ιδέα τι ακριβώς θέλει να κάνει με το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, και που συχνά αφήνει να φανεί μια κουλτούρα αντιδημοκρατική και μισαλλόδοξη. Εξακολουθώ να προσυπογράφω αυτή την ανάλυση.


Φαντάζομαι ότι τα παραπάνω τα συμμερίζονται όλοι οι πολίτες που θέλουν να ζουν σε μια Ελλάδα ευρωπαϊκή, δηλαδή σε μια χώρα με δυναμική οικονομία, κράτος δικαίου, κοινωνία ανοχής και αλληλεγγύης. Η βασική ένσταση πολλών αφορούσε την πολιτική πρόταση της πρωτοβουλίας. Οι 58 δήλωναν (στην πρώτη φράση της διακήρυξης) ότι δεν ιδρύουν κόμμα, αλλά καλούσαν τις πολιτικές δυνάμεις του «ενδιάμεσου χώρου», βασικά το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, να συμβάλουν στην ενότητα και στην ανανέωση της κεντροαριστεράς. Βρέθηκαν έτσι εκτεθειμένοι σε διάφορες αιτιάσεις, η πιο ευγενική από τις οποίες ήταν ότι προσπαθούν να φτιάξουν κάτι καινούριο με φθαρμένα υλικά.


Πόσο ρεαλιστικό ήταν κάτι τέτοιο;  Εκ του αποτελέσματος, όχι πολύ. Απλουστεύοντας, θα έλεγα ότι η μεν ενότητα τορπιλίστηκε από τη ΔΗΜΑΡ η δε ανανέωση από το ΠΑΣΟΚ. Και τα δύο κόμματα επέλεξαν τελικά να ακολουθήσουν την πεπατημένη – η οποία έχει πάψει προ πολλού να αποδίδει, αλλά είναι οικεία στα στελέχη τους, ενώ δίνει στις κομματικές ηγεσίες μια ψευδαίσθηση πρωτοβουλίας κινήσεων.


Μας εξέπληξε κάτι τέτοιο; Όχι. Ήταν εξ αρχής το πιθανότερο αποτέλεσμα. Ουσιαστικά, οι 58 «τζόγαραν», ποντάροντας την (όποια) προσωπική αξιοπιστία τους στο λιγότερο πιθανό σενάριο της απογείωσης μιας ενιαίας παράταξης, με νέα πρόσωπα, και φρέσκιες ιδέες. Τα 5.000 άτομα σε όλη τη χώρα που γράφτηκαν στους καταλόγους μας, πήγαν στις εκδηλώσεις μας, ή και έστειλαν λίγα ευρώ, δείχνουν ότι το σενάριο της απογείωσης δεν ήταν μόνο στο μυαλό μας.


Βέβαια, τελικά το σενάριο αυτό δεν επαληθεύτηκε, οπότε δεν μας απομένει παρά να αναγνωρίσουμε ότι «παίξαμε και χάσαμε», αναλαμβάνοντας την ευθύνη που μας αναλογεί. Η δημιουργία μιας ενιαίας παράταξης που θα υποστηρίζεται αλλά δεν θα ελέγχεται από τις κομματικές ηγεσίες προϋπέθετε περισσότερο δυναμισμό, μαζικότερη ακτινοβολία και μεγαλύτερες οργανωτικές ικανότητες από ό,τι διαθέταμε εμείς.


Και τώρα; Η ανασυγκρότηση του ενδιάμεσου χώρου μπορεί να αποδείχθηκε ανέφικτη στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές, αλλά παραμένει αναγκαία. Η προσπάθεια θα συνεχιστεί. Οι εμπνευστές της πρωτοβουλίας των 58 θα συνεχίσουν να αναζητούν διεξόδους από τη σημερινή στασιμότητα, με τα κείμενα και τις αναλύσεις τους. Αναπόφευκτα, η σκυτάλη περνά στους νεώτερους, καθώς και στους 5.000 που πλαισίωσαν την πρωτοβουλία.


Σε ό,τι με αφορά, με την πρωτοβουλία των 58 κλείνει ένας κύκλος έντονης οκταετούς πολιτικής δραστηριότητας. Μετά από ένα διάλειμμα δύο σχεδόν δεκαετιών, ασχολήθηκα αρχικά με τα συνδικαλιστικά των πανεπιστημιακών, από αντίδραση για την κυριαρχία μιας ακραίας ομάδας (ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ) που κράταγε τα πανεπιστήμια ερμητικά κλειστά, ενώ σιγόνταρε τις βίαιες ομάδες που απειλούσαν τους καθηγητές των οποίων τις απόψεις δεν ενέκριναν και κατέστρεφαν αίθουσες και εξοπλισμό. Στη συνέχεια, είδα στην ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς την ευκαιρία για την επανεκκίνηση μιας προηγούμενης προσπάθειας για οριστική απομάκρυνση από τον μπολσεβικισμό, η οποία διεκόπη με την ίδρυση του Συνασπισμού 20 χρόνια νωρίτερα. Και ταυτόχρονα, την ευκαιρία για την επεξεργασία μιας έλλογης αριστερής απάντησης στην κρίση που συνοψίστηκε στο σύνθημα της «δίκαιης λιτότητας». Για τη διακήρυξη των 58 μίλησα παραπάνω: την υπέγραψα χωρίς αυταπάτες, αλλά με πεποίθηση.


Λίγο-πολύ αυτά. Έχω πλήρη συνείδηση ότι ελάχιστα από όσα στοιχημάτισα «μου βγήκαν». Όμως, εάν μου δινόταν η ευκαιρία, πάλι τα ίδια (πάνω-κάτω) θα έκανα. Ελπίζω ειλικρινά άλλοι, νεώτεροι, να τα καταφέρουν καλύτερα.

1 Μαρτίου 2014

Η Ελλάδα μετά το Μνημόνιο: ένα δημιουργικό αφήγημα





Παρουσίαση του βιβλίου του Αρίστου Δοξιάδη «Το αόρατο ρήγμα: θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία». Εκδόσεις Ίκαρος (α’ έκδοση: Νοέμβριος 2013). Δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό «Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου / Athens Review of Books» (Μάρτιος 2014)

1.

Ένας νεαρός Έλληνας, από οικογένεια προοδευτικών αστών, πηγαίνει στο Harvard και στο Birkbeck για να σπουδάσει κοινωνικές επιστήμες και οικονομικά. Επιστρέφει στην Αθήνα κατά την πρώτη μεταπολίτευση, απομακρύνεται από τις οργανώσεις (όχι όμως και από τους φίλους που γνώρισε στο Ρήγα Φεραίο). Εκπονεί μελέτες για το ελληνικό Δημόσιο και για διεθνείς οργανισμούς. Στη συνέχεια ασχολείται με επιχειρήσεις: αρχικά διοικεί εταιρείες συμβούλων, έπειτα αναλαμβάνει εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών. Είναι καλός στη δουλειά αυτή, κερδίζει κάποια χρήματα, το διασκεδάζει κιόλας. Έχει βρει το δρόμο του. Αντίθετα, η πολιτική (και η πολιτική αρθρογραφία) τον απωθεί. Καμιά φορά γράφει εκτενή σημειώματα για θέματα της επικαιρότητας, τα στέλνει όμως στους φίλους του μόνο (ειδικά σε εκείνους με τους οποίους διαφωνεί).

Μέχρι που ξεσπάει η ελληνική κρίση. Και τότε η δημόσια συζήτηση αλλάζει μονομιάς. Η ατομική αίσθηση των πραγμάτων («αυτό το κάτι δεν πάει καλά») αρχίζει να την διαπερνά, αναζητώντας τις αιτίες της κατάρρευσης. Οπότε ξαφνικά, το 2010, λιγότερο νεαρός πλέον, προβληματισμένος για το ότι αυτά που έβλεπε γύρω του δεν ταίριαζαν με όσα άκουγε στα κανάλια και διάβαζε στα βιβλία, αντί να ανασηκώσει τους ώμους του μονολογώντας κάτι σαν «τι ψάχνεις τώρα;», αποφασίζει να διαβάσει και άλλα βιβλία, να συζητήσει με άλλους ανθρώπους, να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά, να καταλάβει καλύτερα. Αφήνει λοιπόν τις επιχειρήσεις στην τύχη τους και φεύγει στην Αγγλία. Απονέμει στον εαυτό του ένα είδος εκπαιδευτικής άδειας («άνευ αποδοχών», βεβαίως, και άνευ της σιγουριάς της μόνιμης θέσης σε κάποιο εδώ πανεπιστήμιο). Πηγαίνει για 6 μήνες στο Warwick. Εκεί «διαβάζει συστηματικά πολιτική οικονομία και κοινωνιολογία», «παρακολουθεί σεμινάρια» και «ψάχνει σε βάσεις ποσοτικών δεδομένων». Επιστρέφει με νέα εφόδια και νέα εργαλεία ανάλυσης. Βρίσκει στους «νεοθεσμικούς» οικονομολόγους πρωτότυπες προσεγγίσεις που ταιριάζουν με τις δικές του. Δίνει στις εμπειρικές παρατηρήσεις του θεωρητικό βάθος.

Από την Αγγλία ακόμη, γράφει ένα εκπληκτικό άρθρο  που κάνει εντύπωση. Αρχίζει να αρθρογραφεί συστηματικά – αρχικά στο προσωπικό του ιστολόγιο , στη συνέχεια στην «Καθημερινή» και αλλού. Καλείται σε εκδηλώσεις, δίνει ομιλίες, συμμετέχει σε στρογγυλά τραπέζια. Αποκτά κοινό που τον παρακολουθεί, το οποίο διευρύνεται συνεχώς. Κανονικοί άνθρωποι, συχνά νέοι, που έχουν άλλες δουλειές, ή ψάχνουν δουλειά, που δεν έχουν χρόνο ή όρεξη για βαθυστόχαστες θεωρίες, αλλά διψούν για νέες ερμηνείες αυτών που τους καίνε (που μας καίνε όλους): πώς μπλέξαμε έτσι, τι να κάνουμε για να ξεμπλέξουμε.

Και τελικά (στην ηλικία που ο μέσος πανεπιστημιακός, έχοντας προ πολλού εγκαταλείψει την προσπάθεια να κρύβει την ανία που του προκαλεί το γράψιμο, δεν σκέφτεται παρά τη συνταξιοδότηση), ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, σαφώς όχι πια νεαρός, γράφει το πρώτο του βιβλίο . Το οποίο τυπώνεται τον Νοέμβριο 2013, με την πρώτη έκδοση να εξαντλείται μέχρι τις γιορτές. Πρόκειται για το βιβλίο ενός ανήσυχου επιχειρηματία και ενός προσγειωμένου διανοούμενου – δύο έτσι κι αλλιώς σπάνιοι τύποι ανθρώπων (δύο είδη που απειλούνται με εξαφάνιση), που στην περίπτωση που μας απασχολεί συμβιώνουν αρμονικά (πράγμα ακόμη σπανιότερο) στο πρόσωπο του Αρίστου Δοξιάδη.

2.

Είναι τώρα καιρός να αφήσω τον συγγραφέα για να περάσω στο βιβλίο – αλλά όχι προτού δώσω μια εξήγηση που αισθάνομαι ότι οφείλω στους αναγνώστες. Είμαστε μια μικρή χώρα (και όπως λέει η ιταλική παροιμία: paese piccolo, la gente mormora ), γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Είναι εύλογη η υποψία ότι δεν είμαστε παρά μια παρέα που ανταλλάσσει φιλοφρονήσεις – πολύ περισσότερο που στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας με μνημονεύει ευχαριστώντας με για τη συμβολή μου. Υποψία εύλογη, αλλά αστήριχτη. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω για δύο πράγματα: Πρώτον, η συμβολή μου στο βιβλίο ήταν πολύ μικρότερη από όσο ο πρόλογος αφήνει να εννοηθεί. Δεύτερον, η ροπή προς τις φιλοφρονήσεις δεν είναι καθόλου στον χαρακτήρα μου. Ο θαυμασμός μου για το βιβλίο, τον οποίο ελπίζω να μεταδώσω σε όσους δεν το έχουν ακόμη διαβάσει, είναι εντελώς αυθεντικός.

3.

Ο Δοξιάδης ανακοινώνει τις προθέσεις του αμέσως και χωρίς περιστροφές (στις πρώτες σελίδες του άρθρου του 2010, το οποίο ανατυπώνεται εδώ ως κεφάλαιο 2). Κατ’ αρχήν, περιγράφει το κενό που φιλοδοξεί να καλύψει:

«Πριν ξεσπάσει η δική μας κρίση του χρέους, ο δημόσιος διάλογος δεν διέφερε πολύ από τον αντίστοιχο στις δυτικές χώρες. Είχαμε τις κλασικές συζητήσεις υπέρ του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, υπέρ της τόνωσης της ζήτησης ή της περικοπής δαπανών, για το φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, κ.ο.κ. Λίγοι σχολιαστές επέμεναν στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, ότι το Δημόσιο δεν είναι Δημόσιο όταν το έχουν αλώσει ιδιωτικά και συντεχνιακά συμφέροντα, και το ιδιωτικό δεν είναι ιδιωτικό όταν ζει από το δημόσιο χρήμα. Όμως αυτές οι φωνές δεν ήταν παρούσες στο λόγο των κομμάτων ούτε των καναλιών, ούτε φυσικά στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής.» (σελ. 35)

Ύστερα, δηλώνει πού ακριβώς βάζει τον πήχη:

«Τώρα η δημόσια συζήτηση άλλαξε, και ξαφνικά μοιάζει με τις συζητήσεις της παρέας. Αρχίσαμε να συζητάμε για την πραγματική Ελλάδα, όχι για μια θεωρητική μεικτή οικονομία. Οι καθημερινές εμπειρίες του καθενός ταυτίστηκαν με τα μεγάλα ζητήματα. […] Αλλά η οικονομία είναι πολύπλοκη, και οι εμπειρίες μας είναι χαοτικές, ποικίλες και αντιφατικές. Είναι εύκολο να καταλήξουμε σε υπερβολές, να μείνουμε σε καταγγελίες και μονολόγους, να χάσουμε τις αιτίες και την προοπτική. Από τη δημώδη εμπειρία πρέπει να ξαναστήσουμε μια λόγια θεωρία για την ελληνική οικονομία, που να εστιάζει στα ουσιώδη, να τα εξηγεί και να ορίζει επιλογές.» (σελ. 36-37)

Προκρίνει ως κατάλληλο θεμέλιο της «λόγιας θεωρίας για την ελληνική οικονομία» τη νεοθεσμική θεωρία της ιδιομορφίας – αφού έχει το προσόν ότι εστιάζει σε τυπικούς θεσμούς αλλά και σε άτυπους, αναλύει επίσημες ρυθμίσεις και οργανωτικές μορφές συσχετίζοντάς τες με νοοτροπίες και συμπεριφορές, ρίχνει φώς στις «μικροοικονομικές συμπεριφορές που διαμόρφωσαν τα μακρομεγέθη».

Βρίσκει λοιπόν τη θεωρία που του φαίνεται χρησιμότερη, αυτή που του «πηγαίνει» πιο πού. Τη μνημονεύει και στον υπότιτλο του βιβλίου του («θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία»). Και μετά την αφήνει να τον καθοδηγεί, δίνοντας βάθος στο βασικό επιχείρημα, σε ρόλο όμως διακριτικό, χωρίς επίδειξη γνώσεων. Δεν τον ενδιαφέρει αυτό.

Άλλο πράγμα τον ενδιαφέρει: «από όλο το πλέγμα των θεσμών που απαρτίζουν την ελληνική μικροοικονομία, να ξεχωρίσουμε λίγα και βασικά στα οποία διαφέρουμε από τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες». Και περνάει αμέσως σε αυτά που ο ίδιος θεωρεί πως είναι «τα κρίσιμα στοιχεία της ελληνικής ιδιομορφίας»: πολλές μικρές επιχειρήσεις, μεγάλες και διάσπαρτες πρόσοδοι, χαμηλή εμπιστοσύνη και δυσκολία συνεργασίας αλλά και μεγάλη προσαρμοστικότητα στο (θεσμικό) περιβάλλον.

«Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες και καιροσκόποι»: μήπως αυτό δεν είμαστε εμείς οι Έλληνες, ή τέλος πάντων οι περισσότεροι από εμάς; Αντί λοιπόν να υπερηφανευόμαστε (ή αντίθετα να ντρεπόμαστε) που δεν είμαστε κάτι άλλο, ας το πάρουμε απόφαση. Ας δούμε τα θετικά και τα αρνητικά – και κυρίως ας επικεντρωθούμε στο πώς θα μπορέσουμε να ενισχύσουμε τα μεν και να περιορίσουμε τα δε:

«Τώρα που στέρεψαν τα δάνεια, η Ελλάδα θα χρειαστεί να γίνει ανταγωνιστική σε περισσότερους κλάδους. Μπορούν να το πετύχουν αυτό οι μικροεπιχειρήσεις; Δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερο πρόβλημα η μετάβαση σε νέες δραστηριότητες. Η ελληνική πολυέργεια των οικογενειών αυτό σημαίνει. Δεν πρόκειται για οικογένειες που αφοσιώνονται στην ίδια τέχνη από γενιά σε γενιά. Τα παιδιά σπουδάζουν νέα αντικείμενα και οι γονείς τα στηρίζουν. [Όμως:] Τρία είναι τα μεγάλα μειονεκτήματα της μικρής κλίμακας: το κόστος (οικονομίες κλίμακας), ο συντονισμός (κόστος συναλλαγών, οικονομίες φάσματος), και η συνέχεια (καινοτομία, αναβάθμιση, διαδοχή γενεών). Αν το ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον αλλάξει για να βοηθήσει τις μικροεπιχειρήσεις να τα αντιμετωπίσουν, τότε ναι, ίσως μπορέσουμε να χτίσουμε μια ανταγωνιστική οικονομία πάνω στη μικρή κλίμακα. Αλλιώς, είτε φτώχεια είτε απότομη συγκέντρωση του κεφαλαίου.» (σελ. 43-44)

Και κλείνει αυτό το πρώτο άρθρο όπως το άνοιξε: ανακοινώνοντας «με λίγα προλεγόμενα» την ημερήσια διάταξη αυτής της μεγάλης συζήτησης, που είναι ταυτόχρονα το πρόγραμμα μιας στρατηγικής διεξόδου από τη σημερινή κρίση.

«Η πολιτική ανάπτυξης θα πετύχει μόνο αν εστιάσει στις οικογενειακές στρατηγικές, στις μικροεπιχειρήσεις, στην προσοδοκρατία και στον καιροσκοπισμό – είτε για να αξιοποιήσει μερικά στοιχεία τους είτε για να τα αλλάξει. Ένα νέο ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο δεν θα μοιάζει με τα επιτυχημένα διεθνώς. Ξεκινάει από άλλες βάσεις, και θα έχει άλλη τροχιά. Ας αποδεχτούμε την ιδιομορφία. Η κοινωνία έχει αναπτύξει ανεπίσημους θεσμούς ευρείας αποδοχής. Τα φροντιστήρια, για παράδειγμα, που δεν κλείνουν ποτέ όταν γίνονται καταλήψεις στα σχολεία. Ή τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Ας σκεφτούμε πώς θα τους αξιοποιήσουμε. […] Οι μικρές μονάδες θα είναι πάντα κρίσιμες σε εμάς. Χρειάζεται να γίνουν εξωστρεφείς, ανταγωνιστικές, να καινοτομούν, να συντονίζονται, να μην επιβαρύνονται από τη δημόσια διοίκηση. Όλα τα συστήματα του Δημοσίου, εκπαιδευτικό, φορολογικό, ασφαλιστικό, έρευνα, υποδομές, πρέπει να υποστηρίξουν αυτούς τους στόχους.» (σελ. 52-53)

4.

Αυτό είναι το «πρόγραμμα» του βιβλίου – και αυτό υπηρετεί η δομή του. Μετά από τον πρόλογο και την εισαγωγή («Θεσμοί και οικονομική ανάλυση»), ακολουθεί η ενότητα «Επιχειρήσεις και νοικοκυριά», η οποία απαρτίζεται από 9 μικρά κεφάλαια: το μεγαλύτερο από αυτά («Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι») καταλαμβάνει 19 σελίδες, το μικρότερο («Τα μικρά αμπέλια») μόλις 8. Στην ενότητα αυτή δίνει με απλά λόγια το περίγραμμα της ελληνικής ιδιομορφίας στο επίπεδο των ιδιωτών. Λύνει το πρόβλημα του πώς θα αποφύγει να κουράσει τον αναγνώστη με στατιστικές βάζοντάς τες όλες σε ένα κεφάλαιο («Επιδόσεις και συγκρίσεις»). Το κεφάλαιο ξεκινά με ένα ανέκδοτο  και περιέχει μόνο στατιστικές, χωρίς άλλο σχολιασμό (και με κάθε άλλο παρά βαρετό αποτέλεσμα).

Τα υπόλοιπα κεφάλαια της ενότητας αυτής φωτίζουν επιλεκτικά ορισμένες γνωστές όψεις της ελληνικής πραγματικότητας (καθώς και μερικές λιγότερο γνωστές), για να τις εξηγήσουν καλύτερα. Γιατί δεν έχουμε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις; Γιατί ακμάζει η εμπορική ναυτιλία (ενώ π.χ. η αμυντική βιομηχανία όχι); Γιατί πολλές επιχειρήσεις δεν τηρούν τους νόμους; Πώς καταλήξαμε να έχουμε «μισή μεσαία τάξη», με πληθώρα ελευθέρων επαγγελματιών και έλλειψη στελεχών επιχειρήσεων; Γιατί η περίπτωση των αμπελιών της Κορινθίας (που ο συγγραφέας γνωρίζει από πρώτο χέρι) είναι καλό παράδειγμα του πώς θα μπορούσε να μοιάζει ένα επιτυχημένο ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης; Γιατί πέτυχε, και γιατί έχει φτάσει τα όριά του το παραδοσιακό μοντέλο τουρισμού  , γιατί η επιτυχία του αυτή δεν μπορεί να επαναληφθεί σε άλλους κλάδους; Γιατί απέτυχαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί;

Έχοντας ζωγραφίσει με λίγες γρήγορες, επιδέξιες πινελιές το πανόραμα της ελληνικής ιδιομορφίας στο επίπεδο των ιδιωτών, περνά στον επόμενο καμβά του τριπτύχου («Κράτος»). Το εισαγωγικό κεφάλαιο της ενότητας αυτής («Η διοίκηση ως ‘τρόπος παραγωγής’») θα έπρεπε ίσως να χορηγείται σε ενέσιμη μορφή σε όσους – ακόμη και σήμερα – μονοπωλούν τα βραδινά δελτία ειδήσεων, και να διδάσκεται σε όλους τους υπόλοιπους:

«Η διοίκηση που υπάρχει περισσότερο για τον εαυτό της και λιγότερο για να εξυπηρετεί τις δημόσιες πολιτικές κάνει και μια άλλη ζημιά, πολύ πέρα από τους πόρους που απομυζά. Καταργεί την οποιαδήποτε δυνατότητα για πολιτική ρύθμιση πάνω στην ιδιωτική πρωτοβουλία και αφήνει να επικρατήσουν οι πιο άναρχες και αναποτελεσματικές εκφάνσεις της. Γεμίσαμε φροντιστήρια αντί για καλά σχολεία, ιδιωτικά κολλέγια από το παράθυρο αντί για επίσημα πανεπιστήμια με χορηγούς, βιοτεχνιούλες αντί για βιομηχανία, διαγνωστικά κέντρα αντί για σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Η αγορά εκδικείται όταν δεν θέλεις να συνομιλήσεις μαζί της συγκροτημένα, ρεαλιστικά, με πρόγραμμα. Οι υπέρμαχοι της δημόσιας διοίκησης και των κοινωνικών υπηρεσιών όπως διαμορφώθηκαν στη μεταπολίτευση είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι του επιχειρηματία της αρπαχτής. Για να χτίσουμε μια μεικτή οικονομία με υγιείς επιχειρήσεις και καλές κοινωνικές υπηρεσίες πρέπει να αρχίσουμε από την κατεδάφιση του ιδιότυπου ‘τρόπου παραγωγής’ του ελληνικού κράτους.» (σελ. 152)

Με άλλα λόγια, το πρόβλημα σήμερα δεν είναι τα παραδοσιακά διλήμματα τύπου «κράτος ή αγορά», πάνω στα οποία χτίστηκαν ολόκληρες πολιτικές ταυτότητες. Το πρόβλημα είναι ότι με αυτό το κράτος μοιραία θα έχουμε αυτή την αγορά. Αν θέλουμε μιαν άλλη αγορά (με δυναμικές επιχειρήσεις, κερδοφόρες και εξαγωγικές, που να δημιουργούν θέσεις εργασίες και να πληρώνουν καλούς μισθούς) θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι χρειάζεται να φτιάξουμε ένα άλλο κράτος. Πιο αποτελεσματικό, προφανώς, σε αυτό συμφωνούμε όλοι. Αλλά επίσης λιγότερο κατακερματισμένο, λιγότερο συντεχνιακό, υπηρέτη του γενικού συμφέροντος, συνεπώς ανεξάρτητο από επιμέρους συμφέροντα.

Και συνεχίζει εξηγώντας γιατί παρήκμασαν τα δημόσια σχολεία και τα κρατικά νοσοκομεία («Δημόσιο χωρίς δήμο»), γιατί η φορολογική πολιτική προσκρούει σε περιορισμούς που απορρέουν από τη δομή και την παραγωγικότητα της οικονομίας («Το φορολογητέο και το φορολογήσιμο»), γιατί η πραγματική συναίνεση βρίσκεται σε διάσταση από την επίσημη νομοθεσία και τις διακηρύξεις των κομμάτων («Η σιωπηρή συναίνεση»), γιατί αυτό είναι πρόβλημα.

Ύστερα έρχεται το τρίτο μέρος του τριπτύχου – όπως τουλάχιστον μου φαίνεται (στο βιβλίο το μέρος αυτό απλώνεται σε τρεις μικρές ενότητες, χωρίς αρίθμηση). Εδώ το θέμα είναι πώς οι ανεπίσημοι θεσμοί, δηλ. οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, διαμορφώνονται με βάση το περιβάλλον που διαμορφώνουν οι επίσημοι θεσμοί, δηλ. οι νομικοί κανόνες και οι πρακτικές της δημόσιας διοίκησης, και αντιστρόφως («Αλληλεπιδράσεις»). Πώς όλα αυτά δημιούργησαν ένα παραγωγικό μοντέλο που σήμερα έχει χρεοκοπήσει («Κρίση»). Πώς μπορούμε να βγούμε από την κρίση αλλάζοντας ρότα, στηριγμένοι στις δικές μας δυνάμεις («Μέλλον»).

Δεν σκοπεύω να κάνω περίληψη του βιβλίου στις λίγες σελίδες του περιοδικού. Θα σταθώ σε ένα μόνο σημείο που μου φαίνεται ιδιαίτερα κρίσιμο. Η σχετική ανάλυση φιλοξενείται στο κεφάλαιο που δίνει στο βιβλίο τον τίτλο του, και αφορά ακριβώς το «αόρατο ρήγμα» το οποίο τέμνει εγκαρσίως τις άλλες γνωστές διαχωριστικές γραμμές της κοινωνίας μας, εξηγώντας γιατί (εδώ, τώρα) το ρήγμα αυτό είναι τόσο καθοριστικό:

«Καμιά φορά οι μηχανισμοί της οικονομίας λειτουργούν υπόγεια και δημιουργούν κοινά συμφέροντα και κοινούς κινδύνους για ανθρώπους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους. αυτό έχει συμβεί στην Ελλάδα με όσους βρέθηκαν στην ίδια πλευρά της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε εμπορεύσιμες και μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες. […] Οι πρώτοι εργάζονται σε δουλειές που επηρεάζονται άμεσα από τον διεθνή ανταγωνισμό, ανήκουν δηλαδή στους ‘διεθνώς εμπορεύσιμους’ κλάδους (tradeables). [Εδώ] ανήκουν σχεδόν όλοι οι κλάδοι της βιομηχανίας και της γεωργίας, γιατί τα προϊόντα τους μπορούν να μεταφερθούν από την Ισπανία ή από την Ινδία και να πουληθούν στην Ελλάδα, και το αντίστροφο. […] Στην ίδια ομάδα βρίσκονται και αρκετά είδη υπηρεσιών: αυτές που παρέχονται διασυνοριακά (αερογραμμές) ή σε παγκόσμια κλίμακα (ποντοπόρος ναυτιλία), αυτές που ανταγωνίζονται για έναν παγκόσμιο κοινό (τουρισμός), καθώς και η πώληση τεχνολογίας σε πολλές μορφές. Η δεύτερη ομάδα δεν ανταγωνίζεται ούτε με ξένους παρόχους ούτε σε ξένες αγορές (‘μη εμπορεύσιμοι’ κλάδοι (non-tradeables). Σ’ αυτήν ανήκουν η δημόσια διοίκηση, οι κοινωνικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία, φροντίδα), οι προσωπικές υπηρεσίες που παρέχονται μόνο από κοντά (π.χ. κομμωτήρια), παρομοίως οι επαγγελματικές (λογιστές, δικηγόροι), η οικοδομή εφόσον απευθύνεται μόνο σε ντόπιους (διαμερίσματα στις πόλεις), οι τράπεζες που ασκούν λιανική τραπεζική, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αν δεν είναι αγγλόφωνα, το λιανικό εμπόριο αν δεν είναι ηλεκτρονικό, η παροχή ενέργειας, νερού, η τηλεφωνία. Και πολλά άλλα, προφανώς.» (σελ. 196-197)

Το ρήγμα μεταξύ διεθνώς εμπορεύσιμων και μη κλάδων δεν χωρίζει τους καλούς από τους κακούς. «Και στους δύο υπάρχουν μικροί και μεγάλοι, καιροσκόποι και συνεργάσιμοι, τίμιοι και απατεώνες.» Άλλη είναι η διαφορά:

«Στους δύο τομείς κυριαρχούν διαφορετικές νοοτροπίες. […] Η στρατηγική του επιχειρηματία των εμπορεύσιμων κλάδων εστιάζει στα ερωτήματα: Σε ποια αγορά μπορώ να στοχεύσω; Είμαι καλύτερος και φτηνότερος από τον ξένο ανταγωνιστή; Τι αλλαγές πρέπει να κάνω στο προϊόν και στην παραγωγή για να μη μου πάρουν την αγορά; Ακόμα και αν παράγω μόνο για την ελληνική αγορά, πώς θα κρατήσω το κόστος μου σε λογική απόσταση από το εισαγόμενο προϊόν; Ενώ ο επιχειρηματίας των μη εμπορεύσιμων κλάδων εστιάζει σε ερωτήματα όπως: Πόσες άδειες θα δοθούν σε ανταγωνιστές μου; Πόσες μέρες εκπτώσεων θα δοθούν φέτος; Τι περιθώριο κέρδους θα μου ορίσει το Υπουργείο;» (σελ. 198)

Αν τις τελευταίες δεκαετίες το αόρατο ρήγμα μεταξύ εμπορεύσιμων και μη κλάδων βάθυνε, αυτό δεν οφείλεται στην τύχη αλλά σε μια επιλογή – ανομολόγητη, που όμως υπηρετήθηκε με συνέπεια:

«[Το κράτος] έκανε την επιλογή να προστατεύσει, όσο μπορούσε μια σειρά από κλάδους και επαγγέλματα, και να χρησιμοποιήσει τις προσλήψεις στο Δημόσιο για ν’ απορροφήσει την ανεργία, αδιαφορώντας αν οι πολιτικές αυτές επιβάρυναν υπερβολικά τους εμπορεύσιμους κλάδους και τους οδηγούσαν στον αφανισμό, […] [αφιερώνοντας] όλη τη νομοθετική και ρυθμιστική του ενέργεια σε όσα νόμιζε ότι ωφελούν τις μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες. Ώθησε τις επιχειρήσεις και τα πρόσωπα να φύγουν από κάθε τι που αντιμετώπιζε ξένους ανταγωνιστές, προς τον βολικό κόσμο της μονιμότητας και των προστατευμένων επαγγελμάτων.» (σελ. 203)

Η επιλογή αυτή αποδείχθηκε τελικά μοιραία, και για τους μεν και για τους δε:

«Η μόνη άμυνα για τους εμπορεύσιμους κλάδους, όταν δεν έκλειναν ή δεν μετακόμιζαν, ήταν η φοροδιαφυγή, η ελάχιστη επένδυση, η προχειρότητα, η χαμηλή ποιότητα. Η ‘φτηνή ανάπτυξη’ έγινε μονόδρομος για όλες τις απροστάτευτες επιχειρήσεις, εφόσον η αυστηρή ρύθμιση και το ακριβό κράτος δεν τους άφηνε άλλο περιθώριο. Με τον τρόπο αυτό, οι δύο τομείς, αντί να λειτουργούν συμπληρωματικά, μπήκαν σε διαδικασία αλληλοκαταστροφής.» (σελ. 205)

5.

Και τώρα τι κάνουμε;

Τα τελευταία 5 χρόνια χάθηκαν πάνω από 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Πού θα βρουν δουλειά όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Με τι εισοδήματα;

Για να είναι βιώσιμη η ανάκαμψη θα πρέπει σύντομα η ελληνική οικονομία να αρχίσει να δημιουργεί εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας κάθε χρόνο, για αρκετά χρόνια.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, απαιτείται μαζικός αναπροσανατολισμός (πόρων, προτεραιοτήτων, ανθρώπων). Κάτι τέτοιο δεν είναι ανώδυνο, δεν μπορεί να είναι. Όπως γράφει ο Δοξιάδης:

«Για να ξαναμπεί η οικονομία σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης, 500-800 χιλιάδες άνθρωποι θα πρέπει ν’ αλλάξουν δουλειά σε σύγκριση με ό,τι έκαναν [μέχρι πρόσφατα] – δηλαδή, το 10-15% του εργατικού δυναμικού. Δεν αρκεί ν’ αρχίσουν να δουλεύουν πιο παραγωγικά, πιο έντιμα, πιο έξυπνα, πιο πολύ. Πρέπει να δουλεύουν σε άλλο αντικείμενο. Οι δουλειές που αναγκαστικά θα χαθούν θα είναι στους διεθνώς μη εμπορεύσιμους κλάδους.» (σελ. 271)

Με άλλα λόγια, δεν πρέπει (και δεν μπορούμε) να κάνουμε μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο, ούτε να συνεχίσουμε να προστατεύουμε τα κλειστά επαγγέλματα, ούτε να θρέφουμε με δημόσιο χρήμα και άλλους «εθνικούς προμηθευτές». Η μόνη μας ελπίδα είναι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα επιτρέψουν σε χιλιάδες επιχειρήσεις να ανθίσουν πουλώντας προϊόντα και υπηρεσίες σε καλές τιμές στις διεθνείς αγορές, και επενδύοντας στους εργαζόμενους.

Πίσω από αυτό τον στόχο, εάν πράγματι τον πάρουμε στα σοβαρά, βρίσκεται ένα ολόκληρο πρόγραμμα δημόσιας πολιτικής: για τη σύνδεση της έρευνας και της εκπαίδευσης με την παραγωγή, για τη ρύθμιση των αγορών, για τη φορολογία, για τη δημόσια διοίκηση – αλλά και για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής, που δεν προσβάλλουν μόνο την απαίτηση για ισονομία, αλλά καθηλώνουν επίσης την οικονομία σε χαμηλές επιδόσεις.

6.

Εν τω μεταξύ, εξακολουθεί να μας κοστίζει ακριβά η επιλογή του πολιτικού συστήματος να εγκαταλείψει τους κλάδους που αντιμετώπιζαν διεθνή ανταγωνισμό, προστατεύοντας τις επιχειρήσεις και τα επαγγέλματα της ελληνικής εσωστρέφειας. Η επιλογή αυτή δεν είναι πολιτικά ορφανή. Μόνο που η πατρότητά της είναι αρκετά πιο μπερδεμένη από όσο θα προτιμούσαν όσοι ψάχνουν για εύκολες λύσεις:

«Το ρήγμα των δύο τομέων ήταν αόρατο. Δεν ταυτιζόταν με τις γνωστές διαχωριστικές γραμμές της πολιτικής. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ είχαν τα προπύργιά τους σε διαφορετικούς χώρους, αλλά πάντα στις μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες. […] Από τις εμπορεύσιμες δραστηριότητες δεν έβγαιναν θέματα στα δελτία, δεν έμπαιναν εκπρόσωποι στη Βουλή, δεν επηρεαζόταν η εργατική νομοθεσία, και δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη στήριξη από το κράτος. [Αντίθετα, ] από τα μη εμπορεύσιμα επαγγέλματα προέρχονταν οι πιο δυναμικές κινητοποιήσεις και οι συνδικαλιστές που γίνονταν βουλευτές, σε όλα τα κόμματα. Ο τομέας χωρούσε και την αριστερά και τη δεξιά, προσλήψεις στο Δημόσιο και ιδιωτικά κέρδη.» (σελ. 205)

«Χωρούσε επίσης και τους λαϊκιστές και τους εκσυγχρονιστές», γράφει ο Δοξιάδης το 2013, επιστρέφοντας στο θέμα του «Παμφλέτιου για τον πασοκικό εκσυγχρονισμό» του 2003, το Samizdat το οποίο υπαινίχθηκα στην αρχή του άρθρου. Πρόκειται για την γονιμότερη κριτική ανάλυση των ζητημάτων που δεν αντιμετωπίστηκαν κατά την (επιτυχημένη, παρόλα αυτά) οκταετία Σημίτη, τα οποία μετά κακοφόρμισαν, και τελικά οδήγησαν στη χρεωκοπία του 2010. Μεγάλη συζήτηση, και άβολη για πολλούς, όπως δεν διστάζει να παραδεχθεί ο ίδιος ο συγγραφέας τώρα, αναγνωρίζοντας ότι οι ελπίδες που είχε επενδύσει τότε στην επερχόμενη κυβέρνηση ΝΔ (ακόμη και μόνο με την έννοια των ευεργετικών συνεπειών της εναλλαγής στην εξουσία) απεδείχθησαν φρούδες. Η ομάδα των εκσυγχρονιστών «με τα ικανά και κοσμογυρισμένα στελέχη» όντως «δεν βοήθησε να δημιουργηθεί το είδος των επιχειρήσεων που μας λείπει». Αλλά εκείνη που την διαδέχθηκε ήταν δίχως άλλο η χειρότερη της μεταπολίτευσης.

7.

Μια και το έφερε η κουβέντα, ας σημειώσουμε ότι το βιβλίο κλείνει με ένα απόσπασμα ενός μυθιστορήματος , από την πέννα του πιο κοσμογυρισμένου ίσως από όλους τους εκσυγχρονιστές: του Νίκου Θέμελη, αυτού του ακέραιου και γοητευτικού ανθρώπου που έφυγε νωρίς, και που τόσο μας έχει λείψει όλα αυτά τα χρόνια. Όπως γράφει ο Δοξιάδης:

«Από εδώ και πέρα θα είναι αναγκαία η γνώση και η επιμονή του [Νικολή-εφέντη]: να ξέρεις γαλλικά, λογιστικά, ‘τη ζωή της ελιάς απ’ τον καρπό της μέχρι που θα φορτωθεί λάδι σε βαρέλια για να πάει σ’ άλλα λιμάνια’. Ακόμα καλύτερα, να έχεις συνεργάτες που στηρίζεις και εμπιστεύεσαι, που τα ξέρουν κι αυτοί.» (σελ. 300-301)

Στο δικό του καλό βιβλίο , ο Τάσος Γιαννίτσης έγραφε ότι χρειαζόμαστε ένα νέο αφήγημα – διευκρινίζοντας: «Όχι ‘αφήγημα’ με την έννοια του παραμυθιάσματος, όπως το γνώρισε [η χώρα] σε διάφορες φάσεις του πρόσφατος παρελθόντος της. Το αφήγημα αυτό πρέπει να είναι δημοκρατικό, να οδηγεί στην ανακατάκτηση του δημόσιου χώρου και του συλλογικού συμφέροντος, να κινητοποιεί μαζικές δυνάμεις προς την κατεύθυνση της συγκρότησης μιας εθνικής δύναμης, να ανατρέψει εκείνα τα δόγματα, τις ιδεοληψίες και τα ‘ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα’ που μετέτρεψαν την Ελλάδα σε επαρχιακό παραμάγαζο των Βαλκανίων.»

Το αφήγημα που χρειαζόμαστε δεν μπορεί ασφαλώς να βγει έτοιμο από το κεφάλι ενός μόνο ανθρώπου. Θα είναι συλλογικό, και – θα πρόσθετα – πολυφωνικό. Θα το συνθέτουν πολλά διαφορετικά μοτίβα. Αλλά το θέμα του θα είναι αναγνωρίσιμο: πώς η Ελλάδα, από προβληματική χώρα, θα μετατραπεί σε τόπο δουλειάς και προκοπής, δικαιοσύνης και δημιουργίας. Ας δούμε τι έχει να συνεισφέρει σε αυτό το αφήγημα ο Αρίστος Δοξιάδης:

«Έχουμε τη φύση και τα πολιτιστικά αγαθά που μας άφησαν οι παλαιότεροι. Έχουμε τις ελπίδες που μας ενστάλαξε η ταυτόχρονα ανοιχτή και προστατευτική ελληνική οικογένεια. Έχουμε τους επίμονους εμπειροτέχνες στα χωράφια, στα εργαστήρια, στα σχολεία. Έχουμε συμπατριώτες που ταξιδεύουν πολύ και άλλους που κατοικούν σε σημαντικά παγκόσμια κέντρα. Έχουμε την εμπορικότητα και την ευελιξία. Και έχουμε την ανάγκη να ξεκινήσουμε πάλι, σχεδόν από το μηδέν. Θα τα καταφέρουμε.» (σελ. 301)

Δεν μας μένει παρά να ευχηθούμε ότι ξέρει για τι πράγμα μιλάει. Ή, ακόμη καλύτερα, να κάνουμε αυτό που αναλογεί στον καθένα μας, για να δικαιώσουμε την αισιοδοξία του.

The Greek crisis grinds on

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Current History» (Μάρτιος 2014)

1.

As a result of the rather arcane ‘rotating system’, Greece will be holding the Presidency of the European Union for the first semester of 2014. As some commentators in Germany and elsewhere have been quick to note, surely there is something incongruous, if not outright absurd, in the spectacle of the most wayward member of Europe’s family of nations setting the agenda (or pretending to), even for such a short time.

As if to prove right the critics, the Greek Presidency got off to an inauspicious start, marked by a series of events ranging from the grotesque to the tragic. Former minister of transport Michalis Liapis was caught driving without a licence and with counterfeit registration plates, by traffic police too young to recognise him. It then transpired that his family home had been refurbished courtesy of Europe’s tax payers, EU ‘structural funds’ earmarked for the upgrading of tourism infrastructure diverted for private use. As the faction he belonged to in the ruling conservative party was no longer influential, the prime minister’s office declined to move a finger to stop the wheels of justice from taking their course, opting instead for a show of respect for judiciary independence and the rule of law. Liapis was given a suspended sentence of 4 years.

With a weakened political elite making a virtue out of its inability to close ranks as in the past, the prosecution of well-known (albeit usually have-been) politicians and businessmen, has become more common. Vasilis Papageorgopoulos, the conservative former mayor of Thessaloniki (Greece’s second largest city), was given life sentence for embezzlement (he is expected to serve at least 15 years). Akis Tsochatzopoulos, the once powerful minister of defence (among other offices), no. 2 of the socialist party during the long reign of its founder Andreas Papandreou, narrowly defeated in his bid to succeed him on his death in 1996, was sentenced to 20 years for money laundering. Lesser figures from politics and business, close to either the conservatives or the socialists (or sometimes both), are also facing trial or have already been convicted.

Superficially, this may look like a rerun of Italy’s Operation Clean Hands in the early 1990s, when judges exploited the weakness of the political elites who had been running the country since the end of World War II, in order mercilessly to prosecute businessmen paying bribes for public contracts, and politicians taking them (at first for the party, subsequently mostly for themselves). In the process, Clean Hands caused the ignominious end of the Prima Repubblica and the dissolution of its political parties.

What came next, the twenty long years of Silvio Berlusconi helping Italian politics reach new depths, should temper Greeks’ enthusiasm for a judicial exit from the country’s woes. After all, notwithstanding the integrity and professionalism of many members of the judiciary (younger than average and quite often female), there is something not quite convincing about Greek judges posing as the country’s saviours. Not always immune to corruption and subservience to their political masters, their current crusade against politicians is suspected to be at least partly motivated by pique. In a recent ruling, the Judicial Pay Court (yes: judges practically set pay for themselves) decided that recent salary cuts (modest, and from a high level), brought about in the context of the government’s austerity policies, were ‘anti-constitutional’. Army officers also had their pay cuts annulled at the Supreme Court on the grounds that they belonged to the ‘core’ public sector – unlike university professors, for example, whose savage salary cuts can now be safely regarded as consistent with the letter and the spirit of the constitution.

Other recent cases illustrate all that is wrong with Greek justice. In a rather idiosyncratic interpretation of freedom of speech, a court in Athens delivered a guilty verdict (with a 10-month suspended sentence) on Philippos Loizos, a 27-year blogger. His crime? A blog that parodied Elder Paisios of Mount Athos, an obscure Greek orthodox monk (roughly the equivalent of Italy’s Padre Pio) who since his death in the mid-1990s has become something of a cult figure, his incoherent prophecies taken to be proof of sainthood by some members of the Church’s flock (but not, so far, the Church itself). What sealed the fate of the young blogger was the disapproval of an ultra-conservative chorus: it was after an indignant speech in Parliament by a MP of the violently far right Golden Dawn that the public prosecutor finally resolved to authorise the Electronic Crime Squad to divert scarce resources from their pursuit of paedophilia websites to the identification of the impertinent offender. Civil rights organisations protested, but were ignored.

This show of exemplary harshness in dealing with innocent fun contrasted unfavourably with the treatment of Christodoulos Xiros, a plurihomicide serving a life sentence (he was actually given 6 life sentences plus 25 years in jail) for his part in 33 terrorist attacks including 6 murders. In spite of all this, Xiros had been allowed out on short leave by two judges on seven occasions – until January 6th 2014, when he broke parole and went missing altogether. A few days later he posted a homemade film, in which he rambled about the armed struggle and threatened spectacular actions. Since then, security around EU officials and member state ministers visiting Athens for Presidency meetings has been tightened even further.

One of the ministerial meetings concerns immigration. Greece is calling for the revision of Dublin II Treaty provisions under which third-country nationals entering the EU illegally must apply for asylum in the country of entry, to which they will be returned if arrested elsewhere in the EU. Such provisions are seen as unfair to those member states (i.e. Greece but also Italy) with extended coastlines, through which the overwhelming majority of undocumented migrants are smuggled into Europe. In an unintended manifestation of the incapacity or unwillingness of the Greek Coast Guard to patrol borders effectively and humanely, 12 persons (including women and children) lost their lives on January 22nd 2014, when they fell overboard a boat they had shared with another 16 refugees fleeing Syria and Afghanistan. The Coast Guard, accused by survivors to have done nothing to avert the loss of life, and suspected by the UN refugee agency to operate a ‘pushback’ policy, received the immediate backing of merchant marine minister Miltiadis Varvitsiotis, who failed to call for an inquiry until urged to do so by European home affairs commissioner Cecilia Malmstrom.

All this less than a month into Greece’s semester as President of the EU: quite a change from the usually somnolent European affairs. Some fear (or hope) that further excitement is in store before the semester is over. The May 2014 European Parliament election, and the local and regional elections with which they are scheduled to coincide, risk turning to a rout for the government, backed by the conservatives and the socialists, i.e. the two political parties which ruled the country, sometimes (as now) in coalition, more often in competition to each other, since the restoration of democracy in 1974. The major beneficiaries, aided by a widely predicted low turnout, itself a sure sign of pervasive disenchantment, are expected to be the radical left SYRIZA and the neo-Nazi Golden Dawn.

Far right militants have been known to assault foreign migrants – or worse, as in the case of Shehzad Luqman, a 27-year-old Pakistani stabbed to death by two Golden Dawn supporters in January 2013. But what tipped the balance and finally spurred public authorities into action was the murder of a Greek, the hip-hop musician Pavlos Fyssas killed in September last year by a Golden Dawn gang. Prime Minister Antonis Samaras let it be known that he personally ‘asked’ the public prosecutor to arrest almost the entire party leadership on charges of organising a criminal group. (A few months earlier, the Prime Minister had unsuccessfully tried to reassure his European counterparts with the probably unintended pun that ‘racism is incompatible with the Greek DNA’.) As a result, the leader of Golden Dawn Nikos Michaloliakos, his deputy Christos Pappas, four other MPs and 14 party supporters have all remained in custody since October 2013.

As The Economist magazine rightly remarked, ‘the arrest of both leaders of an elected party is unprecedented for a member of the European Union’. As a matter of fact, many Greek liberals are also uncomfortable. Meanwhile, prosecutors have produced evidence of the party’s Führerprinzip structure, linking military-type operations carried out by local members to the leadership. Remarkably, all this does not seem to have made much of a dent to the party’s performance in opinion polls, and may have even reinforced its credentials as an ‘anti-systemic’ force, unfairly persecuted by the ‘Establishment’.

In a grim development, on November 1st 2013 a hitherto unknown ‘urban guerrilla’ group calling itself Militant Popular Revolutionary Forces carried out the ‘political execution’ of two Golden Dawn members (22-year old Manolis Kapelonis and 26-year old Giorgos Fountoulis) in cold blood, in revenge for the murder of Pavlos Fyssas.

‘Things fall apart / the centre cannot hold / mere anarchy is loosed upon the world’?

Is this a return to the street fighting of Weimar Republiκ and Spain’s Segunda República?

Not as bad as that, hopefully – but clearly too close for comfort.

How did Greece get into this mess?

2.

A large part (but not all) of the explanation for the Greece’s troubles certainly lies with the fallout from the recession and the austerity. The size of the economy in 2013 had contracted by over 23% in real terms relative to 2007. The loss in output, amounting to a dramatic fall in living standards, was far greater than in other southern European economies hit by the crisis (Italy: nearly -9%; Spain: almost -6%; Portugal: -7%) or Ireland (-7%) over the same period. So deep and drawn out a recession has few precedents in economic history (with the exception of the Great Depression in the United States, where GDP fell by almost 30% between 1929 and 1933).

The standard account of the country’s debt crisis begins in the end of 2009, when the incoming socialist government announced that earlier fiscal data had been misreported. Revised estimates for 2009 raised the budget deficit from 3.7% to 15.6% of GDP, and the public debt from 99.6% to 129.4% of GDP. Coming as the European economy smarted from the impact of the world financial crisis, and coinciding with sluggish growth everywhere, the news revived speculation about the future of the Eurozone, and shattered the credibility of Greece’s claim to remain part of it. Soon the cost of borrowing began to climb to prohibitive levels. It was about then that the Greek crisis started to assume unanticipated dimensions.

In response to market pressure, the government announced a first round of austerity in March 2010. This cost the government a great deal in terms of popularity, but failed to placate the markets. In April 2010, the rating agency Standard & Poor downgraded Greece’s credit rating to below investment grade (i.e. junk status). Spreads on 10-year government bonds (that is, interest rate differentials from German government bonds) began to rise sharply, reaching 1,000 basis points (i.e. 10 percentage points), compared to 200 basis points three months before. At that point, Greece effectively lost access to the international financial markets, and a sovereign debt crisis threatened to mutate into a solvency crisis.

After a considerable amount of vacillation, the ‘no-bailout’ clause of the Maastricht Treaty was unceremoniously set aside, clearing the way for a massive €110 billion loan from the European Commission, the European Central Bank and the International Monetary Fund (the ‘Troika’) in May 2010. The loan was designed to cover Greece’s borrowing requirements for three years, following which the country was assumed to return to the markets. In return for the loan, the government was forced to sign a ‘Memorandum of Economic and Financial Policies’. The Memorandum committed the government to sweeping spending cuts and steep tax increases, aimed to reduce the country’s public deficit below 3% of GDP by 2014. The provisions of the loan and the austerity programme have been revised several times since. The latest revision (Mid-term Fiscal Strategy Framework of 2013-2016) specified structural fiscal savings to the tune of €13.5 billion (7.15% of GDP) in 2013-2014. As a result, the government hopes to return a primary budget surplus (i.e. before interest payments) in 2014, with the economy registering zero growth (which, although unimpressive, would be a relief after six long years in recession).

The ‘Greek Programme’ eventually calmed international markets, but at the price of strong domestic reaction. Civil unrest reached a paroxysm on May 5th 2010, in the context of a huge and largely peaceful demonstration, when three employees lost their lives as extremists set fire to a high-street bank in Athens. The tragedy cast further doubt on the country’s future, and lengthened the odds that the bailout package might prove effective. It also prompted Paul Krugman to comment in a New York Times post (rather ominously titled ‘Greek End Game’) dated May 5th 2010: ‘If Greece were a highly cohesive society with collective wage-setting, a sort of Aegean Austria, it might be possible to [confront the crisis] via a collectively agreed reduction in wages across the board – an ‘internal devaluation’. But as today’s grim events show, it isn’t.’

As subsequent developments showed, that was the shape of things to come. The bailout package had thrown a lifeline to a practically bankrupt economy, but effectively removed power over economic policy away from democratically elected domestic actors, handing it over to external ones, widely seen as distant, inscrutable, and largely unaccountable. This provoked a nationalist backlash across the political spectrum, and transformed Greek politics almost overnight. Political rhetoric became virulent, often inflammatory. A new political cleavage emerged (those in favour vs. those opposed to the bailout package), recasting with a vengeance older divisions (pro-Europe vs. anti-western), and partly eclipsing more traditional demarcation lines (Left vs. Right). Populist formations on the radical Left and the far Right – including the criminal, avowedly neo-Nazi Golden Dawn – flourished.

In economic terms, austerity was introduced when the Greek economy was in recession, and made it deeper still. As the demand for goods and services fell, many businesses went bankrupt, others relocated, while most of those staying afloat resorted to pay arrears and/or layoffs. As a result, joblessness rose steeply: in October 2008 the seasonally adjusted unemployment rate stood at 7.5% of the labour force; five years later it had reached 27.8%.

In February 2012, the EC-ECB-IMF Troika persuaded a visibly reluctant government to try ‘internal devaluation’. The strategy’s main feature was a drastic cut in the minimum wage by 22% in nominal terms (32% for workers aged below 25), as a bid to boost competitiveness, revive the economy and reverse unemployment trends. Two years later, it seems doubtful that ‘internal devaluation’ works as intended. While the trade deficit did improve, on closer inspection this was brought about by declining demand rather than via a ‘supply-side’ effect. Imports fell sharply, while exports actually grew less than before. Unemployment continued to rise, even though arguably at a slower rate.

Crucially, the cut in minimum wages had repercussions across the earnings distribution. On the whole, average real wages lost more ground since 2009 than they had gained in the decade before that, and were 9% lower in 2013 than they had been in 2000. In the ‘informal sector’ (construction, agriculture, tourism, personal services), where employers are subject to few legal or other constraints except those implicit in the free play of unregulated market forces, earnings declined further. Rising taxes implied losses were even more pronounced in net terms.

Whether austerity policies, rather than simply being a response to structural weaknesses, actually aggravated the current recession, is a matter of heated debate among economists. Clearly, international agencies had seriously underestimated the size of the ‘fiscal multiplier’, that is the depth of recession associated with austerity. As a recent study by leading IMF economists Olivier Blanchard and Daniel Leigh conceded, early forecasts assumed a fiscal multiplier of about 0.5 (i.e. that reducing the budget deficit by $10 would lead to a drop in GDP of $5), while the actual effect turned out to have been around 1.5 (i.e. a deficit reduction of $10 has led to a drop in output of $15) or more. Larger fiscal multipliers seem to be present in the early phases of a recession, and in countries where the size of fiscal consolidation is large. This is a fair description of Greece in 2010, when the government’s fiscal consolidation effort was most successful: indeed, at about 5% of GDP, ‘no other OECD country has achieved such a fiscal improvement in a single year over the past three decades’, as the Organisation for Economic Co-operation and Development itself put it.

On the whole, there can be little doubt that austerity policies and the wider recession are closely connected. On the one hand, austerity policies causes aggregate demand to fall and therefore leads firms catering for the domestic market to reduce output, cut salaries and lay off personnel. On the other hand, the recession weakens the capacity of austerity policies to reduce the deficit (because of lower tax receipts and higher spending on social benefits), and feeds pressure for the adoption of harsher measures.

Clearly, however, domestic factors were crucial to the Greek crisis. It is worth remembering that for several years before its outbreak Greece had enjoyed a boom: real growth rates averaged 4.1% in 2000–07, compared to 2.5% in the EU27 as a whole. Nevertheless, behind the façade of prosperity based on strong consumer demand boosted by cheap credit, lay a largely uncompetitive economy. The steady deterioration of the current account (mostly exports minus imports of goods and services), its chronic deficit reaching 14.9% of GDP in 2008, was the clearest sign that the economy was in bad shape. The poor performance of Greek firms in export markets preceded the crisis and made the recession inevitable, at least to some extent. Furthermore, as mentioned before, the size of the Greek budget deficit, revealed to be 15.6% of GDP in 2009, against the 3% target stipulated in the Stability and Growth Pact (and the earlier assurance by the conservative government that it would not exceed 3.7% of GDP), made fiscal consolidation and hence austerity largely inescapable.

3.

While it is difficult to see how, given the poor state of the national economy and public finances, austerity could have been avoided in May 2010, the policy content of the ‘Greek programme’ remained open for negotiation, both externally (with the Troika of donors) and internally (with political and social actors at home).

Just how open is debatable. International financial assistance including debt relief to Greece, as to the other ‘Programme Countries’ (Portugal, Romania, Cyprus), was made conditional upon satisfactory progress on a detailed set of fiscal cuts and policy reforms, formalised in successive Memoranda of Understanding signed between the national government and the EC-ECB-IMF Troika. Ireland, Latvia and Hungary have exited similar programmes and are now subject to ‘post-programme surveillance’. The pressure of external constraints (the vincolo esterno) is also unmistakeable in Spain and Italy, even though a softer form of conditionality prevails there.

But while the standard account of detailed public policy measures being dictated to elected governments by unelected officials representing international organisations often contains more than an element of truth, some leeway – more successfully exploited in Ireland and Portugal – was, and to some extent still is, available.

Reducing the deficit, while at the same time protecting the most vulnerable and sharing equitably the burden of fiscal consolidation, was never going to be easy. But a responsible government, working together with a constructive opposition, should have been able to manage it. This has not happened so far. The responsibility largely lies with domestic actors: two key ingredients of a successful strategy of dealing equitably with the crisis (fighting tax evasion, and strengthening the social safety net) were urged by the Troika from the start, yet four years later little progress had been made on either front.

In this context, the experience of economic failure, near bankruptcy, deep and protracted recession, sudden fall in living standards, and bitter political conflict, has dangerously raised the temperature of public debate and turned Greece into a laboratory of political research.

The social impact of the Greek crisis has been considerable. The real income of 45% of the population in 2013 was below the 2009 poverty line. For some, poverty was extreme: the proportion of population unable to purchase a basic basket of goods had reached 14% in 2013 (from 2% in 2009). Those affected included the 1,200 malnourished children (2% of the school population in central Athens) who had meals delivered to them daily by municipal agencies. On the whole, because of gaps in the social safety net, only one jobless worker in ten had access to unemployment benefit. As long-term unemployment is set to remain high in the foreseeable future, the plight of children in jobless households, unsupported by social benefits, and ineligible for medical insurance (except for emergency care), has become Greece’s new social question.

In general, policy responses to the social effects of the crisis were misguided, inadequate or both. Tax evasion remained pervasive. Welfare reform did produce some improvements, but most cuts were indiscriminate, causing hardship and disrupting health and social services. Labour market reform was guided by the belief that lowering workers’ compensation and weakening labour market institutions was the key to restoring competitiveness. Reform of public administration was badly needed, but was conflated to a simple reduction in numbers of public employees. The sustained effort that is necessary to modernize the Greek state is still nowhere to be seen.

Current forecasts, including the most optimistic, predict a late, slow recovery with anaemic growth and persistently high unemployment. The policy challenges lying ahead seem more intractable than ever: how to set the economy on the path to sustainable growth, how to attract foreign investment, how to create high-skilled high-wage jobs, how to tax income and wealth fairly and efficiently, how to reform welfare in order to promote employment and provide effective social protection, how to tempt back the thousands of talented Greeks who have left the country to pursue more satisfactory careers abroad.

4.

In the meantime, economic misery and a social emergency, coupled with a pervasive sense of impotence and loss of control, make for an explosive cocktail. In particular, the loss of national sovereignty implicit in the terms of the bailout package is widely experienced as humiliating, and has fed a nationalist-populist backlash. The failure of public institutions to rise to the occasion by preventing the economic crisis from mutating into social disaster has bred disillusionment with parliamentary democracy and brought the far Right and extreme Left into the political mainstream. The combination of both has poisoned domestic politics.

Indeed, the upheavals of recent years have changed Greece’s political landscape beyond recognition. Established parties have lost authority and votes, while new ones have risen from the political margins to prominence. The rise of populist forces on Left and Right, and the emergence of violent extremism in the shape of the neo-Nazi Golden Dawn, undermine democratic institutions and raise troubling questions about the future of Greece as an open society and a stable democracy.

The polarization of domestic politics between those (tacitly) accepting the need for a bailout package and those (vociferously) rejecting it has helped divert attention from fundamental questions, such as the actual content of the reforms needed for Greece to exit the current crisis. While the populists in opposition explicitly shun reforms in favour of radical change or a return to the previous situation (sometimes both), the moderates in government often retreat to a default stance of older traditions of patronage, clientelism and corruption (albeit in the drastically altered context of harsh fiscal constraints). On the whole, the constituency for reform has turned out to be weak, as a result of which reforms have stalled.

Resistance to externally-imposed modernization, and attachment to old patterns of thought and action (and the material interests associated with them), even when these are proving to be counter-productive, is hardly new, nor is it confined to Greece. They are also present in other ‘Programme Countries’, albeit to a lesser extent; they were seen in earlier attempts to rescue and reform Latin America via conditionality; and they were identified as key obstacles to change by the former New Dealers involved in the Economic Cooperation Administration Mission to Greece under the Marshall Plan in the aftermath of World War II. (The rapid change in mood among American administrators in Greece from enthusiasm and boundless self-confidence to gloom and resigned cynicism is well documented in ‘Overseers in despair: American advisors in Greece, 1947-1953’, the splendid book (in Greek) of economic historian Michalis Psalidopoulos, currently on sabbatical leave at Tufts Fletcher School.)

Is there a way out?

5.

For some, the way out for Greece is a government headed by the radical left SYRIZA, which will finally put an end to the austerity by immediately rescinding the bailout agreement and by renegotiating Greece’s debt with EU partners. The party seems to believe that Europe is poised for a left turn, paving the way for a Keynesian dash for growth. Leaving aside the question of how realistic such an assessment may be, the recipe provides no solution to the economy’s underlying weaknesses (which led to the crisis in the first place). Still, the notion that it is possible to combine a North American-type pattern of consumption with a (nearly) Middle-Eastern model of production has proved persuasive so far, and is doing wonders for the party’s popularity.

The trouble with demagogic populism is that it is prone to disappointing its own supporters, getting them ready to turn for comfort to the next bunch of populist demagogues even more extreme than the first one. In this case, the next bunch waiting at the wings is pretty wild: the neo-Nazis of Golden Dawn.

Even if the threat of a resurgent far Right were somehow to be dealt with effectively, Greek politics would still face polarisation between the anti-western radicalism of SYRIZA and the conservative nationalism of Prime Minister Samaras. In this context, the social liberals and centre-left progressives wishing their country to be more ‘European’, in the sense of striving for the uniquely European combination of (in Ralf Dahrendorf’s words) economic prosperity, political liberty and social cohesion, have reason to feel marginalised.

To some extent, the decline and fragmentation of the ‘middle ground’ into a number of ineffectual, mutually hostile small parties (now including the once mighty socialists) is the cost of their failure to articulate a coherent strategy for renewal and reform: steering Greece away from the corruption and clientelism of the last four decades, while reaffirming their commitment to the robust democratic values and steady European orientation that marked the post-1974 Republic.

Not all is lost, however. As the 2010 local elections demonstrated, civil society candidates seen as progressive, competent and honest are capable of winning even when the political parties who back them are unpopular. Giorgos Kaminis (formerly the national Ombudsman) and Yiannis Boutaris (a successful wine maker) are running for re-election in May 2014 as Mayors of Athens and Thessaloniki respectively. Their win would be a triumph of hope over adversity – and a sure sign that the liberal centre and moderate left can be more resilient than they appear, when united under a suitable candidate.

Can such a coalition be created at national level? The answer is still unclear. But a recent manifesto signed by 58 intellectuals calling for the scattered and demoralised centre left to renew and unite has changed the terms of the political debate. It remains to be seen whether it can also change the course of events.