1 Ιανουαρίου 2017

A.B. Atkinson (1944-2017)


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» (τεύχος 136, Ιανουάριος – Μάρτιος 2017).

Ο βρετανός οικονομολόγος Anthony Barnes Atkinson έφυγε από τη ζωή την πρώτη μέρα του νέου έτους. Είχε υπάρξει φοιτητής στο Cambridge και στο MIT, καθηγητής στο Essex, στο University College London, στη London School of Economics και στο Nuffield College της Οξφόρδης, πρόεδρος επί σειρά ετών της (βρετανικής) Βασιλικής Οικονομικής Εταιρείας, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Εταιρείας και της Διεθνούς Οικονομικής Εταιρείας, επί 20ετία υπεύθυνος έκδοσης του επιστημονικού περιοδικού Journal of Public Economics (το οποίο είχε ιδρύσει), επίτιμος διδάκτωρ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων 20 πανεπιστημίων ανά τον κόσμο, Sir από το 2000, Ιππότης της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής από το 2001.

Για τους περισσότερους συναδέλφους του, ο Atkinson ήταν ένας γίγας της οικονομικής σκέψης. Το άρθρο του «On the measurement of inequality», από τα πιο πολυδιαβασμένα, που δημοσιεύτηκε το 1970 (όταν ήταν μόλις 26 ετών), έδειξε ότι δεν υπάρχει «ουδέτερος» τρόπος μέτρησης της ανισότητας: κάποιοι δείκτες είναι ευαίσθητοι σε μεταβολές εισοδήματος στο μέσο της κατανομής, άλλοι σε αλλαγές που επηρεάζουν τους φτωχούς, ή τους πλούσιους, ή και τους μεν και τους δε. Επειδή τα οικονομικά δεν είναι μαθηματικά, αλλά μια ηθική και κοινωνική επιστήμη (leitmotiv της σκέψης του Atkinson), το ζήτημα δεν είναι ο «καλύτερος» δείκτης ανισότητας αλλά το πώς σκεφτόμαστε - και πώς μετράμε – την κοινωνική ευημερία. Διαφορετικοί δείκτες ανισότητας θα προκύψουν ανάλογα αφενός με το πώς σταθμίζουμε διαφορετικά τμήματα της κατανομής εισοδήματος (π.χ. την απόσταση που χωρίζει το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού από το μέσο της κατανομής σε σχέση με την αντίστοιχη απόσταση ανάμεσα στο μέσο και το φτωχότερο 10% της κατανομής), και αφετέρου με το πώς τοποθετούμαστε στο δίλημμα μεταξύ χαμηλότερης ανισότητας και υψηλότερου μέσου ειδοδήματος (δηλ. ανάλογα με την απάντηση που δίνουμε στο ερώτημα «πόσο μέσο εισόδημα αξίζει να θυσιάσουμε προκειμένου να μειώσουμε την ανισότητα»). Στο – κλασσικό έκτοτε – άρθρο του ο Atkinson προτείνει μια σειρά δεικτών (που φέρουν το όνομά του), οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό ότι αναφέρουν ρητά το μέγεθος της «αποστροφής προς την ανισότητα» στην οποία αντιστοιχούν.

Η έγνοια για την ανισότητα τον συνόδευσε σε όλη του τη ζωή. Η έμφαση στα πολύ υψηλά εισοδήματα, σε σειρά άρθρων που δημοσίευσε από το 2011 με τον Thomas Piketty και τον Emmanuel Saez, ενέπνευσαν μεταξύ άλλων το κίνημα Occupy Wall Street αλλά και το διεθνές best seller του Piketty «Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα». Το τελευταίο βιβλίο του Atkinson (κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2015) είχε τίτλο «Inequality: what can be done?» και πραγματευόταν την εξέλιξη της ανισότητας, τους παράγοντες που την επηρεάζουν, καθώς και ακριβώς τι μπορεί να γίνει για να περιοριστεί. Το βιβλίο καταλήγει σε 15 προτάσεις πολιτικής, από το «εισόδημα συμμετοχής» (ένα μηνιαίο επίδομα σε όλους, με μοναδική προϋπόθεση να συμμετέχουν σε κάποια κοινωνικά χρήσιμη δραστηριότητα όπως π.χ. η φροντίδα παιδιών) έως τη μεταρρύθμιση της φορολόγησης της περιουσίας και των κληρονομιών με στόχο τη διάδοση αντί για τη συγκέντρωση του πλούτου (κατά J.S. Mill). Ακόμη καλύτερα μάλιστα εάν τα έσοδα του σχετικού φόρου χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση ενός κεφαλαίου που θα παρέχεται σε όλους τους νέους με τη συμπλήρωση των 18 ετών. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με κάποιες από τις 15 προτάσεις (ή και όλες). Αυτό που δεν μπορεί κανείς όμως να ισχυριστεί είναι ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτε για την ανισότητα».

Η φτώχεια και η κοινωνική πολιτική ήταν το άλλο μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον του Atkinson. Από το πρώτο του βιβλίο (1969) «Poverty in Britain and the reform of social security» έως την πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (2016) «Monitoring global poverty» (την οποία συνέγραψε ως επικεφαλής της συντακτικής ομάδας), η ποσοτική ανάλυση της φτώχειας και η οικονομική αποτίμηση των πολιτικών στήριξης του εισοδήματος υπήρξαν αντικείμενο σημαντικών δημοσιεύσεων που διαβάστηκαν από πολλούς οικονομολόγους σε όλο τον κόσμο και ενέπνευσαν αρκετούς από αυτούς να εφαρμόσουν τα εργαλεία της επιστήμης τους για τον σχεδιασμό αποδοτικότερων δημόσιων πολιτικών.

Ο τρίτος άξονας της δουλειάς του υπήρξε η δημόσια οικονομική. Το βιβλίο «Lectures in Public Economics» (1980) που υπέγραψε μαζί με τον Joseph Stiglitz (βραβείο Nobel 2001), άλλο ένα κλασσικό της οικονομικής βιβλιογραφίας, είναι γραμμένο με τεχνικά αυστηρό τρόπο και διαποτισμένο από την έγνοια να μετριαστεί ο συχνά άκριτος ενθουσιασμός για τις αγορές που εξαπλωνόταν τότε στη Βρετανία της Margaret Thatcher και στις Ηνωμένες Πολιτείες του Ronald Reagan. Το βιβλίο αναλύει τις αρκετές περιπτώσεις που οι αγορές αποτυγχάνουν να μεγιστοποιήσουν την κοινωνική ευημερία (μονοπώλια, εξωτερικές επιδράσεις, δημόσια αγαθά, ασυμμετρίες πληροφόρησης κ.ά.), καθώς και τους τρόπους με τους οποίους η κρατική παρέμβαση μπορεί να διορθώσει κατ’ αρχήν αυτές τις αποτυχίες της αγοράς. Η δημοσίευση του βιβλίου ήταν ορόσημο: η διδασκαλία του μαθήματος δεν ήταν ποτέ η ίδια, ενώ η επιστημονική έρευνα έγινε πολύ πιο συστηματική έκτοτε.

Δεν είναι καθόλου υπερβολική λοιπόν, παρότι γράφτηκε υπό το κράτος της συγκίνησης, η παρατήρηση του Frank Cowell, νεαρότερου συναδέλφου του Atkinson στην LSE, ότι η επιρροή του τελευταίου ήταν τόσο έντονη και διάχυτη που φέρνει στο νου την επιτύμβια επιγραφή του Christopher Wren, αρχιτέκτονα του καθεδρικού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο (σε ελεύθερη μετάφραση από τα λατινικά): «Ενθάδε κείται ο θεμελιωτής αυτής της εκκλησίας και αυτής της πόλης, […] ο οποίος έζησε όχι για το δικό του συμφέρον αλλά για το κοινό καλό. Αναγνώστη, εάν αναζητάς το σημάδι του – κύττα γύρω σου».

Για όσους τον γνώρισαν, ο Atkinson («Tony» για τους πάντες) ήταν ο πράος και καλωσυνάτος συνάδελφος, ο ευπροσήγορος και εμψυχωτικός καθηγητής, ο ακούραστος και αποτελεσματικός οργανωτής συλλογικών προσπαθειών κάθε είδους.

Στην κηδεία του, εκτός από τους συγγενείς, τους φίλους, και τους συναδέλφους (κάποιοι από τους οποίους πήραν το αεροπλάνο από κάποια ευρωπαϊκή πόλη για να τον αποχαιρετίσουν), ήταν επίσης παρόντες και κάποιοι ταπεινοί άνθρωποι, εμφανώς φτωχοί, εμφανώς συγκινημένοι. Ήταν οι θαμώνες του κοινωνικού παντοπωλείου, ενός από τα πολλά που άνοιξαν στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια, για την δωρεάν διανομή ειδών διατροφής και πρώτης ανάγκης σε άτομα και οικογένειες κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας, όπου ο Sir Anthony Barnes Atkinson, που εκείνοι τον γνώριζαν απλώς ως Tony, εργαζόταν τα σαββατοκύριακα, μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του.