29 Δεκεμβρίου 2017

Τα διλήμματα του 2018

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017).

Θα βγούμε από την κρίση το 2018; Η «φθινοπωρινή πρόγνωση» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους ρυθμούς ανάπτυξης στις χώρες της ΕΕ αφήνει λίγα περιθώρια αισιοδοξίας: η επίδοση της Ελλάδας αναμένεται τελικά να διαμορφωθεί σε 1,6% το 2017 (έναντι πρόγνωσης 2,1% τον περασμένο Μάιο και 2,7% τον Φεβρουάριο). Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει κάτι που υποψιαζόμασταν ήδη: ότι δηλαδή η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας έχει σχήμα L, όχι U. Με άλλα λόγια, μετά την τεράστια συρρίκνωση του 2010-2013, την αναιμική ανάκαμψη του 2014, και τη νέα ύφεση του 2015-2016, μας περιμένει η καθήλωση της οικονομίας σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης φέτος και του χρόνου. Και όλα αυτά τη στιγμή που οι προβλέψεις για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που είχαν πληγεί περισσότερο από την κρίση αναθεωρούνται προς τα πάνω: Πορτογαλία 2,6% (από 1,8%), Ισπανία 3,1% (από 2,8%), Ιρλανδία 4,8% (από 4,0%). Η ελληνική εξαίρεση, η απόκλιση της χώρας μας από την υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, καλά κρατεί.

Τι φταίει και η οικονομία ασθμαίνει, η ανεργία μειώνεται αργά, οι νέες θέσεις εργασίας είναι τόσο κακοπληρωμένες; Το δομικό πρόβλημα είναι ότι μετά την κατάρρευση του προηγούμενου μοντέλου ανάπτυξης (κατανάλωση με δανεικά), η οικονομία πασχίζει να μετακινηθεί σε ένα άλλο, υγιέστερο. Το πολιτικό πρόβλημα είναι ότι ο συνασπισμός που κυβερνά τη χώρα δεν δείχνει να καταλαβαίνει καν ότι χωρίς βελτίωση της παραγωγικότητας, χωρίς επένδυση στη γνώση, χωρίς αναβάθμιση των δεξιοτήτων, χωρίς περισσότερο ανταγωνισμό στην αγορά αγαθών, χωρίς όσα άλλα υπαγορεύει η κοινή λογική (και περιέχει η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, στην οποία κατά τα άλλα ομνύει το οικονομικό επιτελείο), δεν πρόκειται να ξεκολλήσουμε ποτέ από τη μετριότητα.

Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν η εξέλιξη αυτή. Επί Βαρουφάκη, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης άρχιζε και τελείωνε στην αυταπάτη ότι με την αρρενωπή και πανούργα διαπραγμάτευσή του οι ευρωπαίοι εταίροι θα μας χάριζαν τα χρέη (και μπορεί και να μας ζητούσαν και συγγνώμη που μας άφησαν να ρίξουμε την οικονομία στα βράχια). Επί Τσακαλώτου, δεν υπάρχει παρά η προσδοκία ότι κάποια στιγμή πριν από τις επόμενες εκλογές οι εταίροι μας θα κάνουν αυτό για το οποίο είχαν δεσμευθεί από το 2012. Δεν αποκλείεται να συμβεί.

Εν τω μεταξύ, σταδιακά παίρνει σάρκα και οστά ένα παραγωγικό μοντέλο που μοιάζει απελπιστικά με το προηγούμενο, αλλά είναι χειρότερο. Επιχειρηματίες με οικονομική επιφάνεια αδιευκρίνιστης προέλευσης αγοράζουν ποδοσφαιρικές ομάδες και μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποκτώντας πολιτική επιρροή, η οποία με τη σειρά της τους εξασφαλίζει πρόσβαση σε επικερδείς συμφωνίες με το κράτος σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Όσο για τον στρατηγικό σχεδιασμό της κυβέρνησης για την οικονομία, αυτή δείχνει να εξαντλείται στην διευκόλυνση της διείσδυσης φίλιων επιχειρηματικών δυνάμεων. Με προπέτασμα καπνού τις ιδιοτελείς κορώνες περί πάταξης της διαπλοκής, η κυβέρνηση απεργάζεται συστηματικά τη «διαπλοκή των ημετέρων».

Όλα αυτά θα ήταν αρκούντως ανησυχητικά αν αφορούσαν απλώς την οικονομία. Το πρόβλημα είναι ότι εντάσσονται στην κοσμοθεωρία της σημερινής κυβέρνησης, στη δυσανεξία της προς ό,τι δεν ελέγχει, στην ανοιχτή εχθρότητά της προς τους θεσμούς που σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία θέτουν όρια στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Για αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που ο Τσίπρας και ο Καμμένος θαυμάζουν τον Πούτιν, που νιώθουν πιο άνετα με τον Τραμπ παρά με τον Ομπάμα, ή που υπόσχονται στον Ερντογάν την απέλαση όσων φυγάδων βρήκαν άσυλο στη χώρα μας.

Με αυτά τα δεδομένα, το δίλημμα που θα αντιμετωπίσει η χώρα το 2018 μπορεί να συνοψιστεί ως επαναφορά στον ευρωπαϊκό κανόνα ή εκτροπή προς μια «ανελεύθερη δημοκρατία». Αυτό θα είναι και το διακύβευμα των επόμενων εκλογών, κατά πάσα πιθανότητα μέσα στη χρονιά που έρχεται.

Για αυτό προξενεί εντύπωση η πολιτική ίσων αποστάσεων που φαίνεται να έχει υιοθετήσει η ηγέτις της ενωμένης κεντροαριστεράς μετά τη νίκη της στις προκριματικές εκλογές του Νοεμβρίου. Κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να επιτρέψει να θεωρείται δεδομένη η συναίνεσή του σε μετεκλογικές συνεργασίες προτού καν προκηρυχθούν οι επόμενες εκλογές. Αλλά ακόμη και η απλή υπόνοια ότι το Κίνημα Αλλαγής, ή όπως αλλιώς θα λέγεται, μπορεί να στηρίξει κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (χωρίς ΑΝΕΛ) θα αρκούσε για να στείλει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους στην κάλπη της ΝΔ, επιτρέποντας στην τελευταία να μονοπωλήσει τον συμπαγή χώρο του «Μένουμε Ευρώπη».

Και η πολιτική γεωγραφία; Ίσως στο μέλλον ο ΣΥΡΙΖΑ μετεξελιχθεί σε κάτι λιγότερο απεχθές, π.χ. σε ένα κανονικό κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που απορρίπτει τη βία, καταγγέλλει τα αυταρχικά καθεστώτα, απορρίπτει τον εθνικισμό, σέβεται τους δημοκρατικούς κανόνες. Τότε και μόνο τότε, από θέση ισχύος, θα δικαιούται η κεντροαριστερά να εξετάσει το ενδεχόμενο να κυβερνήσει μαζί με έναν μεταμελημένο μετα-ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι τότε, οι κανόνες της πολιτικής γεωγραφίας θα παραμένουν όπως ακριβώς τους άφησε ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ όταν επέλεξε να συμπήξει αντιμνημονιακό μέτωπο με την ψεκασμένη ακροδεξιά: σε αναστολή.

23 Νοεμβρίου 2017

Η οικονομική πολιτική στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017).

Η κυνική παραδοχή των επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ότι η φορολογική επιβάρυνση των (συνεπών) μεσαίων στρωμάτων αποτελεί συνειδητή επιλογή προκειμένου να ενισχυθούν οι περισσότερο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες αποκαλύπτει τις αντιφάσεις της οικονομικής πολιτικής στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Πρώτον, η υποχρέωση της επίτευξης των (μακροπρόθεσμα ανέφικτων) υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που η ελληνική κυβέρνηση πρόθυμα έσπευσε να συμφωνήσει με τους εταίρους της (Eurogroup 15.6.2017) λειτουργεί αντι-αναπτυξιακά. Το κοινωνικό μέρισμα πρέπει να προκύπτει ως πλεόνασμα μιας δυναμικής ανάπτυξης και όχι ως αφαίμαξη αναγκαίων πόρων από την πραγματική οικονομία. Οι υψηλές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων αποθαρρύνουν την ανάληψη επιχειρηματικών σχεδίων σε μια οικονομία που υποφέρει από την από-επένδυση. Οι αναιμικές αναπτυξιακές επιδόσεις της οικονομίας και τα υψηλά πλεονάσματα στερούν το αναγκαίο «δημοσιονομικό μαξιλάρι» που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και την ενίσχυση των ανεπαρκών κοινωνικών δαπανών. Το κοινωνικό κόστος της αδύναμης ανάπτυξης (επιχειρήσεις που δεν μεγάλωσαν, θέσεις εργασίας που δεν δημιουργήθηκαν, αμοιβές που δεν κερδήθηκαν) είναι απείρως μεγαλύτερο από το όποιο όφελος του «κοινωνικού πακέτου» της κυβέρνησης.

Δεύτερον, στα χρόνια της κρίσης αυξήθηκε κατακόρυφα η ανάγκη για κοινωνική προστασία καθιστώντας ολοφάνερη την αναποτελεσματικότητα του ακολουθούμενου μοντέλου κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν επέδειξε την παραμικρή πρόθεση να προωθήσει αλλαγές στο διαχρονικά στρεβλό σύστημα κοινωνικής προστασίας που προστάτευε (και συνεχίζει εν πολλοίς να προστατεύει) τους «εντός συστήματος» εργαζόμενους σε βάρος των υπολοίπων. Στην περίοδο της «αγανακτισμένης» και αντι-μνημονιακής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούσε σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης του αναποτελεσματικού κοινωνικού κράτους, σπεύδοντας να ταυτιστεί με κάθε συντεχνιακό αίτημα. Και σήμερα, τα βήματα εκσυγχρονισμού της κοινωνικής πολιτικής πραγματοποιούνται υπό την πίεση των διεθνών οργανισμών (Ε.Ε., ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα) και παρά την αρχική αντίθεση της κυβέρνησης (όπως έδειξε το κωμικό και παρατεταμένο κατενάτσιο της κ. Φωτίου και άλλων στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, προτού τελικά το αποδεχθούν και το διεκδικήσουν ως δική τους ιδέα).

Τρίτον, τα τελευταία χρόνια στο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον έχουν εμφανιστεί φαινόμενα που απαιτούν μεγάλη προσοχή, με σημαντικότερα την παιδική φτώχεια σε νοικοκυριά χωρίς κανένα εργαζόμενο, και την εργασιακή επισφάλεια του νέου «πρεκαριάτου». Για την αντιμετώπισή τους, το πολιτικό σύστημα έχει επιδείξει εγκληματική αδιαφορία: μόλις το 12,8% των ανέργων εισέπραξε κάποιο επίδομα ανεργίας το 2016. Αντίθετα, η κυβέρνηση μοιάζει μάλλον να καλοδέχεται την υπερ-απόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος, κάτι που της επιτρέπει να εντάσσει το «κοινωνικό μέρισμα» στους εκλογικούς σχεδιασμούς της, αλλά και να ενισχύσει εκείνες τις ομάδες που θεωρεί προνομιακούς συνομιλητές της. Σε αυτό η «γενναιοδωρία» της δεν διαφέρει από εκείνη των υπόλοιπων ανά τον κόσμο λαϊκιστών: των περονιστών στην Αργεντινή των Κίρχνερ, ή των θιασωτών της «ανελεύθερης δημοκρατίας» στην Πολωνία του Κασύνσκι και στην Ουγγαρία του Όρμπαν.

Τέταρτον, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ορθά την σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Με το «κοινωνικό ασανσέρ» να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, τα υποζύγια της μεσαίας τάξης έχουν προ πολλού εξαντλήσει την φοροδοτική τους ικανότητα (όπως άλλωστε καταδεικνύεται από τα διαρκώς μειούμενα φορολογικά έσοδα). Την ίδια στιγμή, οι επιδόσεις της κυβέρνησης στον περιορισμό της ξέφρενης φοροδιαφυγής είναι απογοητευτικές (ίσως ηθελημένα απογοητευτικές, ως αντίβαρο στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών). Αντίθετα, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα επιβάλλουν κοινωνικές συναινέσεις και δίκαιη κατανομή των βαρών της δημοσιονομικής προσαρμογής, χωρίς αναχρονιστικές «ταξικές» προσεγγίσεις.

Στην σημερινή εποχή των παγκοσμιοποιημένων αγορών, η φορολογική και η κοινωνική πολιτική πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται στο πλαίσιο μιας δυναμικής, ανταγωνιστικής και εξωστρεφούς οικονομίας που στηρίζει την απασχόληση και  διανέμει με δίκαιο τρόπο το μέρισμα ευημερίας στα μέλη της κοινωνίας. Σε μια οικονομία που παραμένει καθηλωμένη σε παραλυτική στασιμότητα, τα μικροπολιτικά παιχνίδια και οι ιδεοληπτικοί σχεδιασμοί της κυβέρνησης κινούνται απελπιστικά χαμηλά – πολύ χαμηλότερα των ελάχιστων απαιτήσεων για βιώσιμη ανάκαμψη. Με τέτοιες πολιτικές θα αργήσουμε και άλλο να βγούμε από την κρίση.

13 Νοεμβρίου 2017

6 σκέψεις για τις εκλογές στην Κεντροαριστερά

Αναρτήθηκε στη σελίδα μου στο facebook (Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017), ενώ στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017).

Δεν θέλω να παραστήσω τον βαθυστόχαστο σχολιαστή των κεντροαριστερών πραγμάτων (ιδίως από εδώ που βρίσκομαι*).

Αλλά 2-3 πράγματα μου φαίνονται αυτονόητα:

1. Η εκσυγχρονιστική / φιλελεύθερη / ευρωπαϊκή κεντροαριστερά που ονειρεύονται κάτι τύποι σαν και μένα αφενός δεν τα πηγαίνει πολύ καλά ούτε στην Ευρώπη, αφετέρου παραμένει απελπιστικά μειοψηφική υπόθεση στην Ελλάδα.

2. Το πρόβλημα εντοπίζεται τόσο στην πλευρά της "προσφοράς" (αριθμός και ικανότητα των στελεχών του χώρου, ετοιμότητά τους να ασχοληθούν με την πολιτική στα σοβαρά και όχι περιστασιακά), όσο και στην πλευρά της "ζήτησης" (αναιμικό ειδικό βάρος των εργαζομένων στους δυναμικούς τομείς της οικονομίας, τα συμφέροντα των οποίων θα έπρεπε να προάγουν οι εξωστρεφείς πολιτικές μιας εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς).

3. Με δεδομένα τα παραπάνω, η αυτόνομη εκπροσώπηση αυτού του χώρου δεν έχει αποδώσει μέχρι τώρα και δεν βλέπω πώς θα αποδώσει στο εγγύς μέλλον (σε αυτό που είμαστε όλοι ακόμη ζωντανοί, με λίγη τύχη).

4. Κατά συνέπεια, δύο επιλογές ανοίγονται για το χώρο αυτό στην επόμενη περίοδο: Είτε η ιδιώτευση / παραίτηση / τήρηση χαμηλού προφίλ από τους ανθρώπους που αναγνωρίζονται σε αυτόν, που στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών μπορεί να εκφραστεί με υποστήριξη της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη (εάν δεν τους εκνευρίσει η βαθιά δεξιά). Είτε η αποδοχή της σκληρής πραγματικότητας ότι η οργανωμένη κεντροαριστερά στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό σημαίνει αυτό που έχει μείνει από το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ, που (στο βαθμό που θέλει κανείς να παραμένει κεντροαριστερός) λογικά συνεπάγεται προσχώρηση στο νέο φορέα και συνδιαμόρφωση των πολιτικών του, έστω και από θέσεις μειοψηφίας.

5. Όσοι από τους μη-ΠΑΣΟΚ ηττημένους της χθεσινής ψηφοφορίας βρουν το κουράγιο να κάνουν τη δεύτερη επιλογή, θα επανασυνδεθούν με μια ευγενή ιστορική παράδοση που υπαγορεύει στους φορείς των πιο προωθημένων ρευμάτων της παράταξης όχι απλώς μια "λαϊκότητα" αλλά και τη συστηματική εκπροσώπηση των συμφερόντων υπολογίσιμων κοινωνικών ομάδων. Η σοσιαλδημοκρατία του Πάλμε και του Μπραντ, ο ευρωκομμουνισμός του Μπερλινγκουέρ, ακόμη και ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη, υπήρξαν μαζικά φαινόμενα - όχι ναρκισιστικές παρέες σνομπ διανοουμένων που νομίζουν ότι έχουν πάντα δίκιο.

6. Σε κάθε περίπτωση, όσοι από εμάς προερχόμαστε από την εκτός ΠΑΣΟΚ κεντροαριστερά, και υποστηρίξαμε έναν από τους ηττημένους της χθεσινής ψηφοφορίας, οφείλουμε απέραντο και ειλικρινή σεβασμό στους 210 χιλ. ανθρώπους που στήθηκαν ώρες στην ουρά για να ψηφίσουν. Αυτός είναι ο λαός της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, σήμερα - όχι σε κάποια άλλη χώρα και άλλη εποχή. Και αν αυτός ο λαός μέχρι τώρα δεν δείχνει να μας έχει εμπιστευθεί πολύ, μάλλον κάτι θα πρέπει να κάνουμε αν θέλουμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του.

(6 πράγματα έγραψα τελικά. Αλλά ποιος μετράει ...)


* Αυτό το κείμενο γράφτηκε στις ΗΠΑ: την περίοδο εκείνη ήμουν επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.

12 Νοεμβρίου 2017

Σε τι χρησιμεύει η κεντροαριστερά;

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017).

Φαίνεται τελευταία να πληθαίνουν όσοι ισχυρίζονται ότι η κεντροαριστερά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Σε δύο κατηγορίες ανήκουν οι περισσότεροι. Οι μεν θεωρούν ότι η «μετριοπαθής» και «ευρωπαϊκή» στροφή του ΣΥΡΙΖΑ θα καλύψει το χώρο αυτό. Οι δε ανησυχούν ότι η ανάκαμψη της κεντροαριστεράς θα καθυστερούσε ή θα δυσκόλευε το μείζονα στόχο της απαλλαγής από τη σημερινή κυβέρνηση.

Νομίζω ότι και οι μεν και οι δε κάνουν λάθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο τριτοκοσμικού τύπου κεντροαριστερά μπορεί να γίνει, και για να συμβεί αυτό πρέπει η χώρα να συνεχίσει να απομακρύνεται από τις δυτικοευρωπαϊκές νόρμες, μοιάζοντας όλο και περισσότερο με τις «ανελεύθερες δημοκρατίες» τύπου Ουγγαρίας ή Τουρκίας. Όσο για τη ΝΔ, το ερώτημα δεν είναι εάν μπορεί να μας απαλλάξει από τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά από τις παθογένειες που την έφεραν στην εξουσία.

Και όμως, δεν αποκλείεται οι εξελίξεις να τους δικαιώσουν. Εάν από τις κάλπες για την εκλογή ηγέτη του νέου φορέα προκύψει η απλή αναπαραγωγή ή αναπαλαίωση ενός «μικρού ΠΑΣΟΚ» που μνησικακεί για τη συρρίκνωσή του χωρίς να έχει διδαχθεί πολλά από αυτήν, η οριστική έκλειψή του θα είναι θέμα χρόνου.

Όλα αυτά λίγο θα ενδιέφεραν όσους πολίτες δεν εμπλέκονται οι ίδιοι στην πολιτική, εάν δεν ήταν τόσο στενά συνυφασμένα με τα πιο κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της χώρας. Πώς θα είναι τα σχολεία και οι σχολές όπου σπουδάζουν τα παιδιά μας. Εάν θα βρουν δουλειά όταν τελειώσουν, σε τι είδους επιχειρήσεις, με τι αμοιβές. Πόσο αξιοπρεπή θα είναι τα νοσοκομεία, πόσο αξιόπιστες οι συγκοινωνίες, πόσο εξυπηρετικές οι δημόσιες υπηρεσίες. Πόσο ήρεμη και ασφαλής θα είναι η καθημερινότητά μας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών η πολιτική τάξη της χώρας θα πρέπει να δώσει απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα. Με έργα, όχι με λόγια – αν και η αρχή των έργων είναι πάντοτε τα λόγια, αρκεί να είναι πειστικά.

Εάν σε κάτι συμφωνούν οι οικονομολόγοι είναι ότι ούτε οι φυσικοί πόροι, ούτε η ένδοξη ιστορία, ούτε οι διεθνείς συμμαχίες αρκούν για να εγγυηθούν την ευημερία μιας χώρας. Μεσοπρόθεσμα, το βιοτικό επίπεδο εξαρτάται αποκλειστικά από την παραγωγικότητα της οικονομίας.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Κατ’ αρχάς, ότι η επάνοδος στη μοντέλο της φτηνής ανάπτυξης δεν είναι λύση. Τόσο επειδή ο παροξυσμός του (ιδίως την περίοδο 2004-2009) μας οδήγησε στην κρίση. Όσο και επειδή η επανεμφάνισή του τα τελευταία χρόνια εξηγεί γιατί η ανάκαμψη της παραγωγής είναι τόσο αναιμική, η πτώση της ανεργίας τόσο αργή, οι νέες θέσεις εργασίες τόσο κακοπληρωμένες. Η ελληνική οικονομία φαίνεται να επιστρέφει σε ένα παραγωγικό πρότυπο χαμηλής τεχνολογίας, χαμηλής ειδίκευσης, και κατά συνέπεια χαμηλών αμοιβών. (Όχι χωρίς επιτυχίες: η ποιότητα π.χ. των εστιατορίων έχει βελτιωθεί πολύ σε όλη τη χώρα. Και όχι χωρίς εξαιρέσεις – αν και ο διωγμός καινοτόμων επιχειρήσεων όπως π.χ. η Beat επιβεβαιώνει τον κανόνα που θέλει το κράτος να συντάσσεται με τους εκπροσώπους των πιο παρωχημένων επιχειρηματικών συμφερόντων - σε αυτή την περίπτωση, των ταξιτζήδων – αρκεί να φέρνουν ψήφους.)

Ούτε αρκεί η μείωση των μισθών για να γίνει ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία. Όχι μόνο επειδή εξακολουθεί να είναι πανάκριβο το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών, του δανεισμού, της ενέργειας. Αλλά επειδή το πόσο ελκυστικό για τον καταναλωτή είναι ένα προϊόν εξαρτάται από τη σχέση τιμής-ποιότητας. Συνεπώς, για να εξάγουν περισσότερο οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν αρκεί να πουλάνε φτηνά (εξ άλλου πάντοτε θα υπάρχει κάποιος που πουλά φτηνότερα): θα πρέπει να πουλάνε προϊόντα υψηλής ποιότητας, σε σχέση πάντοτε με το κόστος. Και εάν αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις δεν καταφέρουν να εξάγουν αρκετά, το μέλλον όλων μας είναι προδιαγεγραμμένο: θα ζούμε σε μια χώρα αποκομμένη από τις «αλυσίδες αξίας», στο περιθώριο της διεθνούς οικονομίας, ολοένα φτωχότερη.

Κάπου εδώ η μάλλον ανιαρή για πολλούς συζήτηση περί παραγωγικότητας συνδέεται με το θέμα μας, που είναι η χρησιμότητα (ή μη) της κεντροαριστεράς. Η ζωτικής σημασίας αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας απαιτεί σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές και ιδίως στο ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλ. στις δεξιότητες των μελλοντικών εργαζομένων (και επιχειρηματιών). Απαιτεί αλλαγή παραδείγματος στην παιδεία – από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς μέχρι τα ερευνητικά κέντρα, περνώντας από την τεχνική εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση. Απαιτεί κοινωνικές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και προσβάσιμες από όλους, επειδή αυτό υπαγορεύει όχι μόνο μια πολιτισμένη κοινωνία αλλά και μια δυναμική οικονομία. Απαιτεί κρατικούς θεσμούς που να διευκολύνουν την υγιή επιχειρηματικότητα αντί να την δυσκολεύουν. Απαιτεί συνδικάτα που να προστατεύουν τους εργαζόμενους χωρίς να υποσκάπτουν τις προοπτικές των επιχειρήσεων που τους απασχολούν.

Τίποτε από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί «αυθόρμητα». Δεν θα τα φέρουν μόνες τους οι δυνάμεις της αγοράς. Ούτε η μείωση του φορολογικού βάρους (όσο αναγκαία και εάν είναι μια διόρθωση). Η ανάκαμψη της οικονομίας περνά από τον εκσυγχρονισμό του κράτους.

Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος της κεντροαριστεράς. Πάντοτε ήταν. Καμμιά άλλη πολιτική παράταξη δεν μπορεί να την υποκαταστήσει σε αυτό. Μπορεί βέβαια να αποτύχει η ίδια. Σύντομα θα ξέρουμε.

2 Νοεμβρίου 2017

Μια όχι και τόσο ξεχωριστή μέρα στο Μιλάνο

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017).

Στο μυθιστόρημα του Πρίμο Λέβι «Αν όχι τώρα, πότε;», ο ωρολογοποιός Μέντελ, ο απρόθυμος πολεμιστής, που μαζί με τους συντρόφους του Εβραίους παρτιζάνους πολεμά συνεχώς σε μια άνιση μάχη εναντίον των ναζιστικών στρατευμάτων στις στέππες της ανατολικής Ευρώπης, θυμάται ότι πίσω στη Ρωσία, τον καιρό της ειρήνης, συχνά του συνέβαινε να τον σταματούν άγνωστοι στο δρόμο και να τον ρωτάνε πώς θα βρουν την τάδε οδό ή πλατεία. Φαίνεται ότι το πρόσωπό του ενέπνεε εμπιστοσύνη.

Ο ανταποκριτής σας δεν είναι ωρολογοποιός, ούτε - ακόμη λιγότερο - πολεμιστής (απρόθυμος ή μη), και δεν έχει ιδέα αν το πρόσωπό του εμπνέει εμπιστοσύνη. Αλλά και εμένα μου τυχαίνει συχνά να με σταματούν στον δρόμο και να μου ζητούν πληροφορίες. Ζώντας σε ξένη πόλη, χωρίς καλή αίσθηση προσανατολισμού, συχνά οι κατευθύνσεις που δίνω αποδεικνύονται εκ των υστέρων εσφαλμένες. Όχι όμως σήμερα το πρωί. Αυτό που με ρώτησε η καλοντυμένη κυρία μέσης ηλικίας, σταματώντας με ενώ ετοιμαζόμουν να μπω στο σταθμό του μετρό, με τον χαρακτηριστικά διστακτικό τρόπο του ξένου, ήταν πώς θα βρει την Λεωφόρο Χριστόφορου Κολόμβου. Δεδομένου ότι εκεί τυχαίνει να κατοικώ, αυτή τη φορά οι πληροφορίες μου ήταν πιο αξιόπιστες από ό,τι συνήθως.

Εάν αντίθετα η άγνωστη Ισπανίδα (όπως αποδείχθηκε) κυρία με ρωτούσε να της εξηγήσω το δημοψήφισμα για την αυτονομία του Βένετο και της Λομβαρδίας της περασμένης Κυριακής, και πόση σχέση είχε με το αντίστοιχο δημοψήφισμα-οπερέττα της Καταλωνίας, θα είχα λιγότερα να της πω. Ίσως το πιο ενδιαφέρον δεδομένο ήταν η πολύ μικρότερη συμμετοχή στις πόλεις (26% στο Μιλάνο) σε σχέση με την ύπαιθρο (63% στην επαρχία της Βιτσέντσα), ενώ η πιο ενδιαφέρουσα δήλωση, μέσα στον ορυμαγδό δηλώσεων, ήταν σίγουρα εκείνη του Ολιβιέρο Τοσκάνι (φωτογράφου μόδας, γνωστού από τις διαφημιστικές καμπάνιες της Benetton): «Στο Μιλάνο οι άνθρωποι είναι κοσμοπολίτες, δεν ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα. Ενώ οι χωρικοί με τους περιορισμένους ορίζοντες τι θέλετε να ψηφίσουν;» Κατά τα άλλα, η απαίτηση των πιο πλούσιων περιοχών της Ιταλίας για «περισσότερο έλεγχο» (δηλ. λιγότερη αλληλεγγύη με τις φτωχότερες περιφέρειες της χώρας) μου φαίνεται κυνική, όπως άλλωστε και η αντίστοιχη των Καταλανών. Απλώς οι τελευταίοι έχουν (μέχρι στιγμής) καταφέρει να προσδώσουν μια πατίνα μοντερνισμού ή προοδευτικότητας στον παρωχημένο επαρχιωτισμό τους.

Στο βαγόνι του μετρό, όπως σχεδόν κάθε μέρα, μπήκαν να παίξουν μουσικοί, τσιγγάνοι μάλλον. Ξεκίνησαν κανονικά, με μια από τις δακρύβρεχτες μελωδίες του γνωστού ρεπερτορίου. Η συνέχεια ήταν απρόσμενη: «Παραλλαγές και φούγκα σε ένα θέμα του Purcell» του Μπέντζαμιν Μπρίττεν, στο περίπου, σε σόλο βιολί. Πώς τους ήρθε; Πριν λίγες μέρες, ένας κιθαρίστας με φάτσα μαχαιροβγάλτη (του έλειπαν μερικά δόντια), για τον οποίον όμως θα ήταν περήφανος ο Django Reinhardt, άρχισε ξαφνικά να παίζει γελώντας σατανικά τη μελωδία από το «Cheap thrills», με συνοδεία ακορντεόν. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με αυτό ενός άλλου επιβάτη, με μαλλί κοτσίδα και γενειάδα hipster (σωσία του φίλου μου του Δ.): αρχίσαμε και οι δύο να γελάμε, προτού αφήσουμε μερικά κέρματα ο καθένας στο πουγγί του ακορντεονίστα.

Στην έξοδο από το μετρό, στο σταθμό του πανεπιστημίου, ευγενικοί και καλοντυμένοι νεαροί πούλαγαν την εφημερίδα «Lotta comunista». «Θα αγοράσετε κύριε;» «Όχι παιδιά, ευχαριστώ.» Πριν λίγες δεκαετίες, οι σύντροφοί τους τραμπούκιζαν τους καθηγητές (ειδικά τους μετριοπαθείς αριστερούς), ενώ κάποιοι από αυτούς – υπερβολικά πολλοί – είχαν πάρει το δρόμο της «ένοπλης πάλης». Αρκετά χρόνια, πολλές βαριές καταδίκες των ενόχων, και πολύ χυμένο αίμα (των θυμάτων) αργότερα, τα πράγματα έχουν ηρεμήσει. Αν και ο τελευταίος νεκρός καθηγητής, ο Marco Biagi, εργατολόγος διεθνούς κύρους, δολοφονήθηκε μόλις το 2002, στη φιλήσυχη Modena, καθώς επέστρεφε στο σπίτι, με το ποδήλατό του. Αλλά αυτή είναι μια άλλη (φριχτή) ιστορία.

14 Οκτωβρίου 2017

Ο Προκόφιεφ και η Οκτωβριανή επανάσταση

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017).

Ο ανταποκριτής σας συμμετείχε κανονικά στους εορτασμούς για την 100ή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης στο Μιλάνο παρακολουθώντας σε μια σπάνια εκτέλεση – πρώτη στην Ιταλία – την «Καντάτα» του Σεργκέι Προκόφιεφ.

Παράξενο φρούτο αυτή η Καντάτα-που-δεν-τραγουδιέται (“Cantata non cantata”). Τεράστια χωρωδία που καταλαμβάνει τον χώρο εκτοπίζοντας μέρος της ορχήστρας (στη συναυλία του Μιλάνου τα χάλκινα είχαν σκαρφαλώσει στα θεωρεία, μαζί τους και η γκραν κάσα που στο κρεσέντο του φινάλε τρόμαξε τους ανύποπτους φιλόμουσους που κάθονταν κοντά της). Σύνολο ακορντεόν δίπλα στην ορχήστρα. Ηχητικά εφφέ που ακούγονται μαγνητοφωνημένα: σειρήνες συναγερμού, κανονιοβολισμοί, βήματα πλήθους που παρελαύνει, και η φωνή του Βλαντιμίρ Ίλιτς να διαβάζει το διάγγελμα της νίκης.

Έπειτα η δομή της: δέκα μέρη, πάνω σε κείμενα των κλασσικών του μαρξισμού-λενινισμού-σταλινισμού. Μια μικρή γεύση: «1. Εισαγωγή, Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη» κτλ. «2. Φιλόσοφοι, Κ. Μαρξ, Ενδέκατη θέση πάνω στον Φώυερμπαχ. Μέχρι τώρα οι φιλόσοφοι ερμήνευαν τον κόσμο, το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε» κ.ο.κ. μέχρι το τελευταίο μέρος «10. Ι. Στάλιν, Εισήγηση στο 8ο Έκτακτο Συνέδριο των Σοβιέτ» και περνώντας από το μνημείο ναυτίας «8. Ι. Στάλιν, Ομιλία στο συνέδριο των Σοβιέτ, αφιερωμένο στη μνήμη του Β.Ι. Λένιν. Όταν μας άφησε ο σύντροφος Λένιν μας διέταξε να υπερασπιζόμαστε όπως τα μάτια μας την ενότητα του κόμματός μας. Ορκιζόμαστε σύντροφε Λένιν ότι θα εκπληρώσουμε με τιμή και αυτή την εντολή σου.» Όλα αυτά απαγγέλλονται ρυθμικά από τη χωρωδία (εξ ου και «Καντάτα-που-δεν-τραγουδιέται»), ενώ φυσικά στην εποχή μας το κοινό μπορεί να τα διαβάσει με την ησυχία του ως υπέρτιτλους στα μόνιτορ. Ταυτόχρονα, η ορχήστρα επιδίδεται στους υπνωτιστικούς ρυθμούς που θυμίζουν τον ήχο των εμβόλων στα εργοστάσια της βαριάς βιομηχανίας, μια τεχνική καινοτομία που βρήκε το απόγειο της στον περίφημο «Χορό των Ιπποτών» από το μπαλέττο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» του 1935.

Τι συμβαίνει εδώ; Παρότι ο συνθέτης είχε πανηγυρίσει το ξέσπασμα της επανάστασης και τον θρίαμβο των μπολσεβίκων, και μπορούσε χωρίς προβλήματα να κάνει περιοδείες στη Σοβιετική Ένωση μετά από επίσημη πρόσκληση του καθεστώτος, είχε στη συνέχεια επιλέξει να ζήσει στο εξωτερικό, στην Ευρώπη και στην Αμερική, όπως ο Στραβίνσκυ, ο Ραχμάνινοφ, και πολλοί άλλοι διάσημοι Ρώσοι συνθέτες της εποχής. Η μοναδική εξαίρεση, ο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς, είχε πέσει σε δυσμένεια, καθώς η πρεμιέρα της περίφημης «Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ», στις 26 Ιανουαρίου 1936, είχε εκνευρίσει τον Στάλιν που καθόταν στη πρώτη σειρά καθισμάτων στο θέατρο Μπολσόι. Δύο μέρες αργότερα, η εφημερίδα «Πράβδα» δημοσιεύει έναν λίβελλο εναντίον του Σοστακόβιτς («Σύγχυση αντί μουσικής»). Την ίδια ακριβώς μέρα (σε μια από τις πολλές συμπτώσεις αυτής της ιστορίας), ο Προκόφιεφ δηλώνει σε συνέντευξη την πρόθεσή του να συνθέσει ένα έργο για την 20ή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, και να επιστρέψει οριστικά στη Ρωσία. Όπως πράγματι συνέβη, το καλοκαίρι του 1936, δηλ. δυο χρόνια μετά τη δολοφονία του Κίρωφ και άλλα τόσα πριν τις Δίκες της Μόσχας, καθώς κορυφώνεται ο σταλινικός παροξυσμός.

Γιατί επέστρεψε στη Ρωσία ο Προκόφιεφ, ενδίδοντας στις επιθέσεις φιλίας του καθεστώτος ήδη από το 1923; Από ιδιοτελή υπολογισμό (ότι μετά την πτώση του Σοστακόβιτς του ανήκε δικαιωματικά ο τίτλος του μεγαλύτερου Σοβιετικού συνθέτη); Από ανιδιοτελή νοσταλγία για την πατρίδα του (όπως ισχυρίστηκε ο Όλεγκ Καετάνι, διευθυντής ορχήστρας στη συναυλία του Μιλάνου); Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, η Καντάτα του δεν έγινε δεκτή με τον ενθουσιασμό που ο ίδιος περίμενε. Όταν την έπαιξε στο πιάνο παρουσιάζοντάς την στην Επιτροπή Καλλιτεχνικών Υποθέσεων, ο Πλάτων Κερζέντσεφ, πρόεδρος της επιτροπής, την απέρριψε, θεωρώντας απαράδεκτη τη χρήση φράσεων του Λένιν: «Και τι νομίζεις ότι κάνεις, Σεργκέι Σεργκέϊβιτς, παίρνοντας κείμενα που ανήκουν στο λαό, και κάνοντας τα στίχους για τόσο ακαταλαβίστικη μουσική;»

Ο Προκόφιεφ απέσυρε αμέσως την «Καντάτα για την 20ή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης» και δεν έμελλε να την ακούσει ποτέ. Παίχτηκε για πρώτη φορά το 1966, δεκατρία ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη (στις 5 Μαρτίου 1953, τη μέρα που πέθανε ο Στάλιν). Όμως στην πρώτη της εκτέλεση η Καντάτα παίχτηκε ακρωτηριασμένη, παραλείποντας δύο μέρη (το όγδοο και το δέκατο) βασισμένα σε κείμενα του Στάλιν, που είχε εν τω μεταξύ πέσει και ο ίδιος σε δυσμένεια από το σοβιετικό καθεστώς. Τελικά η παγκόσμια πρεμιέρα της Καντάτας σε ακέραιη μορφή πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο, τον Ιούνιο του 1992. Στο κοινό εκείνης της συναυλίας είχε βρεθεί και ο ανταποκριτής σας, σε μια άλλη ζωή, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα.

Αλλά αυτή, όπως λένε, είναι μια άλλη ιστορία.

14 Σεπτεμβρίου 2017

Το τέλος της αρχής

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017).

Οι προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη του επόμενου ηγέτη της κεντροαριστεράς έχουν αναθερμάνει το ενδιαφέρον για όσα συμβαίνουν σε έναν χώρο που μέχρι πρόσφατα φαινόταν να είναι σε κώμα. Ιδίως όσων πολιτών – και είναι πολλοί – απορρίπτουν τη σημερινή κυβέρνηση για τη διαχειριστική μετριότητα και τη διχαστική ρητορική (και πρακτική) της, χωρίς να αναγνωρίζονται στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (η κυβέρνηση του οποίου, ας μην ξεχνάμε, χρεωκόπησε τη χώρα, επιδιδόμενη σε ένα όργιο σπατάλης που εκτόξευσε το έλλειμμα του προϋπολογισμού από 6,7% του ΑΕΠ το 2007 σε 15,1% το 2009). Ευλόγως λοιπόν η διαφαινόμενη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς έχει αναπτερώσει τις ελπίδες όσων είχαν υποστηρίξει εγκαίρως την ενότητα και ανανέωση του χώρου (στόχος, θυμίζω, της «Πρωτοβουλίας των ‘58» το μακρινό 2013).

Ο «ενδιάμεσος χώρος» πλήρωσε τα σπασμένα της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Εν μέρει δικαίως. Το ΠΑΣΟΚ – ιδίως της προ Σημίτη εποχής – συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της πεποίθησης ότι για να γίνει πλουσιότερος ένας λαός αρκεί να εκλέξει μια αρκούντως κιμπάρικη κυβέρνηση. Ανεξαρτήτως του εάν η οικονομία της λειτουργεί, εάν οι επιχειρήσεις της παράγουν αγαθά και υπηρεσίες καλής ποιότητας σε συμφέρουσες τιμές, ώστε να θέλουν αρκετοί καταναλωτές (από την Ελλάδα και κυρίως το εξωτερικό) να τα αγοράσουν. Και ανεξαρτήτως του εάν τα σχολεία λειτουργούν, ή εάν τα πανεπιστήμια μορφώνουν ανθρώπους ικανούς να σταθούν στην σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για ένα είδος μαζικής παράκρουσης, η οποία δύσκολα θα μπορούσε να επικρατήσει σε ένα έθνος λιγότερο πεισμένο για τη φυλετική ανωτερότητά του, πεδίο στο οποίο το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα διακρίθηκε ιδιαιτέρως.

Αλλά φυσικά δεν φταίει μόνο το ΠΑΣΟΚ. Εάν η κυβέρνηση ΓΑΠ μπορεί να κατηγορηθεί για τα αργά ανακλαστικά και τις σπασμωδικές αντιδράσεις της, η ευθύνη για τη χρεωκοπία βαραίνει την κυβέρνηση Καραμανλή. Κάθε άλλο παρά αθώα είναι και η αριστερά, παρότι δεν είχε κυβερνήσει (μέχρι το 2015): σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση, κάθε χρόνο καταψήφιζε τελετουργικά τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης ως «αντιλαϊκό και αντιαναπτυξιακό», ζητώντας λιγότερους φόρους και περισσότερες δαπάνες (δηλ. ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα). Όσο για την «ευγενή μας τύφλωσι», αυτή απλώνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα.

Κάποιοι αναγνώστες ίσως σκέφτονται: «Παλιά είναι αυτά. Τώρα τι κάνουμε.» Να με συμπαθάνε, μα κάνουν λάθος. Η περιθωριοποίηση της κεντροαριστεράς (σε όλες της τις εκδοχές) τα χρόνια της κρίσης βασίστηκε στην αποσιώπηση του τι πραγματικά συνέβη. Μια εναλλακτική πραγματικότητα εδραιώθηκε, όπου την κρίση την έφερε το Μνημόνιο και όχι το αντίθετο, και όπου για τα προβλήματά μας δεν φταίει ούτε ο Καραμανλής (ο οποίος παραμένει «κεφάλαιο για τη χώρα»), ούτε ο Χατζηγάκης με τις παράνομες αγροτικές αποζημιώσεις, ούτε ο Παυλόπουλος με τους αθρόους διορισμούς συμβασιούχων και τις αντισυνταγματικές μονιμοποιήσεις ημετέρων, αλλά ο Παπακωνσταντίνου και ο Γεωργίου. Όλα αυτά θέλουν να τα ξεχάσουμε τόσο οι ίδιοι ενδιαφερόμενοι (η καραμανλική δεξιά), όσο και οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ (που έριξαν την προηγούμενη κυβέρνηση για να κάνουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον υπουργό εσωτερικών του Καραμανλή). Κοινός στόχος τους: η κατασυκοφάντηση της κεντροαριστεράς ως εθνικού μειοδότη. Για αυτό πρέπει να τα θυμόμαστε.

«ΟΚ. Και τώρα τι κάνουμε;» Είναι προφανές τι πρέπει να κάνουμε όσοι από εμάς αναγνωριζόμαστε στον ενδιάμεσο χώρο: ό,τι περνά από το χέρι του καθενός ώστε να γίνει η εκλογή του Νοεμβρίου απαρχή για την ανάκαμψή του. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει κυρίως δύο πράγματα: υψηλού επιπέδου επιχειρηματολογία εκ μέρους των υποψηφίων, και στη συνέχεια μαζική συμμετοχή στις κάλπες εκ μέρους των πολιτών. 

Το πώς θα επιχειρήσουν να ανακόψουν την ανάκαμψη του ενδιάμεσου χώρου οι αντίπαλοί του, φαίνεται ήδη: διαβάλλοντας την κεντροαριστερά ως «δεκανίκι της ΝΔ». Αμφίβολο εάν θα τα καταφέρουν. Όχι μόνο επειδή δεκανίκι του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι υπερ-συντηρητικοί ακραίοι εθνικιστές των ΑΝΕΛ (με τον πρόεδρό τους και τον πρωθυπουργό να συνδέονται με φανερή «χημεία»), κόντρα σε ό,τι θα υπαγόρευε η λογική της πολιτικής γεωγραφίας που τώρα επικαλούνται. Αλλά επειδή τα πολιτικά κόμματα έχουν το δικαίωμα να πορεύονται με αυτονομία, προτάσσοντας κάθε φορά τη μια ή την άλλη προτεραιότητα, κρίνοντας εάν προέχει η κανονικότητα της πολιτικής γεωγραφίας ή αντίθετα κάποιος εθνικός στόχος (π.χ. η υπεράσπιση του κράτους δικαίου). Αυτό εξ άλλου δεν έκανε ο ενιαίος Συνασπισμός, με το ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη μέσα, επιλέγοντας το 1989 να οδηγήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο συμμαχώντας με τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη;

Ο εθνικός στόχος σήμερα είναι η επαναφορά της χώρας στην ομαλότητα: επιστροφή στην Ευρώπη, υπεράσπιση του κράτους δικαίου, αποκατάσταση της σταθερότητας (χωρίς την οποία δεν μπορεί να βγει η οικονομία από την κρίση), απομόνωση των θιασωτών της «ανελεύθερης δημοκρατίας» τύπου Ουγγαρίας ή Βενεζουέλας (κάποιοι εκ των οποίων κατέχουν υψηλά κυβερνητικά πόστα). Με το βλέμμα στο στόχο αυτό θα πολιτευθεί ο ηγέτης της κεντροαριστεράς που θα αναδειχθεί από τις προκριματικές εκλογές του Νοεμβρίου. Γνωρίζοντας ότι η επίτευξή του προϋποθέτει τη στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και την αποφασιστική απόρριψη της εναλλακτικής πραγματικότητας που τον έφερε στην εξουσία. Το ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης προϋπόθεση για την ανάκαμψη της κεντροαριστεράς θα διευκολύνει τις επιλογές του, αφού ευθυγραμμίζει το στενό συμφέρον της παράταξης με το ευρύτερο συμφέρον του τόπου.

Είδα πρόσφατα την «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν, οπότε ας μου συγχωρέσουν οι αναγνώστες την κάπως βαρύγδουπη κατάληξη. Αλλά σκέφτομαι ότι με λίγη τύχη, στη φάση στην οποία θα βρισκόμαστε μετά τον Νοέμβριο θα ταιριάζουν τα λόγια του Γουίνστον Τσώρτσιλ μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Δεν θα είναι το τέλος της ελληνικής κρίσης. Δεν θα είναι καν η αρχή του τέλους. Αλλά θα είναι, ίσως, το τέλος της αρχής.

31 Μαρτίου 2017

Το τέλος της λαϊκιστικής πλημμυρίδας;

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017).

Το αποτέλεσμα των ολλανδικών εκλογών της περασμένης εβδομάδας σχολιάστηκε από πολλούς ως ήττα του λαϊκισμού. Το «Κόμμα της Ελευθερίας» του Geert Wilders, ένα είδος ολλανδού Trump αλλά με ακόμη πιο υστερικές θέσεις από τον αμερικανό πρόεδρο, απέτυχε να κερδίσει τις εκλογές. Το κακό που άρχισε με το βρετανικό δημοψήφισμα της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και συνεχίστηκε με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, δεν τρίτωσε. Οι μετριοπαθείς ευρωπαίοι ανέπνευσαν με ανακούφιση και τώρα στρέφουν το ανήσυχο βλέμμα τους στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του Απριλίου. Όσο για τους εχθρούς της Ευρώπης, από τον πρόεδρο Πούτιν και τον πρόεδρο Ερντογάν, έως τους (πολλούς) εγχώριους θαυμαστές τους, δεν κρύβουν την απογοήτευσή τους.

Μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει ότι τα πράγματα είναι λίγο πιο μπερδεμένα. Η λαϊκιστική πλημμυρίδα φαίνεται πράγματι να φτάνει στο τέλος της. Για να μείνουμε στη Νότια Ευρώπη, όπου η οικονομική κρίση άφησε βαθύτερες πληγές: Στην Ισπανία οι Podemos έχασαν έδαφος στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Στην Ιταλία το «αδιάφθορο» και «αμεσοδημοκρατικό» Κόμμα των Πέντε Αστέρων δοκιμάζεται από τα σκάνδαλα στη Ρώμη και από τον αυταρχισμό του ηγέτη του στη Γένοβα και αλλού. Όσο για την Ελλάδα, ο αλλοπρόσαλλος συνασπισμός που κυβερνά δύσκολα θα ανακτήσει τη λαϊκή υποστήριξη που δείχνει να έχει χάσει. Η ήττα του Wilders είναι μια ακόμη ένδειξη κόπωσης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης από τους φωνακλάδες τσαρλατάνους που κυριάρχησαν στη σκηνή τα τελευταία χρόνια.

Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος για την Ευρώπη από μια ενδεχόμενη νίκη του «Κόμματος της Ελευθερίας» ήταν πάντοτε περιορισμένος. Το εάν θα ερχόταν πρώτο με 20% ή δεύτερο με 13% (όπως τελικά συνέβη) θα είχε μεγάλη συμβολική σημασία αλλά ελάχιστες συνέπειες για το σχηματισμό κυβέρνησης. Το πρόβλημα ήταν άλλο – και παραμένει τέτοιο παρά την ήττα του Wilders: η διακυβέρνηση σύνθετων πολυπολιτισμικών κοινωνιών με τρόπο που να εγγυάται τον αμοιβαίο σεβασμό και την ασφάλεια όλων.

Και εδώ το αποτέλεσμα των ολλανδικών εκλογών μπορεί να διαβαστεί με όλους τους δυνατούς τρόπους. Σε ένα ιδανικό σενάριο, η είσοδος στη Βουλή (με 2% και 3 έδρες) του Denk, του κόμματος που ίδρυσαν δύο τουρκικής καταγωγής πρώην βουλευτές του Εργατικού Κόμματος (το οποίο καταποντίστηκε), θα μπορούσε να θεωρηθεί βήμα ενσωμάτωσης στην ολλανδική δημοκρατία όσων μουσουλμάνων το ψήφισαν. Φαίνεται όμως πιθανότερο η αποξένωση των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων από τα μετριοπαθή (συχνά κεντροαριστερά) κόμματα που παραδοσιακά υποστήριζαν, και η συσπείρωσή τους σε ταυτοτικά κόμματα, να αποδειχθεί κακός οιωνός.

Η άνοδος του «Κόμματος της Ελευθερίας» μετατόπισε κάποια από τα υπόλοιπα κόμματα σε πιο λάιτ και πιο «υπεύθυνες» εκδοχές των δικών του ακραίων θέσεων. Οι δύο κύριοι κυβερνητικοί εταίροι, πριν και (όπως όλα δείχνουν) μετά τις εκλογές, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το Λαϊκό Κόμμα του πρωθυπουργού Mark Rutte, διακρίθηκαν ιδιαίτερα σε αυτό το σπορ. Ειδικά ο τελευταίος κέρδισε σε δημοτικότητα μετά την άρνηση του να παραχωρήσει τις πλατείες των ολλανδικών πόλεων στον τούρκο πρόεδρο για την δική του προεκλογική εκστρατεία (εν όψει του συνταγματικού δημοψηφίσματος), και την ολοσέλιδη καταχώρησή του στις εφημερίδες στην οποία καλούσε όσους «παρενοχλούν ομοφυλόφιλους ή κορίτσια με μίνι φούστες και κατηγορούν απλούς ανθρώπους για ρατσισμό» «να φερθούν κανονικά ή να μας αδειάσουν τη γωνιά». Έγκυροι αναλυτές (όπως ο Cas Mudde, αναλυτής του λαϊκιστικού φαινομένου, γνωστός στη χώρα μας από το βιβλίο του για τον ΣΥΡΙΖΑ) σημειώνουν ότι εξαιτίας αυτής της διολίσθησης η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να είναι πιο αυταρχική.

Ίσως πάλι μια τόσο ζοφερή ανάγνωση του αποτελέσματος των ολλανδικών εκλογών να είναι υπερβολική. Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας δεν μπορεί να φτάνει μέχρι την ανοχή στη δυσανεξία. Ο Rutte απαντώντας στις επικρίσεις επέμεινε ότι η καταχώρηση δεν στοχοποιούσε κάποια μειονότητα αλλά όσους «δεν φέρονται σωστά». Και παρότι διατήρησε την πρωτιά, το Λαϊκό Κόμμα έχασε το ένα πέμπτο περίπου των ψήφων και των εδρών που είχε κερδίσει το 2012.

Εν τω μεταξύ, μακριά από τους προβολείς της διεθνούς ειδησεογραφίας, δύο μικρά κόμματα, οι σοσιαλφιλελεύθεροι «Δημοκράτες 66» και η Πράσινη Αριστερά, αντί να συρθούν πίσω από τον Wilders στην κινδυνολογία για όσα απειλούν τον ολλανδικό τρόπο ζωής, επέμειναν ότι οι ιδιαίτερες παραδόσεις που αξίζει η χώρα τους να υπερασπίζεται είναι ακριβώς οι ανοιχτοί ορίζοντες, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, και η ανοχή σε εναλλακτικούς τρόπους ζωής.

Αυτά τα δύο μικρά κόμματα υπήρξαν οι νικητές των εκλογών της περασμένης Τετάρτης, βελτιώνοντας το ποσοστό τους περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα, και κατακτώντας τις δύο πρώτες θέσεις στον Δήμο του Άμστερνταμ. Το αποτέλεσμα αυτό στέλνει ένα μήνυμα που αξίζει να ακουστεί και πέρα από τα ολλανδικά σύνορα. Ότι οι αξίες που στήριξαν αυτό το τυπικά ευρωπαϊκό μείγμα οικονομικού δυναμισμού, πολιτικής ελευθερίας και κοινωνικής συνοχής είναι ακόμη ζωντανές στο μυαλό και στην καρδιά εκατομμυρίων Ευρωπαίων. Και ότι όποιος τολμήσει να τις εκπροσωπήσει, και καταφέρει να το κάνει καλά, μπορεί κάλλιστα να ανταμειφθεί στην κάλπη.

25 Μαρτίου 2017

Η (σιωπηλή) φιλοευρωπαϊκή πλειοψηφία

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Σάββατο 25 Μαρτίου 2017).

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα – και παραγνωρισμένα – στιγμιότυπα της αντιπαράθεσης των ολλανδικών κομμάτων εν όψει των εκλογών της περασμένης εβδομάδας ήταν η βαθμιαία μετατόπιση του «Κόμματος της Ελευθερίας» του Geert Wilders στο (προνομιακό για αυτό, υποτίθεται) ζήτημα του δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αμέσως μετά το Brexit του περασμένου Ιουνίου, η Διεθνής των λαϊκιστών, βαθειά πεισμένη ότι η Ιστορία βρίσκεται στο πλευρό της, και ότι επίκειται το τέλος της μισητής ευρωπαϊκής ενοποίησης, συντόνιζε τα βήματά της και ετοίμαζε τις μάχες του 2017: ολλανδικές, γαλλικές, γερμανικές, και ίσως ιταλικές εκλογές. Η Marine Le Pen είχε δεσμευτεί ότι μέσα στους πρώτους έξη μήνες από την εκλογή της στην προεδρία θα έθετε σε κίνηση τη διαδικασία αποχώρησης της Γαλλίας από την ΕΕ. (Παρότι το γαλλικό σύνταγμα προβλέπει ότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Εθνοσυνέλευση.)

Στην Ολλανδία ωστόσο η «νίκη» στις εκλογές δεν επρόκειτο ποτέ να δώσει στον Wilders τόση εξουσία: σε μια πλουραλιστική πολιτεία που ψηφίζει με απλή αναλογική και εκλέγει κυβερνήσεις συνασπισμού, το πιο τρελλό όνειρο του «Κόμματος της Ελευθερίας» ήταν να πάρει 20% και να έρθει πρώτο. (Τελικά πήρε 13% και ήρθε δεύτερο.) Οπότε στην προεκλογική του εκστρατεία δεν υποσχόταν την αποχώρηση της Ολλανδίας από την ΕΕ – ζητούσε απλώς δημοψήφισμα, ώστε να αποφανθεί ο λαός. Μέχρι τις τελευταίες εβδομάδες. Καθώς η μια μετά την άλλη οι δημοσκοπήσεις επιβεβαίωναν ότι το 75% με 80% των ψηφοφόρων τασσόταν κατά ενός τέτοιου δημοψηφίσματος, ο Wilders άλλαξε τακτική. Άφησε κατά μέρος τα περί Nexit, συνέχισε τη ρητορική για την Ολλανδία που ανήκει στους Ολλανδούς, και επικεντρώθηκε στο προσφιλές του θέμα: τον κίνδυνο ισλαμοποίησης.

Εάν κάτι δείχνει αυτό το μικρό περιστατικό είναι ότι η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη παραμένει φιλοευρωπαϊκή. Λιγότερο από τη μακάρια εποχή της παθητικής συναίνεσης και της γενικευμένης αδιαφορίας των πολιτών για όσα διαδραματίζονταν στις Βρυξέλλες. Αλλά πολύ περισσότερο από όσο θα πίστευε κανείς διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα και ακούγοντας τα δελτία ειδήσεων. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου του Μιλάνου για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης σε επτά χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία, Σουηδία και Βρετανία) ενισχύει αυτό το συμπέρασμα.

Η έρευνα καλούσε τους ερωτηθέντες να τοποθετηθούν πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα της επικαιρότητας. Τι θα ψηφίζατε σε ένα υποθετικό δημοψήφισμα για την αποχώρηση της χώρας σας από την ΕΕ; Η μεγάλη πλειοψηφία (από 57% στη Γαλλία έως 75% στη Γερμανία) θα ψήφιζε υπέρ της παραμονής. (Ακόμη και στη Βρετανία, το 53% των ερωτηθέντων θα ψήφιζαν σήμερα κατά του Brexit.) Πρέπει να δίνεται οικονομική βοήθεια σε κράτη μέλη που δοκιμάζονται από μια κρίση; 36% απαντά «Ναι, υπό όρους» (δηλ. με Μνημόνια), 35% δηλώνει υπέρ της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, μόνο 22% πιστεύει ότι η αντιμετώπιση μιας κρίσης θα έπρεπε να είναι ευθύνη του κάθε κράτους χωριστά. Συμφωνείτε να έχουν δικαίωμα εργασίας στη χώρα οι πολίτες των άλλων κρατών μελών της ΕΕ; Το 49% λέει «Ναι, όπως εσύ κι εγώ», το 20% «Μόνο εάν έχουν δουλειά» (όπως οι Gastarbeiter της δεκαετίας του ’60), το 30% πιστεύει ότι οι δουλειές πρέπει να δίνονται πρώτα στους κατοίκους της χώρας. Ποιοι πρέπει να έχουν δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές; Μόνο οι πολίτες της χώρας – 19%. Μόνο οι πολίτες των κρατών μελών της ΕΕ – 43%. Όλοι οι ξένοι από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου – 39% (!) Ποια εικόνα για την Ευρωπαϊκή Ένωση σας αντιπροσωπεύει καλύτερα; Κοινό σπίτι όπου συγκατοικούμε όλοι: 24%. Πολυκατοικία όπου ο καθένας ζει σε δικό του διαμέρισμα: 30%. Τόπος συνάντησης για αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές: 26%. Πλοίο που βυθίζεται: 20%.

Όπως γράφει σε άρθρο του στην εφημερίδα Corriere della sera ο καθηγητής Maurizio Ferrera, υπεύθυνος του μεγάλου ερευνητικού προγράμματος για τη «Συμφιλίωση της Οικονομικής με την Κοινωνική Ευρώπη» (www.resceu.eu), συνοψίζοντας τα ευρήματα της δημοσκόπησης: το πολιτικό πρόβλημα στην Ευρώπη δεν είναι τόσο η εξέγερση των ψηφοφόρων κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά η έλλειψη πολιτικών ηγετών που θα δώσουν φωνή στη μεγάλη πλειοψηφία που παραμένει σιωπηρά φιλοευρωπαϊκή.

Αυτό σιγά-σιγά αλλάζει. Η εκλογική επιτυχία των δύο ολλανδικών κομμάτων (των σοσιαλφιλελεύθερων D66 και της Πράσινης Αριστεράς) που αντί να επιχειρήσουν να κατευνάσουν τους ψηφοφόρους του Wilders υπερασπίστηκαν με αυτοπεποίθηση όσα έκαναν την Ολλανδία πλούσια και επιτυχημένη (ανεξιθρησκεία, ανοχή στο διαφορετικό, ανοιχτοί ορίζοντες, ευρωπαϊκός προσανατολισμός) ήταν ένα πρώτο σημάδι. Ακολούθησε η καλή εμφάνιση του Emmanuel Macron στην τηλεοπτική αναμέτρηση της Δευτέρας 20 Μαρτίου, που επιτάχυνε τη δημοσκοπική του άνοδο.

Η ήττα των λαϊκιστών στη Γαλλία και στη Γερμανία (και, με λίγη τύχη, στην Ιταλία και στην Ελλάδα) δεν θα λύσει ασφαλώς όλα τα προβλήματα. Θα μας επιτρέψει όμως να αρχίσουμε να αναζητούμε λύσεις εκεί όπου είναι λιγότερο απίθανο να τις βρούμε.

Η εποχή των μαθητευόμενων μάγων πλησιάζει στη δύση της. Δεν είναι και λίγο.

1 Ιανουαρίου 2017

Το ταξίδι της ανάγνωσης

Ομιλία στην  εκδήλωση του TEDxLesvos (Μυτιλήνη Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιανουάριος 2017)

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα – όσο και να αγαπώ τα «κανονικά» ταξίδια – μου αρέσει να ταξιδεύω κυρίως διαβάζοντας. Όχι για να «αποδράσω» από τη ζωή μου, αυτό όχι. Αλλά επειδή αισθάνομαι ότι η ανάγνωση κάνει τη ζωή μου πλουσιότερη, συναρπαστικότερη, καλύτερη.

Νομίζω κάτι τέτοιο εννοούσε ο Ουμπέρτο Έκο όταν έγραφε ότι «Όποιος δεν διαβάζει, στα 70 του θα έχει ζήσει μια ζωή μόνο: τη δική του. Εκείνος που διαβάζει θα έχει ζήσει 5.000 χρόνια: ήταν εκεί όταν ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ, όταν ο Ρέντσο παντρεύτηκε τη Λουτσία, όταν ο Λεοπάρντι ατένιζε το άπειρο. Επειδή η ανάγνωση είναι μια αθανασία προς τα πίσω.»

Έτσι λοιπόν κι εγώ, διαβάζω. Σχεδόν εμμονικά: στους «νεκρούς» χρόνους (π.χ. την ώρα της πρωινής γυμναστικής), στις μετακινήσεις μου (στις κοντινές με το μετρό, και στις πιο μακρινές με το αεροπλάνο ή, ακόμη καλύτερα, με το τραίνο), στα επαγγελματικά ταξίδια μου (π.χ. όταν γευματίζω μόνος σε κάποια ξένη πόλη), στα διαλλείμματα της δουλειάς, στις ώρες της σχόλης (στην πολυθρόνα ή στο κρεβάτι μου), και φυσικά στις διακοπές. Με δυο λόγια: σχεδόν συνεχώς.

Δεν ήταν πάντοτε έτσι: γεννήθηκα και μεγάλωσα σε σπίτια χωρίς βιβλιοθήκη. Αλλά κάπου στα χρόνια του λυκείου, και ακόμη περισσότερο σε εκείνα του πανεπιστημίου, ανακάλυψα τη χαρά της ανάγνωσης. Ίσως με είχε επηρεάσει μια σκηνή από κάποιο γαλλικό (νομίζω) μυθιστόρημα, στο οποίο με είχαν μυήσει τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», όπου ο νεαρός κομψευόμενος πρωταγωνιστής περπατά διαβάζοντας – ίσως στον Κήπο του Λουξεμβούργου – μέχρι που πέφτει πάνω σε ένα δένδρο! Αυτό τον κάνει γοητευτικό στα μάτια μιας χαριτωμένης νεαρής, η οποία βολτάρει με το ομπρελλίνο της κτλ.

(Δυστυχώς εμένα κάτι τέτοιο δεν μου συνέβη ποτέ. Με μια εξαίρεση, ενδεχομένως. Μια παγωμένη αλλά ηλιόλουστη μέρα, πριν λίγα χρόνια, δηλ. σε προχωρημένη ηλικία, ενώ διάβαζα καθισμένος σε ένα παγκάκι στο Πάρκο της Πόλης της Βοστώνης, έχοντας ανεβοκατεβεί με το ποδήλατο ενός φίλου το Beacon Hill, μια ποδηλάτισσα μου χάρισε περνώντας ένα τριαντάφυλλο. Ομολογώ ότι μου άρεσε η χειρονομία της – αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ήταν αυτό που φαντάζεστε, και που κανονικά θα έπρεπε να φαντάζομαι κι εγώ, εάν η ματαιοδοξία μου δεν μετριαζόταν από το ρεαλισμό. Θεωρώ σαφώς πιθανότερο η ποδηλάτισσα να έπρεπε πάραυτα να ξεφορτωθεί το τριαντάφυλλο, π.χ. επειδή της το είχε μόλις χαρίσει κάποιος ή κάποια που έπρεπε επειγόντως να ξεχάσει. Πώς σας φαίνεται; Ωραίο θέμα για διήγημα, δεν βρίσκετε;)

Τα πρώτα χρόνια η αγάπη για το διάβασμα μου είχε φανεί χρήσιμη. Έχοντας επιβιώσει της παρατεταμένης τριβής με τη ρουτίνα του σχολείου, και του καταναγκασμού της υποχρεωτικής μελέτης των «εγχειριδίων» (τι λέξη κι αυτή!) στη σχολή, με είχε επανειλημμένα βγάλει από διάφορες κακοτοπιές, π.χ. εξεταστικές. Ακόμη πιο χρήσιμη φυσικά μου φάνηκε στη συνέχεια, όταν βρέθηκα να ασκώ ένα από τα ελάχιστα επαγγέλματα που μου επιτρέπουν – ή μάλλον, απαιτούν από εμένα – να κάνω αυτό που ούτως ή άλλως μου αρέσει: να διαβάζω. Και να γράφω, βέβαια, και ενίοτε να σκέφτομαι. Αλλά βασικά να διαβάζω.

Αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω στο μυαλό μου επιστημονικά διαβάσματα, ούτε τα κείμενα οικονομίας, πολιτικής και ιστορίας των οποίων η μελέτη, σε πολύ μεγάλο βαθμό, με «διαμόρφωσε» (με έκανε αυτό που είμαι). Για άλλα διαβάσματα θέλω να μιλήσω: λογοτεχνικά, ή ακριβέστερα: μυθοπλασίας.

Νομίζω ότι ο βασικός λόγος που η ανάγνωση μας «ταξιδεύει» είναι ότι κάθε φορά που διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα (πιο δύσκολα γίνεται αυτό με ένα διήγημα), όπως και κάθε φορά που παρακολουθούμε ένα θεατρικό έργο, θέτουμε αυτομάτως σε εφαρμογή αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «suspension of disbelief». Όσο διαρκεί η ιστορία που παρακολουθούμε, παραβλέπουμε το πασιφανές και αναντίρρητο γεγονός ότι δεν είναι αληθινή. Και το κάνουμε απολύτως συνειδητά, ξέροντας ότι μόνο έτσι θα την απολαύσουμε καλύτερα.


 

Η επαφή μας με τον εξωτερικό κόσμο διατηρείται ακόμη τη στιγμή που ανοίγουμε το βιβλίο. (Ο Ίταλο Καλβίνο έχει περιγράψει πολύ ωραία αυτή τη στιγμή στην πρώτη κιόλας σελίδα του μαγικού: «Μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης»[1]). Και μετά ξαφνικά σηκώνεται η αυλαία, και τότε παύουμε να ακούμε τη φωνή του συγγραφέα: ακούμε τη φωνή του αφηγητή (που συχνά δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, και ποτέ δεν είναι το ίδιο πράγμα). Και προτού καλά-καλά το καταλάβουμε, βυθιζόμαστε στη ζωή άλλων προσώπων, που μπορεί να ζουν σε έναν άλλο τόπο ή σε μια άλλη εποχή, αλλά μπορεί και να ζουν στον δικό μας τόπο και στη δική μας εποχή. Η γνωριμία μας μαζί τους – αυτό είναι το κρίσιμο – χρονολογείται από τη στιγμή που αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε για όσα σκέφτονται, όσα κάνουν, και όσα τους συμβαίνουν, είτε σε αυτό το βιβλίο είτε σε κάποιο προηγούμενο. Γνωρίζοντας παράλληλα ότι «στην πραγματικότητα» τα πρόσωπα αυτά δεν υπάρχουν, ούτε υπήρξαν ποτέ.

Όμως θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει. Με αυτή την έννοια, το μυθιστόρημα δεν «προδίδει» την πραγματικότητα αλλά την πολλαπλασιάζει, αφού δεν μας εξιστορεί όσα πράγματι συνέβησαν αλλά όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί.

Πολύ ωραία το εξήγησε αυτό ο Χαβιέρ Μαρίας, στην ομιλία της βράβευσης του βιβλίου του «Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς», ενός από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία:

«Έχουμε την τάση να βλέπουμε τις διάφορες φάσεις της ζωής μας ως το αποτέλεσμα ή το άθροισμα όσων μας συνέβησαν, όσων πετύχαμε και όσων υλοποιήσαμε, σαν να συνέθεταν αυτά και μόνο την ύπαρξή μας. Ξεχνώντας ότι η ζωή των ανθρώπων αποτελείται επίσης από απώλειες και αρνήσεις, από παραλείψεις και ανεκπλήρωτες επιθυμίες, από όσα κάποτε παραμελήσαμε ή δεν επιλέξαμε ή δεν καταφέραμε, από τα αμέτρητα ενδεχόμενα που δεν πραγματοποιήθηκαν (όλα εκτός από ένα, σε τελευταία ανάλυση), από τους δισταγμούς μας και τα όνειρά μας, από τα αποτυχημένα μας σχέδια, από τις ελπίδες μας που διαψεύστηκαν, από τους φόβους που μας παρέλυσαν, από όσα εγκαταλείψαμε και όσα μας εγκατέλειψαν. Τελικά εμείς οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι από δύο συστατικά σε ίσα μέρη: από αυτά που συνέβησαν, και από αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί.»

Είναι σαν να αναρωτιόμαστε πώς θα ήταν η Ευρώπη του 19ου αιώνα εάν στη μάχη του Βατερλώ είχε επικρατήσει ο Ναπολέων. (Ποτέ δεν θα μάθουμε, αλλά όπως έχει πει ένας φίλος, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ομώνυμος σιδηροδρομικός σταθμός δεν θα βρισκόταν στο Λονδίνο αλλά στο Παρίσι.) Τέτοια counterfactual μυθιστορήματα έχουν γραφτεί, με την πλοκή να τοποθετείται π.χ. την επαύριο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μετά τη νίκη του χιλιόχρονου Γ’ Ράιχ.

Ή είναι σαν να αναρωτιόμαστε πώς θα ήταν η ζωή μας εάν στο κρίσιμο σταυροδρόμι είχαμε αποφασίσει (ή απλώς είχε τύχει) να πάρουμε άλλη κατεύθυνση αντί για εκείνη που όντως ακολουθήσαμε. Ούτε αυτό θα το μάθουμε ποτέ. Καμμιά φορά αναρωτιέμαι κι εγώ πώς θα ήταν η ζωή μου εάν το καλοκαίρι του 1990, όταν έλαβα εμβρόντητος – και τηλεγραφικώς! – τη θετική απάντηση του Πανεπιστημίου των Δυτικών Ινδιών (τοποθεσία: Mona, Jamaica) στην αίτησή μου για μια θέση λέκτορα οικονομίας, είχα πει το Μεγάλο Ναι. (Τελικά επέλεξα το συνετότερο αλλά κάπως μικρότερο Όχι, το οποίο μου υπαγόρευε η έγνοια να μην σπαταλήσω την ευκαιρία που μόλις μου είχε προσφερθεί να δουλέψω σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια μιας από τις συναρπαστικότερες πόλεις της Ευρώπης.) Έτσι, από όλη αυτή την ιστορία, μου έμεινε η περιέργεια. Ίσως θα έπρεπε να γράψω μυθιστόρημα σχετικά. Αλλά η (περιορισμένη) φαντασία μου δεν έχει μέχρι στιγμής κάνει μεγάλη πρόοδο: έχω κολλήσει στο σημείο που περνάω όλο τον καιρό μου σε μια παραλία με φοινικόδενδρα, πίνοντας ρούμι με κόλα, ακούγοντας ρέγγε, δίπλα στη δίδυμη αδελφή της Νταϊάνα Ρος (όταν ήταν νέα).

Όταν ήταν μικρότερα τα παιδιά μου ενθουσιάζονταν με τη μοιραία κατάληξη:

«Τι ωραία: θα είχαμε πιο σκούρο δέρμα!»

«Όχι μόνο. Θα είχατε άλλη μητέρα. Θα ήσασταν διαφορετικοί άνθρωποι.»

«Δεν πειράζει, θα είχε πλάκα ...»

Εν τω μεταξύ, παρηγορούμαι για το ότι δεν θα γράψω ποτέ μυθιστόρημα διαβάζοντας τα μυθιστορήματα (και τα διηγήματα, και τις νουβέλες) που γράφουν άλλοι. Και το απολαμβάνω. Τόσο πολύ που δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τη χαρά της ανάγνωσης. Έχω σκεφτεί ότι εάν ποτέ τυφλωθώ, θα ζητήσω από τους αγαπημένους μου να μου διαβάζουν μεγαλοφώνως, ή αν βαριούνται θα προσλάβω κάποιον, ή θα ακούω ηχογραφημένα βιβλία, ιδίως εάν διαβάζει ο ίδιος ο συγγραφέας. (Ο Αντρέα Καμιλλέρι, 91χρονος πλέον, όταν η όρασή του εξασθένισε υπερβολικά, άρχισε να υπαγορεύει στη βοηθό του τις περιπέτειες του Επιθεωρητή Μονταλμπάνο.)

Οι (λίγες) περιστάσεις που ξέμεινα από αναγνώσιμο υλικό έχουν εντυπωθεί στη μνήμη μου ως απολύτως εφιαλτικές. Ένα καλοκαίρι, μαθητής ακόμη, είχα ανεβάσει πυρετό, και – για κάποιο λόγο που έχω ξεχάσει – είχα περάσει κάποιο διάστημα μόνος, κλεισμένος σε κάποιο εξοχικό σπίτι. Αφού έκανα το σπίτι άνω κάτω ψάχνοντας κάτι – ο,τιδήποτε – να διαβάσω, στο τέλος κατέληξα να διαβάζω τις οδηγίες των φαρμάκων που έπρεπε να παίρνω: συνιστώμενη δοσολογία, αντενδείξεις, και άλλα τέτοια συναρπαστικά.

Η αναμονή με εκνευρίζει. Δεν είμαι υπομονετικός άνθρωπος. Εκτός εάν έχω κάτι να διαβάσω. Έχετε φάει φαλάφελ από τους Falafellas, στην οδό Αιόλου, στην Αθήνα; (Σας το συνιστώ.) Τα μεσημέρια που πέρναγα από εκεί καθώς πήγαινα στο μάθημα είχε πάντα απίστευτη ουρά. (Οι περαστικοί: «Τι μοιράζουν εδώ;») Αλλά με κάποιο βιβλίο στο ένα χέρι, και το τιμόνι του ποδηλάτου μου στο άλλο (να μην το χάσω κιόλας), η ώρα κυλούσε ευχάριστα.

Το ίδιο κάνω και στις δημόσιες υπηρεσίες. Την πρώτη φορά που χρειάστηκε να απευθυνθώ για κάποιο χαρτί στο Δήμο του Μιλάνου, απροετοίμαστος για την δίωρη αναμονή, κατέληξα να ξεφυλλίζω τα βιβλία-παιγνίδια για παιδιά προσχολικής ηλικίας (ξέρετε: μαλακές σελίδες από αδιάβροχο ύφασμα και πολύχρωμες εικόνες). Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα είχα τελειώσει όλα. Απελπισία ...

Άλλες φορές, η ανάγνωση με έσωσε από ακόμη χειρότερες κακοτοπιές. Πριν δέκα περίπου χρόνια, τα πανεπιστήμιά μας (με κάπου 40 χρόνια καθυστέρηση σε σχέση με τα γαλλικά πανεπιστήμια, και κάπου 30 σε σχέση με τα ιταλικά) περνούσαν μια από εκείνες τις περιοδικές καταστάσεις ομαδικής παράκρουσης, όταν, με πρόσχημα κάποιο δήθεν πολιτικό αίτημα, ομάδες νεαρών προσπαθούν να δώσουν νόημα στη μίζερη ζωή τους «πουλώντας τσαμπουκά» στους καθηγητές τους, ανθρώπους στην ηλικία του πατέρα ή της μητέρας τους. Έχοντας οριστεί εκπρόσωπος του Τμήματος στη Σύγκλητο, προετοιμαζόμουν για τις μηνιαίες συνεδριάσεις της βάζοντας στο σακκίδιό μου ξηρά τροφή, ένα μπουκαλάκι νερό – και, φυσικά, ένα βιβλίο. Η τελετουργία είχε ως εξής. Κάποια στιγμή μπούκαραν στην αίθουσα αγριεμένοι νεαροί, που επέμεναν να υπογράψουμε κάποιο ασυνάρτητο κείμενο που είχαν συντάξει «αλλιώς δεν θα βγαίναμε ποτέ από εκεί μέσα». Έχοντας συμφωνήσει από πριν να μην υπογράψουμε απολύτως τίποτε, και έχοντας επιτρέψει σε όσα μέλη της Συγκλήτου το προτιμούσαν να αποχωρήσουν εγκαίρως, περνάγαμε τις επόμενες ώρες, μέχρι να βαρεθούν τα παιδιά, άλλος λογομαχώντας μαζί τους (μάταιος κόπος), άλλη παρακαλώντας τους να την αφήσουν να πάει στην τουαλέττα («Κατούρα εδώ», ήταν η αποστομωτική απάντηση του συνομιλητή της), άλλος βράζοντας από θυμό ή από ταπείνωση, εγώ – το μαντέψατε – διαβάζοντας. Κάπως έτσι γλύτωσα το έμφραγμα, ή τον ξυλοδαρμό.

Όπως έγραψε ο Ντανιέλ Πεννάκ: «Ένα καλοδιαλεγμένο βιβλίο σε σώζει από τα πάντα. Ακόμη και από τον ίδιο σου τον εαυτό.»



[1] «Είσαι έτοιμος ν’αρχίσεις να διαβάζεις το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης. Χαλάρωσε. Συγκεντρώσου. Άσε τον κόσμο που σε περιβάλλει να διαλυθεί στη ασάφεια. Την πόρτα είναι καλύτερα να την κλείσεις˙ από την άλλη μεριά, είναι πάντα αναμμένη η τηλεόραση. «Όχι, δε θέλω να δω τηλεόραση!» Ύψωσε τη φωνή σου, ειδάλλως δε θα σε ακούσουν: «Διαβάζω! Δε θέλω να μ’ενοχλήσει κανείς!» Ίσως δεν σε άκουσαν, με όλη αυτή τη φασαρία˙ πες το πιο δυνατά, φώναξε: «Αρχίζω να διαβάζω το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο!» Ή αν πάλι δε θες, μην το φωνάξεις˙ ας ελπίσουμε πως θα σε αφήσουν στην ησυχία σου.»

A.B. Atkinson (1944-2017)


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» (τεύχος 136, Ιανουάριος – Μάρτιος 2017).

Ο βρετανός οικονομολόγος Anthony Barnes Atkinson έφυγε από τη ζωή την πρώτη μέρα του νέου έτους. Είχε υπάρξει φοιτητής στο Cambridge και στο MIT, καθηγητής στο Essex, στο University College London, στη London School of Economics και στο Nuffield College της Οξφόρδης, πρόεδρος επί σειρά ετών της (βρετανικής) Βασιλικής Οικονομικής Εταιρείας, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Εταιρείας και της Διεθνούς Οικονομικής Εταιρείας, επί 20ετία υπεύθυνος έκδοσης του επιστημονικού περιοδικού Journal of Public Economics (το οποίο είχε ιδρύσει), επίτιμος διδάκτωρ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων 20 πανεπιστημίων ανά τον κόσμο, Sir από το 2000, Ιππότης της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής από το 2001.

Για τους περισσότερους συναδέλφους του, ο Atkinson ήταν ένας γίγας της οικονομικής σκέψης. Το άρθρο του «On the measurement of inequality», από τα πιο πολυδιαβασμένα, που δημοσιεύτηκε το 1970 (όταν ήταν μόλις 26 ετών), έδειξε ότι δεν υπάρχει «ουδέτερος» τρόπος μέτρησης της ανισότητας: κάποιοι δείκτες είναι ευαίσθητοι σε μεταβολές εισοδήματος στο μέσο της κατανομής, άλλοι σε αλλαγές που επηρεάζουν τους φτωχούς, ή τους πλούσιους, ή και τους μεν και τους δε. Επειδή τα οικονομικά δεν είναι μαθηματικά, αλλά μια ηθική και κοινωνική επιστήμη (leitmotiv της σκέψης του Atkinson), το ζήτημα δεν είναι ο «καλύτερος» δείκτης ανισότητας αλλά το πώς σκεφτόμαστε - και πώς μετράμε – την κοινωνική ευημερία. Διαφορετικοί δείκτες ανισότητας θα προκύψουν ανάλογα αφενός με το πώς σταθμίζουμε διαφορετικά τμήματα της κατανομής εισοδήματος (π.χ. την απόσταση που χωρίζει το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού από το μέσο της κατανομής σε σχέση με την αντίστοιχη απόσταση ανάμεσα στο μέσο και το φτωχότερο 10% της κατανομής), και αφετέρου με το πώς τοποθετούμαστε στο δίλημμα μεταξύ χαμηλότερης ανισότητας και υψηλότερου μέσου ειδοδήματος (δηλ. ανάλογα με την απάντηση που δίνουμε στο ερώτημα «πόσο μέσο εισόδημα αξίζει να θυσιάσουμε προκειμένου να μειώσουμε την ανισότητα»). Στο – κλασσικό έκτοτε – άρθρο του ο Atkinson προτείνει μια σειρά δεικτών (που φέρουν το όνομά του), οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό ότι αναφέρουν ρητά το μέγεθος της «αποστροφής προς την ανισότητα» στην οποία αντιστοιχούν.

Η έγνοια για την ανισότητα τον συνόδευσε σε όλη του τη ζωή. Η έμφαση στα πολύ υψηλά εισοδήματα, σε σειρά άρθρων που δημοσίευσε από το 2011 με τον Thomas Piketty και τον Emmanuel Saez, ενέπνευσαν μεταξύ άλλων το κίνημα Occupy Wall Street αλλά και το διεθνές best seller του Piketty «Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα». Το τελευταίο βιβλίο του Atkinson (κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2015) είχε τίτλο «Inequality: what can be done?» και πραγματευόταν την εξέλιξη της ανισότητας, τους παράγοντες που την επηρεάζουν, καθώς και ακριβώς τι μπορεί να γίνει για να περιοριστεί. Το βιβλίο καταλήγει σε 15 προτάσεις πολιτικής, από το «εισόδημα συμμετοχής» (ένα μηνιαίο επίδομα σε όλους, με μοναδική προϋπόθεση να συμμετέχουν σε κάποια κοινωνικά χρήσιμη δραστηριότητα όπως π.χ. η φροντίδα παιδιών) έως τη μεταρρύθμιση της φορολόγησης της περιουσίας και των κληρονομιών με στόχο τη διάδοση αντί για τη συγκέντρωση του πλούτου (κατά J.S. Mill). Ακόμη καλύτερα μάλιστα εάν τα έσοδα του σχετικού φόρου χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση ενός κεφαλαίου που θα παρέχεται σε όλους τους νέους με τη συμπλήρωση των 18 ετών. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με κάποιες από τις 15 προτάσεις (ή και όλες). Αυτό που δεν μπορεί κανείς όμως να ισχυριστεί είναι ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτε για την ανισότητα».

Η φτώχεια και η κοινωνική πολιτική ήταν το άλλο μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον του Atkinson. Από το πρώτο του βιβλίο (1969) «Poverty in Britain and the reform of social security» έως την πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (2016) «Monitoring global poverty» (την οποία συνέγραψε ως επικεφαλής της συντακτικής ομάδας), η ποσοτική ανάλυση της φτώχειας και η οικονομική αποτίμηση των πολιτικών στήριξης του εισοδήματος υπήρξαν αντικείμενο σημαντικών δημοσιεύσεων που διαβάστηκαν από πολλούς οικονομολόγους σε όλο τον κόσμο και ενέπνευσαν αρκετούς από αυτούς να εφαρμόσουν τα εργαλεία της επιστήμης τους για τον σχεδιασμό αποδοτικότερων δημόσιων πολιτικών.

Ο τρίτος άξονας της δουλειάς του υπήρξε η δημόσια οικονομική. Το βιβλίο «Lectures in Public Economics» (1980) που υπέγραψε μαζί με τον Joseph Stiglitz (βραβείο Nobel 2001), άλλο ένα κλασσικό της οικονομικής βιβλιογραφίας, είναι γραμμένο με τεχνικά αυστηρό τρόπο και διαποτισμένο από την έγνοια να μετριαστεί ο συχνά άκριτος ενθουσιασμός για τις αγορές που εξαπλωνόταν τότε στη Βρετανία της Margaret Thatcher και στις Ηνωμένες Πολιτείες του Ronald Reagan. Το βιβλίο αναλύει τις αρκετές περιπτώσεις που οι αγορές αποτυγχάνουν να μεγιστοποιήσουν την κοινωνική ευημερία (μονοπώλια, εξωτερικές επιδράσεις, δημόσια αγαθά, ασυμμετρίες πληροφόρησης κ.ά.), καθώς και τους τρόπους με τους οποίους η κρατική παρέμβαση μπορεί να διορθώσει κατ’ αρχήν αυτές τις αποτυχίες της αγοράς. Η δημοσίευση του βιβλίου ήταν ορόσημο: η διδασκαλία του μαθήματος δεν ήταν ποτέ η ίδια, ενώ η επιστημονική έρευνα έγινε πολύ πιο συστηματική έκτοτε.

Δεν είναι καθόλου υπερβολική λοιπόν, παρότι γράφτηκε υπό το κράτος της συγκίνησης, η παρατήρηση του Frank Cowell, νεαρότερου συναδέλφου του Atkinson στην LSE, ότι η επιρροή του τελευταίου ήταν τόσο έντονη και διάχυτη που φέρνει στο νου την επιτύμβια επιγραφή του Christopher Wren, αρχιτέκτονα του καθεδρικού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο (σε ελεύθερη μετάφραση από τα λατινικά): «Ενθάδε κείται ο θεμελιωτής αυτής της εκκλησίας και αυτής της πόλης, […] ο οποίος έζησε όχι για το δικό του συμφέρον αλλά για το κοινό καλό. Αναγνώστη, εάν αναζητάς το σημάδι του – κύττα γύρω σου».

Για όσους τον γνώρισαν, ο Atkinson («Tony» για τους πάντες) ήταν ο πράος και καλωσυνάτος συνάδελφος, ο ευπροσήγορος και εμψυχωτικός καθηγητής, ο ακούραστος και αποτελεσματικός οργανωτής συλλογικών προσπαθειών κάθε είδους.

Στην κηδεία του, εκτός από τους συγγενείς, τους φίλους, και τους συναδέλφους (κάποιοι από τους οποίους πήραν το αεροπλάνο από κάποια ευρωπαϊκή πόλη για να τον αποχαιρετίσουν), ήταν επίσης παρόντες και κάποιοι ταπεινοί άνθρωποι, εμφανώς φτωχοί, εμφανώς συγκινημένοι. Ήταν οι θαμώνες του κοινωνικού παντοπωλείου, ενός από τα πολλά που άνοιξαν στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια, για την δωρεάν διανομή ειδών διατροφής και πρώτης ανάγκης σε άτομα και οικογένειες κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας, όπου ο Sir Anthony Barnes Atkinson, που εκείνοι τον γνώριζαν απλώς ως Tony, εργαζόταν τα σαββατοκύριακα, μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του.


Το τρομερό 2016

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016).

Οι ιστορικοί του μέλλοντος είναι πολύ πιθανό να θεωρήσουν το έτος που μόλις πέρασε σημείο καμπής στην παγκόσμια ιστορία. Σίγουρα όχι με τον δραματικό τρόπο του 1789, του 1917 ή του 1989. Αλλά ίσως με τον κάπως πιο βραδυφλεγή του 1933, του 1956 και του 2001. Ως το έτος κατά το οποίο τέθηκαν σε κίνηση ιστορικές διεργασίες με μακροχρόνιες και απρόβλεπτες συνέπειες.

Η πιο θεαματική από τις ανατροπές του 2016 είναι ασφαλώς η εξέγερση των ψηφοφόρων της Δύσης κατά της παγκοσμιοποίησης, ή τουλάχιστον των συνεπειών της. Η επικράτηση των υποστηρικτών της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ στο δημοψήφισμα του Ιουνίου, καθώς και η νίκη του Trump στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου τις ΗΠΑ, προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση ακριβώς επειδή σημειώθηκαν στα αγγλοσαξονικά προπύργια του φιλελευθερισμού. Οι νικητές θα επιχειρήσουν τώρα να αναβιώσουν ένα πιο εθνοκεντρικό, πιο παρεμβατικό, και πιο αυταρχικό μοντέλο καπιταλισμού. Θα τα καταφέρουν; Μακροπρόθεσμα όχι: τόσο η κυβέρνηση της Teresa May όσο και εκείνη του νεοεκλεγμένου αμερικανού Προέδρου θα έρθουν σύντομα αντιμέτωπες με τις αντιφάσεις τους. Στο μεταξύ, στη βραχυπρόθεσμη περίοδο (στην οποία διεξάγεται η πολιτική, αν και όχι η ιστορία), δεν αποκλείεται να σημειώσουν κάποιες επιτυχίες.

Σε κάθε περίπτωση, η παγκοσμιοποίηση με τη μορφή που τη γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες πνέει τα λοίσθια. Η έναρξη της φάσης αυτής μπορεί να τοποθετηθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70 (με τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις και την κατάργηση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που σημάδεψαν το τέλος του μεταπολεμικού κεϋνσιανού συμβιβασμού), και η επιτάχυνσή της στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (με το Μάαστριχτ και την Ενιαία Αγορά στην Ευρώπη, την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο, και την είσοδο της Κίνας στην Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου). Η ιστορική αυτή περίοδος είχε τεχνολογικό δυναμισμό και πρωτοφανή αύξηση του παραγόμενου πλούτου. Είχε επίσης χαμένους και κερδισμένους: οι βιομηχανικοί εργάτες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής ανήκουν στους πρώτους, οι συνάδελφοί τους στην Κίνα και στην Ινδία στους τελευταίους.

Τι ακριβώς θα διαδεχθεί την άναρχη παγκοσμιοποίηση είναι ακόμη δυσδιάκριτο. Η αναδίπλωση στα εθνικά σύνορα (προσφιλής επιλογή όχι μόνο της May και του Trump αλλά και του Arnaud Montebourg, υποψήφιου για το χρίσμα των σοσιαλιστών στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Απριλίου στη Γαλλία) δεν θα λύσει ασφαλώς το υπαρξιακό πρόβλημα των προηγμένων εθνικών οικονομιών της Δύσης. Το πρόβλημα αυτό συνοψίζεται στην επανατοποθέτηση των δυτικών οικονομιών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας με τρόπο που να εξασφαλίζει απασχόληση και ικανοποιητικά εισοδήματα στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού, όχι μόνο στο καλύτερα καταρτισμένο τμήμα του. Η επιτυχής επίλυσή του δεν είναι εύκολη υπόθεση, και έχει περιπλακεί από την θεαματική πρόοδο των οικονομιών του πρώην Τρίτου Κόσμου. Δεν είναι συμπτωματικό ότι η κοινή γνώμη στην Ινδία ή στο Βιετνάμ έχει πολύ ευνοϊκότερη άποψη για την παγκοσμιοποίηση από ό,τι στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ.

Αυτή η απέλπιδα απόπειρα αναχαίτισης της παρακμής μέσω της προσχώρησης στον απομονωτισμό δεν θα αποδώσει. Ο Γάλλος ψηφοφόρος που αισθάνεται τον κόσμο να αλλάζει γύρω του, και δεν του αρέσει αυτό που βλέπει, δεν έχει πολλούς λόγους να προτιμήσει τον ερζάτς πατριωτισμό των σοσιαλιστών: ευκολότερα θα στραφεί στον κ. Fillon, αν όχι κατευθείαν στην κ. Le Pen.

Σημαίνει αυτό ότι χρειαζόμαστε έναν νέο Tony Blair? Όχι. Αν πρέπει κανείς να επιλέξει ένα πρόσωπο, ο πιο εμπνευσμένος εκφραστής του προοδευτικού φιλελευθερισμού αυτή τη στιγμή παγκοσμίως είναι ο καναδός πρωθυπουργός Justin Trudeau (ο οποίος διαθέτει το πρόσθετο προσόν ότι φαίνεται εντελώς απαλλαγμένος από τη ψευδαίσθηση μεγαλείου και τον γεωπολιτικό τυχοδιωκτισμό του τέως ηγέτη των Νέων Εργατικών).

Όμως άλλο είναι το ζήτημα: όχι η εθνοκεντρική περιχαράκωση, ούτε βέβαια η αναζήτηση χαρισματικών σωτήρων, αλλά η πολιτική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Πρόκειται για εγχείρημα μακράς πνοής, αντίστοιχο σε εμβέλεια με αυτό που περιέγραψε ο Karl Polanyi στο ιδιοφυές βιβλίο του το 1944. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, και μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, οι ευρωπαϊκές οικονομίες (πρώτα-πρώτα η βρετανική) ανασυγκροτήθηκαν στη βάση της «ουτοπίας» μιας καπιταλιστικής αγοράς αυτορρυθμιζόμενης, και ελεύθερης από κοινωνικούς και πολιτικούς περιορισμούς. Αυτός ο «μεγάλος μετασχηματισμός» τραυμάτισε τον κοινωνικό ιστό και προκάλεσε εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντέδρασαν μέσω μιας πολιτικής κινητοποίησης, η οποία οδήγησε στην καθιέρωση θεσμών προστασίας των ατόμων από τις δυνάμεις της αγοράς. Τα νέα πολιτικά ρεύματα που επικράτησαν δεν ήταν οι Λουδδίτες, που αντιδρούσαν στην εκτόπισή τους από τις μηχανές σπάζοντάς τες. Ήταν οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές, φιλελεύθεροι και εργατικοί, που επέβαλαν την καθολική ψήφο, την αναγνώριση των εργατικών σωματείων, τη θεσμοθέτηση του οκταώρου, την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, και αργότερα την καθολική εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση, τη δωρεάν περίθαλψη – με δυο λόγια: τη συμφιλίωση της οικονομίας της αγοράς με την κοινωνική συνοχή και τη μαζική δημοκρατία.

Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς με τι ακριβώς θα μοιάζει η διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης – αν και, από όλες τις προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει, η κλιματική μεταβολή θα είναι μάλλον η κρισιμότερη για την επιβίωση του είδους. Ούτε φυσικά είναι βέβαιο ότι το απόθεμα διεθνούς συνεννόησης που μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει θα εξασφαλιστεί πράγματι. Κάθε άλλο: η αναβίωση της έντασης στις διεθνείς σχέσεις φαίνεται πιθανότερη.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Γηραιά Ευρώπη, όχι πλέον κυρίαρχη του κόσμου, θα παραμείνει το έδαφος όπου θα παιχτούν μερικές από τις κρισιμότερες παρτίδες για το μέλλον του κόσμου. Η ελληνική συμβολή στην αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας θα εξαρτηθεί από το εάν από τη σημερινή σήψη μπορεί να αναδυθεί μια πολιτική ηγεσία προσανατολισμένη στην εμψύχωση της κοινωνίας και στην ανόρθωση της οικονομίας. Περιττό να προσθέσει κανείς ότι τα μέχρι τώρα δείγματα δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας.